M.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 3761/2023, 22/9/2025
print
Τίτλος:
M.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 3761/2023, 22/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                               Υπόθεση αρ. 3761/2023

                                   

22 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                            M.A.

                                                                                                                                                                                                                                             Αιτητής

Και

 

          Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                             Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                          

Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Τάχερ, Μπενέτη και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Κ. Ιμανίμης (κος) για Ι. Γεωργίου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/08/2023 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 18/09/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως παράνομης, άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Νιγηρία και στις 04/10/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 04/08/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό τoυ Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA). Ακολούθως, στις 18/08/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 28/08/2023, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 14/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 18/09/2023.

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο το λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευναςΕνόψει των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από το λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

 

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι μετά τον θάνατο του βιολογικού του πατέρα, οι θείοι του, του υφάρπαξαν την περιουσία και εν συνεχεία έχασε τον αδερφό και την αδερφή του. Μοναδική συγγενής του είναι η θεία του από την μητρική γραμμή που του ζήτησε να πάει να μείνει μαζί της αλλά κι αυτή έχασε την ζωή της στην φάρμα. Κατόπιν, ο πάστοράς του τον βοήθησε να εγκαταλείψει την χώρα. (ερ. 1 Δ.Φ.).

 

Στο πλαίσιο της προσωπικής του συνέντευξης, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι νιγηριανής καταγωγής, γεννημένος στην πόλη Otukpo της πολιτείας Benue και προερχόμενος από την πόλη Abuja της πολιτείας Federal Capital Territory, η οποία από το έτος 2008 και εξής αποτελούσε τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του (ερ. 41 Δ.Φ.) Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του (ερ. 42 Δ.Φ.), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως εργαζόταν για την εκκλησία ως οδηγός φορτηγού (ερ. 41 Δ.Φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος (ερ. 42 Δ.Φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι αρχικά εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω σοβαρών οικογενειακών συγκρούσεων που προέκυψαν μετά τον θάνατο του πατέρα του. Εξήγησε ότι ο πατέρας του είχε αφήσει πίσω του ένα κομμάτι γης και το οικογενειακό οίκημα, γεγονός που οδήγησε σε διαμάχες μεταξύ των συγγενών σχετικά με την κληρονομιά. Ο αιτητής διευκρίνισε ότι ο πατέρας του ήταν το μοναδικό παιδί από τη μεριά της μητέρας του, ενώ η άλλη γυναίκα είχε δικά της παιδιά, γεγονός που προκάλεσε ένταση στην ευρύτερη οικογένεια. Ως αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης για την περιουσία, σκοτώθηκαν η μεγαλύτερη αδελφή και ο αδελφός του αιτητή. Τόνισε ότι ήταν το μόνο μέλος της άμεσης οικογένειας που επέζησε και μπορούσε να την εκπροσωπήσει. Ο αιτητής δήλωσε επίσης ότι φοβάται πως, αν επιστρέψει στη χώρα του, οι θείοι του θα συνεχίσουν να τον καταδιώκουν. Όταν έφυγε, διέμενε σε μια εκκλησία, η οποία του παρείχε υποστήριξη και τελικά χρηματοδότησε την αναχώρησή του στο εξωτερικό. Εκτός από τους παραπάνω λόγους, επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι παράγοντες που να επηρέασαν την απόφασή του να εγκαταλείψει την χώρα του (ερ. 40 Δ.Φ.).  

 

Πρόσθετα, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του. Ο αιτητής ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν μία μακροχρόνια κληρονομική διαμάχη, η οποία ξεκίνησε μετά τον θάνατο του πατέρα του το έτος 2006. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο πατέρας του είχε αφήσει πίσω του μία έκταση γης και το οικογενειακό οίκημα, που βρίσκονται στο χωριό του, στο Otukpo. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, προέκυψαν διαφωνίες εντός της ευρύτερης οικογένειας, ιδίως με τους θείους του από την πλευρά του πατέρα του. Ο αιτητής διευκρίνισε ότι ο πατέρας του ήταν το μοναδικό παιδί από τη μητέρα του, ενώ υπήρχαν και άλλα παιδιά από διαφορετική σύζυγο, γεγονός που επιδείνωσε τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και συνέβαλε στη δημιουργία της διαμάχης. Ο αιτητής δήλωσε ότι η διαμάχη για την ιδιοκτησία κλιμακώθηκε και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο της μεγαλύτερης αδελφής και του αδελφού του, το 2010 και 2011 αντίστοιχα. Ο αιτητής υποπτεύεται ότι ο μικρότερος αδελφός του πατέρα του ήταν υπεύθυνος για τους θανάτους, δηλώνοντας ότι στην Νιγηρία μάχονται με όλα τα μέσα, αποδίδοντας τις ενέργειες αυτές στην επιθυμία του θείου του να εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο της περιουσίας. Μετά τον θάνατο των αδελφών του, ο αιτητής μετακόμισε στην Abuja το 2008, όπου διέμενε σε εκκλησία. Ανέφερε ότι η ζωή του εκεί ήταν δύσκολη και ασταθής, ενώ η εκκλησία του παρείχε τόσο στέγη όσο και εργασία. Η ίδια εκκλησία, όπως δήλωσε, τον παρότρυνε τελικά να απομακρυνθεί από τη διεκδίκηση της περιουσίας και χρηματοδότησε τη μετάβασή του στην Κύπρο το 2022. Ο αιτητής δήλωσε επίσης ότι, παρόλο που διέμενε στην Abuja, συνέχιζε να δέχεται απειλές και παρενοχλήσεις από τους θείους του, οι οποίοι επιδίωκαν να τον αποτρέψουν από οποιαδήποτε διεκδίκηση επί της γης. Μάλιστα, κατονόμασε τον μικρότερο αδελφό του πατέρα του ως τον κύριο υπαίτιο των λεκτικών απειλών, δηλώνοντας ότι του ζητούσε επίμονα να σταματήσει κάθε διεκδίκηση. Οι απειλές, όπως ανέφερε, ήταν επανειλημμένες, μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, η τελευταία εκ των οποίων έλαβε χώρα το 2015. Ο αιτητής δήλωσε ότι προσπάθησε να επιλύσει τη διαμάχη μέσω τοπικών αρχών και του παραδοσιακού ηγέτη (Βασιλιά) του χωριού, οργανώνοντας σχετικές συναντήσεις που έλαβαν χώρα το 2015. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι ο θείος του δεν προσήλθε στις συναντήσεις, και συνεπώς δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Ανέφερε ότι προσέφυγε και στο τοπικό αστυνομικό τμήμα στο Otukpo για να ανακτήσει την ιδιοκτησία του. Αν και αρχικά η αστυνομία επιχείρησε να μεσολαβήσει μεταξύ των μελών της οικογένειας, τελικά τον συμβούλευσε να απευθυνθεί στις παραδοσιακές αρχές, κρίνοντας το ζήτημα ως οικογενειακής φύσεως. Αναφορικά με προηγούμενη ανακρίβεια στις δηλώσεις του περί των εν ζωή μελών της οικογένειας, ο αιτητής διευκρίνισε ότι η μητέρα του είναι εν ζωή, ενώ δύο από τα μεγαλύτερα αδέλφια του έχουν αποβιώσει, διευκρινίζοντας ότι στη Νιγηρία δεν αναφέρονται τα αποβιώσαντα μέλη όταν γίνεται λόγος για οικογένεια.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις του αιτητή, κατά το στάδιο της συνέντευξης του, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την υπηκοότητα, την περιοχή καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή, και ο δεύτερος αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε από τους θείους του στην βάση μιας κληρονομικής διαμάχης για την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του. 

 

Ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό έγινε αποδεκτός καθότι κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του καθώς οι δηλώσεις του αιτητή επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά στον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονται από έλλειψη εσωτερικής συνοχής, ανεπαρκή λεπτομέρεια και απουσία σαφήνειας. Ο αιτητής ανέφερε ότι υπήρξαν πολλαπλές αντιπαραθέσεις σχετικά με τη γη, δηλώνοντας με αοριστία ότι οι διαμάχες έλαβαν χώρα «4, 5, 6 φορές», ενώ τοποθέτησε τις τελευταίες συγκρούσεις χρονικά μεταξύ των ετών 2017 και 2019. Ωστόσο, η μαρτυρία του δεν παρουσίασε συνοχή ούτε επαρκή σαφήνεια. Ως επισημαίνει ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια τι εννοούσε με τον όρο «σύγκρουση» ούτε να παράσχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή σταθερά και συνεκτικά στοιχεία σχετικά με τη φύση, τη συχνότητα ή την εξέλιξη των εν λόγω περιστατικών. Επιπλέον, δεν κατόρθωσε να διασαφηνίσει τη φύση της σχέσης του με τους συγγενείς του από την πατρική γραμμή, ούτε πριν ούτε μετά τον θάνατο του πατέρα του, παρά τις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Επιπλέον, ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, παρότι ο αιτητής υποστήριξε ότι δεχόταν απειλές από τους θείους του από το 2006, ταυτόχρονα παραδέχθηκε ότι διέμενε στην  Abuja από το 2008 και ότι, ήδη από τότε, οι θείοι του είχαν τον έλεγχο της διαφιλονικούμενης περιουσίας. Η αντίφαση αυτή, ως καταγράφεται, αποδυναμώνει την εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών του, καθώς δεν μπόρεσε να αιτιολογήσει τη συνέχιση των απειλών, δεδομένου ότι δεν κατείχε ο ίδιος την περιουσία για χρονικό διάστημα άνω της δεκαετίας. Επιπλέον, όταν ερωτήθηκε για την τελευταία φορά που δέχθηκε απειλές, προσδιόρισε το έτος 2015 και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την απόφασή του να εγκαταλείψει τη Νιγηρία το 2022, εφόσον δεν υπήρχαν νεότερα περιστατικά απειλών ή διώξεων. Υπό το φως των ανωτέρω ευρημάτων οι Καθ’ ων έκριναν ότι η εσωτερική αξιοπιστία δεν θεμελιώθηκε.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία, λόγω της προσωπικής φύσης των γεγονότων που περιγράφονται, οι Καθ΄ ων έκριναν πως δεν κατέστη δυνατή η διασταύρωση των ισχυρισμών μέσω ανεξάρτητων πηγών. Παρ’ όλα αυτά, γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής επιβεβαιώνουν ότι οι διαμάχες περί γης και κληρονομιάς αποτελούν συχνή αιτία συγκρούσεων μεταξύ συγγενών στη Νιγηρία. Παρότι το γενικό αυτό πλαίσιο συνάδει με τη φύση των ισχυρισμών του αιτητή, οι Καθ’ ων κατέληξαν ότι δεν επαρκεί για την επαλήθευση των συγκεκριμένων περιστατικών που περιγράφονται στην παρούσα υπόθεση, και συνεπώς απέρριψαν τον ισχυρισμό στο σύνολό του.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος κατέληξε ότι δεν συντρέχει μελλοντικός κίνδυνος δίωξης ή έκθεσης σε σοβαρή βλάβη του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στην Abuja της πολιτείας Federal Capital Territory.

 

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 15(α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, μιας και στην Αbuja της Νιγηρίας, τόπο  προηγούμενης διαμονής του αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων του γύρω από τις απειλές που δεχόταν από τους θείους του λόγω της κληρονομούμενης περιουσίας μετά τον θάνατο του πατέρα του.

 

Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά  τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει από τους θείους του λόγω της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα του αιτητή δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση λοιπόν της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πολιτεία Federal Capital Territory, όπου ανήκει και πρωτεύουσα της χώρας Abuja η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

Σύμφωνα δε με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη-διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ ISWAP και Boko Haram[1].

Όσον αφορά την ομοσπονδιακή επικράτεια Federal Capital Territory όπου ανήκει η πόλη Abuja, τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή.  Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 05/09/2025), καταγράφηκαν 99 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 82 θάνατοι. Εξ’ αυτών, τα 13 περιστατικά καταγράφηκαν συγκεκριμένα στην πόλη Abuja, από τα οποία προκλήθηκαν 5 θάνατοι.[2]

Δεδομένου ότι ο συνολικός πληθυσμός της ομοσπονδιακής επικράτειας Federal Capital Territory ανέρχεται σε 3,067,500 κατοίκους[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο συνήθους διαμονής του. 

To ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι με βάσει το συγκριτικό χάρτη που αναφέρεται στο Σημείωμα Καθοδήγησης της EUAA για τη Νιγηρία το 2021, η πολιτεία Federal Capital Territory, επί της οποίας βρίσκεται η πόλη Abuja, εντάσσεται στις πολιτείες επί τις οποίες ένας άμαχος δεν αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να επηρεαστεί κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4], εν προκειμένω του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Κατά συνέπεια, η πόλη Abuja, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[5]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, αρτιμελή άνδρα, διαθέτον μορφωτικό επίπεδο. Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Abuja της πολιτείας Federal Capital Territory.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 145/2025, δυνάμει της οποίας η Νιγηρία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] RULAC, 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', τελευταία ενημέρωση: 02/03/2023, διαθέσιμο σε:https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse2accord  [ημερομηνία πρόσβασης 21/09/2025]

[2] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Nigeria, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 12/09/2025)  Τα αριθμητικά δεδομένα που αφορούν στην πόλη Abuja, αντλήθηκαν από το διαδραστικό χάρτη στην εν λόγω πλατφόρμα.

[3] City-Population, Nigeria, Federal Capital Territory, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?admid=5732 (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 12/09/2025).

[4] EUAA, Country Guidance, Nigeria, 2021, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf, σελ. 32, [Ημερομηνία Πρόσβαησς: 21/09/2025]

[5] Βλ.  Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο