Α. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/25, 24/9/2025
print
Τίτλος:
Α. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/25, 24/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/25

 

24 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Ε.

Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών

    Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλτάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον αιτητή

Κος Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημ.28/07/25 δυνάμει του αρ.9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής ο Νόμος) και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του (Αιτητικό Α) ή, διαζευκτικά (Αιτητικό Β), την ακύρωση και/ή τροποποίηση του επίδικου διατάγματος και να διαταχθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια της διαδικασίας κατατέθηκε ο φάκελος του Τμήματος Μετανάστευσης (στο εξής ΤΜ), που αφορά τον αιτητή, σε δύο τόμους, ως Τεκμήρια 2Α και , αντίστοιχα, στο δε Τεκμήριο 2Β περιλαμβάνονται διαβαθμισμένα έγγραφα (ερ.12-18, 19-25, πρόκειται για δύο αντίγραφα της ίδιας επιστολής ημ.28/07/25, ως καταγράφεται και στον «Κατάλογο Α – Διαβαθμισμένα Έγγραφα»). Σχετικά με το ως άνω Διαβαθμισμένο Έγγραφο (στο εξής ΔΕ) προσκομίστηκε στο Δικαστήριο και δόθηκε αντίγραφο στους δικηγόρους του αιτητή το λεγόμενο Ουσιαστικό Περιεχόμενο του (στο εξής ΟΠ) στην 2η δικάσιμο. Το υπόλοιπο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αποκαλύφθηκε καθ’ ολοκληρία στους δικηγόρους του αιτητή κατά την ίδια δικάσιμο. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς τους συνηγόρους του αιτητή κατά πόσο, κατόπιν κοινοποίησης σ’ αυτούς του ΟΠ, επιθυμούν να αιτηθούν την αποκάλυψη περαιτέρω πληροφοριών ή αυτούσιου του ΔΕ, απάντησαν αρνητικά. Με δεδομένο τούτο σημειώνω ότι η όποια υποχρέωση του Δικαστηρίου σχετικώς εξαντλείται στην αυτεπάγγελτη διαβεβαίωση προς τους συνήγορους του αιτητή ότι εκ του ΟΠ που τους παρασχέθηκε αυτοβούλως από τους καθ’ ων η αίτηση αποκαλύπτεται το σύνολο του καλούμενου ουσιαστικού περιεχομένου του ΔΕ και ότι τα όσα στο ΟΠ καταγράφονται συνάδουν πλήρως με το περιεχόμενο του μη αποκαλυφθέντος εγγράφου, το οποίο και έγινε. Οιαδήποτε περαιτέρω αποκάλυψη, ως εξηγήθηκε στους συνήγορους του αιτητή, μπορεί να ζητηθεί μόνο με σχετικό δικονομικό διάβημα αποκάλυψης εγγράφων, στη βάση της παρ.24 της Κ.Δ.Π.410/2013 (βλ. και Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.117/2023, Δημοκρατία ν. Μ. Ι., ημ.20/02/24) και, στην απουσία τέτοιου διαβήματος, ουδέν άλλο δύναται να εξεταστεί ή και διαταχθεί αυτεπαγγέλτως.

Σημειώνεται ότι τα πλείστα των στοιχείων που περιέχονται στο διαβαθμισμένο έγγραφο περιέχονται, εν πολλοίς αυτούσια, πλην των ονομάτων τρίτων προσώπων από τα οποία εξασφαλίστηκε μαρτυρία που αφορά τον αιτητή, στα ερ.30-35 του Τεκ. 2Β, τα οποία και, ως μη διαβαθμισμένα έγγραφα, επιθεώρησαν οι συνήγοροι του αιτητή. Συνεπώς μπορεί να γίνει ρητή αναφορά σ’ αυτά, όπου αυτό ήθελε κριθεί απαραίτητο για τους σκοπούς της παρούσης.

Σημειώνεται ότι τα στοιχεία του πραγματικού συνίστανται στα εξής.

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία τον Ιανουάριο 2020, με βάρκα, δια θαλάσσης, μαζί με άλλους 100 ομοεθνείς του. Στη διάρκεια συνεντεύξεων με τους επιβαίνοντες στη βάρκα εξασφαλίστηκε μαρτυρία κατά του αιτητή, στη βάση της οποίας και εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, ωστόσο, λόγω του ότι δεν προέκυψαν στοιχεία (εναντίον του αιτητή), αφέθηκε ελεύθερος στις 23/01/20 και στις 04/02/20 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η εξέταση της οποίας εκκρεμεί.

Στις 22/07/25 ο αιτητής αφίχθηκε στον αερολιμένα Λάρνακας με πτήση από Γερμανία, στα πλαίσια απόφασης μεταφοράς του από το εν λόγω κράτος μέλος, στο οποίο υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013, αφού θεωρήθηκε η Δημοκρατία ως κράτος μέλος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης (ερ.1-7 – Τεκ.2Β), λόγω - προφανώς - της προηγούμενης αίτησης που υπέβαλε εδώ στις 04/02/20.

Ως περαιτέρω προκύπτει από τα ΔΕ αλλά και τα ερ.30-35 (Τεκ. 2Β), περί τον Μάιο 2024, λήφθηκε πληροφορία από τις Ελληνικές Αρχές ότι σκάφος στο οποίο επέβαινε, μεταξύ άλλων 31 ατόμων, ο αιτητής, βυθίστηκε κοντά στην Ιεράπετρα Κρήτης και οι επιβαίνοντες οδηγήθηκαν στο Ηράκλειο.

Ο αιτητής, μαζί με άλλα άτομα, συνελήφθη από τις Ελληνικές Αρχές, κατηγορήθηκε και τελικώς κρίθηκε αθώος από το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης, δι’ αποφάσεως του υπ’ αρ.382/7-11/2024 «σε σχέση με τις πράξεις μεταφοράς από δύο και περισσότερα άτομα από κοινού από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολιτών χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος από υπαίτιους που ενέργησαν εκ κερδοσκοπίας και από την πράξη των οποίων μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τον άνθρωπο, κατά συναυτουργία και κατά συρροή  […] που έγιναν στη θαλάσσια περιοχή νότια του Ν. Ηρακλείου, 18/05/24» (ερ.30, σημ.25 – Τεκ.2Β). Ως αναφέρεται αμέσως πιο κάτω, στο ίδιο ερυθρό, «[ενόψει] όλων των πιο πάνω ο φάκελος στις 25/07/2025 τέθηκε ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας και δόθηκαν οδηγίες από την Νομική Υπηρεσία να μην ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του [αιτητή] αφού θα ήταν κατά της αρχής του διπλού δεδικασμένου […]» και «δόθηκαν οδηγίες όπως εξεταστεί […] το ενδεχόμενο να εκδοθεί Διάταγμα Κράτησης και Απέλασης του [αιτητή]». Στο ερ.35 (αρχική σελίδα της επιστολής ημ.25/07/25, ερ.30-35 – Τεκ.2Β) καταγράφεται ότι διερευνάται κατά του αιτητή υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος και πράξεις κατά παράβαση του Περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων Νόμου (Κυρωτικού) του 2003, ν.11(ΙΙΙ)/2004, αρ.8, αλλά και του Περί Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αρ.3, 4 & 5, «τα οποία διαπράχθηκαν κατά το έτος 2024 στην Κυπριακή Δημοκρατία».

Το υπόλοιπο περιεχόμενο των ερ.30-35 και ΔΕ αφορά καταγραφή μαρτυρίας που είχε εξασφαλιστεί κατά του αιτητή από πρόσωπα που κατονομάζονται, στα πλαίσια ερευνών των Αρχών της Δημοκρατίας, σε συνεννόηση, ως προκύπτει (ερ.34, σημ.5, 6, 7 – Τεκ.2Β), με τις Ελληνικές Αρχές, στην οποία κατονομάζεται ο αιτητής ως έχων κεντρικό ρόλο στην εξασφάλιση σκάφους, με τη βοήθεια και συνδρομή τρίτων προσώπων, και την ετοιμασία αλλά και εκτέλεση του ταξιδιού από τη Δημοκρατία με τελικό προορισμό την Ιταλία, στα πλαίσια του οποίου ο εδώ αιτητής φέρεται να προσέφερε σε διάφορα άτομα θέση επί του σκάφους έναντι συγκεκριμένης αμοιβής. Σημειώνεται ότι εναντίον ετέρου εμπλεκομένου ατόμου, το οποίο κατονομάστηκε σε μαρτυρίες (επέβαινε στο σκάφος), καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση αρ.269/25 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (ερ.31, σημ.21 και ερ.33, σημ.11 – Τεκ.2Β). Το άτομο αυτό δεν κατηγορήθηκε από τις Ελληνικές Αρχές.

Τα ως άνω δεδομένα, ως έχω προαναφέρει, περιέχονται – εν πολλοίς αυτολεξεί – τόσο στα ερ.30-35 (επιστολή ημ.25/07/25) όσο και στα ΔΕ (επιστολή ημ.28/07/25, ερ.12-18, 19-25) και συνοψίζουν τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με το επίδικο διάταγμα κράτησης ημ.28/07/25.

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα.

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ ο Α. Ε. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Α. Ε. να παραμείνει υπό κράτηση βάση του άρθρου 9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.     ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερ.28/07/2025

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο Α. Ε. παραμείνει υπό κράτηση.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 28η ημέρα του Ιουλίου, 2025»

Σημειώνω ότι, παρότι προσφέρθηκαν στα μέρη ημερομηνίες δικασίμων εντός της δια του Νόμου ταχθείσας προθεσμίας έκδοσης απόφασης (4 εβδομάδες) από την καταχώρηση της προσφυγής), εντούτοις, με συμφωνία των μερών, ένεκα της πολυπλοκότητας των επιδίκων θεμάτων, των παρεμβαλλόμενων θερινών διακοπών των συνηγόρων και της προτίμησης τους για γραπτές τοποθετήσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν πληρέστερες και ακριβέστερες τοποθετήσεις, ως ανέφεραν, κατόπιν σχετικής εισήγησης με πρωτοβουλία των μερών, η υπόθεση ορίστηκε στις 11/09/25 για διευκρινήσεις, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας από το Δικαστήριο να εξισορροπηθεί αφενός η ανάγκη ταχείας εκδίκασης και μη υπέρβαση της εκ του νόμου ταχθείσας προθεσμίας και αφετέρου η εξασφάλιση της «αποτελεσματικότητας των ουσιαστικών κανόνων και των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναγνωρίζει υπέρ του αιτούντος το δίκαιο της Ένωσης» (βλ. C-564/18, LH, ημ.19/03/20, ΔΕΕ), λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας των επίδικων ζητημάτων. Αμφότερα τα μέρη δήλωσαν ρητά τη συμφωνία τους σχετικά με την υπέρβαση της προθεσμίας του Νόμου.

Στην προσφυγή ο αιτητής παραθέτει πλήθος νομικών σημείων, στις δε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις που ακολούθησαν (τόσο γραπτή όσο και προφορική, στις Διευκρινήσεις) ο ευπαίδευτος συνήγορος του ανέπτυξε τους εξής ισχυρισμούς.

Κατ’ αρχήν, κατ’ επίκληση της αρχής του (διττού) δεδικασμένου (autrefois acquit / double jeopardy), με αναφορά στο άρθρο 4 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) και αρ.50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) και παραπομπή σε σχετική νομολογία τόσο του ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) όσο και του ΔΕΕ (Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αναφέρει – εν μέρει συγκεχυμένα και ακροθιγώς, χωρίς να εξηγεί περαιτέρω επί τούτου – ότι, δεδομένου ότι τα όσα του αποδίδονται, και αποτελούν και τη βάση του επίδικου διατάγματος, αφορούν πράξεις για τις οποίες αθωώθηκε κατόπιν δίκης από Ελληνικό Δικαστήριο, δεν μπορούν να στηρίξουν το επίδικο διάταγμα.

Περαιτέρω αναφέρει το επίδικο διάταγμα δεν αιτιολογείται επαρκώς, η δε αιτιολογία του δεν δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του Φακέλου, είναι προϊόν ελλιπούς και μη εξατομικευμένης έρευνας σε σχέση με τις περιστάσεις που αφορούν τον αιτητή, αλλά και πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο, αφού – ως επί τούτου εισηγείται – δεν καθίσταται σαφές τελικώς αν εδράζεται σε λόγους Δημόσιας Τάξης ή Εθνικής Ασφάλειας, ήτοι δεν διευκρινίζεται η νομική βάση του διατάγματος και – σε κάθε περίπτωση – παραβιάζει την αρχή, ως και προηγουμένως ανέφερε, ne bis in idem. Εισηγείται δε ότι δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτά στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ο αιτητής συνιστά εν προκειμένω «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή εξωτερικής ασφάλειας» (βλ. ΔΕΕ, C-601/15, σκέψη 67). Σε συνέχεια των ως άνω, επικουρικώς και επιπροσθέτως των ανωτέρω, ο αιτητής σημειώνει ότι η εναντίον του αιτητή μαρτυρία – ως καταγράφεται στο ΔΕ και ερ.30-35 (Τεκ.2Β) – δεν είναι τέτοια, δεδομένου και του ότι λήφθηκε από άτομα που φέρονται να εμπλέκονται στις πράξεις που αποδίδονται στον αιτητή, που θα μπορούσε να της δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα.

Σε κάθε δε περίπτωση – ως αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή – δεν υπάρχει μαρτυρία που να δεικνύει ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια και εθνική ασφάλεια και απορρίπτει την μαρτυρία που εξασφαλίστηκε εναντίον του, ως παρατίθεται στο φάκελο, αναφέροντας ότι δι’ αυτής δεν αποκαλύπτονται στοιχεία – τουλάχιστον όχι αδιάσειστα – σχετικά με τον βαθμό εμπλοκής του και τον ρόλο του στο ταξίδι αιτητών προς την Ιταλία.

Τέλος, ως αναφέρει, δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, υποδεικνύοντας επί τούτου ότι ο αιτητής είναι νυμφευμένος με ομοεθνή του, πράγμα το οποίο δεν εξετάστηκε και δεν αξιολογήθηκε. Σημειώνω επ’ αυτού ότι κατά τις Διευκρινήσεις κατατέθηκε από τον συνήγορο του, με τη σύμφωνη γνώμη των καθ’ ων η αίτηση, έγγραφο, στο οποίο φαίνεται να καταγράφεται πράξη γάμου μεταξύ του αιτητή και ομοεθνούς του, ημ.03/12/23 (Τεκ.1).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση σημειώνει κατ’ αρχήν ότι ουδείς εκ των προωθούμενων ισχυρισμών έχει δεόντως δικογραφηθεί, δεν συγκεκριμενοποιούνται, δεν εξειδικεύονται και δεν αναπτύσσονται επαρκώς και είναι συνεπώς δια τούτο στο σύνολο τους απορριπτέοι, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία. Περαιτέρω υπεραμύνθηκε της νομιμότητας και επί της ουσίας ορθότητας του επίδικου διατάγματος, εισηγούμενος, εν μέσω παραπομπών στην εθνική και ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία, ότι η κράτηση είναι καθ’ όλα νόμιμη, αιτιολογημένη, προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης, αναλογική προς τον επιδιωκόμενο εξ αυτής σκοπό, αναγκαία και σύμφωνη με τη σχετική νομολογία, τόσο την εγχώρια, όσο και του ΔΕΕ και ΕΔΑΔ και συμβατή με ΕΣΔΑ και Χάρτη. Αναφέρει δε, κάνοντας και πάλι αναφορά σε σχετική νομολογία, ότι εν προκειμένω έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο αιτητής αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του περί του αντιθέτου.

Κατά τις Διευκρινήσεις, σε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στους συνηγόρους των μερών από το Δικαστήριο, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι τοποθετήσεις τους σε σχέση κατ’ αρχήν με τον προωθούμενο εκ του αιτητή ισχυρισμό που αφορά το διττό δεδικασμένο σε συνάρτηση με την αθώωση του από ελληνικό δικαστήριο, ο μεν συνήγορος του αιτητή ανέφερε – σε ευθεία ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικώς – ότι δεν θεωρεί ότι το επίδικο διάταγμα έχει χαρακτήρα ποινικό ή άλλη μορφή κύρωσης όμως, ως ανέφερε, διατηρεί τη θέση του ότι όλη η μαρτυρία που παραθέτουν οι καθ’ ων η αίτηση στο ΔΕ αφορά πράξεις για τις οποίες αθωώθηκε από ελληνικό δικαστήριο και συνιστά γι’ αυτό διπλασιασμό της διαδικασίας, ως το έθεσε. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, καλούμενος να τοποθετηθεί επί τούτου, εισηγήθηκε ότι το επίδικο διάταγμα, σε σχέση με τον κίνδυνο που ο αιτητή συνιστά για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας, στηρίχτηκε τόσο στο ότι ο αιτητής διέφυγε από τη Δημοκρατία από μη ελεγχόμενο σημείο απόπλου όσο και σε μαρτυρίες που εξασφαλίστηκαν εναντίον του (σχετικώς παρέπεμψε στο ΔΕ και στα ερ.30-35, Τεκ.2Β), σημειώνοντας ότι, αφενός, δεδομένου ότι αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία (παρέπεμψε στη Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπ. αρ.718/12, ημ.26/02/14), είναι αδιάφορο το αν ο αιτητής αθωώθηκε στην Ελλάδα και αφετέρου εισηγήθηκε ότι τα μέρη της μαρτυρίας εναντίον του αιτητή που καταγράφονται στο ΔΕ και στα ερ.30-35 (Τεκ.2Β) που αφορούν γεγονότα και συζητήσεις του με τρίτα πρόσωπα, προτού αναχωρήσει από τη Δημοκρατία η βάρκα στην οποία αυτός επέβαινε, μαρτυρία που δεν ήταν ενώπιον των ελληνικών αρχών και – χωρίς τελικά να διασαφηνίζει τον λόγο ή να τεκμηριώνει νομικά την τοποθέτηση του αυτή – εκφεύγουν, ως ανέφερε, του αθωωτικού δεδικασμένου.

Έχω διέλθει ιδιαίτερη με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των διαβαθμισμένων εγγράφων, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και των όσων ειπώθηκαν κατά τις διευκρινήσεις.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Σημειώνω ότι, σε σχέση με τη φύση και έκταση ελέγχου που διενεργεί το Δικαστήριο, στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.43/2021, Mondeke v. Δημοκρατίας, ημ.20/01/22, λέχθηκαν τα εξής:

«Θεωρούμε σκόπιμο ωστόσο να θέσουμε τις ορθές παραμέτρους που αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας και πώς αυτός ασκείται.  Χρήσιμο είναι το τι ο ίδιος ο Νόμος ορίζει.  Πρόκειται για τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, (Ν. 73(I)/2018).

 […]

(Βλ. Janelidze ν. Δημοκρατίας, E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/21, 21.9.2021).

Στο Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Π. Δ. Δαγτόγλου, 7η Αναθεωρημένη ΄Εκδοση, σελ.168 αποδίδεται πολύ γλαφυρά το πώς διενεργείται ο έλεγχος ορθότητας ως εξής:

«Βέβαια, ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος, όπου προβλέπεται από το Νόμο ., δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας, όπως βασικά ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, που αφορά πάντως και την έρευνα τηρήσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, καθώς και την έρευνα ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα.  Ο ουσιαστικός έλεγχος προχωρεί και στην εξέταση της «ουσίας» της υποθέσεως ..  Ερευνά δηλαδή, αν έγινε ορθή ουσιαστική εκτίμηση της συνδρομής ή μη των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκε η διοικητική πράξη. και αν έγινε «καλή χρήση» της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.»

Επίσης στο Σύγγραμμα Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας του Ιωάννη Σαρμά, Β΄ έκδοση σελ. 737 αποδίδονται ανάγλυφα οι διαφορές μεταξύ ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή, ως ακολούθως:

«Η διαφορά των εξουσιών ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή έγκειται στον χαρακτήρα της διαπλάσεως που μπορεί να πραγματοποιήσει έκαστος. Ο ακυρωτικός περιορίζεται μόνο σε ακύρωση της διαπιστωθείσης ως παρανόμου διοικητικής πράξεως. Η διαπλαστική δύναμη των αποφάσεων του είναι μόνον αρνητική, δηλαδή εξαντλείται στην εξαφάνιση εκ του νομικού κόσμου της μη νομίμου πράξεως.  Αντιθέτως, η απόφαση του ουσιαστικού δικαστή μπορεί να αναπτύξη και θετική διαπλαστική δύναμη. Ο ουσιαστικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να διαπλάση ο ίδιος την πράξη που η Διοίκηση, κατά παραβίαση του νόμου, εξέδωσε».»

Επί των ως άνω, το ΔΕΕ στις C-924/19 και C-925/19, ημ.14/05/20, σκέψη 289, αναφέρει, ότι το αρ.9 της Οδηγίας 2013/33 υλοποιεί «το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης, το εν λόγω άρθρο 47 αρκεί αφεαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό» και ακολούθως, στη σκέψη 293, ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62).»

Ενόψει και στη βάση των ως άνω προχωρώ σε επί της ουσίας εξέταση και αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων που αφορούν το επίδικο διάταγμα. Δεδομένου ότι αυτά έχουν λεπτομερώς καταγραφεί ανωτέρω, δεν κρίνω σκόπιμο να τα επαναλάβω στο σύνολο τους, πλην των σημείων τα οποία αφορούν την αξιολόγηση που ακολουθεί.

Προέχει εν προκειμένω η εξέταση των ισχυρισμών που άπτονται της αθώωσης του αιτητή στη διαδικασία ενώπιον των ελληνικών αρχών και τις συνέπειες που αυτή ήθελε έχει επί των στοιχείων που αποτελούν την πραγματική βάση του επίδικου διατάγματος.

Σχετικώς, επί παρεμφερούς ζητήματος, στην πρόσφατη Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25, με αναφορά και στη σχετική νομολογία, λέχθηκαν τα εξής:

«Συνάγεται ότι υφίσταται τεκμήριο αθωότητας για αυτές τις κατηγορίες (το οποίο ισχύει προ, κατά και μετά την ποινική δίκη, μέχρι την έκβαση της τυχόν έφεσης κατά της καταδίκης: συνεκδικαζόμενες Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 88/2013 και 103/2013 Δημοκρατίας κ.ά. ν. Γρουτίδη κ.ά., απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 16.7.2019) […]. Αυτό το τεκμήριο αθωότητας τυγχάνει σεβασμού από τη Διοίκηση κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 103/2014 Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.7.2021) και από τα Διοικητικά Δικαστήρια (πολύ πρόσφατη απόφαση ημερ. 20.5.2025 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -εφεξής το «ΕΔΑΔ»- στην Αίτηση Αρ. 47604/2013 Αρουτσίδης ν. Ελλάδας, παρ. 14-17), πόσο μάλλον όταν διενεργούν έλεγχο ουσίας διά της υποκατάστασης της διοικητικής κρίσης με τη δική τους.

Ως υπέδειξε το ΕΔΑΔ στην Αρουτσίδης ν. Ελλάδας, ανωτέρω παρ. 14:

«where criminal proceedings end with acquittal or a discontinuance, "the presumption of innocence requires that the lack of a person's criminal conviction be preserved in any other proceedings of whatever nature" and also that "the operative part of an acquittal judgment must be respected by any authority referring directly or indirectly to the criminal responsibility of the interested party”.». »

Ως αποτέλεσμα των ως άνω, το Εφετείο, παρατηρώντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στα πλαίσια της εφεσιβαλλόμενης απόφασης του, συνυπολόγισε κατά τον έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας του επίδικου εκεί διατάγματος κράτησης, αδικήματα για τα οποία διώχθηκε αλλά εντέλει δεν καταδικάστηκε ο εκεί αιτητής, το Εφετείο σχολίασε ότι δεν «θα μπορούσαν νόμιμα να ληφθούν υπόψη ως υπόνοια διάπραξης αδικήματος, αφ' ης στιγμής η απόφαση […] του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ρητά αναφέρει (ως δικαστικό εύρημα) ότι ο Εφεσείων απαλλάγηκε από αυτές τις κατηγορίες» και – προχωρώντας – κατέληξε στα εξής:

«Δεν παραγνωρίζουμε ότι, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ την αφορούσα τις έννοιες της «δημόσιας τάξης» και «εθνικής ασφάλειας»[4], απαιτείται η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή (απόφαση ημερ. 15.2.2016 του ΔΕΕ στην Υπόθεση C-601/15PPU J.N., σκέψη 65) και η οποία μπορεί να βασιστεί και σε απλή υπόνοια ότι ο ενδιαφερόμενος τέλεσε αξιόποινη πράξη από κοινού με άλλα στοιχεία (υπό την έννοια ότι η υπόνοια ή καταδίκη αφ' εαυτής δεν αρκεί: απόφαση ημερ. 11.6.2015 του ΔΕΕ στην Υπόθεση C-554/13 Ζ. και Ο. σκέψεις 50-54).

Πλην όμως, θεωρούμε ότι η απλή υπόνοια δεν επαρκεί όταν η Πολιτεία δίωξε μεν για το επίμαχο αδίκημα, αλλά τελικώς απέσυρε την κατηγορία για την οποία ο διωχθείς και απαλλάγηκε, όπως εν προκειμένω ισχύει για τα αδικήματα που αφορούσαν την πρώτη και τρίτη κατηγορία στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14832/2020

Λαμβανομένης υπόψη και της ως άνω νομολογίας, η οποία αποτελεί βεβαίως δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο για το παρόν Δικαστήριο, παρατηρώ ότι τα όσα αναφέρονται στα ερ.30-35 και ΔΕ και αφορούν καταγραφή μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε κατά του αιτητή από τρίτα πρόσωπα, όπου αυτός κατονομάζεται ως έχων κεντρικό ρόλο στην εξασφάλιση σκάφους, με τη βοήθεια και συνδρομή τρίτων, και την ετοιμασία αλλά και εκτέλεση του ταξιδιού από τη Δημοκρατία με τελικό προορισμό την Ιταλία, στα πλαίσια του οποίου ο αιτητής φέρεται να προσέφερε σε τρίτα άτομα θέση έναντι συγκεκριμένης αμοιβής, είχαν τεθεί ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία έδωσε οδηγίες «να μην ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του [αιτητή] αφού θα ήταν κατά της αρχής του διπλού δεδικασμένου», όπερ και εγένετο.

Πέραν της εισήγησης της ίδιας της Νομικής Υπηρεσίας (βλ. ερ.30 και ερ.19-20), η οποία – ως προκύπτει από το όλο λεκτικό των επιστολών ημ.25/07/25 και 28/07/25 – αφορά το σύνολο της συλλεχθείσας μαρτυρίας κατά του εδώ αιτητή σε σχέση με το ταξίδι με τελικό προορισμό την Ιταλία (και τα αδικήματα για τα οποία γίνεται λόγος στα ως άνω ερυθρά), ως αυτή καταγράφεται στις εν λόγω επιστολές, ουδέν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να δεικνύει ότι υπάρχει κατά του εδώ αιτητή μαρτυρία που – σύμφωνα κατ’ αρχήν πάντα με την αντίληψη των ίδιων των καθ’ ων η αίτηση, καθ’ υπόδειξη εδώ της Νομικής Υπηρεσίας, εκφεύγει του δεδικασμένου που παράχθηκε με την αθώωση του αιτητή από το ελληνικό δικαστήριο. Τουναντίον, η ίδια η τοποθέτηση των καθ’ ων η αίτηση στις ως άνω επιστολές, λαμβανομένου υπόψη του ότι ουδεμία ποινική διαδικασία έχει ξεκινήσει ή αναμένεται να ξεκινήσει κατά του αιτητή, δεν αφήνει περιθώρια για άλλη προσέγγισή πλην του να γίνει δεκτό ότι το σύνολο της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση αφορά ή και συνδέεται με την ποινική διαδικασία στην Ελλάδα, η οποία κατέληξε στην αθώωση του.

Εξηγώ επί των ως άνω.

Η αρχή ne bis in idem εκφράζεται στο αρ.12 του Συντάγματος («Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα.»), αρ.50 του Χάρτη («Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου») και αρ.4 της ΕΣΔΑ.

Το ΔΕΕ, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του στη C-802/23, MSIG, ημ.11/09/25, στη βάση και προηγούμενης νομολογίας του, παρατηρώντας ότι «[το] άρθρο 54 της ΣΕΣΣ [σ.σ. Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν], η οποία ενσωματώθηκε στο δίκαιο της Ένωσης με το πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (ΕΕ 1997, C 340, σ. 93), κατοχυρώνει την αρχή ne bis in idem [απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Bamberg […] σκέψη 46].» (σκέψη 32), ανέφερε ότι η «εφαρμογή της αρχής ne bis in idem εξαρτάται από μια διττή προϋπόθεση, ήτοι, αφενός, ότι υπάρχει προγενέστερη αμετάκλητη απόφαση (προϋπόθεση «bis») και, αφετέρου, ότι η προγενέστερη απόφαση και οι μεταγενέστερες διώξεις ή αποφάσεις αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (προϋπόθεση «idem») (αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2023, INTER CONSULTING, C‑726/21, EU:C:2023:764, σκέψη 45, και της 19ης Οκτωβρίου 2023, Központi Nyomozó Főügyészség, C‑147/22, EU:C:2023:790, σκέψη 26).» (σκέψη 35), σημειώνοντας επίσης ότι «[ως] ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών νοείται ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που απορρέουν από γεγονότα τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, τα ίδια, δεδομένου ότι αφορούν τον ίδιο παραβάτη και συνδέονται μεταξύ τους άρρηκτα στον χρόνο και στον χώρο [πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Kraaijenbrink, C‑367/05, EU:C:2007:444, σκέψεις 26 και 27, της 28ης Οκτωβρίου 2022, Generalstaatsanwaltschaft München (Έκδοση προσώπου και αρχή ne bis in idem), C‑435/22 PPU, EU:C:2022:852, σκέψη 128, και της 12ης Οκτωβρίου 2023, INTER CONSULTING, C‑726/21, EU:C:2023:764, σκέψη 75].» (σκέψη 38).

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και της ως άνω νομολογίας, δεδομένου ότι, ως έχω αναφέρει πιο πάνω, ουδέν ετέθη που θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να προβεί σε διαχωρισμό της ενώπιον του μαρτυρίας ως αυτή περιέχεται στα ερ.30-35 και ΔΕ σε εμπίπτουσα και μη στο (αμάχητο) τεκμήριο αθωότητας που προέκυψε από την απαλλαγή του αιτητή κατά τη διαδικασία ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης, ήτοι τη διάγνωση του κατά πόσο αυτή ή μέρος αυτής αφορά αδικήματα τα οποία δεν υπάγονται στην αρχή ne bis in idem, ως αυτή πιο πάνω περιγράφεται από την οικεία νομοθεσία και νομολογία, τέτοιος διαχωρισμός είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος και δεν θα μπορούσε να γίνει από το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσης. Πόσο δε μάλλον όταν, ως αναφέρω πιο πάνω, η ίδια η θέση των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στις εν λόγω επιστολές, όπου αναφέρονται οι οδηγίες της Νομικής Υπηρεσίας προς την οποία απευθύνθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση, είναι ότι δεν χωρεί ποινική δίωξη στη βάση της ενώπιον τους μαρτυρίας, ενόψει της αθώωσης του αιτητή στην Ελλάδα.

Συνεπώς, αφενός, δεδομένου ότι, ως ανωτέρω εξηγείται, κατά παραδοχή των καθ’ ων η αίτηση ότι, στη βάση της αρχής ne bis in idem, η μαρτυρία που εξασφαλίστηκε κατά του εδώ αιτητή δεν μπορεί να οδηγήσει σε καταχώρηση ποινικής υπόθεσης και αφετέρου του ότι, ως και στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρεται, κατόπιν αθώωσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για υποψίες για διάπραξη αδικημάτων για τα οποία ένα άτομο αθωώθηκε, είναι κατάληξη μου ότι η μαρτυρία που καταγράφεται στο φάκελο που τον αφορά και συνδέεται με το ταξίδι του αιτητή με άλλα άτομα στην Ελλάδα (με τελικό προορισμό την Ιταλία) δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως δημιουργούσα υποψίες (τέλεσης αδικήματος για το οποίο υπάρχει αθωωτική απόφαση) αλλά ούτε και να αποτελέσει, για τον ίδιο λόγο, βάση για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, αφού θα ήταν κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο και κατέστη αμάχητο μετά την αθώωση του αιτητή από τα ελληνικά δικαστήρια. Θα ήταν δε οξύμωρο να αθωώνεται κάποιος αλλά να μπορεί – στη βάση εκάστοτε συλλεχθείσας μαρτυρίας – να θεωρείται ότι παραμένει ύποπτος, ήτοι ότι να αναβιώνουν έτσι κατ’ αυτού υποψίες μετά από αθωωτική απόφαση, ακόμα και αν τέτοια μαρτυρία υπάρχει.

Σημειώνω βεβαίως – αν και αυτονόητο – ότι διαφορετική θα ήταν η περίπτωση όπου θα υποδεικνυόταν στο Δικαστήριο μαρτυρία ή μέρος αυτής, το οποίο θα αφορούσε πράξεις οι οποίες εκφεύγουν του τεκμηρίου αθωότητας ή της αρχής ne bis in idem. Εν προκειμένω όμως, ως αναφέρω και πιο πάνω, ουδείς διαχωρισμός έγινε, πέραν της γενικής αναφοράς κατά τις διευκρινήσεις από τον συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε στις ελληνικές αρχές στην εκεί δικαστική διαδικασία ή ότι αφορά πράξεις που δεν συνδέονται ή δεν περιλαμβάνονταν στο δεδικασμένο, χωρίς να διευκρινίζεται ποιες είναι – κατ’ αυτούς – οι πράξεις αυτές (οι οποίες διαφέρουν αυτών για τις οποίες αθωώθηκε) ή και ποια εκ της μαρτυρίας αυτής δεν είχε τεθεί ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου. Ουδέν περί τούτου προσκόμισαν οι καθ’ ων η αίτηση και ουδέν συγκεκριμένο ανέφεραν. Τονίζεται δε ότι η ως άνω τοποθέτηση του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση αυτή δεν συνάδει με την ρητή διατύπωση που απαντάται στα ερ.30 και ερ.19-20 και είναι σε ευθεία αντίθεση με την διαπίστωση τους ότι στη βάση της μαρτυρίας αυτής δεν θα πρέπει να «ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του [αιτητή] αφού θα ήταν κατά της αρχής του διπλού δεδικασμένου», ως καταγράφεται στα στοιχεία του φακέλου.

Αξίζει να διευκρινιστεί εδώ ότι η αρχή του λεγόμενου διπλού (ή διττού) δεδικασμένου (ne bis in idem / double jeopardy) δεν αφορά ευθέως την παρούσα, αφού το επίδικο διάταγμα δεν πρόκειται για νέα κύρωση και ούτε έχει να κάνει με νέα διάγνωση ποινικής ευθύνης ή υποβολής κυρώσεως σε σχέση με συγκεκριμένη πράξη, ως έγινε αποδεκτό και από τον συνήγορο του αιτητή. Η συζήτηση εν προκειμένω αφορά μόνο το κατά πόσο, ως και στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρεται, θα μπορούσαν για τους σκοπούς της παρούσας να ληφθούν υπόψη πράξεις του αιτητή (για τις οποίες στον φάκελο καταγράφεται μαρτυρία), από τη στιγμή που – κατά παραδοχή και των καθ’ ων η αίτηση - έχει αθωωθεί σε ελληνικό δικαστήριο. Με άλλα λόγια η μαρτυρία κατά του αιτητή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη όχι γιατί υφίσταται στα πλαίσια της παρούσας (ή δια του επίδικου διατάγματος) κίνδυνος διπλού δεδικασμένου αλλά γιατί, ως αποτέλεσμα της αθώωσης του αιτητή από ελληνικό δικαστήριο, δημιουργήθηκε εδώ (αμάχητο) τεκμήριο αθωότητας σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε, το οποίο θα πρέπει να γίνει βεβαίως σεβαστό τόσο από τη διοίκηση όσο και από το παρόν Δικαστήριο. Είναι δε, ως και ανωτέρω εξηγώ, ευθύνη των καθ’ ων η αίτηση να εξηγήσουν και να τεκμηριώσουν στο Δικαστήριο γιατί θεωρούν ότι υπάρχει μαρτυρία που εκφεύγει του τεκμηρίου αυτού και αφορά αδικήματα για τα οποία δεν διώχθηκε στην Ελλάδα, στη βάση και των όσων στην C-802/23, MSIG (ανωτέρω) αναφέρονται σχετικώς.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου τα μόνα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου που εκφεύγουν του τεκμηρίου αθωότητας και μπορούν να αξιολογηθούν στην παρούσα είναι ό,τι καταγράφεται στις παρ.2 και 3 του ερ.18 (και ερ.25), ήτοι του ότι ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 14/01/20 με βάρκα, δια θαλάσσης, μαζί με άλλους 100 ομοεθνείς του, κατά τη διάρκεια δε συνεντεύξεων με τους επιβαίνοντες στη βάρκα εξασφαλίστηκε μαρτυρία κατά του αιτητή ως χειριστή της βάρκας, στη βάση της οποίας τότε ζητήθηκε και εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης του, όμως, λόγω του ότι δεν προέκυψαν στοιχεία, αφέθηκε ελεύθερος στις 23/01/20 και μετά από λίγες μέρες υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η εξέταση της οποίας εκκρεμεί, αλλά και του ότι αυτός μετέβη παρανόμως δια θαλάσσης στην Ελλάδα και ακολούθως στη Γερμανία, απ’ όπου επεστράφη στη Δημοκρατία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο ερ.31 (πριν το σημείο 17) αναφέρεται ότι, σύμφωνα με μαρτυρία που λήφθηκε από άτομο ομοεθνές του αιτητή τον Φεβρουάριο 2025 (βλ. ερ.32, παρ.12-13), αυτός του τηλεφώνησε και του ανέφερε ότι «βρισκόταν στη Σερβία και είχε σκοπό να μεταβεί στη Γερμανία», το οποίο και εν τέλει ο αιτητής έπραξε.

Προχωρώ λοιπόν, ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων, να αξιολογήσω αν δύναται εδώ να θεωρηθεί, υπό τις περιστάσεις που συνθέτουν την παρούσα, ότι ο αιτητής συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.

Επί της νομικής πτυχής των ως άνω σημειώνω σχετικά τα εξής.

Στη C‑601/15 PPU, JN, ημ.15/02/16, όπου το ΔΕΕ πραγματεύτηκε τόσο την έννοια της δημόσιας τάξης όσο και της δημόσιας (ή εθνικής) ασφάλειας, στην οποία γίνεται αναφορά και στην πιο πρόσφατη C-18/19, WM, ημ.02/07/20, αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 65-69):

«65. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, […]

66. Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09,EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

67. Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

68. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

69. Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σημειώνεται ότι το επίδικο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου συνιστά μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του αρ.8 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, το οποίο πραγματεύεται η ως άνω απόφαση του ΔΕΕ.

Στην απόφαση του ΔΕΕ στη C‑554/13, Zh, ημ.11/06/15, η οποία πραγματεύεται την έννοια της «δημόσιας τάξης» στα πλαίσια της οδηγίας για την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών 2008/115/ΕΚ, αναφέρονται τα εξής:

«52. […] απλή υπόνοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας έχει τελέσει πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα μπορεί από κοινού με άλλα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση να θεμελιώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν κατ’ ουσίαν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, ούτε δε από το άρθρο 7 ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής μπορεί να συναχθεί ότι είναι συναφώς αναγκαία η ποινική καταδίκη.

[…]

61. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.»

Στην απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29/4/2004, σκέψη 67, λέχθηκε ότι: «[…] η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως […]»

Στη Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπ. αρ.718/12, ημ.26/02/14, στην οποία σημειώνεται ότι επίδικη ήταν η κήρυξη ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του σχετικού περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και όχι κράτηση για λόγους δημοσίας τάξεως, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ανέφερε τα εξής, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, καθότι η παρούσα - που αφορά την ελευθερία του ατόμου - είναι έτι σοβαρότερη, θεωρώ ότι βρίσκουν εφαρμογής και εδώ :

«Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

Η ανωτέρω προσέγγιση του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε τόσο στην Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 4/2020, ημ.24/02/20, όσο και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Almuhana, Πολ. Αίτ. 28/2020, ημ.28/07/20.

Εκ της ως άνω νομολογίας προκύπτουν τα εξής.

Η κράτηση ενός αιτητή ασύλου δυνάμει του επίδικου άρθρου θα πρέπει να στηρίζεται σε εύλογο συμπέρασμα, στη βάση διαθέσιμων στοιχείων, ότι «από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (βλ. και JN, ανωτέρω). Τυχόν προηγούμενη ποινική καταδίκη, αφενός δεν είναι αρκετή από μόνη της για να δικαιολογήσει την κράτηση δίχως άλλο, χωρίς να προηγηθεί αξιολόγηση όλων των δεδομένων που συνθέτουν την εκάστοτε περίπτωση σε εξατομικευμένη βεβαίως βάση, και αφετέρου η προηγούμενη καταδίκη δεν αποτελεί προαπαιτούμενο.

Αρκεί λοιπόν να «υπάρχουν και [να] συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία» (βλ. Stoyanov, ανωτέρω), δεδομένου πάντοτε ότι – προκειμένου για κράτηση ατόμου για προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας - μπορεί εξ αυτών να στηριχθεί διαπίστωση «σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.» (βλ. JN, ανωτέρω).

Σημειώνεται τέλος ότι, ως αναφέρεται, με αναφορά και στην προηγούμενη νομολογία επί του ζητήματος, στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25, «ο έλεγχος ουσίας στην οποία το [παρόν] Δικαστήριο προβαίνει επί διατάγματος κράτησης […] είναι θετικά διαπλαστικός, υπό την έννοια ότι δύναται να διαπλάσει το ίδιο το Δικαστήριο την πράξη που η Διοίκηση παράνομα εξέδωσε», στα πλαίσια της οποίας μπορεί να συμπληρώσει «νομικό κενό με τη δική του κρίση, ασκώντας θετική δικαιοπλαστική εξουσία».

Έχοντας κατά νου την ως άνω νομολογία παρατηρώ εν προκειμένω τα εξής.

Κατά του αιτητή προέκυψε μαρτυρία ότι ήταν χειριστής της βάρκας με την οποία έφθασε μαζί με άλλα 100 άτομα στη Δημοκρατία τον Ιανουάριο 2020, όμως, ελλείψει στοιχείων, δεν προχώρησε ποινική διαδικασία εναντίον του. Δεν παραγνωρίζω ότι, παρότι αρκεί σε υποθέσεις ως η παρούσα η ύπαρξη υπόνοιας, εντούτοις, το γεγονός ότι τελικώς κρίθηκε, ως από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει, ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για ποινική δίωξη του αιτητή, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου που παρήλθε έκτοτε (περί τα 4 ½ έτη), επιβάλλει την απόδοση περιορισμένης ή και αμελητέας βαρύτητας στις υποψίες που τότε προέκυψαν ότι ο αιτητής ήταν χειριστής της βάρκας με την οποία έφθασε στη Δημοκρατία το 2020. Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε, στη βάση υποψιών που υπήρχαν πριν από 4 ½ χρόνια, χωρίς εν τω μεταξύ να έχουν επιβεβαιωθεί ή – κατ’ ελάχιστον – να ερευνηθούν περαιτέρω, να στοιχειοθετηθεί σήμερα «προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή». Απομένει το γεγονός ότι, ενόσω η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής εκκρεμούσε, αυτός απέπλευσε, προφανώς βεβαίως παρανόμως, με άλλα άτομα προς Ιταλία, για να καταλήξει τελικά στην Κρήτη, απ’ όπου έφθασε τελικώς στη Γερμανία.

Τα ανωτέρω δεδομένα, αποτιμούμενα και αξιολογούμενα τόσο έκαστο ξεχωριστά όσο και συνολικά, παρότι αναμφιβόλως δεικνύουν κατακριτέα και παράνομη συμπεριφορά εκ του αιτητή, εντούτοις δεν είναι θεωρώ αρκετά για να θεωρηθεί ότι υφίστανται εν προκειμένω «πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία» (βλ. Stoyanov, ανωτέρω) ότι «από την ατομική του [αιτητή] συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (βλ. JN, ανωτέρω), δεδομένου και του ότι «η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την επιβίωση του πληθυσμού από τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, καθώς και από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων» (C-373/13, Η. Τ., ημ.24/06/15, ΔΕΕ).

Δεν θεωρώ λοιπόν – σε συνέχεια των ως άνω - ότι αφενός οι υποψίες για το ότι ο αιτητής υπήρξε χειριστής της βάρκας με την οποία έφθασε στη Δημοκρατία το έτος 2020, επί του οποίου καμία διαδικασία κινήθηκε εν τέλει, και αφετέρου ο παράνομος απόπλους του από τη Δημοκρατία το 2024 και η κατάληξη του στην Ελλάδα και ακολούθως στη Γερμανία, παρότι – επαναλαμβάνω - συνιστούν παράνομη και κατακριτέα συμπεριφορά, αρκούν για να στοιχειοθετήσουν εύλογες ανησυχίες ότι ο αιτητής αποτελεί ενδεχομένως κίνδυνο για τη δημοσία τάξη της Δημοκρατίας, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτό «προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» (βλ. WM, ανωτέρω). Ούτε – περαιτέρω – εντοπίζω αλλά ούτε και μου έχει λεχθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη και των όσων πιο πάνω αναφέρω για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ενόψει της αθώωσης του από ελληνικό δικαστήριο, που θα μπορούσε να καταδείξει ότι ο αιτητής συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.

Αξίζει θεωρώ να σημειωθεί εδώ ότι, παρά τις αιτιάσεις του αιτητή ότι δεν διευκρινίζεται αν το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στη βάση της εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, αυτό ολίγον τελικά ενδιαφέρει, καθότι, ως και εκ των πιο πάνω αποσπασμάτων αποφάσεων του ΔΕΕ διαφαίνεται, ο όρος δημόσια ασφάλεια ή «δημόσια τάξη και ασφάλεια» (ως έχει καταγραφεί στο σώμα του επίδικου διατάγματος), περιλαμβάνει αμφότερες τις έννοιες και για αυτό ενίοτε χρησιμοποιείται το γενικότερο «δημόσια ασφάλεια». Σε κάθε περίπτωση δε το Δικαστήριο, ενόψει του ότι «η απόφαση του […] μπορεί να αναπτύξη και θετική διαπλαστική δύναμη» (βλ. Mondeke, ανωτέρω) δύναται να εξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο αυτών βάσεων.

Επανερχόμενος στην ουσία της υπόθεσης κρίνω σκόπιμο να σημειώσω, σε συνέχεια των όσων πιο πάνω εξηγώ, ότι το λεκτικό του επίδικου αρ.9ΣΤ (2) (ε) του Νόμου, που αποτελεί αυτολεξεί μεταφορά του αρ.8 (3) (ε) της Οδ. 2013/33/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι, «εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός […] θέτει υπό κράτηση αιτητή […] όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης». Δεδομένου λοιπόν του ότι εν προκειμένω, για τους λόγους που εξηγώ πιο πάνω, δεν έχω εντοπίσει κάποιο στοιχείο που να συνηγορεί, υπό το φως και της οικείας νομολογίας του ΔΕΕ που αναφέρω ανωτέρω, υπέρ του ότι η συμπεριφορά του αιτητή, παρά το παράνομο αυτής, στρέφεται κατά θεμελιώδους συμφέροντος «της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας» της Δημοκρατίας (βλ. JN, ανωτέρω) και συνεπώς είναι κατάληξη μου ότι δεν έχει καταδειχθεί εδώ ότι η συμπεριφορά του εμπίπτει στο επίδικο άρθρο. Δεν μου έχει υποδειχθεί γιατί η παράνομη αναχώρηση του αιτητή από τη Δημοκρατία στοιχειοθετεί την απαιτούμενη από τη νομολογία «ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» ή της εθνικής ασφάλειας της Δημοκρατίας (βλ. WM, ανωτέρω) και ούτε θεωρώ ότι μπορεί να συναχθεί από τις υποψίες που υπήρχαν το 2020 για τον χειρισμό απ’ αυτόν της βάρκας με την οποία και έφθασε στη Δημοκρατία, εφόσον, ως ρητά αναφέρεται στο ΔΕ (ερ.25), δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του αιτητή και ουδεμία διαδικασία προχώρησε κατ’ αυτού.

Επαναλαμβάνω εδώ ότι ενδεχομένως εντελώς διαφορετική θα ήταν η κατάληξη μου αν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που αφορούν την μαρτυρία που συνδέεται με το ταξίδι του αιτητή στην Ελλάδα και τον ρόλο του ιδίου στην οργάνωση και εκτέλεση του ταξιδιού αυτού. Όμως, ως και πιο πάνω λεπτομερώς εξηγώ, δεδομένης της θέσης των ίδιων των καθ’ ων η αίτηση ότι όλη η μαρτυρία που συλλέγηκε καλύπτεται από την αρχή του διπλού δεδικασμένου, εκ της οποίας συνάγεται αναπόδραστα ότι αποδέχθηκαν το τεκμήριο αθωότητας που παράχθηκε στην Ελλάδα σε σχέση με τις πράξεις αυτές που του αποδίδονται, το οποίο επιβεβαιώνεται περαιτέρω και από το ότι ουδεμία ποινική διαδικασία προχώρησε εναντίον του αιτητή, δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να εισέλθει και να αξιολογήσει στοιχεία τα οποία ο ίδιος ο εκδότης του διατάγματος ρητώς αναφέρει ότι καλύπτονται από το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας στην Ελλάδα.

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι – για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγώ πιο πάνω - δεν συντρέχουν εδώ οι προϋποθέσεις που θέτει το επίδικο αρ.9ΣΤ (2) (ε) του Νόμου, εκ του οποίου τίθεται εκ ποδών η νομική βάση του επίδικου διατάγματος κράτησης.

Δεδομένης της κατάληξης μου περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων της νομικής βάσης του επίδικου διατάγματος παρέλκει η εξέταση αναλογικότητας και αναγκαιότητας της κράτησης καθώς και το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών αυτής μέτρων, το οποίο και συναρτάται με τις αρχές αυτές, ζητήματα που εξετάζονται μόνο όπου κρίνεται ότι οι λόγοι στη βάση των οποίων μπορεί ένας αιτητής να κρατηθεί [αρ.9ΣΤ (2)] συντρέχουν στην εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση και, σε αντίθετη περίπτωση, όταν κριθεί ότι οι περιοριστικώς απαριθμούμενοι στην επίδικη διάταξη λόγοι δεν συντρέχουν, ως είναι η κατάληξη μου εδώ, δεν δύναται να περισωθεί το κύρος του επίδικου διατάγματος, ούτε βεβαίως αυτό μπορεί να υποκατασταθεί με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και συνεπώς η εξέταση τους καθίσταται αλυσιτελής. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που κρίνεται ότι ένας αιτητής δεν συνιστά ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας, αυτό συνεπάγεται ότι δεν «απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης» [αρ.9ΣΤ (2) (ε)] η κράτηση του και συνεπώς εκλείπει ο σκοπός, είτε της κράτησης είτε οιουδήποτε εναλλακτικού αυτής μέτρου, πράγμα που θα εξεταζόταν μόνο όπου ο σκοπός (εδώ η προστασία της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης) υφίστατο, προκειμένου να σταθμιστεί ποιο θα ήταν το προσφορότερο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου κατά περίπτωση σκοπού (αναλογικότητα), το οποίο και θα καθίστατο για τον ίδιο λόγο αναγκαίο (αναγκαιότητα).  

Τα ως άνω σφραγίζουν και την τύχη της προσφυγής, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων που προωθούνται δι’ αυτής.

Η προσφυγή επιτυγχάνει (ως προς το αιτητικό Α αυτής) και το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώνεται.

Δεδομένου τούτου οι καθ’ ων η αίτηση θα πρέπει να απολύσουν «αμέσως τον επηρεαζόμενο υπό κράτηση αιτητή», κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.9ΣΤ (6) (γ) του Νόμου.

Επιδικάζονται έξοδα, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο