V.C.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4603/2023, 13/8/2025
print
Τίτλος:
V.C.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4603/2023, 13/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  4603/2023

13 Αυγούστου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

V.C.C.,

από Νιγηρία

                                Αιτητής

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Ζ. Ποντίκη για Αλ Τάχερ Μπενέτη και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Χατζηγιάννη για Ι. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 25.10.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 19.10.2022 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις 20.10.2022 μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 22.11.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 25.10.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στις 25.10.2023 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 25.10.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 09.11.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω των συνηγόρων του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση των ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Συμπληρώνουν ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν στοιχειοθετούν οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας και δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο βαραίνει τον ίδιο, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, επισημαίνω ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας, συναρτάται και διασυνδέεται με την ίδια την ουσία της υπόθεσης και ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[1], θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό αυτόν.

 

Επί τούτου, επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στο πλαίσιο ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[2].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιον τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, καθώς η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο λόγω της χριστιανικής του πίστης και των πρακτικών μαγείας και ειδωλολατρίας που επικρατούν στο χωριό του. Εξήγησε ότι ο πατέρας του υπήρξε αρχιερέας του χωριού και, μετά τον θάνατό του το 2018, του ζητήθηκε –ως πρωτότοκου γιου– να τον διαδεχθεί στα καθήκοντά του και να λατρεύει το είδωλο, σύμφωνα με την παράδοση. Υποστήριξε ότι, επειδή αρνήθηκε, η ζωή του απειλείται με θάνατο, γεγονός που τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα του (Ερ. 1 του δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στη περιοχή Isiala Mbano LGA, της πολιτείας Imo, η οποία ήταν και ο τόπος τελευταίας διαμονής του πριν από την αναχώρησή του από τη Νιγηρία. Δήλωσε Χριστιανός στο θρήσκευμα, καθώς και ότι ομιλεί την αγγλική γλώσσα και τη γλώσσα Igbo. Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι ο πατέρας του έχει αποβιώσει, ενώ η μητέρα του, ο αδελφός του και η αδελφή του διαμένουν στην περιοχή Owerri, στην πολιτεία Imo, με τους οποίους διατηρεί επικοινωνία. Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ ως προς την επαγγελματική του εμπειρία, εργάστηκε στον τομέα της εστίασης επί τρία έτη.

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ισχυρίστηκε ότι η ζωή του απειλείται, καθώς είναι Χριστιανός και στο χωριό του ασκούνται πρακτικές μαγείας και ειδωλολατρίας. Συνέχισε λέγοντας ότι ο πατέρας του ήταν ο αρχιερέας του χωριού και ότι, μετά τον θάνατό του το 2018, του ζητήθηκε να τον αντικαταστήσει στα καθήκοντά του ως αρχιερέας και να λατρεύει το είδωλο. Ο ίδιος αρνήθηκε, καθώς, όπως τους ανέφερε, ήταν Χριστιανός και δεν μπορούσε να απαρνηθεί τη θρησκεία του.

 

Επιπλέον, δήλωσε ότι του γνωστοποιήθηκε πως, σε περίπτωση θανάτου του αρχιερέα, ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας οφείλει να αναλάβει τα καθήκοντά του. Μετά την άρνησή του να ανταποκριθεί, άρχισε να δέχεται απειλές, με καθημερινές επισκέψεις στην οικία του. Σκέφτηκε να ενημερώσει τις αστυνομικές αρχές· ωστόσο, η μητέρα του τον απέτρεψε, λέγοντάς του ότι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα, καθώς επρόκειτο για «πνευματική επίθεση» και η αστυνομία δεν μπορεί να συλλάβει το είδωλο. Στη συνέχεια, αποφάσισε να μεταβεί στο Lagos για λόγους ασφαλείας. Κατά την παραμονή του εκεί, όπως ανέφερε, οι απειλές συνεχίστηκαν, αυτή τη φορά με τη μορφή πνευματικών επιθέσεων στον ύπνο του. Ως αποτέλεσμα, συμφώνησε με τη μητέρα του να πραγματοποιήσουν δια ζώσης συνάντηση με τους γηραιότερους του χωριού, προκειμένου να τους παρακαλέσουν να τον αφήσουν ήσυχο (Ερ. 38 1Χ, 37 του δ.φ.)

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, Όταν κλήθηκε να διευκρινίσει από ποιους προέρχονταν οι απειλές που ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε, υπέδειξε τους γηραιότερους του χωριού, αναφέροντας ότι του έθεσαν δύο επιλογές: είτε να αναλάβει τα καθήκοντα του αποβιώσαντος πατέρα του είτε να θυσιαστεί. Σε ερώτηση για την απάντησή του, δήλωσε ότι αρνήθηκε και τις δύο επιλογές, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των γηραιότερων, οι οποίοι τού φώναζαν πως με τη στάση του θα έθετε το χωριό σε κίνδυνο. Κατά συνέπεια, όπως ανέφερε, μετέβη στην πολιτεία Lagos και, ακόμη και κατά την παραμονή του εκεί, δεχόταν –κατά τους ισχυρισμούς του– πνευματικές επιθέσεις από το είδωλο («When I wake up, I would see some injuries in my body, I had bad dreams») (Ερ. 36/3Χ του δ.φ.) Αναφορικά με τα μέτρα αυτοπροστασίας που έλαβε, ανέφερε ότι προσευχόταν και ότι τελικά αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του. Παράλληλα, επιβεβαίωσε ότι δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας καταγωγής του, καθώς –σύμφωνα με όσα του είπε η μητέρα του– δεν θα τον βοηθούσαν (Ερ. 36/12Χ του δ.φ.) Περαιτέρω, αναφορικά με τη μακρά καθυστέρηση αποχώρησής του από τη χώρα καταγωγής του, από την έναρξη των απειλών το 2018 έως το 2022, δήλωσε ότι οφειλόταν στην ανάγκη να συγκεντρώσει χρήματα. Σχετικά με το τι εκτιμά ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, υποστήριξε ότι θα χάσει τη ζωή του. Ως προς τα μελλοντικά του σχέδια, ανέφερε ότι επιθυμεί να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ, ερωτηθείς αν οι αρχές της Νιγηρίας θα του επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα, απάντησε καταφατικά (Ερ. 35 του δ.φ.). 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από τους Καθ' ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο Λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και αυτός έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τις ισχυριζόμενες απειλές του Αιτητή από τους γηραιότερους του χωριού ώστε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του ως αρχιερέας, μετά τον θάνατο του και να λατρεύει το είδωλο. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασυνέπειες που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ενώ τα λεγόμενά του διακατέχονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα ο Λειτουργός επισήμανε πως ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες ως προς τις ευθύνες που κατείχε ο πατέρας του ως αρχιερέας του χωριού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πατέρας του κατείχε αυτή τη θέση, εύλογα θα αναμενόταν από τον Αιτητή να γνωρίζει πληροφορίες σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που αυτή συνεπάγεται, ιδίως από τη στιγμή που η άρνηση του να την αναλάβει αποτέλεσε έναν από τους κύριους λόγους φυγής του. Περαιτέρω, κρίθηκε πως δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις ισχυριζόμενες απειλές που δέχτηκε παρα μόνο ότι μετέβηκε στη πολιτεία Lagos, και είχε «άσχημα όνειρα», ενώ παράλληλα δεν κατάφερε να συνδέσει τα άσχημα όνειρα με το είδωλο. Κρίθηκε λοιπόν ότι η αιτιολόγηση αυτή βασίζεται αποκλειστικά σε μια δήλωση που φέρεται να του ανέφεραν οι χωρικοί. Ως περαιτέρω επισημαίνει ο Λειτουργός, παρουσιάζεται έλλειψη πληροφοριών, όταν αφότου επέστρεψε στο χωριό και πραγματοποίησε δια ζώσης συνάντηση με τους γηραίους, δεν κατάφερε να περιγράψει τι συνέβη πάρα μόνο πως όταν αρνήθηκε τη θέση, οι τελευταίοι του φώναζαν λέγοντάς του πως θα βάλει σε κίνδυνο όλο το χωριό. Συνεπακόλουθα, παρατηρείται έλλειψη συνοχής στα λεγόμενά του, καθώς, ενώ ανέφερε ότι οι γηραιότεροι του είπαν πως, αν δεν αναλάβει τη θέση, θα έθετε σε κίνδυνο το χωριό, εντούτοις δεν γνωρίζει τελικά τι συνέβη με τη θέση, παρά το γεγονός ότι διατηρεί επικοινωνία με την οικογένειά του. Αντίστοιχη ασυνέπεια διαφαίνεται και σε άλλο σημείο, καθώς, ενώ ισχυρίστηκε ότι του δόθηκαν δύο επιλογές —είτε να αναλάβει τη θέση είτε να θυσιαστεί—, τελικά, παρότι αρνήθηκε, δεν υπήρξε καμία απόπειρα θυσίας σε βάρος του σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του. Παρουσιάζεται έλλειψη ευλογοφάνειας αφού ενώ ανέφερε ότι με το να μεταβεί στο εν λόγω χωριό ο Αιτητή προστάτευε τον εαυτό του εντούτοις το 2018 ξεκίνησε να δουλεύει σε αλυσίδα εστιατορίων. Τέλος, δεν ήταν σε θέση να παραθέσει οποιοδήποτε μέτρο αυτοπροστασίας που ενδεχομένως έλαβε κατά τη διάρκεια των απειλών που, όπως ισχυρίζεται, δεχόταν από το 2018 έως το 2022, όταν και εγκατέλειψε τη χώρα, περιοριζόμενος να αναφέρει ότι προσευχόταν.

 

Εν συνεχεία, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός. Κατά την εκτίμηση αυτή ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη πολιτεία Imo θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στη πολιτεία Imo, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων.

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο Λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης (Qualification Directive), ο Λειτουργός σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τις ισχυριζόμενες απειλές του Αιτητή από τους γηραιότερους του χωριού ώστε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του ως αρχιερέας, μετά τον θάνατο του και να λατρεύει το είδωλο συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο Λειτουργός και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του Αιτητή (Ερ. 55-54 του δ.φ.) Η αξιολόγηση του Λειτουργού φρονώ πως είναι  εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς στηρίζεται σε ουσιαστικές αντιφάσεις, ασυνέχειες, ελλείψεις συνοχής και ελλείψεις επαρκών πληροφοριών που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

  

Ιδιαίτερης σημασίας, είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σοβαρότητα των ισχυριζόμενων απειλών και στην καθυστερημένη απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αν και, κατά τους ισχυρισμούς του, δεχόταν πιέσεις ήδη από το 2018, εντούτοις δεν εγκατέλειψε τη Νιγηρία παρά μόνο τέσσερα (4) έτη μετέπειτα, ήτοι το 2022. Δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας αλλά ούτε και απευθύνθηκε στην αστυνομία, παρά το ότι υποστηρίζει πως απειλούνταν η ζωή του. Η στάση αυτή, παθητική και αντιφατική, δεν συνάδει με τη συμπεριφορά κάποιου που πράγματι βρίσκεται σε διαρκή και σοβαρό κίνδυνο. Η εξήγηση που δίνει -ότι δεν απευθύνθηκε στις αρχές επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας του δεν θα τον βοηθήσουν- δεν αρκεί, καθώς δεν τεκμηριώνει επαρκώς την απόφασή του, ούτε συνοδεύεται από κάποια έμπρακτη απόπειρα προστασίας.

 

Επιπλέον, ο Λειτουργός ορθά εντοπίζει στοιχεία ασάφειας, υπεκφυγών και έλλειψης επαρκών πληροφοριών κατά την απάντηση ερωτήσεων που βρίσκονται στον πυρήνα του ισχυρισμού του. Ομοίως, η αναφορά ότι επέστρεψε στο χωριό του και συνομίλησε με τα άτομα που υποτίθεται πως ευθύνονται, έρχεται σε αντίθεση με το προφίλ ενός ατόμου που δηλώνει ότι φοβάται για τη ζωή του.

 

Συνοψίζοντας, η εκτίμηση του Λειτουργού ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέπειες, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η αξιολόγηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές της αξιολόγησης αξιοπιστίας που προβλέπονται στη σχετική νομολογία και διοικητική πρακτική περί ασύλου. Για τους λόγους που έχω προαναφέρει, συντάσσομαι με την κατάληξη του Λειτουργού περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με τη θέση του αρχιερέα στο πλαίσιο των παραδοσιακών θρησκειών της Νιγηρίας, καθώς και τον ενδεχόμενο κίνδυνο που μπορεί να διατρέξει κάποιος από μέλη του μαντείου ή της κοινότητας σε περίπτωση άρνησης διαδοχής του πατέρα του στη θέση αυτή, από την οποία προέκυψαν τα εξής:

 

·           Σε έκθεση της EUAA του 2017 αναφέρεται ότι πριν τον Ισλαμισμό και τον Χριστιανισμό οι λαοί της Νιγηρίας είχαν δικές τους παραδοσιακές θρησκείες. Πνευματικοί ηγέτες και άτομα με εξουσία οργανώνονται σε μυστικές κοινωνίες αλλά η ύπαρξή τους είναι κοινώς γνωστή.[3] Στην ίδια έκθεση σε σχέση με τις θέσεις ισχύος σε παραδοσιακές θρησκείες, αναφέρεται ότι πρόκειται για ιερείς, άτομα με καθήκοντα για διενέργεια τελετουργιών, άτομα με θρησκευτικές γνώσεις και εμπειρία στην κατασκευή φυλαχτών.[4] Το αξίωμα του αρχιερέα δεν μεταβιβάζεται απαραίτητα στον μεγαλύτερο υιό και δεν θεωρείται προσβολή των θείων αν αρνηθεί κάποιος τον ρόλο του αρχιερέα.[5] Συνήθως, το άτομο που διαδέχεται τον αρχιερέα προετοιμάζεται από νεαρή ηλικία. Επικίνδυνο είναι να φύγει κάποιος που είναι ήδη αρχιερέας ή κατέχει άλλο σημαντικό θρησκευτικό ρόλο, αλλά δεν υπάρχουν αναφορές ότι τέτοιοι ρόλοι επιβλήθηκαν δια της βίας σε κάποιον καθώς ο διάδοχος πρέπει να ενδιαφέρεται και να είναι ικανός για τον ρόλο.[6]

 

·           Αναφορικά με την άρνηση κάποιου να αναλάβει τον ρόλο ιερέα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα περιστατικά για τα άτομα που αρνήθηκαν, να αντιμετώπισαν κάποιου είδους απειλές ή βία. Περαιτέρω, δεν είναι σύνηθες για κάποιον στην Νιγηρία να αρνηθεί τέτοιου είδους ρόλο, διότι είναι σαν να αρνείται θέση εξουσίας αλλά ακόμη κι αν αρνηθεί για θρησκευτικούς λόγους, υπάρχουν άλλοι οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη σε παραδοσιακές θρησκείες της Νιγηρίας γενικότερα.[7] Με βάση απάντηση του IRB[8] (Immigration and Refugee Board of Canada) σχετικά με τις συνέπειες άρνησης του τίτλου αρχιερέα, στις νότιες και κεντρικές περιοχές της Νιγηρίας, η λαϊκή πεποίθηση που είναι ευρέως διαδεδομένη στη νότια Νιγηρία είναι ότι το επάγγελμα του αρχιερέα δεν μπορεί να αποκτηθεί, να διδαχθεί, να μεταδοθεί ή να κληρονομηθεί, αφού τις περισσότερες φορές αποκτάται αυτόματα μετά από προφητεία και χρησμό, ενώ ένα άτομο θα μπορούσε να γίνει αρχιερέας ή σαμάνος (shaman) κληρονομικά, με τον ρόλο του παραδοσιακού ιερέα να μεταβιβάζεται συχνότερα από γενιά σε γενιά. Σχετικά με τον τρόπο επιλογής αρχιερέων αναφέρεται ότι η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι ο υποψήφιος πρέπει να συνδέεται με τη συγκεκριμένη θεότητα ιστορικά και γενεαλογικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή καθορίζεται από τη θεότητα μέσω μαντείας, είτε άμεσης προσωπικής έμπνευσης.[9] Σε άλλες περιπτώσεις, ο υποψήφιος επιλέγεται σύμφωνα με ένα πλαίσιο διαδοχής βάσει ιερατικής συγγένειας ή της ιδιότητας μέλους ενός χωριού ή μιας φυλής.[10] Η ίδια πηγή αναφέρει πως δεν τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο τίτλος δύναται να απορριφθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις τοπικές πεποιθήσεις, ο τίτλος αυτός δεν προσφέρεται από ανθρώπους, αλλά γίνεται αυτόματα αποδεκτός, καθότι στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγείται από τους θεούς πολύ πριν από τη γέννηση του ατόμου.[11] Μια από τις συνέπειες αυτής της άρνησης μπορεί να είναι η μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή αναγκαστική εκδίωξη από τη κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις.[12] Όταν ο τίτλος είναι κληρονομικός το πρόσωπο αυτό οφείλει να αποδεχθεί την προσφορά αλλά, αν για κάποιο λόγο αρνηθεί, η κοινότητα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να εξεύρει αντικαταστάτη.[13] Σε μια τέτοια περίπτωση, η κοινότητα θα αφήσει στην εκάστοτε θεότητα να αποφασίσει, παρόλο που υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα έχουν συστηματικά αποκλειστεί από τις εκδηλώσεις της κοινότητας.[14] Η έκθεση αναφέρει ότι παρόλο που ο τίτλος του αρχιερέα εξακολουθεί να είναι "ανεκτός", εντούτοις στην πράξη είναι παράνομο, καθώς ορισμένες από τις αρμοδιότητές τους απαγορεύονται από τη νομοθεσία της Νιγηρίας, όπως η μαγεία, η δίκη με δοκιμασία και οι πρακτικές που σχετίζονται με Juju.[15]

 

Τα δεδομένα που αντλούνται από τις ως άνω πηγές, επιβεβαιώνουν  τη θέση του αρχιερέα στις παραδοσιακές θρησκείες και τις κοινότητες στην Νιγηρία. Ωστόσο, όπως καταγράφεται, η διαδοχή της θέσης, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι κληρονομική, συνήθως τα άτομα δεν αρνούνται να την αποδεχθούν καθότι είναι ένδειξη κύρους και εξουσίας. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι σε περίπτωση άρνησης θα υπήρχαν γενικά αρκετοί άλλοι που θα είχαν τα προσόντα και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν. Ο ισχυρισμός του Αιτητή, ότι δηλαδή η διαδοχή της θέσης είναι κληρονομική και ότι παραμένει μέχρι την ημερομηνία διεξαγωγής της συνέντευξής του κενή, δεν βρίσκει έρεισμα στις εξωτερικές πήγες πληροφόρησης, εφόσον διαφαίνεται ότι εύκολα μπορεί να βρεθεί κάποιο άτομο προς πλήρωσή της. Ούτε προκύπτει κάποια αρνητική συνέπεια σε περίπτωση άρνησης διαδοχής της θέσης, πέρα από τη μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή την αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Επομένως, δεδομένου των ανωτέρω πληροφοριών, και το γεγονός ότι ο Αιτητής κατά την αφήγησή του, υπέπεσε σε ασυνέπειες και γενικότητες, ο ισχυρισμός απορρίπτεται, λόγω μη στοιχειοθέτησης του.

 

Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις από εξωτερικές πηγές ότι άτομα πιέζονται σήμερα να «αναλάβουν» τη θέση ειδωλολάτρη αρχιερέα, ούτε ότι αντιμετωπίζουν φυσικές ή υπαρξιακές απειλές για την άρνησή τους.

Τα ανωτέρω έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος υποστηρίζει ότι απειλείται με θάνατο επειδή αρνήθηκε να αναλάβει μια τέτοια θέση. Συνεπώς, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται. Ούτε προκύπτει κάποια συνέπεια σε περίπτωση άρνησης διαδοχής της θέσης, πέρα από τη μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή την αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Έτσι, ο ισχυρισμός του στερείται επαλήθευσης από πηγές πληροφόρησης και φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο σε υποκειμενικές πεποιθήσεις ή ερμηνείες των γεγονότων, παρά σε πραγματικές περιστάσεις που μπορούν να αξιολογηθούν ως κίνδυνος δίωξης.

 

Καταλήγοντας, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται αντικειμενική βάση για να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής διώκεται λόγω άρνησης ανάληψης της θέσης του αρχιερέα, καθώς οι εν λόγω πρακτικές δεν ασκούνται πλέον με καταναγκαστικό χαρακτήρα ούτε συνοδεύονται από τις επιπτώσεις που εκείνος επικαλείται. Ως εκ τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έχει θεμελιωθεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι: 

 

«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[16] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[17], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[18]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[19] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι τη πολιτεία Imo της Νιγηρίας, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:  

 

·      Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς. 

·      Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo, το 2023 οι κύριοι παράγοντες που ενεπλάκησαν σε εντάσεις στη νοτιοανατολική Νιγηρία ήταν οι «αποσχιστικές φατρίες», ή η Ομάδα Αυτοχθόνων του Μπιάφρα (Indigenous People of Biafra - IPOB) και το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (Eastern Security Network - ESN).  Οι αποσχιστές του Biafra, που βρίσκονται στη νοτιοανατολική Νιγηρία, περιγράφηκαν ως «ο νόμος πλέον», έχοντας αναλάβει τις εξουσίες των κυβερνητικών αξιωματούχων και των παραδοσιακών ηγετών στην περιοχή.  Άγνωστοι ένοπλοι ήταν επίσης παρόντες στη νοτιοανατολική Νιγηρία καθ' όλη τη διάρκεια του 2023,  με τη φράση «επιθέσεις από άγνωστους ένοπλους» να χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη σεχταριστική βία στη συγκεκριμένη περιοχή. 

·     Οι κρατικές δυνάμεις ήταν επίσης παρούσες στη νοτιοανατολική Νιγηρία το 2023.  Σύμφωνα με την εφημερίδα 'Premium Times', η οποία επικαλείται επίσημες πηγές, αναφέρεται ότι την περίοδο μεταξύ 11 Φεβρουαρίου 2024 και 7 Μαρτίου 2024, δυνάμεις ασφαλείας που έδρασαν συνδυαστικά σκότωσαν μεγάλο αριθμό ύποπτων μελών της Ομάδας Αυτοχθόνων του Μπιάφρα (IPOB) και της ένοπλης στρατιωτικής της πτέρυγας, του Ανατολικού Δικτύου Ασφαλείας (ESN), σε διάφορες περιοχές στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Σύμφωνα με επίσημη πηγή, οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν από την Joint Task Force of Operation Udoka, η οποία αποτελείται από προσωπικό του Νιγηριανού Στρατού, του Νιγηριανού Ναυτικού, της Νιγηριανής Πολεμικής Αεροπορίας και της Αστυνομικής Δύναμης της Νιγηρίας· προσωπικό από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας και το Σώμα Ασφαλείας και Πολιτικής Άμυνας της Νιγηρίας συμμετείχε επίσης. Οι ύποπτες τοποθεσίες του IPOB/ESN εντοπίστηκαν στις κοινότητες Orsu, Eke-Ututu και Ihiteukwa, Ihittenansa, που βρίσκονται στη διοικητική περιοχή Orsu στην πολιτεία Imo. Κατά την ίδια περίοδο, επιπλέον τοποθεσίες καταστράφηκαν στη διοικητική περιοχή Ihiala, στην πολιτεία Anambra. 

·      Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 18η Ιουλίου 2025), καταγράφηκαν 89 περιστατικά ασφαλείας πολιτικής βίας (”political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία  προκλήθηκαν 169 θάνατοι.[20] Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πολιτείας Imo το 2022 ανερχόταν σε 5,459,300 κατοίκους.[21]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι ενήλικας άντρας, υγιής, με επαρκή μόρφωση, απόφοιτος πανεπιστημίου, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, με συγγενείς πρώτου βαθμού στην χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018

[2] Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[3] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017, σ. 52
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[5] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf 

[6] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[7] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 61, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf

[8] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[9] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[10] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[11] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[12] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[13] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[14] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[15] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[16] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[17] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[18] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[19] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[20] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: CountryNigeriaEvents / FatalitiesPolitical ViolencePast Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)

[21] City Population. (n.d.). Nigeria: Imo State. Διαθέσιμο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/08/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο