ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 2939/24
26 Σεπτεμβρίου, 2025
[Μ. ΠAΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
T.Μ.E.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Διευθυντού της
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Α. Πλιάκα (κα) για Διονυσία Κυριάκου, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Αι. Κίτσιου για Χριστίνα Δημητρίου, Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 02/06/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτίθενται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα, έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας και πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών (ερυθρό 52 του δ.φ.) και στις 30/11/2021 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.
Στις 09/05/2024 παραχώρησε συνέντευξη ενώπιον λειτουργού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «ο αρμόδιος λειτουργός») προς εξέταση του αιτήματός του. Στις 04/06/2024, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος για παροχή διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Στις 02/06/2024, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση.
Στις 22/07/2024, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.
Στις 02/08/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Νομικοί ισχυρισμοί
Ο συνήγορος του Αιτητή δια της γραπτής του αγόρευσης προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης, κατάχρησης εξουσίας και κατά παράβαση του Νόμου και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Κατά τις διευκρινήσεις, η συνήγορος του Αιτητή προώθησε μόνον το νομικό λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή ο εν λόγω νομικός λόγος ακύρωσης δεν εξειδικεύεται επαρκώς με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντικρούει τους ισχυρισμούς του Αιτητή, με αναφορές και παραπομπές στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και στον περί Προσφύγων Νόμο και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης και είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Κρίνω σκόπιμο όπως εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ενόψει και της πλήρους δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο.
Κατά την καταγραφή ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν ως προσωπικό ασφαλείς σε μια εταιρία ονόματι Ecomat μαζί με ένα άλλο άτομο, ονόματι Charly. Στις 10/02/2021 τοποθέτησαν φάρμακο στον καφέ του με αποτέλεσμα να κοιμηθεί και στο μεταξύ κλάπηκαν τα χρήματα από το ταμείο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να αντιμετωπίσει πρόβλημα (βλ. μετάφραση στο ερυθρό 22 του δ.φ.).
Στη συνέντευξή του ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 60-40 του διοικητικού φακέλου, αρχικά τέθηκαν στον Αιτητή γενικές ερωτήσεις σχετικές με την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και την επαγγελματική του εμπειρία.
Στην αρχή της συνέντευξης ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει σε ηλεκτρονική μορφή ένα έγγραφο της αστυνομίας, συγκεκριμένα ένα ένταλμα εμφάνισης το οποίο τον καλεί να παρουσιαστεί ενώπιον της αστυνομίας. Κατ’ ισχυρισμόν του το έγγραφο εκδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα και συγκεκριμένα στις 19/02/2022 από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής Pompage. Το συγκεκριμένο έγγραφο δεν υπάρχει στον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, γεγονός που σημαίνει ότι ο Αιτητής δεν το υπέβαλε τελικά στην Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρά 58-57 του δ.φ.).
Ο Αιτητής έχει την ιθαγένεια της ΛΔ Κονγκό. Γεννήθηκε στο Lumbubashi στην επαρχία Haut-Katanga Province, αλλά από το 1994 και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα διέμενε στην Kinshasa (ερυθρά 55-54 του δ.φ.). Σε σχέση με την εθνότητα, τη γλώσσα του και το θρήσκευμά του, δήλωσε ότι εθνοτικά είναι Muboa, ότι ομιλεί Γαλλικά και Lingala και είναι καθολικός χριστιανός (βλ. ερυθρό 4 του δ.φ.). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι παντρεμένος, έχει δύο ανήλικα τέκνα και η οικογένειά του βρίσκεται στην Kinshasa. Ως προς τα μέλη της πατρικής του οικογένειας, ο πατέρας του απεβίωσε το 2017 λόγω ασθενείας, η μητέρα του διαμένει στην Kinshasa και έχει έναν αδερφό και δύο αδερφές, οι οποίοι διαμένουν επίσης στην Kinshasa. Τέλος, αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο και το επάγγελμά του, δήλωσε ότι αποφοίτησε από μια τεχνική σχολή και από το 2013 έως το 2018 εργαζόταν ως τεχνικός στην περιοχή Limete της επαρχίας Kinshasa (ερυθρά 57-53 του δ.φ.).
Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι μέχρι το τέλος του 2020 εργαζόταν ως τεχνικός, ωστόσο το τεχνικό τμήμα καταργήθηκε και μετακινήθηκε στο τμήμα ασφαλείας. Στο νέο αυτό τμήμα εργάζονταν μόνο δύο άτομα, ο ίδιος και ο συνάδελφός του Charlie, σε εκ περιτροπής βάρδιες: όταν ο ένας εργαζόταν το πρωί, ο άλλος κάλυπτε τη νυχτερινή βάρδια. Μία ημέρα, ενώ θα έπρεπε να ξυπνήσει για να αντικαταστήσει τον Charlie στις 2 π.μ. αποκοιμήθηκε και ξύπνησε γύρω στις 4 π.μ. Όταν αναζήτησε τον συνάδελφό του, διαπίστωσε ότι απουσίαζε και η πόρτα του γραφείου του ταμία ήταν ανοιχτή, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι κλειστή. Ενημέρωσε τηλεφωνικά τον προϊστάμενο ασφαλείας, ο οποίος έσπευσε στο σημείο, επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του και κάλεσε έναν στρατιωτικό.
Ο Αιτητής μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Limete, όπου κρατήθηκε μισή ημέρα για ανάκριση, αλλά αφέθηκε ελεύθερος υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει «υπό επιτήρηση» έως ότου βρεθεί ο Charlie. Όταν ο Αιτητής συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει τα χρήματα ο Charlie, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα επειδή φοβόταν ότι θα εμπλακεί αδίκως σε μια υπόθεση για την οποία δεν έφερε καμία ευθύνη. Αργότερα ενώ βρισκόταν στην Κύπρο ο Αιτητής έμαθε ότι ο Charlie είχε διαφύγει στη Gabon με τη σύζυγό του (ερυθρό 51 του δ.φ.).
Ερωτηθείς αν έχει υπάρξει κάποια εξέλιξη μετά την αναχώρησή του από τη χώρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι εκδόθηκε ένα ένταλμα σε βάρος του, το οποίο αποδεικνύει ότι αναζητείται ακόμα (ερυθρό 50 του δ.φ.).
Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε δύο εντάλματα από την αστυνομία. Ως προς το πρώτο ένταλμα, ανέφερε ότι εκδόθηκε μετά την αρχική του προσαγωγή στην αστυνομία, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία. Σύμφωνα με τον Αιτητή επρόκειτο για ένταλμα σύλληψης, χωρίς ωστόσο να αναγράφεται ο λόγος της σύλληψης. Ως προς το δεύτερο ένταλμα, ανέφερε ότι εκδόθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2022, όταν βρισκόταν ήδη στην Κύπρο, και παραδόθηκε στο σπίτι του, από όπου το έλαβε μέσω της συζύγου του. Το περιεχόμενό του, όπως εξήγησε, ήταν «ένταλμα βίαιης προσαγωγής» στο αστυνομικό τμήμα, ωστόσο δεν περιείχε εξειδίκευση για τον λόγο (ερυθρά 50-49 του δ.φ.).
Κατόπιν πρόσθετων διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με το δεύτερο ένταλμα που εκδόθηκε εις βάρος του, ο Αιτητής δήλωσε ότι η αστυνομία μετέβη στην κατοικία του όπου τότε διέμενε η σύζυγός του. Αφού την απείλησαν, λέγοντας ότι εκείνη βοήθησε τον Αιτητή να διαφύγει, άφησαν το ένταλμα και αποχώρησαν. Για τον λόγο αυτόν ο Αιτητής την προέτρεψε να μετακινηθεί σε άλλο σπίτι. Επεσήμανε επίσης ότι, από τη στιγμή που η σύζυγός του μετακόμισε, καμία άλλη αρχή δεν την έχει προσεγγίσει σε σχέση με την υπόθεσή του. Τέλος, διευκρίνισε ότι μετά τη φυγή του από τη χώρα δεν γνωρίζει αν οι αρχές εξακολουθούν να τον αναζητούν, ενώ τόνισε πως δεν έχει υπάρξει καμία ενόχληση προς άλλα μέλη της οικογένειάς του, καθώς το ζήτημα αφορά αποκλειστικά τον ίδιο (ερυθρά 44 & 42 του δ.φ.).
Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με την εργασία του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν για την εταιρεία «Economat», με έδρα την κοινότητα Gombe της Kinshasa. Όπως ανέφερε, αρχικά εργαζόταν ως οδηγός και μηχανολόγος, ενώ στη συνέχεια, από τον Απρίλιο του 2021 και για διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών, τοποθετήθηκε στο τμήμα ασφαλείας της εταιρείας, με καθήκοντα φύλαξης των εγκαταστάσεων και των αγαθών. Ερωτηθείς περαιτέρω, εξήγησε ότι η εταιρεία λειτουργούσε ως είδος «μίνι τράπεζας» για ιερείς, ενώ παράλληλα δραστηριοποιούνταν και σε άλλους τομείς, όπως στην παραγωγή υλικών (π.χ. τούβλα, πάγκους). Ως προς την ιεραρχία, ανέφερε ότι εργοδότης του ήταν ο κ. Nathan και επόπτης του ο κ. Butu. Παράλληλα, ανέφερε ότι τοποθετήθηκε στη συγκεκριμένη θέση εργασίας κατόπιν γνωριμίας με άτομο (Justin) που διαχειριζόταν τις εξωτερικές σχέσεις της εταιρείας. Σε σχέση με τη διάρκεια απασχόλησής του, σημείωσε ότι η τελευταία περίοδος εργασίας του στην εταιρεία διήρκεσε επτά μήνες, έως και την 1η Σεπτεμβρίου 2021. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι είχε απασχοληθεί και κατά τα προηγούμενα έτη (2013–2018) ως τεχνικός (ερυθρά 48-47 του δ.φ.).
Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με το κρίσιμο περιστατικό, ο Αιτητής ανέφερε ότι το συμβάν έλαβε χώρα περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2021, κατά τη διάρκεια νυχτερινής του βάρδιας στην εταιρεία. Εκείνη την ημέρα ξύπνησε αργά, κατά τις 4 π.μ., και διαπίστωσε ότι ο συνάδελφός του, Charlie, απουσίαζε. Κατά την αναζήτησή του, εντόπισε την πόρτα του ταμείου ανοικτή, γεγονός που τον οδήγησε να ειδοποιήσει τηλεφωνικά τον στρατιωτικό αξιωματούχο με τον οποίο είχαν οδηγία να επικοινωνούν σε περίπτωση προβλήματος. Ο αξιωματούχος κατέφθασε με αστυνομικούς, οι οποίοι προέβησαν σε έρευνα και μετέφεραν τον Αιτητή στο αστυνομικό τμήμα της Limete, όπου κρατήθηκε επί 48 ώρες και ανακρίθηκε σχετικά με τα γεγονότα. Κατά την εξέταση από την αστυνομία, ο Αιτητής δήλωσε ότι αγνοούσε την τύχη του Charlie, ενώ ενημερώθηκε ότι εκδόθηκε ένταλμα εις βάρος του τελευταίου. Δεν απαγγέλθηκαν άμεσα κατηγορίες στον ίδιο, αλλά του διευκρινίστηκε ότι παραμένει «υπό έλεγχο» έως ότου εντοπιστεί ο συνάδελφός του. Ο Αιτητής πρόσθεσε ότι οι αρχές θεώρησαν πως ενδεχομένως ενήργησε σε συνέργεια με τον συνάδελφό του, δεδομένου ότι εκείνη τη νύχτα εργάζονταν μόνο οι δυο τους, ενώ η εταιρεία υπέβαλε καταγγελία εναντίον του για «συνεργεία» στην υπεξαίρεση ποσού ύψους περίπου 72–73 χιλιάδων δολαρίων (ερυθρά 47-43 του δ.φ.).
Ερωτηθείς αν έλαβε έννομη προστασία, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν προέβη ο ίδιος σε κάποια νομική ενέργεια. Ωστόσο, όπως ανέφερε, δήλωσε ήδη από την πρώτη ημέρα που οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα ότι κατηγορείται άδικα για την υπόθεση της κλοπής (ερυθρό 42 του δ.φ.). Ερωτηθείς τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα συλληφθεί επειδή έχει εκδοθεί ένταλμα σε βάρος του (ερυθρό 50 του δ.φ.).
Ερωτηθείς αν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποιο άλλο μέρος της ΛΔ Κονγκό, όπως για παράδειγμα στο Lumbubashi, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά προβάλλοντας ότι η αστυνομία είναι παντού η ίδια (ερυθρό 41 του δ.φ.).
Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του δυο ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:
1) Στοιχεία ταυτότητας, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή
2) Ο Αιτητής κατηγορήθηκε ότι έκλεψε χρήματα από την εταιρία για την οποία εργαζόταν.
Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και αναφορές σε εξωτερικές πηγές, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες περιστατικό, αφού κρίθηκε ως αξιόπιστο στο σύνολό του (ερυθρά 86-84 του δ.φ.).
Αντιθέτως, το δεύτερο ουσιώδες περιστατικό δεν έγινε αποδεκτό. Αναφορικά με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν ασαφείς και όχι επαρκώς λεπτομερείς, Ειδικότερα, έκανε τις εξής επισημάνσεις: Ο Αιτητής παρείχε κάποιες γενικές πληροφορίες για την εταιρία για την οποία κατ’ ισχυρισμόν του εργαζόταν, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να παράσχει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για τις ακριβείς δραστηριότητες και υπηρεσίες που παρείχε η εταιρία. Ο Αιτητής δεν παρείχε ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τη διαδικασία πρόσληψής του ή τα καθήκοντά του ως προσωπικό ασφαλείας, ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει αναλυτικά μια τυπική του μέρα στην εργασία του παρόλο που του του ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες διευκρινίσεις. Ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση, καθώς αρχικά ανέφερε ότι ειδοποίησε τον υπεύθυνο ασφαλείας, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε τον στρατιωτικό, ενώ σε μεταγενέστερο σημείο ανέφερε δεν υπήρχε υπεύθυνος ασφαλείας και ότι ο ίδιος ειδοποίησε τον στρατιωτικό. Δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να άρει την εν λόγω αντίφαση, ωστόσο δεν το έπραξε. Ο Αιτητής δεν παρείχε ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με την έρευνα που διενεργήθηκε στον τόπο εργασίας του ή με τα όσα διημείφθησαν μεταξύ αυτού και του στρατιωτικού, ούτε αναφορικά με τα όσα συνέβησαν κατά την παραμονή του στο αστυνομικό τμήμα.
Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση ότι ο Αιτητής υπήρξε μη συνεκτικός καθώς αρχικά ανέφερε ότι δεν του αποδόθηκε κάποια κατηγορία, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι κατηγορήθηκε για συνέργεια. Ο Αιτητής δεν παρείχε αναλυτικές πληροφορίες αναφορικά με το ένταλμα που κατ’ ισχυρισμόν εκδόθηκε σε βάρος του, ούτε για τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ των αστυνομικών και της συζύγου του, η οποία το παρέλαβε. Επίσης, δεν ήταν σε θέση να παράσχει καμία πληροφορία αναφορικά με το πρώτο ένταλμα που δέχθηκε ούτε προσδιόρισε χρονικά τη στιγμή που το έλαβε. Τέλος, ο Αιτητής υπήρξε μη συνεκτικός καθώς αρχικά ανέφερε ότι η διοίκηση της εταιρίας δεν είχε καμία ανάμειξη στο όλο περιστατικό, ενώ σε μεταγενέστερο σημείο της συνέντευξης, δήλωσε ότι η εταιρία υπέβαλε καταγγελία σε βάρος του (ερυθρά 84-82 του δ.φ.).
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει πληροφορίες αναφορικά με την ύπαρξη κάποιας εταιρίας με την επωνυμία «Economat» στη ΛΔ Κονγκό. Περαιτέρω παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με τη συχνότητα των κλοπών στη ΛΔ Κονγκό (ερυθρά 82-81 του δ.φ.).
Τελικά, ο/η λειτουργός απέρριψε τον ισχυρισμό λόγω μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού (ερυθρά 84-81 του δ.φ.). Υπό το φως των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επισκόπηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, ήτοι ότι πρόκειται για άγαμο άνδρα με καταγωγή από το Lumbubashi και τόπο συνήθους διαμονής την Kinshasa, ο οποίος ανήκει στη φυλή Muboa και είναι καθολικός χριστιανός. Περαιτέρω κατέγραψε ότι είναι νεαρός και υγιής, ενώ επίσης διαθέτει ένα επαρκές εκπαιδευτικό υπόβαθρο, προηγούμενη εργασιακή εμπειρία και υποστηρικτικό δίκτυο.
Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός αφού έλαβε υπόψη σχετικές πληροφορίες για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔ Κονγκό, αλλά και ειδικότερες πληροφορίες για τον τόπο μόνιμης διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο τελευταίος να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του, ήτοι την Kinshasa (ερυθρά 81-79 του δ.φ.).
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του εν γένει προφίλ του και της εκτίμησης κινδύνου, δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του εν γένει προφίλ του και της εκτίμησης κινδύνου, δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Α
ναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔ Κονγκό και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως αμάχου λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθώς η Kinshasa δεν τελεί σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (ερυθρά 79-78 του δ.φ.).
Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εκχωρηθεί στον Αιτητή ούτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.
Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η έρευνα που είχε προηγηθεί της απόφασης για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του Αιτητή για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, ενώ σύντομη αιτιολόγηση της απόφασης είχε επισυναφθεί και στην απορριπτική επιστολή η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή. Επισημαίνω δε ότι συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως αυτά έχουν αναλυθεί ανωτέρω (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270). Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον συνήγορο του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.
Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στον Αιτητή επαρκής αριθμός ερωτήσεων για να του δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του και να τεκμηριώσει το αίτημά του, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις που έδωσε, αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του και διαπιστώθηκε ότι οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα του και δεν επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτή δε στοιχειοθετούσαν φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή βλάβη. Τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του και σε πηγές πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής του, προς υποστήριξη της ανάλυσης αξιοπιστίας αλλά και του εκτίμησης τυχόν μελλοντικού κινδύνου.
Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του Αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου (βλ. συναφώς παρ. 37-39 του Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). Επίσης, με βάση το προσωπικό του προφίλ και υπό το φως των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής του υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.
Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής ήταν η πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας καθώς και της χώρας καταγωγής. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη συγκεκριμένη περιοχή, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην Kinshasa στην οποία ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, η ένοπλη σύγκρουση στις ανατολικές επαρχίες North Kivu, Ituri και South Kivu συνεχίστηκε, κατά τη διάρκεια της οποίας «συνεχίστηκαν οι επιθέσεις κατά αμάχων» καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ ένοπλων ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων κλιμακώθηκαν. Οι εχθροπραξίες στο North Kivu προκάλεσαν μαζικό εκτοπισμό πληθυσμών, διακοπή της ανθρωπιστικής βοήθειας και της παροχής τροφίμων στην Goma, και συνοδεύτηκαν από παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις βάρος αμάχων και εκτοπισμένων πληθυσμών από τις Ένοπλες Δυνάμεις της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (FARDC), συμμαχικές πολιτοφυλακές, στρατεύματα της Rwanda και την ένοπλη ομάδα M23.
Η Freedom House σημείωσε ότι «η σωματική ασφάλεια είναι επισφαλής λόγω της βίας και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττουν οι κυβερνητικές δυνάμεις και οι ένοπλες αντάρτικες ομάδες, ιδίως στα ανατολικά».
Όπως αναφέρθηκε, από τον Ιανουάριο του 2025, οι μάχες μεταξύ των ένοπλων δυνάμεων της ΛΔ Κονγκό και των μαχητικών ομάδων υπό την ηγεσία της M23 έχουν ενταθεί στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδιαίτερα στις επαρχίες North Kivu και South Kivu, ενώ η M23 προέλασε και κατέλαβε περιοχές στο North Kivu, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Goma, και στο South Kivu.
Στις 27 Ιουνίου 2025, πηγές ανέφεραν ότι η Rwanda και η ΛΔ Κονγκό υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης με μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία «προέβλεπε βασικές ρυθμίσεις για την εδαφική ακεραιότητα, τον αφοπλισμό και την επιστροφή των προσφύγων».
Πηγές περιέγραψαν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, οι αρχές υπήρξαν καταπιεστικές απέναντι σε μέλη της αντιπολίτευσης, ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών, επικριτές του καθεστώτος και δημοσιογράφους. Οι πολίτες ήταν «όλο και περισσότερο ανίκανοι να ασκήσουν ελεύθερα βασικές πολιτικές ελευθερίες». Θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως η ελευθερία της έκφρασης, της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρίζεσθαι, περιορίστηκαν, ειδικά στις επαρχίες Ituri και North Kivu, όπου είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος[1].
Σύμφωνα με μια εστιασμένη έκθεση COI που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2025 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔ Κονγκό από το βέλγικο Κέντρο Τεκμηρίωσης και Έρευνας (CEDOCA), «όσον αφορά την Kinshasa, αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του 2024, συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, μιας απόπειρας πραξικοπήματος, μιας απόδρασης από τη φυλακή Makala και ορισμένων επεισοδίων στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku λόγω της σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe». Η ίδια πηγή, επικαλούμενη πληροφορίες από το United Nations Joint Human Rights Office, ανέφερε ότι η επαρχία της Kinshasa ήταν «ανεπηρέαστη από ένοπλη σύγκρουση» και ότι «από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από διαδηλώσεις κατά δυτικών πρεσβειών, δεν έχουν αναφερθεί σοβαρά περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa»[2]. Τον Ιανουάριο του 2025, διαδηλωτές στην Kinshasa επιτέθηκαν σε πρεσβείες και προκάλεσαν πυρκαγιές στο πλαίσιο ενός ξεσπάσματος διαδηλώσεων κατά της επίθεσης των ανταρτών M23 στην ανατολική περιοχή[3].
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, στη διάρκεια ενός έτους (Past year of ACLED Data) και συγκεκριμένα από τις 20.07.2024 έως τις 18.07.2025 στην επαρχία Kinshasa της ΛΔ Κονγκό, σημειώθηκαν συνολικά 27 περιστατικά ασφαλείας (229 συνδεόμενοι θάνατοι), εκ των οποίων 12 κωδικοποιήθηκαν ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (13 συνδεόμενοι θάνατοι), 3 ως περιστατικά μάχης (13 συνδεόμενοι θάνατοι), 10 ως περιστατικά αναταραχών (203 συνδεόμενοι θάνατοι) και 2 ως περιστατικά διαμαρτυριών (κανένας συνδεόμενος θάνατος)[4].
Ο εκτιμώμενος πληθυσμός της περιφέρειας Kinshasa το 2020 ανερχόταν στους 14,565,700 κατοίκους[5].
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων όπως το άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA COI Query Response - DRC - Democratic Republic of the Congo - Security Situation in Kinshasa,
01/07/2025, σελ.3-4, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2025_07_EUAA_COI_Query_Response_Q13_DRC_Security_Situation_Kinshasa.pdf
[2] EUAA COI Query Response - DRC - Democratic Republic of the Congo - Security Situation in Kinshasa,
01/07/2025, σελ. 4, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2025_07_EUAA_COI_Query_Response_Q13_DRC_Security_Situation_Kinshasa.pdf
[3] EUAA COI Query Response - DRC - Democratic Republic of the Congo - Security Situation in Kinshasa,
01/07/2025, σελ. 4, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2025_07_EUAA_COI_Query_Response_Q13_DRC_Security_Situation_Kinshasa.pdf
[4] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση
[5] City Population, https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο