Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 1335/2023, 8/9/2025
print
Τίτλος:
Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 1335/2023, 8/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 1335/2023

 

08 Σεπτεμβρίου 2025

[Α. Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Μ. Μ.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

-------------------

                                                                                                                                 Α. Πλιάκα (κα) για κ. Δ. Κ. Ζησιμοπούλου (κα) για τον Αιτητή

Χαραλάμπους (κα) για Β. Θωμά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

A.AΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 13/04/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Επιπλέον με δεύτερη και τρίτη αιτούμενη θεραπεία, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζει τον Αιτητή ως πρόσφυγα ή δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «Λ.Δ.Κ.») και κάτοχος διαβατηρίου, ο οποίος στις 12/09/2021 εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Ακολούθως εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 18/10/2021 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 10/02/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλου (European Union Agency for Asylum, στο εξής “E.U.A.A.”) ο οποίος στη συνέχεια στις 28/02/2023 συνέταξε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματός του. Στις 06/03/2023 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της ενώπιον του τεθείσας εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής κοινοποιήθηκε στις 24/04/2023 στον Αιτητή μέσω επιστολής ημερομηνίας 13/04/2023, την οποία και προσέβαλε υποβάλλοντας εμπρόθεσμα, αρχικά αυτοπροσώπως, την παρούσα προσφυγή.

 

Εκκρεμούσης της διαδικασία, ο Αιτητής διόρισε δικηγόρο για την εκπροσώπησή του, η οποία μετά από σχετική αίτηση τροποποίησης και έκδοση Διατάγματος από το Δικαστήριο, καταχώρησε τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως, προβάλλοντας νομικούς ισχυρισμούς για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Με την τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως, προβάλλονται αρκετοί νομικοί ισχυρισμοί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς την οποιαδήποτε εξειδίκευση και υπαγωγή σε πραγματικά γεγονότα, κατά παράβαση του διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που προνοούν για πλήρη αιτιολογία των νομικών σημείων προς υποστήριξη του αιτήματός για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή, ισχυρίζεται πως οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν λανθασμένα την νομοθεσία, ότι βασίστηκαν σε πεπλανημένα κριτήρια, χωρίς να προβούν σε έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή και ορθή αξιολόγηση της ενώπιον τους μαρτυρίας, καταλήγοντας στην απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και απόφαση επιστροφής παραβιάζοντας την αρχή της μη επαναπροώθησης. μ

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Εισηγούνται περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης όπως προβλέπεται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ούτε όμως και απέδειξε ότι μπορεί να τύχει της χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του ίδιου Νόμου.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τις διευκρινίσεις, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή περιορίστηκε στην προώθηση της κατ' ισχυρισμό μη δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, εγκαταλείποντας όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς τους οποίους και απορρίπτω χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω αναφορά.

 

Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της νόμιμης άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τον μοναδικό προωθούμενο από τον Αιτητή ισχυρισμό προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του καθότι όταν ο πατέρας του συνταξιοδοτήθηκε λαμβάνοντας τη σχετική χρηματική αποζημίωση, ένας ληστής -που ήταν στρατιώτης σύμφωνα με τον Αιτητή- εισέβαλε στην οικία τους απαιτώντας τα εν λόγω χρήματα. Έκτοτε, εφόσον ο Αιτητής τον αναγνώρισε, τον καταδίωκε δολοφονώντας την γιαγιά και την αδελφή του, ενώ ο ίδιος αναχώρησε για να αναζητήσει προστασία στην Κύπρο αφού η χώρα του δεν είναι σε θέση να του την προσφέρει. (ερ. 1 και η μετάφραση 12 του διοικητικού φακέλου, στο εξής «Δ.Φ.»)

 

Στα πλαίσια της συνέντευξής του ο Αιτητής ανέφερε ότι κατάγεται από την πόλη Matida, όπου γεννήθηκε, και ως τελευταίο τόπο διαμονής του την πόλη Kinshasa και συγκεκριμένα την κοινότητα Nselembao (ερ. 35 – 3Χ του Δ.Φ.). Κατά δήλωσή του άγαμος και άτεκνος, η μητέρα του απεβίωσε ενώ δήλωσε άγνοια για το τόπο διαμονής του πατέρα του και των τεσσάρων αδελφών του.  Απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς εργασιακή εμπειρία, καθώς τον βοηθούσε οικονομικά ο πατέρας του.

 

Σχετικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του επανέλαβε όσα είχε καταγράψει στην αίτησή της για διεθνή προστασία δίνοντας περισσότερες λεπτομέρειες. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε πως μετά τη συνταξιοδότηση του πατέρα του το 2019 από την κυβέρνηση όπου εργαζόταν, κατά το έτος 2021 έλαβε το σχετικό χρηματικό ποσό το οποίο δικαιούνταν. Περί τον Ιούνιο του ίδιου έτους η οικογένειά του δέχθηκε επίθεση από μία ομάδα 20 ατόμων, που απαιτούσαν τα εν λόγω χρήματα. Παρά το ότι τους ενημέρωσαν πως τα χρήματα ευρίσκονταν σε τράπεζα, εκείνοι δεν υποχώρησαν και προέβησαν στην απαγωγή του πατέρα του Αιτητή. Στα πλαίσια αυτού του περιστατικού ο Αιτητής αναγνώρισε έναν εκ των 20 ατόμων ως έναν συνταγματάρχη του στρατού και έκτοτε ο Αιτητής στοχοποιήθηκε. Ακολούθως ο Αιτητής μαζί με τον αδελφό του διέφυγαν από την Matadi όπου η οικογένεια διέμενε στην Kinshasa, καταγγέλλοντας παράλληλα το περιστατικό στην αστυνομία, ωστόσο τα προαναφερθέντα άτομα της επίθεσης συνέχισαν να τους στοχοποιούν απειλώντας τους. Περί τον Αύγουστο του 2021 η αδελφή και ο αδελφός του εξαφανίστηκαν και συμπέρανε πως απήχθησαν και μετά από δύο ημέρες κλήθηκε από το νοσοκομείο όπου είχε διακομισθεί και αναγνωρισθεί ο αδελφός του ως τραυματίας, όπου εν τέλει απεβίωσε. Η σωρός της αδελφής του Αιτητή εντοπίσθηκε μετά την κηδεία του αδελφού του σε μία εγκαταλελειμμένη οικία. Ο ίδιος, παρά το ότι ήταν ο άμεσος στόχος, δεν εντοπίσθηκε ποτέ από τους διώκτες του και με τη βοήθεια ενός θείου του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ο Αιτητής ανέφερε ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του θα τον σκοτώσουν. Κατονόμασε ως υπαίτιο έναν συνταγματάρχη του στρατού, χωρίς να γνωρίζει το όνομά του, δηλώνοντας ότι τον αναγνωρίζει από το πρόσωπό του και από τη στρατιωτική του στολή που έφερε διακριτικά του βαθμού του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει εξαιτίας της καταγγελίας στην οποία προέβη κατά του εν λόγω συνταγματάρχη στις αρχές.

 

Σε ερώτηση σχετικά με τον πατέρα του, δήλωσε ότι εργαζόταν για την κυβέρνηση, με αρμοδιότητες σχετικές με τον οικονομικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι δραστηριοποιούνταν στα σύνορα, με αντικείμενο την είσπραξη φόρων/τελών, όπως για παράδειγμα από τα ταξί.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του περί της επίθεσης από εγκληματίες στην οικία του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος κοιμόταν, και όταν ξύπνησε πηγαίνοντας στο σαλόνι, διαπίστωσε την παρουσία των δραστών εντός της κατοικίας. Κατά δήλωσή του η επίθεση στην οικία του έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2021, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, την ημέρα εκείνη, όταν ξύπνησε βρήκε στο σαλόνι της οικίας του μια ομάδα ενόπλων ατόμων, οι οποίοι εξαπέλυαν απειλές και στην συνεχεία απήγαγαν τον πατέρα του. Οι δράστες, όπως δήλωσε, ζητούσαν από τον πατέρα του τα χρήματα από την σύνταξη, τα οποία όμως δεν υπήρχαν στην οικία, ωστόσο οι δράστες δεν τον πίστεψαν. Ο Αιτητής προσδιόρισε ως επικεφαλής της επίθεσης έναν άνδρα που αναγνώρισε ως συνταγματάρχη, ο οποίος συνοδευόταν από περίπου 20 άτομα. Ο Αιτητής περιέγραψε ότι αισθάνθηκε φόβο, καθώς ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε όπλα από τόσο κοντά.

 

κατά τις αναφορές του δήλωσε ότι ο προαναφερθείς συνταγματάρχης ενημερώθηκε πως ο πατέρας του είχε λάβει τα εν λόγω χρήματα μέσω πληροφοριών που προέρχονταν από κυβερνητικές πηγές, καθώς ο στρατός στην Αφρική έχει έλεγχο σε τέτοια θέματα. Αν και στην οικία ήταν παρόντα και άλλα μέλη της οικογένειας του, μόνο ο ίδιος ο Αιτητής – κατά τον ισχυρισμό του- αναγνώρισε τον συνταγματάρχη, διότι τα υπόλοιπα μέλη προσεύχονταν, ενώ ο ίδιος είχε προηγούμενη επαφή μαζί του σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος.

 

Σχετικά με την απαγωγή του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε άγνοια σε σχέση με τον τόπο μεταφοράς του πατέρα του, ο οποίος κατά δήλωσή του απήχθη βίαια στην Kinshasa. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, κατά τη στιγμή της απαγωγής, οι δράστες απαίτησαν χρήματα και, παρά τις προσπάθειες παρέμβασης της οικογένειας, κατάφεραν να απομακρύνουν τον πατέρα, λόγω της υπεροχής της δύναμής τους. Ερωτηθείς σχετικά ο Αιτητής ανέφερε πως μαζί με τον αδερφό του, μετέβησαν στην Κινσάσα προκειμένου να καταγγείλουν στις στρατιωτικές αρχές την αρπαγή και την κακομεταχείριση του πατέρα τους από άγνωστο μέχρι στιγμής στρατιωτικό αξιωματικό τον Ιούλιο του 2021 στο στρατιωτικό τμήμα «IP/Kin», που βρίσκεται στη περιοχή Gombe της Kinshasa. Παρά την υποβολή της καταγγελίας στον αρμόδιο υπεύθυνο, γνωστό ως «OPG, (Operator Police for Justice, οι αρχές δεν προέβησαν σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την τύχη του πατέρα τους και την βίαιη συμπεριφορά που υπέστησαν στο σπίτι τους.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής ανέφερε ότι από την ημέρα που κατήγγειλε το περιστατικό, δέχθηκε απειλές από τους δράστες, διευκρινίζοντας πως επρόκειτο για τηλεφωνικές απειλές με περιεχόμενο «την επόμενη φορά θα σε σκοτώσω». Ο Αιτητής δεν γνώριζε επακριβώς ποιοι τον απειλούσαν, ωστόσο εκτίμησε ότι ήταν οι ίδιοι δράστες, οι οποίοι είχαν μάθει για την καταγγελία. Οι απειλές ξεκίνησαν μετά το περιστατικό αρπαγής του πατέρα του και συνεχίστηκαν μέχρι τον Αύγουστο του 2021, οπότε και πέταξε την κάρτα SIM του κινητού του τηλεφώνου. Όσον αφορά τα αδέλφια του, ο Αιτητής ανέφερε ότι η αδερφή και ο αδερφός του απήχθησαν ενώ εκείνος βρισκόταν στην οικία τους και δεν ήταν παρών κατά το συμβάν. Σύμφωνα με τον Αιτητή, τα αδέρφια του πήγαν στην εκκλησία και εκεί απήχθησαν, ωστόσο δεν γνωρίζει ποιοι ήταν οι δράστες ούτε λεπτομέρειες για τον ακριβή τρόπο με τον οποίο συνέβη η απαγωγή. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο πραγματικός στόχος των απαγωγέων ήταν ο ίδιος, καθώς, σύμφωνα με όσα πληροφορήθηκε από μηνύματα που λάμβανε στο τηλέφωνο, οι δράστες ήθελαν να τον σκοτώσουν λόγω της απαγωγής του πατέρα του ήθελαν να σκοτώσουν όλους όσοι είναι κοντά του. Επισημάνθηκε δε ότι οι απαγωγείς, στοχεύοντας στον Αιτητή, άρχισαν να βλάπτουν τα άτομα που βρίσκονταν κοντά του, συμπεριλαμβανομένων των αδερφών του. Όταν ερωτήθηκε ο Αιτητής σχετικά με τον τρόπο που γνώριζε τον λόγο της αρπαγής των αδελφών, εκείνος δήλωσε ότι ενημερώθηκε μέσω απειλητικών μηνυμάτων που λάμβανε, τα οποία ανέφεραν: «Βλέπεις τι κάναμε στον αδελφό σου. Επόμενος θα είσαι εσύ» (ερ. 29 – 1Χ του Δ.Φ.). Τα μηνύματα αυτά λήφθηκαν στα τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου, πριν και μετά την αρπαγή των αδελφών του. Παρά τις απειλές και την ύπαρξη αριθμού τηλεφώνου στα μηνύματα, δεν προσέφυγε στην αστυνομία, καθώς στην πρώτη καταγγελία που προέβη δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους των αρχών.

 

Στη συνέχεια, ο Αιτητής κατέθεσε ότι οι αδελφοί του δολοφονήθηκαν και συγκεκριμένα ο αδελφός του υπέστη βασανιστήρια, ότι η αδελφή του βρέθηκε νεκρή με τραύματα στο σώμα και ήταν γυμνή και το πτώμα της βρέθηκε από την αστυνομία. Οι φωτογραφίες που προσκόμισε ο Αιτητής προέρχονται από τον θείο του και απεικονίζουν την αδελφή του, τον αδελφό του και την κηδεία της αδελφής του. Όσον αφορά τις νομικές ενέργειες που ακολούθησαν μετά τον θάνατο των αδελφών του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γνωρίζει μόνο πως η αστυνομία αναζητούσε την οικογένεια, ενώ δεν γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες λόγω της απουσίας του. Από τα αδέλφια του, σήμερα ζουν μόνο δύο κορίτσια.

 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης στη χώρα καταγωγής του, ο ίδιος δήλωσε πως φοβάται πως θα τον εντοπίσουν και θα τον σκοτώσουν.

 

Εξετάζοντας το λεγόμενα του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση διήκριναν δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στη ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή και ο δεύτερος αφορά στις δηλώσεις του περί της επίθεσης που δέχθηκε η οικογένειά του και ο ίδιος από έναν συνταγματάρχη, ο οποίος επιθυμούσε να ληστέψει τα χρήματα της σύνταξης του πατέρα του.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε αποδοχής ενόψει εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του.

 

Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τον ισχυρισμό του με αποτέλεσμα όσα ανέφερε να μην είναι ικανοποιητικά ώστε να στοιχειοθετηθεί η εσωτερική του αξιοπιστία.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα όσα ο Αιτητής δήλωσε αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο των λεγομένων του και δε δύναται η έρευνα σε εξωτερικές ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης, ωστόσο ο ίδιος προσκόμισε 3 φωτογραφίες. Επί τούτων κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση πως οι εν λόγω φωτογραφίες δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθώς θα μπορούσαν να απεικονίζουν οποιοδήποτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεδομένου επίσης ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή σχετικά με το γεγονός ότι ο συνταγματάρχης επιτέθηκε και δολοφόνησε την οικογένεια του βασίζονται σε εικασίες και υποθέσεις και στερούνται επαρκών λεπτομερειών. Επιπλέον ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες και με σαφή τρόπο τις περιστάσεις υπό τις οποίες βρέθηκαν τα πτώματα των αδελφών του.  

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση μετά από έρευνα κατέληξαν πως ο Αιτητής δεν κινδυνεύει να εκτεθεί -σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του- σε δίωξη ή σοβαρή σωματική βλάβη. Στα πλαίσια της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός έκρινε πως οι λόγοι αυτοί δεν δύνανται να τον καταστήσουν δικαιούχο προσφυγικού καθεστώτος δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000) και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ούτε όμως και δικαιούχο καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του ως άνω Νόμου. Στη βάση της προηγηθείσας αξιολόγησης η το αίτημά του απορρίφθηκε.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ ων η αίτηση βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τη χώρα καταγωγής, την ταυτότητα, τα προσωπικά του στοιχεία και την χώρα καταγωγής του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού που αφορά την κατ' ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή και της οικογένειάς του από τον συνταγματάρχη, που είχε στόχο τη σύνταξη του πατέρα του, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται γενικόλογες και χαρακτηρίζονται από έλλειψη επαρκών και ικανοποιητικών λεπτομερειών. Ο Αιτητής, κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από το λειτουργό, είχε την ευκαιρία να προβάλλει όλες τις πτυχές του ισχυρισμού του και να δημιουργήσει μία σφαιρική εικόνα όσων βίωσε και τον εξανάγκασαν όχι μόνο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του αλλά και να αναζητήσει διεθνή προστασία. Ειδικότερα, ο Αιτητής ανέφερε ότι τον Ιούλιο 2021, ο εν λόγω συνταγματάρχης και ομάδα ατόμων εισέβαλαν στην οικογενειακή του κατοικία και απήγαγαν τον πατέρα του, ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει αναλυτική και συγκεκριμένη περιγραφή των περιστατικών, καθώς περιορίστηκε να αναφέρει ότι οι δράστες επισκέφθηκαν την οικία και ζήτησαν από τον πατέρα του να τους παραδώσει τα χρήματα της σύνταξής του, χωρίς να είναι σε θέση να επεκταθεί περαιτέρω στις δηλώσεις του (ερ. 32 – 1Χ του Δ.Φ.). Ομοίως, δεν κατόρθωσε να παράσχει λεπτομερή περιγραφή του συνταγματάρχη, παρότι υποστήριξε ότι τον είχε δει σε κάποιο μπαρ. Η περιγραφή που προσέφερε περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές ότι επρόκειτο για άτομο ψηλό, μεγαλόσωμο και δυνατό, χωρίς να τεκμηριώνει περαιτέρω τους ισχυρισμούς του (ερ. 32 – 1Χ του Δ.Φ.). Όταν ερωτήθηκε πώς ο συνταγματάρχης γνώριζε ότι ο πατέρας του είχε λάβει τα χρήματα της σύνταξής του, ο Αιτητής απάντησε αόριστα, ισχυριζόμενος ότι στην Αφρική ο στρατός ελέγχει τα πάντα, ιδίως σε θέματα που σχετίζονται με λεφτά (ερ. 32 – 2Χ του Δ.Φ.). Επίσης, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει για ποιόν λόγο μόνο εκείνος αναγνώρισε τον συνταγματάρχη, ενώ η στρατιωτική του ιδιότητα θα μπορούσε να διαπιστωθεί από τη στολή και από τα άλλα μέλη της οικογένειας που ήταν παρόντα, απάντησε ότι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας προσεύχονταν και πρόσθεσε, με ασάφεια, ότι δεν ενδιαφέρονταν να τον γνωρίσουν (ερ. 32 – 2Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι κατήγγειλε το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές της χώρας καταγωγής του, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένα και αναλυτικά στοιχεία σχετικά με την αναφορά του στην αστυνομία, αναφέροντας μόνο ότι συνομίλησε με αξιωματικό με την ιδιότητα «Operator Police for Justice», στον οποίο περιέγραψε την απαγωγή του πατέρα του και την επίθεση κατά της οικογένειάς του, χωρίς όμως να παράσχει -και πάλι- επαρκείς λεπτομέρειες για την υποστήριξη των ισχυρισμών του. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι από τον Αύγουστο του 2021, και μετά την καταγγελία του στην αστυνομία, άρχισε να δέχεται απειλές, αλλά όταν κλήθηκε να τις προσδιορίσει δεν κατόρθωσε να δώσει σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με αυτές, δηλώνοντας απλώς ότι δεχόταν απειλές τηλεφωνικώς, χωρίς να δύναται να προσδιορίσει ποιος τον απειλούσε, πόσες φορές συνέβη και για πόσο χρονικό διάστημα δεχόταν τις φερόμενες απειλές (ερ. 30 – 1Χ του Δ.Φ.). Ομοίως, δεν παρείχε αναλυτική περιγραφή του περιεχομένου των απειλών, περιοριζόμενος στη δήλωση ότι τον απειλούσαν με θάνατο, χωρίς να παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις (ερ. 30 – 1Χ του Δ.Φ.). Δεν ήταν επίσης σε θέση να παράσχει πληροφορίες για τους δράστες ή τις συνθήκες της απαγωγής του αδελφού και της αδελφής του, που απήχθησαν τον Αύγουστο του 2021. Ανέφερε ότι στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου έλαβε απειλητικό μήνυμα, σύμφωνα με το οποίο του δήλωναν πως το επόμενο θύμα θα ήταν ο ίδιος, δεν κατόρθωσε, όμως, να προσδιορίσει τον αποστολέα του μηνύματος ούτε να εξηγήσει πώς έλαβε απειλή για απαγωγή των αδελφών του ήδη από τα τέλη Ιουλίου, ενώ είχε προηγουμένως αναφέρει ότι η απαγωγή έλαβε χώρα τον Αύγουστο 2021 (ερ. 29 – 1Χ-2Χ του Δ.Φ.). Σε ασυνάρτητες δηλώσεις του, ανέφερε ότι δεχόταν απειλές θανάτου ήδη πριν την απαγωγή των αδελφών του, και ως εκ τούτου θεωρεί ότι υπεύθυνοι για την απαγωγή είναι τα ίδια πρόσωπα που τον απειλούσαν τηλεφωνικά (ερ. 29 – 1Χ-2Χ του Δ.Φ.). Υπό το φως των ανωτέρω, οι δηλώσεις του κρίνονται από το Δικαστήριο ασυνάρτητες και ελλιπείς ως προς το επίπεδο λεπτομέρειας και σαφήνειας που χαρακτηρίζει μία γνήσια προσωπική και βιωματική εμπειρία. Συνεπώς, η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή δεν θεμελιώνεται.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία τάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση πως ενόψει του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού του Αιτητή δεν δύναται το Δικαστήριο να προβεί σε περαιτέρω έρευνα στις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προς στοιχειοθέτησή τους. Θα προχωρήσω, ωστόσο, στα προσκομισθέντα έγγραφα εκ μέρους του Αιτητή τα οποία συνίστανται στα εξής:

i.             Ερυθρό 25: αποτυπώνεται έγχρωμη φωτογραφία σε κόλλα Α4 όπου απεικονίζεται το σώμα μίας γυναίκας αγνώστου ταυτότητας, η οποία φαίνεται να μην έχει τις αισθήσεις της και χωρίς να φέρει όλα της τα ρούχα (καλύπτονται με πράσινο χρώμα τα γεννητικά της όργανα). Το σώμα κείτεται στο έδαφος ενός χώρου που ομοιάζει με εξωτερικό και/ή με εγκαταλελειμμένο κτίριο όπου υπάρχουν χώματα και πέτρες. Στην φωτογραφία, επίσης, εικονίζονται τα χέρια κάποιων άλλων προσώπων. Ο χρόνος λήψης της συγκεκριμένης φωτογραφίας δεν διαπιστώνεται από το εν λόγω έγγραφο.

 

ii.            Ερυθρό 26: επίσης, σε κόλλα Α4 είναι τυπωμένες 2 έγχρωμες φωτογραφίες. Στην πρώτη – αριστερή φωτογραφία απεικονίζονται κάποια πρόσωπα (άνδρες και γυναίκες), η ταυτότητα των οποίων δεν διαπιστώνεται από κάπου, να στέκονται γύρω από ένα λευκό φέρετρο, το οποίο είναι κλειστό. Δεν προκύπτει ο χρόνος που η φωτογραφία λήφθηκε και άρα πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη κηδεία, αλλά ούτε οι ταυτότητες των παρευρισκόμενων. Στην δεύτερη – δεξιά φωτογραφία απεικονίζεται το σώμα ενός άνδρα με λευκή μπλούζα, η οποία φέρει λεκέδες αίματος, οι οποίοι πιθανόν προέρχονται από τον άνδρα. Το εν λόγω σώμα ομοιάζει νεκρό εάν παρατηρηθούν οι ανοιχτοί οφθαλμοί του θύματος. Από την φωτογραφία δεν διαπιστώνεται ούτε η ταυτότητα του προαναφερθέντα άνδρα ούτε ο χρόνος λήψης αυτής, αλλά ούτε και η τοποθεσία της λήψης.

Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου και του υποστηρικτικού ρόλου των εγγράφων στη διοικητική διαδικασία, διαφαίνεται πως τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν συγκεντρώνουν τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να επιτελέσουν τον υποστηρικτικό προς το αίτημα του Αιτητή ρόλο. Η γνησιότητά τους ως προς το κατά πόσον τα πρόσωπα αποτελούν τα αδέλφια του Αιτητή και ιδιαιτέρως η σχετικότητά τους με το αίτημά του, δηλαδή κατά πόσον -εάν επρόκειτο όντως για τα αδέλφια του- οι θάνατοι αυτοί προήλθαν έπειτα από την ισχυριζόμενη στοχοποίηση, υστερούν και ως εκ τούτου μειώνουν έτι περισσότερο την αποδεικτική αξία των εγγράφων.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι o Αιτητής, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, και εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου παραλείπει να επιχειρήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του και να καλύψει τα κενά που οι Καθ'  ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά και εξωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η Αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η Αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημα για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της Αιτητή/τρια, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται, επί της παρούσας, ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση, αντίθετα προς τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή, τον οποίο απορρίπτω, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, από το ιστορικό του Αιτητή, όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, ορθά κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Ακόμη και σε περίπτωση που γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή περί δίωξής της οικογένειάς του από τον συγκεκριμένο συνταγματάρχη, ο ίδιος δεν αναφέρθηκε σε κανένα γεγονός που να τον έθεσε προσωπικά σε κίνδυνο σε κανένα χρονικό σημείο των γεγονότων και παρά το ότι ισχυρίστηκε πως ο ίδιος ήταν ο στόχος ποτέ δεν προσεγγίστηκε -με βίαιες προθέσεις- εκ μέρους του ισχυριζόμενου φορέα δίωξης.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ.Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ.Κ. συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[1] H συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουη και οι επιθέσεις σε αμάχους εξακολουθούν να υφίστανται στην ΛΔΚ για το έτος 2024, σύμφωνα με πιο πρόσφατη έκθεση αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, μεταξύ ενόπλων και κυβερνητικών δυνάμεων.[2]

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC η ΛΔΚ εμπλέκεται σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον κάποιων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Μία ειρηνευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών, η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (MONUSCO), υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC), ενώ η Ρουάντα έχει παρέμβει για την υποστήριξη της ομάδας M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στη Goma.[3]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντικατοπτρίζουν το ασφαλές της περιοχής. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 6/7/2024 έως 4/7/2025, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa συνολικά 84 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 235 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 13 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (19 θάνατοι), 18 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (203 θάνατος), 3 ήταν περιστατικά μαχών (13 θάνατοι), 50 ήταν διαμαρτυρίες ( κανένας θάνατος).[4] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2025, ο οποίος ανέρχετο σε 17.778.500 κάτοικοι[5], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ

 

Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).

 

Εφόσον από τις αντληθείσες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη νομολογία του ΔΕΕ.

 

Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως, η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του ίδιου Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

  

Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ

 

 



[1] Human Rights Watch, “World Report 2024 - Democratic Republic of Congo - Events of 2023”, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 15/7/2025).

[2]Ecoi.net, “The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2024”, 29/4/2025, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/document/2124713.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)

[3] RULAC The Rule of Law in Armed Conflict Project , Democratic Republic of Congo – map, last updated on 13/2/2023, https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)

[4]ACLED – Armed Conflict Location and Events Data, [εφαρμοζόμενες παράμετροι: “Battles/Violence against civilians/Protests/Riots/Explosions-Remote ViolencePast Year of ACLED DataAfricaDRC – Kinshasa], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)

[5] World Population Review, Cites: DR Congo: Kinshasa, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο