
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.Τ167/25
8 Αυγούστου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ο. Ο. J.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή o αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 26/03/25, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και ότι, περαιτέρω, «υπόκειται σε τροποποίηση ώστε να δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας» (Αιτητικό Α). Στα Αιτητικά Β και Γ γίνεται λόγος για την λανθασμένη υπαγωγή της επίδικης αίτησης στην ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης του αρ.12Δ και ζητείται ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και «αναπομπής […] για να ακολουθηθεί η κανονική διαδικασία εξέταση αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13».
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 18/02/25 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 25/02/25 (ερ.1-3, 33).
Στις 10/03/25 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.20-33). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 20/03/25 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.117-135).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός 26/03/25 στην μητρική του γλώσσα (ερ.3, 137).
Επί της επίδικης αιτήσεως ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι η ζωή του ήταν σε κίνδυνο από την οργάνωση EIYE. Ως εξηγεί, ο μικρότερος αδελφός εντάχθηκε στην οργάνωση AYE, η οποία είναι σε αντιπαράθεση με την EIYE και έκτοτε οι τελευταίοι αναζητούν τον αδελφό του και, επειδή ο ίδιος μοιάζει στον αδελφό του, είναι σε κίνδυνο και ένα μέλος της EIYE του είπε ότι θα τον σκοτώσει.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι νιώθει καλά και δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, οι αιματολογικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ήταν καλές, γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην πόλη Benin, στην πολιτεία Edo, όπου ζουν και οι γονείς του, με τους οποίους επικοινωνεί συχνά. Τα υπόλοιπα αδέλφια του, μια αδελφή και δύο αδέλφια ζουν σε άλλες πολιτείες. Ο ίδιος έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εργαζόταν ως σχεδιαστής ρούχων και δεν ανήκει σε κάποια ιδιαίτερη ομάδα πληθυσμού ή κόμμα ή εθνοτική ομάδα.
Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής επανέλαβε, εν πολλοίς αυτολεξεί, τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση (ανωτέρω), αναφέροντας ότι τον απειλούσαν μέλη μυστικής αδελφότητας και γι’ αυτό έπρεπε να φύγει. Σε ερώτηση σχετικά με τις αναφερόμενες απ’ αυτόν συγκρούσεις μεταξύ των δύο αδελφοτήτων (Ayes και Eiye) ο αιτητής ανέφερε πως ανέκαθεν ήταν σε σύγκρουση, όμως δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό και, σε ακόλουθη ερώτηση σχετικά με το πότε ο αδελφός του εντάχθηκε στην AYES, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει. Σχετικά με το πως επηρεάζει αυτό τον ίδιο ανέφερε ότι είναι λόγω της συγγένειας τους. Ερωτώμενος άλλες πληροφορίες για τις οργανώσεις αυτές ο αιτητής ανέφερε πως δεν γνωρίζει τι σημαίνει το όνομα τους και ούτε καμία άλλη πληροφορία σχετικά και επιβεβαίωσε πως ο ίδιος ποτέ δεν εντάχθηκε σε κάποια απ’ αυτές. Ερωτώμενος που ήταν ο αδελφός του την τελευταία φορά που επικοινώνησε μαζί του ανέφερε ότι ήταν στην Abuja και, σε ακόλουθη ερώτηση, ανέφερε ότι επειδή ήταν κοντά στον αδελφό του, αν δεν τον δώσει σ’ αυτούς, αυτοί θα τον σκοτώσουν και πρόσθεσε ότι ίσως να τον βρουν και να τον σκοτώσουν.
Οι καθ’ ων η αίτηση, πραγματευόμενοι τους ισχυρισμούς του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη, τους κατέταξαν στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς, τους οποίους και εξέτασαν.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ αιτητή
2. Για λόγους που αφορούν προβλήματα με την μυστική αδελφότητα ΕΙΥΕ, εξαιτίας της εμπλοκής του αδελφού του στην μυστική αδελφότητα AYES
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν δε τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή.
Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ουσιώδη ισχυρισμό του, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας και χρονικής συνοχής και γενικότητας των δηλώσεων του αιτητή. Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την ανάμιξη του αδελφού του με την μυστική αδελφότητα στην οποία κατ’ ισχυρισμό εντάχθηκε, πότε έγινε αυτό, πως ο ίδιος έλαβε απειλές από αντίπαλη αδελφότητα, πως, πότε ακριβώς, ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών των απειλών, τι έγινε τελικώς με τον αδελφό του, ποιο είναι το ιστορικό συγκρούσεων των αδελφοτήτων στις οποίες αναφέρθηκε, ποια η σημασία του ονόματος τους και ποια η δράση τους, αδυνατώντας να αναφέρει την παραμικρή λεπτομέρεια ή στοιχείο σε σχέση με όλα τα ως άνω.
Αναφορικά με την εξωτερική συνοχή του ως άνω ισχυρισμού έγινε εκτεταμένη έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δράση, δομή και ιστορικό των αδελφοτήτων EIYE και ΑΥΕ, εκ της οποίας προέκυψε ότι όντως οι αδελφότητες αυτές δραστηριοποιούνται σε διάφορα μέρη της Νιγηρίας, κυρίως στα πανεπιστήμια όπου βρίσκονται, με εκφοβιστική, επιθετική και ενίοτε αιματηρή δράση και αποκρυφιστικές πτυχές, γενικές πληροφορίες που συνάδουν με τους ισχυρισμούς του αιτητή. Παρά τούτο, δεδομένης της παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός του αιτητή απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, ήτοι την πολιτεία Edo (Benin City), σε συνάρτηση με το προφίλ και τις περιστάσεις του, περιλαμβανομένης της ύπαρξης οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου, της επαρκούς μόρφωσης του, της ηλικίας του και της μη ύπαρξης στοιχείων ευαλωτότητας, καθώς αυτός πρόκειται για ενήλικα, υγιή, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.
Αγορεύοντας προφορικά κατά την ακρόαση της παρούσης η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι, δεδομένου ότι, βάσει του ερ.6, όπου καταγράφεται ότι ο αιτητής είχε αναφέρει ότι αισθάνεται κατάθλιψη (“he feels depressed”), θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε ψυχολόγο και, εφόσον αυτό δεν έγινε, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και επί τούτου παρέπεμψε στην απόφαση στην υπ. Τ791/24, ημ.30/01/25, της αδελφής μου δικαστού Πλαστήρα.
Δεδομένου ότι άπαντες οι προωθούμενοι ισχυρισμοί συμπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της επίδικης απόφασης, προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου περιορίστηκαν, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.125-128, σε δηλώσεις οι οποίες βρίθουν κενών και ασαφειών, εκ των οποίων ελλείπουν εντελώς και σε όλη τους την έκταση λεπτομέρειες, και που στερούνται παντελώς χρονικής και λογικής συνέχειας αλλά και βιωματικών στοιχείων. Το όλο αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει ουσιώδη κενά, ελλείψεις σε λεπτομέρειες και αντιφάσεις, ως και ανωτέρω καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια παράθεσης της επίδικης έκθεσης των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την συνολική συνοχή και αξιοπιστία του. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα και πιο πάνω καταγράφω, κατά την παράθεση των ευρημάτων της επίδικης έκθεσης επί του 2ου ισχυρισμού του αιτητή, τα οποία υιοθετώ, χωρίς να είναι θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω.
Σημειώνω περαιτέρω ότι ο αιτητής θα μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία προς ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, όμως ουδέν έπραξε. Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή ενδεχομένως να μην ήταν εν προκειμένω απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Ως και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών (ΠΧΚ) για τη χώρα καταγωγής «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».
Σε κάθε περίπτωση σημειώνω ότι οι καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν σε εκτεταμένη έρευνα, εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε, ως και ανωτέρω αναφέρω, η ύπαρξη και δράση των δύο αδελφοτήτων στις οποίες αναφέρθηκε, τα οποία συνάδουν, ως γενικές πληροφορίες, με τα λεγόμενα του αιτητή. [1], [2]
Θα συμφωνήσω εδώ και με το συμπέρασμα των καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό παρότι βρέθηκαν ΠΧΚ που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και τη δράση των δύο αδελφοτήτων στις οποίες αναφέρθηκε ο αιτητής, το οποίο θεωρώ ορθό, καθώς η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική και ως προς τη συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του, δεδομένου του ότι το γεγονός πως τα όσα αναφέρονται συνάδουν με γενικές ΠΧΚ δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει στην αποδοχή ενός ισχυρισμού όταν, στα πλαίσια του όλου ιστορικού που παραθέτει ο αιτητής, αυτός στερείται καταφανώς και σε όλη του την έκταση εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας.
Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι αποδοχή των ισχυρισμών του αιτητή, πολύ απλά, θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ενός αφηγήματος το οποίο στερείται κάθε ψήγματος βιωματικών στοιχείων και συνοχής και θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Edo).
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, δρώντες, τοποθεσίες, θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 18/07/25) στην πολιτεία Edo καταγράφηκαν συνολικά 210 περιστατικά ασφαλείας πολιτικής βίας (“Political violence”, η οποία και περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες) από τα οποία επήλθαν 152 θάνατοι.[3] Ο πληθυσμός της πολιτείας Edo ανέρχεται περί τα 4.7 εκατομμύρια κατοίκων. [4] Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Country Guidance, Nigeria, October 2021», αναφέρεται ότι δεν προκύπτει κίνδυνος σε αμάχους, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ). [5]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09).
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 145/2025, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Σημειώνω εδώ ότι τα όσα η συνήγορος του αιτητή ανέφερε κατά τις διευκρινίσεις περί της ανάγκης παραπομπής του σε ψυχολόγο, παρατηρώ ότι αυτά δεν δικογραφούνται στην προσφυγή. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να σημειωθεί ότι, ως εκ του ερ.7 προκύπτει, εδώ δεν υπήρχε σύσταση για ιατρικές εξετάσεις ή εντοπισμός κάποιας άλλης ειδικής ανάγκης (βλ. και Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 137/23, Emmah Andoh Eva ν Δημοκρατίας, ημ.21/05/25, όπου κρίθηκε ότι, αν υπάρχει τέτοια σύσταση, πρέπει να δικαιολογηθεί γιατί δεν έγινε, που δεν ισχύει εδώ). Προσθέτω ότι στο ερ.1 ο ίδιος ο αιτητής καταγράφει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα υγείας, δήλωση που επαναλαμβάνει και στο ερ.30 – 1Χ. Δεν μπορώ λοιπόν να εντοπίσω σημείο εκ του οποίου να προκύπτει τέτοια ανάγκη στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, δεδομένου ότι ιατρικές ή άλλες εξετάσεις γίνονται μόνο όταν αυτό κριθεί «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης» [αρ.15 (1) του Νόμου]. Εν προκειμένω, δεδομένων όσων πιο πάνω αναφέρω περί της καταφανούς ελλείψεως αξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή στη συνέντευξη, ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιες εξετάσεις δεν ήταν σκόπιμες για την αξιολόγηση της αίτησης, σε κάθε περίπτωση. Τα ανωτέρω δεν ανατρέπονται από την καταγραφή στο ερ.6 ότι ο αιτητής αισθάνεται μελαγχολικός ή και καταθλιπτικός (“he feels depressed”), χωρίς μάλιστα τούτο να συνδέεται με κάποια αδυναμία του να εκφράσει όσα επιθυμούσε ή ότι αυτό συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα βιώματα του στη χώρα καταγωγής, αφού τέτοιος ισχυρισμός ή σύνδεση δεν γίνεται από τη συνήγορο του. Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο αιτητής έχρηζε κάποιας διαδικαστικής ανάγκης και δεν του παρασχέθηκε ή ότι ήταν σκόπιμο να υποβληθεί σε οιουδήποτε είδους εξέταση, ψυχολογική ή άλλη.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Nigeria: The Eiye confraternity, including origin, purpose, structure, membership, recruitment methods, activities and areas of operation; state response (2014-March 2016) https://www.ecoi.net/en/document/1200790.html
[2] Nigeria: The Black Axe confraternity [Aiye Confraternity; Ayee], also known as the Neo Black Movement of Africa (NBM), including initiation, rituals, oaths of secrecy, and use of symbols or particular signs; whether they use force to recruit individuals; their treatment of anti-cultists; activities in Canada (2020–November 2022) https://www.ecoi.net/en/document/2083163.html
[3] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Edo State, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/08/2025)
[4] https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA012__edo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/08/2025)
[5] Country Guidance: Nigeria (October 2021), p. 123-124, διαθέσιμο εδώ Country_Guidance_Nigeria_2021.docx (europa.eu)
[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο