J. B. B. Y. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3246/24, 26/9/2025
print
Τίτλος:
J. B. B. Y. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3246/24, 26/9/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ


Υπόθεση Αρ.: 3246/24

 

26 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

J. B. B. Y.

Αιτητού

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Δ. Κακουλλής (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Λ. Νικολάου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20.7.2024 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023.

 

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: η Λ.Δ.Κ.). Εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, κατά δήλωση του περί τις 5.7.2022, και ακολούθως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία περί τις 6.7.2022. Κατόπιν, περί τις 21.7.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Την 17.7.2024, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό, ο οποίος υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 20.7.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 8.8.2024, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.            Ο Αιτητής, κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, περιορίζοντας τους προβαλλόμενους λόγους αυτής, επικεντρώθηκε στην ουσία της υπόθεσης, υποβάλλοντας αφενός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε εσφαλμένη αξιολόγηση της αξιοπιστίας του και, συνακόλουθα, κακώς δεν του αναγνώρισαν καθεστώς διεθνούς προστασίας, και αφετέρου ότι σημειώθηκε καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησής του, κατά παράβαση της νομοθετικής πρόβλεψης του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλει ότι οι δηλώσεις του, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του περί των προβλημάτων με την οικογένεια της ανήλικης συντρόφου και μητέρας των τέκνων του, αξιολογήθηκαν εσφαλμένα, οδηγώντας σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία του. Κατά τη θέση του, οι απαντήσεις του κατά τη συνέντευξη ήταν επαρκείς, λεπτομερείς και συγκεκριμένες, ώστε να στοιχειοθετήσουν τον λόγο που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι υπήρξε καθυστέρηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, για την οποία δεν ενημερώθηκε, κατά παράβαση των εδαφίων (5) και (6) του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως αποτέλεσμα, επηρεάστηκαν τα δικαιώματά του, καθότι δεν κατέστη δυνατόν να εξεύρει αποδεικτικά στοιχεία και η μνήμη του εξασθένησε λόγω της παρέλευσης του χρόνου· συνεπώς, η όποια αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, οφείλεται στην καθυστέρηση αυτή των Καθ’ ων η αίτηση.

 

3.            Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης ως προϊόντος δέουσας έρευνας και διαδικασίας. Παραπέμποντας στα ευρήματα της διοικητικής διαδικασίας, υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε μελλοντοστραφή κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

 

Νομικό Πλαίσιο

4.            Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

5.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2025 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.            Το άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος) καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό. 

 

8.            Το άρθρο 19 των περί Προσφύγων Νόμων προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

 

Κατάληξη

9.            Ως προς τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξης de novo και ex nunc, επαναξιολογώντας τα ενώπιόν του δεδομένα (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, στην υπόθεση C‑283/24 [Barouk], ECLI:EU:C:2025:236, σκέψεις 24 εώς 28, Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024, ). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100]

 

10.         Σε κάθε περίπτωση, ως προς τις διαδικαστικές πλημμέλειες που προβάλλει ο Αιτητής σημειώνονται τα ακόλουθα. Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός ως προς το χρόνο που παρήλθε από την υποβολή της αίτησης του Αιτητή μέχρι την εξέτασή της από τη διοίκηση και τη μη ενημέρωσή του για την παράταση του χρόνου εξέτασής του, εγείρεται αλυσιτελώς, καθώς δεν είναι σαφές, ιδίως ενόψει της κατάληξης περί μη υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, πού έγκειται η ζημία για τον τελευταίο (Βλ. Προσφυγή αρ. 1458/2009, Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας δια Α.Α.Π., ημερ. 25.2.2021). Ως αλυσιτελείς  χαρακτηρίζονται  οι λόγοι προσφυγής, οι οποίοι ακόμα και αν γίνουν δεκτοί δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].  Εν προκειμένω, από τη στιγμή που η αίτηση του Αιτητή εξετάστηκε από τη διοίκηση, ο εν λόγω ισχυρισμός θα είχε καταρχήν σημασία μόνο εάν είχε εγερθεί στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο την παράλειψη της Διοίκησης να εξετάσει την αίτησή του. Τυχόν ακύρωση της επίδικης απόφασης στη βάση του υπό εξέταση ισχυρισμού δεν θα είχε ουσιώδες πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον το ζητούμενο εξαρχής είναι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Επιπλέον, δεν προκύπτει οποιαδήποτε ρητή σύνδεση της επικαλούμενης καθυστέρησης με την ουσία της αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτε ο Αιτητής κατόρθωσε να αποδείξει συγκεκριμένη ζημία λόγω της καθυστέρησης στην εξέτασή της. Τέλος, η τυχόν επίδραση της επικαλούμενης καθυστέρησης στη μνήμη του ή στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του κατά τη συνέντευξη, δύναται να συνεκτιμηθεί και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ενόψει της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο αυτό.

 

11.         Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

12.         Εν προκειμένω, ο Αιτητής, κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία, ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της κακής και επιθετικής συμπεριφοράς της οικογένειας της συντρόφου και μητέρας των τέκνων του απέναντί του, την οποία απέδωσε στην οικονομική του αδυναμία. Ως αποτέλεσμα, όπως δήλωσε, κατέστη περισσότερο δυσχερής και η επικοινωνία του με τα τέκνα του. Η παρενόχληση που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν από την οικογένεια της συντρόφου του, τον οδήγησε να καταφύγει στον θείο του, ο οποίος, κατά δήλωσή του, τον βοήθησε να ταξιδέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία, προκειμένου να εξασφαλίσει ασφάλεια και δυνατότητα εργασίας. Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι η επιθετική στάση της οικογένειας της συντρόφου του επηρέασε και τον πατέρα του, ο οποίος υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο (βλ. ερ. 1 του διοικητικού φακέλου, στο εξής: «δ.φ.»).

 

13.          Προ της συνέντευξής του, διενεργήθηκε αξιολόγηση ευαλωτότητας (βλ. ερ. 26-13 του δ.φ.), κατά την οποία ο Αιτητής δήλωσε ότι, κατά το χρονικό διάστημα Μαρτίου έως Ιουλίου 2022, είχε αυτοκτονικές σκέψεις. Ανέφερε ότι επιχείρησε να χρησιμοποιήσει μαχαίρι για να βλάψει τον εαυτό του, πλην όμως η σκέψη της μικρότερης αδελφής του –την οποία, όπως ισχυρίστηκε, πρέπει να φροντίζει– καθώς και των παιδιών του, τον απέτρεψε. Δήλωσε ότι σήμερα βρίσκεται σε καλή ψυχική κατάσταση, εκφράζοντας, ωστόσο, την ανησυχία του για τα τέκνα του. Τέλος, ανέφερε ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία αισθάνεται ασφαλής και ότι σκοπός του είναι να εργαστεί, ώστε να καταστεί εφικτή η μελλοντική έλευση των τέκνων του.

 

14.         Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη Lisala και σε βρεφική ηλικία μετέβη με την οικογένειά του στην Kinshasa (βλ. ερ. 61 – 1Χ του δ.φ.). Είναι χριστιανός καθολικός ως προς το θρήσκευμα. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ανέφερε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ότι προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν είχε εργαστεί, καθότι διέμενε με τον πατέρα του, ο οποίος τον συντηρούσε (βλ. ερ. 61 – 4Χ & 60 – 1Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής δήλωσε άγαμος, πλην όμως έχει δύο ανήλικους υιούς· ο ένας διαμένει με την αδελφή του Αιτητή και ο άλλος με τη μητέρα του στην Kinshasa (βλ. ερ. 62 – 1Χ του δ.φ.). Επικοινωνία διατηρεί μόνο με τον υιό του που ζει με την αδελφή του, ενώ για τη μητέρα των τέκνων του δήλωσε ότι αγνοεί αν βρίσκεται στην Kinshasa ή στη Matadi (βλ. ερ. 62 – 1Χ & 61 του δ.φ.). Ως προς την λοιπή οικογένειά του, ανέφερε ότι στις 28.9.2022 ο πατέρας του απεβίωσε από εγκεφαλικό επεισόδιο, ενώ η μητέρα του διαμένει στην πόλη Gemina, στην επαρχία Équateur (βλ. ερ. 61 του δ.φ.). Επιπλέον, από την πλευρά του πατέρα του έχει μία μεγαλύτερη αδελφή, και από την πλευρά της μητέρας του έναν αδελφό και δύο αδελφές (βλ. ερ. 61 – 2Χ του δ.φ.). Ο ίδιος διατηρεί επικοινωνία μόνο με την αδελφή του, η οποία φροντίζει και έναν εκ των υιών του (βλ. ερ. 61 – 2Χ του δ.φ.). Τέλος, αναφορικά με την υγεία του, ο Αιτητής ανέφερε ότι αισθάνεται καλά. Επίσης, δήλωσε ότι είναι φορέας του ιού Ηπατίτιδας Β (βλ. ερ. 63 του δ.φ.).

 

15.         Ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής επικαλέστηκε τα προβλήματα που αντιμετώπισε με την οικογένεια της μητέρας των τέκνων του. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι οι δυσκολίες ξεκίνησαν όταν η σύντροφός του, ονόματι «Μ.», έμεινε έγκυος ενώ ήταν ανήλικη (βλ. ερ. 59 – 1Χ-2Χ του δ.φ.). Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του Αιτητή ανέλαβε την ευθύνη, ο αδελφός της «Μ.» είχε αντιρρήσεις και επιθυμούσε να φυλακιστεί ο Αιτητής (βλ. ερ. 59 – 1Χ-2Χ του δ.φ.).Η «Μ.» μετοίκησε στην πατρική οικία του Αιτητή και η ένταση με την οικογένειά της επιτάθηκε όταν έμεινε έγκυος για δεύτερη φορά (βλ. ερ. 59 – 1Χ-2Χ του δ.φ.). Κατόπιν τούτου, ο Αιτητής κατέφυγε σε φίλο του, ενώ η σύντροφός του παρέμεινε με τον πατέρα του, ο οποίος φρόντιζε τόσο εκείνη, όσο και το παιδί τους. Στη συνέχεια, ο Αιτητής ανέφερε ότι, ενώ ο ίδιος δεν διέμενε πλέον στην πατρική του οικία, η οικογένεια της συντρόφου του επισκέφθηκε το σπίτι και σημειώθηκε διαπληκτισμός μεταξύ του πατέρα του και του αδελφού της «Μ.». Κατόπιν τούτου, η σύντροφος και το δεύτερο τέκνο εγκατέλειψαν την πατρική οικία του Αιτητή (βλ. ερ. 59 – 1Χ-2Χ του δ.φ.). Επιπλέον, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια της συντρόφου του, αναζητώντας τον ίδιο, απέστειλε συμμορίες «Kuluna», οι οποίες προκάλεσαν υλικές ζημιές στην πατρική οικία του (βλ. ερ. 59 – 1Χ-2Χ του δ.φ.). Μετά την κλιμάκωση των γεγονότων, ο Αιτητής διέμενε στον θείο του, ενώ η υγεία του πατέρα του επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα να υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και τελικώς να αποβιώσει (βλ. ερ. 59 – 1Χ-2Χ του δ.φ.).

 

16.         Διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν στον Αιτητή αναφορικά με επιμέρους πτυχές του αφηγήματός του. Ειδικότερα, ανέφερε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής φοβάται μήπως κάποιος συγγενής της συντρόφου του τον βλάψει, καθώς δεν γνωρίζει όλα τα μέλη της οικογένειάς της. Περιέγραψε τη γνωριμία και την εξέλιξη της σχέσης του με τη «Μ.» από το 2013, τις δύο εγκυμοσύνες της και τις αντιδράσεις της οικογένειάς της, οι οποίες συνοδεύονταν από λεκτικές απειλές και την αποστολή συμμοριών «Kuluna» που προκάλεσαν ζημιές στην πατρική του οικία. Οι σχετικές παρενοχλήσεις καταγγέλθηκαν από τον πατέρα και την αδελφή του, με αποτέλεσμα να σταματήσουν, αν και ο ίδιος υποστήριξε ότι εξακολούθησαν να τον αναζητούν.

 

17.         Ως προς τη φροντίδα των τέκνων του, ανέφερε ότι το πρώτο παιδί ανέλαβε η αδελφή του μετά την ασθένεια του πατέρα του, ενώ το δεύτερο παρέμεινε πάντοτε με τη μητέρα του. Τόνισε ότι πλέον δεν έχει επικοινωνία με τη «Μ.», ούτε και η οικογένειά του, αλλά εξακολουθεί να θεωρεί υπεύθυνους για τα προβλήματά του, τους θείους της. Εξέφρασε επίσης φόβο μήπως φυλακιστεί λόγω της ηλικίας της συντρόφου του όταν ξεκίνησε η σχέση τους. Τέλος, διευκρίνισε ότι δεν δέχθηκε άμεση επίθεση από την οικογένεια της «Μ.», αλλά μόνο από τις συμμορίες «Kuluna» (βλ. ερ. 45 – 1Χ του δ.φ.)., ενώ για το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης στη χώρα καταγωγής του, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πόσο εφικτό είναι (βλ. ερ. 45 του δ.φ.).

 

18.         Ειδικώς ως προς τις φερόμενες απειλές από την οικογένεια της συντρόφου του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεχόταν λεκτικές απειλές από τους θείους της μητέρας των τέκνων του, οι οποίες περιείχαν τη φράση «…θα δεις, πρόκειται να σου δείξουμε εσένα» (“…you will see, we are going to show you”), την οποία ο ίδιος εξέλαβε ως κακό σημάδι (βλ. ερ. 50 – 1Χ του δ.φ.). Επίσης, υποστήριξε ότι οι θείοι της «Μ.» απέστελλαν συμμορίες «Kuluna» στην πατρική του οικία, γεγονός που πληροφορήθηκε, τόσο από γείτονες, όσο και από την ίδια τη «Μ.». Οι συμμορίες αυτές, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, προκάλεσαν υλικές ζημιές στο εξωτερικό μέρος της οικίας και μονολογούσαν ότι σκοπεύουν να τον καταστρέψουν (βλ. ερ. 50 – 1Χ-2Χ & 49 – 1Χ του δ.φ.). Ο Αιτητής σημείωσε ότι τα περιστατικά καταγγέλθηκαν στην αστυνομία από τον πατέρα και την αδελφή του, με αποτέλεσμα να παύσουν προσωρινά αυτού του είδους οι παρενοχλήσεις (βλ. ερ. 49 – 1Χ & 48 – 1Χ του δ.φ.). Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι οι συγγενείς της «Μ.» εξακολούθησαν να τον αναζητούν, ενώ ο ίδιος διέμενε στην περιοχή Ngiri Ngiri μαζί με τον θείο του, με σκοπό – όπως πληροφορούνταν από την «Μ.» με την οποία πλέον επικοινωνούσε μόνο τηλεφωνικά – να τον σκοτώσουν (βλ. ερ. 48 – 1Χ του δ.φ.).

 

19.         Αξιολογώντας το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στα προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και προφίλ του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης υγείας του ως φορέα Ηπατίτιδας Β, ο δεύτερος στη σχέση του Αιτητή με μια ανήλικη κοπέλα με την οποία απέκτησε δύο τέκνα και ο τρίτος αφορά στις ισχυριζόμενες απειλές των θείων του ανήλικου κοριτσιού και στο ότι έστελναν συμμορίες στο σπίτι του Αιτητή αναζητώντας τον για να τον σκοτώσουν.

 

20.         Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός, καθώς κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και συνοχή και ότι ευρίσκεται σε συμφωνία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ο δεύτερος ισχυρισμός έτυχε επίσης αποδοχής, καθότι διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής παρείχε συνεκτικές και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη σχέση του με ανήλικο κορίτσι, με το οποίο απέκτησε δύο τέκνα. Συγκεκριμένα, κατονόμασε τη σύντροφό του «Μ.», γεννηθείσα το 1998, η οποία ήταν ανήλικη όταν ξεκίνησε η σχέση τους, καθώς το πρώτο τους παιδί γεννήθηκε στις 2.3.2016 και η εγκυμοσύνη είχε ξεκινήσει το 2015. Η «Μ.» ήταν τότε μαθήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και διέμενε με τη θεία της στην Kinshasa, ενώ οι γονείς της ζούσαν στο Bas Congo. Κρίθηκε ότι ο Αιτητής περιέγραψε με λεπτομέρεια τη γνωριμία τους το 2013 σε κατάστημα φίλου του, την ακολούθως αναπτυχθείσα επικοινωνία και την έναρξη της σχέσης το 2014. Επεξήγησε ότι αρχικά η σχέση παρέμεινε μυστική λόγω της ηλικίας της «Μ.», καθώς απέφευγαν δημόσιες συναντήσεις, ενώ αιτιολόγησε την επιλογή του να συνάψει σχέση μαζί της αναφερόμενος στην έλξη που του προκαλούσαν η ομορφιά και η σωματική της εμφάνιση. Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, εντοπίστηκαν πηγές που επιβεβαιώνουν ότι η εγκυμοσύνη σε πρόωρη ηλικία αποτελεί συχνό φαινόμενο στη Λ.Δ.Κ.

 

21.         Ο Αιτητής κρίθηκε μη αξιόπιστος ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του, καθώς κρίθηκε  ότι δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς και παρουσιάζει ασυνέπειες και έλλειψη συνοχής. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκαν αντιφάσεις ως προς το πότε και πώς ενημερώθηκε η οικογένεια της συντρόφου του για την εγκυμοσύνη, καθώς και ως προς τον ρόλο της ξαδέλφης «N.», στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του. Οι περιγραφές του για συναντήσεις συγγενών είναι ασαφείς, αφού ο ίδιος δεν ήταν παρών στις περισσότερες, ενώ δεν παρέχει σαφείς πληροφορίες για περιστατικά που τον αφορούσαν άμεσα. Επιπλέον, οι αναφορές του σε απειλητικά τηλεφωνήματα και οικογενειακές συγκεντρώσεις κρίθηκαν γενικές και αόριστες, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία. Περαιτέρω, η περιγραφή των επιθέσεων από ομάδες “Kuluna” θεωρήθηκε ότι στερείται λεπτομερειών για τους δράστες και τα πραγματικά περιστατικά. Αντιφάσεις εντοπίστηκαν και στις δηλώσεις του αναφορικά με τη φροντίδα και διαμονή των τέκνων μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, ενώ η αναφορά του στην επικοινωνία με τη σύντροφό του εμφανίζεται αντιφατική, καθώς άλλοτε ισχυρίζεται ότι δεν είχε τηλέφωνο και άλλοτε ότι μιλούσαν τηλεφωνικά. Τέλος, θεωρήθηκε ότι οι ισχυρισμοί περί κακομεταχείρισης και επίθεσης με μαχαίρι από την οικογένεια της συντρόφου του, δεν υποστηρίζονται με πειστικά στοιχεία.

 

22.         Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, κρίθηκε ότι τα όσα αναφέρει αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των ισχυρισμών του μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.  

 

23.         Κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει των δύο αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ήτοι ότι είναι υπήκοοςΛ.Δ.Κ., με περιοχή συνήθους διαμονής την Kinshasa, και ότι διατηρούσε σχέση με ανήλικη γυναίκα, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν, κατόπιν εξέτασης του ενδεχομένου σύλληψης ή φυλάκισής του λόγω των σεξουαλικών επαφών με ανήλικη, ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Αντιθέτως, αναφορικά με τον επίσης αποδεκτό ισχυρισμό ότι είναι φορέας του ιού Ηπατίτιδας Β, οι Καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν έρευνας για τη μεταχείριση των φορέων της ασθένειας στη Λ.Δ.Κ., κατέληξαν ότι είναι ευλόγως πιθανό να κινδυνεύσει, λόγω των σοβαρών εμποδίων που αναμένεται να αντιμετωπίσει στην παρακολούθηση και διαχείριση της υγείας του.

 

24.         Προχωρώντας τέλος, στην νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση της κατάστασης υγείας του Αιτητή, βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, διαπιστώνοντας πως υπάρχουν ενδείξεις, σε περίπτωση επιστροφής, ο Αιτητής κινδυνεύει να υποβληθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, διότι δεν θα ήταν σε θέση να λάβει την απαραίτητη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η υγεία του και δεν εξέδωσαν απόφαση επιστροφής.

 

25.         Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής δεν προέβαλε νέο ισχυρισμό ως προς την ουσία της αίτησής του, ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία. Κατά την ακροαματική διαδικασία της 18.6.2025, όπου η υπόθεση είχε ορισθεί για διευκρινίσεις, ο Αιτητής επανέλαβε ότι τα δύο ανήλικα τέκνα του παραμένουν στη χώρα καταγωγής του, το ένα υπό τη φροντίδα της αδελφής του στην Kinshasa και το άλλο με τη μητέρα του, πρώην σύντροφό του, με την οποία είχε τελευταία επικοινωνία το 2022. Υποστήριξε εκ νέου ότι αποχώρησε από τη χώρα λόγω απειλών από την οικογένεια της συντρόφου του, εξαιτίας της ηλικίας της, και ανέφερε ότι οι θείοι της τον απειλούσαν με θάνατο και απέστελλαν συμμορίες. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι έστελναν απειλητικά μηνύματα, κάποιες φορές τον απείλησαν με μαχαίρια, ενώ κατέστρεψαν και την πύλη της πατρικής οικίας, γεγονός που, κατά τα λεγόμενά του, συνέβαλε στον θάνατο του πατέρα του. Κληθείς να εξηγήσει γιατί, παρά τις απειλές, δεν υπέστη βλάβη μεταξύ των ετών 2016–2022, απάντησε ότι κρυβόταν και έβρισκε καταφύγιο. Σχετικά με την πιθανότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης στο Lubumbashi απάντησε αρνητικά, διότι δεν γνωρίζει κανένα εκεί. Τέλος, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ., μετά από τρία έτη, θα εξακολουθούσε να ανησυχεί για την οικογένεια της πρώην συντρόφου του, λόγω της επιρροής που, κατά τους ισχυρισμούς του, διαθέτουν στην περιοχή.

 

26.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του για τους λόγους που καταγράφονται στην έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι οι επιμέρους δηλώσεις του ήταν αρκούντως συγκεκριμένες και συνεκτικές, ευρισκόμενες σε συμφωνία με τα προσκομισθέντα από τον Αιτητή έγγραφα (διαβατήριο), καθώς και με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

27.         Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής διατηρούσε σχέση με ανήλικη γυναίκα, με την οποία απέκτησαν δυο τέκνα, συντάσσομαι επίσης με τα επιμέρους ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση που οδήγησαν στην θεμελίωση της αξιοπιστίας του Αιτητή.

 

28.         Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, περί απειλών από τους θείους της ανήλικης συντρόφου του, οι οποίοι απέστειλαν συμμορίες στην οικία του με σκοπό να τον σκοτώσουν, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του ως προς τη φερόμενη δίωξη από την οικογένεια της μητέρας των τέκνων του. Παρατηρείται, καταρχάς, ότι κατά την καταγραφή του αιτήματος ασύλου ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια της πρώην συντρόφου του τον απειλούσε λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, ενώ τόσο κατά τη συνέντευξή του, όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία, υποστήριξε ότι οι απειλές οφείλονταν στο γεγονός ότι η σύντροφός του ήταν ανήλικη και έμεινε έγκυος. Επιπλέον, σημειώνεται ότι ο Αιτητής αφίχθη στη Δημοκρατία τον Σεπτέμβριο του 2019. Τα γεγονότα, όμως, τοποθετούνται χρονικά την περίοδο 2016–2017, όταν η ανήλικη σύντροφός του ήταν έγκυος, εντούτοις ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του μόλις τον Ιούλιο του 2022. Ως εκ τούτου, μεσολάβησε σημαντικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Αιτητής εξακολούθησε να διαμένει στη χώρα καταγωγής του, στον συνήθη τόπο διαμονής του, χωρίς να αναφέρει ότι υπέστη προσωπική βλάβη. Ερωτηθείς σχετικά από το Δικαστήριο, ο Αιτητής ανέφερε ότι άλλοτε κρυβόταν, γεγονός που αντιφάσκει με την προγενέστερη αναφορά του κατά τη συνέντευξη, ότι διέμενε στην πατρική οικία του στην Kinshasa, όπου τον συντηρούσε ο πατέρας του. Ως προς τον χρόνο θανάτου του πατέρα του Αιτητή, παρατηρούνται επίσης αντιφάσεις: στη συνέντευξή του δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε στις 28.9.2022 (βλ. ερ. 61 – 2Χ), κατά την ελεύθερη αφήγησή του ισχυρίστηκε ότι ασθένησε λόγω των προβλημάτων που προκαλούσε η οικογένεια της συντρόφου του και, εξαιτίας αυτών, απεβίωσε, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία της 18.6.2025 ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του, αντικρίζοντας την κατεστραμμένη οικία, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και απεβίωσε.

 

29.         Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια το πότε άρχισε να λαμβάνει απειλητικές τηλεφωνικές κλήσεις και, γενικότερα, οι δηλώσεις του αναφορικά με τις περιστάσεις των κατ’ ισχυρισμόν απειλών που δέχθηκε είναι λακωνικές και γενικόλογες. Ως προς την επίθεση των «Kuluna» στην οικία του πατέρα του, ο ίδιος δεν ήταν παρών στο περιστατικό, αλλά ενημερώθηκε από γείτονες και την πρώην σύντροφό του· ερωτηθείς δε πώς γνώριζαν οι γείτονες ότι επρόκειτο για μέλη των «Kuluna», απάντησε ότι το έλεγαν μεταξύ τους και τους άκουσαν οι γείτονες, αναφορά η οποία στερείται ευλογοφάνειας (βλ. ερ. 49 – 1Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, στη συνέντευξη ευαλωτότητας ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση με μαχαίρι από τον πατέρα της συντρόφου του, ισχυρισμό τον οποίο δεν επανέλαβε στη συνέντευξή του και, μάλιστα, ερωτηθείς στο τέλος αυτής αν πραγματοποιήθηκε τέτοια επίθεση, απάντησε αρνητικά, αναιρώντας την προηγούμενη αναφορά του (βλ. ερ. 45 – 1Χ του δ.φ.). Στη συνέχεια, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, επανέφερε τον ισχυρισμό διαφοροποιώντας εκ νέου τη θέση του, καθώς ανέφερε ότι υπήρξαν περισσότερες φορές κατά τις οποίες τον απείλησαν με μαχαίρια. Δεδομένης της κρισιμότητας του επικαλούμενου γεγονότος, δεν δικαιολογούνται οι αντιφατικές δηλώσεις του, παρά την παρέλευση χρόνου. Ο Αιτητής, εξάλλου, δεν απάντησε με ικανοποιητικό τρόπο στο ερώτημα γιατί η οικογένεια της πρώην συντρόφου του θα επιθυμούσε να τον σκοτώσει, εφόσον κατά την πρώτη εγκυμοσύνη, μετά από συναντήσεις των οικογενειών, η σύντροφός του εγκαταστάθηκε στην πατρική του οικία· ούτε διευκρίνισε για ποιο λόγο η δεύτερη εγκυμοσύνη προκάλεσε ιδιαίτερη ένταση. Υπό το φως των ανωτέρω, η αξιοπιστία του Αιτητή ως προς τον υπό κρίση ισχυρισμό δεν θεμελιώνεται και, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

30.         Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού σημειώνεται ότι λόγω του ότι τα ανωτέρω περιστατικά ανάγονται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, δεν είναι εφικτή και εύλογη η ανεύρεση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Από εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνεται γενικότερα η δράση συμμοριών ονόματι «Kulunas» στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, δεδομένο το οποίο δεν επαρκεί για τη θεμελίωση της αξιοπιστίας του αφηγήματός του. Ειδικότερα, σε έγκυρες πηγές εντοπίζονται σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τη δράση των εγκληματικών ομάδων ‘Kuluna gangs’ (ή ‘Kulunas’) στην Λ.Δ.Κ. Συγκεκριμένα, ως καταγράφεται, ο οργανισμός Global Initiative Against Transnational Organized Crime αναφέρθηκε «…στις συμμορίες νεολαίας των πόλεων, τους Kulunas και το νέο κύμα στη δραστηριότητά τους στην Kinshasa από τις αρχές του 2020, που αποδόθηκε στην αύξηση της ανασφάλειας και στα σοβαρά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων των ένοπλων ληστειών και των βίαιων επιθέσεων».[1] Περαιτέρω, αναφορικά με τη δράση συγκεκριμένα των συμμοριών ‘Kuluna gangs’ στην Λ.Δ.Κ., σε άλλη πηγή καταγράφεται ότι: «…πηγές ανέφεραν ότι αυτές οι εγκληματικές συμμορίες είναι ένα ‘αστικό φαινόμενο’, με παρουσία κυρίως στην Kinshasa και συγκεκριμένα [σε ορισμένες συνοικίες] στην Kinshasa» και «Οι Kulunas ήταν υπεύθυνοι για σοβαρά εγκλήματα, όπως ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις, και αναφέρεται ότι έχουν αλληλεπιδράσεις με πολιτικά κόμματα και υπηρεσίες επιβολής του νόμου.».[2] Ειδικότερα, σε μια άλλη πηγή καταγράφεται ότι: «Το φαινόμενο των συμμοριών νεαρών γνωστών ως Kuluna πιστεύεται ότι εμφανίστηκε στην Kinshasa γύρω στο έτος 2000, προερχόμενο από μια γενική κατάσταση ανομίας. Οι Kulunas περιγράφονται ως ‘κυρίως έφηβοι και νεαροί άνδρες σε οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες των περίπου 10 έως 20 μελών’, οι οποίοι είναι γνωστό ότι ‘κουβαλούν μαχαίρες, σπασμένα μπουκάλια ή μαχαίρια και ότι απειλούν ή ασκούν βία για εκβίαση χρημάτων, κοσμημάτων, κινητών τηλεφώνων και άλλα τιμαλφή’. Αν και το φαινόμενο αρχικά περιοριζόταν στις φτωχότερες συνοικίες της Kinshasa, [.], σταδιακά επεκτάθηκε στην υπόλοιπη πρωτεύουσα, καθώς και σε άλλες πόλεις.».[3] Εντούτοις, «[ω]ς απάντηση κατά των συμμοριών Kuluna, η κυβέρνηση του Κονγκό δημιούργησε μια ειδική αστυνομική μονάδα και, στις 15 Νοεμβρίου 2013, ξεκίνησε η πρώτη επιχείρηση [.], με στόχο τους ύποπτους Kulunas. Αμέσως μετά την έναρξή της, η επιχείρηση επεκτάθηκε [..], μεταξύ 15 Δεκεμβρίου 2013 και 15 Φεβρουαρίου 2014, και σύμφωνα με πληροφορίες είχε στόχο εγκληματίες που εργάζονταν εντός του στρατού και της αστυνομίας.», ενώ κατόπιν, ακολούθησαν και άλλες τέτοιες επιχειρήσεις που είχαν ως στόχο «την αστική εγκληματικότητα σε όλες τις επαρχίες της ΛΔΚ» καθώς και «στην αντιμετώπιση αυτού που περιγράφηκε ως ‘αναβίωση’ των kulunas».[4] Καταληκτικά, λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο συναφής ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

31.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής στη βάση των ισχυρισμών του που έγιναν αποδεκτοί, ήτοι την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής του, ότι ο Αιτητής είναι φορέας της Ηπατίτιδας Β, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, να έχει λάβει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή, καθώς και ότι διατηρούσε σχέση με ανήλικη γυναίκα, επισημαίνονται τα κάτωθι:

 

32.         Εξετάζονται στη συνέχεια και αξιολογούνται εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής του, ώστε να διερευνηθεί αν συντρέχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής, βάσει αυτών των πληροφοριών, σε συνδυασμό με τις ατομικές του περιστάσεις, να υποστεί δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του εκεί.  Επιπρόσθετα, εξετάζεται στη συνέχεια, στη βάση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης η διαθεσιμότητα θεραπείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λόγω της ασθένειας του Αιτητή.

 

33.         Δεδομένου ότι ο Αιτητής είναι Χριστιανός, το Δικαστήριο εντόπισε την έκθεση του State Department του 2023 για τη Λ.Δ.Κ., η οποία αναφέρει ότι το σύνταγμα της χώρας προβλέπει την ελευθερία της θρησκείας και απαγορεύει διακρίσεις λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, ενώ η Βάση Δεδομένων Παγκόσμιας Θρησκείας υπολόγισε ότι το 95,1% πληθυσμού της Λ.Δ.Κ. ήταν χριστιανοί, το 1,5% ήταν μουσουλμάνοι και το 2,5% δεν είχε καμία θρησκευτική πεποίθηση[5].Στη βάση των εν λόγω πληροφορίων, το Δικαστήριο δεν κρίνει ότι συντρέχει κάποιος κίνδυνος και/ή απειλή για τον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, που να συνδέεται με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

 

34.         Σε σχέση δε με την κατάσταση ασφαλείας, εξωτερικές πηγές που παρατίθενται στην συνέχεια αναφέρουν ότι ναι μεν η χώρα καταγωγής του Αιτητή πλήττεται από ένοπλες συγκρούσεις, ωστόσο αυτές εστιάζονται αποκλειστικά στις Ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ. και όχι κοντά στην πρωτεύουσα Kinshasa, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή. Συγκεκριμένα, σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ., εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας, καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική Λ.Δ.Κ. που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων.[6]

 

35.         Ειδικότερα, σε σχέση με την πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας αλλά και της χώρας καταγωγής, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν είτε τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων, αφού, από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες, προκύπτει ότι οι μη κρατικοί ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[7] Σύμφωνα άλλωστε και με γραφήματα πληροφοριών της UNHCR, αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στη Λ.Δ.Κ., τον Ιούνιο του 2025, προκύπτει ότι στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, Kasai και Kasai Central καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά συγκρούσεων.[8]

 

36.         Ως προς την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην επαρχία Kinshasa, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 19/09/2025), καταγράφηκαν 35 περιστατικά πολιτικής βίας[9] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 35 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές[10].   Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa, το 2024, ανέρχεται σήμερα σε περίπου 17,032,000 κατοίκους.[11]

 

37.         Δεδομένης δε της απόρριψης του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής δύναται να διωχθεί ένεκα της προηγούμενης σχέσης του με τη μητέρα των ανήλικών τέκνων του, καίτοι αυτή ήταν ανήλική (16 ετών) όταν ξεκίνησε τη σχέση της με τον Αιτητή. Ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε ότι υπάρχει ενδεχόμενη δίωξη από τις αρχές της χώρας, ένεκα αυτού, ούτε και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα προκύπτει κάτι σχετικό.

 

38.         Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, καταλήγω βάσει όλων των ανωτέρω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθ’ εαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.

 

39.         Ούτε, επίσης, τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

40.         Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)]. Ως προς την κατάσταση της υγείας του Αιτητή αυτός είναι θετικός στον ιό της Ηπατίτιδας Β, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, να έχει λάβει συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή. Σύμφωνα με πληροφορίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το μεγαλύτερο ποσοστό φορέων Ηπατίτιδας Β, είναι σε θέση να διάγουν μια φυσιολογική ζωή.[12]  Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα λεγόμενα του Αιτητή και τις ατομικές του περιστάσεις, αυτός δεν έχει εμφανίσει οποιαδήποτε συμπτώματα τα οποία να του προκαλούν πόνο, δυσχέρεια ή δυσκολία στο να διάγει μια φυσιολογική ζωή. Επιπλέον, ιδίως κατόπιν της άφιξής του στη Δημοκρατία ήταν σε θέση να εργάζεται, ώστε, δεν συνάγεται ότι η ασθένεια με την οποία διαγνώσθηκε βρίσκεται σε στάδιο που μπορεί να παρακωλύσει ή δυσχεράνει τη ζωή και τις δραστηριότητές του. Παρατηρείται ότι ο Αιτητής, δεν έθεσε υπόψη των Καθ' ων η αίτηση εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων), και όπως άλλωστε εκτίθεται στην προσβαλλόμενη, ο Αιτητής είναι θετικός στον ιό της Ηπατίτιδας Β, γεγονός που χρήζει αξιολογήσεως, ιδίως ως προς την πρόσβαση σε θεραπεία στην χώρα καταγωγής. Από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης[13], προκύπτει ότι στην Kinshasa λειτουργούν υγειονομικές μονάδες για ασθενείς με Ηπατίτιδα Β, όπου παρέχονται βασικές υπηρεσίες όπως εμβολιασμοί, διαγωνιστικές εξετάσεις και φαρμακευτικά προϊόντα. Ο δε Αιτητής είναι ικανός προς εργασία, ώστε να εξασφαλίσει τους πόρους για την πρόσβαση σε θεραπεία, αλλά και σε κάθε περίπτωση, διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στην Kinshasa.

 

41.         Ως προς το ζήτημα της υγείας του Αιτητή σε σχέση με την αίτησή του για διεθνή προστασίας ειδικότερα, όπως τόνισε το ΔΕΕ στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M'Bodj (απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 18ης Δεκεμβρίου 2014 στην αίτηση προδικαστικής απόφασης C-542/13, Mohamed M'Bodj κατά Βελγικού Δημοσίου, EU:C:2014:2452, σκέψη 35), η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη «πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου», δηλαδή να είναι αποτέλεσμα ηθελημένης ανθρώπινης ενέργειας. Επομένως, αποκλείεται η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που απορρέει από δυσχερείς κοινωνικοοικονομικές ή υγειονομικές συνθήκες στη χώρα καταγωγής, χωρίς να μπορεί να προσδιορισθεί κανένας υπεύθυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Κατά το ΔΕΕ, οι σοβαρές βλάβες «δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής». Παρότι η απόφαση αφορούσε την επικουρική προστασία, το 3Α του περί Προσφύγων Νόμου, εφαρμόζεται σε αμφότερες τις μορφές διεθνούς προστασίας. Επομένως, το συμπέρασμα του ΔΕΕ, ισχύει εξίσου και όταν πρόκειται για το καθεστώς πρόσφυγα.

 

42.         Επίσης στην ίδια απόφασή του στην υπόθεση M' Bodj, ανωτέρω σκέψη 31, το ΔΕΕ επεσήμανε «Οι κίνδυνοι επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας υπηκόου τρίτης χώρας που δεν απορρέουν από εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας, ως προς τους οποίους η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία παρέχει προστασία, δεν καλύπτονται από το άρθρο 15, στοιχεία α΄ και γ΄, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον οι προσβολές που ορίζει η διάταξη αυτή συνίστανται, αντιστοίχως, σε ποινή θανάτου ή εκτελέσεως και σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.».

 

43.         Η ως άνω ερμηνευτική προσέγγιση επιβεβαιώθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 24ης Απριλίου 2018, στην υπόθεση MP κατά Secretary of State for the Home Department, C-353/16, σκέψη 57), όπου επιβεβαίωσε ότι «Εναπόκειται κατά συνέπεια στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει, υπό το πρίσμα όλων των πρόσφατων και κρίσιμων στοιχείων, ιδίως δε των εκθέσεων διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, εάν, εν προκειμένω, ο MP ενδέχεται να εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, σε κίνδυνο να μην του παρασχεθεί εκ προθέσεως η κατάλληλη περίθαλψη για την αντιμετώπιση των σωματικών ή ψυχολογικών συνεπειών από τα βασανιστήρια που υπέστη από τις αρχές της εν λόγω χώρας. Τούτο θα συμβαίνει αν [.] είναι προφανές ότι οι ίδιες αυτές αρχές, παρά την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 14 της Συμβάσεως κατά των βασανιστηρίων, δεν θα ήσαν διατεθειμένες να διασφαλίσουν την επαναπροσαρμογή του. Ένας τέτοιος κίνδυνος θα μπορούσε επίσης να ανακύψει εάν διαφαινόταν ότι οι εν λόγω αρχές επιδεικνύουν συμπεριφορά που εισάγει διάκριση, όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερέστερη, για ορισμένες εθνοτικές ομάδες ή ορισμένες κατηγορίες προσώπων, στις οποίες ανήκει ο MP, η πρόσβαση στην κατάλληλη περίθαλψη για την αντιμετώπιση των σωματικών ή ψυχολογικών συνεπειών από τα βασανιστήρια που διέπραξαν οι αρχές αυτές.».

 

44.         Κατά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Sufi και Elmi κατά Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση ΕΔΔΑ της 28ης Νοεμβρίου 2011, αριθμός προσφυγών 8319/07 και 11449/07), στην οποία ερμηνεύεται το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ηθελημένη ανθρώπινη ενέργεια αποδεικνύεται εφόσον συνιστά «κυρίαρχο αίτιο» της κακομεταχείρισης.[14]

 

45.         Από την ως άνω νομολογία επιβεβαιώνεται ότι απαραίτητο συστατικό στοιχείο των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου αποτελεί η ύπαρξη φορέα δίωξης. Ως προς δε τον κατ' ισχυρισμό φορέα δίωξης θα πρέπει να καταδειχθεί υπαίτια αποστέρηση της ιατρικής περιθάλψεως στον συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας από το κράτος, προκειμένου να θεωρηθεί το ίδιο το κράτος φορέας δίωξης, και κατ΄ επέκταση να μπορεί να γίνει λόγος περί δίωξης.

 

46.            Με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, δεν προκύπτει οποιαδήποτε αποστέρηση από το κράτος πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

 

47.         Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητού, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

 

48.         Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

49.         Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

50.         Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

51.         Συναφώς επισημαίνεται εξάλλου, ότι ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28). Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, δεν λαμβάνει χώρα ένοπλη σύρραξη στην επαρχία Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και συνεπώς, παρέλκει η εξέταση των προσωπικών του περιστάσεων, συμπεριλαμβανόμενής και της κατάστασης της υγείας του, για σκοπούς υπαγωγής του στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.   

 

52.         Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

53.         Επί τη βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στην επαρχία Kinshasa, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης, οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

54.         Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 



[1] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): Updates on the security situation in Kinshasa between 1 January 2020 - 30 June 2021, 22 July 2021, https://www.ecoi.net/en/file/local/2056515/EASO+COI+Query+Response+-+DRC+-+Security+situation.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης  26.9.2025]

[2] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): State measures towards organised criminal networks, in particular diamond dealers and Kuluna gangs, and state response to their victims, 31 August 2021, https://www.ecoi.net/en/file/local/2059367/2021_08_Q28_EASO_COI_Query_Response_DRC_criminal_gangs.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 26.9.2025]

[3] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): Operation Likofi during 2018 in Kinshasa, 6 January 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 26.9.2025 ]

[4] EASO, COI QUERY RESPONSE – Democratic Republic of Congo (DRC): Operation Likofi during 2018 in Kinshasa, 6 January 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 26.9.2025 ]

[5] State Department, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2023 INTERNATIONAL RELIGIOUS FREEDOM REPORT, διαθέσιμο σε https://www.state.gov/wp-content/uploads/2024/04/547499-CONGO-DEM-REP-2023-INTERNATIONAL-RELIGIOUS-FREEDOM-REPORT.pdf [Ημερομηνίας πρόσβασης 26.9.2025].

[6] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security [Ημερομηνία πρόσβασης 26.9.2025]

[7] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo , UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 09 June 2025, διαθέσιμο: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo [Ημερομηνία πρόσβασης26.9.2025]

[8] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees: République Démocratique du Congo; Monitoring de Protection - Tableau de Bord Mensuel; June 2025, 15 July 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2127443/Le rapport de Protection Monitoring Juin 2025.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 26.9.2025]

[9] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).

[10] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic Congo, Kinshasa) [ημερομηνία πρόσβασης 26.9.2025]

[11] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2025, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [Ημερομηνία πρόσβασης 26.9.2025]

[12]WHO, Hepatitis B, 23 July 2025, διαθέσιμο σε: https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/hepatitis-b  [Ημερομηνία πρόσβασης 26.9.2025]

[13] Medical Country of Origin Information Report | Democratic Republic of Congo (DRC), August 2021, σελ. 60 επ.  https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf [Ημερομηνία πρόσβασης 26.9.2025]

[14] Οδηγός της EASO "Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)", σ. 62, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο