Ε.F.M.Y. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ278/2025, 27/8/2025
print
Τίτλος:
Ε.F.M.Y. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ278/2025, 27/8/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. Τ278/2025

 

27 Αυγούστου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ: 

 

 

                                                        Ε.F.M.Y.

                                                                                                                   Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                                 Καθ' ων η αίτηση

 

....................

 

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Ζωή Ποντίκη για Αλ Ταχέρ Μπενέτης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Καμία εμφάνιση, για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  :  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 23/05/2025, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη.

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. 

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3 (α).............

 

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

 

(i)   12Βτετράκις(2)(δ),

(ii)  12Βτρις,

 

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

 

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, οι καθ' ων η αίτηση δεν εμφανίζονται σε αυτή τη διαδικασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παρουσία του αρμόδιου οργάνου/ καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον του διαδικασία για να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να επιλύει τη διαφορά που τίθεται ενώπιον του στα πλαίσια ορθής απονομής της δικαιοσύνης.  Στην παρούσα διαδικασία ήταν αρκετή η παρουσία του αιτητή και του συνηγόρου του.

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και το υπόμνημα της Υπηρεσίας Ασύλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Αιγύπτου και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 29/03/2023, αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές στις 10/09/2022. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 11/04/2023, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 13/04/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή και αποφάσισε την επιστροφή του στην Αίγυπτο.  Στις 10/05/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε  την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον αιτητή στις 14/05/2024.

 

Στις 21/05/2025, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 22/05/2025, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με το αίτημα του αιτητή.  Στις 23/05/2025, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στην Αίγυπτο.  Στις 29/05/2025, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε  την αιτιολόγηση της απόφασής της επί της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και απέσυρε όλους τους υπόλοιπους νομικούς ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεως.

 

Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση.  Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης.  Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου.  Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε  ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, o αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, δήλωσε πως θα εξηγούσε τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του κατά τις συνεντεύξεις του (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).  Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής του ήταν η Bani Suwayf (ερυθρό 16, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως αποφοίτησε από μία τεχνική σχολή και κατέχει δίπλωμα (ερυθρό 15, 3Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ ανέφερε πως εργαζόταν ως εργάτης σε οποιαδήποτε επαγγελματική θέση μπορούσε να εξεύρει εργασία (ερυθρό 16, του διοικητικού φακέλου).  Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε πως η σύζυγος και ο υιός του διαμένουν στην Bani Suwayf στην ίδια οικία με τους γονείς του (ερυθρό 16, του διοικητικού φακέλου).

 

Όσον αφορά το ταξίδι του προς τη Δημοκρατία, αξίζει να σημειωθεί ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας (ερυθρό 15, 1Χ του διοικητικού φακέλου).  Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα του για να εργαστεί προκειμένου να υποστηρίξει την οικογένειά του (ερυθρό 15, 2Χ, 4Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως επιθυμεί να διαμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί για διάστημα δύο ετών και ακολούθως να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 15, 4Χ του διοικητικού φακέλου).  Του ζητήθηκε εάν επιθυμεί να προσθέσει κάτι περαιτέρω πριν την ολοκλήρωση της συνέντευξης και ο αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 15, 4Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην Έκθεση - Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του αιτητή και (2) Οι ισχυρισμοί του αναφορικά με τους οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.  Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, καθώς οι δηλώσεις του αιτητή διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από το διαβατήριο που προσκόμισε ο αιτητής και έχει εκδοθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.

 

Σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για εργασιακούς λόγους, προκειμένου να  υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά του.  Ο ίδιος ο αιτητής διευκρίνισε πως επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του αφού εργαστεί στη Δημοκρατία για κάποιο διάστημα. Ο αιτητής δεν ανέφερε οποιονδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 26, του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεδομένης της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή, ήταν αδύνατο οι πληροφορίες αυτές να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και έκρινε πως ο αιτητής πρόκειται για οικονομικό μετανάστη.  Ο αρμόδιος λειτουργός αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του αιτητή περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για οικονομικούς λόγους. 

 

Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την επαρχία Bani Suwayf, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.  Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε έναν από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

 

Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β). Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, την Αίγυπτο, εκ των οποίων προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην επαρχία Bani Suwayf, στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.  Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

Στις 21/05/2025, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δηλώνοντας πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι η ζωή του απειλείται και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Ο αιτητής δήλωσε πως δεν φέρει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για τον προαναφερόμενό του ισχυρισμό (ερυθρό 44, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην μεταγενέστερη αίτηση του ο αιτητής, στην Έκθεση - Εισήγησή του προχώρησε σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης και έκρινε πως τα εν λόγω στοιχεία δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή κατά την προηγούμενη αίτησή του λόγω δικής του υπαιτιότητας. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως ο αιτητής δεν επεξήγησε περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους κινδυνεύει η ζωή του και δεν υπέβαλε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο αναφορικά με τον ισχυρισμό πως απειλείται η ζωή του όπως προέβαλε στη μεταγενέστερη αίτησή του (ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου).

 

Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός προσέθεσε ότι η πιθανή επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία οποιασδήποτε απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την επιστροφή του στην Αίγυπτο, δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.  Στη βάση λοιπόν των ανωτέρω δεδομένων η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή ως απαράδεκτο.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή τα στοιχεία που υποβλήθηκαν λόγω υπαιτιότητας του αιτητή δεν υποβλήθηκαν προηγουμένως, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Προκύπτει ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.».

 

Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής υπέβαλε μεν νέο ισχυρισμό, ο οποίος προβλήθηκε κατά γενικό και αόριστο τρόπο και τον οποίο είχε  κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του.

 

Ο αιτητής από δική του υπαιτιότητα δεν παρέθεσε στη διαδικασία που προηγήθηκε τους λόγους που θεωρεί ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Ούτε στη μεταγενέστερη αίτηση πρόβαλε στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο επανάνοιγμα του φακέλου του.  Τα όσα ανέφερε δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την απόφαση η οποία λήφθηκε στη βάση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο, που είναι και τα μόνα που εξετάζονται, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής πρόβαλε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς τους οποίους δεν συγκεκριμενοποίησε και είναι ξεκάθαρο πως λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν πρόβαλε προηγουμένως.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 145/2025, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Επομένως, ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του αιτητή περί του ότι απειλείται η ζωή του από κάποιους ανθρώπους, δεν θα μπορούσε να του προσδώσει οποιοδήποτε καθεστώς λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα καταγωγής του θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 145/25,όπως έχω επεξηγήσει ανωτέρω και θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία και από τις αρχές της χώρας καταγωγής του σε περίπτωση που όντως διέτρεχε κίνδυνο από κάποιους ανθρώπους στη χώρα του.  Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

   

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής  και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο