ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ 26/2025
26 Σεπτεμβρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ.W.Y.,
Από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία
μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Μ. Μπαγιαζίδου
Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:
«(Α). Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας ημερ. 29/05/2025, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του αιτητή το οποίο κοινοποιήθηκε στη δικηγόρο του στις 30/06/2025 (ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α) είναι άκυρη, παράνομη, καταχρηστική και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
(Β) (Γ)[1]
(Δ) Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του Αιτητή και/ή Διάταγμα Εφαρμογής Εναλλακτικών Μέτρων.
(Ε) Οποιανδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.
(ΣΤ) Έξοδα, πλέον ΦΠΑ»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ήτοι του Τμήματος Μετανάστευσης, ο οποίος κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.1») και της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.2»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και στις 14.04.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης -ως κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, στις 30.05.2024.
Στις 27.11.2022 ο Αιτητής συνελήφθη στον αερολιμένα Πάφου, καθώς αποπειράθηκε να αναχωρήσει για Μιλάνο με πλαστό ταξιδιωτικό έγγραφο. Λόγω τούτου, ο Αιτητής καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και έκτισε ποινή φυλάκισης από τις 10.02.2023 μέχρι και τις 26.03.2023.
Στις 11.03.2025, ο Αιτητής εντοπίστηκε και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου, Κεφ. 105).
Στις 25.04.2025 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση επί του εντύπου με τίτλο «Subsequent Application for International Protection».
Στις 19.05.2025, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και ακολούθως, στις 23.05.2025 εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9Στ(2) του περί Προσφύγων Νόμου.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με την ένστασή τους, οι Καθ’ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι η προσφυγή του Αιτητή καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα καθώς, ως η θέση τους, ο ίδιος έλαβε γνώση και/ή του κοινοποιήθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης στις 29.05.2025 και ως εκ τούτου η προθεσμία προσβολής του έληξε στις 30.06.2025.
Με τη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής απορρίπτει, δια της συνηγόρου του, την προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας πως αυτή είναι αβάσιμη, καθώς, παρότι το διάταγμα κράτησης φέρει ημερομηνία 29.05.2025, δεν του επιδόθηκε τότε, κατά τρόπο που να του παρέχει πλήρη γνώση, ούτε μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενό του λόγω γλωσσικών περιορισμών· ισχυρίζεται ότι η ουσιαστική κοινοποίηση έγινε μόλις στις 03.07.2025 μέσω της δικηγόρου του, οπότε και έλαβε για πρώτη φορά σαφή και πλήρη γνώση, με αποτέλεσμα η προσφυγή να θεωρείται εμπρόθεσμη και η προδικαστική ένσταση να πρέπει να απορριφθεί ώστε να εξεταστεί η υπόθεση επί της ουσίας.
Ακολούθως, εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησής του εκδόθηκε παράνομα, πεπλανημένα, χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης αξιολόγησης της υπόθεσης του, δεν υπάρχει επαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς είναι αυθαίρετη και ασύμφωνη με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και ούτε πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 9 ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι πρόσθετα η θέση του ότι δεν ασκήθηκε ορθά η διακριτική ευχέρεια των Καθ' ων η αίτηση, το επιβληθέν μέτρο της κράτησης δεν ήταν αναγκαίο και αναλογικό υπό τις περιστάσεις και ούτε εξετάστηκαν άλλα λιγότερο επαχθή και/ή εναλλακτικά περιοριστικά μέτρα αντί αυτού της κράτησης.
Οι Καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι από το ίδιο το κείμενο του διατάγματος κράτησης προκύπτει με σαφήνεια η αιτιολογία και οι πραγματικοί λόγοι που διατηρήθηκε η κράτηση του Αιτητή στη βάση των εδαφίων (β) και (δ) του Άρθρου 9 ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, υποστηρίζοντας ότι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερη αναφορά στην επιχειρηματολογία των Καθ’ ων η αίτηση παρατίθεται εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.
Ο χρόνος εκδίκασης της προσφυγής
Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 ως έχει τροποποιηθεί, Ν.6(Ι)/2000 (στο εξής αναφερόμενος ως ο «περί Προσφύγων Νόμος») προβλέπει, για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«9ΣΤ (6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.
(β)(i) Η πρωτοβάθμια εκδίκαση προσφυγής, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α), ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό και η δικαστική απόφαση εκδίδεται, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, εντός τεσσάρων (4) εβδομάδων από την καταχώριση της προσφυγής. Προς επίτευξη της πιο πάνω προθεσμίας και ανεξαρτήτως οποιουδήποτε Διαδικαστικού Κανονισμού, το εκδικάζον δικαστήριο δύναται να δίνει ανάλογες οδηγίες για ταχεία ανταλλαγή των δικογράφων και των συνακόλουθων αγορεύσεων, ή/και δύναται να ακούει προφορικά τους διαδίκους αντί γραπτών αγορεύσεων.
(.)».
Έχοντας υπόψη την προαναφερόμενη νομοθετική πρόνοια και την απαίτηση όπως η περάτωση της δικαστικής διαδικασίας διεξάγεται με ταχύτατους ρυθμούς, προς επίτευξη της προβλεπόμενης αυτής προθεσμίας, δόθηκαν στις 18.07.2025 οδηγίες στους ευπαίδευτους δικηγόρους των διαδίκων για ταχεία ανταλλαγή των σχετικών δικογράφων και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση 30.07.2025. Ωστόσο, κατά την ακροαματική διαδικασία, διαφάνηκε η ανάγκη για προφορική μαρτυρία του Αιτητή, σε σχέση με το καίριο ζήτημα εξέτασης της προδικαστικής ένστασης των Καθ' ων η αίτηση περί του εκπρόθεσμου καταχώρισης της προσφυγής.
Λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη την εγγενή σπουδαιότητα που φέρει η εξέταση της προδικαστικής αυτής ένστασης , η οποία, εφόσον ευσταθεί, οδηγεί άνευ ετέρου την παρούσα σε απόρριψη ως απαράδεκτη, αλλά και την ανάγκη διαλεύκανσης των διασυνδεόμενων με το ζήτημα αυτό περιστατικών, τα οποία σημειώνεται ότι δεν αναδύονται ξεκάθαρα από το διοικητικό φάκελο που έχω ενώπιόν μου, κρίθηκε ότι η προφορική μαρτυρία του Αιτητή, θα εξυπηρετούσε το συμφέρον της δικαιοσύνης αλλά και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του. Σημειώνεται ότι και οι δύο πλευρές συμφώνησαν και αποδέχθηκαν την προσαγωγή εκατέρωθεν μαρτυρίας χωρίς την καταχώριση σχετικών αιτήσεων, προς αποφυγή περαιτέρω καθυστερήσεων στην εκδίκαση της υπόθεσης. Ως εκ τούτου η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση της ακρόασης στις 08.09.2025, η οποία ωστόσο αναβλήθηκε από το Δικαστήριο για τις 09.09.2025. Στις 09.09.2025 κρίθηκε απαραίτητο όπως προσκομιστεί και η μαρτυρία του Αστυφύλακα που κατ’ ισχυρισμόν επέδωσε στον Αιτητή το προσβαλλόμενο διάταγμα με την υπόθεση να ορίζεται στις 16.09.2025, ημερομηνία κατά την οποία ολοκληρώθηκε τελικώς η ακροαματική διαδικασία.
Έχοντας εκθέσει τα ως άνω γεγονότα, κρίνω σκόπιμη την επισήμανση ότι παρά την εθνική δικονομική διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(6)(β)(i), ως αυτή παρατέθηκε ανωτέρω, εντούτοις η προθεσμία που τίθεται με αυτή, ως εναρμονιστική διάταξη, θα πρέπει να ερμηνεύεται και υπό το φως της αντίστοιχης ενωσιακής διάταξης, ήτοι του άρθρου 9(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 και των αρχών που επίσης απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας[2].
Συνεπώς, η ερμηνεία των εθνικών δικονομικών κανόνων υπό το φως του συναφούς ενωσιακού δικαίου επιβάλλει τη διασφάλιση της αρχής της αποτελεσματικότητας, η οποία υπαγορεύει όπως οι τεθείσες προθεσμίες στο πλαίσιο της εξέτασης αιτήσεων ασύλου δεν αναιρούν το δικαίωμα του αιτητή σε πραγματική προσφυγή[3]. Ως έχει λεχθεί και στην απόφαση JP, C‑651/19[4], όσον αφορά στην τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας στο πλαίσιο εθνικής ρύθμισης όπως η επίμαχη, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν μία εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωση πρέπει να αναλύεται λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της εν λόγω διάταξης στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας, καθώς και της διεξαγωγής και των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας αυτής, ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνεται υπόψη, κατά περίπτωση, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας[5].
Σημειώνεται τέλος ότι η εν λόγω απαίτηση για ταχεία εκδίκαση προσφυγών κατά διατάγματος κράτησης τέθηκε με σκοπό την προστασία του ιδίου του αιτητή ασύλου (εδώ του Αιτητή) προκειμένου να μην παρατείνεται η διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της κράτησης του πέραν του αναγκαίου ορίου καθώς αυτός στερείται της ελευθερίας του.
Εν προκειμένω, υπό το φως των πιο πάνω αρχών, κρίθηκε αναγκαία η παρέκταση της εν λόγω προθεσμίας εκδίκασης λόγω ακριβώς των ειδικότερων γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση καθώς και του γεγονότος ότι είχε παρεισφρήσει στην κανονική διαδικασία εξέτασης της προσφυγής, η προσαγωγή μαρτυρίας εκ μέρους και των δύο πλευρών, για σκοπούς εξέτασης της προδικαστικής ενστάσεως περί εκπρόθεσμης καταχώρισης της προσφυγής. Σημειώνεται ότι η αναγκαία παράταση της εν λόγω προθεσμίας έγινε κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των συνηγόρων εκατέρωθεν των πλευρών και ιδίως της συνηγόρου του Αιτητή, λόγω ακριβώς της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του ιδίου.
Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΝΣΤΑΣΗ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί επί τη βάση των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως που προωθούνται από τον Αιτητή, προέχει, ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, αλλά και λόγω της εγγενούς σπουδαιότητάς της, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης των Καθ' ων η αίτηση περί του εκπροθέσμου καταχώρισης της υπό κρίση προσφυγής, η οποία, εφόσον ευσταθεί, οδηγεί άνευ ετέρου την παρούσα σε απόρριψη ως απαράδεκτη. Και τούτο, στη βάση της πάγιας νομολογίας ότι σε περίπτωση διαπίστωσης εκπρόθεσμης καταχώρισης μίας προσφυγής, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής[6].
Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 29.05.2025, γεγονός που δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο Αιτητής έλαβε πλήρη γνώση του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Ο Αιτητής προβάλλει την άποψη ότι, μολονότι το διάταγμα εκδόθηκε στις 29 Μαΐου 2025, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απέκτησε πλήρη γνώση από την ημερομηνία αυτή. Κατά πρώτον, αμφισβητείται η ίδια η δυνατότητα πραγματικής επίδοσης την ίδια ημέρα, με δεδομένο ότι το διάταγμα εκδόθηκε στη Λευκωσία και την ίδια στιγμή υποτίθεται ότι μεταφέρθηκε και επιδόθηκε στο Κρατητήριο Μενόγειας, κάτι που φαντάζει παράδοξο και πρακτικά δυσχερές. Πέραν όμως αυτής της αμφισβήτησης, ο βασικός ισχυρισμός εστιάζει στη γλωσσική διάσταση: ο Αιτητής έχει ως γλώσσα επικοινωνίας την γαλλική και συνεπώς, ακόμη και αν έγινε απόπειρα επίδοσης, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι απέκτησε πλήρη κατανόηση του περιεχομένου και της νομικής του σημασίας. Ειδικότερα, τονίζεται ότι ο Αιτητής, ήδη κρατούμενος δυνάμει άλλης νομοθεσίας, δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει ότι η κράτησή του συνεχίζεται πλέον σε άλλη νομική και πραγματική βάση. Κατά την πλευρά του Αιτητή, η πραγματική και ουσιαστική γνώση επήλθε μόλις στις 3 Ιουλίου 2025, όταν ενημερώθηκε από τη δικηγόρο του, η οποία του κοινοποίησε το διάταγμα αφού το έλαβε με καθυστέρηση λόγω ανωτέρας βίας, δηλαδή απουσίας της με αναρρωτική άδεια. Στο πλαίσιο αυτό ο Αιτητής επικαλείται νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία υπογραμμίζει ότι για να θεωρηθεί ότι ένας κρατούμενος αιτητής ασύλου έλαβε πλήρη γνώση πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι το διάταγμα κοινοποιήθηκε σε γλώσσα που ο ίδιος κατανοεί. Υποστηρίζει ακόμη ότι η προηγούμενη συμπεριφορά του καταδεικνύει συνέπεια, αφού έχει ήδη προσβάλει εμπρόθεσμα άλλες τρεις αποφάσεις της Διοίκησης, γεγονός που συνηγορεί ότι δεν θα είχε κανένα λόγο να αφήσει το παρόν διάταγμα απρόσβλητο.
Από την άλλη πλευρά, οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η επίδοση έλαβε χώρα στις 29 Μαΐου 2025 και ότι κατά την ημερομηνία εκείνη ο Αιτητής έλαβε γνώση. Αυτό προκύπτει, κατά την άποψή τους, από την καταγραφή στην επίδοση ότι το διάταγμα του διαβάστηκε, του επεξηγήθηκε και εκείνος αρνήθηκε να υπογράψει. Η επίδοση επομένως θεωρείται πλήρης και ενεργοποιεί την προθεσμία για την προσφυγή. Σε σχέση με το γλωσσικό ζήτημα, υποστηρίζεται ότι το διάταγμα εκδόθηκε στην ελληνική, η επιστολή όμως κοινοποίησης ήταν στην αγγλική γλώσσα, την οποία ο Αιτητής κατανοεί επαρκώς. Η κατανόηση αυτή, λένε, προκύπτει τόσο από την ίδια την επικοινωνία του με τη δικηγόρο του, στην οποία χρησιμοποιεί την αγγλική γλώσσα, όσο και από το γεγονός ότι σε προηγούμενο διάταγμα κράτησης, επίσης στην αγγλική, είχε επιδείξει κατανόηση και το προσέβαλε εμπρόθεσμα. Στηρίζονται δε και σε σχετική νομολογία, όπου αναφέρεται ότι η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να μεταφράζει αποφάσεις σε κάθε μητρική γλώσσα αιτητή, αλλά αρκεί να ενημερώνεται ο τελευταίος σε γλώσσα που κατανοεί ή εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί. Επιπλέον, προβάλλουν ένσταση ως προς το παραδεκτό των Παραρτημάτων που προσκόμισε ο Αιτητής μέσω γραπτής αγόρευσης, υπογραμμίζοντας ότι η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσκόμισης μαρτυρίας, και ότι τέτοια στοιχεία θα μπορούσαν να κατατεθούν μόνο με άδεια του Δικαστηρίου, κάτι που δεν ζητήθηκε. Κατά συνέπεια, η θέση τους είναι ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει να απορριφθεί.
Ως προς το τελευταίο, επισημαίνεται ότι κατά τη δικάσιμο της 30ης Ιουλίου 2025 η συνήγορος του Αιτητή υπέβαλε προφορικό αίτημα δυνάμει του Κανονισμού 10 των Διαδικαστικών Κανονισμών[7], όπως τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου τα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην γραπτή της αγόρευση ως Παραρτήματα Α και Β με το Δικαστήριο να αποδέχεται το αίτημα.
Το Παράρτημα Α συνιστά αλληλογραφία της συνηγόρου του Αιτητή με τον ίδιο μέσω της εφαρμογής WhatsApp, με την οποία τον ενημερώνει για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης και του το αποστέλλει. Ως προκύπτει από το παράρτημα αυτό, ο Αιτητής απαντά πως: «On May 29 I received nothing as requested documents even from Maria who works as asylum». Σε επισήμανση της δικηγόρου του ότι: «Yes but they say they told you and you refused to sign and receive them», ο Αιτητής ανταπάντησε :«every time I have an appointment with the administration I always keep you informed my God witness they did not call me. (…) I did not receive a call from the administration on May 29. Every time the administration calls me, I let you know if I really refused, if possible, that they can check the cameras».
Το Παράρτημα Β συνιστά βεβαίωση για αναρρωτική άδεια από τις 23.06.2025-01.07.2025, της δικηγόρου του Αιτητή, κας Μπαγιαζίδου.
Προς εξέταση λοιπόν του επίδικου ζητήματος, κρίθηκε απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιόν μου.
Η μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε αναφορικά με το επίδικο αυτό ζήτημα, εντοπίζεται καταρχάς στην ένορκη δήλωση του Αιτητή η οποία φέρει ημερ. 07.08.2025 και η οποία κατατέθηκε ενώπιόν του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 9ης Σεπτεμβρίου του 2025 και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1. Πρόσθετα η μαρτυρία αυτή εντοπίζεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερ. 09.09.2025 και 16.09.2025.
Ανεξάρτητα και από την έκταση ή και σημασία της μαρτυρίας αυτής, όπως τελικά διαπιστώνεται, καθηκόντως το Δικαστήριο έχει με επιμέλεια μελετήσει εκ νέου και στο σύνολό της, τη μαρτυρία την οποία έχει ήδη ακούσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης, έχοντας αναγνώσει και ολοκληρώσει αυτή την μελέτη αμέσως πριν και από την έναρξη συγγραφής της απόφασης αυτής. Φρονώ πως δεν απαιτείται η καταγραφή στην ολότητα της, της μαρτυρίας αυτής εντός της απόφασης, αλλά ούτε και κρίνεται σκόπιμη. Συνεπώς, το Δικαστήριο θα προχωρήσει απευθείας σε καταγραφή και αξιολόγηση των σημείων εκείνων της υπάρχουσας μαρτυρίας τα οποία σχετίζονται με το επίδικο ζήτημα.
Η ένορκη δήλωση του Αιτητή και η προφορική του μαρτυρία
Δια της ένορκης αυτής δήλωσής του, ο Αιτητής εξηγεί ότι κατά τον Ιανουάριο του 2025, μπλοκαρίστηκαν οι τραπεζικοί του λογαριασμοί στην Ελληνική Τράπεζα και η τράπεζα του εξήγησε ότι υπήρχε πρόβλημα λόγω του ότι το διαμέρισμά του, στο οποίο διέμενε με τον συγκάτοικό του, είχε ενοικιαστεί σε άλλο άτομο. Αμέσως ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη και προσκόμισε έγγραφα για να αποδείξει τη διαμονή του, αλλά παρ’ όλα αυτά η τράπεζα συνέχισε να μπλοκάρει τους λογαριασμούς του. Έτσι, στις 11 Μαρτίου 2025 μετέβη στο αρμόδιο Γραφείο της Υπηρεσίας Ασύλου για να διαπιστώσει τι είχε συμβεί και γιατί θεωρήθηκε παράνομος.
Η δικηγόρος του τον ενημέρωσε ότι ο φάκελός του είχε κλείσει από τις 8 Ιουνίου 2024 λόγω μη εμφάνισης σε συνέντευξη. Ο Αιτητής όμως ισχυρίζεται ότι δεν είχε ειδοποιηθεί ποτέ. Στη συνέχεια ενημερώθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου του είχε αποστείλει επιστολή στην διεύθυνση [], για να παραστεί στη συνέντευξη. Ωστόσο ο ίδιος, ως εξηγεί, με το προσήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία διέμενε στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα και μετά από την έξοδο του από το κέντρο αυτό, διέμενε σε οικία []. Περί τα τέλη του 2024 μετακινήθηκε σε νέα διεύθυνση στη Λάρνακα, ήτοι στη []. Επίσης ανέφερε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής του στη Δημοκρατία διατηρεί τους τηλεφωνικούς αριθμούς [] και [], στους οποίους όμως ουδέποτε κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Προσθέτει πως δεν γνωρίζει τον αριθμό τηλεφώνου [].
Ο Αιτητής δηλώνει ότι στις 3 Ιουλίου 2025 η δικηγόρος του τού απέστειλε μήνυμα μέσω εφαρμογής WhatsApp με το οποίο τον ενημέρωσε για την ύπαρξη νέου διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 29 Μαΐου 2025, εκδοθέντος βάσει άλλης νομοθεσίας. Σύμφωνα με την εξήγηση της δικηγόρου του, επρόκειτο για νέο διάταγμα που εκδόθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης. Ως περαιτέρω δηλώνει: «Η κυρία Μπαγιαζίδου μου εξήγησε επίσης ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται πως ένας Αστυφύλακας μου διάβασε και εξήγησε αυτό το νέο διάταγμα στις 29/5/2025 και ότι εγώ αρνήθηκα να το παραλάβω και να το υπογράψω. Αυτός ο ισχυρισμός δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Κανένας δεν μου εξήγησε ή διάβασε ότι εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης εναντίον μου στη βάση άλλου νόμου και ότι θα μπορούσα να το προσβάλω στο Δικαστήριο πλην της δικηγόρου μου στις 03/07/2025».
Υπογραμμίζει ακόμη ότι κατά το διάστημα της κράτησής του, οι μόνοι λόγοι που τον προσέγγιζαν οι αστυνομικοί ήταν για να τον πείσουν να επιστρέψει στη χώρα του ή για να του ζητήσουν να υπογράψει αίτημα εθελούσιας αναχώρησης. Σε καμία περίπτωση δεν του επεξηγήθηκε ότι τελεί υπό κράτηση βάσει νέου νομικού πλαισίου.
Κατά την ενώπιόν του Δικαστηρίου διαδικασία εξέτασης και αντεξέτασής του επί της ενόρκου δηλώσεως του, η οποία έλαβε χώρα στις 09.09.2025, ο Αιτητής υποστήριξε ότι ουδέποτε του επιδόθηκε το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 29.05.2025, παρά το γεγονός ότι στο έγγραφο υπάρχει σημείωση αστυνομικού ότι του παραδόθηκε και του εξηγήθηκε το περιεχόμενο, ενώ εκείνος αρνήθηκε να το υπογράψει. Καθ’ όλη τη διαδικασία επανέλαβε ότι δεν του είχε δοθεί το έγγραφο και ότι το έβλεπε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας ψευδή την αναφορά του αστυνομικού. Εξήγησε ότι, όταν υπάρχει έγγραφο προς επίδοση, η αστυνομία συνήθως τους καλεί ακόμη και μέσω μεγαφώνου στα κρατητήρια, κάτι που δεν έγινε στην περίπτωσή του. Ανέφερε επίσης ότι η δικηγόρος του τον είχε καθοδηγήσει να της αποστέλλει μέσω WhatsApp οποιοδήποτε έγγραφο λάμβανε, κάτι που δεν έκανε γιατί, όπως ισχυρίστηκε, το συγκεκριμένο διάταγμα δεν του είχε ποτέ δοθεί. Σε σχέση με τη γλωσσική κατανόηση, τόνισε ότι η μητρική του γλώσσα είναι η γαλλική, πως μόνο μέσω μεταφραστικών εφαρμογών μπορούσε να συνεννοηθεί με τη δικηγόρο του και ότι η γνώση της αγγλικής είναι στοιχειώδης, ανεπαρκής για την πλήρη κατανόηση ενός τέτοιου νομικού κειμένου. Επίμονες ερωτήσεις της Κα Χαραλάμπους για το αν τελικά το παρέλαβε στις 29.05, ο αιτητής τις απέρριψε κατηγορηματικά, επιμένοντας ότι ούτε κλήθηκε ούτε ενημερώθηκε τότε για νέο διάταγμα κράτησης. Στις ερωτήσεις της δικηγόρου του, κ. Μπαγιαζίδου, απάντησε ξανά ότι δεν του είχε δοθεί τίποτα και ότι δεν θυμάται πότε ακριβώς πληροφορήθηκε για την ύπαρξη άλλης διαδικασίας κράτησής του. Συνολικά, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδοση της 29.05.2025 ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, ότι το διάταγμα δεν του κοινοποιήθηκε όπως προβλέπεται και ότι δεν απέκτησε γνώση αυτού κατά τον χρόνο που ισχυρίζεται η Διοίκηση.
Η μαρτυρία του Αστυφύλακα 3206, []
Ο Αστυφύλακας 3206 κατέθεσε, κατά τη δικάσιμο της 16ης Σεπτεμβρίου, ότι γνωρίζει το έγγραφο που του επιδείχθηκε, το οποίο χαρακτήρισε ως την επίδοση του διατάγματος κράτησης, και ότι το παρέδωσε στον Αιτητή εξηγώντας του το περιεχόμενο στα αγγλικά. Ανέφερε πως εργάζεται στο γραφείο απελάσεων στη Μενόγεια εδώ και τέσσερα χρόνια και ότι κατά τη διάρκεια της κράτησης του Αιτητή είχε έρθει σε επαφή μαζί του στο πλαίσιο της διαδικασίας απομάκρυνσης αλλοδαπών, σημειώνοντας μάλιστα ότι του είχε προταθεί να επιστρέψει στη χώρα του. Υποστήριξε ότι η επικοινωνία γινόταν στην αγγλική και, κατά την άποψή του, ο Αιτητής κατανοούσε τη γλώσσα σε βαθμό που μπορούσαν να συνεννοηθούν. Ωστόσο, δεν θυμόταν με ακρίβεια ούτε τι του είπε ο Αιτητής στα αγγλικά, ούτε τη συγκεκριμένη ημέρα που έγινε η επίδοση, ενώ παραδέχθηκε ότι είχαν περάσει αρκετοί μήνες και η μνήμη του δεν ήταν σαφής. Σε σχέση με τη διαδικασία, περιέγραψε ότι τα διατάγματα αποστέλλονται με φαξ ή email στη Μενόγεια, και στη συνέχεια ενημερώνονται αυθημερόν οι κρατούμενοι, στους οποίους διαβάζεται το κείμενο στα αγγλικά, ζητείται να υπογράψουν, και σε περίπτωση άρνησης γίνεται σχετική χειρόγραφη σημείωση και το έγγραφο τοποθετείται στον φάκελο που διατηρείται στο κέντρο κράτησης, ενώ στον Αιτητή παραδίδεται αντίγραφο. Παρότι επανέλαβε ότι η διαδικασία ακολουθήθηκε και στην παρούσα περίπτωση, δεν μπόρεσε να βεβαιώσει με σαφήνεια αν πράγματι παρέδωσε αντίγραφο στον Αιτητή ούτε αν εκείνος κατανόησε πλήρως το περιεχόμενο, ενώ παραδέχτηκε ότι δεν γνωρίζει γαλλικά και ότι η εξήγηση περιορίστηκε σε ανάγνωση του διατάγματος στην αγγλική. Τέλος, παραδέχθηκε ότι συχνά οι αιτητές αρνούνται να υπογράψουν τα διατάγματα επειδή φοβούνται, χωρίς όμως να μπορεί να αποσαφηνίσει αν αυτό έπραξε και ο ίδιος ο Αιτητής.
Η μαρτυρία του Αιτητή στις 16.09.2025
Μετά την κατάθεση του Αστυφύλακα 3206, κλήθηκε εκ νέου ο Αιτητής, ο οποίος στην κατάθεσή του υπήρξε σαφής και κατηγορηματικός. Τόνισε ότι ουδέποτε του παραδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης από τον Αστυφύλακα, ούτε του επιδείχθηκε σχετικό έγγραφο. Υποστήριξε μάλιστα ότι ο συγκεκριμένος Αστυφύλακας δεν τον προσέγγισε ποτέ στη Μενόγεια, όπου κρατείται, ούτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, όπως για θέματα οικειοθελούς αποχώρησης.
Όταν ρωτήθηκε πώς έλαβε γνώση του διατάγματος και εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, ο Αιτητής απάντησε ότι ενημερώθηκε μέσω επιστολής που του απέστειλε η δικηγόρος του με μήνυμα στο WhatsApp. Στη συνέχεια διευκρίνισε ότι αυτό συνέβη στις 3 Ιουλίου, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε για πρώτη φορά σχετική ληροφόρησης, ενώ εξήγησε ότι πριν από την 3η Ιουλίου δεν είχε λάβει κάποιο έγγραφο.
Αξιολόγηση αξιοπιστίας
Κατά την αποδεικτική διαδικασία, το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του αφενός τη μαρτυρία του Αιτητή –δια των Παραρτημάτων Α και Β της γραπτής αγόρευσής του, της ενόρκου δηλώσεώς του και της προφορικής του κατάθεσης– και αφετέρου τη μαρτυρία του Αστυφύλακα 3206, ο οποίος φέρεται να του επέδωσε το διάταγμα κράτησης στις 29.05.2025.
Ο Αιτητής, τόσο στην ένορκη δήλωσή του όσο και κατά την προφορική του εξέταση, υπήρξε σαφής, κατηγορηματικός και συνεπής. Υποστήριξε ότι ουδέποτε του επιδόθηκε το διάταγμα από τον εν λόγω αστυνομικό ούτε του επιδείχθηκε σχετικό έγγραφο. Σημείωσε δε ότι, σύμφωνα με την πάγια πρακτική στα κρατητήρια Μενόγειας, οι αστυνομικοί καλούν με μεγάφωνα τους κρατούμενους όταν πρόκειται να τους παραδοθεί έγγραφο∙ κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη ποτέ στη δική του περίπτωση. Εξήγησε ότι η πρώτη φορά που έλαβε γνώση του διατάγματος ήταν στις 03.07.2025, όταν η δικηγόρος του τού το απέστειλε μέσω WhatsApp.
Το Παράρτημα Α, το οποίο περιλαμβάνει την ανταλλαγή μηνυμάτων του με τη δικηγόρο του, επιβεβαιώνει τη θέση του Αιτητή: εκεί φαίνεται ότι ενημερώθηκε για το διάταγμα στις 3 Ιουλίου, ενώ ο ίδιος εκφράζει ρητά ότι ουδέποτε κλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 29.05.2025 ούτε του παραδόθηκε κάποιο έγγραφο. Το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο, διότι προσφέρει γραπτή και άμεση απόδειξη του χρόνου που ο ίδιος απέκτησε γνώση. Η συνέπεια του Αιτητή στο σημείο αυτό, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία ότι επικοινωνούσε με τη δικηγόρο του για κάθε έγγραφο που του επιδιδόταν, ενισχύει την αξιοπιστία του, η οποία δεν κλονίσθηκε ούτε στην αντεξέταση.
Περαιτέρω, ο Αιτητής τόνισε ότι η μητρική του γλώσσα είναι η γαλλική, ενώ η γνώση της αγγλικής του είναι στοιχειώδης. Η επικοινωνία με τη δικηγόρο του γινόταν μέσω μεταφραστικών εφαρμογών, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη επίδοσης σε γλώσσα που κατανοεί ή με παρουσία διερμηνέα.
Αντιθέτως, η μαρτυρία του Αστυφύλακα παρουσίασε ουσιώδεις αδυναμίες. Αν και επιβεβαίωσε τυπικά ότι έγινε η επίδοση και ότι ακολουθήθηκε η συνηθισμένη διαδικασία, εντούτοις δεν μπόρεσε να θυμηθεί με σαφήνεια κρίσιμες λεπτομέρειες: ούτε την ακριβή ημέρα, ούτε τα λόγια που χρησιμοποιήθηκαν, ούτε αν πράγματι παραδόθηκε αντίγραφο στον Αιτητή. Παραδέχθηκε ότι η μνήμη του ήταν αδύναμη λόγω της παρέλευσης μηνών και ότι δεν γνωρίζει γαλλικά∙ περιορίστηκε απλώς στην ανάγνωση του διατάγματος στα αγγλικά, χωρίς να μπορεί να βεβαιώσει αν ο Αιτητής κατανόησε το περιεχόμενο. Η κατάθεσή του, εν τέλει, εδράζεται περισσότερο σε μια γενική περιγραφή πρακτικής παρά σε σαφή ανάμνηση του συγκεκριμένου περιστατικού επίδοσης στον συγκεκριμένο Αιτητή. Συνολικά, η κατάθεσή του εμφάνισε αβεβαιότητα ως προς τα πραγματικά περιστατικά, καθώς ενώ επιβεβαίωσε τυπικά την επίδοση, δεν μπόρεσε να απαντήσει με βεβαιότητα σε κρίσιμες λεπτομέρειες σχετικά με τον Αιτητή και τη συγκεκριμένη ημέρα.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η μαρτυρία του Αιτητή κρίνεται πιο συγκεκριμένη, σταθερή και εσωτερικά συνεπής, ενώ η κατάθεση του Αστυφύλακα, αν και στηρίζεται στη χειρόγραφη σημείωση του εγγράφου, εμφανίζεται αβέβαιη και αποδυναμωμένη λόγω αδυναμίας παροχής κρίσιμων λεπτομερειών.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει ποια εκδοχή θα υιοθετήσει ως προς το κρίσιμο ζήτημα του χρόνου πλήρους γνώσης του διατάγματος. Η νομολογία είναι σαφής ότι στους αιτητές ασύλου που τελούν υπό κράτηση, η πλήρης γνώση πρέπει να είναι πραγματική και ουσιαστική, σε γλώσσα καταληπτή στον αιτητή, ώστε να ενεργοποιείται η προθεσμία προσφυγής.
Εν προκειμένω, η Διοίκηση δεν διασφάλισε επίδοση με τρόπο που να καθιστά βέβαιο ότι ο Αιτητής κατανόησε το διάταγμα στις 29.05.2025. Αντιθέτως, το Παράρτημα Α και η σταθερή μαρτυρία του Αιτητή αποδεικνύουν ότι πλήρη γνώση απέκτησε μόνο στις 03.07.2025.
Κατά συνέπεια, ακόμη και αν παραμένουν αμφιβολίες ως προς το τι ακριβώς συνέβη την ημέρα εκείνη, αυτές πρέπει να αίρονται υπέρ του Αιτητή, σύμφωνα με την αρχή in dubio pro reo, η οποία βρίσκει έρεισμα και στον χώρο του διοικητικού δικαίου όταν πρόκειται για περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας.
Με την προσκομισθείσα μαρτυρία, ο Αιτητής πέτυχε τον σκοπό του: έθεσε σε σοβαρή αμφισβήτηση τη θέση της Διοίκησης ότι το διάταγμα επιδόθηκε στις 29.05.2025.. Φρονώ πως με την μαρτυρία που έχει προσαγάγει ο Αιτητής, ο ίδιος έχει πετύχει τον σκοπό του, αν όχι καταρρίπτοντας, τουλάχιστον θέτοντας εν αμφιβόλω τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα είχε επιδοθεί σε αυτόν στις 29.05.2025.
Και αυτό είναι αρκετό.
Αυτή είναι άλλωστε και η απαίτηση της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η προσαγωγή της κατάλληλης μαρτυρίας ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου δύναται να δημιουργήσει τουλάχιστον σκιά αμφιβολίας η οποία και θα λειτουργήσει σύμφωνα με τη νομολογία, υπέρ του αιτητή[8].
Αυτή την σκιά αμφιβολίας έχει πετύχει να δημιουργήσει ο Αιτητής, αφού ενόψει των όσων έχουν παρατεθεί με την μαρτυρία, δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα επί του επίμαχου αυτού ζητήματος με αποτέλεσμα η αμφιβολία που δημιουργείται να είναι ορθό, όπως υπαγορεύει η νομολογία, να ευεργετήσει τον Αιτητή[9].
Η κατάληξη αυτή δεν στηρίζεται μόνο στη μαρτυρία του Αιτητή αλλά στο σύνολο των δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων των Παραρτημάτων και της συνοχής των αποδεικτικών στοιχείων. Προσθέτω επιπλέον ότι, παρά το γεγονός ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα στάλθηκε ηλεκτρονικώς στη δικηγόρο του Αιτητή στις 30.06.2025, ως επιβεβαιώνει το Παράρτημα Β στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή, η κα Μπαγιαζίδου απουσίαζε με αναρρωτική άδεια από τις 23.06.2025 μέχρι και τις 01.07.2025 και έλαβε αυτό στις 03.07.2025, ημερομηνία κατά την οποία το κοινοποίησε και στον Αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και προχωρώ σε εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ενόψει των ισχυρισμών που έχουν προβληθεί, κρίνεται ασφαλώς απαραίτητη η εξέταση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση των εδαφίων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του (η ορθογραφία και η σύνταξη παραμένει αυτούσια):
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
Επειδή ο Μ.W.Y. υπήκοος Λ.Δ. ΚΟΓΚΟ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι
Ο Μ.W.Y. κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή
(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο Μ.W.Y. ότι αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και έπειτα υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε λόγω σιωπηρούς απόσυρσης, προφανώς εξ υπαιτιότητας δικής του, καθότι φαίνεται να έχει γίνει σωστή επίδοση της απόφασης της ΥΠΑΣ στον αλλοδαπό, και έπειτα, συνέχισε να διαμένει παράτυπα στη Δημοκρατία ώσπου και συνελήφθηκε με σκοπό την απέλασή του και μόνο έπειτα από πέραν τους ενός μηνός από την σύλληψη του υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Μ.W.Y. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες Αποφάσεις Επιστροφής: 1) Απορριπτική ΥΠΑΣ ημερ. 05/06/2024, 2) Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 11/03/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίσθηκε στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ είχε καταδίκη σε μητρώο της Δημοκρατίας.
6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 11/0/2025.
7. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία, υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο M.W.Y. παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.
(...)».
Παρατηρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει δύο νομικές βάσεις επί των οποίων προκύπτει στην ουσία διττή αιτιολογία για την έκδοσή του, ήτοι το εδάφιο (β) και το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2).
Ας δούμε πρωτίστως το εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2).
Επί του σημείου τούτου, η ευπαίδευτη συνήγορός του Αιτητή ισχυρίζεται ότι η προϋπόθεση του εδαφίου (β) δεν πληρείται καθώς δεν ξεκαθαρίζεται στο λεκτικό του διατάγματος ποια είναι τα στοιχεία αυτά που είναι αδύνατον να εξασφαλιστούν χωρίς την κράτησή του Αιτητή, επισημαίνοντας ότι ο ίδιος είχε κληθεί για συνέντευξη ενόσω βρισκόταν υπό κράτηση και οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν την ευκαιρία να λάβουν όσα στοιχεία επιθυμούσαν από τον Αιτητή σχετικά με το αίτημα του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζεται επί του σημείου τούτου ότι ο Αιτητής στα πλαίσια της μεταγενέστερης της αίτησης, αν και δήλωσε διεύθυνση διαμονής, εντούτοις κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Αιτητής αρνήθηκε να δηλώσει τον τόπο διαμονής του και ότι συνεπώς σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ (2)(β) αποτελούσε περίπτωση για την οποία η κράτηση κρινόταν αναγκαία.
Έχοντας εξετάσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του Αιτητή υπό το φως των όσων προκύπτουν και από τον διοικητικό φάκελο φρονώ πως αυτός δικαίως παραπονείται για την έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, και τα οποία η Διοίκηση φέρεται να θεώρησε κρίσιμα προς συλλογή μόνο μέσω της κράτησής του. Δεν καθίσταται σαφές από το διάταγμα ή τα συνοδευτικά έγγραφα ποια ακριβώς στοιχεία θεωρήθηκαν ως μη δυνατό να αποκτηθούν χωρίς την κράτηση, ούτε με ποιον τρόπο η κράτηση του Αιτητή κρίθηκε απαραίτητη για τη συλλογή τους, παρά τον φερόμενο κίνδυνο διαφυγής.
Ειδικότερα, δεν προκύπτει από κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ούτε και του Σημειώματος ημερ. 28.05.2025 (βλ. ερυθρά 238-240/249-251 του δ.φ.1) της Λειτουργού Μετανάστευσης Σ.Χ.[10] επί του οποίου αυτή ερείδεται, ποια είναι αυτά τα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να προσδιοριστούν. Ούτε βεβαίως και εντοπίζεται κάτι άλλο σχετικό στον διοικητικό φάκελο δυνάμενο ενδεχομένως να αναπληρώσει και/ή συμπληρώσει την αιτιολογία αυτή.
Το ίδιο αυτό ζήτημα με απασχόλησε στην πρόσφατη απόφαση μου στην υπόθεση αρ. ΔΚ 17/2025, 08.07.2025 D.S.D. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στην οποία επισημάνθηκα τα ακόλουθα:
«Οι κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR σχετικά με την κράτηση αιτητή ασύλου για τον συγκεκριμένο αυτό λόγο είναι σχετικές και προς τούτο παραπέμπω στην οδηγία 4.1 στην παράγραφο 28 της οποίας αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Είναι επιτρεπτή η κράτηση ενός αιτούντος για ένα περιορισμένο αρχικό διάστημα για λόγους καταγραφής, στα πλαίσια προκαταρκτικής συνέντευξης, των στοιχείων στα οποία βασίζει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Παρ’ όλ’ αυτά, η κράτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αιτιολογημένη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση. Αυτό συνεπάγεται την καταγραφή σημαντικών πληροφοριών από τον αιτούντα άσυλο, όπως για παράδειγμα των λόγων για τους οποίους ζητεί να του χορηγηθεί άσυλο. Αυτό συνήθως δεν επεκτείνεται στην κρίση για το βάσιμο των ισχυρισμών του. Η εξαίρεση αυτή στον βασικό κανόνα —ότι δηλαδή η κράτηση των αιτούντων άσυλο αποτελεί έσχατο μέτρο— δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθορισμού του καθεστώτος του αιτούντος άσυλο, ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα».
Με τον δέοντα σεβασμό προς τον αδελφό μου Δικαστή Μ. Στυλιανού, διατυπώνω τη διαφωνία μου ως προς τη θέση που υιοθετήθηκε στην ADOTA (ανωτέρω) την οποία και επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, ότι «Σύμφωνα με την ημεδαπή νομολογία, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει και τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάση στιγμή – που αποτελεί ουσιαστική παράμετρο του εδαφίου (β) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου(…)». Η διαφωνία μου εστιάζεται στην ερμηνεία του εδαφίου (β), και συγκεκριμένα στην θέση ότι ο κίνδυνος διαφυγής αποτελεί την ουσιώδη βάση της εφαρμογής του.
Κατά τη δική μου προσέγγιση, το άρθρο 9ΣΤ(2)(β) προβλέπει ότι η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται αποκλειστικά για τον σκοπό του προσδιορισμού των στοιχείων στα οποία βασίζεται η αίτησή του, εφόσον η απόκτηση των στοιχείων αυτών θα ήταν, υπό άλλες συνθήκες, αδύνατη, και ιδίως όταν συντρέχει κίνδυνος διαφυγής. Η ratio της διάταξης αυτής δεν έγκειται, κατά την ταπεινή μου θέση, στην αποτροπή του κινδύνου διαφυγής καθεαυτήν· αντιθέτως, στοχεύει πρωτίστως στην εξασφάλιση της δυνατότητας των αρχών να αποκτήσουν κρίσιμες πληροφορίες από τον αιτητή σχετικά με την αίτησή του — και μόνο όταν η λήψη αυτών των πληροφοριών δεν είναι εφικτή χωρίς την επιβολή κράτησης. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος διαφυγής δεν λειτουργεί ως αυτοτελής λόγος κράτησης κατά την εν λόγω διάταξη, αλλά ως συμπληρωματικός ή ενισχυτικός παράγοντας, ο οποίος αποκτά νομική σημασία μόνον εφόσον προηγουμένως έχει τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα της κράτησης για την απόκτηση των εν λόγω στοιχείων.
Ερμηνευόμενη κατά τρόπο γραμματικό και τελολογικό, η διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης εστιάζει στην πρακτική αδυναμία συλλογής βασικών πληροφοριών που σχετίζονται με την αίτηση και όχι στην γενική μεταναστευτική συμπεριφορά του αιτητή στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος διαφυγής, αυτός από μόνος του δεν συνιστά τον πυρήνα του λόγου κράτησης που περιγράφει η εν λόγω διάταξη, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο επικουρικά, και μόνο εφόσον έχει ήδη διαπιστωθεί η αντικειμενική αδυναμία λήψης των σχετικών πληροφοριών χωρίς την επιβολή κράτησης.
Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο κίνδυνος διαφυγής, ως αυτοτελής και ανεξάρτητος λόγος κράτησης, προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 9ΣΤ(2)(γ). Η συστηματική διάταξη των περιπτώσεων κράτησης στο άρθρο 9ΣΤ καθιστά σαφές ότι το εδάφιο (β) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή κράτησης αποκλειστικά στη βάση κινδύνου διαφυγής· κάτι τέτοιο όχι μόνο αλλοιώνει το περιεχόμενό του, αλλά και συγχέει τη σκοπιμότητά του με αυτή άλλων εδαφίων, υπονομεύοντας τον χαρακτήρα του ως στενά ερμηνευόμενης εξαίρεσης από το δικαίωμα της ελευθερίας του αιτητή.
Η θέση αυτή ενισχύεται από την παράγραφο 28 της Κατευθυντήριας Οδηγίας 4.1 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η οποία διευκρινίζει ότι η κράτηση για σκοπούς καταγραφής μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν «η συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα μπορούσε να δοθεί χωρίς να υπάρξει κράτηση», επισημαίνοντας ρητώς ότι αυτή η εξαίρεση «δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αιτιολογηθεί η κράτηση […] για απεριόριστο χρονικό διάστημα». Επομένως, ερμηνευτικά, ο νόμος επιτάσσει την προσήλωση στην αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, και όχι την επιβολή κράτησης λόγω προγενέστερων συμπεριφορών που αφορούν την περίοδο πριν την υποβολή της αίτησης ασύλου.
Ούτε και το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν είχε στην κατοχή του το διαβατήριό του και στερείτο σταθερής διεύθυνσης διαμονής επαρκεί, από μόνο του, για να θεμελιώσει κράτηση δυνάμει του εδαφίου (β) του άρθρου 9ΣΤ(2). Τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν ενδεχομένως υποδηλώνουν κίνδυνο διαφυγής, δεν αρκούν να καταδείξουν ότι η συλλογή των πληροφοριών επί των οποίων βασίζεται η αίτησή του για διεθνή προστασία θα ήταν πράγματι ανέφικτη χωρίς την επιβολή κράτησης, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Ο νόμος προϋποθέτει συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη αναγκαιότητα, η οποία εν προκειμένω δεν προκύπτει.
Στην απουσία λοιπόν στοιχείων δυνάμενων να φωτίσουν τους λόγους που οι Καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν το προσβαλλόμενο διάταγμα επί τη βάση του εδαφίου (β) το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει και να εξάγει ασφαλή επί τούτου συμπεράσματα. Φρονώ συνεπώς, σε συμφωνία και με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του Αιτητή ότι το εκδοθέν διάταγμα περιέχει εσφαλμένη αιτιολογία».
Καταλήγω συνεπώς ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα στον βαθμό που ερείδεται στο εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ(2) είναι αναιτιολόγητο.
Ωστόσο η πάσχουσα αυτή αιτιολογία δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την έτερη αιτιολογία που δόθηκε και/ή ότι κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα. Ως προς αυτό, το άρθρο 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 διαλαμβάνει ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης».
Μελετώντας το επίδικο διάταγμα αλλά και το σχετικό με αυτή Σημείωμα της Σ.Χ., φρονώ πως εύκολα διαφαίνεται πως κύρια αιτιολογία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) καθιστώντας κατά τούτο την αιτιολογία του εδαφίου (β) ως επικουρική.
Επιβάλλεται συνεπώς η εξέταση του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα.
Το εν λόγω εδάφιο καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εντός των αντικειμενικών αυτών κριτηρίων συμπεριλαμβάνεται και το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.
Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παράγραφο (δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση. Η παράγραφος (δ) εντάσσεται στο πλαίσιο του εδαφίου (2) το οποίο διαλαμβάνει ότι:
«Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης».
Περαιτέρω, το εδάφιο (3) προνοεί ότι:
«Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής».
Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί.
Σε συνέχεια των πιο πάνω επισημάνσεων, θα προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου
Εν προκειμένω, βάσει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 11.03.2025, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, ενώ δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασης του. Ο Αιτητής έλαβε γνώση του εν λόγω διατάγματος το οποίο επιδόθηκε προσωπικά στον ίδιο, γεγονός που δεν αμφισβητείται, εναντίον του οποίου καταχώρισε μάλιστα και την προσφυγή αρ. 523/2025 η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση στις 29.10.2025 ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Συνεπώς συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής της περίπτωσης του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησής του δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του δυνάμει του Κεφαλαίου 105. Το δεδομένο αυτό λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.
Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου
Το κρίσιμο ζήτημα λοιπόν ανακύπτει σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή κατά πόσον η νέα αίτηση ασύλου καταχωρήθηκε με σκοπό παρελκυστικό. Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εξέταση της προϋπόθεσης αυτής επιβάλλει την μελέτη του ιστορικού που περιβάλλει την υπόθεση του Αιτητή, αφού ασφαλώς η κάθε του ενέργεια και το μεταναστευτικό του προφίλ του κρίνονται σχετικά και αξιολογούνται προκειμένου να κριθεί ποιες ήταν οι πραγματικές του προθέσεις κατά την καταχώριση της αίτησης ασύλου.
Καίριας σημασίας είναι το κατά πόσο ο Αιτητής έλαβε ή όχι γνώση για το γεγονός ότι έκλεισε ο φάκελός του. Και επί τούτου, έκαστη πλευρά υιοθέτησε διαφορετική γραμμή με τον Αιτητή να ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε σχετική ενημέρωση και τους Καθ’ ων η αίτηση να ισχυρίζονται το αντίθετο.
Παράθεση των γεγονότων που διαπλέκονται με το ζήτημα αυτό ως αυτά προκύπτουν από τους ενώπιόν μου διοικητικούς φακέλους (δ.φ.1 και δ.φ.2) αλλά και την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν μου, επιβάλλεται προς ευχερέστερη κατανόηση του θέματος:
· Ο Αιτητής στην αρχική αίτηση του για άσυλο (βλ. ερ. 7, δ.φ.2) δήλωσε ως διεύθυνση διαμονής την: [] και ως τηλέφωνο: []
· Από έρευνα που φαίνεται να έγινε στο ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερ. 32 του δ.φ.2), εντοπίζεται ότι στις 28.04.2021 ο Αιτητής δήλωσε την ως άνω διεύθυνση και τηλέφωνο. Ακολούθως στις 07.10.2021 δήλωσε ως διεύθυνση την: [] και ως τελευταία ημερ. ενημέρωσης εντοπίζεται η 08.07.2022 όπου καταγράφεται η ίδια διεύθυνση και προστίθεται ως τηλέφωνο το [].
· Ως προκύπτει από το ερυθρό 27 του δ.φ.2, στις 23.02.2024 έγινε προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Αιτητή στο τηλέφωνο [], με αποτέλεσμα «No answer». Νέα προσπάθεια έγινε στις 29.02.2024 (βλ. ερ. 28 του δ.φ.2), στον ίδιο αριθμό με αποτέλεσμα «Ringing but no answer», ενώ τελευταία προσπάθεια επιχειρήθηκε στον ίδιο αριθμό στις 08.04.2024 με αποτέλεσμα: «No answer» (βλ. ερ. 29 του δ.φ. 2)
· Πέραν της ως άνω καταγεγραμμένης προσπάθειας για τηλεφωνική επικοινωνία, στον Αιτητή αποστάλθηκε επιστολή ημερ. 02.05.2024 με την οποία ο ίδιος καλείτο να παραστεί σε προγραμματισμένη συνάντηση. Η επιστολή αυτή στάλθηκε στη διεύθυνση: [] (βλ. ερ. 35 του δ.φ. 2). Ως προκύπτει από το ερυθρό 47 του δ.φ. 2, η επιστολή επιστράφηκε υπό την ένδειξη «Αζήτητο».
· Ακολούθως, στις 30.05.2024 αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή και η διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του με την αιτιολογία ότι παρά τις προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας και την αποσταλθείσα επιστολή, ο Αιτητής δεν προσήλθε στην προκαθορισμένη ημερομηνία συνέντευξής του (βλ. ερ. 40-38 του δ.φ. 2).
· Επιστολή ενημέρωσης για την ως άνω εξέλιξη με ημερ. 05.06.2024, αποστάλθηκε στον Αιτητή, στην διεύθυνση [] (βλ. ερ. 44 του δ.φ. 2). Ως προκύπτει από το ερυθρό 52 του δ.φ. 2, η επιστολή επιστράφηκε υπό την ένδειξη «Αζήτητο».
Ο Αιτητής αμφισβητεί ότι διέμενε ποτέ στην διεύθυνση [] και ότι είχε ποτέ τηλέφωνο με τον αριθμό []. Συγκεκριμένα:
· Στην ένορκη δήλωση της κας Ιωακειμίδου -δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή- η οποία συνοδεύει την καταχωρισθείσα προσφυγή του Αιτητή καταγράφεται στην παράγραφο 4 αυτής ότι: «Ως με ενημέρωσε ο Αιτητής, ο ίδιος, μετά την έξοδο του από το Κέντρο Υποδοχής, διέμενε σε οικία στη [] (…). Περί τα τέλη του 2024 ο Αιτητής άλλαξε τόπο διαμονής και μετακόμισε στη διεύθυνση []».
· Στην παράγραφο 5 της ίδιας ένορκης δήλωσης επισημαίνεται ότι τόσο στην επιστολή ημερ. 02.05.2024 με την οποία κλήθηκε ο Αιτητής να παραστεί σε συνέντευξη, όσο και στην απορριπτική επιστολή ημερ. 05.06.2024, καταγράφεται διαφορετική διεύθυνση που δεν ανταποκρίνεται σε καμία από τις δύο διευθύνσεις του Αιτητή.
· Στην παράγραφο 7 της ίδιας ένορκης δήλωσης επισημαίνεται επιπλέον ότι στο διοικητικό φάκελο έχουν εντοπιστεί έντυπα τηλεφωνικών κλήσεων της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερ. 27-29 του δ.φ. 2) στον αριθμό []. Προστίθεται ότι «Ο αριθμός αυτός ωστόσο, ως με ενημερώνει ο Αιτητής, οι τηλεφωνικοί αριθμοί που διατηρούσε και ήταν γνωστοί στην Υπηρεσία Ασύλου ήταν οι αριθμοί [] και [], στους οποίους ουδέποτε έλαβε κλήση από παράλειψη της Υπηρεσίας Ασύλου».
· Με την ένορκη δήλωση που καταχώρισε ο Αιτητής κατά τη δικάσιμο της 9ης Σεπτεμβρίου (βλ. Τεκμήριο 1 της δικασίμου 09.09.2025), δήλωσε ότι κατά τον Ιανουάριο του 2025 αντιμετώπισε πρόβλημα με τον λογαριασμό του στην Ελληνική Τράπεζα, ο οποίος μπλοκαρίστηκε. Ο τραπεζικός υπάλληλος τον ενημέρωσε ότι πιθανόν υπάρχει ζήτημα με το καθεστώς διαμονής του και τότε ο Αιτητής ζήτησε αμέσως από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματός του να ετοιμάσει νέο ενοικιαστήριο έγγραφο, το οποίο προσκόμισε στις 10.02.2025, κατ’ ισχυρισμόν στην Υπηρεσία Μετανάστευσης, μαζί με μία αίτηση που συμπλήρωσε εκεί. Ως εξήγησε, ο λογαριασμός του παρέμεινε μπλοκαρισμένος και στις 11.03.2025 μετέβηκε εκ νέου στην Υπηρεσία Μετανάστευσης όπου, κατά τον ισχυρισμό του, αντί να τον συμβουλεύσουν τι έπρεπε να κάνει, τον συνέλαβαν. Συνεχίζει λέγοντας ότι μετά την σύλληψη του επικοινώνησε με τη δικηγόρο του, η οποία προχώρησε σε έρευνα στον φάκελό του και του εξήγησε ότι ο φάκελός του έκλεισε στις 05.06.2024 επειδή θεωρήθηκε ότι απέσυρε σιωπηλά την αίτησή του.
· Ως περαιτέρω εξηγεί στο Τεκμήριο 1, μετά την έξοδό του από το Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα, διέμενε σε οικία [] και ότι περί τα τέλη του 2024 άλλαξε τόπο διαμονής και μετακόμισε στη διεύθυνση [].
· Επισημαίνει περαιτέρω ότι οι τηλεφωνικοί αριθμοί που διατηρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια που βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν οι αριθμοί [] και [], στους οποίους ουδέποτε κλήθηκε ενώ δεν γνωρίζει τον αριθμό τηλεφώνου [].
· Κατά τη δικάσιμο της 9ης Σεπτεμβρίου εξήγησε ότι είχε παραδώσει ενοικιαστήριο έγγραφο στο immigration, όπου του δόθηκε σχετική φόρμα για να συμπληρώσει. Το ενοικιαστήριο αυτό έγγραφο δόθηκε στο Δικαστήριο και σημείωθηκε ως Τεκμήριο 2 και σε αυτό αναγράφεται η διεύθυνση []. Ως δήλωσε, το νέο ενοικιαστήριο, με περίοδο ενοικίασης από τις 10 Φεβρουαρίου 2025 έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2025, το υπέγραψε την ίδια ημέρα που κατέθεσε την αίτησή του, στις 10 Φεβρουαρίου 2025. Πριν από αυτή τη μεταβολή, διέμενε σε διεύθυνση στην [], όπου μετακόμισε αμέσως μετά την έξοδό του από το camp.
· Σε επισήμανση της κας Χαραλάμπους, με παραπομπή στο ερυθρό 32 του δ.φ. 2, ότι ο αριθμός τηλεφώνου που ο ίδιος είχε δηλώσει στην Υπηρεσία Ασύλου ήταν [], ο Αιτητής απάντησε πως όχι δηλώνοντας πως το τηλέφωνό του είναι []. Ακολούθως, δήλωσε ότι έχει δύο αριθμός τηλεφώνου, τον [] και τον [].
· Σε υποβολή που του τέθηκε από την κα Χαραλάμπους ότι ο ίδιος είχε μεταβεί στην Υπηρεσία Ασύλου και προχώρησε σε αλλαγή των στοιχείων του, δηλώνοντας ως τηλέφωνο τον αριθμό [] ο Αιτητής απάντησε πως όχι. Αρνητική ήταν επίσης η τοποθέτησή του ότι μεταξύ της περιόδου υποβολής της αίτησής του το 2021 και της σύλληψης του τον Ιανουάριο του 2023, είχε αποταθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για να λάβει ενημέρωση για την αίτησή του.
Επισημαίνεται ότι κατά την δικάσιμο της 9ης Σεπτεμβρίου 2025, η κα Χαραλάμπους προσκόμισε σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 26.08.2025 από Λειτουργό Ασύλου, το οποίο κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3 και στο οποίο καταγράφεται ότι: «Λόγω του Κορωναίου, οι διαδικασίες διέφεραν και η αλλαγή στοιχείων (διεύθυνσης και αρ. τηλεφώνου) ήταν αποδεκτή και προφορικά. Δηλαδή, η γραπτή αλλαγή στοιχείων δεν ήταν υποχρεωτική. Επιπρόσθετα, στο σύστημα της ΥΠΑΣ, φαίνεται η συγκεκριμένη διεύθυνση να είχε καταχωρηθεί δύο φορές, κάτι που δηλώνει την επιβεβαίωση των εν λόγω στοιχείων»
Κατά την προφορική της αγόρευση ενώπιόν του Δικαστηρίου στις 16.09.2025, η κα Μπαγιαζίδου δήλωσε σχετικώς ότι ο αριθμός που καλούσε η Υπηρεσία Ασύλου ήταν λανθασμένος, όπως λανθασμένη ήταν και η διεύθυνση στην οποία στάλθηκαν οι δύο επιστολές για την κλήση του Αιτητή σε συνέντευξή και για το κλείσιμο του φακέλου του. Προσθέτει επίσης ότι στο ερυθρό 291/59 του δ.φ. 1 εντοπίζεται καταγεγραμμένος ο τελευταίος αριθμός του Αιτητή, ήτοι ο [], στον οποίο δεν κλήθηκε ο Αιτητής. Αναφορικά με το Τεκμήριο 3, η κα Μπαγιαζίδου επισημαίνει ότι η αναφορά της λειτουργού ότι λόγω covid οι διαδικασίες διέφεραν και η αλλαγή στοιχείων ήταν αποδεκτή προφορικά, είναι γενική αναφορά, προσθέτοντας ότι είναι και λανθασμένη καθώς τα μέτρα για το covid ίσχυαν το 2020, ενώ ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου το 2021. Σε κάθε περίπτωση, είναι η θέση της, ότι η λειτουργός θα έπρεπε να έλθει στο Δικαστήριο για να τα πει και να τεθεί και σε αντεξέταση. Επισημαίνει ότι η καταγραφείσα διεύθυνση του Αιτητή είναι εσφαλμένη και ότι ο ίδιος λίγες μέρες προτού συλληφθεί, ήτοι στις 10.02.2025 είχε δώσει στους Καθ’ ων η αίτηση το ενοικιαστήριο με την αλλαγή διεύθυνσής του.
Επί του θέματος αυτού, η κα Χαραλάμπους κατά την προφορική της αγόρευση ενώπιόν του Δικαστηρίου στις 16.09.2025, επισήμανε ότι η Υπηρεσία Ασύλου έστειλε τις επίδικες επιστολές στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του Αιτητή και ότι κάλεσε αυτόν στον τελευταίο αριθμό που ο ίδιος δήλωσε.
Εξετάζοντας το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, όπως αυτά αποτυπώνονται στον διοικητικό φάκελο αλλά και μέσα από τις ένορκες δηλώσεις και την προφορική μαρτυρία των διαδίκων, διαπιστώνω τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής αμφισβητεί ότι διέμενε ποτέ στη διεύθυνση [] και ότι διέθετε τον αριθμό τηλεφώνου []. Επιμένει ότι η πραγματική του κατοικία από την έξοδό του από το Κέντρο Υποδοχής ήταν [] και ότι μόνο στα τέλη του 2024 μετακόμισε στην []. Η εκδοχή του υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της δικηγόρου του, στην οποία καταγράφεται η ίδια αλληλουχία, καθώς και από ενοικιαστήριο έγγραφο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και φέρει ημερομηνία 10.02.2025, με το οποίο αποδεικνύεται η μετεγκατάστασή του στην []. Ο ίδιος εξήγησε επίσης με δική του ένορκη δήλωση ότι οι μόνοι τηλεφωνικοί αριθμοί που είχε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν οι [] και []. Ο πρώτος εκ των αριθμών αυτών, εντοπίζεται στο ερ. 32 του δ.φ.2, επί του οποίου φαίνεται να βασίστηκε η Υπηρεσία Ασύλου για να προχωρήσει στα διαβήματα επικοινωνίας. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός δεν αξιοποιήθηκε για σκοπούς επικοινωνίας.
Η Υπηρεσία επικαλέστηκε, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος λειτουργού με ημερομηνία 26.08.2025 (Τεκμήριο 3, δικασίμου 09.09.2025), ότι λόγω της περιόδου COVID ήταν αποδεκτές και προφορικές αλλαγές στοιχείων, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογεί την ύπαρξη της νέας διεύθυνσης και του νέου αριθμού χωρίς σχετικό έγγραφο. Η μαρτυρία αυτή, όμως, είναι εξωγενής σε σχέση με τον διοικητικό φάκελο, αφού δεν περιλαμβανόταν σε αυτόν κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης, αλλά προσκομίστηκε εκ των υστέρων για σκοπούς δίκης. Επιπλέον, είναι γενική και δεν συνδέεται συγκεκριμένα με την περίπτωση του Αιτητή, ενώ η λειτουργός που την υπογράφει δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει και να τεθεί σε αντεξέταση. Η αποδεικτική της αξία είναι, επομένως, περιορισμένη.
Κρίσιμο είναι επίσης το γεγονός ότι το συνήθως απαιτούμενο έντυπο αλλαγής στοιχείων, το οποίο συμπληρώνεται όταν ένας αιτητής μεταβάλλει τη διεύθυνσή του ή τον αριθμό τηλεφώνου του, δεν εντοπίζεται στον φάκελο. Η έλλειψη αυτού του εγγράφου, σε συνδυασμό με το ότι οι επιστολές στάλθηκαν σε διεύθυνση από την οποία επέστρεψαν «Αζήτητο» και ότι οι κλήσεις έγιναν σε αριθμό που ο Αιτητής αρνείται ότι διέθετε ποτέ, δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για το αν πράγματι τα στοιχεία αυτά δηλώθηκαν από τον ίδιο. Αντιθέτως, ενισχύουν την πιθανότητα ότι η καταχώριση έγινε εκ παραδρομής ή χωρίς τη δική του ενεργή συμβολή.
Η αξιοπιστία του Αιτητή πρέπει να εκτιμηθεί υπό το φως όλων των παραπάνω. Οι ισχυρισμοί του είναι συνεπείς στο χρόνο, στηρίζονται από έγγραφα όπως τα ενοικιαστήρια και από την ένορκη δήλωση της δικηγόρου του, και επιβεβαιώνονται από τη δική του άμεση αντίδραση όταν πληροφορήθηκε για πρώτη φορά το κλείσιμο του φακέλου του μετά τη σύλληψή του τον Ιανουάριο του 2025. Η αντίδρασή του να προσκομίσει αμέσως νέο ενοικιαστήριο και να επιδιώξει τη ρύθμιση του καθεστώτος διαμονής του δείχνει αιφνιδιασμό και κατατείνει στο συμπέρασμα ότι δεν είχε προηγουμένως ενημερωθεί.
Επισημαίνεται πρόσθετα ότι στον φάκελο του Τμήματος Μετανάστευσης (δ.φ.1), εντοπίζεται στο ερυθρό 291/59 νέα εκτύπωση της καταχώρισης στο ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου από την οποία προκύπτει ότι ο νέος αριθμός του Αιτητή, ήτοι ο []- πράγματι δηλώθηκε κάποια στιγμή στην Υπηρεσία Ασύλου. Δυστυχώς, το πότε έγινε αυτό δεν προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, το μόνο δε που προκύπτει είναι η ημερομηνία εκτύπωσης που είναι η 11η Μαρτίου 2025 η οποία ωστόσο δεν μπορεί να αποκαλύψει τον πραγματικό χρόνο της καταχώρισης και αν αυτή η καταχώριση έγινε κατά τον χρόνο της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω, το τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, που πράγματι λειτουργεί υπέρ της Διοίκησης, στην παρούσα υπόθεση κάμπτεται. Η ύπαρξη καταχώρισης στον φάκελο δεν αρκεί από μόνη της να αποδείξει ότι ο Αιτητής έλαβε γνώση, ιδίως όταν απουσιάζει το προβλεπόμενο έντυπο αλλαγής στοιχείων και όταν υπάρχουν ανεξάρτητα στοιχεία που κατατείνουν στο αντίθετο. Η αποστολή επιστολών σε αμφισβητούμενη διεύθυνση, οι ανεπιτυχείς κλήσεις σε αμφισβητούμενο αριθμό, η μη χρήση των τηλεφωνικών αριθμών που καταγράφονται στον φάκελο και η εκ των υστέρων προσκόμιση εξωγενούς μαρτυρίας που στερείται ισχυρής αποδεικτικής αξίας, όλα συνηγορούν ότι δεν εξασφαλίστηκε πραγματική ενημέρωση του Αιτητή.
Συμπερασματικά, η Διοίκηση τυπικά μπορεί να ισχυριστεί ότι ενήργησε βάσει των στοιχείων που βρήκε στον φάκελο, ουσιαστικά όμως δεν διασφάλισε ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε. Η συνεπής μαρτυρία του Αιτητή, τα έγγραφα που την στηρίζουν και η ελλιπής επιμέλεια της Υπηρεσίας δύναται να δημιουργήσει τουλάχιστον σκιά αμφιβολίας η οποία και θα λειτουργήσει σύμφωνα με τη νομολογία, υπέρ του Αιτητή[11].
Ενόψει των όσων έχουν παρατεθεί με την μαρτυρία, δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα επί του επίμαχου αυτού ζητήματος με αποτέλεσμα η αμφιβολία που δημιουργείται να είναι ορθό, όπως υπαγορεύει η νομολογία, να ευεργετήσει τον Αιτητή[12]. Καταλήγω συνεπώς ότι ο ο Αιτητής δεν έλαβε γνώση για το κλείσιμο του φακέλου του.
Εφόσον λοιπόν ο Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο της σύλληψής του δεν είχε γνώση για το κλείσιμο του φακέλου του αλλά ούτε και κατ' επέκταση ενημερώθηκε για την εκκίνηση διαδικασίας επιστροφής εναντίον του, μέσω της έκδοσης απόφασης επιστροφής, δεν μπορεί βάσιμα να κριθεί ότι η καταχώριση της αίτησης επανανοίγματος του φακέλου του, υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την παρεμπόδιση της διαδικασίας επιστροφής του.
Ενόψει των πιο πάνω, η καταχρηστικότητα, ως προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), εστιάζει στο αν η αίτηση διεθνούς προστασίας καταχωρίστηκε όχι για την ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, αλλά αποκλειστικά για να αναχαιτίσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της διαδικασίας επιστροφής που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη.
Στην προκειμένη υπόθεση, το βασικό στήριγμα της Διοίκησης είναι ότι ο Αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση μόνο μετά τη σύλληψή του, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του προσχηματικού χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα αποδυναμώνεται από την κρίση ότι ο Αιτητής δεν είχε ενημερωθεί για το κλείσιμο του φακέλου του, οπότε τελούσε υπό την εντύπωση ότι η αρχική του αίτηση για άσυλο, βρισκόταν ακόμη υπό εξέταση. Αν πράγματι αγνοούσε την απόρριψη λόγω σιωπηρής απόσυρσης, τότε η καταχώριση νέου αιτήματος δεν εμφανίζεται ως προσχηματική κίνηση για να αποφύγει την επιστροφή, αλλά ως εύλογη προσπάθεια να συνεχίσει μια διαδικασία από την οποία αποκλείστηκε χωρίς δική του υπαιτιότητα.
Ως έχει ήδη επισημανθεί, η διοικητική πρακτική που ακολουθήθηκε — κλήσεις σε τηλέφωνο που ο Αιτητής αρνείται ότι διέθετε, αποστολή επιστολών σε αμφισβητούμενη διεύθυνση, απουσία εντύπου αλλαγής στοιχείων και επιστροφή αλληλογραφίας ως «Αζήτητο» — δεν συνιστά επαρκή βάση για να συναχθεί ότι ο ίδιος είχε πλήρη γνώση και ενσυνείδητα παρέμεινε αδρανής μέχρι τη σύλληψη. Αντίθετα, ενισχύεται η εικόνα ότι υπήρξε κενό στην ενημέρωση εκ μέρους της Διοίκησης.
Υπό αυτές τις περιστάσεις, η καταχρηστικότητα δεν μπορεί να τεκμηριωθεί και εφόσον δεν αποδεικνύεται με αντικειμενικά και σαφή κριτήρια ότι η αίτηση έγινε προσχηματικά, η προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) ως προς την καταχρηστικότητα δεν πληρούται.
Το εδάφιο απαιτεί ειδική, εξατομικευμένη τεκμηρίωση ότι η συγκεκριμένη αίτηση διεθνούς προστασίας χρησιμοποιείται ως μέσο ματαίωσης της απομάκρυνσης. Η θεμελίωση αυτή ελλείπει, διότι το βασικό αντικειμενικό στήριγμα – η επίδοση/ενημέρωση περί κλεισίματος – δεν υφίσταται κατά τα ευρήματα.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), το οποίο αποτελεί και τη νομική βάση έκδοσης του υπό εξέταση διατάγματος «ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εφόσον λοιπόν δεν πρόκειται για μεταγενέστερη αίτηση αλλά για επανάνοιγμα του φακέλου του και συνέχιση της εξέτασης της αίτησής του από το σημείο στο οποίο αυτή είχε σταματήσει, δεν μπορεί, αυθαίρετα και χωρίς αξιολόγηση των γεγονότων που περιστοιχίζουν την υπόθεση του Αιτητή, να κριθεί ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.
Παραπέμπω προς τούτου στις αρχές που καθορίστηκαν από το ΔΕΕ στην υπόθεση Arslan[13], C-534/11 (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«61. Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.
62. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.
63. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».
Η νομολογία λοιπόν απαιτεί, όπως η καταχώριση της αίτησής ασύλου να υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Τέτοια κρίση ωστόσο δε δύναται να εξαχθεί στην υπό εξέταση περίπτωση όπου ο Αιτητής είχε ήδη υποβάλει αίτηση ασύλου, ένα περίπου μήνα από την είσοδό του στη Δημοκρατία, η οποία ουδέποτε εξετάστηκε επί της ουσίας της.
Επαναλαμβάνω ότι αυτό που εξετάζεται εν προκειμένω είναι το διάταγμα κράτησης εναντίον ενός αιτητή ασύλου. Ξεκινώντας με δεδομένο ότι η στέρηση της ελευθερίας, εκτός όπου επιβάλλεται μετά από ποινική καταδίκη, μπορεί να επιβληθεί μόνο ως έσχατη λύση, το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή πρότυπα προβλέπουν ότι για τον έλεγχο της μετανάστευσης, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, μετά από μεμονωμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, αναγκαία και αναλογική. Επίσης η κράτηση οποιουδήποτε δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, πρέπει να γίνεται με καλή πίστη και να στηρίζεται σε νομική βάση.
Στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καταγράφεται ρητώς ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.
Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»
Από το πλέγμα των προαναφερθέντων γεγονότων και υπό το φως των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης, κρίνω ότι δεν υπάρχουν εν προκειμένω τα αντικειμενικά αυτά δεδομένα από τα οποία να προκύπτει ότι ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση ασύλου προς αποφυγή ή/και παρεμπόδιση της επικείμενης απέλασής του.
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 9ΣΤ(2)(β) και (δ) και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου προσφυγής.
Παρόλο που το παρόν Δικαστήριο δύναται να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, εξετάζοντας πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης και υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης, με δεδομένο ότι από τον φάκελο ελλείπουν σημαντικά στοιχεία και/ή επιπρόσθετη μαρτυρία που θα δικαιολογούσε την κράτηση του Αιτητή στη βάση των εδαφίων (2) (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν κρίνω ότι μπορεί να επικυρωθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης.
Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων αφού στη βάση του σκεπτικού της απόφασης του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020 (από τούδε και στο εξής «FMS»), θα πρέπει ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε ο αιτητής να παραμένει σε ισχύ. Στην προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ, FMS, λέχθηκαν τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):
«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.
293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»
Συνάγεται από το απόσπασμα της πιο πάνω απόφασης, ότι θα πρέπει ο λόγος που δικαιολόγησε την έκδοση του διατάγματος κράτησης να παραμένει σε ισχύ, ώστε να μπορέσει, κατά περίπτωση, να διαταχθεί η λήψη εναλλακτικών μέτρων. Στην παρούσα προσφυγή, δεν διακρίνω από τα στοιχεία του φακέλου να υφίστανται τα αντικειμενικά στοιχεία και κριτήρια, τα οποία θα δικαιολογούσαν την κράτηση του Αιτητή, σύμφωνα με την αιτιολογική βάση των παραγράφων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), ώστε να προχωρήσω με την εξέταση της σκοπιμότητας και δυνατότητας να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Καταλήγω συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει αιτιολογία που να υποδηλώνει ότι είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.
Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό (Α) της προσφυγής του Αιτητή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Διατάζεται δε η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή δυνάμει του αιτητικού (Δ) της προσφυγής του. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Τα αιτητικά Β και Γ αποσύρθηκαν κατά τη δικάσιμο της 18ης Ιουλίου 2025 και συνεπώς δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο.
[2]Βλ. αποφάση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 148, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides C‑651/19, ECLI:EU:C:2020:681, σκέψεις 35 έως 42, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C 556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 73.
[3] Βλ. Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), άρθρο 9(3) της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320.
[4] Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020C 651/19, ECLI:EU:C:2020:681, σκέψεις 35 έως 42
[5] Βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C‑234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.
[6] Μιχάλης Χάλιου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Παπαγεωργίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. αρ. 186/2017, ημερ. 23.12.2020, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1429/2019, ημερ. 14.02.2020 και Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1651/2015, ημερ. 06.11.2019.
[7] Οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019)
[8] Βλ. Napa Mermaid Hotel and Suites Ltd ν. Δήμου Αγίας Νάπας, υπόθεση αρ. 6435/2013, 18.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:D846.
[9] Βλέπε Kritiotis v. Municipality of Paphos & Others (1986) 3 Α.Α.Δ. 322, 346,424/88, Rainbow Bleaching & Dyeing Co. Ltd. v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ημερ. 13.01.1990 και 297/89, Άκης Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 18.12.1990).
[10] Το ονοματεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[11] Βλ. για παράδειγμα Napa Mermaid Hotel and Suites Ltd ν. Δήμου Αγίας Νάπας, υπόθεση αρ. 6435/2013, 18.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:D846, ECLI:CY:AD:2015:D846.
[12] Βλέπε Kritiotis v. Municipality of Paphos & Others (1986) 3 Α.Α.Δ. 322, 346,424/88, Rainbow Bleaching & Dyeing Co. Ltd. v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ημερ. 13.01.1990 και 297/89, Άκης Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 18.12.1990).
[13] C-534/11, Mehmet Arslan κατά Policie ČR, Krajské ředitelství policie Ústeckého kraje, odbor cizinecké policie, 30.05.2013, ECLI:EU:C:2013:343
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο