H.A.M.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3996/23, 22/8/2025
print
Τίτλος:
H.A.M.B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3996/23, 22/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3996/23

22 Αυγούστου, 2025

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H.A.M.B.

Αιτητή,

και

            Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Νικολάου Γ. (κος.), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Χατζηγιάννη Ευφ. (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 26.9.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως του 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.      Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από το Ιράκ. Περί τις 20.11.2013 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, και στις 18.12.2015, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως, υποβλήθηκε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 21.01.2016 από τον Προϊστάμενο, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον τελευταίο στις 26.01.2016. Στις 27.01.2016, ο Αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής: η ΑΑΠ), εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 8.9.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως, στις 12.9.2023 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Έκθεση - Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 26.09.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 02.10.2023. Στις 26.10.2023 ο Αιτητής υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.      Κατά το στάδιο της ακρόασης, ο Αιτητής δια του συνηγόρου του προώθησε ως λόγους προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο.

3.      Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, υπεραμύνονται της επίδικης απόφασης. Προωθούν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά, νόμιμα και κατόπιν δέουσας έρευνας. Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν εξειδικεύει του λόγους προσφυγής ακύρωσης. Παραπέμποντας στα σημεία αναξιοπιστίας του Αιτητή υποβάλλουν ότι οι ισχυρισμοί του δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Όσον αφορά την κατ' ισχυρισμό έλλειψη αιτιολογίας, οι Καθ’ ων εισηγούνται ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Παραπέμπουν προς τούτο στα επιμέρους ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση κατά τη διοικητική διαδικασία, τα οποία υιοθετούν και στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας.


Το νομικό πλαίσιο

4.      Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

5.      To Άρθρο 146 του Συντάγματος προβλέπει τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

«1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση, κατά την οποία έφεση παραπέμπεται ενώπιόν του υπό του Διοικητικού Εφετείου, κέκτηται ως νόμος ήθελε ορίσει, δικαιοδοσία να αποφασίζει επί τοιαύτης εφέσεως και το Διοικητικό Εφετείο σε κάθε άλλη περίπτωση κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης των Διοικητικών Δικαστηρίων που έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζουν σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο. Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης  υπό του Διοικητικού Εφετείου σε ενώπιόν του εκκρεμούσα έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Άρθρου, νόμος ορίζει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων.

 

1Β. Nόμος θέλει προβλέψει περί της αντιμισθίας και των άλλων όρων υπηρεσίας των δικαστών των κατά την παράγραφον 1A ιδρυθησομένων δικαστηρίων. H αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού δεν δύναται να μεταβληθώσι δυσμενώς δι’ αυτόν μετά τον διορισμόν του.

 

2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.

 

3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης.

 

4. Επί τοιαύτης προσφυγής, τα Διοικητικά Δικαστήρια δύναται, σύμφωνα με τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες τους ως νόμος ήθελε ορίσει, διά της αποφάσεως αυτών-

 

(α) να επικυρώσουν, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν·

 

(β) να κηρύξουν την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος·

 

(γ) να κηρύξουν την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή· ή

 

(δ) να τροποποιήσουν, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.[.}».

 

6.      Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

7.      Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.      Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.      Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο Αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο Αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του Αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο Αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ [...]».

(στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος). (β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».

 

10.   Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

11.   Το άρθρο 33 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει  ότι μετά την κατάργηση της ΑΑΠ, ο Προϊστάμενος εξετάζει και αποφασίζει επί της  εκκρεμούσης διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης.

 

Κατάληξη

12.   Αρχικά, είναι κρίσιμο να διευκρινιστεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης διαφοράς.

 

13.   Δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος καθορίζεται δια νόμου η άσκηση του διευρυμένου ελέγχου που ασκεί το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

 

14.   Το εδάφιο (2) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου προβλέπει ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

 

15.    Σύμφωνα με το εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου, ειδικώς για τις πράξεις που απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του ιδίου άρθρου το ΔΔΔΠ προβαίνει καταρχήν σε διευρυμένο έλεγχο, πλήρως και από τούδε. Εντούτοις στην επιφύλαξη αυτού διευκρινίζεται ότι η διευρυμένη αυτή εξουσία, ακόμα και σε σχέση με πράξεις που απαριθμούνται στο εδάφιο (4), δεν ασκείται εάν αυτές αφορούν σε αιτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20.7.2015. 

 

16.   Λαμβάνοντας υπόψιν ότι η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή πριν την 20η Ιουλίου 2015, ήτοι στις 20.11.2013, ο ασκούμενος έλεγχος επί επίδικης πράξεως είναι ακυρωτικός. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει μόνο επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, τοποθέτηση με την οποία συντάσσονται τόσο o συνήγορος τoυ Αιτητή όσο και η συνήγορος των Καθ'ων η Αίτηση.

 

17.   Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής, που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή, θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

 

18.   Παρατηρώ ότι ο Αιτητής στο πλαίσιο του της γραπτής του αγόρευσης αναπτύσσει τους ισχυρισμούς του ως ενιαίο κείμενο χωρίς να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των λόγων προσφυγής που προωθούνται, όπως απαιτεί ο Κανονισμός 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Το γεγονός αυτό καθιστά εξαιρετικά δυσχερή το δικαστικό έλεγχο. Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η καθ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων προσφυγής που προωθούνται. Ο Αιτητής δια του συνηγόρου του οφείλει να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους προσφυγής που προωθεί αλλά εξίσου σημαντική είναι η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Διαπιστώνω δε ότι οι λόγοι προσφυγής που προβάλλει ο Αιτητής παραβιάζουν τους πιο πάνω θεμελιώδεις δικονομικούς κανόνες. Ωστόσο, το γεγονός αυτό από μόνο του δεν οδηγεί, εν προκειμένω, σε απόρριψη της προσφυγής καθώς το Δικαστήριο απομόνωσε τους λόγους προσφυγής όπως αυτοί αναφέρονται στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή ήτοι την κατ’ ισχυρισμό έλλειψη δέουσα έρευνας και αιτιολογίας.

 

19.   Επιπλέον, επισημαίνω ότι ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883], Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]

 

20.   Εξαντλώντας την επιείκεια του Δικαστηρίου απομονώνονται ως λόγοι προσφυγής, η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997), λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επίδικης πράξης και το γεγονός ότι τα γεγονότα της υπόθεσης συμπληρώνονται και από το διοικητικό φάκελο που προσκομίστηκε ως τεκμήριο εν προκειμένω.

 

21.   Επισημαίνεται, επιπλέον, συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

22.   Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

23.   Ως προς την ουσία της υπόθεσης, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε στο έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής υποστήριξε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της ερωτικής σχέσης που διατηρούσε με μία κοπέλα, η οποία δεν έτυχε της αποδοχής της οικογένειάς της. Η εν λόγω οικογένεια, κατά τους ισχυρισμούς του, τον απείλησε ότι, εάν δεν διέκοπτε τη σχέση, θα τον σκότωναν. Ο Αιτητής, παρά τις απειλές αυτές, επέλεξε να συνεχίσει τη σχέση, με αποτέλεσμα να δεχθεί περαιτέρω απειλές. Όταν δε αντιλήφθηκε ότι η ζωή του βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

 

24.   Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης ημερομηνίας 18.12.2015, ο Αιτητής, αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, δήλωσε ότι γεννήθηκε το έτος 1986 στην επαρχία Qadissiya. Aπό την ηλικία των δέκα ετών διέμενε στη Βαγδάτη, ότι μετέβη στην Qadissiya για σπουδές την περίοδο 2004–2008 και ότι από το 2008 και εντεύθεν διέμενε εναλλάξ και στις δύο περιοχές. Δήλωσε ότι είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι από το 2010 έως το 2013 εργάστηκε ως προγραμματιστής υπολογιστών στη Βαγδάτη. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι οι γονείς του και τα δύο αδέλφια του διαμένουν στη Βαγδάτη και η γιαγιά του στην Qadissiya.

 

25.   Ερωτηθείς για τους λόγους που τον οδήγησαν στην αποχώρηση από τη χώρα καταγωγής του, υποστήριξε ότι διατηρούσε σχέση με συμφοιτήτριά του, την οποία γνώρισε το 2007 στην περιοχή Qadissiya, και ότι το 2010 της πρότεινε γάμο, τον οποίο η οικογένειά της απέρριψε. Παρά την άρνηση αυτή, ισχυρίστηκε ότι συνέχισε να διατηρεί τη σχέση, γεγονός που του προκάλεσε φόβο ότι θα τον σκοτώσουν. Δήλωσε ότι η τελευταία φορά που συνάντησε την κοπέλα ήταν περί τον Αύγουστο του 2013 (ο ίδιος αποχώρησε από τη χώρα το ίδιο έτος και κατά το χρόνο εξέτασης της αίτησής του στο πλαίσιο της επίδικης υπόθεσης, ήτοι στις 26.9.2023, είχαν παρέλθει ήδη περίπου δέκα έτη) Κατά τους ισχυρισμούς του, η οικογένεια της κοπέλας υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία περί τον Οκτώβριο του 2013, όταν ο ίδιος βρισκόταν ήδη στην Τουρκία, κατηγορώντας τον ότι διατηρούσε σεξουαλική σχέση εκτός γάμου. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η αστυνομία τον αναζητούσε στην οικία της γιαγιάς του και ότι τρεις μήνες αργότερα η οικογένεια της κοπέλας άρχισε να τον αναζητεί στους γονείς του. Υποστήριξε ότι η οικογένεια της κοπέλας τον απειλούσε με σκοπό να διακόψει τη σχέση, ενώ τον Αύγουστο του 2013, όταν η τελευταία πιεζόταν να παντρευτεί άλλον άνδρα, αποφάσισε να αποχωρήσει οριστικά από τη χώρα. Επίσης, ανέφερε ότι σε περίπτωση σύλληψής του λόγω της καταγγελίας, η ποινή φυλάκισης θα ήταν μικρής διάρκειας, πλην όμως φοβόταν ότι, ακόμη και εάν απολυόταν, η οικογένεια της κοπέλας θα τον σκότωνε. Πρόσθεσε ότι η εν λόγω οικογένεια τον αναζητεί μέχρι σήμερα και ότι, μετά τον θάνατο του αδελφού του, τον οποίο δεν γνωρίζει πώς και από ποιον προκλήθηκε, η οικογένειά του διέκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του, θεωρώντας τον υπεύθυνο και πιστεύοντας ότι ο θάνατος του αδελφού του επήλθε ως πράξη εκδίκησης από την οικογένεια της κοπέλας. Ερωτηθείς δε για τις συνέπειες της τυχόν επιστροφής του, ισχυρίστηκε ότι διατρέχει κίνδυνο είτε σύλληψης λόγω της καταγγελίας είτε θανάτωσης από την οικογένεια της κοπέλας.

 

26.   Κατόπιν αξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι αυτοί στερούνται αξιοπιστίας ως προς τους λόγους αποχώρησής του από τη χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, έλαβε υπόψη τις αντιφάσεις και την έλλειψη ευλογοφάνειας που ανέκυπταν από τις δηλώσεις του, καθώς και το έγγραφο που προσκόμισε, και κατέληξε ότι δεν προκύπτει να υπέστη οποιασδήποτε μορφής προσωπική δίωξη. Επιπλέον, μολονότι αναγνωρίστηκε ότι σε ορισμένες περιοχές του Ιράκ λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις, εντούτοις στην περιοχή Qadissiya, όπου γεννήθηκε και διέμενε ο Αιτητής, η κατάσταση ασφαλείας παραμένει σταθερά καλή. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα διέτρεχε κίνδυνο και, κατά συνέπεια, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

27.   Ο Αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης ενώπιον της ΑΑΠ. Ο Αιτητής ενημερώθηκε με σχετική επιστολή, ημερομηνίας 17.12.2020 (βλ. ερ. 67  του δ.φ.),  ότι η διοικητική προσφυγή του θα εξεταστεί από τον Προϊστάμενο ως ένσταση δυνάμει του άρθρου 33 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

28.   Ο Αιτητής κλήθηκε εκ νέου για προσωπική συνέντευξη στις 8.9.2023, ενέργεια που κρίνεται ορθή, δεδομένου ότι είχαν μεσολαβήσει οκτώ έτη από την προηγούμενη συνέντευξη. Ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, επανέλαβε ότι γεννήθηκε στην επαρχία Qadissiya, ότι σε ηλικία δέκα ετών μετοίκησε στη Βαγδάτη, ενώ κατά την περίοδο 2004–2008 επέστρεψε στην Qadissiya για σπουδές. Από το 2008 και εντεύθεν διέμενε κυρίως στη Βαγδάτη, πλην όμως επισκεπτόταν συχνά την Qadissiya, όπου διέμενε με τη γιαγιά του. Δήλωσε ότι ανήκει στη φυλή Bqli, Alobeidi, και ότι οι γονείς και τα δύο αδέλφια του διαμένουν στη Βαγδάτη. Επισημάνθηκε στον Αιτητή ότι κατά την προηγούμενη συνέντευξή του είχε αναφέρει ότι ο αδελφός του σκοτώθηκε, με τον ίδιο να αρνείται ότι είχε προβεί σε τέτοια δήλωση. Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, επανέλαβε τον ισχυρισμό περί της σχέσης του με συμφοιτήτριά του.

 

29.   Κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι διατηρούσε σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου με την εν λόγω κοπέλα, με την οποία ήθελαν να παντρευτούν, πλην όμως η οικογένειά της αρνήθηκε. Ισχυρίστηκε ότι συνέχισαν τη σχέση επί δύο έως τρία έτη, μέχρις ότου πληροφορήθηκε από την κοπέλα ότι επρόκειτο να την παντρέψουν με τον εξάδελφό της. Τότε, κατά τους ισχυρισμούς του, αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί σοβαρό ζήτημα μεταξύ των φυλών και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα. Κατά την περίοδο αυτή, κανείς δεν γνώριζε ότι η σχέση συνεχιζόταν. Μετά την αναχώρησή του για την Τουρκία, πληροφορήθηκε ότι η αστυνομία τον αναζητούσε τόσο στην οικία της γιαγιάς του στην Qadissiya όσο και στη Βαγδάτη. Ανέφερε ότι η γιαγιά του του μετέφερε πως επιχειρήθηκε διαμεσολάβηση μέσω της φυλής τους, με την καταβολή χρηματικού ποσού, χωρίς αποτέλεσμα. Ερωτηθείς για το τι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του μετά την πάροδο δεκαετίας, ισχυρίστηκε ότι συνεχίζει να αναζητείται και ότι η οικογένεια της κοπέλας παρενόχλησε τον αδελφό του στο κατάστημά του.

 

30.   Ως προς την κοπέλα, ανέφερε ότι τη γνώρισε στο πανεπιστήμιο, όπου λάμβαναν χώρα και οι συναντήσεις τους, και ότι είχαν σκοπό να παντρευτούν μετά την αποφοίτησή τους. Η κοπέλα, κατά τους ισχυρισμούς του, ήταν σιιτική μουσουλμάνα και διέμενε στην Qadissiya. Υποστήριξε ότι είχε γνωστοποιήσει τη σχέση τους στη γιαγιά του, η οποία δεν την αποδέχθηκε διότι προϋπήρξαν σεξουαλικές επαφές εκτός γάμου. Αναφορικά με την πρόταση γάμου, ισχυρίστηκε ότι έγινε το 2010, όταν η γιαγιά του και η θεία του συναντήθηκαν με τους γονείς της κοπέλας σε κοινωνική εκδήλωση και μετέφεραν την πρόθεση του Αιτητή να την παντρευτεί, πλην όμως η οικογένειά της αρνήθηκε λόγω φυλετικών διαφορών. Κατά τους ισχυρισμούς του, η οικογένεια της κοπέλας ανήκει στη φυλή Robaie, όπου είναι σύνηθες οι γάμοι με εξαδέλφους. Παρά την άρνηση, συνέχισε τη σχέση μαζί της, κυρίως μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας.

 

31.    Ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2012 η κοπέλα τον ενημέρωσε για την πιθανότητα γάμου της με τον εξάδελφό της. Εκείνος εξακολούθησε να μεταβαίνει από τη Βαγδάτη στην Qadissiya, και μετά από ένα έτος άρχισε να πιστεύει ότι η ζωή του θα διέτρεχε κίνδυνο εάν η οικογένεια της κοπέλας πληροφορείτο τη σχέση τους. Ισχυρίστηκε ότι τον Οκτώβριο του 2013 συζήτησε την κατάσταση με τη γιαγιά του, η οποία τον συμβούλευσε να φύγει προσωρινά. Ερωτηθείς εάν έλαβε χώρα κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό τον Οκτώβριο που να τον οδήγησε στην αποχώρηση, απάντησε αρνητικά.

 

32.   Αναφορικά με την οικογένεια της κοπέλας, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτή πληροφορήθηκε τη σχέση τον Σεπτέμβριο του 2013, όταν η ίδια αποκάλυψε την ύπαρξή της, ενώ προοριζόταν να παντρευτεί τον εξάδελφό της. Υποστήριξε ότι είχε ήδη διακόψει κάθε επικοινωνία με την κοπέλα πριν από την αποκάλυψη, αλλά έμαθε τα σχετικά μέσω τρίτων. Ισχυρίστηκε ότι, περί τις 11–12 Σεπτεμβρίου 2013, ο πατέρας και ο αδελφός της κοπέλας επισκέφθηκαν τη γιαγιά του στην Qadissiya και τον αναζητούσαν, ενώ ακολούθως τον αναζήτησαν και στη Βαγδάτη. Εκείνη την περίοδο, ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν στην οικία φίλου του, ο οποίος τον συνέδραμε στην προετοιμασία των εγγράφων του για αναχώρηση. Δήλωσε ότι η οικογένειά του τον προέτρεψε να παραμείνει κρυμμένος.

 

33.    Ως προς την επίσκεψη της οικογένειας της κοπέλας στη Βαγδάτη, ο Αιτητής ανέφερε ότι έλαβε χώρα δύο ημέρες μετά την επίσκεψή τους στην Qadissiya. Υποστήριξε ότι πληροφορήθηκε από τον πατέρα του ότι τον αναζητούσαν και απειλούσαν να τον σκοτώσουν. Ο πατέρας του φέρεται να πρότεινε τη διευθέτηση του ζητήματος μέσω συνεννόησης μεταξύ των φυλών ή ακόμη και με πρόταση γάμου ή χρηματικής αποζημίωσης, πλην όμως οι συγγενείς της κοπέλας δεν το αποδέχθηκαν. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του επιχείρησε να συνομιλήσει με τη φυλή τους, πλην όμως ο ίδιος αγνοεί το αποτέλεσμα, αφού διεκόπη η επικοινωνία με την οικογένειά του.

 

34.   Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο αδελφός και ο εξάδελφος της κοπέλας εξακολουθούν να παρενοχλούν την οικογένειά του, χωρίς να έχει υποβληθεί καταγγελία στην αστυνομία. Ως προς το έγγραφο που προσκόμισε στην πρώτη του συνέντευξη, ισχυρίστηκε ότι το έλαβε ενόσω βρισκόταν στην Τουρκία, πλην όμως αυτό παραδόθηκε στη γιαγιά του τον Οκτώβριο του 2013, αναφέροντας ότι θα συνελήφθη όταν ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη Βαγδάτη. Παραδέχθηκε ότι δεν απευθύνθηκε σε δικηγόρο. Δήλωσε ότι η καταγγελία αφορούσε ατίμωση της θυγατέρας τους, παρομοιαζόμενη με βιασμό, λόγω σεξουαλικών σχέσεων εκτός γάμου. Όταν επισημάνθηκε ότι στο έγγραφο γίνεται λόγος για σεξουαλική παρενόχληση, απάντησε ότι σκοπός τους ήταν να τον εντοπίσουν και ότι υπέθεσε πως η καταγγελία υποβλήθηκε από τον πατέρα και τον αδελφό της κοπέλας. Τέλος, υποστήριξε ότι η οικογένεια της κοπέλας γνώριζε για τη σχέση πριν από τον Σεπτέμβριο του 2013, αλλά ότι τον Σεπτέμβριο πληροφορήθηκαν και για τις σεξουαλικές τους επαφές.

 

35.   Κατόπιν επαναξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή και της αρχικής διαδικασίας και απόφασης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της ένστασης οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε καταγραφή του ιστορικού του και των αναφορών του κατά την αρχική εξέταση. Διαπιστώθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου υπέπεσε σε πλημμέλειες κατά τη διερεύνηση και ανάλυση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, μολονότι στον Αιτητή δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, δεν υποβλήθηκαν επαρκείς ανοιχτές ερωτήσεις ούτε κατηγοριοποιήθηκαν ορθά οι ισχυρισμοί, με αποτέλεσμα την απουσία διακριτής καταγραφής των πραγματικών περιστατικών. Επίσης, παρατηρήθηκε εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης ασφαλείας, καθώς η έρευνα επικεντρώθηκε στην Qadissiya, ενώ ο Αιτητής είχε δηλώσει ότι μετά την αποφοίτησή του διέμενε στη Βαγδάτη, όπου και εργαζόταν. Στο πλαίσιο της νέας εξέτασης, οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς: (α) αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του Αιτητή, (β) αναφορικά με τη διατήρηση προγαμιαίας σχέσης με συμφοιτήτριά του μεταξύ 2006–2013, η οποία συνεχίστηκε και μετά την άρνηση της οικογένειάς της να αποδεχθεί πρόταση γάμου, (γ) ότι μετά την αποκάλυψη της σχέσης, από τον Σεπτέμβριο του 2013, η οικογένεια της κοπέλας τον αναζητούσε με σκοπό να τον θανατώσει για λόγους εκδίκησης, και (δ) ότι κατόπιν καταγγελίας της οικογένειας της κοπέλας εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης.

 

36.   Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, διαπιστώθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι κατά την αρχική εξέταση δεν υπήρξε διακριτή αναφορά σε αυτόν στην έκθεση/εισήγηση, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ του Αιτητή δεν αμφισβητήθηκαν και έγιναν αποδεκτά. Ειδικότερα, θεωρήθηκαν αποδεδειγμένα η υπηκοότητα, η θρησκεία, η εθνοτική καταγωγή, το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, η οικογενειακή και πατρική του κατάσταση. Η αξιοπιστία των στοιχείων του ενισχύθηκε και εξωτερικά, καθώς προσκόμισε πρωτότυπο διαβατήριο. Κατά τη νέα συνέντευξη ανέφερε ότι βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση, χωρίς όμως να έχει απευθυνθεί σε επαγγελματία ψυχικής υγείας ή να έχει προσκομίσει ιατρικά έγγραφα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αξιολόγηση του ισχυρισμού αυτού.

 

37.   Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή, κρίθηκε λεπτομερής και συνεκτικός, ως προς τη σχέση που ανέπτυξε με τη συμφοιτήτριά του, αναφέρθηκε στις περιστάσεις της γνωριμίας τους και τις συναντήσεις που πραγματοποιούσαν πριν και μετά την απόρριψη της πρότασης γάμου, στην οικονομική δραστηριότητα της οικογένειας, το όνομα της οικογένειας και τη φυλή της. Περαιτέρω, ως προς την εξέλιξή της σχέσης του, ο Αιτητής προσδιορίζει χρονικά πότε πραγματοποιήθηκε η συνάντηση με την οικογένεια της συντρόφου του, με σκοπό την πρόταση γάμου, και αναφέρεται ειδικά στις περιστάσεις και τα πρόσωπα που συμμετείχαν από τη δική του οικογένεια και στους λόγους που δεν αποδέχθηκαν το ενδεχόμενο μιας πρότασης γάμου. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τους αναγκαστικούς γάμους κοριτσιών στη χώρα, καταλήγοντας ότι ο ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός.

 

38.   Αντίθετα, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του στερούνταν συνέχειας και λογικής συνοχής, καθώς και ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να παράσχει εύλογες εξηγήσεις. Ερωτηθείς πώς αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του τον Οκτώβριο του 2013, ενώ η σχέση του με τη σύντροφό του παρέμενε κρυφή, ισχυρίστηκε ότι άρχισε να φοβάται μετά τη συζήτηση των γονέων της για τον γάμο της με τον εξάδελφό της, φοβούμενος ότι θα αποκαλυπτόταν η σχέση τους, και ότι, κατόπιν συμβουλής της γιαγιάς του, αποφάσισε να αποχωρήσει. Ωστόσο, σε άλλο σημείο ανέφερε ότι η οικογένεια της συντρόφου του πληροφορήθηκε για τη σχέση τους περί τον Σεπτέμβριο του 2013. Ερωτηθείς δε για τον τρόπο με τον οποίο ενημερώθηκαν, ισχυρίστηκε ότι η ίδια η σύντροφος αποκάλυψε τη σχέση, πλην όμως, όταν κλήθηκε να περιγράψει την αντίδραση της οικογένειας, ανέφερε ότι είχε ήδη διακόψει κάθε επικοινωνία με την κοπέλα πριν την αποκάλυψη. Η αντίφαση αυτή επισημάνθηκε από τον λειτουργό, με τον Αιτητή να ισχυρίζεται ότι στη συνέχεια της απαγορεύτηκε να επικοινωνεί μαζί του, δήλωση η οποία κρίθηκε ασαφής και ερειδόμενη σε εικασίες. Περαιτέρω, αναφορικά με την αναζήτησή του από την οικογένεια της συντρόφου, την αντίδραση της οικογένειάς του στην αποκάλυψη της σχέσης, καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται ότι κρυβόταν, οι δηλώσεις του Αιτητή αξιολογήθηκαν ως επιφανειακές, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες. Επίσης, ως προς τον ισχυρισμό περί επίλυσης της διαφοράς μέσω παρέμβασης των φυλών, ο Αιτητής ανέφερε ότι η οικογένεια της συντρόφου του δεν αποδέχθηκε την πρόταση, χωρίς να μπορεί να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες για τις ενέργειες του πατέρα του προς τούτο, παρότι είχε ισχυριστεί προηγουμένως ότι ο τελευταίος τον ενημέρωσε για την αναζήτησή του από την οικογένεια της κοπέλας και για τη συνάντηση των φυλών. Αντιφατικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις του αναφορικά με το πότε διεκόπη η επικοινωνία με τον πατέρα του. Ως προς τις υποτιθέμενες συνεχιζόμενες ενοχλήσεις, ανέφερε ότι η μητέρα του τον ενημερώνει για περιστασιακές επισκέψεις της οικογένειας της κοπέλας στην πατρική οικία με σκοπό να εξακριβώσουν αν έχει επιστρέψει, με τελευταία σχετική επίσκεψη στον αδελφό του. Επισημαίνεται ότι κατά την πρώτη συνέντευξη είχε ισχυριστεί πως ο αδελφός του δολοφονήθηκε από την οικογένεια της συντρόφου του για λόγους εκδίκησης· όταν δε του υπενθυμίστηκε η αντίφαση, υποστήριξε ότι δεν είχε προβεί σε τέτοια δήλωση, παρόλο που αυτή καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό σε δύο διαφορετικά σημεία. Τέλος, ως προς τις απειλές, ενώ κατά την αίτησή του είχε αναφέρει ότι απειλήθηκε επανειλημμένως από την οικογένεια της συντρόφου του, κατά τις συνεντεύξεις δήλωσε ότι οι απειλές στρέφονταν μόνο προς τη σύντροφο, μετά την αποφοίτησή τους.

 

39.   Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες από πηγές πληροφόρησης αναφορικά με εγκλήματα «τιμής» και δολοφονίες εκδίκησης, στις οποίες μπορούν να οδηγήσουν οι προγαμιαίες σχέσεις. Καταγράφηκε ότι τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων είναι συνήθως οι γυναίκες, ενώ σε περιπτώσεις που θανατώνεται και ο άνδρας που συμμετείχε στη σχέση, αυτό συμβαίνει κατόπιν συναπόφασης και των δύο οικογενειών. Υπό το πρίσμα αυτό, και λαμβανομένης υπόψη της απουσίας εσωτερικής συνοχής στις δηλώσεις του Αιτητή, κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

40.    Ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, περί έκδοσης εντάλματος σύλληψης κατόπιν καταγγελίας της οικογένειας της συντρόφου του, αυτός ομοίως απορρίφθηκε. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής κατονόμασε ως καταγγέλλοντες τον πατέρα και τον αδελφό της κοπέλας, πλην όμως παραδέχθηκε ότι απλώς υπέθεσε πως αυτοί υπέβαλαν την καταγγελία. Δεν έλαβε κανένα μέτρο άμυνας ούτε απευθύνθηκε σε δικηγόρο, μολονότι πληροφορήθηκε την ύπαρξη εντάλματος, δεδομένο που δεν κρίθηκε εύλογο υπό τις περιστάσεις. Ως προς το περιεχόμενο της καταγγελίας, ανέφερε ότι κατηγορήθηκε για αδίκημα ανάλογο με τον βιασμό, καθότι οι σεξουαλικές επαφές εκτός γάμου απαγορεύονται. Εντούτοις, επισημάνθηκε ότι στο έγγραφο γίνεται λόγος για αδίκημα ηπιότερο του βιασμού. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός του εντάλματος ήταν να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του μέσω της αστυνομίας και, εμμέσως, από την οικογένεια της κοπέλας. Επιπλέον, ενώ εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα του μέσω του αεροδρομίου, δήλωσε αφενός ότι το ένταλμα δεν θα εμφανιζόταν στον έλεγχο, αφετέρου ότι ανέλαβε το σχετικό ρίσκο· δηλώσεις οι οποίες κρίθηκε ότι στερούνται ευλογοφάνειας.

 

41.    Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, παρατέθηκαν στην έκθεση η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης τις σχετικές διατάξεις του ιρακινού Ποινικού Κώδικα. Μολονότι η πιθανότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης για λόγους σχετιζόμενους με σχέσεις εκτός γάμου δεν αποκλείεται, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ποιος ακριβώς υπέβαλε την καταγγελία ούτε πώς συνδέεται το ένταλμα με τη συγκεκριμένη σχέση. Επιπλέον, σημειώθηκε ότι το έγγραφο που προσκομίστηκε είναι αντίγραφο, του οποίου η γνησιότητα δεν αποδεικνύεται, ενώ ο Αιτητής αποχώρησε νόμιμα από το αεροδρόμιο, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο αμφίβολο τον ισχυρισμό περί ύπαρξης ενεργού εντάλματος. Ως εκ τούτου, και ο τέταρτος ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης.

 

42.    Προχωρώντας στο στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου, οι Καθ’ ων η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους δυο αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς, κατέληξαν ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράκ ο Αιτητής δε θα αντιμετωπίσει ευλόγως δίωξη η πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Πιο συγκεκριμένα, παρατέθηκαν πηγές αναφορικά με τις εκτός γάμου σχέσεις, τις συνέπειες τέτοιων σχέσεων, την αντιμετώπιση τους από τις φυλές καθώς και τις συνέπειες εθιμικού δικαίου. Περαιτέρω, παρατέθηκαν πηγές για τυχόν εμπόδια ή κακομεταχείριση ανεπιτυχόντων αιτητών ασύλου, την δυνατότητα πρόσβασης και εγκατάστασης στη Βαγδάτη και την κατάσταση ασφαλείας στη Βαγδάτη.

 

43.   Ως εκ τούτου, κατά τη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στα άρθρα 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

44.   Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής υποστήριξε ότι λανθασμένως κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς του απορριφθέντες ισχυρισμούς του.

 

45.   Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τον Οδηγό της EUAA σχετικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας,  η γενική αξιοπιστία του αιτούντος αναφέρεται στη συνοχή και την ευλογοφάνεια της συνολικής αφήγησής του. Η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας βασίζεται σε συγκεκριμένους δείκτες, όπως η εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, η λεπτομέρεια των πληροφοριών και η ευλογοφάνεια, ωστόσο κανένας από αυτούς δεν είναι απόλυτα καθοριστικός. Η συνολική εξέταση της αξιοπιστίας πρέπει να γίνεται με βάση όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία ακολουθώντας αντικειμενικές και αμερόληπτες μεθόδους, ώστε να αποφεύγονται εσφαλμένες απορρίψεις ή άκριτες αποδοχές.[1]

 

46.   Περαιτέρω, στο εδάφιο (3) του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου, όπου καταγράφονται οι βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, προβλέπεται ότι η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση, μεταξύ άλλων, της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

47.   Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε δέουσα έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης, διαχωρίζοντας ορθά τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Από το περιεχόμενο του φακέλου προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση διερεύνησαν και αξιολόγησαν πλήρως τους ισχυρισμούς του Αιτητή, τόσο ως προς την εσωτερική όσο και ως προς την εξωτερική τους αξιοπιστία, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθησε δε εξέταση των δηλώσεών του με αναφορά εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και η σχετική αξιολόγηση κινδύνου, που ακολούθησε στην βάση των αποδεκτών του ισχυρισμών, επίσης κρίνεται ως ευλόγως ορθή. Εν τέλει, ευλόγως κατέληξαν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθότι δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης (άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου) ή κίνδυνο σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης (άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου) σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

 

48.   Εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, οι οποίες συναρτώνται με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, όπως απαιτείται για την εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης. Ειδικότερα, εξετάστηκαν ζητήματα που σχετίζονται με προγαμιαίες σχέσεις, εγκλήματα «τιμής», τις κοινωνικές και φυλετικές αντιλήψεις περί σχέσεων εκτός γάμου, καθώς και τις συνέπειές τους. Ελήφθη υπόψη ότι τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων είναι πρωτίστως γυναίκες και ότι η τιμωρία του άνδρα συμβαίνει μόνο κατόπιν συναπόφασης των δύο οικογενειών. Επιπλέον, αξιολογήθηκε το γεγονός ότι ο Αιτητής, κατά τη διαμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία, ανανέωσε το διαβατήριό του, καθώς και ότι, ως νέος, υγιής άνδρας με ανώτατη εκπαίδευση, εργασιακή εμπειρία και οικογενειακό δίκτυο, δεν τεκμηρίωσε ιδιαίτερη ευαλωτότητα. Εξετάστηκε επίσης η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του, ήτοι τη Βαγδάτη, καταλήγοντας ότι δεν υφίσταται υψηλός βαθμός αδιάκριτης βίας, ώστε η παρουσία του και μόνη να συνεπαγόταν κίνδυνο.

 

49.   Ως εκ τούτου, η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση υπήρξε νόμιμη και εύλογη, αποτέλεσμα διεξοδικής εξέτασης των δηλώσεων του Αιτητή σε συνάρτηση με αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και προσήκουσας αιτιολόγησης και κατ΄επέκταση ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην κρίση τους. Δικαιολογημένως κρίθηκε ότι οι  ισχυρισμοί του Αιτητή δεν μπορούν να θεμελιώσουν υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, ενώ με την προσφυγή του δεν προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί που να εξηγούν τι περαιτέρω όφειλαν να διερευνήσουν οι Καθ’ ων η αίτηση ούτε οι αιτιάσεις του ανατρέπουν το εύλογο της κατάληξης των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία των δηλώσεών του.

 

50.   Έχοντας ενώπιόν μου το σύνολο των εγγράφων της διοικητικής διαδικασίας και υπό το φως όλων των ενώπιόν μου δεδομένων, κρίνω ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με την επίδικη πράξη. Η κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας είναι ορθή. Δεν προβλήθηκαν ή/και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, αλλά ούτε και της παρούσας διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου , 2018, σελ. 21, 86, 102, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 25/07/2025]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο