A.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ113/2024, 29/9/2025
print
Τίτλος:
A.C. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ113/2024, 29/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  Τ113/2024

29 Σεπτεμβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.C.

από Σιέρρα Λεόνε

                                     Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Τζ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης και Πιερίδης 

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Θ. Παπανικολάου (κα) για Μ. Αμπελώμος (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Η Αιτήτρια παρούσα 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 19.12.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί[1] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από το σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»), διαφαίνονται τα ακόλουθα: 

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Σιέρρα Λεόνε, την οποίαν εγκατέλειψε στις 29.10.2020 και εισήλθε, στις 15.03.2021, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 18.04.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και αφού παρέστη σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η αίτησή της εξετάστηκε επι της ουσίας και απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 14.03.2022. Την απόφαση αυτή η Αιτήτρια αμφισβήτησε μέσω προσφυγής στο παρόν Δικαστήριο η οποία και απορρίφθηκε με σχετική απόφαση στις 06.10.2023. Στη συνέχεια η Αιτήτρια καταχώρισε στις 13.12.2023 την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτηση η οποία εξετάστηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 15.12.2023 ετοιμάστηκε σημείωμα - εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Στις 19.12.2023 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί η Αιτήτρια μέσω της υπό εξέταση προσφυγής της.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με την προσφυγή της η Αιτήτρια, διά των συνηγόρων της επιζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ως άκυρης και/ή παράνομης και/ή αντισυνταγματικής και/ή ως στερημένης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο της η Αιτήτρια καταγράφει πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, η Αιτήτρια δια μέσω του συνηγόρου της, ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε με τη μεταγενέστερη αίτησή της, δεν εξετάστηκαν από τους Καθ' ων η αίτηση, γεγονός που προσδίδει βάση στους ισχυρισμούς της.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, υποστήριξε ότι η ίδια προσκόμισε συμπληρωματικά στοιχεία με τη μεταγενέστερη αίτησή της (φωτογραφίες και επιστολές), παραπέμποντας στα ερυθρά 138 και 139, επισημαίνοντας ότι, παρόλο που τα στοιχεία αυτά φέρουν προγενέστερη χρονολόγηση, η Αιτήτρια τα έλαβε πρόσφατα στην κατοχή της. Σε επισήμανση του Δικαστηρίου ότι τα έγγραφα αυτά φέρουν χρονολογίες 2020-2022 και ότι συνεπώς η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να τα προσκομίσει σε προγενέστερο χρόνο, ο κ. Μπετίτο υποστήριξε ότι η Αιτήτρια αγνοούσε πως όφειλε να τα προσκομίσει τότε, γεγονός που αντιλήφθηκε μεταγενέστερα, επικαλούμενος στο τέλος τη δέουσα έρευνα.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Εξετάζοντας  την  ουσία  της  υπόθεσης  σε συνάρτηση  και  με το λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας τον οποίον η Αιτήτρια προώθησε, δια του συνηγόρου της, κατά την ακροαματική διαδικασία, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας  για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[2], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[3]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β)  του  άρθρου  16Δ  του  περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν  τα  ακόλουθα  (- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά την λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό της ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:

 

(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας  και 

 

(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[4].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσον πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen and Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα της Αιτήτριας για επανεξέταση της υπόθεσής της.

 

Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι κατά την υποβολή της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησής της και εξηγώντας τους λόγους υποβολής της, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι η οικογένειά της ανήκει σε μια παραδοσιακή κοινωνία, στην οποία η διαδοχή καθορίζεται μέσω πνευματικών διαδικασιών. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, τα πνεύματα την όρισαν ως διάδοχο. Η άρνησή της να αποδεχθεί τον ρόλο αυτό την έθεσε σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή της.

 

Στο σημείο 8 του εντύπου της υποβληθείσας μεταγενέστερής αίτησής της, η Αιτήτρια κατέγραψε συγκεκριμένα τα ακόλουθα (-μεταφέρονται αυτολεξεί ως καταγράφονται στην αίτηση της Αιτήτριας -βλ. ερ. 141 του δ.φ.):

 

   « - The first evidence a letter for the secret society requesting for my prences

-      My refusal to appear made them to send another letter with life threating words

-      There are videos that shows the cutting of citros which is all about the secrete society»

 

Περαιτέρω, με την μεταγενέστερη αίτηση της, η Αιτήτρια παραθέτει σειρά εγγράφων τα οποία υποστηρίζουν, κατά την θέση της, το αίτημά της, καταγράφοντας αυτά ως ακολούθως στο σημείο 9 της αίτησής της (βλ. ερ. 141 του δ.φ.) :

 

1.   First letter from the Head of Sowae (Society)

2.   Second letter to my husband with life threating

3.   Cutting of clitros (FGM) videos

4.   The country is not peaceful everyday killing 

 

Τέλος, στο σημείο 10, του εντύπου της υποβληθείσας μεταγενέστερής αίτησής της (βλ. ερ. 141), όπου ζητείτο η καταγραφή του χρόνου και του τρόπου απόκτησης των εγγράφων και ο λόγος μη υποβολής τους σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, η Αιτήτρια δεν καταγράφει κάτι.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο του παραδεκτού, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 115-109 του δ.φ.) ότι η αίτησή του θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τους ακόλουθους λόγους: «η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Ειδικότερα, κατά την μεταγενέστερη αίτηση της ισχυρίστηκε πως κινδυνεύει από μυστική κοινωνία λόγω άρνησης της να αναλάβει ως διάδοχος της θέσης της γιαγιάς της. Κατά τη διάρκεια της αρχικής αίτησης της, ανέφερε ότι η οικογένεια της ανήκει στη μυστική κοινωνία Bondo και τα μέλη της την κυνηγούν γιατί αρνήθηκε να πάρει την θέση της γιαγιάς της. Κατά την συνέντευξη της ανέφερε πως η ζωή της ήταν σε κίνδυνο αφού η Bondo την πλησίασε στην κηδεία της γιαγιάς της και της είπαν να[5] Οι ισχυρισμοί της εξετάστηκαν κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν. Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτηση της, δεν αποτελούν νέα στοιχεία».

 

Ακολούθως, ο Λειτουργός ασύλου καταγράφει ότι η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε στα εν λόγω στοιχεία σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ενώ αυτά προϋπήρχαν και προχώρησε σε χρονολογική παράθεση των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας. Επισήμανε συγκεκριμένα ότι, αναφορικά με τα δύο γράμματα τα οποία προσκόμισε η Αιτήτρια, και φέρουν ημερομηνίες 15.11.2020 και 15.11.2022 αντίστοιχα, αυτά προϋπήρχαν των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και μετέπειτα της αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Επομένως λόγω της δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Επισημαίνει περαιτέρω ο Λειτουργός, ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Στην βάση των πιο πάνω επισημάνσεων, η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο, προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί της σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.

 

Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική της αίτηση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, λόγω του ότι η ζωή της βρισκόταν σε κατάσταση σοβαρής απειλής. Η γιαγιά της και οι θείες της συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία μύησης μέσω της πρακτικής του FGM (Female Genital Mutilation). Στις 04.02.2020, η γιαγιά της – η οποία διατηρούσε τον ρόλο της επικεφαλής στην παραδοσιακή κοινότητα Bondo – απεβίωσε. Μετά τον θάνατό της, της ασκήθηκε έντονη πίεση να αναλάβει τη θέση της ως αρχηγός και να ενταχθεί πλήρως στην οργάνωση. Εάν αρνιόταν να συμμορφωθεί, ο «δαίμονας» που θεωρείται υπεύθυνος θα της έπαιρνε τη ζωή ("If I refuse, the demon in charge will take my life"). Έκτοτε, άρχισε να εμφανίζει έντονα ψυχολογικά συμπτώματα, όπως επαναλαμβανόμενους εφιάλτες με ανθρώπους να την καταδιώκουν. Η ψυχική της κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να αποσυγκεντρώνεται στη δουλειά της και να νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο της πραγματικότητας. (Ερ. 1 του δ.φ.)

 

Στα πλαίσια  της προσωπικής της συνέντευξης που έλαβε χώρα κατά την εξέταση της αρχικής αίτησής ασύλου, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω της κοινότητας "Bondo", στη οποία αρνήθηκε να μυηθεί. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως η κοινωνία Bondo επέλεγε όλα τα κορίτσια από τις οικογένειες για να γίνουν μέλη της. Η ίδια ανέφερε ότι από την ηλικία των 11 ετών αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, όπως αιμορραγίες και μολύνσεις στον κόλπο της. Έτσι, όταν μεγάλωσε, αποφάσισε να μορφωθεί και να αντισταθεί σε αυτή την παράδοση. Ωστόσο, συνάντησε αντιδράσεις και αντιπάλους. Όταν στις 04.02.2020 απεβίωσε η γιαγιά της, η οποία ήταν επικεφαλής της κοινωνίας Bondo, στην κηδεία της, τα μέλη της Bondo την πλησίασαν και της είπαν ότι έπρεπε να αναλάβει τη θέση της γιαγιάς της και να γίνει μέλος της οργάνωσης. Όταν αρνήθηκε, την απείλησαν λέγοντάς της πως, αν δεν το έκανε, η ζωή της θα τελείωνε – θα τη σκότωναν. Από τότε, άρχισε να βλέπει εφιάλτες με ανθρώπους να την κυνηγούν, ακόμα και στο γραφείο της. Ο σύζυγός της τη βοήθησε να φύγει από τη χώρα. Τώρα, όμως, ως αναφέρει, προσπαθούν να μυήσουν και την κόρη της σε αυτή την πρακτική. (Ερ. 26/2Χ του δ.φ.)

 

Ερωτηθείσα ως προς το τι θεωρεί ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε, η Αιτήτρια υποστηρίζει πως φοβάται για τη ζωή της, καθώς απειλείται τόσο από μέλη της οικογένειάς της όσο και από μέλη της μυστικής κοινωνίας Bondo. (Ερ. 23 του δ.φ.).

 

Κατά την έκθεση εισήγηση, από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της και τόπο συνήθους διαμονής της, ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός της ως απομονώθηκε - ήτοι ισχυριζόμενος φόβος δίωξης από την ομάδα Bondo λόγω άρνησης της να αναλάβει την ηγεσία στην οικογένεια της - απορρίφθηκε λόγω του ότι οι ισχυρισμοί της δεν βρίσκουν έρεισμα στις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και επιπρόσθετα διαπιστώθηκε απουσία του στοιχείου της δίωξης.

 

Έχοντας υπόψη τα ως άνω, επισημαίνω πρωτίστως ότι μελετώντας την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι η ίδια με γενικότητα επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν τα όσα κατέγραψε και στην αρχική της αίτηση προσθέτοντάς ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της λόγω κινδύνου της ζωής της από τα μέλη της κοινωνίας Bondo.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Εξετάζοντας τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια  έθεσε με τη μεταγενέστερη αίτησή του και κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β)[6] για να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των όσων υποβλήθηκαν με την αίτησή του, τόσο διότι η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, όσο και διότι, τα έγγραφα που προσκόμισε δεν υποβλήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο, εξ υπαιτιότητας της και ότι εν πάση περιπτώσει δεν αυξάνουν την βασιμότητα των ισχυρισμών της.

 

Πράγματι, είναι και η δική μου κατάληξη ότι η Αιτήτρια δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τις ίδιες θέσεις τις οποίες προώθησε και κατά τα προγενέστερα στάδια εξέτασης της αίτησής της, ήτοι κατά την αρχική αίτηση ασύλου, κατά την συνέντευξή του αλλά και κατά τη δικαστική διαδικασία εξέτασης της προσφυγής που καταχώρισε επί της απόρριψης της αρχικής της αίτησης. Ο πυρήνας του αιτήματός της παρέμεινε αναλλοίωτος κατά όλα αυτά τα στάδια, ήτοι ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη Σιέρρα Λεόνε, λόγω κινδύνου της ζωής της από τα μέλη της κοινωνίας Bondo. Οι ισχυρισμοί της αυτοί εξετάστηκαν επί της ουσίας τους τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.

 

Το ζήτημα λοιπόν που απομένει τώρα να εξεταστεί είναι κατά πόσο τα προσκομισθέντα έγγραφα που επισύναψε στην αίτησή της, συνιστούν νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την έννοια του νόμου, δυνάμενα να επιτρέψουν θετική κρίση περί παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

 

Έχοντας λοιπόν διεξέλθει των εγγράφων αυτών, παρατηρώ καταρχάς ότι η Αιτήτρια δεν επεξηγεί πότε έλαβε στην κατοχή της τα έγγραφα αυτά, με ποιον τρόπο τα έλαβε και γιατί δεν τα προσκόμισε κατά την προηγούμενη διαδικασία εξέτασης της αίτησής της.

 

Έχοντας ωστόσο εξετάσει τα έγγραφα αυτά, συμφωνώ και συντάσσομαι με το συμπέρασμα του Λειτουργού Ασύλου, ότι οι επιστολές που προσκόμισε στην μεταγενέστερη αίτηση, από την Sowae Bondo Society με ημερομηνίες 15.11.2020 και 15.11.2022, προϋπήρχαν ήδη των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου και μετέπειτα της αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς προστασίας.

 

Φρονώ λοιπόν ότι ως προς αυτά, καμία επεξήγηση δεν έχει δοθεί από την Αιτήτρια για την παράλειψη προσκόμισής τους κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής της και συνεπώς εξ υπαιτιότητας της δεν τα επικαλέστηκε. Αναφορικά με τις φωτογραφίες αγνώστων προσώπων τις οποίες προσκόμισε η Αιτήτρια, ο Λειτουργός Ασύλου καταγράφει την προσκόμιση τους, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε καμία αξιολόγηση. Σε ότι αφορά την καταγραφή της Αιτήτριας για προσκόμιση βίντεο αναφορικά με την πρακτική του FGM, επισημαίνεται ότι αυτό δεν φαίνεται να προσκομίστηκε τελικώς στην Υπηρεσία Ασύλου όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αλλά και το ερυθρό 147, όπου καταγράφονται τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια. Επισημαίνω ότι σχετική αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας την οποία καταχώρισε το συνήγορος της Αιτήτριας, αποσύρθηκε στις 12.03.2025 και συνεπώς δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο.

 

Φρονώ πρόσθετα πως τα έγγραφα αυτά δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησής της με διεθνή προστασία καθώς:

 

Σε σχέση με τις φωτογραφίες άγνωστων προσώπων, επισημαίνω ότι η αποδεικτική αξία των εγγράφων αυτών είναι εξαιρετικά χαμηλή λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτά δεν μπορούν να διασταυρωθούν και εξεταστούν μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης ως προς την αυθεντικότητα τους. Περαιτέρω, αυτές ουδεμία επίδραση μπορεί να έχουν στο αίτημα της, καθώς δεν παρέχουν καμία ένδειξη ως προς το ποιοι απεικονίζονται (βλ. ερ. 137), το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το χέρι, (βλ. ερ. 138) πότε αυτές λήφθηκαν αλλά ούτε και η Αιτήτρια επισήμανε την όποια διασύνδεση αυτών με το αίτημά της. Πρόσθετα, δεν έχει επικαλεστεί ότι η ίδια υπήρξε θύμα αυτής της πρακτικής ή ότι βρίσκεται σε προσωπικό κίνδυνο. Επισημαίνω ότι τα έγγραφα αυτά δεν σχετίζονται με τον πυρήνα του αιτήματός του και ουδόλως δύναται να ενισχύσουν ή να προσθέσουν οτιδήποτε στην κρίση περί αξιοπιστίας του ισχυρισμού του ως προς τη δίωξή της από μέλη της κοινωνίας Bondo.

 

Σε σχέση με τις δύο προσκομισθείσες επιστολές (ερ. 139-138 του δ.φ), έχοντας εξετάσει το περιεχόμενο τους, παρατηρώ ότι αυτά έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τα όσα είπε η Αιτήτρια κατά το στάδιο της συνέντευξής της, αφού στα πλαίσια αυτής ουδέποτε έκανε αναφορά στην αποστολή απειλητικών επιστολών από την κοινωνία Bondo, ως φαίνεται να καταγράφεται στα έγγραφα που προσκομίζει με τη μεταγενέστερη αίτησή της. Πέραν τούτου, κατά το στάδιο της συνέντευξης, ανέφερε ότι οι μόνες απειλές που είχε δεχθεί έως τότε ήταν πνευματικής φύσεως, προερχόμενες από πνεύματα ή δαιμονικές οντότητες (spirits/devils).

 

Συμπερασματικά ακόμη και αν δεχθούμε ότι οι απειλητικές επιστολές αντανακλούν πραγματικά γεγονότα, σε κάθε περίπτωση αυτές δεν τεκμηριώνουν την προσωπική στοχοποίηση της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε. Το καθεστώς διεθνούς προστασίας απαιτεί την ύπαρξη εξατομικευμένου και πραγματικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης, και όχι απλώς την ύπαρξη μιας γενικής κατάστασης ατιμωρησίας ή κινδύνου στη χώρα καταγωγής. Επιπλέον, οι πληροφορίες που περιέχονται στα έγγραφα δεν απαντούν στα κρίσιμα σημεία που οδήγησαν στην απόρριψη της αρχικής αίτησης της Αιτήτριας. Ο Λειτουργός ασύλου, είχε εντοπίσει ότι οι ισχυρισμοί της δεν ταυτοποιούνταν με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και επιπρόσθετα διαπιστώθηκε απουσία του στοιχείου της δίωξης. Τα έγγραφα δεν επιλύουν αυτά τα ζητήματα ούτε προσφέρουν νέα αποδεικτικά στοιχεία που να τα αναιρούν, ενώ δεν αποτελούν από μόνα τους επαρκή βάση για την ανατροπή της απόφασης απόρριψης. 

 

Επισημαίνω καταληκτικά ότι τα έγγραφα στο σύνολο τους που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης χωρίς καμία επιπλέον εξήγηση από την Αιτήτρια ως προς το πως αυτά διασυνδέονται με τον επικαλούμενο φόβο δίωξης της κρίνονται ανεπαρκή για να στηρίξουν το αίτημά της. 

 

Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησής της.

 

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κρίση των Καθ' ων η αίτηση περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης είναι πλήρως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, ενώ τα όσα τέθηκαν ενώπιον τους διερευνήθηκαν επαρκώς και αιτιολογήθηκαν δεόντως και κατά τούτο ο σχετικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, είναι η κατάληξή μου ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας δεν μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτή, διότι δεν περιλαμβάνει νέα κρίσιμα στοιχεία που να διαφοροποιούν ουσιαστικά την υπόθεσή της από την αρχική της αίτηση.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[7] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της Αιτήτριας ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Ως εξ  όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €700 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

  

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 

 



[2] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[3] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Στο σημείο αυτό παρουσιάζεται μη ολοκλήρωση της καταγραφής από τον λειτουργό· ωστόσο, το Δικαστήριο συμπληρώνει ότι η φράση που λογικά αποδίδεται είναι: «να αναλάβει τη θέση της γιαγιάς της και να ενταχθεί στην κοινωνία Bondo ως μέλος».

[6] 16Δ  3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

[7] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο