Μ. Β. Ο. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 1855/23, 2/9/2025
print
Τίτλος:
Μ. Β. Ο. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 1855/23, 2/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 1855/23 

 

02 Σεπτεμβρίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

Μ. Β. Ο.

Αιτήτρια 

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

 

Α.Δημητρίου (κος) για κ. Μ. Χατζηδάκη, Δικηγόρος για την Αιτήτρια 

Ι. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 29/05/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Παράλληλα καλεί το Δικαστήριο όπως εκχωρήσει στην Αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας (αιτούμενη θεραπεία Β. Εναλλακτικά, με το αιτητικό Γ, αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να αναγνωρίζεται η ύπαρξη κινδύνου στη χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου να προστατεύεται από την επαναπροώθησή της.

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

                   

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη Νιγηριανή υπήκοος η οποία κατά δήλωσή της εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 14/02/2020 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 24/02/2020 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 25/01/2022 η Αιτήτρια κλήθηκε σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ωστόσο η μη παρουσία της κατά την προγραμματισμένη συνέντευξη, στις 24/02/2020 οδήγησε σε απόφαση τερματισμού της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενόψει σιωπηρής απόσυρσης εκ μέρους της Αιτήτριας. Στις 29/04/2022 απεστάλη προς την Αιτήτρια σχετική επιστολή ενημέρωσης της ανωτέρω απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, με την Αιτήτρια να υποβάλλει στις 27/05/2022 αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της, το οποίο εγκρίθηκε και προγραμματίστηκε εκ νέου συνέντευξη της.

 

Στις 24/01/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 28/02/2023 αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος. Την 07/03/2023, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας, αποφασίζοντας παράλληλα την επιστροφή της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 29/05/2023, παραλήφθηκε δια χειρός από την Αιτήτρια στις 02/06/2023, θέτοντας την υπογραφή της αφού προηγουμένως της επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της σε γλώσσα που κατανοεί πλήρως.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας σωρεία νομικών ισχυρισμών.

 

Ωστόσο με την γραπτή αγόρευσή του ο συνήγορος για την Αιτήτρια προωθεί ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας. Αποτελεί θέση του ότι λανθασμένα οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια ήταν αναξιόπιστη ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της. Με την επιφύλαξη της εν λόγω θέσης, ισχυρίζεται πως ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί αναξιόπιστη, προκύπτει από την αποδοχή του δεύτερου ισχυρισμού, ήτοι αυτόν που αφορά στην σεξουαλική κακοποίηση ενόσω ήταν ανήλικη[1], ότι η Αιτήτρια υπέστη παρελθούσα δίωξη και υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η δίωξη θα επαναληφθεί δεδομένης της ατιμωρησίας σε σχέση με υποθέσεις σεξουαλικών κακοποιήσεων και παρενοχλήσεων στη Νιγηρία. Η σεξουαλική παρενόχληση και επίθεση, αποτελεί μάλιστα πράξη που παραβιάζει το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).  Συνεπώς, τα όσα υπέστη η Αιτήτρια ενεργοποιεί την υποχρέωση του κράτους για δέουσα έρευνα, καθ’ ότι σε περίπτωση επιστροφής της πρόκειται να υποστεί βασανιστήρια και κακομεταχείριση. Κατά τον συνήγορο της Αιτήτριας, οι Καθ’ων η αίτηση όφειλαν επίσης να συνυπολογίσουν τον παράγοντα φύλου, ο οποίος δύναται να εμπίπτει στον ορισμό της «ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου». Καταληκτικά, η Αιτήτρια ως θύμα σεξουαλικής κακομεταχείρισης, αντιμετωπίζει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δύναται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας..

Από την πλευρά τους οι Καθ’ων η αίτηση, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Με αναφορά στην έκθεση – εισήγηση, υποστηρίζουν ότι η απόφαση λήφθηκε ορθώς και νομίμως, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος, και ως εκ τούτου καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τις διευκρινήσεις ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια, εμμένει και προωθεί μόνο τη θέση του περί μη δέουσας έρευνας.

 

Έχω ακούσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και δεδομένου ότι το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τις θέσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας.

 

Στην αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της μετά από ανελέητους πυροβολισμούς από άγνωστα άτομα που έλαβαν χώρα στην κοινότητά της. Δηλώνει περαιτέρω ότι διέφυγε μαζί με άλλα πρόσωπα προς άγνωστο μέρος, όπου κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια εισόδου για να εισέλθει στην Κύπρο. Με την άφιξη της, ισχυρίζεται πως διαπίστωσε πως δεν αφίχθη στον επιθυμητό προορισμό που ήταν οι ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.

 

Στα πλαίσια της συνέντευξης με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε υπήκοος Νιγηρίας, με τόπο καταγωγής το Oyorokoto, ωστόσο, μεγάλωσε στην περιοχή Igbokoda, στην πολιτεία Ondo. Σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε με τον θείο της στο Port Harcourt, όπου διέμενε μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα. Ως προς την οικογένεια της, δήλωσε ότι οι γονείς της βρίσκονται σήμερα στο Oyorokoto και έχει ακόμα έξι αδέλφια, τα οποία διαμένουν στο Lagos με την γιαγιά τους. Ισχυρίστηκε ότι έχει επικοινωνία μόνο με τα αδέλφια της, καθότι η επαφή με τους γονείς της διεκόπη λόγω της απραξίας τους να επέμβουν όταν τους είχε ενημερώσει ότι τύγχανε παρενόχλησης κατά την εργασία της στο νυχτερινό κέντρο που άνηκε στον θείο της. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κατά δήλωσή της από 15 μέχρι 17 ετών εργαζόταν ως καθαρίστρια στο νυχτερινό κέντρο του θείου της και για λόγους μήνες πριν την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της ως κομμώτρια.

 

Αναφορικά με το ταξίδι της από τη Νιγηρία στη Κύπρο, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τον αδελφό της, ισχυρίστηκε ότι ταξίδεψε μόνη της, με διαβατήριο και κατέφθασε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια ανέφερε κατά την ελεύθερη αφήγησή της ότι σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό της, στον θείο της στην περιοχή Port Harcourt, όπου τέθηκε υπό την φύλαξη και προστασία του. Όταν εκείνη ήταν 15 ετών μαζί με τον αδελφό της άρχισαν να δουλεύουν στο νυχτερινό κέντρο του θείου της, όπου τύγχανε παρενόχλησης από τους πελάτες του κέντρου, υπό την μορφή απρεπούς συμπεριφοράς με αγγίγματα από αυτούς. Η Αιτήτρια είχε ενημερώσει τον θείο της για όσα συνέβαιναν, ωστόσο, αυτός της ανέφερε απλώς ότι οι πελάτες έχουν πάντα δίκαιο. Παράλληλα, είχε ενημερώσει και τους γονείς της, εντούτοις οι τελευταίοι της ανέφεραν ότι έπρεπε να παραμείνει με τον θείο της επειδή αυτός εξασφάλιζε την οικονομική διαβίωση της ίδιας και του αδελφού της. Ισχυρίστηκε επί τούτου πως δεν μπορούσε να επιστρέψει στους γονείς της επειδή στην περιοχή που έμεναν υπήρχαν συχνές επιθέσεις από πειρατές και ληστές. Κατά τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ο θείος της είχε υποσχεθεί στη μητέρα της ότι όταν ενηλικιωθεί, δηλαδή στα 18 της, θα της εξασφάλιζε θεώρηση για να εγκαταλείψει τη Νιγηρία με σκοπό τη συνέχιση των σπουδών της στο εξωτερικό , εξού και παρέμεινε μαζί του. Δήλωσε παράλληλα ότι ο αδελφός της προσπαθούσε να την υπερασπιστεί, πλην όμως κατέληγε να τιμωρείται ο ίδιος. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι ο θείος της πλήρωνε μόνο τον αδελφό της για την εργασία του αλλά όχι την ίδια.

 

Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο αδελφός της είχε ακούσει κρυφά τον θείο της να συνομιλεί με κάποιον στο τηλέφωνο αναφέροντας του ότι προόριζε να την εξωθήσει στην πορνεία, όταν αυτή ενηλικιωθεί. Όταν η Αιτήτρια αποτάθηκε στους γονείς της για βοήθεια, αυτοί επέμεναν ότι πρέπει να μείνει μαζί με τον θείο της, εξού και ο αδερφός της σταμάτησε τις σπουδές του ούτως ώστε να μπορέσει να βοηθήσει την Αιτήτρια να εξασφαλίσει την έξοδο της από την χώρα. Παρά το γεγονός ότι ο αδελφός της εγκατέλειψε το σπίτι του θείου τους, η Αιτήτρια παρέμεινε εκεί καθ’ ότι, ως η ίδια ανέφερε, ο αδελφός της δεν θα μπορούσε να πληρώνει ενοίκιο για την ίδια και στο διαμέρισμα θα έμεναν μόνο άνδρες. Ο αδελφός της κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για να εξασφαλίσει θεώρηση εισόδου και θέση σε πανεπιστήμιο στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, μέσω ενός πράκτορα. Ωστόσο, όταν η Αιτήτρια κατέφθασε στη Κύπρο αντιλήφθηκε ότι εξαπατήθηκε από τον πράκτορα, καθ’ ότι από την άφιξη της εκεί δεν είχε άλλη επικοινωνία μαζί του. Εν τέλει, κατάφερε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας.

 

Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη Νιγηρία επειδή δεν έχει κάποιον άλλον να την στηρίξει, πέραν από τον αδελφό της. Κληθείσα να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της απάντησε ότι ίσως οι γονείς της την αποκληρώσουν και ο θείος της την φυλακίσει με την κατηγορία της κλοπής.

 

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια κλήθηκε να διευκρινίσει το γεγονός ότι δεν ανέφερε καθόλου κατά την ελεύθερη αφήγηση όσα είχε καταγράψει στην αίτηση διεθνούς προστασίας της. Ισχυρίστηκε ότι όταν είχε πάει επίσκεψη στη μητέρα της στο Oyorokoto, στις 28/08/2016, άγνωστοι, ένοπλοι ληστές είχαν εισβάλει στο χωριό απαιτώντας χρήματα και εξοπλισμό για ψάρεμα. Στη συνέχεια, πυροβόλησαν τρία άτομα οι δε υπόλοιποι έτρεξαν να κρυφτούν και κατά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι περιουσίες των υπολοίπων είχαν καταληφθεί από τους ληστές. Ερωτηθείσα ξανά για ποιο λόγο δεν ανέφερε οτιδήποτε από τα ανωτέρω, ισχυρίστηκε ότι όταν έφτασε στη Κύπρο αυτό μόνο μπορούσε να σκεφτεί.

 

Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτημάτων, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στο χαρακτήρα του θείου της και τις συνθήκες διαβίωσης μαζί του αλλά και τις συνθήκες εργασίας της στο νυκτερινό κέντρο. Κλήθηκε επίσης να διευκρινίσει τα όσα δήλωσε πως άκουσε από τον αδελφό της για μελλοντική εξώθηση της στην πορνεία από το θείο της αλλά και για τις διαμάχες του αδελφού της με το θείο της. Επιπλέον, τέθηκε στην Αιτήτρια σειρά διευκρινιστικών ερωτημάτων σχετικά με το περιστατικό που έλαβε χώρα στο χωριό της τον Αύγουστο του 2016 κατά την επίσκεψή της στους γονείς της και εν τέλει τις συνθήκες διαφυγής της από τη χώρα καταγωγής της.

 

Εξετάζοντας τα λεγόμενα της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση διήκριναν τέσσερις  ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο δεύτερος αφορά στις δηλώσεις της περί του ότι έτυχε παρενόχλησης από πελάτες σε νυκτερινό κέντρο όπου εργαζόταν ως καθαρίστρια από την ηλικία των 15 μέχρι 17 ετών, ο τρίτος ότι ο θείος της επιθυμούσε να την εξωθήσει σε εμπορία ανθρώπων και τέλος, ο τέταρτος ισχυρισμός στο ότι περί το 2016 ένοπλοι ληστές επιτέθηκαν στον τόπο καταγωγής της στο Oyorokoto και λεηλάτησαν το χωριό. Οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί έτυχαν αποδοχής, εφόσον τα λεγόμενα της Αιτήτριας κρίθηκαν αξιόπιστα, αντίθετα οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι.

 

Ειδικότερα ως προς τον δεύτερο αποδεκτό ισχυρισμό, περί παρενόχλησης της από πελάτες στο νυκτερινό κέντρο που εργαζόταν, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τα καθήκοντα της, το χρονοδιάγραμμα της εργασίας της και την απουσία μισθού. Παράλληλα, παρείχε ικανοποιητικές λεπτομέρειες αναφορικά με την παρενόχληση της, ήτοι τα απρεπή αγγίγματα από μεθυσμένους πελάτες, ενώ ήταν περιεκτική αναφορικά με την περιγραφή των συναισθημάτων της ενόσω βίωνε αυτά τα περιστατικά. Ήταν επίσης αναλυτική στην περιγραφή της αναφορικά με την προσπάθεια της να καταγγείλει το περιστατικό στην Αστυνομία, ωστόσο, ο θείος της διευθέτησε όπως το θέμα μην προχωρήσει. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ’ων η Αίτηση ανέτρεξαν σε πληροφορίες αναφορικά με την παιδική εργασία στη Νιγηρία και την σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών στον εργασιακό χώρο.

 

Κατά την αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι την πρόθεση του θείου της προς εξώθησή της σε εμπορία ανθρώπων, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι περιγραφές της Αιτήτριας δεν υποδηλώνουν  προσωπικό βίωμα. Παρ’ ότι η Αιτήτρια ανέφερε κάποια βασικά στοιχεία για τον θείο της, δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες για την καθημερινή διαπροσωπική τους σχέση. Δηλαδή, περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι ήταν αμείλικτος, ότι την εξανάγκαζε να κάνει δουλειές στο σπίτι και την τιμωρούσε μαστιγώνοντας την παλάμη της ή αναγκάζοντας την να καθαρίσει το αυτοκίνητο του. Ούτε ήταν αναλυτική στην περιγραφή του τηλεφωνήματος που ο αδελφός της άκουσε κρυφά και οι ισχυρισμοί της για το τι ακολούθησε στερούνταν λεπτομερειών. Επιπρόσθετα, δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική η απάντηση της σχετικά με τον λόγο για τον οποίο συνέχισε να παραμένει στο σπίτι του θείου της μετά την αποχώρηση του αδελφού της. Παράλληλα, οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της παρουσιάστηκαν διαφορετικοί στην συνέντευξη από την αίτηση διεθνούς προστασίας, δίχως η Αιτήτρια να έχει δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση προς αυτό.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν σε πηγές πληροφόρησης (ερυθρά 81-82 στο διοικητικό φάκελο) αναφορικά με την εμπορία ανθρώπων στη Νιγηρία, από όπου προκύπτει πως η Νιγηρία αποτελεί χώρα προέλευσης, διέλευσης και προορισμού για την εμπορία ανθρώπων, με θύματα κυρίως γυναίκες και παιδιά, ωστόσο ενόψει της πληγείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο εν λόγω ισχυρισμός, απορρίφθηκε.

 

Τέλος, ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, περί των δηλώσεων της Αιτήτριας για επίθεση το 2016 στον τόπο καταγωγής της στο Oyorokoto από ένοπλους ληστές και τη λεηλασία του χωριού, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες σε σχέση με την ισχυριζόμενη επίθεση καθ’ ότι δεν μπορούσε να περιγράψει τι είδε την στιγμή της επίθεσης ούτε και πως η οικογένεια της αντέδρασε. Έτι περαιτέρω, κρίθηκε εις βάρος της το γεγονός ότι αναφέρθηκε στο περιστατικό μόνο κατόπιν σχετικής ερώτησης, ενώ αποτελούσε βασικό λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση πληροφορίες ενός περιστατικού επίθεσης σε αλιευτικό οικισμό στο Oryokoto περί το 2021 και όχι το 2016 όπως αυτό τοποθετήθηκε από την Αιτήτρια. Δεδομένου τούτου, ελλείψει διαθέσιμων πληροφοριών αλλά και της πληγείσας εσωτερικής αξιοπιστίας, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

Ακολούθως, οι Καθ’ων η Αίτηση προχώρησαν στην αξιολόγηση κινδύνου στην βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίνοντας πως εφόσον η Αιτήτρια δεν εξέφρασε οποιαδήποτε βούληση ή επιθυμία να συνεργαστεί ξανά με τον θείο της ή να εργαστεί σε νυχτερινό κέντρο, δεν υπάρχουν βάσιμες υποψίες να θεωρείται ότι θα υποστεί τέτοιου είδους μεταχείριση στο μέλλον. Ακολούθως, σε σχέση με το γεγονός ότι είναι μονήρης γυναίκα, οι Καθ’ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα στις πληροφορίες της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας αναφορικά με το φαινόμενο της έμφυλης βίας, το νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή αυτού, καθώς και την περιορισμένη υποστήριξη που λαμβάνουν τα θύματα. Παρ’ όλα αυτά, κατά τους Καθ’ων η αίτηση, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ενήλικη γυναίκα η οποία έζησε για πολλά χρόνια στο Port Harcourt και δεν δήλωσε ότι υπέστη οποιουδήποτε είδους έμφυλη βία στη ζωή της, πέραν από το περιστατικό που σχετιζόταν με την εργασία της σε νυχτερινό κέντρο. Συνεπώς στη βάση των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας κρίθηκε πως δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα αυτή να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην περιοχή διαμονής του, ήτοι στο Port Harcourt στη Νιγηρία.

 

Ακολούθως, κατά την νομική αξιολόγηση, κρίθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Ιδίως κατά την εξέταση ενδεχόμενης υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Port Harcourt, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις. Τούτων λεχθέντων, η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.  Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Μελετώντας το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και, στη βάση αυτών, εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση. Επίσης, παρατηρώ πως κατά τη συνέντευξη της Αιτήτριας τέθηκαν σε αυτήν επαρκείς ερωτήσεις ώστε να διευκρινίσει πτυχές της ιστορίας της, από τις οποίες, ενδεχομένως, να προέκυπτε κίνδυνος προσωπικής δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Ως εκ τούτου, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ων η αίτηση ορθή.   

 

Εφόσον κρίθηκαν αποδεκτοί οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία καθώς και η παρενόχληση της κατά τη διάρκεια της εργασίας της σε νυκτερινό κέντρο, δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο, εφόσον εδώ εφαρμόζεται και η αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση της Αιτήτριας και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτήν μέρος της απόφασης[2]. Ωστόσο οφείλω να παρατηρήσω ότι από τα λεγόμενα της Αιτήτριας δεν προκύπτει σεξουαλική κακοποίηση όπως προωθείται από το συνήγορό της αλλά παρενόχληση στο χώρο εργασίας της, έννοιες εντελώς διαφορετικές.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ήτοι την πρόθεση του θείου της να την εξωθήσει σε εμπορία ανθρώπων, τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των Καθ’ ων η αίτηση κρίνονται επίσης ορθά καθώς η Αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε με συνεκτικότητα, σαφήνεια, ευλογοφάνεια και επάρκεια τις δηλώσεις της.  Διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν παρείχαν ικανοποιητικές λεπτομέρειες αλλά γενικές και αόριστες πληροφορίες στηριγμένες σε εξ ακοής μαρτυρία και υποθέσεις της ίδιας, από λόγια που της μετέφερε ο αδελφός της όπως και ο ίδιος υπέθεσε ακούγοντας κρυφά κάποια συνομιλία του θείου τους με τρίτο πρόσωπο. Διαπιστώνω επίσης ότι η Αιτήτρια ουδέν ανέφερε κατά την καταγραφή του αιτήματος της περί τούτου, πράγμα που με οδηγεί σε συμπέρασμα απομακρυσμένης γνησιότητας του ισχυρισμό της και σε κάθε περίπτωση μη βιωματικών περιστατικών. Δεν παραγνωρίζω δήλωση της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξή της όπου ερωτηθείσα για τις διαφορετικούς ισχυρισμούς μεταξύ των κατεγραμμένων επί της αίτησης ασύλου και αυτών που προβλήθηκαν προφορικά κατά τη συνέντευξή της, απάντησε σε ελεύθερη μετάφραση «Όταν ήρθα εδώ αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ», δήλωση που οδηγεί σε συμπέρασμα μη γνήσιου αιτήματος αλλά πλασματικού.

  

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ένεκα του ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και βασικές πληροφορίες περί της πεποίθησής της αυτής, καθίσταται περιττή η περαιτέρω έρευνα του Δικαστηρίου σε εξειδικευμένες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης πέραν των όσων ήδη τέθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός της έλλειψη εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού της Αιτήτριας, ο οποίος διακατέχεται από γενικότητα και αοριστία, δεν καθιστά επιτακτική ανάγκη αναφοράς σε πηγές πληροφόρησης για εξέταση της εξωτερικής συνοχής του εν λόγω ισχυρισμού. (βλ FERDINAND EBELE EWELUKWA v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.) Επίσης, ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Αιτήτρια δια μέσω του συνηγόρου της, επιχείρησε αξιοποιώντας όλα τα δικονομικά μέσα που είχε στην διάθεσή της, να επεξηγήσει και να συμπληρώσει τις ελλείψεις στην αφήγησή της, όπως αυτές εντοπίστηκαν και εκτέθηκαν πιο πάνω.

 

Συνεπώς, ορθά κατέληξαν οι Καθ' ων ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας, όπως ορθή επίσης κρίνεται η αξιολόγηση και του τέταρτου ουσιώδη ισχυρισμού που αφορά στις δηλώσεις της Αιτήτριας για επίθεση το 2016 στον τόπο καταγωγής της στο Oyorokoto από ένοπλους ληστές και τη λεηλασία του χωριού.

 

Ειδικότερα επί του τελευταίου, παρατηρώ τη γενικότητα των απαντήσεως της Αιτήτριας όταν αυτή κλήθηκε να τοποθετηθεί επί των δηλώσεων της για την αναφερόμενη επίθεση και τους λόγους που αυτή επηρέασε στην εγκατάλειψη της χώρας της. Κυρίως όμως το γεγονός ότι δεν ανευρέθησαν σχετικές πληροφορίες επί της συγκεκριμένης επίθεσης στο χρόνο που η Αιτήτρια τοποθέτησε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν διέμενε στην εν λόγω περιοχή προ καιρού απομακρύνει την πιθανότητα γνησιότητα του αιτήματός της εξ αυτού. Δεν παραγνωρίζω ότι οι γονείς της εξακολουθούν όπως η ίδια ανέφερε να διαμένουν στην συγκεκριμένη περιοχή χωρίς να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα. Τούτω λεχθέντων απορρίπτω ως αναξιόπιστο και τον τέταρτο ισχυρισμό της Αιτήτριας.  

 

Ως εκ των πιο πάνω στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση κρίνω τις διαπιστώσεις των Καθ΄ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω επίσης ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του N.6(I)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του N.6(I)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του N.6(I)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην περιοχή τελευταία διαμονής του Αιτητή, ήτοι το Port Harcourt στην πολιτεία Rivers, στην οποία η Αιτήτρια δήλωσε ως τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής.

 

Σύμφωνα με την έρευνα που διενεργήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, η νότια χώρα αποτελείται από τις ακόλουθες έξι πολιτείες: Akwa Ibom, Bayelsa, Cross River, Delta, Edo και Rivers.[3] Η πολιτεία Rivers, σύμφωνα με ανεπίσημες εκτιμήσεις έχει πληθυσμό 7,476,800.[4]

 

Μυστικιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των Icelanders, Greenlanders and Degbam, ήταν παρούσες και δραστηριοποιήθηκαν στις νότιες επαρχίες με βάσεις στην Emuoha, στο Port Harcourt και στην Ahoada, στην πολιτεία Rivers. Το 2023, αυτές οι μυστικιστικές οργανώσεις ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις με αντίπαλες μυστικιστικές οργανώσεις, δυνάμεις ασφαλείας και τοπικούς τοποτηρητές.[5]

 

Οι θρησκευτικές αιρέσεις είναι ιδιαίτερα ενεργές στο Δέλτα του Νίγηρα και σε άλλες νότιες πολιτείες, σύμφωνα με έκθεση του Ιανουαρίου 2023 του Ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών για τη Νιγηρία. Σύμφωνα με το Ίδρυμα Πρωτοβουλιών Συνεργασίας στο Δέλτα του Νίγηρα (PIND), η βία που σχετίζεται με συμμορίες και τις μυστικιστικές ομάδες ήταν μεταξύ των πιο κοινών προβλημάτων σύγκρουσης στο Δέλτα του Νίγηρα το 2021. Τα περισσότερα περιστατικά που σχετίζονται με τις θρησκευτικές αιρέσεις σημειώθηκαν στις πολιτείες Benue, Kwara και Kogi (στη βόρεια-κεντρική ζώνη), Lagos, Ogun, Osun και Ondo (στα νοτιοδυτικά), Bayelsa, Delta, Rivers, Akwa Ibom και Edo (στο Νότο) και Anambra (στη Νοτιοανατολική). Οι πιο γνωστές μυστικιστικές οργανώσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε πολλές πολιτείες, είναι οι Black Axe, The Vikings, The Buccaneers και Eiye. Στο Δέλτα του Νίγηρα, στις ενεργές μυστικιστικές οργανώσεις συμπεριλαμβάνονται οι Dey Bam, Dey Well και Highlanders.[6]

 

Στις 18.03.25, ο Πρόεδρος Bola Tinubu κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη νότια, πλούσια σε πετρέλαιο, πολιτεία Rivers State της Νιγηρίας και ανέστειλε τον κυβερνήτη, τον αναπληρωτή του και όλα τα μέλη του πολιτειακού κοινοβουλίου για έξι μήνες. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, το κοινοβούλιο της Νιγηρίας ενέκρινε το μέτρο στις 20.03.2025. Η κίνηση αυτή αποδίδεται σε αναφορές που περιγράφουν περιστατικά δολιοφθοράς αγωγών από ορισμένους ενόπλους. Σύμφωνα με τα ίδια δημοσιεύματα, ο Tinubu κατηγορεί πολιτικούς στην Rivers State ότι λαμβάνουν ελάχιστα μέτρα για την καταστολή τέτοιων περιστατικών. Παρατηρητές εκφράζουν ανησυχία για την πιθανότητα κλιμάκωσης της πολιτικής κρίσης μετά τις εξελίξεις αυτές.[7]

 

Μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2023 και 31ης Μαρτίου 2024, καταγράφηκαν 491 περιστατικά ασφαλείας από την ACLED στη νότια ζώνη, εκ των οποίων τα 134 κωδικοποιήθηκαν ως «μάχες», 28 «εκρήξεις/εξ αποστάσεως βία», 254 περιστατικά «βίας κατά πολιτών» και 75 «ταραχές». Τα περισσότερα περιστατικά ασφαλείας καταγράφηκαν κυρίως στις πολιτείες Rivers και Delta, με τον μεγαλύτερο αριθμό περιστατικών ασφαλείας να καταγράφεται στην πολιτεία Rivers: 77 περιστατικά χαρακτηρίστηκαν ως «βία κατά αμάχων», 45 «μάχες», 26 «εκρήξεις/εξ αποστάσεως βία» και 10 «ταραχές». Σύμφωνα με στοιχεία ACLED, άγνωστες ένοπλες ομάδες συμμετείχαν στην πλειονότητα των γεγονότων που κωδικοποιήθηκαν ως «μάχες» και «βία κατά αμάχων». [8]

 

Την ίδια περίοδο, στη νότια ζώνη, η ACLED ανέφερε 510 θανάτους, εκ των οποίων οι 176 οφείλονταν σε «βία κατά αμάχων». Οι πολιτείες με τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων ήταν οι Rivers και Delta. Στην πολιτεία Rivers, 100 θάνατοι οφείλονταν σε «μάχες», 1 σε «ταραχές» και 59 σε «βία κατά αμάχων».[9]

Επιπλέον, τα περισσότερα βίαια επεισόδια που σχετίζονται με τις εκλογές, ή το 60%, σημειώθηκαν στη νότια περιοχή και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στην πολιτεία Rivers.[10]

 

Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (Σεπτ.2024-Αύγ.2025) σημειώθηκαν στην πoλιτεία Rivers (στην οποία υπάγεται η πόλη Port Harcourt) συνολικά 102 περιστατικά ασφαλείας (ήτοι διαδηλώσεις, πολιτική βία, τρομοκρατική δραστηριότητα, ανταρσία, καταστολή, βιαιότητες, εμπλοκή ξένων δυνάμεων) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 69 απώλειες.[11]  Εξ’ αυτών, τα 29 περιστατικά καταγράφηκαν συγκεκριμένα στην Port Harcourt από τα οποία προκλήθηκαν 4 απώλειες.[12]  Ο πληθυσμός της πόλης Port Harcourt σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση του 2006 ανέρχεται σε 538.558 κατοίκους.[13]

 

Κατά συνέπεια των πιο πάνω, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής της εκεί θα βρεθεί αντιμέτωπη με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας της στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.[14] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, ήτοι νεαρή, υγιείς γυναίκα, με βασική μόρφωση και ικανότητα προς εργασία, ήτοι πέραν από την εργασία της στο νυκτερινό κέντρο του θείου της εργαζόταν και ως κομμώτρια, με επαρκής γνώση της περιοχής, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρές βλάβες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πολιτεία Rivers.

 

Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη.[15] Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την τροποποίηση της εκδοθείσας από τους Καθ’ ων η αίτηση απόφασης. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Αναφορικά τέλος με το αιτητικό Γ της προσφυγής της Αιτήτριας, σύμφωνα με το οποίο αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να αναγνωρίζεται η ύπαρξη κινδύνου στη χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου να προστατεύεται από την επαναπροώθησή της, διαπιστώνω την έλλειψη επιχειρηματολογίας προς υποστήριξή του. Ελλείψει στοιχείων που να υποστηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό η εξέτασή του κρίνεται περιττή και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ



[1] Διευκρίνιση του Δικαστηρίου, ο ουσιώδης ισχυρισμός αφορά σε «παρενόχληση από πελάτες και όχι σε σεξουαλική κακοποίηση, όπως αναλύεται πιο κάτω στην παρούσα

[2] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639

[4] City Population, ‘Rivers’, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA033__rivers/ , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/06/2025

 

[5] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , σελ. 8 ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/06/2025

[6] Netherlands Ministry of Foreign Affairs: Algemeen Ambtsbericht Nigeria, January 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2086363/algemeen-ambtsbericht-nigeria-2023.pdf ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/06/2025

[7] BAMF - Federal Office for Migration and Refugees (Germany): Briefing Notes (KW13/2025), 24 March 2025
https://www.bamf.de/SharedDocs/Anlagen/EN/Behoerde/Informationszentrum/BriefingNotes/2025/briefingnotes-kw13-2025.pdf?__blob=publicationFile&v=3, σελ. 6, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30/06/25

[9] EUAA analysis PowerBI based on ACLED dataset, filtered on Nigeria, 1 January 2023 to 31 March 2024 in EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Nigeria- Country Focus, July 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2112320/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf p. 47 ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/06/2025

[10] CDD and ACLED, Nigerias 2023 Election Security Landscape - Drivers, Actors and Emerging Challenges, 22 December 2023, https://www.cddwestafrica.org/uploads/reports/file/Nigeria%E2%80%99s-2023-Election-Security-Landscape---Drivers,-Actors-and-Emerging-Challenges.pdfσελ. 7 ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/06/2025

[11] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Nigeria, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε Explorer | ACLED (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 01/09/2025). 

[12] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Nigeria, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε Explorer | ACLED (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 01/09/2025). 

[13]CITY POPULATION, Nigeria, Rivers State, Port Harcourt, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA033__rivers/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/08/2025)

[14] Αξιολογώντας τα ως άνω δεδομένα συμφωνώ με το συμπέρασμα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) της Νιγηρίας, εκδοθέντος από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο οποίος δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, οφείλει ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν από τα κράτη-μέλη EASO, ‘Country Guidance: Nigeria’ (2021), σελ.122, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

 

[15] Γρηγορόπουλος κ.α. ν Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414 και Γενεθλίου ν Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο