
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 1578/23
3 Σεπτεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
H.K.K.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
..................................................
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Γεωργία Καρατσιόλη για Χρύσα Ματθαίου, Δικηγόρος για τον αιτητή
Έλενα Ιωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση
[Παρούσα η κα Όλγα Γεωργιάδου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/4/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/04/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 21/04/2022, ο αιτητής παρέλαβε την Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 26/04/2023, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 28/04/2023, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αφού μελέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματός του. Στις 10/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης. Κατά συνέπεια οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέροει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης. Επιπρόσθετα, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, αναφέρει πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του διότι απειλήθηκε με θάνατο και ένιωθε ανασφαλής. Δήλωσε πως είναι οδηγός και ναρκώθηκε από κακούς ανθρώπους. Όπως ισχυρίστηκε, έκλεψαν το όχημα του αφεντικού του, διέφυγαν και το όχημα δεν εντοπίστηκε. Ο αιτητής ανέφερε στο αφεντικό του πως δεν ευθύνεται για το περιστατικό αλλά το αφεντικό του το θεωρούσε υπεύθυνο, τον απειλούσε καθημερινά και δεν ένιωθε ασφαλής στη χώρα του (ερυθρό 18 – σε μετάφραση – του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε πως τόσο τόπος γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής του είναι η κοινότητα Matadi στην πόλη Matadi, επαρχία Kongo Central όπου διέμενε με την οικογένεια του σε ένα ενοικιαζόμενο σπίτι (ερυθρό 23, 1X tου διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο αιτητής δήλωσε πως ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην κοινότητα Matadi, στην πόλη Matadi, επαρχία Kongo Central (ερυθρό 25, 6Χ του διοικητικού φακέλου) και αποφοίτησε το έτος 2012 (ερυθρό 25, 7Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως ο πατέρας του συνέδραμε οικονομικά στην κάλυψη των εξόδων για την εκπαίδευσή του και ότι ήταν κυβερνητικός υπάλληλος στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου. Πρόσθετα ανέφερε πως ο πατέρας του απεβίωσε το 2017 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (ερυθρό 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως ο αιτητής σε άλλο σημείο της συνέντευξής του ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το έτος 2012 (ερυθρό 25, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε, η μητέρα του και τα πέντε αδέλφια του βρίσκονται στην χώρα καταγωγής του και ζουν με την μητέρα του στην κοινότητα Matadi, στην πόλη Matadi, επαρχία Kongo Central σε ένα ενοικιαζόμενο σπίτι στο οποίο διέμενε και ο ίδιος όταν ζούσε στη χώρα του (ερυθρό 25, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως δεν έχει τέκνα (ερυθρό 25, 5Χ του διοικητικού φακέλου) και σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ, δήλωσε πως εργαζόταν στην «House Company» στην κοινότητα Matadi, της πόλης Matadi, στην επαρχία Kongo Central ,επισκεύαζε παράθυρα αλουμινίου και ξύλου για δύο έτη ενόσω βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του(ερυθρό 24, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά το ταξίδι του προς την Δημοκρατία, αξίζει να σημειωθεί ότι ο αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 19/02/2022 από το διεθνές αεροδρόμιο N'djili και μετέβη στην Τουρκία και ακολούθως εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές στις 20/02/2022 και στη συνέχεια, στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές στις 08/03/2022 (ερυθρό 23, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όπως ανέφερε, δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα κατά την έξοδο του από την χώρα καταγωγής του (ερυθρό 23, 4Χ, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα του για να αιτηθεί διεθνούς προστασίας. Όπως ανέφερε μία μέρα οδηγούσε το όχημα του εργοδότη του και κάποια άτομα τον προσέγγισαν ώστε να τους οδηγήσει σε ένα μέρος και όταν τους κάλεσε να εισέλθουν εντός του αυτοκινήτου, ξαφνικά έχασε τις αισθήσεις του. Την επόμενη ημέρα, ανέκτησε τις αισθήσεις του στο νοσοκομείο και τον ενημέρωσαν πως το αυτοκίνητο κλάπηκε και πως ο εργοδότης του τον θεώρησε υπεύθυνο για το περιστατικό. Ακολούθως, τον απείλησε να επιστρέψει το αυτοκίνητο και έτσι ο αιτητής δεν επέστρεψε στην εργασία του (για τα ανωτέρω βλ. ερυθρό 22, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει τον λόγο που οδηγούσε το αυτοκίνητο του εργοδότη του, ο αιτητής απάντησε πως ήταν οδηγός (ερυθρό 22, 6Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε στον αιτητή πως σε προγενέστερο χρόνο ο αιτητής είχε δηλώσει πως η μόνη εργασία που έκανε στη χώρα καταγωγής του ήταν να επισκευάζει παράθυρα και ο αιτητής απάντησε πως ήταν οδηγός και ότι ο εργοδότης του γνώριζε πως οδηγεί καλά και του ανέθεσε να πάει να αγοράσει τα εξαρτήματα για την επισκευή των παραθύρων, πράγμα το οποίο συνήθιζε (ερυθρό 22, 7Χ του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς εάν ο εργοδότης του είχε ως οδηγό κάποιο άλλο άτομο, ο αιτητής απάντησε αρνητικά και πως μόνο εκείνος ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου (ερυθρό 22, 8Χ του διοικητικού φακέλου).
Σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού για τον λόγο που ο αιτητής αποφάσισε να επιτρέψει την είσοδο σε αγνώστους στο αυτοκίνητο αφού το όχημα άνηκε στον εργοδότη του, ο αιτητής ανέφερε πως τα πρόσωπα αυτά ανέμεναν την δημόσια συγκοινωνία και του ζήτησαν να τους βοηθήσει και ο ίδιος όπως δήλωσε, δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο (ερυθρό 22, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως το όχημα κλάπηκε και ότι δεν ανέφερε το περιστατικό στην αστυνομία, χωρίς όμως να επεξηγεί για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του. Σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε πως θα απειληθεί από τον εργοδότη του (ερυθρό 21, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει εάν οι αρχές της χώρα καταγωγής του θα του επέτρεπαν την εκ νέου είσοδο στη χώρα, ο αιτητής απάντησε θετικά και δήλωσε πως δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του και πως διέφυγε της χώρας καταγωγής του μόνο λόγω των απειλών από τον εργοδότη του εξ αιτίας της κλοπής του αυτοκίνητου του (ερυθρό 21, 4Χ του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα του αιτητή, το προφίλ του και τη χώρα καταγωγής του, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός που δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσίας Ασύλου, αφορά το φόβο δίωξης από τον εργοδότη του εξαιτίας της κλοπής αυτοκινήτου που ήταν υπό την ιδιοκτησία του εργοδότη.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς, στερούνταν ευλογοφάνειας και αντικειμενικότητας ενώ παράλληλα παρατηρήθηκαν αντιφάσεις και ελλείψεις. Οι αντιφάσεις και οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού και μέσω λεπτομερούς καταγραφής καταλήγει ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την εταιρία «House Company» στην κοινότητα Matadi, της πόλης Matadi, στην επαρχία Kongo Central και έκρινε πως όσα ανέφερε ο αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη τους αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός δεν αποδέχτηκε τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό.
Υπό το φως των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής την κοινότητα Matadi, της πόλης Matadi, στην επαρχία Kongo Central, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στην χώρα καταγωγής, ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.
Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια των παραγράφων (α) και (β). Αξιολογώντας τις προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) του ίδιου άρθρου, ο αρμόδιος λειτουργός, παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, εκ της οποίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς, εισηγήθηκε πως το αίτημα του θα πρέπει να απορριφθεί. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης, εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, θα πρέπει να αναφέρω πως διαφαίνεται από το αφήγημα ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προβάλει τον ισχυρισμό του με συνέπεια και λεπτομέρεια, αφού δεν παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και λεπτομερή τα όσα αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του.
Ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τον κίνδυνο που διέτρεχε στη χώρα καταγωγής του. Επιπρόσθετα, οι ισχυρισμοί του αιτητή στερούνταν της απαιτούμενης επάρκειας λεπτομερειών, συνέπειας, και λογικής συνοχής ενώ σημειώθηκαν πολλές αντιφάσεις. Ειδικότερα, ο αιτητής ανέφερε στη συνέντευξή του πως εργαζόταν ως επιδιορθωτής παραθύρων, ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξής του δήλωσε πως εργαζόταν ως οδηγός και αυτός ήταν ο λόγος που οδηγούσε το εν λόγω αυτοκίνητο. Επιπλέον, ο αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση όταν ρωτήθηκε εάν ο εργοδότης του είχε προσλάβει κάποιο άτομο ως οδηγό και απάντησε πως μόνο εκείνος οδηγούσε το αυτοκίνητο και μόνο εκείνος εργαζόταν ως οδηγός και σε μεταγενέστερο χρόνο ο αιτητής επισήμανε πως δεν γνωρίζει πληροφορίες σχετικά με το αυτοκίνητο, το οδηγούσε μόνο όταν υπήρχε ανάγκη και το είχε οδηγήσει λίγες φορές καθώς ο εργοδότης του είχε προσλάβει κάποιο άλλο άτομο για το σκοπό αυτό.
Από το αφήγημά του διαπιστώνεται πως οι πληροφορίες που έδωσε ο αιτητής σε σχέση με την εταιρεία που εργαζόταν αλλά και σε σχέση με τον εργοδότη του ήταν ελλιπής . Ο αιτητής αρχικά ανέφερε πως ο εργοδότης του τον κατηγόρησε για την κλοπή του αυτοκινήτου του και τον απείλησε και σε μεταγενέστερο χρόνο δήλωσε πως από κοινού με τον εργοδότη του προσπάθησαν να εντοπίσουν το αυτοκίνητο, ισχυρισμοί οι οποίοι στερούνται της απαιτούμενης λογικής συνοχής και είναι αντιφατικοί. Ο αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση όταν ανέφερε πως ο εργοδότης του τηλεφωνούσε συνεχώς απαιτώντας το αυτοκίνητο του και σε μεταγενέστερο χρόνο δήλωσε πως του τηλεφώνησε δύο φορές επειδή θεωρούσε πως ήταν υπεύθυνος για την κλοπή. Ο αιτητής δεν παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία αναφορικά με το περιστατικό και δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για την κλοπή του αυτοκινήτου, ενώ θα αναμενόταν ο αιτητής, ως άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο, να προσεγγίσει τις αρχές της χώρας καταγωγής του προς αναζήτηση προστασίας αλλά και για τον εντοπισμό του κλοπιμαίου αυτοκινήτου (για τα ανωτέρω βλ. ερυθρό 144, 143 του διοικητικού φακέλου).
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή, διαφαίνεται πως τα ζητήματα που θέτει είναι εντελώς προσωπικής φύσεως και δεν δύναται να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που αφορούν τη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, με δεδομένο ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον δεύτερο ισχυρισμό εφόσον προέβη σε αοριστίες και γενικολογίες κατά το αφήγημά του, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης στο σύνολό της, κρίνω ότι δεν υπάρχει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατά συνέπεια, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu».[1] Επιπρόσθετα, Έκθεση (2024) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Λ.Δ.Κ. αναφέρει ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στα ανατολικά συνεχίστηκαν, με τις κυβερνητικές δυνάμεις να μάχονται εναντίον ένοπλων ομάδων∙ ενώ η διακοινοτική βία επεκτάθηκε και στις επαρχίες Kasai, Kwango, Kwilu, Mai-Ndombe και Tshopo, και οδήγησε σε περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[2] Ωστόσο, ως διαφαίνεται από τις ανωτέρω πληροφορίες, στην πόλη Matadi δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και η κατάσταση ασφαλείας παρουσιάζεται σταθερή.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην περιφέρεια Kongo Central όπου βρίσκεται η πόλη Matadi, συνήθης τόπος διαμονής του αιτητή, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 22/08/2025), καταγράφηκαν 15 περιστατικά πολιτικής βίας[3] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 20 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[4] Ειδικότερα, στην πόλη Matadi την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καταγράφηκαν 4 περιστατικά πολιτικής βίας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.[5] Σημειώνεται ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Matadi εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 465,791 (2025) κατοίκους.[6]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και των εξουσιών του αρμόδιου οργάνου.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Τελευταία Ενημέρωση: 13 Απριλίου 2021, https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th
[2] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/
[3] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).
[4] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic of Congo/DRC, Kongo Central, Matadi)
[5] Ibid
[6] World Population Review, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/matadi
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο