
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 3678/2023
29 Αυγούστου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
I.K.M.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Υπουργού Εσωτερικών,
Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
..................................................
H αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά
Γεώργιος Κορυζής, Δικηγόρος για την αιτήτρια
Λουίζα Γιάγκου για Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως προσφεύγει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/9/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 02/07/2021 αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της. Αυθημερόν, η αιτήτρια παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 05/07/2021, διενεργήθηκε συνέντευξη ειδικών αναγκών και ευαλωτότητας από αρμόδιο λειτουργό μέσω σχετικής συνέντευξης στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα (ΚεΠΥ) ώστε να διαπιστωθεί εάν η αιτήτρια έχρηζε ειδικών διαδικασιών. Στις 21/09/2023, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις κεντρικές φυλακές της Δημοκρατίας. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στις 25/09/2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης ασύλου της αιτήτριας.
Στις 26/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια στις 29/09/2023. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με την οποία αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης δήλωσε πως προωθεί τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς: (1) Πλάνη περί τα πράγματα, (2) Έλλειψη αιτιολογίας και (3) Έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο. Επιπλέον, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υποστηρίζει πως η αιτήτρια φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Η αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της διότι βίωσε τη δολοφονία του συζύγου της ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στην φορολογική υπηρεσία και λόγω της καλής του φήμης, κάποιοι εγκληματίες διέρρηξαν την οικία τους (ερυθρό 32 – σε μετάφραση – του διοικητικού φακέλου).
Στις 05/07/2021, ενόσω η αιτήτρια βρισκόταν στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα (ΚεΠΥ) , διενεργήθηκε συνέντευξη ειδικών αναγκών και ευαλωτότητας από αρμόδιο λειτουργό μέσω σχετικής συνέντευξης κατά την οποία ο λειτουργός σημείωσε επί του σχετικού εντύπου «Χαμηλό» το επίπεδο πιθανολόγησης σοβαρού κινδύνου για την προσωπική ασφάλεια της αιτήτριας (ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια δήλωσε πως τόπος γέννησης της είναι η περιοχή Ngaliema όπου διέμενε με τους γονείς της. Όταν παντρεύτηκε το σύζυγό της, στις αρχές του 2010 μετοίκησε στην πόλη Lubumbashi μέχρι το 2021 που διέφυγε από τη χώρα καταγωγής της. Ανέφερε μάλιστα πως είχε διαμείνει και στην πόλη Bandundu για έξι μήνες το 2010 με το σύζυγό της ο οποίος είχε σταλεί εκεί για εργασιακούς σκοπούς (ερυθρό 29, 1X, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Τόπος τελευταίας διαμονής της αιτήτριας ήταν η πόλη Lubumbashi (ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε πως οι γονείς της έχουν αποβιώσει, η μητέρα της το 2005 και ακολούθως ο πατέρας της, λόγω προβλημάτων υγείας. Ο πατέρας της εργαζόταν στην Κεντρική Τράπεζα του Κονγκό και η μητέρα της ασχολείτο με οικιακές εργασίες (ερυθρό 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η αιτήτρια δήλωσε πως αποφοίτησε από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και πως παρακολούθησε σπουδές στο Λύκειο Tobongisa και στο UCKIN, ISTK στην περιοχή Ngaliema (ερυθρό 27, 2Χ, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το επαγγελματικό της προφίλ, η αιτήτρια δήλωσε πως εργαζόταν ως ταμίας σε υπεραγορά στην πόλη Lubumbashi για ένα μικρό διάστημα, αφότου ο σύζυγος της απεβίωσε (ερυθρό 27, 5Χ του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά το ταξίδι της προς τη Δημοκρατία, αξίζει να σημειωθεί ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της από την πόλη Lubumbashi και μετέβη στην πόλη Kinshasa αεροπορικώς, ακολούθως στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (ερυθρό 26, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της νόμιμα και δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδο της από τη χώρα καταγωγής της ούτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της (ερυθρό 26, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ανέφερε πως δεν είχε συλληφθεί ή φυλακισθεί στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια ανέφερε πως έχει τέσσερεις αδελφές και δύο αδελφούς και ότι μερικά από τα αδέλφια της διαμένουν στην πόλη Kinshasa. Ο μεγαλύτερος αδελφός της διαμένει στη Γαλλία και μία αδελφή της διαμένει στο Λονδίνο (ερυθρό 28, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η αιτήτρια δήλωσε πως τα τέκνα της διαμένουν στην πόλη Lubumbashi με τον πατέρα του συζύγου της και πως ο σύζυγος της εργαζόταν για την φορολογική υπηρεσία στην Lubumbashi στην DGI, Γενική Διεύθυνση Φορολογίας, ως φορολογικός υπάλληλος (ερυθρό 28, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ανέφερε πως βρίσκεται σε επικοινωνία με τα τέκνα της και πως επιθυμεί να επανενωθεί μαζί τους (ερυθρό 28, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Όπως ισχυρίστηκε, ένα βράδυ ενόσω διέμεναν στην πόλη Lubumbashi, κάποια άτομα προσέγγισαν την οικία τους, χτύπησαν την πόρτα και ζήτησαν να εισέλθουν, ενώ η αιτήτρια και ο σύζυγος της ζήτησαν να μάθουν τον λόγο και αρνήθηκαν να ανοίξουν την πόρτα. Τότε, τα συγκεκριμένα πρόσωπα έσπασαν την πόρτα και απαίτησαν χρήματα.
Ο σύζυγος της αιτήτριας τους πληροφόρησε πως δεν είχε χρήματα στην οικία αλλά στην τράπεζα. Ανέφεραν στο σύζυγό της πως σε περίπτωση που δεν τους δώσει τα χρήματα, θα βιάσουν την αιτήτρια. Ξεκίνησαν να λογομαχούν και ο σύζυγος της πρότεινε να τους παραχωρήσει τα έπιπλα του σπιτιού το οποίο εκείνοι αρνήθηκαν. Ακολούθως, διαπληκτίστηκαν και ένας εξ αυτών πυροβόλησε τον σύζυγό της στο κεφάλι (ερυθρό 28, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε πως το περιστατικό έλαβε χώρα το 2018-2019 και πως αδυνατεί να θυμηθεί συγκεκριμένη ημερομηνία (ερυθρό 28, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια σε άλλο σημείο της συνέντευξής της δήλωσε πως το περιστατικό συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2018 ή του 2019 και πως δεν είναι σίγουρη για την ημερομηνία (ερυθρό 27, 4Χ του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως τη συγκεκριμένη περίοδο επικρατούσε ανασφάλεια στην πόλη Lubumbashi και πως γίνονταν πολλές ληστείες και διαρρήξεις σε σπίτια με σκοπό να απαιτήσουν χρήματα και πως παρόμοια περιστατικά σημειώθηκαν και σε άλλα σπίτια πέραν του δικού της. Ανέφερε πρόσθετα ότι είχαν σημειωθεί κι άλλες δολοφονίες και πως είχαν σκοτώσει πολλούς ανθρώπους (ερυθρό 27, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε πως κατόπιν της δολοφονίας του συζύγου της, είχε μεγάλο άγχος και φόβο και αδυνατούσε να παραμείνει στη χώρα της διότι υπήρχαν πάντοτε πολλοί πυροβολισμοί γεγονός που της θύμιζε τη δολοφονία του συζύγου της (ερυθρό 26, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει εάν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά και δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω της ανασφάλειας και της δολοφονίας του συζύγου της (ερυθρό 26, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Ερωτηθείσα εάν βίωσε κάτι άλλο η ίδια, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά (ερυθρό 26, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας και πως αυτή έλαβε χώρα ενώπιον της (ερυθρό 26, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα εάν απευθύνθηκε σε ειδικό, η αιτήτρια απάντησε πως δεν υπάρχει στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 26, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, η αιτήτρια δήλωσε πως παντού στη χώρα καταγωγής της υπάρχει ανασφάλεια (ερυθρό 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κληθείσα να αναφέρει εάν υπέστη ποτέ βλάβη προσωπικά στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε πως έχει την προστασία του Θεού και πως μία μέρα, κατόπιν του θανάτου του συζύγου της, ήλθαν και χτύπησαν την πόρτα της και για αυτόν τον λόγο αποφάσισε να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν ρωτήθηκε εάν εκείνη την ημέρα την έβλαψε κάποιος, η αιτήτρια απάντησε πως είχε την προστασία του Θεού και πως όταν εκείνοι χτύπησαν την πόρτα, η αιτήτρια έκανε ησυχία εντός του σπιτιού και ακολούθως εκείνοι έφυγαν (ερυθρό 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα εάν είχε απειληθεί σωματικά στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά (ερυθρό 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ανέφερε πως θα αισθάνεται άγχος και ότι αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).
Σε προτροπή του αρμόδιου λειτουργού να παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με το θάνατο του συζύγου της, η αιτήτρια δήλωσε πως αφού τον δολοφόνησαν, άφησαν το νεκρό του σώμα και διέφυγαν. Οι γείτονες προσέγγισαν το σπίτι της και μαζί πήραν το σώμα του συζύγου της και το μετέφεραν στο νεκροτομείο. Κατόπιν τούτου, κάποιοι εγκληματίες τους κυνήγησαν (ερυθρό 25, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια δήλωσε πως η δολοφονία του συζύγου της είναι γνωστό γεγονός στην πόλη Lubumbashi (ερυθρό 25, 3Χ του διοικητικού φακέλου), πως τα τέκνα της εκείνο το βράδυ, βρίσκονταν στο σπίτι και πως δεν συνέβη κάτι σε εκείνα διότι βρίσκονταν στα υπνοδωμάτια τους (ερυθρό 25, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την ταυτότητα των ατόμων που προσέγγισαν το δικό της και τα άλλα σπίτια, η αιτήτρια απάντησε πως πρόκειται για εγκληματίες και δολοφόνους (ερυθρό 25, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε στην αιτήτρια πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ευαλωτότητας, είχε δηλώσει πως το περιστατικό κατά το οποίο πυροβόλησαν το σύζυγό της έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2020, ενώ κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας συνέντευξης δήλωσε πως συνέβη το Σεπτέμβριο του 2018-2019 και ζήτησε από την αιτήτρια να επεξηγήσει την αντίφαση αυτή. Η αιτήτρια αποκρίθηκε πως ο Δεκέμβριος είναι ο μήνας γέννησης του συζύγου της χωρίς να δίνει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία (ερυθρό 24, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε και πάλι στην αιτήτρια πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ευαλωτότητας, είχε δηλώσει πως τα τέκνα της διαμένουν με έναν πάστορα, ενώ κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας συνέντευξης δήλωσε πως διαμένουν με τον πατέρα του συζύγου της. Η αιτήτρια διευκρίνισε πως αρχικά διέμεναν με τον πάστορα, ο οποίος τη βοήθησε να μεταβεί στη Δημοκρατία, ενώ στη συνέχεια τα τέκνα της διέμεναν με τον παππού τους (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγηση της η αιτήτρια, διέκρινε στην Έκθεση - Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας ως κατωτέρω: (1) Η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ της αιτήτριας και (2) ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η δολοφονία του συζύγου της είναι αποτέλεσμα της γενικής ανασφάλειας της χώρας. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ως προς τα προσωπικά της στοιχεία καθώς οι δηλώσεις της διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από το διαβατήριο που προσκόμισε η αιτήτρια και έχει εκδοθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής της.
Αναφορικά με το δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις της αιτήτριας δεν ήταν ικανοποιητικές, σημειώθηκαν αντιφάσεις, ανακρίβειες και χρονικές ασυνέπειες όταν η αιτήτρια κλήθηκε να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο δολοφονίας του συζύγου της και πως υπέπεσε σε αντίφαση και ασυνέπεια αναφορικά με τη χρονική στιγμή της δολοφονίας του. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε πως ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί ανασφάλειας στη χώρα καταγωγής της είναι αβάσιμος και μη τεκμηριωμένος δεδομένου ότι μέλη της οικογένειας της διαμένουν εκεί με ασφάλεια. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε πως η αιτήτρια δεν υπέστη οποιασδήποτε μορφής δίωξη που να δικαιολογεί την απόφαση της να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής της (ερυθρά 60, 59 του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως όσα ανέφερε η αιτήτρια στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό στο σύνολό του. Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών της αιτήτριας και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής την πόλη Lubumbashi, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής της, ότι η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτήτριας σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β). Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην πόλη Lubumbashi, εκ της οποίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα της απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε ότι η πιθανή επιστροφή της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία οποιασδήποτε απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την επιστροφή της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από το συνήγορό της αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ’ ων η αίτηση. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας που έγινε αποδεκτός, αναφορικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά της στοιχεία, διακρίνω ότι η αξιολόγηση των καθ' ων η αίτηση καθώς και οι δηλώσεις της αιτήτριας αφενός μεν παρουσιάστηκαν σαφείς και ακριβείς, αφετέρου δε επιβεβαιώθηκαν από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Με τον προαναφερόμενο ισχυρισμό δεν θα ασχοληθώ εφόσον έχει γίνει αποδεκτός και δεν αμφισβητείται.
Αντιθέτως, η αιτήτρια με το δεύτερο ισχυρισμό της υποστήριξε πως η αποχώρηση της από τη χώρα καταγωγής της οφείλεται στη δολοφονία του συζύγου της η οποία συνδέεται με τη γενικότερη ανασφάλεια που επικρατεί στη χώρα της. Από τις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, προκύπτουν πολλαπλές αντιφάσεις και ανακρίβειες που πλήττουν καίρια την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της. Κατά το αφήγημα της προκύπτει ανακολουθία κατά τον προσδιορισμό του χρόνου της δολοφονίας του συζύγου της. Σε διαφορετικά σημεία της συνέντευξης ανέφερε ότι η δολοφονία έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 2018 ή του 2019, ενώ αργότερα υποστήριξε ότι το περιστατικό συνέβη το Δεκέμβριο του 2020. Η εναλλαγή χρονολογιών καταδεικνύει έλλειψη συνέπειας και αδυναμία σαφούς αναφοράς σε ένα υποτιθέμενο καθοριστικό περιστατικό.
Επιπρόσθετα, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που της τέθηκαν, η αιτήτρια δεν παρείχε λεπτομέρειες για τη δολοφονία και δεν προέκυψαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι το περιστατικό καταγγέλθηκε στις αρχές ή ότι συνδέεται με γενικότερη στοχοποίηση της οικογένειας. Επιπλέον, ενώ η αιτήτρια επικαλείται τη δολοφονία ως βασική αιτία εγκατάλειψης της χώρας της, η αναφορά σε γενικευμένη εγκληματικότητα παραμένει αόριστη, χωρίς σαφή σύνδεση με το συγκεκριμένο γεγονός. Από τα πιο πάνω διαπιστώνω πως οι χρονικές ανακολουθίες, η ασάφεια των δηλώσεων και η έλλειψη στοιχείων καθιστούν την αιτήτρια εσωτερικά αναξιόπιστη στις δηλώσεις της.
Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, θα πρέπει να αναφερθεί πως το γεγονός που επικαλείται η αιτήτρια αφορά ένα προσωπικό της περιστατικό για το οποίο δεν υπάρχουν πηγές πληροφόρησης που να το επιβεβαιώνουν. Ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα της. Σύμφωνα με την portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη - διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων».[1] Σύμφωνα με το International Crisis Group, σε έκθεση για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό για το 2025, ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται σε περιοχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό όπως το Βόρειο Kivu, το Νότιο Kivu και το Ituri.[2] Η ίδια πηγή αναφέρει πως ο Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ανακοίνωσε την επανέναρξη των ερευνών για εγκλήματα που εμπίπτουν στο Καταστατικό της Ρώμης και διαπράχθηκαν στην επαρχία Βόρειο Kivu από τον Ιανουάριο του 2022.[3]
Σύμφωνα με άρθρο στην ιστοσελίδα του Al Jazeera, δημοσιευθέν στις 24 Μαρτίου 2025, η βία έχει αυξηθεί στις ανατολικές επαρχίες από τους αντάρτες της M23. Καταγράφεται μεγάλος εκτοπισμός στην περιοχή. Τον Ιανουάριο, η M23 κατέλαβε τον έλεγχο της Goma, της πρωτεύουσας του Βόρειου Kivu, πριν καταλάβει το Bukavu, την πρωτεύουσα του γειτονικού Νότιου Kivu, τον Φεβρουάριο. Έκτοτε συνέχισαν την ανάπτυξη τους προς τα δυτικά.[4] Το AP News σε άρθρο δημοσιευθέν στις 17 Φεβρουαρίου 2025, επιβεβαιώνει πως τον Φεβρουάριο η M23 πήρε τον έλεγχο της Bukavu, πρωτεύουσα του Νότιου Kivu.[5] Τουλάχιστον 500.000 άτομα εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό λόγω συγκρούσεων και βίας στο Βόρειο και Νότιο Kivu μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 20ης Φεβρουαρίου 2025, και περισσότερα από 73.000 άτομα τράπηκαν σε φυγή σε γειτονικές χώρες.[6]
Παρόλο που υπάρχουν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί, δεν είναι αρκετές για να αποδοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας στην αιτήτρια. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει το δεύτερο ισχυρισμό, εφόσον προέβη σε αοριστίες και γενικολογίες κατά το αφήγημα της, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν είναι υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης της αιτήτριας να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα την ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθεί των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως η αιτήτρια είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξης της να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός της και να θεμελιώσει τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια ούτε στην ενώπιον μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεών της με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε οποιοδήποτε στοιχείο. Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στην αιτήτρια καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Ωστόσο υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης μου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην περιφέρεια Haut – Katanga όπου βρίσκεται η πόλη Lubumbashi, συνήθης τόπος διαμονής της αιτήτριας, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 15/08/2025), καταγράφηκαν 12 περιστατικά πολιτικής βίας[7] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 20 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[8] Ειδικότερα, στην πόλη Lubumbashi την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγράφηκαν 5 περιστατικά πολιτικής βίας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 8 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[9] Σημειώνεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Lubumbashi εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 3,061,340 (2025) κατοίκους.[10]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή της, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα, νεαρής ηλικίας, υγιής, με επαρκή μόρφωση, πλήρως ικανή προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.
Σε συνάρτηση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ο δικηγόρος της αιτήτριας με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.
Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Ο συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως, διατείνεται πως το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα. Όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος της αιτήτριας, οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως καμία παρανομία δεν έχει προκύψει που να αποδεικνύει το ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα.
Καταρχάς θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει η αιτήτρια (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από την αιτήτρια και είναι γενικόλογος. Από τους ισχυρισμούς του ευπαίδευτου δικηγόρου της αιτήτριας, δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της.
Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511). Η αιτήτρια δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής και/ή δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Τελευταία ενημέρωση: Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023, διαθέσιμο σε: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord
[2] International Crisis Group, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, Ιούνιος 2025, Μάιος 2025, https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location[]=7&created=
[3] Amnesty International, THE STATE OF THE WORLD’S HUMAN RIGHTS. Απρίλιος 2025, σελ. 146, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2025/04/WEBPOL1085152025ENGLISH.pdf
[4] Al Jazeera, Mapping the human toll of the conflict in DR Congo, 24 Μαρτίου 2025, Mapping the human toll of the conflict in DR Congo | Interactive News | Al Jazeera
[5] AP News, Rwanda-backed M23 rebels occupy a 2nd major city in Congo’s mineral-rich east, 17 Φεβρουαρίου 2025, Rwanda-backed rebels reach the center of east Congo’s Bukavu | AP News
[6] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees: UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV (Revision 1), Απρίλιος 2025, σελ. 3, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2122583/unhcr_position_on_returns_to_the_drc_-_march_2025_final.pdf UNHCR, Eastern DRC Displacement Overview, 20 Φεβρουαρίου 2025, https://data.unhcr.org/en/documents/download/114595 Office of the High Commissioner for Human Rights, DRC: Deepening human rights crisis amid reports of further M23 advances, 31 Ιανουαρίου 2025, https://www.ohchr.org/en/press-briefing-notes/2025/01/drc-deepening-human-rights-crisis-amid-reports-further-m23-advances
[7] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).
[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic of Congo/DRC, Haut-Katanga, Lubumbashi) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/08/2025]
[9] Ibid
[10] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/lubumbashi Ημερομηνία Πρόσβασης: 29/08/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο