
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 448/2024
28 Αυγούστου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.S.O.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
…………………….
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Αγγελική Πλιάκα για Χρίστο Χριστοδουλίδη και Κασσάνδρα Κουπαρή, Δικηγόρος για τον αιτητή
Θεοχαρία Παπανικολάου για Θεοφανώ Βασιλάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 23/06/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 08/10/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 11/10/2021 παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 24/05/2023 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη του αιτητή, από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 16/06/2023 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στις 23/06/2023, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης. Στις 29/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον αιτητή στις 29/08/2023. Στις 12/02/2024, ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ επιστολή ιδίας ημερομηνίας στάλθηκε από τον δικηγόρο του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου αιτούμενος την απόφαση της διοίκησης προβάλλοντας ότι ο τελευταίος δεν έλαβε οποιαδήποτε απόφαση και/ή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου. Η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε άμεσα την απόφαση της μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον δικηγόρο του αιτητή, ο οποίος την κοινοποίησε αυθημερόν στον τελευταίο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με την Γραπτή του Αγόρευση προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης της επίδικης πράξης. Αρχικά, πρόβαλε ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και/ή ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο και παραβιάστηκε το άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, προωθεί ότι το πρόσωπο που έλαβε την συνέντευξη του αιτητή ήταν αναρμόδιο και/ή δεν ήταν δεόντως καταρτισμένο, και/ή δεν κατείχε τα κατάλληλα προσόντα ως προνοεί το άρθρο 13Α(1Α) και το άρθρο 13α(9)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, και/ή δεν μερίμνησε αυτά που διαλαμβάνει το άρθρο 13α(9). Επιπρόσθετα, πρόβαλε την αναρμοδιότητα του κ. Α.Α.[1], καθώς ο συγκεκριμένος λειτουργός έχει εξουσιοδότηση εκτέλεσης καθηκόντων Προϊσταμένου από τον προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών και όχι από τον νέο Υπουργό Εσωτερικών.
Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης προωθείται η έλλειψη δέουσας έρευνας και η απουσία επαρκούς αιτιολογίας. Ως τρίτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται η παράβαση της διαδικασίας διεξαγωγής της συνέντευξης και του δικαιώματος σε κατάλληλη διερμηνεία. Τέλος, είναι η θέση του αιτητή ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν υπό το καθεστώς πλάνης περί τον Νόμο αφού εξέδωσαν απόφαση επιστροφής εναντίον του αιτητή παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο αιτητής συνεχίζει να θεωρείται αιτητής ασύλου για περίοδο τριάντα ημερών από την ημέρα λήψης της απορριπτικής επιστολής κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του Ν.6(Ι)/2000, του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής οδηγίας 2013/32/ΕΕ και της σχετικής νομολογίας αφού δεν θα μπορούσε και δεν κηρύχθηκε παρανόμως παραμένων ως το Κεφ. 105 επιβάλλει, προκειμένου να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των άρθρων 180Η και 180Θ του Κεφ. 105.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, εισηγείται πως οι λόγοι ακυρώσεως ως προβάλλονται δια της καταχωρηθείσας προσφυγής του αιτητή δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεων του, να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως. Ως εκ τούτου εισηγείται όπως όλοι οι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και/ή δεν συγκεκριμενοποιούνται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή κριθούν νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και δεν εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο.
Προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση καταγράφει ως προς το σκέλος που αφορά την κατάρτιση του λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη ότι ο αιτητής δεν ανέτρεψε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει τις διοικητικές πράξεις με βάση την πάγια νομολογία και ούτε υπήρξε τεκμηρίωση ή/και επεξήγηση στη Γραπτή του Αγόρευση σε σχέση με τη μη κατάρτιση του λειτουργού. Όσον αφορά την αναρμοδιότητα του κ Α.Α. να λαμβάνει αποφάσεις σε αντικατάσταση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εισηγείται πως η εξουσιοδότηση προς το πρόσωπο του είναι σε ισχύ καθώς δεν έχει ανακληθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών. Όπως έχει καθιερωθεί και νομολογιακά, από τη στιγμή που δεν έχει ανακληθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών η εξουσιοδότηση αυτή, τότε συνεχίζει να είναι σε ισχύ ανεξαρτήτως του γεγονότος της αλλαγής του Υπουργού Εσωτερικών.
Ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι προβάλλεται χωρίς να στοιχειοθετείται και συνεπώς, πρέπει να τύχει απόρριψης. Όπως ισχυρίζεται, ο αιτητής αναφέρθηκε σε αόριστες απειλές από τη μητριά του λόγω περιουσιακών διαφορών, χωρίς να θεμελιώσει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εναντίον του και ως εκ τούτου, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα του. Επιπρόσθετα, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ως προς την παράβαση της διαδικασίας της συνέντευξης, οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στο άρθρο 13Α του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, καθώς και στο ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου το οποίο περιλαμβάνει δήλωση την οποία υπέγραψε ο αιτητής επιβεβαιώνοντας τις δηλώσεις του και την αντίληψη/κατανόηση των ερωτήσεων που του τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι ο αιτητής σε κανένα σημείο της συνέντευξης δεν πρόβαλε οποιοδήποτε παράπονο για τη διεξαγωγή της διαδικασίας και/ή για την επικοινωνία με τον αρμόδιο λειτουργό, ενώ ερωτηθείς αν κατανοεί τον αρμόδιο λειτουργό απάντησε καταφατικά.
Τέλος, ως προς την πλάνη περί τον Νόμο, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δια της Γραπτής της Αγόρευσης προβάλλει ότι η απόφαση επιστροφής του αιτητή στη Νιγηρία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης απόρριψης της αίτησης του αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 13(2)(δ) και18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου. Δεν έχει υποβληθεί στον αιτητή οποιοδήποτε μέτρο για απομάκρυνση ή κήρυξη του ως παρανόμως παραμένων, αντιθέτως, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται σαφής αναφορά στην αναστολή της απόφασης επιστροφής και οικειοθελούς αναχώρησης είτε μέχρι την πάροδο άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας είτε μέχρι την έκδοση πρωτόδικης απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε περίπτωση προσφυγής.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς βάσει των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, της νομολογίας του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προέχει βεβαίως η εξέταση του προαναφερόμενου λόγου ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε, καθότι ως ζήτημα δημοσίας τάξεως συνυφασμένο με τη σύννομη λειτουργία της διοίκησης και δυνάμενο να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. Αναστασίου ν ETEK (2003) 3 Α.Α.Δ 616, Sigma Radio T.V. Ltd εναντίον Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ 130), ανατρέχει στα θεμέλια της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, εάν αποδεχτώ τον εγειρόμενο λόγο ακυρώσεως, η υπό εξέταση απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε ακύρωση. Σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρήσω στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.
Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακύρωσης εισηγείται με γενικό και αόριστο τρόπο πως το πρόσωπο που έλαβε τη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως καταρτισμένο. Παραπέμποντας στο άρθρο 13 του Ν. 6(Ι)/2000 αναφέρει πως θα αναπτύξει τον ισχυρισμό του στα πλαίσια του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος βεβαίως θα αναλυθεί κατωτέρω.
Θα πρέπει να αναφέρω πως ο αιτητής είχε την ευχέρεια στην ενώπιον μου διαδικασία να θέσει οτιδήποτε επιθυμούσε με το ορθό δικονομικό διάβημα, προκειμένου να υποστηρίξει τον πυρήνα του αιτήματός του ή να αποδείξει τα σφάλματα της διοίκησης. Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια του προβαλλόμενου ισχυρισμού δεν πρόβαλε κάτι συγκεκριμένο και κατά συνέπεια ο γενικός και αόριστα προβαλλόμενος ισχυρισμός δε μπορεί να τεκμηριώσει ότι το πρόσωπο που διεξήγαγε τη συνέντευξη δεν είναι καταρτισμένο εφόσον κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται.
Περαιτέρω, ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει πως η εξουσιοδότηση προς τον λειτουργό που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, κ. Α.Α., έπαψε να βρίσκεται σε ισχύ, καθώς αυτή είχε δοθεί από προηγούμενο Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος σταμάτησε να ασκεί τα καθήκοντά του. Στη βάση τούτου, ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.
Είναι αναγκαίο να παραθέσω σχετική επί του ζητήματος νομολογία. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 63/18, Κυπριακή Δημοκρατία v. AHT Advances Heating Technologies, ημερομηνίας 11/1/2024, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω».
Η ανωτέρω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθαρίζει το ζήτημα και απαντά χωρίς οποιανδήποτε αμφιβολία στον ισχυρισμό που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης υπ'αριθμόν Α.Ε. 27/16, Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/4/2023, έκρινε ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται από ένα Υπουργό σε ένα πρόσωπο δεν παύει να ισχύει αυτόματα με την αλλαγή του Υπουργού. Επομένως, εφόσον η εξουσιοδότηση δόθηκε νόμιμα, συνεχίζει να ισχύει ακόμα και μετά την αντικατάσταση του Υπουργού που την εξέδωσε χωρίς να απαιτείται νέα εξουσιοδότηση. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχει ανακληθεί ή τροποποιηθεί από τον νέο Υπουργό.
Για σκοπούς πληρότητας, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω και απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη υπόθεση υπ'αριθμόν Α.Ε. 47/14 Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α ημερομηνίας 25/2/21, όπου καθορίζεται η έννοια του «οργάνου» και διαχωρίζεται από το «φορέα του οργάνου» που είναι το πρόσωπο και/ή τα πρόσωπα που το στελεχώνουν. Επί του ζητήματος αυτού, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»
Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου. Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων. Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου. Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».
Τα όργανα του κράτους λοιπόν είναι θεσμικές οντότητες που διαθέτουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αναλαμβάνει ή αποχωρεί από μια θέση δεν μπορεί να επηρεάζει τη λειτουργία του οργάνου γιατί πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια των διαδικασιών ανεξαρτήτως των αλλαγών που γίνονται στην υπηρεσία.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση υπ'αριθμόν 1654/2019, Τουφεξής ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2021, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Συνεπώς, όπως ελέχθη και στην Φάνη Α. Γεωργιάδη, ανωτέρω, δε νοείται λογικό να θεωρείται η έννοια του Διευθυντή και/ή διοικητικού προϊσταμένου του εκάστοτε τμήματος της Διοίκησης, εν προκειμένω του Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ, ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπό του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Σχετική είναι και η απόφαση στην Ανδρέα Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο». Επισημαίνεται δε περαιτέρω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο στην Μαρία Ξάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 907/2015, ημερ. 21.8.2018 και στην Ελένη Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018.
Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας, αλλ' αντιθέτως, υφίστατο επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα που παρείχε στη συγκεκριμένη λειτουργό της Α.Η.Κ. τη δυνατότητα και/ή εξουσία να προβεί στην συγκεκριμένη υπογραφή εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή της Αρχής.»
Η διάκριση μεταξύ οργάνου και φορέα διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια, εφόσον το διοικητικό όργανο έχει διαρκή νομική υπόσταση και δεν επηρεάζεται από τις εναλλαγές προσώπων που το στελεχώνουν εκτός εάν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 23/06/2023 από τον κ. Α.Α. που είναι λειτουργός στην Υπηρεσία Ασύλου και εξουσιοδοτημένος να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης του προηγούμενου Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/2022, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται κατατεθειμένο ως ερυθρό 44 του διοικητικού φακέλου. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω εξουσιοδότησης, παρέχεται εξουσιοδότηση στο εν λόγω πρόσωπο για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης μεταξύ άλλων και έκδοσης αποφάσεων επιστροφής.
Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω εξουσιοδότηση ημερομηνίας 09/06/2022 δεν είχε ανακληθεί, η εκχώρηση της σχετικής αρμοδιότητας στον κ. Α.Α., εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και μετά την ανάληψη καθηκόντων από το νέο Υπουργό Εσωτερικών. Άλλωστε, υπό το φως της ανωτέρω παρατεθείσας νομολογίας, εν τη απουσία ρητής ανάκλησης της σχετικής εξουσιοδότησης δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έπαυσε να ισχύει με την ανάληψη καθηκόντων από νέο Υπουργό Εσωτερικών. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και απορρίπτεται στο σύνολό του.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς η μητριά του (step mother), μετά το θάνατο του πατέρα του, ήθελε να τον σκοτώσει επειδή είναι παιδί εκτός γάμου και είναι ο πρώτος γιος του πατέρα του και θα λάμβανε το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας του (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Νιγηρίας με τόπο καταγωγής την πόλη Nsukka στην πολιτεία Enugu (Enugu State), περιοχή η οποία προσδιορίζεται και ως ο συνήθης τόπος διαμονής του (ερυθρό 31, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός καθολικός (ερυθρό 33, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 29, 1Χ του διοικητικού φακέλου) και ομιλεί Igbo και Αγγλικά (ερυθρό 29, 7Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς την εργασιακή του πείρα, δήλωσε ότι πωλούσε κάρτες sim (ερυθρό 29, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι είναι άγαμος (ερυθρό 33, 2Χ του διοικητικού φακέλου), ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2020 (ερυθρό 30, 3Χ του διοικητικού φακέλου) και πως διατηρεί επικοινωνία με τη βιολογική του μητέρα και τους θείους του (ερυθρό 30, του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης πρόβαλε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του κληρονόμησε το μεγαλύτερο μερίδιο της κληρονομιάς ως ο πρώτος γιος του πατέρα του. Ωστόσο, καθώς γεννήθηκε εκτός γάμου, η μητριά του υποστήριξε ότι δεν μπορεί να κληρονομήσει την περιουσία, καθώς ο πατέρας του δεν παντρεύτηκε τη μητέρα του. Όμως η παράδοση και τα έθιμα (customs of the land) καθορίζουν ότι ο πρώτος γιος είναι ο κληρονόμος του πατέρα. Όταν επέστρεψε στην πόλη Nsukka τον απειλούσε με στόχο να επιστρέψει στην πόλη Enugu, έτσι μετά από τη διένεξη αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Enugu για την ασφάλεια του.
Ακολούθως, προσκλήθηκε στη Nsukka από συγχωριανούς/συγγενείς (kinsmen) με σκοπό τη συμφιλίωση με τη μητριά του, η οποία ωστόσο, επέμεινε και αρνήθηκε την ανάληψη της περιουσίας του πατέρα του από τον ίδιο. Έτσι το βράδυ, ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο, έστειλε μια ομάδα αγοριών να του επιτεθούν, ωστόσο, ήταν ξύπνιος και κατάφερε να διαφύγει από την πίσω πόρτα. Τα συγκεκριμένα άτομα επιτέθηκαν και τραυμάτισαν τη μητέρα του και ο ίδιος επέστρεψε στην πόλη Enugu το πρωί. Η μητέρα του άρχισε να κλαίει και παρακάλεσε τα αδέρφια της να τον βοηθήσουν να εγκαταλείψει τη χώρα (ερυθρό 27, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Κληθείς να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τη μητριά του, ο αιτητής ανέφερε ότι το πρόβλημα ήταν οι περιουσιακές διαφορές που είχαν, καθώς η μητέρα του δεν ήταν επίσημα παντρεμένη με τον πατέρα του και συνεπώς δεν του επιτρεπόταν να κληρονομήσει το μεγαλύτερο μερίδιο της κληρονομιάς που άφησε ο πατέρας του. Πίστευε (η μητριά) ότι είχε τα χρήματα για να κάνει ότι επιθυμούσε ακόμα και να τον σκοτώσει (ερυθρό 26, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Ως περαιτέρω διευκρίνισε κατόπιν σχετικών ερωτήσεων, ο πατέρας του είχε ετοιμάσει διαθήκη μέσω της οποίας του άφηνε το 70% της περιουσίας και γι’ αυτό το λόγο ξεκίνησαν τα προβλήματα (ερυθρό 26, του διοικητικού φακέλου). Κληθείς στη συνέχεια να περιγράψει το βράδυ της επίθεσης, ο αιτητής ανέφερε ότι θεώρησαν ότι βρισκόταν στο καθιστικό του σπιτιού και ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο της μητέρας του, άκουσε να φωνάζουν το όνομα του και έφυγε από την πίσω πόρτα.
Καθώς δεν τον βρήκαν στο καθιστικό, έψαξαν στο δωμάτιο της μητέρας του και όταν δεν τον βρήκαν επιτέθηκαν στη μητέρα του η οποία τους ανέφερε ότι εγκατέλειψε την οικία (ερυθρό 26, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει για ποιο λόγο θεωρεί ότι είναι υπεύθυνη η μητριά του για την επίθεση, ο αιτητής πρόβαλε ότι πριν επιτεθούν στη μητέρα του έλεγαν ότι ο αιτητής θα είναι ασφαλής εάν υπογράψει έγγραφο ότι δεν θα λάβει την περιουσία που του αναλογεί (ερυθρό 26, του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως δεν υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία επειδή δεν είχε χρόνο να απευθυνθεί στις αρχές καθώς προείχε η ασφάλεια του (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση του πιο πάνω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε ο αιτητής, διέκρινε στην Έκθεση-Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως: (1) Υπήκοος Νιγηρίας με περιοχή καταγωγής την πόλη Nsukka της πολιτείας Enugu, και (2) ισχυριζόμενη δίωξη του αιτητή από τη μητριά του λόγω περιουσιακών διαφορών μετά το θάνατο του πατέρα του. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ισχυρισμό καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν επαρκείς σε πληροφορίες και συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του. Ειδικότερα, όπως καταγράφεται στην Έκθεση-Εισήγηση, ο αιτητής ερωτηθείς ποια ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τη μητριά του απάντησε με γενικό και αόριστο τρόπο ότι επιθυμεί να τον σκοτώσει. Επιπρόσθετα, κληθείς να δώσει πληροφορίες αναφορικά με το περιστατικό όπου κατ’ ισχυρισμόν η μητριά του έστειλε ομάδα ατόμων στο σπίτι του, ο ίδιος απάντησε γενικά χωρίς να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες που να στοιχειοθετούν κίνδυνο κατά της ζωής του. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, και κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στην πολιτεία Enugu, περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμοδίως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου από τη συνήγορό του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους Καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός.
Αναφορικά με το δεύτερο ισχυρισμό, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού, ο οποίος έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει βασικές και επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει και να τεκμηριώσει το αφήγημά του. Οι δηλώσεις του κρίνονται ως ιδιαίτερα συνοπτικές και γενικές, ενώ παρατηρώ ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με την περιουσία του πατέρα του, προβάλλοντας γενικόλογα ότι είχε μεγάλη περιουσία, ωστόσο δεν γνωρίζει από τι αποτελείται καθώς δεν διέμενε μαζί του (ερυθρό 26, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, διαφαίνεται πως ο αιτητής υπήρξε ασαφής και αόριστος στις δηλώσεις του σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε από τη μητριά του μετά το θάνατο του πατέρα του, ενώ η περιγραφή της επίσκεψης ομάδας ατόμων στο σπίτι του και η επίθεση που δέχθηκε η μητέρα του κρίνεται ως ανεπαρκής και ιδιαίτερα επιγραμματική χωρίς ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες που να στηρίζουν και να στοιχειοθετούν τον πυρήνα του αιτήματός του. Καταληκτικά, παρατηρώ ότι ο αιτητής δεν αναζήτησε τη συνδρομή των αρμόδιων αρχών κατά τη διάρκεια ή/και μετά το συγκεκριμένο περιστατικό, προβάλλοντας την έλλειψη χρόνου, καθώς προείχε η ασφάλεια του (ερυθρό 25, του διοικητικού φακέλου).
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ως αξιόπιστος ο εν λόγω ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης του από τη μητριά του, σημειώνεται πως πρόκειται για μία ιδιωτική διαφορά και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος, τουλάχιστον με την αοριστία με την οποία τέθηκε προς εξέταση από τον αιτητή. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Όπως ανέφερα στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:
«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή».
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Όπως διαφαίνεται, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Επομένως, ορθά δεν χορηγήθηκε στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Υπό το φως των εν λόγω δεδομένων στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θα διεξάγω έρευνα για σκοπούς πληρότητας σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Enugu που συνιστά τον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή και όπου αναμένεται να επιστρέψει.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 24/07/2024 – 24/07/2025 καταγράφηκαν, στην πολιτεία Enugu, 91 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 90 ανθρώπινες ζωές. Τα 91 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 5 ταραχές (riots), 18 διαμαρτυρίες (protests), 42 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 44 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 26 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 46 ανθρώπινες απώλειες.[2] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu εκτιμάται ότι ανέρχεται στις 906,658 (2025) κατοίκους.[3]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δεν διαφαίνεται ότι ο αιτητής διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Σε σχέση με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, περί παράβασης της διαδικασίας διεξαγωγής της συνέντευξης και συγκεκριμένα του δικαιώματος του αιτητή σε κατάλληλη διερμηνεία, θα πρέπει να αναφερθεί πως από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι ο αιτητής σε κανένα σημείο της συνέντευξής του δεν ήγειρε κάποιο ζήτημα κατανόησης των ερωτήσεων που του τέθηκαν. Όπως προκύπτει από το ερυθρό 24, του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθείς και ακριβείς έχοντας κατανοήσει πλήρως τη συνέντευξη, εφόσον διεξήχθη στην Αγγλική γλώσσα, η οποία είναι η γλώσσα που κατανοεί πλήρως. Επιπρόσθετα, στη δήλωση αναφέρεται πως ο λειτουργός του παρείχε όλες τις πληροφορίες και ότι οι απαντήσεις του ανταποκρίνονται επακριβώς στις δηλώσεις του.
Στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία που ακολουθήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση ήταν η καθ' όλα ορθή και νόμιμη, εφόσον, μετά το τέλος των συνεντεύξεων ο αιτητής υπέγραψε κάθε σελίδα των πρακτικών της συνέντευξης αντίστοιχα, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Ο αιτητής δεν ανέφερε πουθενά, σε κανένα σημείο της συνέντευξης ότι συνάντησε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την διερμηνεία και δεν εξέφρασε οποιοδήποτε παράπονο επί τούτου. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται και αυτός στο σύνολο του.
Τέλος, όσον αφορά την πλάνη περί τον Νόμο, και ειδικότερα την παράνομη εφαρμογή των προνοιών 18ΟΗ και 18ΟΘ του Κεφαλαίου 105 αναφορικά με την απόφαση επιστροφής, ως ο αιτητής προωθεί μέσα από την Γραπτή του Αγόρευση, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Στην «Απόφαση Α’ Βαθμού επί της Αίτησης Διεθνούς Προστασίας» (ερυθρό 53 του διοικητικού φακέλου) αναγράφεται πως:
«Η απόφαση επιστροφής και οικειοθελούς αναχώρησης αναστέλλονται είτε μέχρι την πάροδο άπρακτης της προαναφερόμενης προθεσμίας είτε μέχρι την έκδοση πρωτόδικης απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σε περίπτωση καταχώρησης προσφυγής».
Ούτως ή άλλως, όπως αναφέρει και η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται ούτε συγκεκριμενοποιείται στην αίτηση ακυρώσεως και ούτε τεκμηριώνεται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή. Κατά συνέπεια, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο για πρώτη φορά στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων. Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό του νομικού ισχυρισμού στην αίτηση ακυρώσεως και εξειδίκευσής του στην Γραπτή του Αγόρευση, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω και απορρίπτεται εφόσον, τα εγειρόμενα ζητήματα, μη καλυπτόμενα από τα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν θα πρέπει να εξεταστούν.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής των αιτητών ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Ανωνυμοποιημένο όνομα λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου.
[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 24/07/2024 – 24/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Enugu State)
[3] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/nigeria/enugu
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο