J. K. L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1618/2024, 26/9/2025
print
Τίτλος:
J. K. L. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1618/2024, 26/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 1618/2024

 

26 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 J. K. L.

Αιτητής

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

 

 

Ο αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

 

Θεοφανώ Βασιλάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρών ο κος Tshintu Tshiabo για πιστή μετάφραση από Lingala σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/03/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: «Λ.Δ.Κ.») και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 10/05/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Αυθημερόν παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).

 

Στις 10/01/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for AsylumE.U.A.A.). Ο αρμόδιος λειτουργός του E.U.A.A.  ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 05/03/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στις 16/03/2024, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.  Στις 30/04/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν.  Στις 09/05/2024 ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την προαναφερόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. 

 

Ο αιτητής με το έντυπο της προσφυγής του προέβαλε ότι ενίσταται κατά της αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου λόγω του ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του διότι η ζωή του κινδυνεύει. Περαιτέρω, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης πρόβαλε πραγματικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι δεν έχει κανέναν πλέον στην χώρα καταγωγής του και πως τα άτομα που σκότωσαν τον πατέρα του, στην συνέχεια έκαψαν το σπίτι του, τον βασάνισαν και τον τραυμάτισαν, υποβάλλοντας τον σε μεταχείριση, την οποία χαρακτήρισε ως «απάνθρωπη». Επιπλέον, δήλωσε ότι το άτομο που τον βοήθησε να ταξιδέψει προς την Δημοκρατία, κατάφερε να μεταφέρει την οικογένειά του στην Αγγλία, έτσι, αν επιστρέψει, προέβαλε ότι θα είναι άστεγος και δεν θα έχει οποιοδήποτε άτομο να τον βοηθήσει. Μάλιστα, χαρακτήρισε το ενδεχόμενο επιστροφής του ως «πράξη αυτοκτονίας» και προσέθεσε ότι ακόμα δεν έχει ξεπεράσει τα όσα του συνέβησαν, οι εικόνες των οποίων έρχονται συνέχεια στο μυαλό του. Υποστήριξε ότι θα προτιμούσε να μεταβεί στην Αγγλία, διότι αν επιστρέψει στο Κονγκό θα συνεχίσει να υφίσταται πράξεις δίωξης. Τέλος, ανέφερε πως σήμερα έχει και ένα παιδί, του οποίου θέλει μόνο την ευτυχία. Ενόψει των ανωτέρω, θεωρεί πως η απόφαση ήταν άδικη, διότι λήφθηκε όχι βάσει των ισχυρισμών του και των όσων βίωσε, αλλά βάσει της εντύπωσης που είχε ο λειτουργός για τους αιτητές που κατάγονται από το Κονγκό.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής στα πλαίσια της Γραπτής του Αγόρευσης δεν προωθεί οποιοδήποτε νομικό ισχυρισμό. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Ο αιτητής στην αίτησή του κληθείς να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να ζητήσει διεθνή προστασία στην Δημοκρατία, προέβαλε ότι μόλις έφυγε από το ορφανοτροφείο, ήταν άστεγος και κοιμόταν στους δρόμους (ερυθρά 1 και 7, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής επιβεβαίωσε πως έχει καταγωγή από την ΛΔΚ, προερχόμενος από την πόλη Κινσάσα, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, δήλωσε πως είναι χριστιανός καθολικός και ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Luba (ερυθρό 40, του διοικητικού φακέλου).  Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος αλλά πατέρας ενός παιδιού, το οποίο απέκτησε με Κονγκολέζα υπήκοο κατά την παραμονή του στην Δημοκρατία. Όπως ανέφερε, οι γονείς του έχουν αποβιώσει και έχει δύο αδερφές, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Αγγλία. Δεν έχει άλλα αδέρφια ούτε συγγενείς στην χώρα καταγωγής του (ερυθρό 38 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, όσον αφορά στο εκπαιδευτικό και εργασιακό του υπόβαθρο, ανέφερε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του, ωστόσο δεν έχει καθόλου εργασιακή εμπειρία (ερυθρό 39 του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης πρόβαλε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ΛΔΚ λόγω των σοβαρών απειλών που δεχόταν κατά της ζωής του, που σχετίζονται με την πολιτική δράση της μεγάλης του αδελφής. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η αδελφή του εργαζόταν ως γραμματέας ενός πολιτικού προσώπου, γεγονός που την έθεσε σε κίνδυνο, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να διαφύγει. Ο αιτητής διέμενε μαζί της εκείνη την περίοδο, και μετά τη φυγή της, άρχισαν να δέχονται απειλές. Ο αιτητής ανέφερε πως μια ημέρα άγνωστα άτομα εισέβαλαν στο σπίτι τους, τον χτύπησαν και τον τραυμάτισαν με μαχαίρι. Στη συνέχεια, μαζί με την άλλη μεγάλη αδελφή του, αναγκάστηκαν να διαφύγουν. Παρ’ όλα αυτά, οι απειλές συνεχίστηκαν και όπως δήλωσε, κάποια στιγμή οι ίδιοι οι πολιτικοί έβαλαν φωτιά στο σπίτι του, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να ζήσει στον δρόμο.

 

Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω των τραυμάτων του και παρέμεινε εκεί για δύο εβδομάδες. Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, εγκατέλειψε την περιοχή Ngiri-Ngiri και μετέβη στην περιοχή Gambela, όπου κοιμόταν σε μια υπαίθρια αγορά.  Όπως ανέφερε, εκεί έλαβε χώρα ένα νέο περιστατικό. Εντοπίστηκε από τους διώκτες, οι οποίοι τον αναγνώρισαν ως «τον αδελφό της Nadin», τον ξυλοκόπησαν και τον ανάγκασαν να διαφύγει εκ νέου. Ο αιτητής είπε ότι περπατούσε κουτσαίνοντας και τελικά κατέφυγε στο σπίτι ενός φίλου της αδελφής του. Ο φίλος αυτός, βλέποντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφάσισε να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα και να ζητήσει διεθνή προστασία στην Κύπρο  (ερυθρό 36 του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν ρωτήθηκε αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνή προστασία, απάντησε αρνητικά. Τέλος, κληθείς να αναφέρει τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ, απάντησε ότι δεν έχει ούτε σπίτι ούτε οικογένεια (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου).

  

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Ο αιτητής δεν γνώριζε το όνομα του πολιτικού για τον οποίον εργαζόταν η αδερφή του, αλλά και καμία άλλη πληροφορία γι’ αυτόν, ούτε πως πήρε την εν λόγω εργασία η αδερφή του ή τι διαδικασία ακολούθησε, ούτε για ποιον λόγο στοχοποιήθηκε η ίδια και κατ’ επέκταση και αυτός (ερυθρό 35, του διοικητικού φακέλου). Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις, το μόνο που ανέφερε ο αιτητής ήταν ότι διώκεται επειδή η αδερφή του ήταν γραμματέας ενός πολιτικού προσώπου.

 

Κληθείς να περιγράψει την επίθεση που δέχτηκε στο σπίτι του, ανέφερε ότι άγνωστα άτομα έσπασαν την πόρτα, τους χτύπησαν με ρόπαλα, τον κάρφωσαν με μαχαίρι στον ώμο και τον απείλησαν λέγοντάς του «αφού η αδερφή σου έφυγε, θα σκοτώσουμε εσένα». Ωστόσο, εκείνος κατάφερε να διαφύγει πηδώντας από το παράθυρο. Κατόπιν, οι δράστες έβαλαν φωτιά στην οικία του και την κατέστρεψαν ολοσχερώς. Ο αιτητής δήλωσε πως δεν γνωρίζει την ταυτότητα αυτών των ατόμων και όταν ρωτήθηκε πως γνώριζε ότι του έκαψαν την οικία, εφόσον είχε τρέξει για να σωθεί, απάντησε πως την επόμενη ημέρα ακούστηκαν φήμες ότι ένα σπίτι πήρε φωτιά και υπέθεσε πως ήταν το δικό του (ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, αναφορικά με την νοσηλεία του στο νοσοκομείο, ανέφερε επρόκειτο για μια μικρή κλινική, στην οποία δεν χορηγούν πιστοποιητικό νοσηλείας, και ο γιατρός του συνέστησε να πάει σε νοσοκομείο, ωστόσο δεν πήγε γιατί δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει.  Ο αιτητής ανέφερε πως εντόπισε την εν λόγω κλινική, επειδή τον βοήθησαν κάποια άτομα, χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις στις ερωτήσεις που του τέθηκαν (ερυθρό 33 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με το δεύτερο περιστατικό, ο αιτητής δήλωσε πως κατά τις 5 το απόγευμα, ενώ βρισκόταν στην αγορά Gambela και είχε αποκοιμηθεί επειδή δεν αισθανόταν καλά, άκουσε κάποιον να φωνάζει: «αυτός είναι ο μικρός αδελφός της». Τότε ένα άτομο έβγαλε ένα ρόπαλο και άρχισε να τον χτυπά, φωνάζοντας «πιάστε τον, τον κλέφτη». Στη συνέχεια, ο αιτητής έφυγε από την αγορά και συνάντησε έναν άνδρα, του εξήγησε ότι τον είχαν χτυπήσει πολιτικοί επειδή είναι αδελφός της γραμματέας ενός πολιτικού και ο άνδρας του έδωσε το τηλέφωνό του για να καλέσει την αδελφή του και να της αναφέρει τι είχε συμβεί (ερυθρό 32 του διοικητικού φακέλου).  Ερωτηθείς αν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για να ζητήσει προστασία, απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος ότι διώκεται από άτομα της Κυβέρνησης της χώρας και φοβήθηκε ότι οι αρχές θα τον παραδώσουν σε αυτούς (ερυθρό 33 του διοικητικού φακέλου). 

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, την χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή και (2) Ο ισχυρισμός ότι στοχοποιήθηκε, του επιτέθηκαν και του έκαψαν το σπίτι εξαιτίας της πολιτικής δραστηριότητας της αδερφής του η οποία ήταν γραμματέας ενός πολιτικού.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Αντιθέτως, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής λόγω έλλειψης τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας.  

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν συγκεκριμένες και στερούνταν λεπτομερειών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι δεν μπόρεσε να παρέχει λεπτομέρειες για ζητήματα όπως ποια ήταν η πολιτική δραστηριότητα της μεγάλης αδελφής του, πως απέκτησε τη θέση της ως γραμματέα ενός πολιτικού, ποιος συγκεκριμένα την στοχοποίησε και για ποιους λόγους βρέθηκε στο στόχαστρο. Ομοίως, όσον αφορά και στην δική του στοχοποίηση, δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τον λόγο, τις περιστάσεις και τους δράστες των επιθέσεων εναντίον του καθώς και το χρονικό σημείο των επιθέσεων. 

 

Aναλυτικά, όταν ζητήθηκε από τον αιτητή να παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη δραστηριότητα της μεγάλης αδελφής του ως γραμματέα ενός πολιτικού, δήλωσε αόριστα και χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες ότι δεν γνωρίζει για τη ζωή και το έργο της αδελφής του (ερυθρό 35, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν ζητήθηκε από τον αιτητή να εξηγήσει πώς η μεγάλη αδελφή του πήρε αυτή την εργασία και ποια διαδικασία ακολούθησε, δήλωσε πως δεν γνωρίζει. Επιπλέον, παρότι κλήθηκε επανειλημμένα να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον φερόμενο πολιτικό για τον οποίο εργαζόταν η αδερφή του, δήλωσε αόριστα και χωρίς λεπτομέρειες ότι γνώριζε μόνο ότι η μεγάλη του αδερφή ήταν γραμματέας ενός πολιτικού, αδυνατώντας να προσδιορίσει την ταυτότητά του (ερυθρό 35, 2Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Επιπλέον, όταν κλήθηκε να διευκρινίσει ποιος είχε στοχοποιήσει τη μεγάλη του αδερφή και γιατί την καταζητούσαν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, δήλωσε με αόριστο τρόπο πως επειδή επρόκειτο για την ιδιωτική ζωή της αδερφής του, δεν γνωρίζει περισσότερα γι' αυτό (ερυθρό 35, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, κλήθηκε να εξηγήσει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους έγινε προσωπικά στόχος και από ποιον ακριβώς έγινε στόχος, αλλά δεν έδωσε σαφείς εξηγήσεις και επανέλαβε με γενικό τρόπο τη θέση του ότι η αδερφή του ήταν γραμματέας ενός πολιτικού και επειδή η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα, επιθυμούσαν να τον σκοτώσουν (ερυθρό 34, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Όπως υποστηρίζουν οι καθ’ ων η αίτηση αναμενόταν ότι ο αιτητής θα παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον ισχυρισμό του, αλλά δεν έδωσε εξατομικευμένες λεπτομέρειες σε κανένα στάδιο της αφήγησής του. Επομένως, εκτιμάται ότι ο παραπάνω ισχυρισμός προβλήθηκε αόριστα και δεν είχε επαρκείς λεπτομέρειες και εξειδίκευση.

 

Ακολούθως,  ο αιτητής κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις αναφορικά με τις συνθήκες της εισβολής στο σπίτι του και να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τους δράστες της φερόμενης επίθεσης, αλλά δήλωσε αόριστα, χωρίς καμία διευκρίνιση, ότι ήταν απλώς πολλοί άνθρωποι (ερυθρό 34, 1Χ του διοικητικού φακέλου), επαναλαμβάνοντας αόριστα την ίδια θέση ότι δηλαδή τον απειλούσαν επειδή η μεγάλη του αδερφή ήταν γραμματέας ενός πολιτικού (ερυθρό 34, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ομοίως, οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν ότι όταν κλήθηκε να εξηγήσει τις συνθήκες γύρω από τον εμπρησμό της οικίας του, δήλωσε αόριστα και χωρίς καμία διευκρίνιση ότι δεν ήταν παρών εκείνη τη στιγμή και ότι έλαβε γνώση του συμβάντος από τις φήμες (ερυθρό 34, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Για τους λόγους αυτούς, οι καθ’ ων η αίτηση εκτιμούν ότι ο παραπάνω ισχυρισμός παρουσιάστηκε με αοριστία εφόσον το αφήγημά του στερούνταν λεπτομέρειας και εξειδίκευσης.

 

Περαιτέρω, όταν κλήθηκε να περιγράψει το περιστατικό της επίθεσης εις βάρος του στην αγορά, ο αιτητής έδωσε αόριστες απαντήσεις, αναφέροντας απλώς ότι ενώ κοιμόταν, άκουσε κάποιον να λέει «αυτός είναι ο μικρός αδελφός της Nadin» και ότι δέχθηκε επίθεση, συνοδευόμενη από τις φωνές «πιάστε τον, τον κλέφτη» (ερυθρό 32, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, όταν ρωτήθηκε για την ταυτότητα των δραστών, απάντησε γενικά ότι «ήδη τον γνώριζαν», χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις. Στην ερώτηση πώς τον αναγνώρισαν ως αδελφό της Nadin, επανέλαβε αόριστα ότι είναι ο αδελφός της, χωρίς να προσφέρει συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τρόπο της αναγνώρισής του(ερυθρό 32, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις σχετικά με την κατά προσέγγιση ημερομηνία του περιστατικού, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν τη θυμάται, χωρίς να προσδιορίσει χρονικά το περιστατικό (ερυθρό 32, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου, το αφήγημά του κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ως αποσπασματική, γενική και χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες ως προς τις συνθήκες και τους δράστες της φερόμενης επίθεσης.

 

Τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν την αναντιστοιχία των δηλώσεων του αιτητή με όσα κατέθεσε στο στάδιο υποβολής της αίτησής του. Συγκεκριμένα, κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, είχε δηλώσει ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή ήταν ορφανός και άστεγος, χωρίς να αναφερθεί σε απειλές που συνδέονται με την πολιτική δραστηριότητα της αδελφής του. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει αυτή την αντίφαση, ανέφερε γενικά και χωρίς σαφήνεια ότι έγραψε πως «κοιμόταν στον δρόμο και ότι δεν μπορεί να γράψει στα γαλλικά», αδυνατώντας να προβεί σε περαιτέρω εξηγήσεις (ερυθρό 32, 2Χ του διοικητικού φακέλου).  Υπό το φως των ανωτέρω, οι καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν πως η εσωτερική αξιοπιστία του αιτητή δεν θεμελιώθηκε.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, δεν βρέθηκαν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του για το περιστατικό, ούτε προσκομίστηκαν υποστηρικτικά έγγραφα. Για τους λόγους αυτούς και δεδομένης της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτό από την Υπηρεσία Ασύλου στο σύνολό του.

 

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την πόλη Kinshasha της Λ.Δ.Κ.,  ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.  Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasha στην Λ.Δ.Κ., ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, εφόσον στην Kinshasa δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα του γιατί δεν έχει κάποιο δικό του πρόσωπο και ανέφερε πως σε περίπτωση επιστροφής του η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο.  Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον ίδιο τον αιτητή αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.  Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ, εφόσον ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται από τον αιτητή.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή, διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες και στερούμενες ουσιαστικών λεπτομερειών. Ο αιτητής δεν κατόρθωσε να παράσχει σαφείς και συγκεκριμένες εξηγήσεις αναφορικά με την πολιτική δραστηριότητα της αδελφής του, με το πρόσωπο του πολιτικού για τον οποίο εκείνη εργαζόταν, ούτε με τους λόγους για τους οποίους στοχοποιήθηκε η ίδια και κατ’ επέκταση και ο ίδιος ο αιτητής. Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά τη συνέντευξη, οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικόλογες, επαναλαμβανόμενες και χωρίς καμία ουσιαστική εξειδίκευση. Δεν κατέστη δυνατό από τα λεγόμενά του να προσδιοριστούν οι δράστες των επιθέσεων, ο χρόνος τέλεσής τους ή ο τρόπος με τον οποίο ο αιτητής αναγνωρίσθηκε ως συγγενής της αδελφής του.

 

Περαιτέρω, διαπιστώνω ασυνέπεια μεταξύ των όσων υποστήριξε στη συνέντευξη και όσων ανέπτυξε μεταγενέστερα στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του. Στην τελευταία, ο αιτητής προέβαλε επιχειρήματα διαφορετικού περιεχομένου, αποφεύγοντας να αναφερθεί στον πυρήνα των ισχυρισμών του, γεγονός που εντείνει την αμφιβολία ως προς την εσωτερική συνοχή και ειλικρίνεια της αφήγησης. Ενόψει τούτων, καταλήγω ότι η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν τεκμηριώνεται.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του θα πρέπει να αναφερθεί πως ο αιτητής δεν αναφέρει οτιδήποτε συγκεκριμένο για να υπάρχει η δυνατότητα να διασταυρωθεί από πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του.  Επιπρόσθετα δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε στοιχεία που να πιστοποιούν την πολιτική δραστηριότητα της αδελφής του, ούτε αναφορές από αρχές ή άλλα επίσημα στοιχεία που να αποδεικνύουν τις φερόμενες επιθέσεις. Ομοίως, δεν αναφέρθηκε σε γεγονότα ή πρόσωπα που θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν από πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατή η διενέργεια περαιτέρω έρευνας ούτε η τεκμηριωμένη επαλήθευση των ισχυρισμών του αιτητή.  Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη τόσο εσωτερικής συνοχής, όσο και εξωτερικών αποδεικτικών στοιχείων, ο δεύτερος ισχυρισμός κρίνεται ανεπαρκώς θεμελιωμένος, αναξιόπιστος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. O αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να προσκομίσει με το ορθό δικονομικό διάβημα οτιδήποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο πράγμα που δεν έπραξε.  Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.  Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών). 

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000). Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Η μελέτη των στοιχείων του διοικητικού φακέλου δεν στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Υπό το φως των εν λόγω δεδομένων στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θα διεξάγω έρευνα σε πηγές πληροφόρησης, για σκοπούς πληρότητας σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας  στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, όπου αναμένεται ότι θα επιστρέψει.

 

Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων»[1]To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια όπου αναμένεται ο αιτητής να επιστρέψει[2]. Έκθεση του Amnesty International η οποία καλύπτει το έτος 2023 επιβεβαιώνει πως δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu[3]. Στο ίδιο πλαίσιο και έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του Ιουνίου 2024 αναφέρει πως η κατάσταση ασφαλείας και η ανθρωπιστική κατάσταση στο ανατολικό Κονγκό συνέχισε να χειροτερεύει.

 

Αναφορικά με την Κινσάσα, πρόσφατη έκθεση της Cedoca εστιασμένη στην κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ, καταγράφει πως κατά το έτος  2024 αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας, όπως διαδηλώσεις, μια απόπειρα πραξικοπήματος, απόδραση από τις φυλακές Makala, καθώς και ορισμένα επεισόδια στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku, εξαιτίας της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe [.]. Από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από τις διαδηλώσεις προς τις δυτικές πρεσβείες, δεν έχουν αναφερθεί περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα[4]. Στις 29 Ιανουαρίου 2025, αγανακτισμένοι διαδηλωτές βανδάλισαν δυτικές πρεσβείες διαμαρτυρόμενοι για την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην διαμάχη που μαίνεται στην Goma[5].

 

Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, η οποία καλύπτει το έτος 2024, αναφέρει ότι «η ένοπλη σύγκρουση στα ανατολικά συνεχίστηκε καθώς οι πολιτικές διαδικασίες είχαν σταματήσει. Σε εθνικό επίπεδο, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις —μεταξύ άλλων και στην πρωτεύουσα Κινσάσα— σχετικά με τη σύγκρουση ανάμεσα στο Κίνημα της 23ης Μαρτίου (M23), ένοπλη οργάνωση που φέρεται να υποστηρίζεται από τη Ρουάντα και τις κυβερνητικές δυνάμεις της ΛΔΚ και τους συμμάχους τους. Οι διαδηλώσεις είχαν επίσης στόχο τη φερόμενη υποστήριξη από δυτικές χώρες, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Η διακοινοτική βία επεκτάθηκε στις επαρχίες Κασάι, Κουάνγκο, Κουίλου, Μάι-Ντόμπε και Τσόπο, προκαλώντας περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων».[6]

 

Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης 01/09/2025) σημειώθηκαν στην επαρχία Kinshasa συνολικά 134 περιστατικά ασφαλείας (διαδηλώσεις, πολιτική βία, τρομοκρατική δραστηριότητα, ανταρσία, καταστολή, βιαιότητες, εμπλοκή ξένων δυνάμεων) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 35 απώλειες.[7] O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[8].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, ενήλικος, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας.  Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

  

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα. 

 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία και ορθώς το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί. Οι Καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η προσφυγή του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €600 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή. 

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo,  Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord

[2] International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo

[3] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html 

[4] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Republique Democratique du Congo; Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_0.pdf σελ.2

[5] Aljazeera, Tyres burned, embassies attacked in DR Congo's Kinshasa protests, 29/01/2025, https://www.aljazeera.com/gallery/2025/1/29/tyres-burned-embassies-attacked-in-dr-congos-kinshasa-protests

[6] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2024, 29 April 2025 https://www.ecoi.net/en/document/2124713.html

[7] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Democratic Republic of Congo, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε: https://acleddata.com/platform/explorer


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο