ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 7011/2022
29 Σεπτεμβρίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.C.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Δ. Τιμοθέου (κος) για Γιώργος Α. Βασιλείου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ν. Κουρσάρης (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13/09/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 10/10/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως παράνομης, άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Γουινέα και στις 30/12/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την 01/09/2022 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 07/09/2022 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 13/09/2022, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 10/10/2022, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή την ίδια ημέρα.
Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο το λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από το λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.
Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.
Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.
Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι ορφανός και από τους δύο γονείς του. Ο πατέρας του απεβίωσε όταν ήταν πέντε (5) ετών, και δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, απεβίωσε και η μητέρα του. Όπως δήλωσε, ο μεγαλύτερος αδελφός του πατέρα του ανέλαβε τη φροντίδα τόσο του ιδίου όσο και της περιουσίας που είχαν αφήσει πίσω οι γονείς του. Ο αιτητής τόνισε ότι είναι το μοναδικό παιδί της οικογένειας. Μετά την επιτυχία του στις εξετάσεις του απολυτηρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μετακόμισε στην πόλη Conakry για να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο. Κατά την επιστροφή του στην πόλη Kankan, τον Σεπτέμβριο του 2019, διαπίστωσε ότι ο αδελφός του πατέρα του είχε πουλήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αφήσει οι γονείς του. Η μόνη οικία που είχε απομείνει, είχε πλέον καταχωρηθεί στο όνομα του θείου του. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι, όταν διεκδίκησε την πατρική περιουσία, ο θείος του τον απείλησε με θάνατο και τον έδιωξε από το σπίτι που είχε χτίσει ο πατέρας του. Λόγω αυτής της διαμάχης, ένας φίλος του πατέρα του τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, προκειμένου να προστατεύσει τη ζωή του. (ερ. 1 Δ.Φ. και μετάφραση αυτού ερ. 10 του Δ.Φ.).
Στο πλαίσιο της προσωπικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει καταγωγή από την Γουινέα, γεννημένος στην πόλη Kankan και προερχόμενος από την πόλη Conakry, η οποία από το 2012 αποτελούσε τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του (ερ. 29 Δ.Φ.). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής και είναι κάτοχος διπλώματος στον τομέα του οικονομικού δικαίου, ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε πως από το 2015 έως το 2018 εργαζόταν σε διάφορες εταιρίες (ερ. 27 Δ.Φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε πως έχει παντρευτεί μια ομοεθνή του και έχουν αποκτήσει και παιδί (ερ. 28 και 27 Δ.Φ.). Ο αιτητής δήλωσε ότι παντρεύτηκε στις 13/06/2021 ( ερ. 27 και 47 του Δ.Φ.).
Αναφορικά με την οικογένειά του, ο αιτητής ανέφερε ότι οι δύο γονείς του έχουν αποβιώσει, ο πατέρας του πέθανε όταν ο αιτών ήταν πέντε ετών, και η μητέρα του απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα, όταν εκείνος ήταν επτά ετών. Δήλωσε ότι, μετά τον θάνατο των γονέων του, την ευθύνη της φροντίδας του ανέλαβε ο θείος του από την πλευρά του πατέρα του, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο αδελφός του αποβιώσαντος πατέρα αναλαμβάνει την ευθύνη για την οικογένεια. Ο αιτητής πρόσθεσε ότι μεγάλωσε στο σπίτι του πατέρα του στην πόλη Kankan, το οποίο πλέον κατοικείται από τον θείο του. Ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω θείος μετέγραψε παράνομα την ιδιοκτησία στο όνομά του και στη συνέχεια αποπειράθηκε να τον σκοτώσει, προκειμένου να διατηρήσει την κατοχή όλων των περιουσιακών στοιχείων που είχε αφήσει ο πατέρας του. Ο αιτητής ανέφερε ότι είναι το μοναδικό παιδί των γονέων του και, επομένως, ο μοναδικός νόμιμος κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Υποπτεύεται ότι το κίνητρο πίσω από τις ενέργειες του θείου του σχετίζεται με την κληρονομιά, αν και διευκρίνισε ότι δεν διαθέτει άμεσες αποδείξεις για να επιβεβαιώσει εάν ο θείος του εμπλέκεται στον θάνατο του πατέρα του. Αναφορικά με άλλους συγγενείς, ο αιτητής δήλωσε ότι και οι δύο γιαγιάδες του έχουν επίσης αποβιώσει. Τόνισε ότι δεν διατηρεί καμία επικοινωνία με τον θείο του και δεν γνωρίζει την ύπαρξη άλλων συγγενών στη Γουινέα. Σύμφωνα με τον αιτητή, ένας φίλος του πατέρα του, τού είπε ότι ο πατέρας του κατέρρευσε και πέθανε αιφνιδίως, αν και ο ίδιος δεν θυμάται τις συνθήκες λόγω της μικρής του ηλικίας εκείνη την περίοδο. (ερ. 28 Δ.Φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι ο κύριος λόγος για την αποχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του σχετίζεται με τις συνεχιζόμενες διαφορές του με τον θείο του για την περιουσία του εκλιπόντος πατέρα του. Εξήγησε ότι ο πατέρας του είχε σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, όπως γη και καταστήματα, και ήταν έντονα εμπλεκόμενος σε εμπορικές δραστηριότητες. Αν και ο αιτητής δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα ότι ο θείος του ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα του, ανέφερε ότι, σύμφωνα με όσα του είπαν οι φίλοι του πατέρα του, υποψιάζεται την εμπλοκή του θείου του. Προσέθεσε ότι καθώς μεγάλωνε, άρχισε να κατανοεί την κατάσταση καλύτερα και πιστεύει ότι ο θείος του προσπαθεί να του προκαλέσει κακό με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο της υπόλοιπης περιουσίας της οικογένειας. Περαιτέρω, ο αιτητής εξήγησε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του, ο θείος του ανέλαβε τον έλεγχο της περιουσίας και άρχισε να τη μεταβιβάζει στο όνομά του. Στη συνέχεια, με το πέρασμα του χρόνου, ο θείος του πούλησε τα περισσότερα από τα ακίνητα, αφήνοντας μόνο το οικογενειακό σπίτι, το οποίο αφού μετέγραψε στο όνομά του, κατοικούσε και εκεί. Ανέφερε ότι, καθώς συνειδητοποίησε περισσότερο την κατάσταση, άρχισε να ρωτά τον θείο του για την κληρονομιά, αλλά η αντίδραση του θείου του ήταν να χρησιμοποιήσει μαγεία εναντίον του. Ο αιτητής περιέγραψε ότι όταν ο θείος του συνειδητοποίησε ότι γνώριζε τα πάντα, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μαύρη μαγεία εναντίον του όπου ως δήλωσε ο αιτητής, δεν μπορούσε να κοιμηθεί πλέον, έβλεπε περίεργα πράγματα κα είχε την αίσθηση ότι καταδιώκεται από κακά πνεύματα στον ύπνο του, γεγονός που του προκάλεσε σοβαρό άγχος και δυσκολία στην αναπνοή. Σύμφωνα με τον αιτητή, αυτά τα φαινόμενα ήταν οι κύριοι λόγοι που τον οδήγησαν να φύγει από τη χώρα του. Τόνισε ότι δεν είχε προβλήματα με την κυβέρνηση ή το νομικό σύστημα της χώρας του και ότι ο μόνος του φόβος ήταν τα μυστικιστικά και μαγικά φαινόμενα που φέρεται να υπέστη (ερ. 26 Δ.Φ.).
Ο αιτητής ανέφερε ότι για πρώτη φορά άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι χρησιμοποιούνταν μαγεία εναντίον του, το 2014, όταν άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα ασθένειας, σήψη στα δάχτυλα των ποδιών του και έντονα αισθήματα καψίματος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ανέφερε ότι το πρωί το δέρμα του σώματός του αποκολλούνταν και αυτά τα παράξενα φαινόμενα ήταν συνεχόμενα. Σύμφωνα με τον αιτητή, ο λόγος που άρχισαν αυτά τα περιστατικά ήταν ότι αμφισβητούσε τον θείο του σχετικά με την κληρονομιά των περιουσιακών στοιχείων του πατέρα του και ανησυχούσε διότι η περιουσία του πατέρα του, που περιλάμβανε γη και καταστήματα, είχε μεταφερθεί στο όνομα του θείου του. Ο αιτητής εξήγησε ότι ο θείος του διαχειριζόταν τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα του κατά τη διάρκεια της ζωής του και μετά τον θάνατο του πατέρα του συνέχιζε να ελέγχει την περιουσία χωρίς τη συγκατάθεσή του. Εξήγησε ότι ο θείος του ήταν το μόνο μέλος της οικογένειας με το οποίο είχε επαφή και δεν τον είχε δει από το 2018. Ο αιτητής ανέφερε ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γουινέα το 2018 μετά από συνεχιζόμενα και απειλητικά για τη ζωή του συμπτώματα που προκαλούνταν από την φερόμενη μαγεία. Είπε ότι κάθε νύχτα κάτι προσπαθούσε να τον πνίξει, κάτι που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ζωή του ήταν σε κίνδυνο. Παρά το γεγονός ότι η περιουσία ήταν νομικά στο όνομα του θείου του, ο αιτητής πίστευε ότι ο θείος του ήξερε ότι τα περιουσιακά στοιχεία ανήκαν δικαιωματικά σε αυτόν (τον Αιτητή) και φοβάται για τη ζωή του αν επιστρέψει στη Γουινέα (ερ. 24-25 Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις του αιτητή, κατά το στάδιο της συνέντευξης του, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την υπηκοότητα, την περιοχή καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή, και ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από τον θείο του για την περιουσία του πατέρα του μέσω απειλών και πρακτικών μαγείας.
Ειδικότερα, όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του καθώς οι δηλώσεις του αιτητή επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν κατέστη δυνατόν να τεκμηριωθούν οι ισχυρισμοί του αιτητή περί προσωπικής δίωξης από τον θείο του, η οποία αποτέλεσε την αιτία της αποχώρησής του από τη χώρα του. Ο αιτητής υπήρξε αντιφατικός σε αρκετές δηλώσεις του και δεν κατάφερε να παράσχει ικανοποιητικές ή επαρκείς απαντήσεις σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούσαν στην αίτησή του. Συγκεκριμένα, ως επισήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η προσωπική του δίωξη από τον θείο του ξεκίνησε το 2014, ωστόσο δεν κατάφερε να εξηγήσει πειστικά γιατί, αν ο θείος του τον επηρέασε μέσω μαγείας το 2014, εξακολουθούσε να ζει και να επισκέπτεται το σπίτι του μέχρι το 2018. Ο αιτητής επιβεβαίωσε ότι από το 2014 μέχρι και το 2018 ο θείος του δεν τον έβλαψε με κάποιον άλλο τρόπο, παρά μόνο ένιωθε συνεχόμενα τα μάγια που του προκάλεσε ο θείος του ήδη από το 2014. Ως καταγράφεται, στην ερώτηση γιατί έφυγε από τη χώρα του το 2019 αφού όπως είπε τα μάγια άρχισαν από το 2014, απάντησε αόριστα ότι πίστευε πως μετά τη θεραπεία που του έδωσε ο Ιμάμης με θρησκευτικό περιεχόμενο θα του περνούσε, ενώ απάντησε αόριστα ότι στην Αφρική «δεν μπορεί κανείς να βάλει όρια στη μαύρη μαγεία». Ακολούθως, ρωτηθείς αν θα πάθαινε κάτι στην περίπτωση που επέστρεφε στη χώρα του απάντησε αόριστα πως ο λόγος για τον οποίο έφυγε -δηλαδή ο θείος του- ζει ακόμα εκεί και πως τρέχει να ξεφύγει από το θάνατο. Τέλος, κληθείς να σχολιάσει το λόγο που ακόμα φοβάται τον θείο του μιας και όπως ισχυρίστηκε όλη η περιουσία του πατέρα του είναι πλέον περασμένη στο όνομα του, ο αιτητής σχολίασε μη ικανοποιητικά πως ο θείος του γνωρίζει πως εκείνη η περιουσία δεν του ανήκει έστω κι αν όλα είναι περασμένα στο όνομα του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, είναι θέση των Καθ’ ων ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, οι Καθ’ ων κατέληξαν αυτό το μέρος του αιτήματός του δεν γίνεται αποδεκτό.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού. Στα πλαίσια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός, αφού έλαβε υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος κατέληξε ότι δεν συντρέχει μελλοντικός κίνδυνος δίωξης ή έκθεσης σε σοβαρή βλάβη του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στη Γουινέα.
Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.
Θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων του γύρω από τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του από το θείο του για την περιουσία του πατέρα του μέσω απειλών και πρακτικών μαγείας.
Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει από τον θείο του λόγω απειλών και πρακτικών μαγείας. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.
Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα του αιτητή δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.
Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση λοιπόν της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.
Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στο Conakry της Γουινέας η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της «Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights» για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων, η Γουινέα δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη[1].
Όσον αφορά την πρωτεύουσα Conakry τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης τις 19/09/2025), καταγράφηκαν 31 περιστατικά πολιτικής βίας (“political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 9 θάνατοι.[2]
Δεδομένου ότι ο συνολικός πληθυσμός της Conakry, βάσει εκτίμησης του 2014, ανέρχεται σε 1,660,973 κατοίκους[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο συνήθους διαμονής του.
Κατά συνέπεια, η πόλη Conakry της Γουινέας, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[4]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, αρτιμελή άνδρα, διαθέτον μορφωτικό επίπεδο. Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Conakry, στην Γουινέα.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με € 1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Geneva Academy -Map, https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/09/2025).
[2] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Guinea, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 25/09/2025)
[3] City-Population, Guinea, Conakry, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/guinea/admin/20__conakry/ (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 25/09/2025).
[4] Βλ. Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο