ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2297/23
30 Σεπτεμβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. A. B.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Χρ. Χριστοδουλίδης, Δικηγόρος για Αιτητή
Κα Ρ. Προδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.11/07/23, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 15/01/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 01/03/22 (ερ.1-3, 16-18, 63).
Την 24/05/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.46-63). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 24/06/23 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.73-82).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 11/07/23 στη γαλλική, γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.83, 17).
Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του καθώς, ως αναφέρει, «από τότε που [τελείωσε] τις σπουδές [του] δεν [είχε] την ευκαιρία να [βρει] εργασία», είναι μοναχοπαίδι και έτσι έφυγε και ήρθε «εδώ» για να εξεύρει εργασία και γι’ αυτό ζητά να τον βοηθήσουν να βρει δουλεία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη του τη ζωή στην Κινσάσα, είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με πτυχίο στα Οικονομικά, εργάστηκε ως μαθητευόμενος (intern) σε τράπεζα, ομιλεί swahili, γαλλικά, lingala και αγγλικά, είναι άγαμος, πατέρας ενός παιδιού το οποίο βρίσκεται με την οικογένεια του, δεν γνωρίζει που βρίσκονται οι γονείς και τα 10 αδέρφια του, καθώς, ως ανέφερε, έχει χάσει επαφή μαζί τους εδώ και 3 έτη (κατά τη συνέντευξη).
Ο Αιτητής δήλωσε πως πέρασε με βάρκα στην Brazzaville του Κονγκό, από εκεί πέταξε με αεροπλάνο στην Κωνσταντινούπολη και μετά στα κατεχόμενα. Όταν του επισημάνθηκε ότι το διαβατήριο που κατάθεσε στην Υπηρεσία έχει σφραγίδα εξόδου από το αεροδρόμιο Ndijili στην Κινσάσα, της ΛΔΚ, και όχι σφραγίδα εξόδου από την Brazzaville του Κονγκό και ζητήθηκε απ’ αυτόν να εξηγήσει την αντίφαση ο αιτητής δήλωσε πως το πρωί στις 17/09/19, ένας φίλος του πατέρα του, πήρε το διαβατήριό του και τον ενημέρωσε ότι θα ταξιδέψει την ίδια ημέρα και στην συνέχεια περάσαν στην Brazzaville απ’ όπου ταξίδεψε, δείχνοντας το διαβατήριό του μόνο στην αεροσυνοδό. Σε ερώτηση εάν του σφράγισαν το διαβατήριο οι αρμόδιες αρχές στο αεροδρόμιο ο αιτητής δήλωσε ότι ήταν με τον φίλο του πατέρα του και υπέθεσε ότι κανόνισε τα πάντα εκείνος.
Στην ελεύθερη αφήγηση ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής διότι ήταν ακτιβιστής και είχε προβλήματα με τις αρχές της χώρας. Συγκεκριμένα, ως ανέφερε, ήταν μέλος της LUCHA (Lutte Pour le Changement), μιας ομάδας στην οποία τον ενέταξε ο θείος του, και συμμετείχε σε μία πορεία διαμαρτυρίας στην Κινσάσα και τότε ο ίδιος και άλλα 18 άτομα συνελήφθησαν και κρατήθηκαν «εκτός του [επίσημου] συστήματος» για πέραν των 6 μηνών, πριν την απελευθέρωσή τους στις 27/12/16. Ως ανέφερε, αφέθηκαν ελεύθεροι εξαιτίας των επερχόμενων εκλογών και διότι ένας εκ των αρχηγών της ομάδας συνομίλησε με τον πρώην πρόεδρο της χώρας Joseph Kabila. Στη συνέχεια προσέθεσε ότι το 2018 συμμετείχε σε μία πορεία διαμαρτυρίας στην Lemba και ήταν ένας εκ των 50 συλληφθέντων που οδηγήθηκαν στην Mbanzalemba, όπου άρχισαν να τους βασανίζουν και – ως ανέφερε - για μία εβδομάδα τους χτυπούσαν καθημερινά και τους στέρησαν την τροφή. Ο αιτητής ανέφερε πως τον υπέβαλαν σε «δεύτερη περιτομή», κρατήθηκε για 11 ημέρες και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος. Τότε κατευθύνθηκε στο Mbodi, όπου και έμεινε έως το 2019. Οι αρχές συνέχισαν να παρενοχλούν τον ίδιο και την οικογένειά του, με αποκορύφωμα το θάνατο του θείου του που τον ενέταξε στην ομάδα LUCHA από πυρκαγιά στην οικία του. Μετά από αυτό το συμβάν οι γονείς του αιτητή τον ενημέρωσαν ότι πρέπει να φύγει από τη χώρα και με τη βοήθειά τους το έπραξε. Σε ερώτηση σχετικά με το τι φοβάται πως θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη ΛΔΚ ο αιτητής δήλωσε πως φοβάται πως θα τον δηλητηριάσουν, θα τον συλλάβουν ή θα τον σκοτώσουν όπως σκότωσαν τον θείο του.
Ερωτώμενος το λόγο για τον οποίο η ιστορία του είναι εντελώς διαφορετική από όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση ο αιτητής είπε πως όταν συμπλήρωνε την αίτηση είχε 30 λεπτά για να γράψει, η κατάσταση τον προηγούμενο χρόνο ήταν τρομερή και «μπορούσε απλά να γράψει ό,τι του κατέβαινε στο κεφάλι», προσθέτοντας ότι τώρα δηλώνει ότι είναι ακτιβιστής, ενώ στην αίτησή του έγραφε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής σε αναζήτηση εργασίας, λόγω των συνθηκών στο κέντρο πρώτης υποδοχής, καθώς, ως ανέφερε, ήθελε να φύγει από αυτό.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ζητήθηκε από τον αιτητή να το εξηγήσει τι ακριβώς είναι η ομάδα LUCHA, αποκρινόμενος ότι πρόκειται για κίνημα το οποίο διεκδικεί δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και μάχεται για αλλαγή. Όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς διεκδικούν και ποιες είναι οι βασικές τους ιδέες και στόχοι, ο αιτητής απάντησε ότι διεκδικούν μια θετική αλλαγή για την κυβέρνηση. Σε ερώτηση σχετικά με το λόγο για τον οποίο ιδρύθηκε αυτή η ομάδα, ο αιτητής ανέφερε ότι ιδρύθηκε για να καταγγείλει την κακή διακυβέρνηση, την διαφθορά και την ανασφάλεια στα Δυτικά της χώρας. Σε ακόλουθη ερώτηση σχετικά με το λόγο για τον οποίο ο αιτητής μιλάει για τα Δυτικά της χώρας, εφόσον γεννήθηκε στην Κινσάσα, εκείνος αποκρίθηκε πως η οικογένειά του ήταν θύμα των γεγονότων στα Δυτικά, καθώς έχει καταγωγή από το Bukavu, τόπο στον οποίο γεννήθηκαν και οι δύο γονείς του.
Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης της οργάνωσης LUCHA ο αιτητής δήλωσε πως πρόκειται για μικρή ομάδα, η οποία προσπαθεί να βρει τη δύναμη να ενημερώσει τους πολίτες για το τι συμβαίνει στη χώρα και να πείσει τους πολιτικούς και την κυβέρνηση να διορθώσουν τα πράγματα. Ερωτώμενος σχετικά με τον αρχηγό της οργάνωσης ο αιτητής διευκρίνισε πως δεν υπάρχει αρχηγός, καθώς οι αποφάσεις παίρνονται ομαδικά, όμως υπάρχουν κάποιοι υπεύθυνοι που παίρνουν αποφάσεις. Ο αιτητής πρόσθεσε ότι η οργάνωση ιδρύθηκε το 2012 στη Goma από 11 φοιτητές και οι δραστηριότητές της είναι να διαμαρτύρονται στους δρόμους για να διεκδικούν τα δικαιώματα τους.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ο αιτητής ανέφερε πως έγινε μέλος της οργάνωσης αφού συμμετείχε σε 2-3 συναντήσεις με τη συνοδεία του θείου του, τον οποίον κατονόμασε ως τον Luc Nkulula, ο οποίος ήταν ένας εκ των αρχηγών με επιρροή στην οργάνωση. Ο αιτητής πρόσθεσε ότι έγινε μέλος της οργάνωσης το 2013 στη Goma, τόπο διαμονής του θείου του, ενόσω ζούσε και φοιτούσε στο γυμνάσιο στη Bukavu. Διευκρίνισε δε ότι έγινε μέλος όταν ήταν κάτω των 16 ετών κατ’ εξαίρεση, λόγω της αγάπης που είχε για το κίνημα και της αναγνώρισης αυτής και συνέχισε τη δράση του στην οργάνωση όταν επέστρεψε στην Κινσάσα.
Ερωτώμενος τον λόγο για τον οποίο έγινε μέλος της οργάνωσης ο αιτητής εξήγησε πως εκτιμούσε το λόγο ύπαρξης της οργάνωσης, καθώς η ζωή στα δυτικά της χώρας είναι δύσκολη και επιθυμούσε αλλαγή. Ερωτώμενος σχετικά με τη φύση και το περιεχόμενο των συναντήσεων της οργάνωσης ο αιτητής εξήγησε πως υπήρχαν δύο ομάδες, αυτή των ηγετών και αυτή της νεολαίας, στην οποία συμμετείχε ο ίδιος και στις συναντήσεις της οποίας συζητούσαν για την ανασφάλεια, τη διαφθορά και το πως η χώρα δεν είχε σωστή πορεία. Σε σχέση με την διαδήλωση τον Μάρτιο του 2016 ο αιτητής δήλωσε πως έλαβε χώρα στην Κινσάσα, σε περίοδο που ο ίδιος ζούσε εκεί, ο τρόπος που οργανώθηκε ήταν μέσω μηνυμάτων και σημείο συνάντησης ήταν η Lemba. Ως περαιτέρω ανέφερε, στη διαδήλωση εκείνη συνελήφθη για πρώτη φορά και εξήγησε, σε σχετική ερώτηση, πως κατά την εξάμηνη κράτησή του η καθημερινότητα του στη φυλακή περιείχε βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς και έλλειψη φροντίδας.
Ερωτώμενος σχετικά με τη 2η διαδήλωση στην Lemba το 2018 ο αιτητής είπε ότι μπήκε στο σώμα της πορείας όταν αυτή βρισκόταν στη Limete και ότι η πορεία συναντήθηκε με την αστυνομία στο Super Lemba. Ο αιτητής περιέγραψε ότι εκεί η αστυνομία εξαπέλυσε δακρυγόνα και στη συνέχεια τον συνέλαβε και τον έβαλε σε ένα όχημα της αστυνομίας με το οποίο τον μετέφερε στη Mbanzalemba, όπου κρατήθηκε για 11 ημέρες χωρίς φαγητό, με καθημερινούς ξυλοδαρμούς και τον υπέβαλαν σε 2η περιτομή και ότι οι αστυνομικοί ζητούσαν λύτρα από τις οικογένειες των κρατουμένων ώστε να τους απελευθερώσουν, τα οποία δεν καταβλήθηκαν, ως ανέφερε, ωστόσο, υπό το φόβο συνεπειών, καθώς ένας εκ των αρχηγών της οργάνωσης πέθανε όσο ήταν υπό κράτηση, τον απελευθέρωσαν, για να μην πεθάνει κι’ αυτός. Όταν ζητήθηκε από τον αιτητή να εξηγήσει τι του συνέβη μετά την απελευθέρωσή του, μεταξύ 2018 και 2019, ο αιτητής εξήγησε πως ο ίδιος ζούσε με ένα φίλο του από το πανεπιστήμιο, όμως οι αρχές προσπαθούσαν να τον εκφοβίσουν καθώς πήγαιναν στην πατρική του οικεία και τον αναζητούσαν. Σε ερωτήσεις σχετικά με τον θείο του ο αιτητής εξήγησε ότι ο θείος του ήταν «σαν αρχηγός για [τον ίδιο] στην οργάνωση», ενώ για την οργάνωση ήταν κάποιος με επιρροή, ο οποίος πρότεινε τις ιδέες του και ανέφερε ότι ενημερώθηκε από το διαδίκτυο και την τηλεόραση ότι σκοτώθηκε από πυρκαγιά στο σπίτι του και εικάζει ότι πιθανόν το περιστατικό να συνδέεται με την πορεία του 2018.
Σε ερώτηση αναφορικά με το λόγο που αποφάσισε να φύγει από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής δήλωσε πως ένιωσε να βρίσκεται τόσο αυτός όσο και η οικογένειά του σε κίνδυνο, ενώ ερωτώμενος τι πιστεύει πως θα του συμβεί αν επιστρέψει στη ΛΔΚ ο αιτητής δήλωσε πως θα συλληφθεί και θα βασανιστεί εξαιτίας του ότι είναι ακτιβιστής και γνωστός στις αρχές, ενώ πρόσθεσε πως οι αρχές των θεωρώ κάτι σαν αρχηγό, ο οποίος δραπέτευσε, και θα θεωρήσουν πως επέστρεψε για να δημιουργήσει εκ νέου προβλήματα. Σε ερώτηση αν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα και να μετεγκατασταθεί στη Lubumbashi ο αιτητής δήλωσε πως όπου και να πάει στη χώρα «θα [έχει] πρόβλημα με το σύστημα».
Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής προσκόμισε έγγραφα μέσω του δικηγόρου του (ερ.21-26), εκ των οποίων το ένα φέρεται να είναι κλήση στο Δικαστήριο, με φερόμενο εκδότη την εισαγγελία του Εφετείου της Κινσάσα, ημ.26/02/21, προκειμένου να παραστεί σε ακρόαση για αδικήματα που του καταλογίζονται, το δε άλλο φέρεται να είναι επιστολή από δικηγόρο που ενεργεί εκ μέρους οργάνωσης για τα δικαιώματα, ημ.21/10/21. Ερωτώμενος σχετικά με τα έγγραφα αυτά ο αιτητής δήλωσε πως την κλήση του την έδωσε άγνωστος στο πανεπιστήμιο όπου σπούδαζε στις κατεχόμενες περιοχές, χωρίς να εξηγήσει ποιος ήταν ή πως τον βρήκε, λέγοντας μόνο πως του το δώσανε. Ερωτώμενος για ποιο λόγο εκλήθη στο δικαστήριο το 2021 ο αιτητής δήλωσε πως εκλήθη για να συλληφθεί για τους ίδιους λόγους, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι δημιουργούσε διαταραχές και αν επιστρέψει στη χώρα θα συλληφθεί. Αναφορικά με το έτερο έγγραφο ο αιτητής ανέφερε ότι, αφότου αυτός έλαβε το πρώτο έγγραφο, επικοινώνησε με τον δικηγόρο του στη ΛΔΚ και αυτός του έστειλε την επιστολή ημ.21/10/21.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν ακτιβιστής για την αντιπολιτευόμενη οργάνωση LUCHA, συμμετείχε σε διάφορες διαδηλώσεις και συνελήφθη δύο φορές από τις Αρχές της ΛΔΚ
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό απέρριψαν όμως τον 2ο ισχυρισμό, καθώς κρίθηκε ότι στερούνται συνοχής και αξιοπιστίας.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες, στερούμενες λεπτομερειών, χρονικής και λογικής συνέπειας και συνοχής, περιείχαν κενά, αντιφάσεις και χαρακτηρίζονταν από έλλειψη βιωματικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής ήταν ασαφής και αόριστος στις δηλώσεις του σχετικά με την οργάνωση LUCHA, καθώς δεν ήταν σε θέσει να παρέχει ακριβείς και αρκούντως συγκεκριμένες, ως αναμενόταν, πληροφορίες για τη δημιουργία, τον τρόπο οργάνωσης, τις δραστηριότητες και τις συναντήσεις της, αλλά ούτε και σχετικά με το πως εντάχθηκε ο ίδιος σ’ αυτήν, οι οποίες κρίθηκαν ομοίως ασαφείς και αόριστες.
Σε σχέση με τις δύο διαδηλώσεις στις οποίες ισχυρίστηκε πως συμμετείχε, κρίθηκε πως τα λεγόμενα του υπήρξαν ασυνεπή, καθώς δεν μπόρεσε να παράσχει συγκεκριμένες και προσωπικές πληροφορίες σχετικά με αυτές. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την πορεία του 2016, ο αιτητής – ως κρίθηκε - παρείχε μονάχα σύντομες πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο σημείο συνάντησης, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με την οργάνωση και την πρόοδο της πορείας του 2018 κρίθηκαν αόριστες και απρόσωπες, στερούμενες και πάλι βιωματικών στοιχείων και λεπτομερειών. Σε σχέση με τις συλλήψεις του κρίθηκε καταρχάς πως ο αιτητής δεν παρείχε προσωπικές και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με εκείνη του 2016, καθώς οι δηλώσεις του σχετικά με τη σύλληψή του δεν περιείχαν συγκεκριμένες λεπτομέρειες και – ομοίως με τα ως άνω – στερούνταν βιωματικών στοιχείων. Επιπλέον, όταν ρωτήθηκε για την εξάμηνη κράτησή του ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες και οι δηλώσεις του κρίθηκαν ανεπαρκώς συνεκτικές σχετικά με την κακή μεταχείριση που αντιμετώπισε. Αναφορική δε με τη δεύτερη σύλληψή του το 2018, οι δηλώσεις του κρίθηκαν ομοίως αόριστες διότι δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να δηλώσει τον ακριβή τόπο κράτησής του και περιέγραψε τις συνθήκες κράτησής του και τα βασανιστήρια τα οποία υπέστη από την αστυνομία της χώρας με αβάσιμο, απρόσωπο τρόπο, ο οποίος στερείτο κάθε βιωματικού στοιχείου.
Εν συνεχεία επισημάνθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να εξηγήσει πως εκφοβίστηκε και απειλήθηκε από την αστυνομία μεταξύ 2018 και 2019, όπως και ισχυρίστηκε, καθώς οι δηλώσεις του ότι η αστυνομία επισκεπτόταν την πατρική του οικία και τον αναζητούσε περιοδικά κρίθηκαν αόριστες και ανεπαρκείς, όπως επίσης και οι δηλώσεις του σχετικά με το που διέμενε ο ίδιος την περίοδο εκείνη. Επιπρόσθετα, παρόλο που δήλωσε ότι το συμβάν της πυρκαγιάς στην οποία πέθανε ο θείος του ήταν εκείνο που τον ώθησε να φύγει από τη χώρα, δεν παρείχε συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το γεγονός. Περαιτέρω εντοπίστηκε αντίφαση μεταξύ των ισχυρισμών του αιτητή αναφορικά με τον τρόπο αναχώρησής του από τη ΛΔΚ και των σφραγίδων στο διαβατήριό του, καθώς, ενώ εκείνος ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα με βάρκα, πέρασε στη Brazzaville του Κονγκό και από εκεί ταξίδεψε με αεροπλάνο, οι σχετικές σφραγίδες αποδεικνύουν ότι έφυγε από το αεροδρόμιο της Κινσάσα. Όταν δε ρωτήθηκε σχετικά ο αιτητής δεν έδωσε καμία σαφή εξήγηση για το γεγονός.
Τέλος, αναφορικά με τις δηλώσεις του σχετικά με την φερόμενη κλήση του στο δικαστήριο της Κινσάσα μετά την αναχώρησή του από τη χώρα, κρίθηκε πως οι εξηγήσεις του αιτητή υπήρξαν ασαφείς και ασυνάρτητες, καθώς δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια πώς τόσο αυτό το έγγραφό και το έγγραφο του δικηγόρου βρέθηκαν στην κατοχή του.
Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή κρίθηκε ότι δεν κατάφερε να εξηγήσει ποιος εξέδωσε τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε καθώς και τις συνθήκες που αυτά εξεδόθησαν και ως εκ τούτου δεν αποδείχθηκε η γνησιότητα των εγγράφων αυτών. Εν συνεχεία, κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), εκ των οποίων επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη και ακτιβιστική δράση της οργάνωσης LUCHA, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, δεδομένου ότι η εσωτερική αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή δεν έγινε δεκτή, ο ουσιώδης ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αναξιόπιστος, όπως και έγινε.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, και επί τη βάσει του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, ήτοι ότι του προφίλ του, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Κινσάσα), οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του.
Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια της προσφυγής καταγράφονται ελάχιστα νομικά σημεία, τα οποία αφορούν κυρίως καταγραφή άρθρων της οικείας νομοθεσίας των οποίων έγινε παράβαση στα πλαίσια της επίδικης αίτηση, χωρίς να εξειδικεύεται σε τι συνίσταται η παράβαση αυτή.
Στα πλαίσια των αγορεύσεων του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, με αναφορές στο οικείο νομικό πλαίσιο, παραθέτοντας πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) και κάνοντας πλούσιες παραπομπές στην εθνική νομολογία αλλά και αποφάσεις του ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), αναφέρει ότι εν προκειμένω δεν έγινε δέουσα έρευνα, λανθασμένα δεν παραπέμφθηκε ο αιτητής σε ιατρικές εξετάσεις (αρ.15 του Νόμου), δεν αξιολογήθηκε ορθά το αφήγημα του, δεν αξιολογήθηκαν σωστά τα έγγραφα τα οποία είχε προσκομίσει, δεν έγινε έρευνα σε ΠΧΚ, εκ των οποίων, ως εισηγείται, προκύπτει ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες και εκ των οποίων έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δεικνύεται ότι υφίσταται βάσιμος φόβος δίωξης ή και σοβαρής βλάβης και ούτε έγινε η δέουσα εξέταση στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με το αρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω αντέταξαν ότι τα ευρήματα τους – τόσο επί της αξιοπιστίας όσο και επί της μη ύπαρξης κινδύνου διώξεως ή και σοβαρής βλάβης είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα, υπό το φως των ενώπιον τους στοιχείων, η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, ορθή επί της ουσίας, προϊόν δέουσας έρευνας αλλά και πλήρως αιτιολογημένη. Περαιτέρω - ως αναφέρουν – ουδεμία πλημμέλεια επιμολύνει την επίδικη διαδικασία.
Κατά τις διευκρινήσεις ο συνήγορος του αιτητή – υιοθετώντας τις γραπτές του αγορεύσεις – εισηγήθηκε ότι εν προκειμένω, δεδομένου πως ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπεβλήθη σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων, θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε ιατρική εξέταση επί τούτου. Απαντώντας σ’ αυτό η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση σημείωσε ότι ο αιτητής εν προκειμένω είναι παντελώς αναξιόπιστος, φοίτησε για 3 έτη στα κατεχόμενα προτού έρθει στις ελεύθερες περιοχές και ζητήσει προστασία, υπέπεσε σε πλήθος αντιφάσεων στη συνέντευξη, όπου ανέφερε ερωτώμενος σχετικά ότι δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας, και κατά την επίδικη αίτηση δήλωσε μόνο οικονομικούς λόγους. Συνεπεία τούτων, ως ανέφερε, εύλογο ήταν να κριθεί αναξιόπιστος και επί του ισχυρισμού ότι έχει υποστεί ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων και συνεπώς ουδείς λόγος υπήρχε να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις.
Προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης, εξ υπαρχής (ex nunc) και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία και τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προέχει η αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη καθώς και των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και περιλαμβάνει το σύνολο του αφηγήματος του αιτητή, πλην του προφίλ, ως αυτά ενδελεχώς αναφέρονται και αναλύονται στα ερ.75-78, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται.
Εξηγώ.
Εν προκειμένω, ως και οι καθ’ ων η αίτηση παρατηρούν, το αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών, ασαφειών και ελλείψεων και τα λεγόμενα του σε σχέση τόσο με την κατ’ ισχυρισμό συμμετοχή του στην οργάνωση LUCHA, τις διαδηλώσεις στις οποίες κατ’ ισχυρισμό έλαβε μέρος, το ότι κρατήθηκε, αναφορικά με το τι έγινε κατά τον χρόνο που κρατήθηκε, πως τελικά έφυγε και τη σχέση του θείου του με την οργάνωση αυτή. Επί όλων αυτών των πτυχών του, το σύνολο του αφηγήματος του αιτητή στερούνταν καταφανώς αυτού που εύλογα θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει, ήτοι μια πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Ο αιτητής δεν ήταν σε κανένα σημείο του αφηγήματος του σε θέση να παρέχει το παραμικρό ψήγμα βιωματικού στοιχείου. Ενδεικτικά σημειώνω ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ακριβώς έγινε στις διαδηλώσεις όπου συνελήφθη, πως ήταν η καθημερινότητα του υπό κράτηση, να παραθέσει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή ανάμνηση από τον χρόνο αυτό, να δώσει λεπτομέρειες για τον θείο του, τη σύνδεση αυτού με την οργάνωση και τον θάνατο του και ούτε να εξηγήσει – πράγμα που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό – την αντίφαση που είχε εντοπιστεί μεταξύ των δηλώσεων του αναφορικά με το πως και από που ταξίδεψε και την σφραγίδα στο διαβατήριο του αλλά ούτε και το γιατί στην επίδικη αίτηση ουδέν από τους ισχυρισμούς που ανέφερε κατά τη συνέντευξη είχε καταγράψει.
Εκ των ως άνω θεωρώ ότι διαβρώνεται σημαντικά και μοιραία η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή, σε σημείο που οιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα συνιστούσε θεωρώ αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ισχυρισμών οι οποίοι και στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και εν γένει συνοχής. Επί των επιμέρους τρωτών σημείων των ισχυρισμών του αιτητή αρκεί η παραπομπή στα όσα επ’ αυτού καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, ως ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσης παρατίθενται, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω και τα οποία υιοθετώ στα πλαίσια επί της ουσίας εξέτασης των ενώπιον μου στοιχείων.
Σημειώνω βεβαίως ότι δεν παραγνωρίζω ότι από διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ) προκύπτει επιβεβαιώνονται ως φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στη χώρα καταγωγής τόσο οι διώξεις ακτιβιστών όσο και η ύπαρξη και δράση της οργάνωσης LUCHA αλλά και οι διαδηλώσεις κατά τον χρόνο που ο αιτητής τις τοποθετεί.
Σχετικώς παρατίθενται και τα εξής, πέραν των όσων εντοπίζονται και καταγράφονται από τους καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση.
Αναφορικά με την οργάνωση LUCHA και με διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στην Κινσάσα το 2016 και το 2018, διαθέσιμες πηγές αναφέρουν ότι μεταξύ 2015 και 2016 η ΛΔΚ αντιμετώπιζε μια επιδεινούμενη πολιτική, οικονομική και ασφαλιστική κρίση, καθώς ο τότε πρόεδρος Joseph Kabila κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία καθυστερώντας τις εκλογές και επιβλέποντας μια βάναυση καταστολή εναντίον όσων ζητούσαν τον σεβασμό του συντάγματος και την παραίτησή του. Το Human Rights Watch κατέγραψε τις εξωδικαστικές εκτελέσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας τουλάχιστον 171 ατόμων που διαμαρτύρονταν για καθυστερήσεις των εκλογών το 2015 και 2016. Πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν. Η πιο αιματηρή καταστολή σημειώθηκε κατά 19/09/16, όταν πολλοί Κονγκολέζοι βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν για την αποτυχία της εκλογικής επιτροπής να ανακοινώσει εκλογές, 90 ημέρες πριν από το τέλος της δεύτερης θητείας του Joseph Kabila, όπως απαιτείτο από το σύνταγμα. [1]
Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Front Line Defenders, η LUCHA είναι ένα μη βίαιο και μη κομματικό κίνημα νεανικής κοινωνίας των πολιτών που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2012 στη Goma, την πρωτεύουσα του North Kivu. Το κίνημα υποστηρίζει την κοινωνική δικαιοσύνη και τη λογοδοσία στη ΛΔΚ μέσω εκστρατειών και ενθαρρύνει τους πολίτες του Κονγκό να αγωνιστούν για την προώθηση και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την ανακοίνωση του Προέδρου Joseph Kabila να αναβάλει τις προεδρικές εκλογές της ΛΔΚ, η LUCHA και τα μέλη της συνέβαλαν στην οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών για να ζητήσουν τον σεβασμό του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα και υποστήριξαν μια ειρηνική μετάβαση της εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων δίκαιων και έγκαιρων εκλογών.[2]
Με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν έδωσε συγκεκριμένη ημερομηνία για την πορεία το 2016, κατά την οποία κατ’ ισχυρισμό συνελήφθη, παρά μόνο ανέφερε πως αφέθηκε ελεύθερος στις 27/12/16 μετά από έξι και πλέον μήνες κράτησης, η έρευνα επικεντρώθηκε σε πορείες που έλαβαν χώρα περί τον Μάιο και Ιούνιο 2016. Διαθέσιμες ΠΧΚ επιβεβαιώνουν ότι πορείες λάμβαναν χώρα την περίοδο εκείνη στην Κινσάσα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το γαλλικό ραδιοφωνικό πρακτορείο ειδήσεων RFI (Radio France Internationale) [3] και την γαλλική εφημερίδα Le Monde[4], πορεία έλαβε χώρα την 26/05/16 στην Κινσάσα και η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να διαλύσει το πλήθος, ενώ παρόμοιες πορείες λάβανε χώρα και σε άλλες πόλεις της χώρας.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Monde, 27/12/16 απελευθερώθηκαν 19 ακτιβιστές μέλη της οργάνωσης LUCHA, γεγονός που συμπίπτει με τα λεγόμενα του αιτητή. Όμως, σύμφωνα με την εφημερίδα, 18 εξ αυτών είχαν συλληφθεί στις 18/12/16, κατά τη διάρκεια καθιστικής διαμαρτυρίας στη Goma και ένας στις 18/12/16 στην Κινσάσα[5]. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, στη διάρκεια της διαμαρτυρίας συνελήφθησαν είκοσι ακτιβιστές, τους οποίους και ονόμασε στη σχετική ανακοίνωσή της[6].
Αναφορικά με τη διαδήλωση του 2018, κατά την οποία ο αιτητής υποστηρίζει ότι συνελήφθη, σημειώνεται καταρχάς ότι δεν προσδιόρισε χρονικά τη διαδήλωση. Κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εντοπίστηκαν δύο διαμαρτυρίες το 2018, την 21/01/18 και την 25/02/18, σε διάφορες γειτονιές της Κινσάσα, με ένοπλα μέλη των δυνάμεων ασφαλείας να περιπολούν και να διαλύουν τις διαδηλώσεις με τη χρήση βίας και χημικών[7].Επιπλέον, στις 14/12/18, έξι ακτιβιστές της LUCHA συνελήφθησαν στη Masina της Κινσάσα ενώ διεξήγαγαν μια προεκλογική εκστρατεία ευαισθητοποίησης με τίτλο «balayer les médiocres» (σαρώστε τους μέτριους)[8].
Αναφορικά με τον Luc Nkulula, τον οποίον ο αιτητής κατονομάζει ως τον θείο του και ως άτομο που επηρέαζε την οργάνωση LUCHA, εντοπίζονται τα εξής.
Ο Luc Nkulula υπήρξε δικηγόρος, πολιτικός ακτιβιστής και εκ των ηγετικών μελών της οργάνωσης LUCHA, στην οποία προσχώρησε από της ιδρύσεως της το 2012. Μετά από έντονη αντιπολιτευτική δράση κατά της κυβέρνησης Kabila, στη διάρκεια της οποίας είχε συλληφθεί και κακοποιηθεί, απεβίωσε από φωτιά στην οικία του στις 09/06/18.[9]
Εκ του ως άνω επιβεβαιώνεται, ως ήταν και το σχετικό εύρημα των καθ’ ων η αίτηση, παρότι η έρευνα που έκαναν ήταν κατά πολύ φτωχότερη και δεν αφορούσε το άτομο που ο αιτητής κατονόμασε ως θείο του και τις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο που, χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς, ο αιτητής τις τοποθετεί, ότι τα όσα αναφέρει περί τούτου ο αιτητής συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής.
Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Τονίζω στο σημείο αυτό ότι οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένουν ιδιαίτερης βαρύτητας σημείο αναφοράς. Ως εξάλλου στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.97, αναφέρεται «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Επίσης, στη σελ.131 τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»
Θα συμφωνήσω και μ’ αυτό το συμπέρασμα των καθ’ ων η αίτηση, το οποίο θεωρώ ορθό, καθώς η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική ως προς την συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του, δεδομένου ότι το γεγονός πως τα όσα ανέφερε συνάδουν με γενικές ΠΧΚ, δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε αποδοχή ενός αφηγήματος, όταν ο ισχυρισμός αυτός, στα πλαίσια του όλου ιστορικού που παραθέτει ο αιτητής, στερείται σε όλη του την έκταση συνοχής, ενόψει και της συνολικής αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας.
Στη βάση των ως άνω, είναι κατάληξη μου ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής συνιστούν εκ των υστέρων επινοήματα, προκειμένου να συνδέσει τον εαυτό του με υπαρκτά πρόσωπα και περιστατικά, τα οποία όντως έλαβαν χώρα στο χρονικό πλαίσιο το οποίο αυτός τα τοποθετεί, χωρίς όμως για κανένα απ’ αυτά να είναι σε θέση να προσδιορίσει ακριβώς έγινε τελικά. Στο σημείο δε που αφορά την απελευθέρωση του, που είναι και το μόνο για το οποίο δίδει ακριβή ημερομηνία, οι ΠΧΚ δεν συνάδουν με τα λεγόμενα του ως προς το ποια πρόσωπα ελευθερώθηκαν και πότε αυτοί είχαν συλληφθεί. Τούτη δε η κατά τ’ άλλα παντελής έλλειψη κάποιας συγκεκριμένης ημερομηνίας, επιπροσθέτως του ότι, παρότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, ο Luc Nkulula ήταν θείος του, εντούτοις κανένα βιωματικό στοιχείο από τη σχέση τους ή τη δράση του δεν παραθέτει, που αφαιρεί κάθε ίχνος αξιοπιστίας από τα λεγόμενα του. Θεωρώ λοιπόν ότι παρά το πλούσιο του αφηγήματος του αιτητή, το οποίο συνάδει και με ΠΧΚ, εντούτοις, οι απουσία κάθε ψήγματος βιωματικού στοιχείου δεν αφήνει περιθώρια για άλλη προσέγγιση.
Σχετικά τέλος με τα προσκομισθέντα έγγραφα (ερ.24-26), και πάλι θα συμφωνήσω με όσα επί τούτου εντοπίζουν και αξιολογούν οι καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά καταγράφονται στην επίδικη έκθεση και παρατίθενται και πιο πάνω (ερ.76). Αξίζει δε, σε κάθε περίπτωση, θεωρώ να σημειωθούν και τα εξής.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.107-108, αναφέρονται τα εξής:
«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.
Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.
[…]
Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»
Εν προκειμένω παρατηρώ τα εξής.
Κατ’ αρχήν, αναφορικά με τα ερ.25-26, αυτό πρόκειται για φερόμενη επιστολή από δικηγόρο στη ΛΔΚ, φερόμενης ημερομηνίας σύνταξης 21/10/21, ήτοι 2 και πλέον έτη από τότε που έφυγε ο αιτητής από τη χώρα καταγωγής, ενόσω αυτός βρισκόταν και σπούδαζε για τρία έτη στα κατεχόμενα, που το μόνο που παραθέτει είναι εκκλήσεις για προστασία του αιτητή, χωρίς εντούτοις να παραθέτει κάποιο άλλο στοιχείο που θα ήταν ενισχυτικό των λεγομένων του. Αυτό – πέραν του ότι θα ήταν δυσχερές να αποδειχθεί η γνησιότητα της – δεν θα μπορούσε, δεδομένης και της ήδη τρωθείσας συνοχής των λεγομένων του αιτητή, να στοιχειοθετήσει αυτούς.
Αναφορικά τώρα με το ερ.24, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, σημειώνω ότι, με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πως αυτό περιήλθε στην κατοχή του κατά τον χρόνο που αυτός βρισκόταν στα κατεχόμενα, από ποιόν και – πρωτίστως – πως ένα τέτοιο έγγραφο, το οποίο φέρεται να είναι κλήση στο δικαστήριο, ημ.26/02/21, είχε εκδοθεί περί τα 2 έτη αφότου ο ίδιος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, έφυγε από τη ΛΔΚ και πέραν των 3 ετών από την τελευταία φορά που συνελήφθη.
Οι ως άνω καταφανείς ελλείψεις των εν λόγω εγγράφων, σε συνάρτηση και με την ήδη σημαντικά τρωθείσα εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή επί του συνόλου του αφηγήματος του, αρκούν για να θεωρηθούν αυτά ως στερούμενα αξιοπιστίας και μη ικανά να στοιχειοθετήσουν τους ισχυρισμούς του αιτητή ή και να υπερκεράσουν τις ως άνω λεπτομερώς καταγραφείσες ελλείψεις εσωτερικής συνοχής όσων ανέφερε.
Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου, στην απουσία λοιπόν εδώ περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά, αντιφάσεις και ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα πολλά και καίρια σημεία εκ των οποίων διαβρώνεται μοιραία και η αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή παραμένουν και συνεπώς, για τον λόγο αυτό, ουδείς εκ των ισχυρισμών του μπορεί να γίνει εν προκειμένω αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.
Απομένει λοιπόν μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Κινσάσα), όπου διαμένει και η οικογένεια του.
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[10] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης.[11]
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην περιφέρεια της Kinshasa, στην οποία βρίσκεται η περιοχή καταγωγής του και ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή, κατά το τελευταίο έτος (ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης 15/08/25), καταγράφηκαν 33 περιστατικά πολιτικής βίας[12], από τα οποία προκλήθηκαν 237 θάνατοι.[13] Ο πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [14]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης, ενόψει και του πολύ μεγάλου πληθυσμού της περιοχής, ώστε να δύναται να λεχθεί ότι διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, ενόψει βεβαίως και της απόρριψης του αφηγήματος του, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[15] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Δεν παραβλέπω ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι για τον αιτητή, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη και συνυπολογίζω ότι ο αιτητής είναι υγιής, ενήλικας, με ικανότητα βιοπορισμού, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, με ικανοποιητική μόρφωση και διαθέτει στην περιοχή επαρκές οικογενειακό δίκτυο. Επί του τελευταίου, ήτοι της ύπαρξης οικογενειακού δικτύου, σημειώνω ότι, δεδομένης και της απόρριψης του συνόλου του αφηγήματος του αιτητή, δεν μπορώ να δεχθώ ότι ο αιτητής αδυνατεί, σε περίπτωση που όντως δεν διατηρεί επαφή με την οικογένεια του, ως ανέφερε, να ανακτήσει επικοινωνία μ’ αυτούς, προκειμένου να λάβει την ελάχιστη απ’ αυτούς στήριξη κατά την επιστροφή του, μέχρι αυτός να βιοποριστεί και να είναι σε θέση να συντηρήσει τον εαυτό του.
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.
Σημειώνω εδώ ότι όσα ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει περί μη διενέργειας ιατρικών εξετάσεων δεν δικογραφούνται, ως και οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς επισήμαναν, καθώς ο όποιος γενικός ισχυρισμός περί παράβασης του αρ.15 του νόμου (βλ. νομικό σημείο 5) δεν ικανοποιεί την ανάγκη για εξειδίκευση όλων των νομικών σημείων, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.06/07/18 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Σε κάθε δε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες εξετάσεις γίνονται μόνο όταν και εφόσον κριθεί «σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης» [αρ.15 (1) του Νόμου]. Εν προκειμένω, δεδομένης της καταφανούς ελλείψεως αξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιες εξετάσεις δεν ήταν σκόπιμες για την αξιολόγηση της αίτησης. Εδώ, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής έχει υποστεί ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων (2η περιτομή, ως αναφέρει), ως αυτός αναφέρεται ακροθιγώς και χωρίς καμία άλλη λεπτομέρεια ή και βιωματικό στοιχείο, εν μέσω ενός αφηγήματος με πλήθος ελλείψεων, κενών, ασαφειών και αντιφάσεων, δεν θα μπορούσε από μόνος του να καταστήσει αναγκαία αυτή για την εξέταση και αξιολόγηση της επίδικης αίτησης.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Human Rights Watch, 4/12/2017, Special Mission, https://www.hrw.org/report/2017/12/04/special-mission/recruitment-m23-rebels-suppress-protests-democratic-republic (πρόσβαση20/08/2025)
[2] Front Line Defenders, Lucha: Lutte pour le Changement, https://www.frontlinedefenders.org/en/organization/lucha (πρόσβαση 20/08/2025)
[3] RFI, 26/05/2016, RDC: la manifestation de l’opposition à Kinshasa dispersée par la police, https://www.rfi.fr/fr/afrique/20160526-rdc-manifestation-opposition-kinshasa-dispersee-police (πρόσβαση 20/08/2025)
[4] Le Monde, 26/05/2016, RDC : la police disperse quelques milliers de manifestants anti-Kabila à Kinshasa, https://www.lemonde.fr/afrique/article/2016/05/26/rdc-la-police-disperse-quelques-milliers-de-manifestants-anti-kabila-a-kinshasa_4927192_3212.html (πρόσβαση 20/08/2025)
[5] Le Monde, 28/12/2016, En RDC, libération de 19 militants du mouvement d’opposition Lucha, https://www.lemonde.fr/afrique/article/2016/12/28/en-rdc-liberation-de-19-militants-du-mouvement-d-opposition-lucha_5054778_3212.html (πρόσβαση 20/08/2025)
[6] Amnesty International, 21/12/2016, Urgent action, twenty activists arrested after peaceful sit-in, https://www.amnesty.org/fr/wp-content/uploads/2021/05/AFR6254072016ENGLISH.pdf (πρόσβαση 20/08/2025)
[7] Human Rights Watch, https://www.hrw.org/news/2018/06/29/dr-congo-repression-persists-election-deadline-nears, https://www.hrw.org/news/2018/06/29/dr-congo-repression-persists-election-deadline-nears (πρόσβαση 20/08/2025)
[8] CIVICUS, Arbitrary arrests of pro-democracy activists ahead of 23rd December elections, https://monitor.civicus.org/explore/drc-arrest-pro-democracy-activists-ahead-23rd-december-elections-c0ov/ (πρόσβαση 20/08/2025)
[9] Luc Nkulula - https://www.theguardian.com/world/2018/jul/18/luc-nkulula-obituary - https://www.hrw.org/news/2018/06/11/congolese-democracy-activists-death-mourned - https://en.wikipedia.org/wiki/Luc_Nkulula
[10] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[11] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[12] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests)
[13] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project (βλ. πλατφόρμα Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής και είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, Kinshasa) (ημερομηνία πρόσβασης 27/08/2025)
[14] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[15] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο