
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 4668/2023
16 Σεπτεμβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. Μ. Α. Α. Α.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Α. Ταμπούρλα για Κωνσταντίνο Ταμπούρλα, Δικηγόρος για τoν αιτητή
Αίγλη Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/10/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο Αιτητής κατάγεται από την Ιορδανία και είναι Παλαιστίνιος στην καταγωγή, αναγνωρισμένος από την UNRWA ως πρόσφυγας. Εγκατέλειψε τη χώρα του στις 24/08/2021 και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία την ίδια ημέρα όπου και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία την 29/09/2021. Αυθημερόν, παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application for International Protection»).
Στις 16/06/2023 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη του αιτητή, από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (αγγλ. European Union Agency for Asylum – E.U.A.A.). Ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 12/10/2023 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στις 19/10/2023, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.
Στις 15/11/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον αιτητή αυθημερόν. Στις 14/12/2023, ο αιτητής καταχώρισε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με την Γραπτή του Αγόρευση υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα και είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, εφόσον παραλήφθηκαν σημαντικά στοιχεία τα οποία απέστειλε ο Αιτητής με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον εξεταστή μετά την διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίζεται πως απέστειλε στον εξεταστή σημαντικά στοιχεία αναφορικά με το γεγονός ότι ο γιος του φίλου του θείου του καταδικάστηκε πολλές φορές σε φυλάκιση για διάφορα σημαντικά αδικήματα και ότι η γυναίκα του θείου του μετά την έγερση της αγωγής κατάγγειλε τον Αιτητή (ψευδώς) για βιασμό, ενώ ήδη ο Αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο. Για αυτά τα σημαντικά στοιχεία ή έστω για την παραλαβή αυτών των στοιχείων δεν γίνεται καμία αναφορά στην έκθεση και εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Επομένως είναι η θέση του Αιτητή ότι η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα και/ή η απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα και στοιχεία εξετάστηκαν και σταθμίστηκαν από τους Καθ' ων η Αίτηση, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στο συλλογισμό τους και κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Συνεπώς, εισηγείται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Επιπλέον, εισηγείται ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την απαντητική του αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή υιοθετεί την γραπτή του αγόρευση και εμμένει στην θέση του ότι παραμένει αναπάντητο το γεγονός ότι ο Αιτητής απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σημαντικά στοιχεία στον εξεταστή αναφορικά με το γιο του θείου του ο οποίος καταδικάστηκε πολλές φορές σε φυλάκιση και κυρίως για την ψευδή καταγγελία εναντίον του από τη θεία του για βιασμό (κατά το χρονικό διάστημα όπου ο αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο). Προβάλλει ότι κανένας λόγος, αναφορά ή έρευνα για αυτά τα στοιχεία δεν έγινε στην έκθεση-εισήγηση, γεγονός που αποδεικνύει ότι η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς έρευνα και/ή είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα. Ενόψει όλων των ανωτέρω είναι θέση του ότι ότι ο αιτητής δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή τουλάχιστον να του παραχωρηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, ζητηθείς να καταγράψει τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ανέφερε πως είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα Χριστιανή στο θρήσκευμα την οποία επιθυμεί να παντρευτεί. Όπως ανέφερε, επειδή είναι Μουσουλμάνος, οι γονείς της γυναίκας προσπάθησαν να τον σκοτώσουν και έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει στην Κύπρο επειδή βρίσκεται η αδερφή του (ερυθρό 17, του διοικητικού φακέλου).
Κατά την διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Al Zarga Rseifa της Ιορδανίας. Δήλωσε ότι είναι Παλαιστίνιος πρόσφυγας, εγγεγραμμένος στην UNRWA, και κατέχει την ιθαγένεια της Ιορδανίας. Περαιτέρω, είναι αραβικής καταγωγής και σουνίτης μουσουλμάνος (ερυθρά 43-44 του διοικητικού φακέλου). Ως προς τις γλωσσικές του δεξιότητες, ανέφερε ότι μιλάει αραβικά, καθώς επίσης λίγα ελληνικά και αγγλικά. Όσον αφορά στην οικογενειακή του κατάσταση, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι άγαμος και δεν έχει παιδιά. Ανέφερε επίσης ότι έχει δύο αδέρφια και δύο αδερφές, εκ των οποίων οι τρεις διαμένουν στην Ιορδανία, ενώ η μία αδερφή του διαμένει στην Κύπρο. Ο πατέρας του, όπως ανέφερε, απεβίωσε το έτος 2011 (ερυθρά 42-23 του διοικητικού φακέλου).
Σε σχέση με την εκπαίδευσή του, δήλωσε ότι φοίτησε συνολικά για 12 έτη και ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του, ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ, ανέφερε ότι εργαζόταν ως οδηγός στην Ιορδανία, χώρα στην οποία έζησε ολόκληρη τη ζωή του μέχρι τη στιγμή που την εγκατέλειψε (ερυθρό 42 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ως προς το ταξίδι του προς την Δημοκρατία, ο αιτητής δήλωσε ότι εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 24 Αυγούστου 2021, αφιχθείς αεροπορικώς από την Ιορδανία μέσω του αεροδρομίου της Πάφου (ερυθρά 41-42 του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης πρόβαλε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιορδανία για δύο λόγους, πρώτον, λόγω της εναντίωσης της οικογένειας της κοπέλας του για την μεταξύ τους σχέση λόγω διαφοράς θρησκείας, και δεύτερον, λόγω απειλών που δεχόταν εξαιτίας κληρονομικών διαφορών. Αναλυτικά, ισχυρίστηκε πως εργαζόταν ως οδηγός ταξί όταν γνώρισε μια χριστιανή κοπέλα με την οποία ανέπτυξε ερωτική σχέση. Όταν γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να παντρευτούν, η οικογένεια της κοπέλας αντέδρασε έντονα εξαιτίας της διαφορετικής θρησκείας τους. Ο αιτητής ανέφερε ότι συγγενικά μέλη της κοπέλας τον απείλησαν επανειλημμένα, ενώ σε μία περίπτωση δέχθηκε επίθεση από τέσσερα άτομα με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Παρά την καταγγελία του στην αστυνομία, ισχυρίστηκε πως συνέχισε να λαμβάνει τηλεφωνικές απειλές από άγνωστα άτομα.
Επιπλέον, ο αιτητής υποστήριξε ότι υπήρχε σοβαρή διαμάχη με τον θείο του από την πατρική γραμμή σχετικά με το κληρονομικό μερίδιο του πατέρα του. Ο θείος του, ο οποίος – όπως ανέφερε – έχει ποινικό παρελθόν, τον απειλούσε ότι θα τον βλάψει εάν διεκδικήσει την κληρονομιά. Έτσι, ο αιτητής θεώρησε ότι η κατάσταση αυτή τον έθετε σε σοβαρό κίνδυνο και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ιορδανία. Αφίχθη στην Κύπρο, όπου μέχρι σήμερα – όπως ισχυρίζεται – κανένα μέλος της οικογένειάς του δεν γνωρίζει για την αναχώρησή του. Τέλος, ανέφερε ότι από την Κύπρο έχει ήδη διορίσει δικηγόρο και έχει κινήσει νομική διαδικασία εναντίον της οικογένειάς του για το ζήτημα της κληρονομιάς (ερυθρό 41 του διοικητικού φακέλου).
Όταν κλήθηκε να αναφέρει, τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι εάν επιστρέψει στην Ιορδανία, κινδυνεύει σοβαρά, καθώς αυτή τη φορά δεν θα καταφέρει να διαφύγει. Ο θείος του έμαθε ότι είχε καταθέσει αγωγή εναντίον του από το εξωτερικό και δήλωσε στον άλλον θείο ότι θα τον «ξεφορτωθεί» μόλις επιστρέψει. Κατόπιν διευκρίνισε ότι, αρχικά, ο θείος του δεν γνώριζε ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα, αλλά το έμαθε όταν ενημερώθηκε για την αγωγή. Ως απάντηση στην αγωγή που του κατέθεσε ο αιτητής ο θείος του απάντησε και αυτός με αγωγή. Η μητέρα του στην συνέχεια πληροφόρησε τον θείο του ότι ο αιτητής δεν έχει επιστρέψει στην Ιορδανία και πως η αγωγή σε κάτοικο εξωτερικού δεν έχει νόημα, γεγονός που εξόργισε τον θείο του. Τότε η γυναίκα του θείου του, λόγω των διασυνδέσεών της, κατάφερε να αφαιρέσει το όνομά του αιτητή από τη αγωγή και αντ’ αυτού στράφηκαν νομικά κατά της μητέρας και του αδελφού του αιτητή (ερυθρό 40, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα γεγονότα της αφήγησής του. Στην αρχή ο αιτητής κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις αναφορικά με την ερωτική σχέση που διατηρούσε με την κοπέλα του που ήταν ο βασικός λόγος φυγής του από την Ιορδανία. Η κοπέλα του, δήλωσε ότι ήταν 18 ετών όταν τη γνώρισε τον Ιούνιο του 2021. Εξήγησε ότι την είδε για πρώτη φορά στον δρόμο και τη σταμάτησε με το αυτοκίνητό του. Όπως υποστήριξε, στην Ιορδανία είναι συνηθισμένο να χρησιμοποιούνται ιδιωτικά αυτοκίνητα ως άτυπα μέσα μεταφοράς (ταξί), σε συγκεκριμένα σημεία κάθε περιοχής. Περιγράφοντας την γνωριμία τους, ανέφερε ότι τη ρώτησε πού εργάζεται και εκείνη του είπε ότι εργάζεται σε κομμωτήριο κοντά στην περιοχή. Από τότε, συνέχισε να πηγαίνει στο ίδιο σημείο ελπίζοντας να τη συναντήσει, μέχρι που την προσκάλεσε για καφέ και ξεκίνησαν να επικοινωνούν και να βγαίνουν ραντεβού σε καφετέριες (ερυθρό 40 του διοικητικού φακέλου).
Όπως ανέφερε, εξέφρασε στην κοπέλα την πρόθεσή του να την παντρευτεί. Ωστόσο, εξήγησε ότι σύμφωνα με τα ήθη της κοινωνίας τους, η διαδικασία είναι αυστηρά παραδοσιακή και «φυλετική» (tribal), και απαιτείται να ζητήσει επίσημα το χέρι της. Όταν το ανέφερε στον πατέρα της, όπως ισχυρίζεται, εκείνος του τηλεφώνησε στα τέλη Ιουνίου 2021 και του είπε να μείνει μακριά από την κόρη του, αλλιώς θα υποστεί τις συνέπειες. Ο αιτητής, εντούτοις, απάντησε πως δεν τον νοιάζει η διαφορά θρησκείας και ότι σκοπεύει να την παντρευτεί (ερυθρό 39, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Ερωτηθείς σχετικά με το περιστατικό επίθεσης που υπέστη, δήλωσε ότι στις αρχές Ιουλίου 2021, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητό του σταματημένος, το όχημά του περικυκλώθηκε από τέσσερις άνδρες. Όπως ανέφερε, όταν προσπάθησε να βγει, ένας τον χτύπησε από πίσω στον ώμο, και λιποθύμησε Ξύπνησε δε όταν κάποιοι του έριξαν νερό. Κατόπιν, μετέβη στο νοσοκομείο, όπου δεν διαπιστώθηκαν σοβαρά τραύματα, και ακολούθως υπέβαλε αγωγή κατά αγνώστων στο αστυνομικό τμήμα Amn Yajoz (ερυθρά 39, 2Χ-3Χ του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνώριζε τους δράστες, αλλά εικάζει ότι προέρχονται από την πλευρά της κοπέλας, καθώς δύο ημέρες μετά το περιστατικό δέχθηκε τηλεφωνική απειλή, στην οποία του ειπώθηκε: «Αυτή τη φορά ήταν μάθημα, την επόμενη δεν θα ξανασηκωθείς». Ανέφερε επίσης ότι το τηλεφώνημα έγινε από απόκρυψη και γι’ αυτό δεν το κατήγγειλε στην αστυνομία (ερυθρό 38, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Τέλος, ερωτηθείς εάν είχε επαφή με την κοπέλα μετά την επίθεση, απάντησε ότι όταν της είπε για την επίθεση, εκείνη εξέφρασε αμφιβολίες για το αν προήλθε από την οικογένειά της, όμως ο αιτητής ήταν βέβαιος για την εμπλοκή της οικογένειάς της, κυρίως λόγω του απειλητικού τηλεφωνήματος. Τελικά, όπως δήλωσε, άλλαξε αριθμό τηλεφώνου και δεν δέχτηκε άλλες κλήσεις (ερυθρά 38-37 του διοικητικού φακέλου). Τέθηκαν στον αιτητή διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με τον δεύτερο λόγο που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα του. Ο αιτητής ανέφερε ότι αυτός συνίστατο στις σοβαρές διαφορές με τους θείους του σχετικά με την κληρονομιά του πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 2011. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει γιατί οι διαφορές αυτές προέκυψαν περίπου 10 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο αιτητής απάντησε ότι υπήρχαν πάντα προβλήματα με τους τρεις από τους τέσσερις θείους του (αδελφοί του πατέρα του), εκτός από τον μεγαλύτερο, λόγω του ότι είχαν ποινικό παρελθόν και κατηγορίες για φόνο. Έτσι, εξήγησε ότι οι γονείς του δεν ήθελαν να συγκατοικήσουν στο ίδιο κτίριο με αυτούς για να προστατεύσουν τα παιδιά τους (ερυθρό 37, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι σκεφτόταν εδώ και καιρό να καταθέσει αγωγή για τη διεκδίκηση του μεριδίου του πατέρα του στην κληρονομιά, αλλά απέφευγε να το κάνει, καθώς δεχόταν απειλές για τη ζωή του. Όπως ανέφερε, η μητέρα του τον απέτρεπε από τη λήψη νομικών μέτρων λόγω των απειλών που δεχόταν από τον έναν εκ των θείων του, ο οποίος φέρεται να τον είχε απειλήσει επανειλημμένως ότι θα τον σκοτώσει αν προχωρήσει (ερυθρό 37, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι τον απειλούσε τηλεφωνικώς από το 2016 (ερυθρό 36, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Σχετικά με την περιουσία του πατέρα του, δήλωσε ότι αποτελείται από ένα κτίριο με έξι διαμερίσματα, ένα οικόπεδο και ένα ημιτελές κτίριο. Ο ίδιος και τα αδέλφια του είναι πλέον οι νόμιμοι δικαιούχοι του ποσοστού που αναλογεί στον πατέρα τους, και έχουν ήδη κερδίσει δικαστικώς το δικαίωμα να λαμβάνουν ενοίκια από το μερίδιό τους (ερυθρό 37, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα εξήγησε ότι είναι η μεταφορά του ακινήτου σε δημόσιο πλειστηριασμό, γεγονός που θα ανάγκαζε τον θείο του να αποχωρήσει από το ακίνητο, κάτι που εκείνος δήλωσε πως δεν θα δεχθεί (ερυθρό 36, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής ανέφερε πως δεν προσέφυγε στην αστυνομία επειδή συγγενείς του τον συμβούλευσαν να μην προχωρήσει, διότι η σύζυγος του θείου έχει ισχυρές διασυνδέσεις και θα μπορούσε να στραφεί ψευδώς εναντίον του, κατηγορώντας τον για παρενόχληση (ερυθρό 35, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το λόγο που δεν εγκατέλειψε την Ιορδανία νωρίτερα, ο αιτητής δήλωσε πως κάθε φορά που προέκυπτε ένταση, η μητέρα του και ο μεγαλύτερος θείος του προσπαθούσαν να ηρεμήσουν την κατάσταση και να τον αποτρέψουν από το να προχωρήσει. Ο ίδιος υποχώρησε αρκετές φορές, όμως το 2021 αποφάσισε να δράσει νομικά λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης και της επιθυμίας του να φτιάξει τη ζωή του (ερυθρό 35, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Τέλος, ερωτηθείς σχετικά με την δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, ο αιτητής δήλωσε ότι σήμερα ζει υπό τον φόβο του θείου του, και ότι δεν θα ήταν ασφαλές να επιστρέψει ούτε σε άλλη πόλη της Ιορδανίας, καθώς ο θείος του έχει ευρείες διασυνδέσεις και θα μπορούσε να τον εντοπίσει. Επίσης, τόνισε ότι η διαδικασία για την κυριότητα των ακινήτων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, κάτι που δημιουργεί ένταση (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, την χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, (2) Το γεγονός ότι ο αιτητής είναι Παλαιστίνιος πρόσφυγας, υπήκοος Ιορδανίας, όπου και λαμβάνει προστασία της UNRWA (3) Ο ισχυρισμός ότι ερωτεύτηκε μια χριστιανή κοπέλα της οποίας οι γονείς τον απείλησαν να την αφήσει λόγω της διαφοράς στην θρησκεία του και (4) Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι αντιμετώπιζε κληρονομικά προβλήματα με έναν θείο του από την πατρική γραμμή. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους υπ’ αρ. 1 και 2 ισχυρισμούς του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία και την προστασία που λαμβάνει από την UNRWA ως Παλαιστίνιος πρόσφυγας, καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και από τα αποδεικτικά έγγραφα που προσκόμισε. Αντιθέτως, οι υπ’ αρ. 2 και 3 ισχυρισμοί δεν έτυχαν αποδοχής.
Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό, τις απειλές που δέχτηκε από τους γονείς της (χριστιανής) κοπέλας του λόγω της διαφορετικής τους θρησκείας, είναι θέση των Καθ’ ων ότι οι δηλώσεις του χαρακτηρίστηκαν από γενικότητες και ασάφειες, χωρίς επαρκή στοιχεία ή λεπτομέρειες. Αρχικά, περιέγραψε την πρώτη γνωριμία με την κοπέλα με μη πειστικό και ασαφή τρόπο (π.χ. «την είδα στον δρόμο, κόρναρα και μπήκε στο αυτοκίνητο»), ενώ δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί ούτε τα ονόματα των καταστημάτων όπου συναντήθηκαν, παρότι ανέφερε ότι βγήκαν μαζί λίγες φορές (ερυθρό 40, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, υπήρξαν αντιφάσεις στις απαντήσεις του, καθότι από τη μία ισχυρίστηκε ότι του επιτέθηκαν «άγνωστοι», και από την άλλη ότι ήταν συγγενείς της κοπέλας, χωρίς όμως αποδείξεις (ερυθρό 39, 3Χ του διοικητικού φακέλου).
Ακόμα, ενώ αρχικά είπε ότι ζήτησε την κοπέλα σε γάμο, στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν πρόλαβε να τη ζητήσει, γιατί το είπε εκείνη στους γονείς της και αντέδρασαν (ερυθρό 39, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, αρνητικά αξιολογήθηκε και η αδράνεια του αιτητή να καταγγείλει στις αρχές το γεγονός, καθότι δεν προσκόμισε καμία αναφορά/καταγγελία στην αστυνομία, παρότι υπέστη, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σωματική επίθεση και επαναλαμβανόμενες απειλές. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαίωσε ότι οι γάμοι μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Ιορδανία είναι κοινωνικά στιγματισμένοι και συχνά απορρίπτονται από τις οικογένειες, ιδίως των κοριτσιών. Ωστόσο, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Όσον αφορά στον τέταρτο ισχυρισμό, τις απειλές λόγω κληρονομικών διαφορών με τον θείο του, είναι θέση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν ήταν συνεπής και σαφής στις απαντήσεις του σχετικά με το χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου του πατέρα του (το 2011) και της αποχώρησής του από τη χώρα (το 2021). Όταν ρωτήθηκε γιατί καθυστέρησε δέκα χρόνια να κινηθεί νομικά, ανέφερε ότι η μητέρα του δεν τον άφηνε να υποβάλει αγωγή λόγω φόβου για απειλές, ωστόσο, δεν παρείχε ικανοποιητική αιτιολόγηση γιατί τελικά αποφάσισε να το κάνει μετά από τόσα χρόνια και δεν εξήγησε επαρκώς γιατί δεν μπορούσε να κινηθεί νομικά ενώ βρισκόταν ακόμη στην Ιορδανία (ερυθρά 37, 2Χ και 35, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, όσον αφορά τις απειλές από τον θείο του, ο λειτουργός υποστηρίζει ότι ο αιτητής δεν δικαιολόγησε πειστικά γιατί δεν τις κατήγγειλε στις αρχές, απαντώντας απλώς ότι η γυναίκα του θείου του είχε διασυνδέσεις με την αστυνομία (ερυθρό 35, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Η απάντηση αυτή δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη ή επαρκής, καθώς θα ήταν αναμενόμενο, εφόσον φοβόταν για τη ζωή του, να προσφύγει στην αστυνομία. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δεν τεκμηριώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του αιτητή σε σχέση με τις δηλώσεις του.
Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, οι Καθ΄ ων αναφέρουν ότι λόγω της προσωπικής φύσης του ισχυρισμού δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθούν πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το ζήτημα αυτό και κατά συνέπεια ο τέταρτος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός, εφόσον δεν τεκμηριώθηκε ούτε η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του.
Υπό το φως των μοναδικών αποδεκτών ισχυρισμών σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του, ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, την Ιορδανία. Ειδικότερα αξιολογήθηκε η μεταχείριση των Παλαιστίνιων προσφύγων, όπως στην περίπτωση του αιτητή, από το κράτος της Ιορδανίας. Σχετικώς, ανευρέθη ότι η νομοθεσία της Ιορδανίας χορηγεί την ιθαγένεια στους Παλαιστίνιους που ήταν κάτοικοι της χώρας από τις 20 Δεκεμβρίου 1949 και μέχρι την έκδοση του σχετικού νόμου το 1954, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ήταν Εβραίοι (ερυθρά 66, 65 του διοικητικού φακέλου) και ότι η πλειοψηφία των Παλαιστινίων στην Ιορδανία είναι Ιορδανοί πολίτες, με ίσες υποχρεώσεις και δικαιώματα με τους υπόλοιπους πολίτες της χώρας, έχουν πλήρη πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, και τα κοινωνικοοικονομικά επίπεδά τους είναι παρόμοια με αυτά των υπολοίπων Ιορδανών (ερυθρά 68, 67 του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση κρίθηκε πως δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο προσφυγικό καθεστώς και λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτητής είναι αναγνωρισμένος παλαιστίνιος πρόσφυγας υπό το καθεστώς της UNRWA, οι Καθ΄ ων επισημαίνουν πως σύμφωνα με τη Διορθωμένη Δήλωση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) σχετικά με το Άρθρο 1D της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, καθώς και με το Άρθρο 12(1)(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (Οδηγία για τα προσόντα), οι αιτήσεις Παλαιστινίων προσφύγων που διαθέτουν ταυτότητα πρόσφυγα εκδοθείσα από την UNRWA πρέπει να εξετάζονται εξατομικευμένα.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σύμφωνα με το Άρθρο 1D της Σύμβασης εξαιρεί αρχικά από την εφαρμογή της πρόσωπα που λαμβάνουν προστασία ή βοήθεια από οργανισμούς του ΟΗΕ πλην της Ύπατης Αρμοστείας. Ωστόσο, αν η προστασία αυτή παύσει για οποιονδήποτε λόγο, χωρίς να έχει οριστικά διευθετηθεί το καθεστώς τους, τότε αυτά τα πρόσωπα δικαιούνται αυτοδικαίως την προστασία της Σύμβασης.
Το Άρθρο 1E προβλέπει ότι η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που έχουν αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές της χώρας κατοικίας τους ότι έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους πολίτες της χώρας αυτής. Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής κατέχει την ιθαγένεια της Ιορδανίας και, σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές (βλ. αξιολόγηση κινδύνου), απολαμβάνει πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις ως Ιορδανός πολίτης, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες της χώρας. Η προστασία της UNRWA δεν θεωρείται απαραίτητη ή αναγκαία για τον αιτητή, λόγω του νομικού του καθεστώτος στην Ιορδανία και της πλήρους ενσωμάτωσής του στην κοινωνία.
Συνεπώς, κρίθηκε πως το Άρθρο 1D της Σύμβασης της Γενεύης δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, καθώς ο αιτητής δεν στερείται προστασίας, καθώς έχει πολιτογραφηθεί Ιορδανός πολίτης και απολαμβάνει πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις στη χώρα της ιθαγένειάς του (Ιορδανία), οπότε αποφάσισαν ότι εμπίπτει στην εφαρμογή του Άρθρου 1E. Η εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας έγινε βάσει του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης, που αφορά τα θεμελιώδη κριτήρια προσφυγικού καθεστώτος (φόβος δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής ομάδας ή πολιτικών πεποιθήσεων). Ωστόσο, οι Καθ΄ ων κατέληξαν πως εν προκειμένω δεν πληρούνται ούτε τα κριτήρια της δίωξης στο πρόσωπο του αιτητή για έναν από τους πέντε εξαντλητικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους.
Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, κρίθηκε πως ο αιτητής κατά την επιστροφή του στην Ιορδανία, δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην Ιορδανία και συγκεκριμένα στην πόλη Zarqa, ο αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, αφού η κατάσταση στην Ιορδανία δεν χαρακτηρίζεται από καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. αξιολόγηση κινδύνου). Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο και δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του αιτητή, διαπιστώνω πως ορθώς έγιναν αποδεκτοί καθώς ο αιτητής κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του.
Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό του αιτητή ότι δέχθηκε απειλές από την οικογένεια της Χριστιανής κοπέλας με την οποία διατηρούσε σχέση, λόγω της διαφορετικής θρησκείας θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως οι δηλώσεις του αιτητή κρίνονται αόριστες, καθώς δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένα και αναλυτικά στοιχεία. Οι αναφορές του σε περιστατικά γνωριμιών, αντιδράσεων ή υποτιθέμενων απειλών παρουσιάζουν αντιφάσεις σε σχέση με άλλες δηλώσεις του και στερούνται αποδεικτικής βάσης. Επιπλέον, ενώ ισχυρίστηκε ότι δεχόταν σοβαρές απειλές, δεν αιτιολόγησε με επαρκή τρόπο για ποιο λόγο δεν κατέφυγε στις αρχές για προστασία, ούτε προσκόμισε αποδείξεις για οποιοδήποτε περιστατικό σωματικής βίας. Κατόπιν αυτών, κρίνω πως δεν κατάφερε ο αιτητής να τεκμηριώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του τρίτου ισχυρισμού ανέτρεξα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τους διαθρησκευτικούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, από τις οποίες προέκυψε πως μόνο μουσουλμανικοί και χριστιανικοί γάμοι επιτρέπεται να τελούνται στην Ιορδανία. Ο ιορδανικός νόμος δεν επιτρέπει πολιτικούς γάμους ή γάμους άλλων θρησκειών. Ο νόμος επιτρέπει σε μουσουλμάνους άνδρες να παντρεύονται μη μουσουλμάνες γυναίκες, αλλά δεν επιτρέπει σε μουσουλμάνες γυναίκες να παντρεύονται μη μουσουλμάνους άνδρες. Οι μουσουλμανικές τελετές γάμου πρέπει να τελούνται από σεΐχη, σύμφωνα με τους νόμους Δικαστηρίου της Σαρία. Οι χριστιανικές τελετές γάμου πρέπει να τελούνται από αρμόδιο εκκλησιαστικό λειτουργό, σύμφωνα με τους νόμους του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου[1].
Στην Ιορδανία, όπως και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, η χριστιανική παρουσία έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, όχι λόγω εξισλαμισμού, αλλά κυρίως εξαιτίας της μετανάστευσης και των δημογραφικών διαφορών (μικρότερα χριστιανικά νοικοκυριά σε σχέση με τα μουσουλμανικά). Σύμφωνα με άλλες πηγές, οι γάμοι μεταξύ ενός μουσουλμάνου και μιας χριστιανής αναγνωρίζονται νομικά από το κράτος, αλλά προκαλούν έντονες αντιδράσεις σε κοινωνικό και οικογενειακό επίπεδο, ιδιαίτερα μέσα στη χριστιανική κοινότητα. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, περίπου 28% των χριστιανών κοριτσιών στην Ιορδανία έχουν παντρευτεί μουσουλμάνους άνδρες, ποσοστό που θεωρείται υψηλό.
Ωστόσο, αυτοί οι γάμοι συχνά θεωρούνται "ντροπή" ή "προσβολή" για τη χριστιανική οικογένεια, οδηγώντας ορισμένες φορές σε ακραίες αντιδράσεις, όπως απειλές ή ακόμα και δολοφονίες τιμής (αν και, όπως σημειώνεται, τέτοια περιστατικά δεν έχουν αναφερθεί τα τελευταία χρόνια). Αντίστροφα, ένας χριστιανός άνδρας δεν μπορεί νομικά να παντρευτεί μουσουλμάνα, και εάν το κάνει ανεπίσημα, το παιδί τους δεν μπορεί να δηλωθεί νομικά, αφού δεν θα έχει επίσημη θρησκεία - γεγονός που δημιουργεί σοβαρά νομικά προβλήματα. Οι περιορισμοί και οι κοινωνικές πιέσεις αναγκάζουν πολλές μικτές ή μεταστραμμένες οικογένειες να εγκαταλείψουν την Ιορδανία, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν ελεύθερα και να δηλώσουν τη θρησκεία τους σε άλλη χώρα[2].
Αν και οι δηλώσεις του αιτητή φαίνεται να συνάδουν σε ένα βαθμό με πληροφορίες που αντλούνται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, σε σχέση με τον ουσιώδη ισχυρισμό, η εξωτερική αξιοπιστία δεν αρκεί από μόνη της για να τεκμηριώσει την αλήθεια των ισχυρισμών του. Για να καταστούν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του, απαιτείται να συνοδεύονται από σαφή, λεπτομερή και εξατομικευμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή. Οι δηλώσεις του αιτητή κρίνω ότι είναι ασαφείς και επιφανειακές, στερούμενες τις αναγκαίας πειστικότητας ώστε να θεμελιώνουν το αίτημά του. Κατά συνέπεια, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Ο αιτητής στα πλαίσια του τέταρτου ουσιώδους ισχυρισμού υποστήριξε ότι απειλήθηκε από τον θείο του λόγω κληρονομικών διαφορών. Εξετάζοντας τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαπίστωσα ότι το αφήγημα του αιτητή περιείχε αντιφατικές και ασαφείς δηλώσεις, ιδίως ως προς το χρονικό διάστημα των γεγονότων. Η έλλειψη συνοχής και συγκεκριμένων αναφορών και/ή αποδείξεων καθιστά αδύνατη την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του. Πρόσθετα, δεν έδωσε πειστική απάντηση ως προς το λόγο για τον οποίο δεν κατήγγειλε το θείο του για τις απειλές που δεχόταν. Επίσης, δεν παρείχε πειστική εξήγηση για την αδράνεια του να προσφύγει εγκαίρως στις αρχές της χώρας καταγωγής του, ενώ ζούσε ακόμη εκεί. Επομένως, ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος αφορά ένα εντελώς προσωπικό ζήτημα για το οποίο δεν θα μπορούσα να εντοπίσω εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Συνεπώς, καταλήγω πως ο ισχυρισμός αυτός στερείται εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. O αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να προσκομίσει με το ορθό δικονομικό διάβημα οτιδήποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο πράγμα που δεν έπραξε.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Οι διαπιστώσεις του αρμόδιου εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε ο Προϊστάμενος ενώπιον του, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.
Ορθά κρίθηκε από τον αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Στα πλαίσια του κατ' ουσίαν ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης διεξήγαγα επικαιροποιημένη έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφάλειας στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον 2023 η οποία δημοσιεύτηκε το 2024, το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας συνέχισε τον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος που ξεκίνησε από τον Βασιλιά Αμπντουλάχ Β' το 2021, «συμπεριλαμβανομένων μεταρρυθμίσεων για την ενθάρρυνση του σχηματισμού πολιτικών κομμάτων που βασίζονται σε εθνικό πρόγραμμα, τη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην πολιτική ζωή και την ενίσχυση της γεωγραφικής εκπροσώπησης στα εθνικά ιδρύματα. Η ΕΕ έλαβε τον Αύγουστο του 2023 πρόσκληση από την Ανεξάρτητη Εκλογική Επιτροπή της Ιορδανίας (IEC) να παρακολουθήσει τις βουλευτικές εκλογές το 2024. Το 2023, η κυβέρνηση έλαβε ορισμένα μέτρα για τη βελτίωση της νομοθεσίας σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Ποινικός Κώδικας τροποποιήθηκε επίσης για να ενισχυθούν οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης και να επεκταθεί η κοινωφελής εργασία και άλλες εναλλακτικές λύσεις στην κράτηση».
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της βάσης δεδομένων ACLED στην Ιορδανία κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 25/08/2025), καταγράφηκαν 154 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 2 θάνατοι. Στην δε επαρχία Al Zarqa καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση 4 περιστατικά ασφαλείας[3].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.
Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, αλλά και ότι το αρμόδιο όργανο δεν μελέτησε διεξοδικά τους ισχυρισμούς του αιτητή, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με την Γραπτή του Αγόρευση υποστηρίζει ότι η απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, εφόσον παραλήφθηκαν σημαντικά στοιχεία τα οποία απέστειλε ο Αιτητής με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον εξεταστή μετά την διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης. Όπως αναφέρω και πιο πάνω, ο Αιτητής ισχυρίζεται πως απέστειλε στον εξεταστή σημαντικά στοιχεία αναφορικά με το γεγονός ότι ο γιος του φίλου του θείου του καταδικάστηκε πολλές φορές σε φυλάκιση για διάφορα σημαντικά αδικήματα και ότι η γυναίκα του θείου του μετά την έγερση της αγωγής κατάγγειλε τον Αιτητή (ψευδώς) για βιασμό, ενώ ήδη ο Αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο. Για αυτά τα σημαντικά στοιχεία ή έστω για την παραλαβή αυτών των στοιχείων δεν γίνεται καμία αναφορά στην έκθεση και εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Επομένως είναι η θέση του Αιτητή ότι η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα και/ή η απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου δεν προκύπτει να στάλθηκε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Υπηρεσία Ασύλου. Ο αιτητής είχε την ευχέρεια να θέση ενώπιον μου οποιαδήποτε στοιχεία ο ίδιος επιθυμούσε προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημά του, ακόμα και τα στοιχεία που εισηγείται ότι απέστειλε στην Υπηρεσία Ασύλου. Από το ερυθρό 45 του διοικητικού φακέλου, διαφαίνεται πως ο λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη ενημέρωσε τον αιτητή ότι είχε τη δυνατότητα να προσκομίσει έγγραφα σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη συνέντευξη.
Ούτως ή άλλως οι ισχυρισμοί του αιτητή προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και ο αιτητής δεν επιχειρηματολογεί προς τεκμηρίωσή τους. Ο αιτητής μπορούσε να θέσει ενώπιον μου με το ορθό δικονομικό διάβημα όλα τα στοιχεία που επιθυμούσε και να τεκμηριώσει όλους τους ισχυρισμούς που έθεσε ενώπιον του αρμόδιου οργάνου, οι οποίοι δεν έγιναν αποδεκτοί. Ο αιτητής λοιπόν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τα ζητήματα που τον αφορούν προκειμένου να διευκρινίσει όλα τα στοιχεία που εντόπισε το αρμόδιο όργανο και να στηρίξει τον πυρήνα του αιτήματός του πράγμα που δεν έπραξε.
Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα. Σύμφωνα, όμως, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).
Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο και βεβαίως εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (βλ. ΡΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΔΗ Κ.Α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και ΡΑΦΤΗ Κ.Α. ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί απορρίπτονται. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον υπαγάγουν στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ενόψει της αοριστίας και της γενικότητας με την οποία προβάλλονται στην Γραπτή του αγόρευση.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή τους ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
[1] US Embassy in Jordan, Marriage in Jordan, https://jo.usembassy.gov/marriage-in-jordan/
[2] Mission Network News, Religiously mixed marriages have created decline in Christianity,
https://www.mnnonline.org/news/religiously-mixed-marriages-have-created-decline-in-christianity/
[3] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Jordan, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο