C. E. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 446/24, 18/8/2025
print
Τίτλος:
C. E. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 446/24, 18/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 446/24

18 Αυγούστου, 2025

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

C. E. O.

Αιτητού

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Α. Χατζηιωσήφ (κα), για Α. Παπαδοπούλου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 9.11.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος). Σημειώνεται εκ προοιμίου ότι δεν εκδόθηκε απόφαση επιστροφής εναντίον του Αιτητή, ενώ η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα τους βρίσκονται στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Aιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Περί τις 16.9.2016, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 8.6.2017, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως, υποβλήθηκε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 22.6.2017 από τον Προϊστάμενο, απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον τελευταίο στις 29.6.2017. Την ίδια ημέρα, ο Αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής: η ΑΑΠ), εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Λόγω της κατάργησης της ΑΑΠ, ο Αιτητής ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερομηνίας 17.12.2020 (βλ. ερ. 68  του δ.φ.),  ότι η διοικητική προσφυγή του θα διαβιβαστεί και εξεταστεί από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 33 του περί Προσφύγων Νόμου, ως ένσταση. Δεν κρίθηκε απαραίτητη η κλήση του Αιτητή εκ νέου σε προσωπική συνέντευξη και στις 6.11.2023 υποβλήθηκε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Έκθεση - Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 9.11.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 12.12.2023. Στις 12.02.2024, ο Αιτητής υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί    

2.             Στο εισαγωγικό δικόγραφο, ο Αιτητής δηλώνει ότι η σύζυγος και τα τρία ανήλικα τέκνα του είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες. Για τον λόγο αυτόν ισχυρίζεται ότι δεν δύναται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, καθόσον η οικογένειά του βρίσκεται στη Δημοκρατία. Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του, αναφέρει ότι η οικογένειά του—ήτοι η σύζυγος, η οποία κυοφορεί με αναμενόμενο τοκετό εντός του Σεπτεμβρίου 2025, και τα τρία ανήλικα τέκνα—βρίσκονται στη Δημοκρατία, διαβιούν μαζί του ως οικογένεια και είναι, όπως επισημαίνει, πλήρως ενταγμένα στην κυπριακή κοινωνία. Υπογραμμίζει ότι, σε περίπτωση εξαναγκαστικής επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, θα επέλθει παραβίαση της οικογενειακής ενότητας, ενώ σημειώνει ότι τα τέκνα του εξαρτώνται και από τον ίδιο. Ως προς τον κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει στη χώρα του, αναφέρει ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε από ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες, από τις οποίες ενδέχεται να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής. Επιπλέον, επισημαίνει ότι έχει εργαστεί στο παρελθόν στον πετρελαϊκό τομέα και ότι, στην παρούσα φάση, συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων και προσώπων συνδεδεμένων με τη βιομηχανία πετρελαίου στη χώρα του εντείνουν τον κίνδυνο για τον ίδιο.

 

3.             Αναφορικά με το εκπρόθεσμο της υπό εξέταση προσφυγής, ο Αιτητής δηλώνει ότι δεν επρόκειτο για εσκεμμένη ενέργεια εκ μέρους του, ότι δεν κατέστη δυνατό να κατανοήσει τις διαδικασίες, και ότι τελούσε υπό έντονη συναισθηματική πίεση λόγω της κατάστασής του και των σοβαρών οικογενειακών περιστάσεων του. Κατά την ακροαματική διαδικασία ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τους απαραίτητους πόρους, καθότι έχει τρία ανήλικα τέκνα, καταβολή ενοικίου και σχετικά έξοδα διαβίωσης καθώς και το γεγονός ότι δεν έχει εργασία. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι περί τον Φεβρουάριο του 2024 δανείστηκε χρήματα από τρίτο πρόσωπο προκειμένου να καταχωρήσει τη παρούσα προσφυγή.  

 

4.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση, ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρίστηκε εκπροθέσμως καθώς αυτή καταχωρίστηκε μετά την πάροδο των 30 ημερών που θεσπίζει το άρθρο 12Α(1). Επικουρικώς, ως προς την ουσία της υπόθεσης, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι αυτός υπήρξε αναξιόπιστος ως προς τον πυρήνα του αιτήματός, παραπέμποντας στα ευρήματα της διοικητικής διαδικασίας, και προς τούτο εισηγούνται την απόρριψη της αίτησής του, καθώς οι λοιπές περιστάσεις του δεν δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

 

To νομικό πλαίσιο

5.             Το άρθρο 146 του Συντάγματος προβλέπει ότι:

    «Άρθρον 146

1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον κέκτηται αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν να αποφασίζη επί πάσης εφέσεως κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.

1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νόμος ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών Διοικητικού Δικαστηρίου.

2. H προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως δια της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως, ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.

3. H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης.»

6.             Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2023 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος)  καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

7.             To εδάφιο (1) του άρθρου 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου ορίζει ότι:

«((1) Κάθε  προσφυγή κατά απόφασης ή πράξης ή παράλειψης  του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ή της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης ή της πράξης ή σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος. […]»

8.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

9.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.          Εξετάζεται καταρχάς η προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής, η οποία σε κάθε περίπτωση αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως, ο οποίος εξετάζεται και αυτεπάγγελτα και αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής.

12.          H προθεσμία προσβολής της επίδικης πράξης, όπως προκύπτει από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και από το άρθρο 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου είναι τριάντα (30) ημέρες. O Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή στις 12.02.2024. Επισημαίνω ότι ως διαφαίνεται από τον διοικητικό φάκελο η επίδικη πράξη κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 12.12.2023, γεγονός που είναι παραδεκτό και στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Παρατηρώ περαιτέρω ότι η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στη μητρική του γλώσσα και φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του ιδίου. Συνεπώς η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε μετά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, ήτοι μετά την 11.01.2024.

 

13.          Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η προθεσμία προσβολής μίας διοικητικής πράξης είναι ανατρεπτική και όχι ενδεικτική [Βλ. ενδεικτικώς Α.Ε. Αρ. 159/2006, Μάρκος Γανωμάτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26.3.2008, (2008) 3 Α.Α.Δ. 133, Α.Ε. αρ. 346, Potamitis v. Water Board of Limassol, (1985) 3 C.L.R. 260 και Γανωματής ν. Δημοκρατίας]. Παρέκκλιση από την προθεσμία αποτελεί εξαιρετική περίσταση και μόνο για όσο διάστημα εξακολουθεί η εν λόγω εξαιρετική περίσταση (Μαραγκού ν. Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1715, 1718).

 

14.          Πλήρης γνώση θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον επηρεαζόμενο διοικούμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική και ηθική ζημία που υφίσταται από την πράξη παρέχοντας σε αυτόν τη δυνατότητα να προσφύγει δικαστικώς προς τον έλεγχό της. [Βλ. Α.Ε. αρ.: 3810, Φιλίππου v. Α.Η.Κ., ημερ. 1.12.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 729, Υπόθεση Αρ. 110/2012, Γρουτίδης ν. Κυπριακού Συμβουλίου Κύπρου, ημερ. 26 Φεβρουαρίου 2014]  Πρέπει να τίθενται συγκεκριμένα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογούν την έναρξη της προθεσμίας που θέτει ο νόμος.  Αυτό είναι θέμα γεγονότων που βαρύνουν σε κάθε περίπτωση τον αιτητή, (Βλ. Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415 και Υπόθεση Αρ. 110/2012, Γρουτίδης, ανωτέρω).

 

15.           Εν προκειμένω, προκύπτει ότι ο Αιτητής έλαβε πλήρη γνώση της επίδικης πράξης στις 12.12.2023 ενώ καταχώρισε την παρούσα προσφυγή στις 12.2.2024, προφανώς εκτός της ταχθείσας προθεσμίας. Η επίδικη απόφαση, καθώς και η ταχθείσα προθεσμία, διατυπώνονται στην επιστολή κοινοποίησης σε απλή και καταληπτή για τον Αιτητή γλώσσα, από την οποία προκύπτει ευκρινώς η προθεσμία προσβολής της. Δεδομένης της απλής αυτής διατύπωσης, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο του Αιτητή, δεν δύναται ευλόγως να υποστηριχθεί ότι η ταχθείσα προθεσμία δεν ήταν σαφής.

 

16.           Ο Αιτητής επικαλείται στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης ότι δεν διέθετε τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, καθώς και οικογενειακά περιστατικά (όπως το γεγονός ότι έχει υπό τη φροντίδα του τρία ανήλικα τέκνα), προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξη λόγων ανωτέρας βίας.

 

17.          Ως προς την έννοια της ανωτέρας βίας, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτή συνίσταται σε εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αντικειμενικώς αδύνατη την άσκηση προσφυγής για όσο χρόνο διαρκούν. Το γεγονός που δημιουργεί μια τέτοια κατάσταση πρέπει να είναι τυχαίο και απρόβλεπτο και αδύνατο να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Με άλλα λόγια, ανωτέρα βία συνιστούν περιστατικά ή/και γεγονότα εντελώς απρόβλεπτα, τα οποία δικαιολογούν κατά τρόπο απόλυτο την αντικειμενική αδυναμία εμπρόθεσμης καταχώρισης προσφυγής. Εναπόκειται δε στον ίδιο τον Αιτητή να προβάλει και να αποδείξει τις περιστάσεις που θεωρεί ότι συνιστούν ανωτέρα βία, καθώς αυτές εμπίπτουν στη δική του σφαίρα γνώσης και ελέγχου.

 

18.           Ενδεικτικώς, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3167, Ε. Αναστασιάδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 13.6.2003, (2003) 3 ΑΑΔ 385 (και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων λόγω οικογενειακών θεμάτων, έκρινε ως ακολούθως:

«Ο Εφεσείων υπέβαλε ότι διάφορα συγκεκριμένα οικογενειακά περιστατικά του δημιούργησαν μια πραγματική αδυναμία να παρακολουθεί τις εξελίξεις πλήρωσης της θέσης και ως επακόλουθο η προθεσμία των 75 ημερών θα έπρεπε να επεκταθεί. Ειδικότερα ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι,

(i)Σοβαρή ασθένεια της μητέρας του που τον υποχρέωσε να ταξιδέψει μαζί της στο Λονδίνο το Μάιο του 1998,

(ii)Σοβαρός τραυματισμός της μητέρας του σε τροχαίο ατύχημα τον Ιούλιο του 1998 που επέβαλε την παραμονή της για τρεις βδομάδες στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ακολούθως στο σπίτι του εφεσείοντος προτού μετακινηθεί στο δικό της σπίτι,  και

(iii)        Επιπλοκές που εμφανίστηκαν στην εγκυμοσύνη της συζύγου του από τον Αύγουστο του 1998 που επέβαλλαν την παραμονή της σε ιδιωτική κλινική για μεγάλο χρονικό διάστημα,

ήταν γεγονότα που συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την αναστολή της προθεσμίας των 75 ημερών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα πιο πάνω περιστατικά δεν συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την αναστολή της προθεσμίας.

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Οι πρόνοιες του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος αναφορικά με την προθεσμία των 75 ημερών είναι επιτακτικές και μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογείται η ανακοπή αυτής της προθεσμίας. Στην υπόθεση Μαραγκού ν. Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1715, 1718, τονίστηκε ότι,

 

"Εξαιρετικές περιστάσεις είναι συνώνυμες με περιστάσεις ανωτέρας βίας "force majeure", οι οποίες καθιστούν την άσκηση προσφυγής για όσο χρόνο διαρκούν, αδύνατη."

 

Η τοποθέτηση του Δικαστηρίου σε σχέση με το χαρακτήρα της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών, όπως επισημάνθηκε στη Μαραγκού (πιο πάνω) επιβεβαιώθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 67, όπου στη σελ. 69 ο Πικής, Π. υιοθετώντας την απόφαση της Μαραγκού, παρατήρησε τα ακόλουθα:

 

"Η προσφυγή ήταν έκδηλα εκπρόθεσμη όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε, η προθεσμία των 75 ημερών, που θέτει το Άρθρο 146.3, για την άσκηση προσφυγής είναι επιτακτική και δεν υπόκειται σε χαλάρωση. Αναστέλλεται, μόνον σε περίπτωση ανωτέρας βίας και για όσο χρόνο διαρκεί βία αυτής της φύσης.

 

Το θέμα της αναστολής της προθεσμίας των 75 ημερών λόγω εξαιρετικών προσωπικών περιστατικών εξετάστηκε στην υπόθεση Hadjigregoriou v. Republic ((1976) 3 C.L.R. 163) στην οποία η επίδικη προαγωγή είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12/7/74 και επιπρόσθετα στάληκε στο γραφείο του αιτητή στις 13/7/74. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης ο αιτητής απουσίασε από την εργασία του στις 13/7/74 και ακολούθως ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής κατατάγηκε στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς από τις 20/7/74 μέχρι τις 4/9/74. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η 17η, 18η και 19η Ιουλίου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέρες που συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις και έτσι δεν εδικαιολογείτο η ανακοπή της προθεσμίας των 75 ημερών.

 

Στην υπόθεση Potamitis v. Water Board L/ssol (1985) 3 C.L.R. 260, 271, το Δικαστήριο τόνισε ότι η Συνταγματική πρόνοια του Άρθρου 146.3 είναι δεσμευτική και πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε περίπτωση χάριν του δημοσίου συμφέροντος, επισημαίνοντας παράλληλα την πλήρη γνώση του εφεσείοντος και την απουσία των "εξαιρετικών" εκείνων περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν διακοπή των 75 ημερών.

 

Στην παρούσα περίπτωση τα προσωπικά και οικογενειακά περιστατικά που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν περιστατικά που  καθιστούσαν την άσκηση προσφυγής αδύνατη. Σημειώνουμε ότι τα περιστατικά που προβλήθηκαν έλαβαν χώρα πολύ πριν από τη δημοσίευση της επίδικης απόφασης στις 4/9/98 και ο εφεσείων είχε προς τούτο άλλες 75 μέρες για να προβεί στην καταχώριση προσφυγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.».

 

19.          Ως προς το θέμα της αναστολής της προθεσμίας για λόγους ανωτέρας βίας αξιοσημείωτη είναι και θεωρητική σύνοψη της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», σελ. 185-186.

20.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής επικαλέστηκε αρχικώς, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του, ότι λόγω σύγχυσης και ψυχολογικής επιβάρυνσης από οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις, καθώς και λόγω έλλειψης κατανόησης των νομικών διαδικασιών, δεν κατέθεσε εμπροθέσμως την παρούσα προσφυγή. Σε μεταγενέστερο στάδιο προέβαλε ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να εξεύρει τους οικονομικούς πόρους για την καταχώριση της προσφυγής. Ειρήσθω εν παρόδω ότι το κόστος καταχώρισης προσφυγής ανέρχεται σε €98, ενώ η οικογένεια του Αιτητή, ως αιτούντες άσυλο, λαμβάνει σχετικό επίδομα. [1]

21.          Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, ο Αιτητής ενημερώθηκε προσηκόντως για την προθεσμία και τις συνέπειές της σε απλή και καταληπτή γλώσσα, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία κατέστη σαφές ότι κατανόησε πλήρως τις σχετικές πληροφορίες. Οι περιστάσεις που επικαλέστηκε δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της ανωτέρας βίας, αφού δεν συνιστούν τυχαία και ανυπέρβλητα γεγονότα ούτε περιστάσεις που θα ήταν αδύνατο να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας.

22.          Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι δεν προβάλλονται ούτε τεκμηριώνονται περιστάσεις εξαιρετικής φύσεως που να καθιστούν αδύνατη την εμπρόθεσμη καταχώριση προσφυγής από τον Αιτητή. Οι λόγοι που επικαλείται ανάγονται πρωτίστως σε οικονομικές δυσχέρειες, οι οποίες δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν καταρχήν λόγο ανωτέρας βίας. Συναφείς προς το υπό εξέταση ζήτημα είναι οι αποφάσεις της αδελφής μου Δικαστού Ε. Ρήγα στις υποθέσεις αρ. 2223/2023, I.D. v. Δημοκρατίας, ημερ. 31.5.2024, αρ. 133/2023, F.M. v. Δημοκρατίας, ημερ. 21.12.2023, αρ. 245/2022, G.S.T. v. Δημοκρατίας, ημερ. 30.09.2022, των οποίων το σκεπτικό υιοθετώ.

 

Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με 300 ευρώ έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 



[1] Βλ. ως προς τα επιδόματα των αιτούντων άσυλο. https://asylumineurope.org/reports/country/cyprus/reception-conditions/access-and-forms-reception-conditions/forms-and-levels-material-reception-conditions/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο