M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 3739/2024, 26/9/2025
print
Τίτλος:
M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 3739/2024, 26/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 3739/2024

26 Σεπτεμβρίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ

M. D

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Γ. Αϊβαζίδης (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Ε. Ιωάννου (κα) για Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 07/08/2024, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 27/08/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν τεθεί στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τον διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») που κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α κατά τις διευκρινίσεις, έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 03/12/2020 συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 14/01/2021 παρέλαβε σχετική βεβαίωση υποβολής της αίτησής της. Στις 10/02/2021 διενεργήθηκε αξιολόγηση ευαλωτότητας της Αιτήτριας και κρίθηκε ως «μεσαίου ρίσκου». Καθότι κρίθηκε ότι χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, ενημερώθηκε για τη δυνατότητα να επισκεφθεί ψυχολόγο.

 

Στις 20/06/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο - ΕΥΥΑ, (στο εξής αναφερόμενος ως «λειτουργός») προς εξέταση του αιτήματός της για διεθνή προστασία. Μετά τη συνέντευξη, ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 07/08/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου,  ενέκρινε την ανωτέρω εισήγηση και απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.

 

Στις 27/08/2024 ετοιμάστηκε απορριπτική επιστολή συνοδευόμενη με την αιτιολόγηση αυτής, η οποία επιδόθηκε στην Αιτήτρια δια χειρός αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της στη μητρική γλώσσα της Αιτήτριας, ήτοι τη γαλλική.

 

Στις 24/09/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στο Δικαστήριο.

 

Η Αιτήτρια δια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της, προώθησε τέσσερις ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης. Αρχικά προωθεί  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου (6(Ι)/2000), καθώς και κατά παράβαση των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (158(Ι)/1999). Ειδικότερα, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποστηρίζει ότι προκύπτει από τις απαντήσεις που έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ότι κινδυνεύει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της από πρόσωπο που έχει την εξουσία, τα μέσα και τη δυνατότητα να την εντοπίσει και να προβεί σε πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική της ακεραιότητα.  

 

Στη συνέχεια προωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και με κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατά παράβαση του Άρθρου 26 (1) (α) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (158(Ι)/1999). Ειδικότερα, ο συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ότι εσφαλμένα οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της ως ασαφή και ανυπόστατο, καθότι η Αιτήτρια απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις, αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες, περιστατικά, ημερομηνίες και τοποθεσίες και αναμενόταν από τον λειτουργό να την καθοδηγήσει για να εμβαθύνει και να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες. Είναι η θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εκτίμησαν την εσωτερική αξιοπιστία της με τρόπο που προκύπτει κατάχρηση εξουσίας, αφού έκριναν χωρίς αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς να προβούν σε λεπτομερή έρευνα για τα γεγονότα που παρουσίασε.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση αντικρούοντας τους ισχυρισμούς, εισηγείται δια της γραπτής της αγόρευσης ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης και  να στοιχειοθετήσει  βάσιμο λόγο δίωξης  αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, έτσι ώστε να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε απέδειξε ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 (2) του ιδίου Νόμου.

 

Προς αντίκρουση των προωθούμενων λόγων ακύρωσης εκ μέρους της Αιτήτριας, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προωθεί ως προς τους λόγους 1 και 2  ότι από το ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να υποστεί δίωξη ή κίνδυνο βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία συνέντευξης, δόθηκε κατάλληλος και επαρκής χρόνος συνέντευξης και υποβλήθηκαν σαφείς και εύλογες ερωτήσεις στην Αιτήτρια για να αναπτύξει το αίτημά της, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της και να παρέχει λεπτομερείς απαντήσεις σε σχέση με ερωτήματα που της τέθηκαν, υποπίπτοντας σε αντιφάσεις και ανακρίβειες. Τέλος προβάλλει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν πλήρως και επαρκώς όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, εύλογα και εντός των ορίων του Νόμου και της διακριτικής τους ευχέρειας και ορθά έκριναν ότι δεν δύναται να της αναγνωριστεί καθεστώς διεθνούς προστασίας ή να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Αντικρούοντας τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και με κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατά παράβαση του Άρθρου 26 (1) (α) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (158(Ι)/1999), η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προωθεί ότι ο αρμόδιος λειτουργός λειτούργησε εύλογα και εντός της διακριτικής του ευχέρειας, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη να έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της παρούσας υπόθεσης στις 28/05/2025, ο συνήγορος της Αιτήτριας υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του αγόρευσης και εισηγήθηκε ότι πρέπει να δοθεί στην Αιτήτρια καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της παρούσας υπόθεσης, η οποία απορρέει από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/ 2018). Ως εκ τούτου, κρίνω αναγκαίο όπως αρχικά παρατεθούν οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τη διαδικασία προώθησης της αίτησής της για διεθνή προστασία.

 

Κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια κλήθηκε να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια κατέγραψε ότι βίωσε πολλαπλές διώξεις και απειλές από αρκετά άτομα. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι διατηρούσε ερωτική σχέση με τον σύζυγο μίας γυναίκας της οποίας η οικογένεια έχει επιρροή. Συνεπεία αυτού δέχτηκε επιθέσεις πνευματικά και ηθικά (“spiritually, morally I was attacked”) και προερχόμενη από Χριστιανική οικογένεια, δέχτηκε προσβολές (βλ. ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 20 του δ.φ.).

 

Στο έντυπο αξιολόγησης ευαλωτότητας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετά τον χωρισμό των γονέων της το 2014/2015, ζούσε με τον πατέρα και τα αδέλφια της και δεν είχε καμία επαφή με την μητέρα της από το 2016. Μετακόμισε σε δική της οικία περί τα τέλη του 2019. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε σχέση που είχε από τον Νοέμβριο του 2018 έως περίπου τον Μάιο/Ιούνιο του 2020 με άνδρα, ο οποίος, όπως ανακάλυψε αργότερα, ήταν νυμφευμένος. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η σύζυγος του εν λόγω άνδρα προέρχεται από οικογένεια με μεγάλη επιρροή και τα αδέλφια της εργάζονται στο προεδρικό γραφείο και ως εκ τούτου άρχισε να λαμβάνει απειλές. Πρόσθεσε ότι ενημερώθηκε από ένα μέλος της κοινότητάς της ότι η γυναίκα αυτή ήταν παντρεμένη στο παρελθόν και ότι δύο φίλες του πρώην συζύγου της πέθαναν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να είναι προσεκτική. Ισχυρίστηκε ότι άρχισε να αισθάνεται ότι την παρακολουθούσαν, και επειδή ζούσε μόνη, αποφάσισε να διανυκτερεύει σε σπίτια φίλων της μέχρι να πάρει την απόφαση να αναχωρήσει από το Καμερούν. Μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι επανασυνδέθηκε με την μητέρα της, η οποία της παρέχει ηθική υποστήριξη, λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσής της στο κέντρο υποδοχής Πουρνάρα, όπου ανέφερε ότι υπέστη σεξουαλική παρενόχληση αρκετές φορές (βλ. ερυθρά 16-15 του δ.φ.).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι γαλλόφωνη υπήκοος του Καμερούν, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Yaounde. Περαιτέρω, ανέφερε ότι είναι ανύπανδρη και Χριστιανή-Πεντηκοστιανή ως προς το θρήσκευμα. Σε σχέση με το μορφωτικό της υπόβαθρο, δήλωσε ότι έχει δίπλωμα ισπανικής γλώσσας (επίπεδο A4), πτυχίο στην επιχειρηματική επικοινωνία, καθώς και στην στρατηγική και τη διαφήμιση. Ως προς την εργασιακή της εμπειρία, ανέφερε ότι εργάστηκε ως γραμματέας και διατηρούσε μία μικρή διαδικτυακή επιχείρηση. Πρόσθεσε ότι υπήρξε μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας. Αναφορικά με την πατρική της οικογένεια, ισχυρίστηκε ότι το 2016 - 2017 η μητέρα της μετέβη στη Γαλλία και ο πατέρας της βρίσκεται στη φυλακή από το 2013 λόγω ψευδών κατηγοριών για υπεξαίρεση. Έχει δύο ετεροθαλή αδέρφια και τέσσερα αδέρφια από τη μητέρα και τον πατέρα της, τα οποία διαμένουν στη Yaounde και με τα οποία διατηρεί επικοινωνία.  

 

Ερωτηθείσα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ανέφερε ότι διατηρούσε σχέση με παντρεμένο άνδρα από τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2015. Από την αρχή της σχέσης τους, ισχυρίστηκε ότι ο πρώην σύντροφός της, Joel, την είχε προειδοποιήσει να μην αποθηκεύσει το όνομά του στο τηλέφωνό της, διότι η γυναίκα του (Agnes) είχε επαφές σε τηλεφωνική εταιρεία και μπορούσε να ελέγχει τις κλήσεις του. Ανέφερε ότι στο παρελθόν η σύζυγος του πρώην συντρόφου της, ελέγχοντας τις κλήσεις του τελευταίου, ανακάλυψε ότι επικοινωνούσε συχνά με δύο συγκεκριμένα άτομα από τη χορωδία της εκκλησίας, τα οποία κατέληξαν ακολούθως στη φυλακή.

 

Ξεκινώντας τη σχέση τους, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι άρχισε να αποθηκεύει τα μηνύματά του στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο για κάθε ενδεχόμενο. Το 2017 ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφός της υιοθέτησε με τη σύζυγό του ένα αγόρι. Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ανακάλυψε η σύζυγός του  τη σχέση τους, η Αιτήτρια ανέφερε ότι είχε κάποιες ενδείξεις ότι η αδελφή της συζύγου του, Agnes, είχε πρόβλημα μαζί της γύρω στο 2017-2018. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι η αδερφή της, η οποία ήταν πάστορας/ιδιοκτήτρια της εκκλησίας την αποκάλεσε μάγισσα και ντροπή για την εκκλησία λόγω ενός προβλήματος υγείας (ινομύωμα) που αντιμετώπιζε το 2017.

 

Αναφέρθηκε και σε τιμωρίες/διακρίσεις που βίωσαν σε δραστηριότητες που διοργάνωνε η χορωδία στην οποία συμμετείχαν τόσο η ίδια, όσο και ο πρώην σύντροφός της, με συνέπεια να αποχωρήσουν. Συνεχίζοντας την αφήγησή της, ανέφερε ότι πρότειναν στον σύντροφό της να επιστρέψει στη γυναίκα του, με την οποία είχε χωρίσει, αλλά αυτός αρνήθηκε. Η ίδια κλήθηκε να παραστεί σε αστυνομικό τμήμα, αλλά κατόπιν προειδοποίησης του συντρόφου της δεν πήγε. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε επίσης σε περιστατικό κατά το οποίο η σύζυγος του πρώην συντρόφου της, πλήρωσε μια ξαδέλφη τους, την Sandra για να καταγγείλει τον Joel για βιασμό. Το 2020 η Agnes της έστειλε μήνυμα ότι γνώριζε για τη σχέση που είχε με τον σύζυγό της και θα προχωρούσε σε καταγγελία εναντίον της Αιτήτριας για κλοπή των κοσμημάτων της.

 

Ισχυρίστηκε ότι το 2020 έλαβε πολλές απειλές από την Agnes. Αναφορικά με το αγόρι που υιοθέτησε ο πρώην σύντροφός της με την σύζυγό του, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το φρόντιζε η ίδια, επειδή η Agnes απουσίαζε συχνά στο εξωτερικό. Όταν το παιδί άρχισε να την αποκαλεί «μαμά», η Agnes της είπε ότι θα της κάνει τη ζωή δύσκολη, θα την «τρελάνει» με σκοπό να δώσει τέλος στη ζωή της. Τον Ιούνιο με Ιούλιο του 2020 η Αιτήτρια ανακάλυψε ότι ο Joel υπήρξε άπιστος. Τότε συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες που είχε για την απιστία του και αποφάσισε να συναντήσει τη σύζυγό του και της δώσει τις αποδείξεις που είχε. Όταν ωστόσο συναντήθηκαν, προτού προλάβει να της μιλήσει, η Agnes άρχισε να την κατηγορεί και να της λέει ότι θα την καταστρέψει, όπως η ίδια κατέστρεψε την οικογένειά της.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Κληθείσα να αναφέρει με ποιο τρόπο η σύζυγος του πρώην συντρόφου της δυσκόλεψε τη ζωή της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έλαβε κι άλλη καταγγελία εναντίον της από τον ίδιο αστυνομικό σταθμό, ωστόσο δεν παρουσιάστηκε. Ερωτηθείσα να αναφέρει με ποιο άλλο τρόπο επηρεάστηκε από την εν λόγω γυναίκα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι παρενοχλήθηκε, ότι τα κηρύγματα στην εκκλησία αφορούσαν την ίδια, ότι ανακάλυψε περίεργα αντικείμενα στην οικία της και είχε την υποψία ότι κάποιος είχε τα κλειδιά της.

 

Σε ερώτηση τι ήταν αυτό που τελικά την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γνωρίζει πώς λειτουργούν τα πράγματα στη χώρα της και ότι τα άτομα που έχουν επιρροή θα την ανάγκαζαν να τερματίσει τη ζωή της. Ερωτηθείσα τι φοβάται, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στις ψευδείς καταγγελίες εναντίον του πατέρα της, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή και στην αδερφή της η οποία υπέστη βιασμό από άτομο το οποίο λόγω της οικονομικής του κατάστασης αφέθηκε ελεύθερος. Ως προς την ίδια, ισχυρίστηκε ότι ο πρώην σύντροφός της έχει καταδικαστεί και δεν βρίσκεται πλέον στο Καμερούν. Κληθείσα να εξηγήσει, απάντησε ότι δεν γνωρίζει, ότι κάποιος της το είπε και δεν γνωρίζει εάν είναι αλήθεια. Πρόσθεσε ότι φοβάται ότι μπορεί να καταλήξει στη φυλακή ή να πεθάνει εάν η Agnes πραγματοποιήσει τις απειλές της.

 

Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει το προφίλ της Agnes (της συζύγου του πρώην συντρόφου της), η Αιτήτρια δήλωσε ότι την γνωρίζει από την εκκλησία, ότι προέρχεται από πλούσια οικογένεια, εργάζεται στο δημόσιο τομέα και ότι ταξίδευε αρκετά. Ως προς την οικογένεια της εν λόγω γυναίκας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εργάζονταν στην προεδρία/προεδρικό γραφείο και όλοι έχουν διασυνδέσεις με τον Ndia Baboke. Σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η Agnes από ελέγχους που έκανε στο τηλέφωνο του συζύγου της, έθεσε δύο μέλη της χορωδίας υπό κράτηση, λόγω της επικοινωνίας που είχαν με τον σύζυγό της.

 

Ερωτηθείσα για το προφίλ του πρώην συντρόφου της Joel, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν γύρω στα σαράντα, είχε σπουδάσει νομική, ήταν συντονιστής της εκκλησίας και εργαζόταν στην TNT. Πρόσθεσε ότι είχε δύο παιδιά πριν τον γάμο του με την Agnes και ότι υιοθέτησαν δύο παιδιά μετά το γάμο τους. Ανέφερε επίσης ότι όταν ο Joel νυμφεύτηκε την Agnes, ανελίχθηκε επαγγελματικά. Αναφορικά με την γνωριμία τους, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γνωρίστηκαν στην εκκλησία και στη χορωδία όπου άρχισαν να συζητούν για διάφορα θέματα. Συναντιόντουσαν όταν έλειπε η σύζυγός του σε ταξίδια, είτε στην οικία του, είτε στη δική της.

 

Ως προς την αποκάλυψη της σχέσης τους, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση, αναφέροντας ότι είχε ενδείξεις από την αδερφή της Agnes ότι δημιουργήθηκε πρόβλημα, όταν της έλεγε ότι είναι μάγισσα και ντροπή για την εκκλησία. Αναφέρθηκε στα κηρύγματα που είχαν ως θέμα τη διάλυση των οικογενειών και τη μαγεία. Η πρώτη φορά που την αντιμετώπισε η Agnes για την εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε με τον σύζυγό της ισχυρίστηκε ότι ενδεχομένως ήταν το 2019 ή πιθανότερο το 2020. Ισχυρίστηκε ότι ο Joel και η Agnes χώρισαν το 2018 και ο Joel έμενε σε δικό του διαμέρισμα με τον μικρότερο γιο τους.

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που της τέθηκαν για τις απειλές που έλαβε, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ξεκίνησαν το 2018, περίοδο κατά την οποία λάμβανε μηνύματα από τους χορωδούς, οι οποίοι ρωτούσαν γιατί είχε εγκαταλείψει την εκκλησία και ότι θα της συνέβαιναν άσχημα πράγματα εάν απομακρυνόταν από την εκκλησία. Πρόσθεσε ότι και ο Joel δέχτηκε πιέσεις για να επιστρέψει στην εκκλησία. Η ίδια θεώρησε περίεργο το γεγονός ότι τους τιμώρησαν για το ταξίδι και ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά ο Joel της είπε να μην το ερευνήσει περαιτέρω. Σχετικά με τις απειλές που έλαβε από την Agnes, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έλαβε τηλεφώνημα ότι κάποιος είχε υποβάλει καταγγελία εναντίον της και ότι έλαβε απειλές ότι θα τρελαινόταν και θα αυτοκτονούσε.  Οι απειλές αυτές ισχυρίστηκε ότι προήλθαν από την Agnes το 2019 και γίνονταν τακτικά.

 

Σχετικά με τις καταγγελίες που υπήρχαν εναντίον της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η Agnes έδειξε την φωτογραφία που είχε με τον Joachim ως αποδεικτικό στοιχείο για να την κατηγορήσει για κλοπή κοσμημάτων από την οικία της. Όταν η Αιτήτρια ενημερώθηκε τηλεφωνικώς για την καταγγελία αυτή, ο Joel την συμβούλεψε να μην παρουσιαστεί. Ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω καταγγελία έλαβε χώρα μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2020. Ερωτηθείσα για την εξέλιξη της υπόθεσης αυτής, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα και όταν επικοινώνησαν εκ νέου μαζί της, της είπαν ότι μπορεί να ληφθεί η απόφαση εν απουσία της. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο έχει ληφθεί κάποια απόφαση.

 

Κληθείσα να αναφέρει κατά πόσο υπήρξαν κι άλλες καταγγελίες, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε ακόμη δύο καταγγελίες, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να δώσει λεπτομέρειες. Σε σχετική ερώτηση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν αντιμετώπισε συνέπειες επειδή δεν παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα. Ερωτηθείσα συγκεκριμένα για τις απειλές που δέχτηκε από την Agnes, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν έχει οποιαδήποτε απόδειξη, ούτε κάτι συγκεκριμένο.

 

Σε ερώτηση κατά πόσο θα αντιμετωπίσει προβλήματα εάν επιστρέψει στη χώρα της λόγω των απειλών και των καταγγελιών που υπάρχουν εναντίον της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετά την αναχώρησή της και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2021 η αδερφή της την ενημέρωσε ότι την αναζήτησαν δύο αστυνομικοί στην οικία της και ότι η αδερφή της τους είπε ότι δεν διαμένει πλέον εκεί. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να διαμείνει με ασφάλεια σε άλλη περιοχή του Καμερούν, καθότι η Agnes πρόκειται για άτομο με επιρροή και θα μπορέσουν να την εντοπίσουν οπουδήποτε στη χώρα.

 

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν από τον λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του δύο (2) ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:

1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προφίλ της Αιτήτριας.

2) Η Αιτήτρια απειλήθηκε από τη σύζυγο του πρώην συντρόφου της, λόγω της σχέσης που διατηρούσε μαζί του.

 

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, καθώς η Αιτήτρια απάντησε με συνέπεια και με επαρκείς λεπτομέρειες σε όλα τα ερωτήματα που της τέθηκαν σε ό,τι αφορά αυτό το ουσιώδες θέμα και οι δηλώσεις της επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Η Αιτήτρια δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της την Yaounde, πρωτεύουσα του Καμερούν.

 

Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, δεν έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό. Συγκεκριμένα, ως επεσήμανε, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες σχετικά με το πότε και πώς η Agnes ανακάλυψε τη σχέση που διατηρούσε η ίδια με τον σύζυγό της. Σε σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πως το έμαθε. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δεν παρείχε συγκεκριμένες ενδείξεις για το πότε η Agnes έμαθε για τη σχέση. Ανέφερε ότι η αδελφή της Agnes είχε πρόβλημα μαζί της γύρω στο 2017-2018 και ακολούθως διαφοροποίησε τον ισχυρισμό της, αναφέροντας ότι το πρόβλημα προέκυψε το 2018-2019. Ως προς τις ενδείξεις που είχε, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η αδελφή της Agnes, η οποία ήταν υπεύθυνη της εκκλησίας, της είπε ότι είναι μάγισσα και ντροπή για την εκκλησία, χωρίς ωστόσο να αναφερθεί στη σχέση που είχε με τον σύζυγο της αδερφής της. Κληθείσα να εξηγήσει πώς συνέδεσε την κατηγορία αυτή με το γεγονός της παράνομης σχέσης, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει γιατί αυτή η συζήτηση για τη μαγεία συνδέονταν με τη σχέση της και ακολούθως αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι άνθρωποι ίσως θεώρησαν την ασθένεια που είχε ως τιμωρία. Τελικά, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι ενδείξεις που είχε λάβει από την αδελφή της Agnes αφορούσαν απλώς την ασθένειά της και δεν υποδείκνυαν ότι είχε ενημερωθεί για τη σχέση της με τον σύζυγο της αδερφής της.

 

Ως κατέληξε ο λειτουργός, η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να δώσει συγκεκριμένες και συνεκτικές απαντήσεις για να συνδέσει το γεγονός ότι η παράνομη σχέση της υπήρξε η αιτία για να κατηγορηθεί για μαγεία στην εκκλησία. Ερωτηθείσα με ποιο τρόπο η Agnes (σύζυγος του πρώην συντρόφου της) έμαθε για τη σχέση τους, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ως σημείωσε ο λειτουργός, αφού είχαν ανταλλάξει μηνύματα και είχαν συναντηθεί, θα ήταν αναμενόμενο να παρέχει βασικές πληροφορίες αναφορικά με το πώς και πότε η Agnes έμαθε για τη σχέση τους. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ευλογοφάνεια για ποιο λόγο δημιουργήθηκε πρόβλημα με την Agnes, αφού ο Joel (πρώην σύντροφος της Αιτήτριας) και η Agnes (σύζυγος του) είχαν χωρίσει το 2018. Η Agnes άρχισε να μιλάει με την Αιτήτρια το 2019-2020, αρκετό καιρό μετά τον κατ’ ισχυρισμό χωρισμό της Agnes από τον Joel. Όταν ρωτήθηκε γιατί η Agnes προκαλούσε προβλήματα στην Αιτήτρια μετά τον χωρισμό τους, απάντησε αόριστα ότι δεν γνωρίζει και ότι η οικογένεια της Agnes ήθελε να επιστρέψει ο Joel  στην εκκλησία και ότι η Agnes δεν συμφωνούσε με το διαζύγιο.

 

Ο λειτουργός επεσήμανε περαιτέρω έλλειψη επαρκών λεπτομερειών στις αλληλεπιδράσεις που είχε η Αιτήτρια με την Agnes και τις απειλές που έλαβε, όταν η Agnes ανακάλυψε την παράνομη σχέση της Αιτήτριας με τον σύζυγό της. Κληθείσα να παρέχει μία λεπτομερή επισκόπηση όλων των απειλών που δέχτηκε από την Agnes, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε απειλές ότι θα τρελαινόταν και θα την ανάγκαζε να θέσει τέρμα στη ζωή της. Δεν έδωσε ωστόσο λεπτομέρειες σχετικά με τη συχνότητα με την οποία λάμβανε αυτές τις απειλές, παρά μόνο ότι ήταν τακτικές, αλλά ούτε και  για την εξέλιξή τους πριν την αναχώρησή της από τη χώρα της. Ως σημείωσε ο λειτουργός, ο ισχυρισμός ότι η ζωή της Αιτήτριας βρισκόταν σε κίνδυνο, χωρίς να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες για τις απειλές που έλαβε και για το πώς την επηρέασαν δεν τεκμηριώνεται ως αξιόπιστος.

 

Περαιτέρω, ο λειτουργός σημείωσε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας στερούνται συνέπειας και ευλογοφάνειας, διότι ενώ ισχυρίστηκε ότι λάμβανε τακτικά απειλές από την Agnes, η οποία προερχόταν από οικογένεια με επιρροή και διασυνδέσεις με τον πρόεδρο, εντούτοις επέλεξε η ίδια να την προσεγγίσει με σκοπό να συναντηθούν για να της αποκαλύψει την μοιχεία του Joel με άλλες γυναίκες. Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο αποφάσισε να συναντηθεί με την Agnes, απάντησε ότι απλά ήθελε να εκδικηθεί τον Joel για την απιστία του.

 

Επιπρόσθετα, ο λειτουργός κατέγραψε ότι η Αιτήτρια δεν έδωσε συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις δύο καταγγελίες που η Agnes υπέβαλε εναντίον της στην αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι η μία καταγγελία υποβλήθηκε τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 2020 και παρόλο που η αστυνομία επικοινώνησε μαζί της, δεν παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα. Εύλογο θα ήταν, ως κατέγραψε ο λειτουργός, να είναι σε θέση η Αιτήτρια να δώσει συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες για τις καταγγελίες αυτές και την εξέλιξή τους. Παρόλο που ανέφερε ότι η αστυνομία την ενημέρωσε ότι θα λάμβανε απόφαση χωρίς την παρουσία της, δεν μπόρεσε να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες για το αν υπήρξε απόφαση. Η πρώτη καταγγελία με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας υποβλήθηκε ακόμη νωρίτερα,  και ούτε στην περίπτωση αυτή έδωσε πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο της καταγγελίας. Ανέφερε επίσης ότι δεν υπήρξαν συνέπειες για την μη συμμόρφωσή της στις καταγγελίες.

 

Τέλος, επισημάνθηκε ότι η Αιτήτρια δεν έδωσε συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση των προβλημάτων που ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει, αναφέροντας σε σχετική ερώτηση ότι δύο αστυνομικοί την αναζήτησαν στην οικία της μετά τη αναχώρησή της και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2021, ρωτώντας την αδερφή της πού βρίσκεται. Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει για ποιο λόγο την αναζητούσαν και για ποιο λόγο θεωρεί ότι το γεγονός αυτό συνδέεται με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την Agnes. Κληθείσα να αναφέρει άλλες ενδείξεις ότι η Agnes θα συνέχιζε να της προκαλεί προβλήματα, απάντησε ότι δεν έχει αποδείξεις ότι μετά από τόσα χρόνια απουσίας, η Agnes θα συνεχίσει να της δημιουργεί προβλήματα εάν επιστρέψει.

 

Αξιολογώντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός προέβη σε έρευνα σχετικά με τη μοιχεία στο Καμερούν. Με βάση τον ποινικό κώδικα της χώρας (Άρθρο 361) έγγαμη γυναίκα ή έγγαμος άνδρας οι οποίοι έχουν σεξουαλική επαφή με άλλα πρόσωπα διαπράττουν ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση 2 μέχρι 6 μηνών ή πρόστιμο. Ως σημείωσε ο λειτουργός, καθότι η Αιτήτρια δεν ήταν έγγαμη, η διάταξη αυτή δεν ισχύει για αυτήν. Αναφορικά με τις κατηγορίες για κλοπή, ο ποινικός κώδικας (Άρθρο 318) προνοεί φυλάκιση 5-10 ετών και πρόστιμο. Στην περίπτωση της Αιτήτριας ωστόσο, ως κατέγραψε ο λειτουργός, οι δηλώσεις της σχετικά με τις ψευδείς καταγγελίες για κλοπή κρίθηκαν ασυνεπείς και μη αξιόπιστες. Λαμβάνοντας υπόψη τις αντιφάσεις, την έλλειψη ευλογοφάνειας, συνοχής και την έλλειψη επαρκών πληροφοριών στο αφήγημα της Αιτήτριας ο λειτουργός απέρριψε τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, στη βάση του μοναδικού αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού της Αιτήτριας, σε σχέση με το προφίλ της, ο λειτουργός σημείωσε ότι η Αιτήτρια διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, καθότι έχει ολοκληρώσει σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εργάστηκε ως γραμματέας σε μια εταιρεία ακινήτων και διατηρούσε μία διαδικτυακή επιχείρηση. Πρόσθεσε ότι η Αιτήτρια διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, όπου διαμένουν τα τέσσερα αδέλφια της από τους ίδιους γονείς και δύο ετεροθαλή αδέλφια, με τα οποία διατηρεί επικοινωνία.

 

Ακολούθως ο λειτουργός προέβη σε έρευνα για την κατάσταση των γυναικών στο Καμερούν, βάσει της οποίας διαπιστώθηκε αύξηση στην έμφυλη βία και ότι οι διακρίσεις κατά των γυναικών είναι ευρέως διαδεδομένες. Ωστόσο, ως επεσήμανε ο λειτουργός, η Αιτήτρια ουδέποτε αντιμετώπισε κάποια μορφή έμφυλης βίας στο Καμερούν και δεν εντοπίζονται παράγοντες στο προφίλ της που να αυξάνουν τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της.

 

Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στη Yaounde, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κατόπιν έρευνας του λειτουργού, διαπιστώθηκε ότι η σύγκρουση λαμβάνει κυρίως χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (Νοτιοδυτική και Βορειοδυτική περιφέρεια) και στον Άπω Βορρά και δεν εντοπίζονται συγκεκριμένες αναφορές για κατάσταση ένοπλης σύγκρουσης ή αδιάκριτης βίας στη Yaounde. Ως εκ τούτου διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής της.

 

Εν συνεχεία, κατά τη νομική ανάλυση, ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα προέβαλε η Αιτήτρια, το προφίλ της και την αξιολόγηση κινδύνου, κατέληξε ότι δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν δικαιούτο να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.

 

Επιπλέον, κρίθηκε ότι βάσει του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.  Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Yaounde, καταδεικνύεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια της Αιτήτριας λόγω Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, κρίθηκε ότι δεν δύναται να παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στην Αιτήτρια.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, καθώς και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η Αίτηση. Η  αφήγηση της Αιτήτριας δεν φτάνει τον απαιτούμενο αλλά και ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας και επάρκειας λεπτομερειών, που εύλογα αναμένει κανείς από άτομο που εξιστορεί βιωματικές εμπειρίες. Παρά την πληθώρα ερωτήσεων που τέθηκαν στην Αιτήτρια από τον αρμόδιο λειτουργό και τις ευκαιρίες που της δόθηκαν για να εξηγήσει, να περιγράψει, και να σχολιάσει τα όσα η ίδια πρόβαλε, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν δύνανται να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδη ισχυρισμού. Η Αιτήτρια υπέπεσε σε  αντιφάσεις, ενώ οι απαντήσεις της στερούνταν συνοχής και ευλογοφάνειας.

 

Η Αιτήτρια προέβαλε ένα συγκεχυμένο αφήγημα, χωρίς να είναι σε θέση να παρουσιάσει τα γεγονότα με χρονική συνοχή, υπήρξε αόριστη και μη συγκεκριμένη για τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύφθηκε η σχέση που είχε, ούτε κατάφερε να αποσαφηνίσει τις απειλές που έλαβε από τη σύζυγο του πρώην συντρόφου της, ενώ η απόφασή της να συναντηθούν με την Agnes, ενώ ως δήλωσε κινδύνευε από αυτήν, καθώς ήταν άτομο με διασυνδέσεις και ισχύ, δεν κρίνεται ευλογοφανής. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με ικανοποιητική λεπτομέρεια τα περιστατικά καταγγελιών εναντίον της, ούτε να παρουσιάσει την εξέλιξη που είχαν οι υποθέσεις αυτές. Η αφήγηση της Αιτήτριας στερείται επαρκούς λεπτομέρειας, βασικών πληροφοριών για βιωματικά περιστατικά, ενώ βρίθει ασαφειών και ασυνεπειών για τις οποίες δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις.

 

Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός της βαραίνει αρχικά την ίδια την Αιτήτρια (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων:

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, η Αιτήτρια προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία ή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι λανθασμένα κρίθηκε η αξιοπιστία της και ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η έρευνα που είχε προηγηθεί της απόφασης για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της.  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά τα παραπάνω, δεν μπορεί να παραχωρηθεί στην Αιτήτρια, ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάσει των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό τις εκεί προβλεπόμενες μορφές.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Από επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Τον Σεπτέμβριο του 2024, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) ανέφερε ότι «το Καμερούν αντιμετωπίζει μια πολυδιάστατη ανθρωπιστική κρίση που προκαλείται από τη σύγκρουση, τη διακοινοτική βία και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής»[1]. Οι πηγές ανέφεραν ότι το Καμερούν συνεχίζει να επηρεάζεται από δύο μεγάλες συγκρούσεις: τη σύγκρουση του λεκανοπεδίου της Λίμνης Τσαντ στην περιοχή του Άπω Βορά και την εσωτερική κρίση στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν[2].

 

Ομοίως το RULAC επιβεβαιώνει ότι το Καμερούν «εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη (NIAC) εναντίον της Boko Haram στην περιοχή Far North και εναντίον αριθμού ομάδων αγγλόφωνων αποσχιστών, οι οποίες διαμάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών στις περιφέρειες Northwest και Southwest»[3].

 

Ωστόσο, η Yaoundé, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν ανήκει στις ως άνω περιφέρειες. Σημειώνεται συναφώς ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Centre του Καμερούν, όπου υπάγεται και η πόλη Yaoundé, σύμφωνα με δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED για το τελευταίο έτος (με τελευταία πρόσβαση την 05/09/2025) καταγράφηκαν στην περιφέρεια Centre του Καμερούν 4 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 2 θάνατοι. Εξ αυτών, καταγράφηκαν 2 περιστατικά στην Yaounde, τα οποία είχαν ως συνέπεια 2 θανάτους.[4] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της περιφέρειας Centre που ανέρχεται στους 4,159,500 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση του 2015,[5] δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι πολύ μικρή.

 

Κατά τα παραπάνω, συνάγεται ότι η ένοπλη σύγκρουση η οποία λαμβάνει χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές δεν επεκτείνεται στο έδαφος της Yaoundé. Λαμβάνοντας υπόψιν και το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας που δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένου ότι συνιστά γαλλόφωνη γυναίκα ενήλικη, χωρίς εξαρτώμενα, χωρίς προβλήματα υγείας, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, με εργασιακή πείρα και ικανή προς εργασία, και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν και συγκεκριμένα στην Yaounde.

 

Ως εκ τούτου, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. 

 

  Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]UNHCR, Fact Sheet; UNHCR Cameroon Refugee; July 2024, 10 September 2024, σ. 1

https://data.unhcr.org/en/documents/download/111089 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/09/2025).

[2] UNOCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2024, 14 April 2024, σ. 9 

https://reliefweb.int/attachments/32c8a7cb-5dac-4c5f-92ec-f232a7bed6d0/CMR_HNO_2024_EN_20240123_v2%20%281%29.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/09/2025).

[3] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights - RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023

https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/09/2025). 

[4] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon (Centre - Yaounde), Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/09/2025)

[5] City Population, Cameroon, Centre Region

 https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/?cityid=1206 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο