Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 9/2025, 25/9/2025
print
Τίτλος:
Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης κ.α., Υπόθεση Αρ. ΔΚ 9/2025, 25/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 9/2025

25 Σεπτεμβρίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ. Α.

Aιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.    Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης

2.    Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω στη βάσει δια νόμου εκχώρησης εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών

Καθ’ ων η αίτηση

…………………………………..

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνει ως παράνομη την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 14/4/2025, σύμφωνα με την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9 ΣΤ (2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες επιβάλλουν την κράτηση του Αιτητή.

 

Β. Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνει ως παράνομο το διάταγμα κράτησης ημερ. 14/4/2025 που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 9 ΣΤ (2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, εναντίον του Αιτητή και με την οποία να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.

 

Γ. Διαζευκτικά της παραγράφου Β, απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνει ως παράνομο το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 14/4/2025 το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000), και με την οποία να διατάσσονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου.

 

Δ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη.»

 

Όπως προκύπτει τόσο από τα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως όσο Ένσταση αλλά και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήρια Α και Β, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τα εξής:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Συρίας, ο οποίος αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια στις 26/03/2025 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, μαζί με πέντε ομοεθνείς του, μεταξύ άλλων του αδελφού και ξαδέλφου του. Στις 28/03/2025, έτερος αδελφός του Αιτητή τον παρέλαβε και τον μετέφερε στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα και στις 03/04/2025 ο Αιτητής συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 31/03/2025, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λοχία της αστυνομίας, όπου οι δηλώσεις του Αιτητή καταγράφονται σε σχετικό έντυπο, το οποίο φέρει τίτλο «Πληροφορικό Έντυπο Παράτυπων Μεταναστών» και περιέχεται στο διοικητικό φάκελο Τεκμήριο Β.

 

Στις 08/04/2025, απεστάλη επιστολή από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) προς τη Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης, σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής μαζί με δύο άλλα άτομα, ομοεθνείς του, κατόπιν σχετικής συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε και στους τρεις ξεχωριστά, «εμφαίνεται ότι οι συγκεκριμένοι τρείς Σύριοι υπήκοοι τα τελευταία χρόνια συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις ως μέλη συγκεκριμένης τρομοκρατικής οργάνωσης», γίνεται δε εισήγηση όπως εκδοθούν εναντίον τους διατάγματα κράτησης στη βάση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου καθότι οι εν λόγω αλλοδαποί «καθίστανται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή τόσο για την εθνική ασφάλεια όσο και για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια». Πρόκειται για διαβαθμισμένη επιστολή ωστόσο το περιεχόμενο της αποκαλύπτεται από το ουσιαστικό περιεχόμενο που παρασχέθηκε μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου από τους Καθ’ ων η αίτηση στη συνήγορο του Αιτητή και αποτελεί μέρος του δικαστικού φακέλου.

 

Στις 14/04/2025, η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, εξέδωσε διάταγμα κράτησης εναντίον του Αιτητή στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, θεωρώντας ότι αυτός αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, στη βάση των όσων καταγράφονται στην επιστολή της ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερ. 8/04/2025.

 

Κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία δόθηκε στον Αιτητή το ουσιώδες περιεχόμενο των απόρρητων εγγράφων, τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν σε αυτόν (ήτοι έγγραφο ημερομηνίας 08/04/2025 της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια Τμήματος Μετανάστευσης, έγγραφο ημερομηνίας 07/04/2025 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κ.Κ.Π.Δ.Μ. προς το Διοικητική της ΥΑΜ για Υποδιοικητή Ε. και έγγραφο ημερομηνίας 31/03/2025 -  Ημερολόγιο Ενέργειας Αρχηγείου ΥΑΜ). Περαιτέρω, κατά την ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 02/09/2025, κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστήριο, με τη σύμφωνη γνώμη των μερών, ως Τεκμήριο Γ, επιστολή ημερομηνίας 20/05/2025 του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων προς τον Γενικό Εισαγγελέα στην οποία επισυνάπτεται κατάθεση του Αιτητή ληφθείσα στις 09/04/2025 στα πλαίσια διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, που αφορά σε ύποπτες δραστηριότητες σε σχέση με αδικήματα ου εμπίπτουν στον περί της Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας Νόμο.

 

Για σκοπούς σαφήνειας της πορείας της παρούσας υπόθεσης, θα προχωρήσω σε καταγραφή εν συντομία του ιστορικού της δικαστικής διαδικασίας. Αρχικά, ο Αιτητής εμφανιζόταν προσωπικά∙ κατόπιν εγκρίσεως σχετικής αιτήσεως Νομικής Αρωγής από το Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση, διορίστηκε δικηγόρος για την εκπροσώπησή του, η οποία καταχώρησε, δυνάμει σχετικού Διατάγματος του Δικαστηρίου, τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως και με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση τροποποιημένη ένσταση.

 

Ακολούθησε στις 06/06/2025 καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας από πλευράς του Αιτητή, υπό μορφή ένορκης δήλωσης με σκοπό να αντικρούσει, ως αναφέρει, τα όσα του αποδίδονται, ήτοι τη συμμετοχή του σε τρομοκρατική οργάνωση ενώσω βρισκόταν στην Συρία, η οποία με τη σύμφωνο γνώμη των Καθ’ ων η αίτηση στις 25/06/2025 εγκρίθηκε από το Δικαστήριο εκδίδοντας σχετικό Διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας. Ως εκ τούτου ο Αιτητής στις 02/07/2025 καταχώρησε σχετική ένορκη δήλωση.

 

Επί της ένορκης δήλωσης του, ο Αιτητής αναφέρθηκε στις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Δηλώνει, ενήλικος με τόπο καταγωγής το χωρίο Abu Makki της επαρχίας Idlib. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια και έχει σήμερα πέντε αδελφούς και πέντε αδελφές, ενώ ένας εκ των αδελφών του σκοτώθηκε το 2016 από βομβαρδισμούς. Όλα του τα αδέλφια βρίσκονται στην Συρία, εκτός από το μικρότερο ο οποίος βρίσκεται στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου πέραν του ενός έτους και το μεγαλύτερο υπ’ ονόματι Moataz Alaboud, με τον οποίο ταξίδευσαν μαζί προς την Κύπρο και ο οποίος επίσης βρίσκεται υπό κράτηση για τους ίδιους λόγους με τον Αιτητή. Αναφέρει ότι το 2016 παντρεύτηκε, ως το έθιμο στην περιοχή του και φυλή του, με την σύζυγο του αποβιώσαντα αδελφού του με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Ένα εκ των οποίων σκοτώθηκε σε βομβαρδισμούς του χωριού του το 2018 ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στα μάτια και στο πόδι, αφήνοντας του νόμιμη αναπηρία στο μάτι αλλά και προβλήματα κινητικότητας. Εκπαιδεύτηκε στο χειρισμό εκσκαφέων για σκοπούς βιοπορισμού πλην όμως λόγω του πολέμου ήταν δύσκολο να διατηρήσει την εργασία του.  Από το έτος 2018 και έπειτα όλη η οικογένεια διέμενε στο Afrin επειδή ήταν αδύνατη η επιβίωση τους στο Idlib λόγω της επικρατούσας κατάστασης αλλά και του ελέγχου από την Hayiat Tahrir Al Sham (HTS) «της οποίας ουδέποτε είτε εγώ, είτε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειά μας ήμασταν υποστηρικτές» όπως επί λέξη αναφέρει.  Λόγω της κατάστασης της υγείας του δήλωσε ότι ήταν δύσκολο να εξεύρει και να διατηρήσει εργασία, και ως εκ τούτου προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Συρία τον Μάρτιο του 2025, αλλά και λόγω της επικίνδυνης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του ακόμα και μετά τη κατάρρευση του καθεστώτος Άσσαντ και την επικράτηση της Hayiat Tahrir Al Sham (HTS). Αναφορικά με το ταξίδι αναχώρησης του δήλωσε ότι μαζί με τον αδελφό του και άλλα ξαδέλφια του και ομοεθνείς τους ήρθαν στη Κύπρο με βάρκα μέσω Λιβάνου, παραδεχόμενος πως αρχικά δήλωσαν ότι ήρθαν μέσω Τουρκίας και όχι μέσω Λιβάνου, καθότι αυτό τους είπε ο διακινητής τους να αναφέρουν ενόψει κινδύνου επιστροφής τους.  Με την καθοδήγηση άλλων προσώπων περί το τέλος Μαρτίου 2025  εισήλθαν στις ελεύθερες περιοχές όπου συνάντησαν τον μικρότερο αδελφό του ο οποίος τους μετέφερε την επόμενη μέρα στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα, όπου υπέβαλαν αίτηση ασύλου. Λίγες μέρες μετά, ισχυρίστηκε ότι αστυνομικοί προχώρησαν σε ερωτήσεις για το ταξίδι τους στην Κύπρο και κατά πόσο ήταν με οποιοδήποτε τρόπο στο πόλεμο ή αν ήταν μέλος κάποιας ένοπλης ομάδας στη Συρία, ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, ως ενημερώθηκε από τον αδελφό και τα ξαδέλφια του και στους ίδιους (παράγραφος 21 της ένορκης δήλωσης του). Ισχυρίστηκε ότι δεν του εξήγησαν τα δικαιώματα του, ήτοι εάν δικαιούται να απαντήσει ή όχι ή εάν έχει δικαίωμα δικηγόρου και ότι ο μεταφραστής δεν ήταν υπήκοος Συρίας καθότι δυσκολευόταν να τον καταλάβει. Κατά δήλωσή του δεν είχε και δεν έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στη Συρία με οποιαδήποτε παραστρατιωτική ή τρομοκρατική οργάνωση ή ομάδα. Υποστηρίζει πως οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν ότι ο ίδιος ήταν μέλος της HTS στη βάση δηλώσεων του αδελφού του ο οποίος είχε επίσης φωτογραφίες στο κινητό του με στρατιωτικά ρούχα και με όπλο, δηλώνοντας πως λόγω των προβλημάτων υγείας του, αλλά ως προστάτης της οικογένειάς του, ο ίδιος δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει ακόμα και αν ήθελε. Υποστήριξε ότι ο αδελφός του το είπε αυτό γιατί φοβήθηκε από την ανάκριση που του έκαναν, προσθέτοντας ότι ο τελευταίος έχει ψυχολογικά προβλήματα και απώλεια μνήμης και είναι πολύ φοβισμένος να μείνει μόνος του υπό κράτηση χωρίς τον Αιτητή και τα ξαδέλφια του.  Πέραν των πιο πάνω, ο Αιτητής στις παραγράφους 26 κ.ε. της ένορκης του δήλωσης αναφέρει ότι ο αδελφός του δεν πολέμησε ποτέ με την ΗΤS αλλά για κάποια περίοδο στρατολογήθηκε στην Faylaq Al Sham των Levant Corps, για βιοποριστικούς λόγους, όμως δεν συμμετείχε σε πολεμικές δραστηριότητες ωστόσο οπλοφορούσε για την προστασία κυρίως αμάχων και ουδέποτε σκότωσε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αμάχους αφού δεν ήταν αυτός ο ρόλος του.  Δηλώνει περαιτέρω πως η Faylaq al-Sham δεν ήταν ποτέ ή είναι τρομοκρατική οργάνωση και δεν συμπεριλαμβάνεται σε οποιοδήποτε κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων από οποιαδήποτε χώρα ή οργανισμό. Γνωρίζει ότι η εν λόγω οργάνωση η οποία ελέγχει το Afrin είχε την κάλυψη ή προστασία της Τουρκίας και αναφέρεται στη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη Συρία (παράγραφοι 29-31). Τέλος, δηλώνει πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και για το λόγο ότι υπήρξε θύμα απόπειρας απαγωγής για να ζητήσουν λύτρα από την οικογένεια του με απώτερο σκοπό να τον σκοτώσουν ωστόσο δεν κατάφεραν να τον απαγάγουν. Στη παράγραφο 33 της μαρτυρίας του, ο Αιτητής δηλώνει πως θεωρείται επικίνδυνος εξαιτίας του διακινητή αλλά και κάποιου ατόμου που καταζητείται στην Κύπρο και συμμετείχε σε τρομοκρατική οργάνωση, ωστόσο δηλώνει πως δεν γνωρίζει για ποιο άτομο αναφέρονται ούτε και έχει οποιαδήποτε σχέση με τέτοιο άτομο αλλά ούτε και ποια σχέση έχει αυτό το άτομο με τη δική του υπόθεση ή την υπόθεση του αδελφού του.  

 

Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση στις 11/07/2025, προχώρησε σε αντεξέταση του Αιτητή, ως προς την προσκομισθείσα μαρτυρία. Αναφορικά με την έλλειψη επικοινωνίας με τον μεταφραστή, ο Αιτητής δήλωσε ότι ανέφερε αρκετές φορές ότι δεν καταλάβαινε, έγινε αλλαγή μεταφραστή αλλά και πάλι δεν αντιλαμβανόταν, ωστόσο απαντούσε στις ερωτήσεις διότι, ως δήλωσε, «δεν είναι ότι δεν καταλάβαινα όλη τη ερώτηση αλλά υπήρχαν κάποιες λέξεις που δεν καταλάβαινα.». Όσον αφορά τη δήλωση του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν ότι ο Αιτητής ήταν μέλος της ΗΤS, ενόψει της παραδοχής του αδελφού του, κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο ο αδελφός του να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, ανέφερε ότι ο αδελφός του έχει προβλήματα μνήμης και ρωτούσε γιατί βρίσκονταν στις φυλακές. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο αδελφός του στρατολογήθηκε στη Faylaq al-Sham και λόγω του φόβου του από τη ανάκριση ισχυρίστηκε ότι και ο Αιτητής είναι μέλος της οργάνωσης Faylaq al-Sham. Τέλος, ανέφερε ότι ήταν φυλακισμένος της ΗΤS για περίοδο 15 ημερών, τον τραυμάτισαν στο δάκτυλο και για τη σύλληψη του ευθύνεται ο ανιψιός του.

 

Ακολούθησαν οι πολυσέλιδες γραπτές αγορεύσεις των μερών.

 

Με την γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, προωθεί ότι παραβιάζεται το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και προσβάλλεται ως παράνομη και αυθαίρετη η κράτηση του Αιτητή, λόγω του ότι αυτή δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες που καθορίζονται εξαντλητικά στο εν λόγω άρθρο και συνεπώς η κράτηση του Αιτητή, ως προς τη νομιμότητα του πρέπει να εξεταστεί όχι μόνο βάσει του περί Προσφύγων Νόμου ή της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και της νομολογίας του ΔΕΕ αλλά και υπό το φως του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Υποστηρίζει ότι η κράτηση για σκοπούς προστασίας της εθνικής ασφάλειας είναι παράνομη υπό το φως του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, το οποίο δεν επιτρέπει την κράτηση οποιουδήποτε προσώπου για σκοπούς προστασίας της εθνικής ασφάλειας γενικά και αόριστα και χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε σύνδεση με τους επιτρεπόμενους από το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ λόγους κράτησης. Σημειώνει ότι εναντίον του Αιτητή δεν έχει εκδοθεί διάταγμα απέλασης. Παραπέμπει σε σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) ως προς το παράνομο της κράτησης αιτητών ασύλου για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.

 

Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η κράτηση του Αιτητή είναι παράνομη και υπό το φως του εθνικού και ενωσιακού δικαίου, χωρίς να προκύπτει να έγινε οποιαδήποτε αναζήτηση ή έρευνα των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, του ιστορικού ή των προθέσεων του Αιτητή εξατομικευμένη εκτίμηση των περιστάσεων του προκειμένου να τεκμηριωθεί η πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια ή/και δημόσια τάξη. Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι ο πυρήνας της κρίσης των Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την επικινδυνότητα του Αιτητή είναι τα λεγόμενα του αδελφού του στο πλαίσιο κατάθεσης ή/και συνέντευξης. Δεν αναφέρεται ο ακριβής λόγος που οι αρχές θεώρησαν τον Αιτητή ύποπτο για εμπλοκή σε ένοπλές ή/και τρομοκρατικές οργανώσεις ή ομάδες στη Συρία, ούτε εξηγείται και τεκμηριώνεται o λόγος που ηγέρθησαν υποψίες.  Καταλήγει, ότι οι παραλείψεις αυτές των Καθ’ ων η αίτηση και η μη συνεκτίμηση όλων των εξαιρετικά κρίσιμων στοιχείων συνιστά έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα. Τονίζει ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τα γεγονότα στις υποθέσεις ΔΚ 10/25 και ΔΚ 11/25, που αφορούν προσφυγές κατά Διαταγμάτων Κράτησης του ξαδέλφου και αδελφού του Αιτητή αντίστοιχα. Είναι η θέση της συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη αυτόματα και βάσει υποθετικών και υποκειμενικών κρίσεων και δήλωσης του αδελφού του Αιτητή, η οποία εξασφαλίστηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και κατά παράβαση των δικαιωμάτων του Αιτητή, παραβιάζοντας κάθε ασφαλιστική δικλείδα δικαίου και τα άκρα όρια της εξουσίας του. Η εν λόγω αντιμετώπιση του Αιτητή από τους Καθ’ ων η αίτηση αποτελεί πλάνη περί το νόμο και κατάχρησης εξουσίας ως προς την επιβολή του έσχατου μέτρου της κράτησης. Επικαλείται ότι οι αρχές ανέκριναν τον Αιτητή στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε θέματα τρομοκρατίας, συνεπώς ‘στο πλαίσιο ποινικής διαδικασία’, χωρίς να παρασχεθούν ή/και να του επεξηγηθούν τα δικαιώματα του σύμφωνα με το Νόμο 163(Ι)/2005[1]. Σημειώνει ότι ο Αιτητής ουδέποτε υπήρξε μέλος οποιασδήποτε στρατιωτικής οργάνωσης ή παράταξης, και αυτό που παραδέχθηκε ο Αιτητής ήταν η εμπλοκή στο παρελθόν του αδελφού του στη οργάνωση Faylaq al-Sham, η οποία δεν είναι ούτε υπήρξε τρομοκρατική οργάνωση.  Ακολούθως, παραθέτει πληροφορίες αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη Συρία αλλά και την οργάνωση Faylaq al-Sham. Η συνήγορος του Αιτητή, επισημαίνει ότι τα έγγραφα τα οποία σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση σχετίζονται με την κατ’ ισχυρισμό εμπλοκή του Αιτητή σε ένοπλες και/ή τρομοκρατικές οργανώσεις, αφορούν σε άλλα πρόσωπα και δεν αφορούν κάτι συγκεκριμένο που να ενοχοποιεί τον Αιτητή ή να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι είναι επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η επίκληση του κινδύνου διαφυγής  δεν είναι αρκετή για να αποκλειστούν τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, η οποία δεν πληροί τη προϋπόθεση του νόμου για εξέταση εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, καθιστώντας την κράτηση παράνομη, καθότι δεν ικανοποιεί τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Περαιτέρω, προωθεί ότι η απόφαση κράτησης δεν είναι αιτιολογημένη και δεν προκύπτει για ποιο ακριβώς λόγο αποφασίστηκε η κράτηση του Αιτητή, για σκοπούς προστασίας της δημόσιας τάξης ή της εθνικής ασφάλειας ή και των δυο. Αποτελεί, ως αναφέρεται, υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση να αναφέρουν με σαφήνεια τους νομικούς και πραγματικούς λόγους έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, κάτι το οποίο δεν προκύπτει ούτε από το διάταγμα, ούτε από την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά ούτε από το ουσιώδες περιεχόμενο των απόρρητων εγγράφων.

 

Με τη γραπτή τους αγόρευση, οι Καθ’ ων η αίτηση αντικρούουν έκαστο των ισχυρισμών του Αιτητή και αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι νόμιμη και σύμφωνη με το Κοινοτικό Δίκαιο, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη σχετική νομοθεσία και με τους βάσει αυτής εκδοθέντες Κανονισμούς καθώς και με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, είναι, δε, επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ύστερα από ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, με την εμπεριστατωμένη αγόρευσή της η ευπαίδευτη συνήγορος, παραπέμπει σε σχετική νομολογία εθνικών δικαστηρίων, του ΔΕΕ και του ΕΔΑΔ, υποστηρίζοντας ότι είναι συμβατή η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και δεν προκύπτει ούτε από την εθνική ή ενωσιακή νομοθεσία ή τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, ότι η κράτηση θα πρέπει να συνοδεύεται αναγκαστικά από διάταγμα απέλασης. Ως προς του λοιπούς ισχυρισμούς που προβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, η κ. Παπανικολάου, προωθεί ότι για τη κράτηση αιτητή ασύλου για λόγους δημόσιας τάξης, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τις περιπτώσεις που κρίνουν ως αναγκαία την κράτηση αιτούντος άσυλο για προστασία της δημόσιας τάξης. Στη προκειμένη περίπτωση, η ατομική συμπεριφορά του Αιτητή όπως προκύπτει από τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, συνιστά αρκούντως σοβαρή απειλή για να χαρακτηριστεί από τα αρμόδια όργανα του κράτους ως «άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη» και αιτιολογεί την απόφαση της έκδοσης διατάγματος κράτησης για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης. Ο Αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία μαζί με τον αδελφό και τον ξάδελφο του, οι  αρχικές του αναφορές στη Αστυνομία για την άφιξη του ήταν ψευδής, με τον αδελφό του να παραδέχεται ότι ο ίδιος, ο Αιτητής αλλά και ο ξάδελφος του συμμετείχαν σε τρομοκρατική οργάνωση στη χώρα καταγωγής του και επί αρκετά χρόνια συμμετείχαν σε αγώνες. Υποστηρίζει ότι τα γεγονότα αυτά είναι αρκούντως σοβαρά και ικανά να θέσουν τον Αιτητή ύποπτο και επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας και μόνη η υποψία είναι ικανή για να καταστήσει άτομο επικίνδυνο. Προσθέτει ότι η αναφορά του Αιτητή ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όρασης και κινητικότητας, στη προσπάθεια του να ενισχύσει την άρνηση συμμετοχής του σε οποιαδήποτε οργάνωση, δεν καθιστούν αυτό ανίκανο να συμμετάσχει σε μια οργάνωση, ενώ παράλληλα ισχυρίστηκε πως μετά τον τραυματισμό εργαζόταν ως δημοτικός αστυνομικός και σε εργοστάσια μαρμάρων, και περαιτέρω τονίζει ότι ο Αιτητής δεν αναφέρεται στην ύπαρξη αλλότριο κινήτρου του αδελφού του, ο οποίος να θέλει να τον ενοχοποιήσει. Η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση τονίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση λαμβανομένων υπόψη τόσο των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή όσο και των σχετικών επιστολών/εγγράφων εμπιστευτικού χαρακτήρα, προέβησαν δικαιολογημένα στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης εναντίον του. Ως προς τον ισχυρισμό περί του καθεστώτος λήψης συνέντευξης και/ή ανάκρισης, υποστηρίζει ότι δεν ισοδυναμεί με κατάθεση που λαμβάνεται στα πλαίσια ποινικής διερεύνησης αδικημάτων και ότι δεν ανακρίθηκε ως ύποπτος τέλεσης ποινικών αδικημάτων αλλά υπό την ιδιότητα του ως αιτητής ασύλου και στη βάση προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας. Αναφέρθηκε στο Παράρτημα 2 της Ένστασης, στο έγγραφο «Πληροφοριακό Έντυπο Παράτυπων Μεταναστών, το οποίο σύμφωνα με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, η συμπλήρωση του διενεργείται δυνάμει του «Manual of Standard Operating Procedures, (SOP), applicable to thePournaraFirst Reception Center. Τέλος, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη και ότι βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό που είναι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης και ότι η μη λήψη άλλων εναλλακτικών της κράτησης μέτρων δεν θα μπορούσαν, στην υπό κρίση περίπτωση να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τον σκοπό προστασίας της εθνικής ασφάλειας.

 

Στην απαντητική αγόρευση, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, εμμένει στα όσα παρέθεσε επί της γραπτής της αγόρευσης, επαναλαμβάνοντας πως ο πυρήνας της κρίσης των Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την επικινδυνότητα του Αιτητή αποτελεί η δήλωση στην οποία προέβη ο αδελφός του, και όπως έμμεσα παραδέχονται οι Καθ’ ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση, δεν υπάρχει άλλο στοιχείο που να εμπλέκει τον Αιτητή στα όσα του καταλογίζουν οι Καθ’ ων η αίτηση.  Αναφορικά με το έγγραφο με τίτλο «Πληροφοριακό Έντυπο Παράτυπων Μεταναστών» και τον οδηγό στον οποίο παραπέμπουν οι Καθ’ ων η αίτηση και επισημαίνοντας συγκεκριμένα σημεία επί του εγγράφου, ήτοι τη καταγραφή «ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΜΦΑΝΗ ΣΗΜΑΣΙΑ» και η 5η ενότητα αυτού «ΠΡΟΣΧΗ ΣΤΑ ΣΥΡΙΑΚΑ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ», αποδεικνύουν τη διακριτική μεταχείριση και τον προκατειλημμένο και μεροληπτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι αιτητές διεθνούς προστασίας που κατάγονται από τη Συρία και αποδεικνύουν ότι η κράτηση του Αιτητή αποφασίστηκε στο πλαίσιο «γενικής πρόληψης», χωρίς να γίνει εξατομικευμένη αξιολόγηση. Επιπλέον, αναφέρει ότι η Υπηρεσία Ασύλου στις 11/08/2025, αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή, εκδίδοντας απόφαση επιστροφής, επειδή θεωρούν ότι απέσυρε σιωπηρά την αίτηση του, λόγω του ότι δεν τους κοινοποίησε διεύθυνση διαμονής, επισυνάπτοντας ως Παράρτημα 2 την κοινοποίηση της επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στο στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων, τονίζοντας συγκεκριμένα σημεία. Παρενθετικά να αναφέρω δήλωση των μερών ότι ο αδελφός και ξάδελφος του Αιτητή, αιτητές στις προσφυγές ΔΚ 10/25 και ΔΚ11/25 (στις αποφάσεις των οποίων γίνεται αναφορά από τις συνηγόρους των μερών[2]), μετά την απόρριψη των προσφυγών του και την επικύρωση των Διαταγμάτων Κράτησης εναντίον τους, αναχώρησαν οικοθελώς από την Κυπριακή Δημοκρατία. 

 

Έχω μελετήσει με δέουσα προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτά περιέχονται στις πολυσέλιδες, εμπεριστατωμένες γραπτές τους αγορεύσεις αλλά και όσα προφορικά υποστήριξαν στο στάδιο των διευκρινήσεων καθώς και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων των «απόρρητων» εγγράφων, το ουσιαστικό περιεχόμενο των οποίων κοινοποιήθηκε και στη συνήγορο του Αιτητή και στο οποίο γίνεται αναφορά στην παρούσα.

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να αναφέρω ότι κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια από το Δικαστήριο αλλά και τους συνηγόρους των μερών ώστε η διαδικασία να ολοκληρωθεί εντός της τασσόμενης από το περί Προσφύγων Νόμο προθεσμίας[3] ωστόσο, λόγω διαφόρων παραγόντων περιλαμβανομένου του διορισμού δικηγόρου κατόπιν αίτησης νομικής αρωγής, την αναγκαία τροποποίηση της αίτησης ακυρώσεως, την ενδιάμεση αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα Αιτητή αλλά και τις καλοκαιρινές διακοπές σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των ζητημάτων – κατέστη αναγκαία, με την σύμφωνο γνώμη των μερών, η υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας, με την κ. Χαραλαμπίδου να τονίζει την ανάγκη ορθής απονομής της δικαιοσύνης έναντι της ταχύτητας.

 

Θεωρώ ορθό όπως τεθεί το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει την κράτηση αιτητών διεθνούς προστασίας, εφόσον κατά κανόνα η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, λόγω μόνο της ιδιότητας του/της ως αιτητή/τρια ασύλου απαγορεύεται. Κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας μπορεί να διαταχθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως αυτές καθορίζονται στον περί Προσφύγων  Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000 ο οποίος υιοθετεί το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις περί Συνθηκών Υποδοχής των αιτούντων διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ[4] προνοεί τα ακόλουθα:

 

«9ΣΤ. (1)     Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

 

(2)     Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

[…]

 

(ε)      όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.

 

[…]» (Η έμφαση του Δικαστηρίου)

 

Από το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, γίνεται αντιληπτό ότι κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας, μπορεί να διαταχθεί μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα, [εδάφιο 3 του άρθρου 9ΣΤ] εφόσον αξιολογηθεί πως αυτό απαιτείται για την προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.

 

Στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζεται πως η εθνική ασφάλεια κάθε κράτους παραμένει υπό την ευθύνη έκαστου κράτους[5], το οποίο έχει και  την ευθύνη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και της εσωτερικής τους ασφάλειας.[6]

 

Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες και κατ’ επέκταση ο περί Προσφύγων Νόμος, δεν ερμηνεύουν το τι συνιστά «δημόσια τάξη» και «εθνική ασφάλεια», επιτρέποντας στα κράτη να ασκήσουν ευρεία διακριτική ευχέρεια και να καθορίσουν τις περιπτώσει που κρίνουν ότι η κράτηση αιτητή είναι αναγκαία για σκοπούς εθνικής ασφάλεια και δημόσιας τάξης.

 

Επί τούτου υιοθετώ τα λεχθέντα από την αδελφή Δικαστή Μιχαηλίδου Χ. ΔΔΔΔΠ, στην απόφαση M.I.P. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αρ. προσφυγής ΔΚ 3/20, ημερομηνίας 06/02/2020:

 

«Θα πρέπει να αναφερθεί πως η Οδηγία 2013/33/ΕΕ, παρόλο που επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου στα πλαίσια του άρθρου 8 (3) (ε), δεν ερμηνεύει την έννοια «δημόσια τάξη». Η σημασία της έννοιας της δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, του σκοπού που περιλαμβάνει η διάταξη στην οποία εντάσσεται η έννοια της δημόσιας τάξης, του ιστορικού της θέσπισης της ρύθμισης αλλά (βλ. ενδεικτικά C-373/13, H.T. κατά Land Baden-Wurttemberg, ημερομηνίας 24/6/2015, σκέψεις 57, 58) και στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία δίδει ερμηνεία στην έννοια δημόσια τάξη στα πλαίσια βέβαια άλλων Οδηγιών. Η ερμηνεία που δίδεται ισχύει επίσης και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 47).

 

Κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 68, πως ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, τήρησε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του αιτούντα στην ελευθερία και των απαιτήσεων της προστασίας της δημόσιας τάξης, εφόσον βέβαια η χρήση της διάταξης αυτής γίνεται με ορθό τρόπο από τα κράτη μέλη.  Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν τα ίδια τις απαιτήσεις για την ασφάλεια του κράτους τους και να θέτουν τις ανάγκες τους προσδιορίζοντας τι μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής: «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, το κράτος έχει μεν την ευχέρεια να καθορίζει τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μια γενική πρακτική για τη διαπίστωση της απειλής της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μια συγκεκριμένη ερμηνεία για την έννοια της δημόσιας τάξης από τα κράτη μέλη, ούτε μπορούν τα κράτη μέλη να καθορίσουν συμπεριφορές που θεωρούν ότι αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, εφόσον η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση των δικών της περιστατικών, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που σκιαγραφούν το πρόσωπο του αιτητή ασύλου.»

 

Ως προς την «εθνική ασφάλεια», οι Κατευθυντήριες Οδηγίες για την κράτηση των αιτούντων άσυλο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, και συγκεκριμένα στην Κατευθυντήρια Οδηγία 4.1.3 προβλέπει αντίστοιχα πως εναπόκειται σε έκαστο κράτος να καθορίσει πότε απειλείται η εθνική του ασφάλεια:

 

«Τα κράτη μπορεί ενδεχομένως να χρειασθεί να κρατήσουν ένα άτομο που αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια. Μολονότι ο καθορισμός του τι συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια είναι πρωτίστως θέμα του κράτους, τα μέτρα που λαμβάνονται (όπως π.χ. η κράτηση) θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τα πρότυπα αυτών των Κατευθυντήριων Οδηγιών, και ιδιαίτερα με την αρχή ότι η κράτηση θα πρέπει να είναι αναγκαία, ανάλογη προς την απειλή, να μην εισάγει διακριτική μεταχείριση και να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο

 

Συνάγεται από τα πιο πάνω, ότι τα κράτη μέλη δύναται να εκτιμούν και να ορίζουν το τι συνιστά απειλή για την εθνική τους ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, ωστόσο αυτή η εκτίμηση δεν μπορεί να βασίζεται σε γενικές πρακτικές, αντιθέτως, κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα γεγονότα και τα χαρακτηριστικά του εκάστοτε αιτητή/τριας ασύλου.

 

Συνάγεται επιπλέον πως η κράτηση αιτητή/τριας διεθνούς προστασίας δύναται να δικαιολογείται για την προστασία του κράτους και του κοινού από κίνδυνο που μπορεί να θέτει η συμπεριφορά του/της αιτητή/τριας, μετά από ατομική αξιολόγηση, ο δε περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου να μην υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά εναλλακτικά μέτρα (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016).

 

Χρήσιμη αναφορά ως προς την έννοια της δημόσιας τάξης αποτελεί και η απόφαση του ΔΕΕ C‑554/13, Z. Zh. Και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«50.   Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ' εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51.     Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. [.]

 

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

           

Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».(Ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Παραπέμπω και στην απόφαση επίσης του ΔΕΕ C‑601/15 PPU, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15.2.2016 όπου στις σκέψεις 64 έως 69 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

 

«64.   Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.

 

65.     Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].

 

66.     Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ' αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

 

67.     Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ' αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

 

68.     Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

 

69.     Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.

 

70.       Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως».( ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Ερχόμενη τώρα στο επίδικο Διάταγμα Κράτησης, παρατηρώ πως η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε αποτελεί το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι αιτητής/τρια ασύλου δύναται υπό προϋποθέσεις να τίθεται υπό κράτηση «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».

 

Να υπενθυμίσω στο σημείο αυτό, κάτι που είναι άλλωστε παραδεκτό και δεν αμφισβητείται από τα μέρη, πως το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία όπως εξετάσει πέραν από τη νομιμότητα και την ορθότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία και δεδομένα.

 

Ειδικότερα επί του επίδικου διατάγματος καταγράφεται πως «απαιτείται η κράτηση του για την προστασίας της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή της ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερομηνίας 08/04/2025» η οποία δεν κοινοποιήθηκε στον Αιτητή καθότι αποτελεί «απόρρητο» έγγραφο, ωστόσο το ουσιαστικό περιεχόμενο της οποίας κοινοποιήθηκε στη συνήγορό του μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου. Από το ίδιο το Διάταγμα προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή για τους ίδιους λόγους.

 

Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως η επιλογή της κράτησης αιτητή/τριας ασύλου ως έσχατο μέτρο πρέπει να στηρίζεται σε έλεγχο αναγκαιότητας έναντι εναλλακτικών, λιγότερο περιοριστικών μέτρων, βάσει σαφούς και συγκεκριμένης αιτιολόγησης. Η αιτιολόγηση αυτή δεν μπορεί να είναι αφηρημένη· πρέπει να αποτυπώνει με σαφήνεια τόσο το νομικό έρεισμα όσο και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ανάγκη κράτησης. Η απαίτηση αυτή είναι ιδιαιτέρως αυξημένη όταν πρόκειται για διοικητικές πράξεις που συνεπάγονται στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, καθώς είναι απαραίτητο ο διοικούμενος να κατανοεί τους λόγους της κράτησης και το αρμόδιο δικαστήριο να δύναται να ελέγξει τη νομιμότητά της.

 

Ωστόσο είναι πάγια η νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Ενδεικτικά παραπέμπω στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414 και Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096 αλλά και στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου με αριθμό 189/2019 Κ.Α. Preston ν. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 10/12/2020).

   

Από το ουσιαστικό περιεχόμενο των απόρρητων εγγράφων ήτοι επιστολή ημερομηνίας 08/04/2025 της ΥΑΜ Αρχηγείου προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης καταγράφεται ότι σύμφωνα με το πρωτόκολλο ενεργειών κατά την άφιξη παράτυπων μεταναστών και αιτητών ασύλου και μετά συνέντευξη που διεξήχθη στους τρείς Σύριους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένου του Αιτητή), προκύπτει ότι αυτοί τα τελευταία χρόνια συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις ως μέλη συγκεκριμένης τρομοκρατικής οργάνωσης. Η πληροφορία αυτή προήλθε μετά από ομολογία ενός εκ των τριών κατ’ ονομαζόμενων προσώπων, ο οποίος παραδέχθηκε ότι συμμετείχε σε πολλές μάχες και ότι σκότωσε περί τα πενήντα άτομα ως μέλος της εν λόγω οργάνωσης. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στη σχετική έκθεση, η οποία επισυνάπτεται και από την οποία προκύπτει ότι τα τρία αυτά πρόσωπα, περιλαμβανομένου του Αιτητή αποτελούν πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια και ως εκ τούτου γίνεται εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στην επιστολή ημερομηνίας 07/04/2025 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) προς το Διοικητική της Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), γίνεται αναφορά στο ημερολόγιο ενεργείας που αφορά τη προσωπική συνέντευξη των τριών Σύριων, μεταξύ των οποίων και του Αιτητή, που πραγματοποιήθηκε περί τα τέλη Μαρτίου 2025 αλλά και στο σημείωμα ημερομηνίας 02/04/2025. Καταγράφονται το όνομά του, η ημερομηνία άφιξής τους στη Δημοκρατία, το γεγονός της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας και το γεγονός ότι οι τρείς μεταξύ τους πρόκειται για συγγενικά πρόσωπα. Καταγράφεται η αρχική τους δήλωση ως προς τον τρόπο άφιξής τους στη Κύπρο και τη διαδρομή που ακολούθησαν. Γίνεται επίσης αναφορά πως ένας εξ αυτών παραδέχτηκε ότι η αρχική τους κατάθεση ήταν ψευδής και προχώρησε σε πλήρη αναθεώρηση των γεγονότων σχετικά με το ταξίδι τους, αναφέροντας ότι ο ίδιος μαζί με τον Αιτητή και άλλους συγγενείς και ομοεθνείς τους εισήλθαν στη Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Λιβάνου και όχι μέσω Τουρκίας όπως αρχικά ανέφεραν, όπου τους παρέλαβε ο αδελφός του (και αδελφός του Αιτητή) τον οποίο κατονομάζει μεταφέροντας τους στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα. Σημειώνεται περαιτέρω πως μετά από έγκριση που δόθηκε από το εν λόγω πρόσωπο, πραγματοποιήθηκε έλεγχος στο τηλέφωνό του στο οποίο εντοπίστηκαν πολλές φωτογραφίες, οι οποίες επισυνάπτονται και τον παρουσιάζουν να φέρει πυροβόλα όπλα και με στολή όπου αναγράφεται συγκεκριμένη φράση που σχετίζεται με τον στρατό της Συρίας, η οποία φέρει τη σημαία συγκεκριμένης χώρας. Επιπλέον το ίδιο αυτό άτομο παραδέχτηκε ότι είχε συμμετοχή σε συγκεκριμένη ομάδα της Συρία τα τελευταία χρόνια την οποία κατονομάζει και υπολογίζει ότι έχει σκοτώσει πάνω από ένα συγκεκριμένο αριθμό ατόμων, επιβεβαιώνοντας πως και ο Αιτητής αλλά και το άλλο συγγενικό τους πρόσωπο συμμετείχαν σε μάχες για αρκετά χρόνια. Επι του εν λόγω εγγράφου γίνεται επίσης αναφορά πως το όνομα του προσώπου που τους παρέλαβε, πρόκειται για τον αδελφό του Αιτητή, διαπιστώθηκε ότι είναι καταγεγραμμένο στη λίστα απαγόρευσης εισόδου (Stop List). Πρόκειται περί αναζητούμενου προσώπου εναντίον του οποίου εκκρεμούν κλήσεις από τις αρχές της Δημοκρατίας για την τέλεση ποινικών αδικημάτων και επιπλέον πως σε επιστολή που λήφθηκε από το γραφείο τρομοκρατίας ο εν λόγω αλλοδαπός κατά την άφιξη του στην Δημοκρατία περί τα τέλη Ιανουαρίου του 2024, εντοπίστηκαν ενδείξεις για πιθανή εμπλοκή του σε εμπόλεμες συρράξεις στην Συρία και η περίπτωση του βρίσκεται ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης Υπόπτων Προσώπων του Αρχηγείου Αστυνομίας.

 

Στο έγγραφο ημερομηνίας 31.3.2025, «Ημερολόγιο Ενεργείας Αρχηγείου ΥΑΜ, επαναλαμβάνονται ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, οι δηλώσεις του ως προς τον τρόπο και τη διαδρομή άφιξης του ιδίου και των άλλων πέντε προσώπων, με τα οποία συνταξίδευε. Στο ίδιο έντυπο καταγράφονται και οι δύο εκδοχές του τρόπο άφιξής του στη Κυπριακή  Δημοκρατία, η μία εκ των οποίων αποτελεί αναθεώρηση των αρχικών δηλώσεων ενός εκ των τριών υπό κράτηση, αδελφού του Αιτητή και η επιβεβαίωση της συμμετοχής τους σε μάχες εδώ και πολλά χρόνια. Τέλος γίνεται εισήγηση όπως ενημερωθούν τα κατάλληλα τμήματα της αστυνομίας ένεκα ενδείξεων ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι επικίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας λόγω τις συμμετοχής του σε ενέργειες τρομοκρατίας.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου με την προσκομισθείσα μαρτυρία του ο Αιτητής, ως αναφέρεται πιο πάνω, υπερτονίζει την μη εμπλοκή και συμμετοχή του σε οποιαδήποτε τρομοκρατική οργάνωση, ένεκα και της κατάστασης της υγείας  του υποστηρίζοντας πως ο αδελφός του (Αιτητής στην ΔΚ 11/25 προσφυγή)  λόγω της κακής ψυχολογικής του κατάστασης κατά την ανάκριση του φοβούμενος ανέφερε ότι τόσο ο ίδιος αλλά και ο Αιτητής και ο ξαδελφός του (Αιτητής στην ΔΚ 10/25 προσφυγή) συμμετείχαν στη οργάνωση Hayiat Tahrir Al Sham (HTS), ενώ παραδέχεται την για κάποια περίοδο συμμετοχή του αδελφού του στην Faylaq Al Sham για βιοποριστικούς λόγους που σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για τρομοκρατική οργάνωση. 

 

Αποτελεί θέση της κ,. Χαραλαμπίδου πως οι Καθ’ ων η αίτηση οφείλαν να προβούν σε εξατομικευμένη αξιολόγηση των ενώπιον τους στοιχείων εφόσον κανένα στοιχείο, πλην του αναφερόμενου, συνδέει τον Αιτητή με οποιαδήποτε οργάνωση και δη τρομοκρατική ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τονίζει μάλιστα πως ούτε από το Τεκμήριο Γ, συνέντευξη ημερομηνίας 09/04/2025 διαφαίνεται οποιαδήποτε εμπλοκή του σε τρομοκρατική ή άλλη οργάνωση. 

 

Θεωρώ χρήσιμη την παροχή πληροφοριών σχετικά με την οργάνωση Faylaq al Sham στην οποία υπάρχει από τον ίδιο τον Αιτητή παραδοχή ότι ο αδελφός του για κάποια περίοδο συμμετείχε, αρνούμενος ωστόσο για τη παραδεχόμενη από τον αδελφό του συμμετοχή όλων στην ΗΤS.

 

Ενόψει της πρόσφατης απόφασης της αδελφής Δικαστή Κ. Κλεάνθους στην προσφυγή ΔΚ 10/25 (πιο πάνω) αντλώ σχετικές πληροφορίες από το ίδιο το κείμενο της εν λόγω απόφασης όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

          «49.   Σύμφωνα με έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η οργάνωση στην οποία κατά τη δήλωσή του συμμετέχει ο Αιτητής, Faylaq al-Sham, και ειδικότερα, σύμφωνα με άρθρο της διαδικτυακής εφημερίδας "Barron's" η Faylaq al-Sham είναι μια από τις κύριες συριακές αντάρτικες ομάδες που υποστηρίζονται από την Τουρκία και δέχθηκε σοβαρά πλήγματα από ρωσικές αεροπορικές επιδρομές. Ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2014, συνενώνοντας διάφορες ισλαμιστικές ομάδες που δρούσαν στη βόρεια και κεντρική Συρία, καθώς και κοντά στη Δαμασκό.

 

50.     Η ομάδα θεωρείται στενά συνδεδεμένη με το συριακό τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (Muslim Brotherhood), ενώ έχει πολεμήσει τόσο μαζί με τζιχαντιστικές οργανώσεις, όσο και εναντίον άλλων. Στη βορειοδυτική Συρία, ήταν μέρος της συμμαχίας που ονομαζόταν Jaish al-Fatah, μαζί με τζιχαντιστές από το τότε παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, οι οποίοι κατέλαβαν την επαρχία Ιντλίμπ το καλοκαίρι του 2015. Έχει χιλιάδες μαχητές στη βόρεια Συρία, κυρίως σε περιοχές υπό τουρκικό έλεγχο (π.χ. Afrin, Azaz) και έχει συμμετάσχει σε τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις από το 2016, ιδιαίτερα εναντίον Κούρδων μαχητών. Η ομάδα, επίσης, αποτελεί πηγή μισθοφόρων που η Τουρκία στέλνει σε ξένες συγκρούσεις.

 

51.     Σημειώνεται ότι η ρωσική αεροπορία, σύμμαχος του συριακού καθεστώτος, έχει χτυπήσει την Faylaq al-Sham σε πολλές περιπτώσεις, με τις αεροπορικές επιδρομές να προκαλούν πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Αυτές οι επιθέσεις θεωρούνται και μήνυμα προς την Τουρκία για τη χρήση αυτών των αντάρτικων ομάδων σε περιοχές όπου δραστηριοποιείται η Ρωσία. Η Faylaq al-Sham παραμένει μία από τις πιο σημαντικές και ενεργές ομάδες της συριακής ένοπλης αντιπολίτευσης και συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις που προωθούν Τουρκία, Ρωσία και Ιράν.[4]

 

52.     Με βάση έρευνα του ερευνητικού και εκπαιδευτικού κέντρου Alma η προαναφερθείσα ομάδα ανήκει υπό της ευρύτερης οργάνωσης ομάδων "National Front for Liberation", ήτοι το Εθνικό Μέτωπο για την Ελευθερία, η οποία υπάγεται υπό Ελεύθερο Συριακό Στρατό (Free Syrian Army), ο οποίος με τη σειρά του υπάγεται στον Εθνικό Συριακό Στρατό (Syrian National Army).[5] Σύμφωνα με την ίδια πηγή ο Συριακός Εθνικός Στρατός (SNA) λειτουργεί ως ομπρέλα που καλύπτει δεκάδες αντάρτικες ομάδες στη βόρεια Συρία, οι οποίες υποστηρίζονται και επηρεάζονται από την προσωρινή κυβέρνηση της Συρίας και από την Τουρκία.[6] Η συμμαχία αυτή ελέγχει περιοχές κοντά στα τουρκικά σύνορα και εκτιμάται ότι αριθμεί αρκετές δεκάδες χιλιάδες μαχητές.[7] Η υποστήριξη της Τουρκίας προς τον Συριακό Εθνικό Στρατό περιλαμβάνει όχι μόνο πολιτική και οικονομική βοήθεια, αλλά και εκπαίδευση, οπλισμό, εφοδιασμό, και ανταλλαγή πληροφοριών.[8] Επιπλέον, μερικές δυνάμεις του έχουν εμπλακεί σε επιχειρήσεις κατά Κούρδων στο Χαλέπι, σε εφαρμογή των τουρκικών οδηγιών, αναγκάζοντας πολλούς Κούρδους να εγκαταλείψουν την περιοχή.[9]

 

53.     Η ομάδα Faylaq al-Sham δεν περιλαμβάνεται στη λίστα με τις αναγνωρισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α.[10] Η Faylaq al-Sham χαρακτηρίζεται ως αντάρτικη ομάδα, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, και από το BBC.[11]»

 

Παρά τις πιο πάνω πληροφορίες, δεν μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι ο αδελφός του Αιτητή με τον οποίο ο τελευταίος έφτασε στην Κύπρο, παραδέχθηκε τη συμμετοχή τόσο του ιδίου όσο και του Αιτητή και του ξαδέλφου τους στην οργάνωση Hayiat Tahrir Al Sham (HTS) η οποία σύμφωνα με έρευνα του αδελφού Δικαστή κ. Α. Χριστοφόρου στην προσφυγή ΔΚ 11/25 (πιο πάνω) την οποία υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας πρόκειται για τρομοκρατική αναγνωρισμένη οργάνωση. Επιπλέον η δήλωση του Αιτητή ότι λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων του αδελφού του και του φόβου του να παραμείνει μόνος τους υπό κράτηση, ισχυρίστηκε ότι όλοι τους (τρεις στο σύνολο περιλαμβανομένου του Αιτητή) συμμετείχαν στην εν λόγω οργάνωση δεν με ικανοποιεί και σε κάθε περίπτωση δεν καθίσταται ευλογοφανές ενόψει και των φωτογραφιών που εντοπίστηκαν στο τηλέφωνο του αδελφού για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω, μαρτυρία η οποία συνεκτιμάται με τα λοιπά στοιχεία που έχω ενώπιον μου.

 

Παραπέμπω σε σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Χριστοφόρου στην προσφυγή ΔΚ 11/25:       

 

«Η οργάνωση Hay'at Tahrir al-Sham (HTS - γνωστή ως Organization for the Liberation of Levant - Οργάνωση για την απελευθέρωση Λεβάντε) είχε ως πρωταρχικό στόχο την ανατροπή του καθεστώτος του προέδρου Άσαντ στη Συρία και τη δημιουργία ισλαμικού κράτους, υπό τον νόμο της Σαρία.[6] Αποτελεί συνέχεια της οργάνωσης Jabhat al-Nusra, και μιας ομάδας συμμαχικών μεταξύ τους παρατάξεων, περιλαμβανομένων των Jabhat Fateh al-Sham, Liwa al-Haqq, Jabhat Ansar al-Din και Jaysh al-Sunna. H Jabhat al-Nusra σχηματίστηκε το 2012 από το ISIL (ISIS), από το οποίο αποσχίστηκε ένα χρόνο αργότερα και δήλωσε πίστη στην Al-Qaeda, στη συνέχει διέκοψε τους δεσμούς της μ' αυτήν και ακολούθως ενώθηκε με άλλες παρατάξεις για να μετονομαστεί σε HTS το 2017. Εκτιμάται ότι διαθέτει έως και 30.000 μαχητές, ελέγχει την περιοχή Idlib. Έχει επίσης τον οικονομικό έλεγχο σε εκτάσεις γης και πόρους, περιλαμβανομένου πετρελαίου, το οποίο αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων γι' αυτήν, όπως και το συνοριακό πέρασμα Bab al-Hawa με την Τουρκία.[7] Περιλαμβάνεται στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις 30/05/13, των Ηνωμένων Εθνών από τις 14/05/14 και των ΗΠΑ από τις 15/05/14.[8]

 

Μέλη της Hay'at Tahrir al-Sham έχουν εμπλακεί σε εξωδικαστικές εκτελέσεις, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις αμάχων, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, κατασχέσεις περιουσιών, παρενοχλήσεις και εκφοβισμοί κατά των γυναικών και προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από την Al-Qaeda και να παρουσιαστεί ως μια νόμιμη πολιτική αρχή.[9] Είναι σύμμαχος με National Liberation Front (NFL-Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και μαζί με άλλες παρατάξεις σχημάτισε το Military Operations Administration (MOA), το οποίο, μετά την ανωτέρω επιχείρηση και την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ έγινε η κύρια στρατιωτική δύναμη και ανακοίνωσε τη διάλυση των στρατιωτικών παρατάξεων και την ενσωμάτωση τους στο Υπουργείο Άμυνας.  Από τον Ιανουάριο του 2025 έχει τον έλεγχο πάνω από το 60% του συριακού εδάφους. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, υπήρξαν αρκετές αναφορές για καταχρήσεις που διαπράχθηκαν από τις δυνάμεις του HTS κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων ασφαλείας σε αλαουιτικές περιοχές,  άτομα που σκοτώθηκαν σε επιδρομές και κρατούμενοι που κρατούνταν σε απομόνωση. Ομάδες ξένων μαχητών υπό το MOA καθώς και οι επίλεκτες δυνάμεις του HTS «Red Βands» κατηγορήθηκαν για τη διάπραξη παραβιάσεων, όπως παρενοχλήσεις και εκφοβισμούς και σε λίγες περιπτώσεις δολοφονίες.[10] Η HTS ανακοίνωσε ότι θα διαλυθεί ως ένοπλη ομάδα και θα ενσωματωθεί στις ένοπλες δυνάμεις.[11]».

 

Παράλληλα δεν μπορεί να αγνοηθεί και λαμβάνεται υπόψη ως επιπλέον στοιχείο το γεγονός ότι ο Αιτητής μαζί με τους άλλους δύο συγγενείς του (αδελφό και ξάδελφο) με την είσοδο του στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου παραλήφθηκε από τον μικρότερο αδελφό του ο οποίος βρίσκεται προ καιρού στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου ωστόσο σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα αναζητείται για την τέλεση αδικημάτων και βρίσκεται επίσης στο stop list με παράλληλη εκκρεμότητα την αξιολόγηση της εμπλοκής του σε εμπόλεμες συρράξεις στη Συρία.

 

Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ως προς την ανάμιξη του Αιτητή σε τρομοκρατική οργάνωση. Επιπλέον η σχέση του με τον αδελφό του για τον οποίο ο ίδιος ο Αιτητής παραδέχτηκε την συμμετοχή του στην Faylaq Al Sham όσο και του μικρότερου αδελφού του ο οποίος εξετάζεται για εμπλοκή σε εμπόλεμες συρράξεις,  αναζητείται δε από τις αρχές της χώρας μας για διάπραξη αδικημάτων, δικαιολογούν κατά τη κρίση μου τη κράτηση του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) για λόγους δημοσίας τάξεως και ασφάλειας.

 

Εξετάζοντας την αιτούμενη θεραπεία Γ της αίτησης ακυρώσεως, περί επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων θεωρώ χρήσιμη την παραπομπή στην απόφαση του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Στην βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και σε συνάρτηση με τα όσο αναφέρθηκαν πιο πάνω, θεωρώ απόλυτα εύλογο να μην εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, εφόσον είναι εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτηση του Αιτητή, ενόψει της σοβαρότητας των περιστάσεων του Αιτητή όπως αναλύθηκαν πιο πάνω. Η απουσία μόνιμων δεσμών με τη Δημοκρατία, καθιστούν αμφίβολη την περαιτέρω συμμόρφωση του Αιτητή με τυχόν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και καθιστούν αντίθετα πιο προφανή τον κίνδυνο διαφυγής του. Οφείλω να αναφέρω ότι δεν νοείται δεσμός με τη Δημοκρατία η παρουσία του αναζητούμενου από τις αρχές αδελφού του για διάπραξη ποινικών αδικημάτων.

 

Δεν συντρέχουν, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις που να καθιστούν το μέτρο της κράτησης ακατάλληλο ή δυσανάλογο. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η κράτηση αποτελεί το αναγκαίο και ανάλογο μέτρο και δε θα μπορούσαν να διαταχθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός απομάκρυνσης/επιστροφής του Αιτητή σε περίπτωση απορριπτικής απόφασης επί της προσφυγής που άσκησε.

 

Κατά συνέπεια απορρίπτεται και η αιτούμενη θεραπεία Γ της αίτησης ακυρώσεως.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παράβασης του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ,  παραπέμπω στην πολύ πρόσφατα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ali Hajali ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αν Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Αρ. 15/20 ημερομηνίας 16/09/2025 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά τα οποία απαντούν και στο εδώ επιχείρημα:

 

«Αντικείμενο του τελευταίου λόγου έφεσης είναι το Άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο εφεσείοντας προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη συμβατότητα της κράτησης του, υπό το φως του πιο πάνω άρθρου. Πέραν των όσων καταγράφουμε ανωτέρω, προσθέτουμε τα ακόλουθα:

 

Το άρθρο 5.1 της Σύμβασης, διαφυλάττει ένα από τα πλέον ουσιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ήτοι τη διασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας του πολίτη από αυθαίρετες παρεμβάσεις του κράτους. Οι υποπαραγράφοι (α) μέχρι (στ), (στο αγγλικό κείμενο είναι (α) μέχρι (f)), περιέχουν τις περιπτώσεις, κάτω από τις οποίες είναι επιτρεπτή η αποστέρηση της ελευθερίας του ατόμου. Μια από τις εξαιρέσεις, συγκεκριμένα η υποπαράγραφος (στ) αφορά τη μετανάστευση, που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Παραθέτουμε το Άρθρο 5 της Σύμβασης, παράγραφο (στ), ((f) στο αγγλικό κείμενο), αυτούσιο:

 

«1. Everyone has the right to liberty and security of person. No one shall be deprived of his liberty save in the following cases and in accordance with a procedure prescribed by law:

 

[.]

 

(f)    the lawful arrest or detention of a person to prevent his effecting an unauthorized entry into the country or of a person against whom action is being taken with a view to deportation or extradition.»

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε, μέσα από τη νομολογία του, ότι το άρθρο 5.1 (στ) της Σύμβασης, επιτρέπει στα κράτη να ελέγχουν την ελευθερία των αλλοδαπών στο πλαίσιο της μετανάστευσης, νοουμένου ότι η κράτηση δεν είναι αυθαίρετη και εδράζεται σε νόμο. Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση του, Khlaifia and Others v. Italy, No.16483/12, 15.12.2016. Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα:

 

«(a) Principles established in the Court's case-law

 

88. The Court reiterates that Article 5 enshrines a fundamental human right, namely the protection of the individual against arbitrary interference by the State with his or her right to liberty. Sub-paragraphs (a) to (f) of Article 5 § 1 contain an exhaustive list of permissible grounds on which persons may be deprived of their liberty and no deprivation of liberty will be lawful unless it falls within one of those grounds. Moreover, only a narrow interpretation of those exceptions is consistent with the aim of that provision, namely to ensure that no one is arbitrarily deprived of his or her liberty (see, among many other authorities, Giulia Manzoni v. Italy, 1 July 1997, § 25, Reports 1997-IV; Labita v. Italy [GC], no. 26772/95, § 170, 38 KHLAIFIA AND OTHERS v. ITALY JUDGMENT ECHR 2000-IV; Velinov v. the former Yugoslav Republic of Macedonia, no. 16880/08, § 49, 19 September 2013; and Blokhin, cited above, § 166).

 

89. One of the exceptions, contained in sub-paragraph (f) of Article 5 § 1, permits the State to control the liberty of aliens in an immigration context (see Saadi v. the United Kingdom [GC], no. 13229/03, § 43, ECHR 2008; A. and Others v. the United Kingdom [GC], no. 3455/05, §§ 162-163, ECHR 2009; and Abdolkhani and Karimnia, cited above, § 128). 90. Article 5 § 1 (f) does not require the detention to be reasonably considered necessary, for example to prevent the individual from committing an offence or fleeing. However, any deprivation of liberty under the second limb of Article 5 § 1 (f) will be justified only as long as deportation or extradition proceedings are in progress. If such proceedings are not prosecuted with "due diligence", the detention will cease to be permissible under Article 5 § 1 (f) (see A. and Others v. the United Kingdom, cited above, § 164). 91. The deprivation of liberty must also be "lawful". Where the "lawfulness" of detention is in issue, including the question whether "a procedure prescribed by law" has been followed, the Convention refers essentially to national law and lays down the obligation to conform to the substantive and procedural rules of that law, but it requires in addition that any deprivation of liberty should be in keeping with the purpose of Article 5, namely to protect the individual from arbitrariness (see Herczegfalvy v. Austria, 24 September 1992, § 63, Series A no. 244; Stanev, cited above, § 143; Del Río Prada v. Spain [GC], no. 42750/09, § 125, ECHR 2013; and L.M. v. Slovenia, no. 32863/05, § 121, 12 June 2014). In laying down that any deprivation of liberty must be effected "in accordance with a procedure prescribed by law", Article 5 § 1 primarily requires any arrest or detention to have a legal basis in domestic law. However, these words do not merely refer back to domestic law. They also relate to the quality of the law, requiring it to be compatible with the rule of law, a concept inherent in all Articles of the Convention (see Amuur, cited above, § 50, and Abdolkhani and Karimnia, cited above, § 130). 92. On this last point, the Court stresses that where deprivation of liberty is concerned it is particularly important that the general principle of legal certainty be satisfied. It is therefore essential that the conditions for deprivation of liberty under domestic law be clearly defined and that the law itself be foreseeable in its application, so that it meets the standard of "lawfulness" set by the Convention, a standard which requires that all law be sufficiently precise to allow the person - if need be, with appropriate advice - to foresee, to a degree that is reasonable in the circumstances, the consequences which a given action may entail (see Baranowski v. Poland, no. 28358/95, §§ 50-52, ECHR 2000-III; Steel and Others v. the United Kingdom, 23 September 1998, § 54, Reports 1998-VII; Ječius v. Lithuania, KHLAIFIA AND OTHERS v. ITALY JUDGMENT 39 no. 34578/97, § 56, ECHR 2000-IX; Paladi v. Moldova [GC], no. 39806/05, § 74, 10 March 2009; and Mooren v. Germany [GC], no. 11364/03, § 76 ...»

 

Ο εφεσείοντας, στην υπό κρίση υπόθεση, παραπονείται ότι το Δικαστήριο εξέτασε, «... μόνο το θέμα της συμβατότητας του άρθρου 8(3) της Οδηγίας 2023/33/ΕΕ με το άρθρο της ΕΣΔΑ και όχι το λόγο ακύρωσης που αφορά την παραβίαση του ιδίου του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ».

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το Δικαστήριο εξέτασε τους ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί εκ μέρους του και επανέλαβε τις αρχές που αποφασίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις οποίες παραθέτουμε ανωτέρω, ήτοι ότι η κράτηση δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και πρέπει να εδράζεται σε νόμο. Αποφάσισε, μεταξύ άλλων, υιοθετώντας τις αρχές που αποφασίστηκαν στην υπόθεση C-601/15 (ανωτέρω) ότι το άρθρο 8(3) της Οδηγίας δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5.1 (στ) της Σύμβασης.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:

 

«77.  Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Πλην όμως, ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείo εʹ, της οδηγίας 2013/33, δεν παραβίασε το επίπεδο της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, δεύτερη περίοδος, της ΕΣΔΑ.»

 

Στην ίδια απόφαση, ήτοι τη C-601/15 (ανωτέρω), σκέψη 79, διευκρινίστηκε, σε σχέση με την πρόνοια του εν λόγω άρθρου που αφορά την απέλαση, ότι, « ... η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας ασύλου δεν συνεπάγεται αυτή καθ' εαυτήν ότι η κράτηση δεν γίνεται «ενόψει απελάσεως», δεδομένου ότι η ενδεχόμενη απόρριψη της αιτήσεως ασύλου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεση των μέτρων απομακρύνσεως που έχουν ήδη ληφθεί (ΕΔΔΑ, προπαρατεθείσα απόφαση Nabil κ.λπ. κατά Ουγγαρίας, §38)». Υπενθυμίζουμε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση εκκρεμούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, διαδικασία ασύλου.

 

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση Saadi v. The United Kingdom [GC], no.13229/03, ECHR 2008. Καταγράφουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά,σκέψη 65:

 

«65. On this point, the Grand Chamber agrees with the Court of Appeal, the House of Lords and the Chamber that, until a State has "authorised" entry to the country, any entry is "unauthorised" and the detention of a person who wishes to effect entry and who needs but does not yet have authorisation to do so can be, without any distortion of language, to "prevent his effecting an unauthorised entry". It does not accept that as soon as an asylum-seeker has surrendered himself to the immigration authorities, he is seeking to effect an "authorised" entry, with the result that detention cannot be justified under the first limb of Article 5 § 1 (f). To interpret the first limb of Article 5 § 1 (f) as permitting detention only of a person who is shown to be trying to evade entry restrictions would be to place too narrow a construction on the terms of the provision and on the power of the State to exercise its undeniable right of control referred to above. Such an interpretation would, moreover, be inconsistent with Conclusion no. 44 of the Executive Committee of the United Nations High Commissioner for Refugees' Programme, the UNHCR's Guidelines and the Committee of Ministers' Recommendation (see paragraphs 34-35 and 37 above), all of which envisage the detention of asylum-seekers in certain circumstances, for example while identity checks are taking place or when elements on which the asylum claim is based have to be determined.»

 

Στην σκέψη 66, της ίδιας απόφασης, την οποία καταγράφουμε αμέσως μετά, τονίζεται αυτό που προαναφέραμε, ήτοι ότι η κράτηση δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη:

 

«66. While holding, however, that the first limb of Article 5 § 1 (f) permits the detention of an asylum-seeker or other immigrant prior to the State's grant of authorisation to enter, the Court emphasises that such detention must be compatible with the overall purpose of Article 5, which is to safeguard the right to liberty and ensure that no one should be dispossessed of his or her liberty in an arbitrary fashion.»

 

Στη Suso Musa v. Malta, no. 42337/12, §§ 97-99, 23.07.2013 το ΕΔΑΑ πρόσθεσε, επί του συγκεκριμένου θέματος, ότι η πιο πάνω αρχή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος επιτρέπει στον αιτητή πολιτικού ασύλου να εισέλθει και να παραμείνει στη χώρα, κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης του, όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση.

 

Οι πιο πάνω  αρχές υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση Β.Α. v. Cyprus, no. 24607/2020, 2.10.2024, σκέψεις 55 και 56, τις παραθέτουμε αυτούσιες:

 

«55. In interpreting the meaning of the first limb of Article 5 §1 (f) for the first time in the case of Saadi (cited above, § 65) the Court considered that until a State had "authorised" entry into the country, any entry was "unauthorised" and the detention of a person who wished to effect entry and who needed but did not yet have authorisation to do so, could be ordered, without any distortion of language, to "prevent his effecting an unauthorised entry". The Court has never accepted that as soon as an asylum-seeker surrenders himself or herself to the immigration authorities, he or she is seeking to effect an "authorised" entry, with the result that detention cannot be justified under the first limb of Article 5§1(f). To interpret the first limb of Article 5 § 1 (f) as permitting detention only of a person who has been shown to be trying to evade entry restrictions would be to place too narrow a construction on the terms of the provision and on the power of the State to exercise its undeniable right of control of entry into and residence in the country. Such an interpretation would, moreover, be inconsistent with Conclusion no. 44 of the Executive Committee of the United Nations High Commissioner for Refugees' (UNCHR) Programme, the UNHCR's Guidelines and Recommendation Rec (2003)5 of 16 April 2003 of the Committee of Ministers of the Council of Europe on measures of detention of asylum-seekers (ibid., §§ 34-35, 37 and 65). In Saadi, national law provided that a person be granted temporary admission pending a decision to give or refuse that person leave to enter; a person granted such temporary admission was excluded from the rights available to those granted leave to enter, in particular the right to seek an extension of leave to remain, but was nonetheless "lawfully present" in the United Kingdom for the purposes of social security entitlement (ibid., § 21). Such temporary admission was not regarded by the Court as precluding the prospect of an "unauthorised entry to the country" within the meaning of Article 5 § 1 (f).

 

56. In Suso Musa v. Malta (no. 42337/12, §§ 97-99, 23 July 2013) the Court reiterated the principles set out in Saadi and noted, in addition, that where a State had gone beyond its obligations and enacted legislation explicitly authorizing the entry or stay of asylum-seekers, any ensuing detention for the purpose of preventing an unauthorized entry might raise an issue under Article 5 § 1 (f). Emphasizing that it was not for the Court to interpret the intention of the legislature one way or another, it considered that a legal provision that allowed asylum-seekers to enter or remain in Malta pending a final decision on their application did not necessarily require that an individual be granted formal authorization to stay or to enter the territory, as it might well be that the provision in question was simply intended to reflect international standards to the effect that an asylum-seeker could not be expelled pending the assessment of an asylum claim. The Court held that the question as to when the first limb of Article 5 § 1 (f) ceased to apply, because the individual had been granted formal authorization to enter or stay, was largely dependent on national law (ibid., § 97 in fine). Despite being faced with some conflicting interpretations in that particular case, the Court was ready to accept that the applicant's detention had had a sufficiently clear legal basis and fell under the first limb of Article 5 § 1 (f).»

 

Εκ μέρους του εφεσείοντα προβλήθηκε η θέση ότι το ΕΔΑΔ, στην πιο πάνω υπόθεση, ήτοι στη Β.Α. ν. Cyprus, αποφάνθηκε ότι η κράτηση αιτητή πολιτικού ασύλου, ενώ εκκρεμεί η αξιολόγηση της αίτησης του,«... δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιοδήποτε από τους λόγους με βάση τους οποίους επιτρέπεται η κράτηση υπό το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, που είναι οι εξαντλητικά καθορισμένοι λόγοι στο εδάφιο 1, του Άρθρου 5». Η πιο πάνω θέση δεν αντικατοπτρίζει το ratio decidendi της εν λόγω απόφασης, καταρρίπτεται δε από τα όσα καταγράφονται στις σκέψεις 55 και 56, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο κείμενο της απόφασης. Το ΕΔΑΔ στην απόφασή του επανέλαβε, ότι η κράτηση ενός ατόμου δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και παρατήρησε, μετά από εξέταση των στοιχείων που τέθηκαν, ότι στην ενώπιον του περίπτωση, δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι η κράτηση του αιτητή συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με το αποτέλεσμα της αίτησης του για χορήγηση πολιτικού ασύλου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τις σκέψεις 63 και 64:

 

«63.   Therefore, even though there was a legal basis in domestic law for the applicant's detention, namely section 9ΣΤ(2)(ε) of the Refugee Law, his detention was based solely on national security grounds. It was not argued that these grounds involved the assessment of the applicant's background, which might well have been necessary to determine his asylum claim and his potential exclusion from international protection. Rather, those grounds appear to have been cited and applied more generally, as a general preventive or protective mechanism. In their observations, the Government submitted that the purpose pursued by the authorities had been specifically to protect national security and that the applicant had been placed in detention precisely because he had been regarded as dangerous for the security of the Republic of Cyprus (see paragraph 52 above). The decisions resulting from the internal reviews of the applicant's detention merely cited the existence of a risk and threat to national security as a reason for his continued detention (see paragraphs 25 and 34 above). The Supreme Court reviewing the lawfulness of the applicant's detention on appeal clarified that the lawfulness of the applicant's detention as an asylum-seeker had to be examined with due regard to the protection of national security, which had been the reason adduced for his detention (see paragraph 18 above). The threat to national security was therefore repeatedly cited as a stand-alone ground for the applicant's detention. The Court does not discern from the documents available to it, or from the Government's observations, that the applicant's detention on national security grounds was necessarily linked to the outcome of the asylum application or to the examination of his right to stay in the country. Accordingly, the applicant's detention on the sole basis of the need to protect national security cannot be considered to have been closely connected with the aim of preventing unauthorised entry.

 

64. In view of the above considerations, the Court finds that in the particular circumstances of the present case there was not a sufficiently close connection between the ground relied on to justify detention and the prevention of unauthorised entry.»

 

(Η υπογράμμιση του κειμένου είναι δική μας )

 

Καταλήγουμε ότι η εισήγηση που προβάλλεται με το λόγο έφεσης 5, δεν μπορεί να γίνει δεκτή».

 

Τα πιο πάνω υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας και ως εκ τούτου απορρίπτεται ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του Αιτητή, εφόσον .

  

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.  Ενόψει της προσφυγής του Αιτητή στο Δικαστήριο δυνάμει διατάγματος νομικής αρωγής, τα έξοδα της δικηγόρου του Αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής. 

  

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ, Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Ο περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμος του 2005 (Ν. 163(I)/2005)

 

[2] Α.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης, ΔΚ 10/25 ημερομηνίας 28/05/2025 και Μ.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. Υφυπουργείο Ματανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας και 2.  Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης, ΔΚ 11/25, ημερομηνίλας 27/06/2025

[3] Άρθρο 9Στ (6)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου

[4] Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,  της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία

[5] Άρθρο 4(2) Συνθήκη της ευρωπαϊκής Ένωσης

[6] Αρθρο 72 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο