ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. ΔΚ 28/2025
16 Σεπτεμβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Η.S.Μ.Τ.
Aιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Εσωτερικών
Καθ’ ου η αίτηση
………………………………..
Μ. Σατολιά (κα) μαζί με Α. Σατολιά και Π. Καράκο ασκούμενοι δικηγόροιΚώστας Σατολιάς ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή
Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνεται το Διάταγμα Κράτησης ημερομηνίας 03/07/2025, εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και να διατάζεται η άμεση απελευθέρωσή του. Με δεύτερη αιτούμενη θεραπεία, αιτείται την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνει ή τροποποιεί το εν λόγω Διάταγμα Κράτησης και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, εφόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου συντρέχουν οι λόγοι που επικαλείται ο Καθ’ ου η αίτηση.
Όπως προκύπτει τόσο από τα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, της Ένσταση αλλά και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήρια Α τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα εξής:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Ιορδανίας, ο οποίος περί τον Ιούνιο 2021 αφίχθηκε μαζί με το ανήλικο τέκνο του νόμιμα στη Κυπριακή Δημοκρατία ακολουθώντας τον Μάιο του 2022 και η σύζυγός του. Στις 02/06/2022 υπέβαλαν μαζί με την σύζυγό του αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 30/04/2025 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 20/05/2025. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής καταχώρησε την υπ’ αριθμό 1248/25 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Για σκοπούς πληρότητας των γεγονότων αναφέρω, ότι κατά τη παραμονή του στη Κύπρο, απέκτησε δύο ακόμα παιδιά και η οικογένεια διαμένει στην Πάφο, νόμιμα ως αιτητές διεθνούς προστασίας, εκκρεμούσης της εξέτασης της προσφυγής τους.
Στις 25/05/2025 ο Αιτητής συνελήφθη με σκοπό την έκδοση του στη χώρα καταγωγής του. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του [αίτηση φυγόδικου υπ΄αριθμό 2/2025 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου], ηγέρθησαν ερωτήματα για τα οποία ζητήθηκαν διευκρινήσεις από τις Ιορδανικές αρχές χωρίς ωστόσο να ληφθούν απαντήσεις, με αποτέλεσμα στις 04/07/2025 η αίτηση φυγόδικου αποσύρθηκε και ο Αιτητής θα αφήνετο ελεύθερος.
Ωστόσο με σχετική επιστολή της ΥΑΜ προς τον Υπουργό Εσωτερικών[1] ημερομηνίας 03/07/2025, ήτοι την προηγούμενη μέρα της απελευθέρωσης του στα πλαίσια κράτησης του για σκοπούς έκδοσης του, γίνεται εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης του Αιτητή στη βάση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.
Η εισήγηση έτυχε της έγκρισης του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος αυθημερόν, ήτοι 03/07/2025, εξέδωσε το προσβαλλόμενο Διάταγμα Κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου «για την προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή της ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερομηνίας 03/07/2025».
Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής υπέβαλε την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλοντας την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για έκδοση Διατάγματος Κράτησης ημερομηνίας 03/07/2025.
Με την γραπτή τους αγόρευση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Αιτητή, αναφέροντας αρχικά τα γεγονότα της υπόθεσης, ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του αιτητή που προστατεύεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος και το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο άρθρο 9Δ, όντας αιτητής ασύλου. Αποτελεί επιπλέον θέση τους, πως η δοθείσα αιτιολογία για την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και/ή εσφαλμένη και η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 9Στ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας. Υποβάλλουν πως ο Καθ’ ου η αίτηση δεν εξειδικεύει στο επίδικο διάταγμα κράτησης κατά πόσο ο Αιτητής κρατείται για λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας και πού έχει βασίσει την αξιολόγησή του αυτή, εφόσον η επίκληση της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης δεν μπορεί να γίνεται γενικά και αόριστα. Ισχυρίζονται πως από τα γεγονότα της υπόθεσης δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε στοιχείο που να συνδέει τον Αιτητή με ζητήματα εθνικής ασφάλειας ενώ δεν προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος για τον οποίο ο Καθ΄ου η αίτηση έκρινε τον αιτητή ως επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, αποφασίζοντας την κράτησή του χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση των περιστάσεων του Αιτητή, που να απολήγει στο συμπέρασμα ότι αυτός αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη. Υποστηρίζουν πως, το γεγονός πως ένα άτομο κατ΄ισχυρισμό καταδικάστηκε προηγουμένως για άλλα αδικήματα, δεν μπορεί αυτόματα να οδηγεί στην διατύπωση τέτοιων συμπερασματικών κρίσεων [σσ κίνδυνος για την δημόσια τάξη και ασφάλεια], πόσο μάλλον στη επίδικη περίπτωση όπου οι Αρχές που ζήτησαν την έκδοσή του απέτυχαν στο να προσκομίσουν τα αναγκαία έγγραφα ώστε να προωθηθεί το αίτημα έκδοσης του Αιτητή, οι δε Αρχές της Δημοκρατίας να αποσύρουν το εν λόγω αίτημα. Πέραν των πιο πάνω, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τον Αιτητή, προωθούν τη θέση πως δεν έχει διεξαχθεί επαρκώς η δέουσα έρευνα και η απόφαση αποτελεί προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης ληφθείσα χωρίς ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του Αιτητή. Ως τελευταίο νομικό ισχυρισμό η πλευρά του Αιτητή ισχυρίζονται πως στην προκειμένη περίπτωση δεν εφαρμόστηκε η αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, εφόσον δεν εξετάστηκε αν η κράτηση του Αιτητή είναι το μοναδικό πρόσφορο μέτρο για να διασφαλιστεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπούς της προστασίας της δημόσιας τάξης. Στηρίζουν τη θέση τους αυτή στο γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση στηρίχθηκε αποκλειστικά και χωρίς περαιτέρω διερεύνηση στο αίτημα εκδόσεως φυγόδικου, αναφορικά με ισχυριζόμενο διαπραχθέν αδίκημα, παραγνωρίζοντας παντελώς την ουσιώδη και καθοριστική εξέλιξη ότι η σχετική διαδικασία εν τέλει αποσύρθηκε, τονίζοντας πως η απόσυρση αυτή δεν προήλθε από τυχαίο περιστατικό αλλά εκ του γεγονότος ότι η αιτούσα χώρα παρέλειψε να προσκομίσει τα αναγκαία έγγραφα προς τεκμηρίωση του αιτήματος της.
Η κ. Χαραλάμπους για τον Καθ’ ου η αίτηση με τη δική της αγόρευση υπεραμύνεται της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης. Η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές Οδηγίες και νομοθεσίες, κατόπιν δέουσας έρευνας, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγείται ότι η απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, σύμφωνη με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Τονίζει ότι η καταδίκη του Αιτητή σε δεκαετή ποινή φυλάκισης[2] για αδίκημα το οποίο συνιστά ταυτόχρονα και παράβαση των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, δικαιολογεί την θέση κράτησης του για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.
Κατά τις διευκρινίσεις κάθε ένας από τους συνηγόρους, επανέλαβε ουσιαστικά τις θέσεις του, εμμένοντας στους ισχυρισμούς τους, με την πλευρά του Αιτητή να υπερτονίζει την άγνοια για τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής κρατείται, καθώς επίσης ότι πρόκειται για άτομο που βρίσκεται πολλά χρόνια νόμιμα στην Κύπρο, με την οικογένειά του ως αιτητής ασύλου, χωρίς να έχει δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στη χώρα μας και ότι η κράτηση του στηρίχθηκε στην αίτηση φυγόδικου που προηγήθηκε η οποία αποσύρθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων και δεδομένων. Η κ. Χαραλάμπους με την σειρά της, παραδεχόμενη την απόσυρση της αίτησης φυγόδικου, εμμένει στην ορθότητα της απόφασης έκδοσης του επίδικου διατάγματος εφόσον τα στοιχεία του Αιτητή περιέχονται στη βάση δεδομένων της Interpol.
Οφείλω να αναφέρω στο σημείο αυτό, ότι το Δικαστήριο ενημέρωσε την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση ότι από το διοικητικό φάκελο ελλείπει η σχετική πληροφορία από τη βάση δεδομένων της Interpol, καλώντας την κ. Χαραλάμπους να τοποθετηθεί επί τούτου, με την τελευταία να αναφέρει στο Δικαστήριο ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου του απόρρητου εγγράφου και δεν είχε πρόσβαση. Η μη σαφής πληροφόρηση του Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου στοιχείου, ουσιώδους σημασίας για την εξέταση της υπόθεσης, λαμβάνεται βεβαίως υπόψη.
Έχω μελετήσει με δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά περιέχονται στις γραπτές τους αγορεύσεις αλλά και όσα προφορικά υποστήριξαν στο στάδιο των διευκρινήσεων καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, περιλαμβανομένου του «απόρρητου» εγγράφου, το ουσιαστικό περιεχόμενο του οποίου κοινοποιήθηκε και στους συνηγόρους του Αιτητή.
Θεωρώ ορθό όπως τεθεί αρχικά το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας, εφόσον κατά κανόνα η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, λόγω μόνο της ιδιότητας του/της ως αιτητή/τρια ασύλου απαγορεύεται. Κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας μπορεί να διαταχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αυτές καθορίζονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000 ο οποίος υιοθετεί το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις περί Συνθηκών Υποδοχής των αιτούντων διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 9ΣΤ του Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:
«9ΣΤ. (1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[…]
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.
[…]» (Η έμφαση του Δικαστηρίου)
Από το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, γίνεται αντιληπτό ότι κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, μπορεί να διαταχθεί μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα, εφόσον αξιολογηθεί πως αυτό απαιτείται για την προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.
Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες και κατ’ επέκταση ο περί Προσφύγων Νόμος, δεν ερμηνεύουν το τι συνιστά «δημόσια τάξη», επιτρέποντας στα κράτη να ασκήσουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και να καθορίσουν τις περιπτώσει που κρίνουν ότι η κράτηση αιτητή είναι αναγκαία για σκοπούς «δημόσιας τάξης».
Επί τούτου υιοθετώ τα λεχθέντα από την αδελφή Δικαστή Μιχαηλίδου Χ. ΔΔΔΔΠ, στην απόφαση M.I.P. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αρ. προσφυγής ΔΚ 3/20, ημερομηνίας 06/02/2020:
«Θα πρέπει να αναφερθεί πως η Οδηγία 2013/33/ΕΕ, παρόλο που επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου στα πλαίσια του άρθρου 8 (3) (ε), δεν ερμηνεύει την έννοια «δημόσια τάξη». Η σημασία της έννοιας της δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, του σκοπού που περιλαμβάνει η διάταξη στην οποία εντάσσεται η έννοια της δημόσιας τάξης, του ιστορικού της θέσπισης της ρύθμισης αλλά (βλ. ενδεικτικά C-373/13, H.T. κατά Land Baden-Wurttemberg, ημερομηνίας 24/6/2015, σκέψεις 57, 58) και στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία δίδει ερμηνεία στην έννοια δημόσια τάξη στα πλαίσια βέβαια άλλων Οδηγιών. Η ερμηνεία που δίδεται ισχύει επίσης και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 47).
Κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 68, πως ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, τήρησε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του αιτούντα στην ελευθερία και των απαιτήσεων της προστασίας της δημόσιας τάξης, εφόσον βέβαια η χρήση της διάταξης αυτής γίνεται με ορθό τρόπο από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν τα ίδια τις απαιτήσεις για την ασφάλεια του κράτους τους και να θέτουν τις ανάγκες τους προσδιορίζοντας τι μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής: «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).
Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, το κράτος έχει μεν την ευχέρεια να καθορίζει τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μια γενική πρακτική για τη διαπίστωση της απειλής της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μια συγκεκριμένη ερμηνεία για την έννοια της δημόσιας τάξης από τα κράτη μέλη, ούτε μπορούν τα κράτη μέλη να καθορίσουν συμπεριφορές που θεωρούν ότι αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, εφόσον η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση των δικών της περιστατικών, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που σκιαγραφούν το πρόσωπο του αιτητή ασύλου »
Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι τα κράτη μέλη δύναται να εκτιμούν και να ορίζουν το τι συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη, ωστόσο αυτή η εκτίμηση δεν μπορεί να βασίζεται σε γενικές πρακτικές, αντιθέτως, κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα γεγονότα και τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε αιτητή/τριας ασύλου.
Συνάγεται πως η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας δύναται να δικαιολογείται για την προστασία του κοινού από κίνδυνο που μπορεί να θέτει η συμπεριφορά του/της αιτητή/τριας, μετά από ατομική αξιολόγηση, ο δε περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου να μην υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά εναλλακτικά μέτρα (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016).
Χρήσιμη αναφορά ως προς την έννοια της δημόσιας τάξης αποτελεί και η απόφαση του ΔΕΕ C‑554/13, Z. Zh. Και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, όπου αναφέρονται τα εξής:
«50. Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ' εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.
51. Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. [.]
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.
Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».(Ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).
Ερχόμενη τώρα στο επίδικο Διάταγμα κράτησης, παρατηρώ πως η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε αποτελεί το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι αιτητής ασύλου δύναται υπό προϋποθέσεις να τίθεται υπό κράτηση «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».
Ειδικότερα επί του επίδικου διατάγματος καταγράφεται πως «απαιτείται η κράτηση του για την προστασίας της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή της ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερομηνίας 03/07/2025» η οποία ωστόσο δεν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή καθότι αποτελεί «απόρρητο» έγγραφο, το ουσιαστικό περιεχόμενο της οποίας κοινοποιήθηκε στους συνηγόρους του Αιτητή μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου. Από το ίδιο το Διάταγμα προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή για τους ίδιους λόγους.
Διαπιστώνω, σε συμφωνία με τους συνηγόρους του Αιτητή, πως κατά το χρόνο κοινοποίησης σε αυτόν του Διατάγματος Κράτησης δεν προκύπτει το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο των λόγων κράτησης του Aιτητή, αντίθετα στις γενικές αρχές που θέλουν τη διοίκηση να προβεί κρίνει προβεί σε έλεγχο
Υπενθυμίζω πως η επιλογή της κράτησης αιτητή ασύλου ως έσχατο μέτρο πρέπει να στηρίζεται σε έλεγχο αναγκαιότητας έναντι εναλλακτικών, λιγότερο περιοριστικών μέτρων, βάσει σαφούς και συγκεκριμένης αιτιολόγησης. Η αιτιολόγηση αυτή δεν μπορεί να είναι αφηρημένη· πρέπει να αποτυπώνει με σαφήνεια τόσο το νομικό έρεισμα όσο και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ανάγκη κράτησης. Η απαίτηση αυτή είναι ιδιαιτέρως αυξημένη όταν πρόκειται για διοικητικές πράξεις που συνεπάγονται στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, καθώς είναι απαραίτητο ο διοικούμενος να κατανοεί τους λόγους της κράτησης και το αρμόδιο δικαστήριο να δύναται να ελέγξει τη νομιμότητά της.
Από το ουσιαστικό περιεχόμενο του απόρρητου εγγράφου ήτοι επιστολή ημερομηνίας 03/07/2025, η οποία αποτέλεσε και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά: ότι «ο Αιτητής τοποθετήθηκε στη βάση δεδομένων της Interpol, ως καταζητούμενο πρόσωπο από τις αρχές της Ιορδανίας, ενώ παράλληλα γίνεται αναφορά στο ιστορικό των γεγονότων και τους λόγους που οδήγησαν τον Ατητή σε καταδίκη». Επιπλέον καταγράφεται ότι «Σημειώνεται επίσης, η σύλληψη του Αιτητή με σκοπό την έκδοση του στην Ιορδανία και την κατ΄ επέκταση καταχώρησης αίτησης για έκδοσή του, η οποία εν τέλει αποσύρθηκε στις 04/07/2025, λόγω έλλειψης διευκρινιστικών επί ζητημάτων ερωτημάτων που τέθηκαν στα πλαίσια της αίτησης για έκδοσης του στην Ιορδανία» και καταληκτικά καταγράφεται πως «ένεκα του ότι ο Αιτητής θα αφεθεί ελεύθερος, λόγω έλλειψης στοιχείωβ, γίενται εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης στη βάση του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου.
Σημειώνω εκ νέου την αναφορά επί του εγγράφου αυτού, ότι «επί της επιστολής [σσ 03/07/2025] επισυνάπτονται Παραρτήματα: (α) Βάση δεδομένων της Interpol και (β) συμφωνία Κύπρου με το Χαρεσιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας για την Έκδοση Φυγόδικων» ωστόσο ουδέποτε αυτά παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο όπως ήδη ανέφερα πιο πάνω.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το επίδικο Διάταγμα κράτησης εκδόθηκε συνεπεία της αίτησης φυγόδικου υπ’ αριθμό 02/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου η οποία ως δηλώθηκε από τους συνηγόρους των μερών, αποσύρθηκε ελλείψει στοιχείων. Ωστόσο ιδιαίτερης σημασίας αποτελεί το γεγονός πως ουδέποτε τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η κατ’ ισχυρισμό των Καθ’ ων η αίτηση της ερυθράς αγγελίας της Interpol.
Εντός του διοικητικού φακέλου δεν εντοπίζεται, ούτε η συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση ήταν σε θέση να υποδείξει οποιοδήποτε άλλο έγγραφο - πέραν της προαναφερόμενης επιστολής - στο οποίο να αιτιολογείται η θέση ότι ο Αιτητής όφειλε να κρατηθεί για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, πέραν της δήλωσης της κ. Χαραλάμπους ότι εφόσον έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης στη χώρα καταγωγής του για αδίκημα τιμωρούμενο και στη χώρα μας, αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και εξ αυτού δικαιολογείται η έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Από το λεκτικό του επίδικου διατάγματος δεν προκύπτει οποιαδήποτε ειδική ανάλυση των συστατικών στοιχείων του άρθρου 9Στ (2)(ε) όπως έχουν καθοριστεί από την νομολογία. Δεν διαφαίνεται πώς η συμπεριφορά του Αιτητή τον καθιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη.
Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, με σκοπό την εξεύρεση στοιχείων στα οποία η διοίκηση αποφάσισε την κράτηση του Αιτητή για λόγους δημόσιας τάξης, διαπιστώνω ότι κανένα στοιχείο δεν βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων και δη ασφαλών συμπερασμάτων προς τούτο. Από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει οποιαδήποτε ανάλυση ώστε να εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ούτε και εξηγείται η θέση ότι στην περίπτωση του Αιτητή η κράτηση αποτελεί μέτρο αναγκαίο και δη το μόνο πρόσφορο για την προστασία της δημόσιας τάξης. Ούτε η ερυθρά αγγελία της Interpol, ούτε οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση εναντίον του Αιτητή περιέχεται προς επιβεβαίωση της ορθότητας της έκδοσης απόφασης για στέρηση της ελευθερίας αιτητή ασύλου.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Ωστόσο διαφαίνεται η απαιτούμενη αιτιολογία στην επίδικη απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση και ούτε αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού ενώπιον μου φακέλου. (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1171 και άρθρο 29 του Ν, 158(Ι)/1999). Η αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η απόφαση είναι σύμφωνη με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο λόγος ακύρωσης σε σχέση με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης όπως υποβλήθηκε από τον Αιτητή, ευσταθεί. Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί η απαραίτητη έρευνα από πλευράς της αρμόδιας αρχής.
Αποτελεί κρίση μου ότι από όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου δεν αιτιολογείται η έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή για την προστασία της δημόσιας τάξης ως το άρθρο 9Στ(2)(ε) προνοεί.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, αποτελεί κρίση μου πως δεν προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος για τον οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση έκρινε τον Αιτητή επικίνδυνο για την δημόσια τάξη, αποφασίζοντας την στέρηση της ελευθερίας του, χωρίς μάλιστα να προκύπτει η όποια εξατομικευμένη εξέταση των περιστάσεων του Αιτητή που καταλήγει σε συμπέρασμα ότι από τη συμπεριφορά του προκύπτεις πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη.
Έχοντας κατά νου ότι η κράτηση πρέπει να είναι το έσχατο μέτρο, τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, θεωρώ ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης του Αιτητή δεν δικαιολογείται και δεν είναι αναγκαίο και αναλογικό προς τον σκοπό που επιδιώκεται.
Ενόψει της κατάληξης μου ότι η κράτηση του Αιτητή για προστασία της δημόσιας τάξης δεν δικαιολογείται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που αφορούν τον Αιτητή, δεν είναι δυνατή η εξέταση λήψης εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης.
Για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό Α, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ'ων η αίτηση.
Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ, Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Πρόκειται για απόρρητο έγγραφο, το ουσιαστικό περιεχόμενο του οποίου αποκαλύφθηκε προς του συνηγόρους του Αιτητή και καταχωρήθηκε και στο φάκελο του Δικαστηρίου στις 28/08/2025
[2] Σελίδες 6- 7 στην γραπτή αγόρευση για τον Καθ’ ου η αίτηση
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο