R. M. F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. Τ407/25, 25/9/2025
print
Τίτλος:
R. M. F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. Τ407/25, 25/9/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ. Τ407/25

 

25 Σεπτεμβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R. M. F.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για Αιτητή

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.07/08/25, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν με επιστολή ημ.11/08/25, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση με την οποία να τροποποιεί την επίδικη απόφαση «και/ή να ζητείται επανεξέταση της [επίδικης] αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού βάση της σημερινής κατάστασης της χώρας του αιτητή […]» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 04/10/21 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/10/21 (ερ.1-4, 32).

Στις 04/11/21 έγινε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.23-32). Με το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 12/11/21 απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.41-49).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε δια χειρός στην αγγλική στις 16/11/21 και μεταφράστηκε στη γαλλική (ερ.53-54).

Στις 26/11/21 ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.8113/21 κατά της ως άνω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε στις 07/06/22 (ερ.65-68, 105).

Στις 05/10/22 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 08/12/23 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.70-75, 83-87) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την ως άνω απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον αιτητή στις 05/01/24 (ερ.89-103).

Στις 08/07/25 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη στα πλαίσια της παρούσης 2η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 31/07/25 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.106-118, 128-133) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που δόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 12/08/25 και του μεταφράστηκε στη γαλλική (ερ.136).

Το ιστορικό των ισχυρισμών του αιτητή έχει ως ακολούθως

Στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Κινσάσα, γνωρίζει γαλλικά και lingala, εργαζόταν σε λοταρία, οι γονείς και 5 αδέλφια του ζουν επίσης στην Κινσάσα, όμως – χωρίς να εξηγεί τους λόγους – ανέφερε ότι δεν διατηρεί επικοινωνία μαζί τους. Ερωτώμενος σχετικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι συζούσε με μια κοπέλα για «αρκετό καιρό» και μια μέρα αυτή του ανέφερε ότι ήταν έγκυος, όμως αργότερα η κύηση «σταμάτησε» και ο αιτητής και η κοπέλα διέκοψαν τη σχέση τους (she left and I also left). Μετά από λίγους μήνες «αυτοί ήρθαν» και του είπαν ότι η κοπέλα είχε επιπλοκές κατά την έκτρωση, την οποία έκανε χωρίς να συμβουλευθεί τον αιτητή, λόγω απειλών που αυτή δεχόταν από τον θείο και τον αδελφό της, ο τελευταίος δε επισκέφτηκε τον αιτητή στην εργασία του και τον απείλησε. Τότε οι συνάδελφοι του βοήθησαν τον αιτητή να διαφύγει και, μέχρι σήμερα, ως ο ίδιος αναφέρει, δεν γνωρίζει που είναι η κοπέλα. Καλούμενος να δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τη σχέση του με την κοπέλα ο αιτητής απαντούσε μονολεκτικά, χωρίς να δίδει σαφή περιγραφή της κοπέλας, της σχέσης τους ή των περιστατικών απειλών που δέχθηκε και το πότε αυτές έλαβαν χώρα, που και με ποιο τρόπο. Ερωτώμενος ο αιτητής για τις συνέπειες ενδεχόμενης επιστροφής του ανέφερε ότι αν επιστρέψει θα κινδυνέψει, έχει αφήσει την οικογένεια του και δεν γνωρίζει τι έγινε και ζητά προστασία.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, απέρριψαν το σύνολο των ισχυρισμών του περί του ότι θεωρήθηκε υπεύθυνος και απειλήθηκε από τον αδελφό και θείο της κοπέλας του μετά από επιπλοκές που είχε η τελευταία κατά την έκτρωση, αφού κρίθηκαν στερούμενοι εσωτερικής συνοχής, λεπτομερειών, γενικόλογοι, παντελώς ασαφείς και σε πολλά σημεία αντιφατικοί.

Συνεπεία των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, αφού εξέτασαν την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Κινσάσα), σε συνάρτηση με το προφίλ του, ότι δεν υφίσταται πιθανότητα ο αιτητής να εκτεθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και συνεπώς η 1η αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε εναντίον του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής.

Η προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση απορρίφθηκε.

Στην 1η μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω, αναφέροντας ότι φοβάται να επιστρέψει και ότι ακόμα τον αναζητούν για να τον βλάψουν θανάσιμα και ότι ζητά προστασία.

Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε καθώς, ως – εν μέρει αντιφατικώς - κρίθηκε, τα όσα ο αιτητής  κατέγραψε επ’ αυτής δεν αποτελούσαν νέα στοιχεία, αφού τα ίδια είχε αναφέρει τόσο στην 1η αίτηση που υπέβαλε, με την επικουρική αιτιολογία ότι τα όσα αναφέρει περί θανάσιμης βλάβης με την οποία απειλείται δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως από δική του υπαιτιότητα. Σημειώνω ότι θα αρκούσε η αναφορά σε μη προσκόμισε νέων στοιχείων.

Στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής και πάλι επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει ήδη από την 1η αίτηση του (και επανέλαβε – όλως ασαφώς – και στην 1η μεταγενέστερη αίτηση) περί του ότι τον αναζητούν για να τον βλάψουν και ότι λαμβάνει απειλές θανάτου και επισύναψε φερόμενο ένταλμα έρευνας εναντίον του καθώς και μετάφραση του στην αγγλική (ερ.106-107).

Η επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, τα όσα κατέγραψε επ’ αυτής ο αιτητής περί αναζήτησης του από τις αρχές δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Μετά δε από εξέταση του προσκομισθέντος εγγράφου (ερ.106-107) στη βάση των τυπικών γνωρισμάτων αυτού και λαμβανομένου υπόψη του ότι ο αιτητής έφυγε από τη χώρα του νομίμως, μέσω αεροδρομίου, ενόσω – σύμφωνα με το έγγραφο αυτό – καταζητείτο, «εγείρονται υποψίες για την αυθεντικότητα» και ότι δεν αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες να χορηγηθεί διεθνής προστασίας. Συνεπεία των ως άνω η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε απαράδεκτη.

Στην προσφυγή οι συνήγοροι του αιτητή παραθέτουν πλήθος νομικών σημείων. Κατά την προφορική τοποθέτηση στα πλαίσια της ακρόασης η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι το προσκομισθέν στα πλαίσια της επίδικης αίτησης έγγραφο δεν στοιχειοθετεί δίωξη, καθώς – ως εισηγήθηκε – υπάρχει κρατική δίωξη και συνεπώς η επίδικη αίτηση θα έπρεπε να κριθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας.

Προχωρώ να εξετάσω τα ενώπιον μου στοιχεία σε συνάρτηση με τους προωθούμενους εκ του αιτητή ως άνω ισχυρισμούς.

Αναφορικά με το νομικό πλαίσιο σημειώνω τα εξής.

Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής  […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητή διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.66/2022, Deepak Kumar ν. Δημοκρατίας, ημ.30/10/24, εξετάζοντας την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου επί μεταγενέστερων αιτήσεων, ως εν προκειμένω, αναφέρθηκε ότι «η νομολογία επιτρέπει στο πρωτόδικο Δικαστήριο να διενεργεί έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας μόνο επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας (όταν η ενώπιόν του Προσφυγή προσβάλλει απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που απορρίπτει τέτοια αίτηση ως απαράδεκτη […].». Τα ανωτέρω επιβεβαιωθήκαν και στην πολύ πρόσφατη Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.24/2024, Milon Kumar Pal ν. Δημοκρατίας, ημ.17/07/25, όπου λέχθηκε ότι «λυσιτελείς ισχυρισμοί θα ήταν μόνο ισχυρισμοί που βάλλουν κατά της κρίσης περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης (περί της έκτασης και τα όρια του πρωτόδικου δικαστικού ελέγχου σε τέτοιες περιπτώσεις βλ. […] Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ.).».

Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία το αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να προχωρήσει σε επί της ουσίας εξέταση της, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Είναι δε σαφές εκ της χρήσης στο αρ.40 (4) της Οδηγίας του λεκτικού «η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν», ότι η εξέταση του κατά πόσο ο αιτών φέρει υπαιτιότητα για την μη προηγούμενη επίκληση ή προσαγωγή των νέων στοιχείων εντάσσεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου (βλ. C-921/19, ανωτέρω) προκαταρτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης. Άλλωστε και στην σκέψη 38 της ως άνω απόφασης γίνεται αναφορά στις «δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού».

Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας εξέταση αυτής, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Δεδομένου δε ότι η C-921/19 (ανωτέρω) κάνει λόγο για δύο διακριτά στάδια εξέτασης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτηση, θεωρώ ότι, για κράτη μέλη τα οποία έκαναν χρήση της δυνατότητας να προσθέσουν ως λόγο απαραδέκτου μεταγενέστερης αίτησης τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή σχετικά με την μη προσκόμιση στοιχείων ή εγγράφων σε προηγούμενη αίτηση, αυτή δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στα πλαίσια του εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, στο 2ο στάδιο της εξέτασης αυτής, ως στη εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται.

Επανερχόμενος στην επίδικη αίτηση είναι κατάληξη μου, ενόψει και κατ’ εφαρμογή της ως άνω νομολογίας και οικείας νομοθεσίας ότι ορθώς αυτή απορρίφθηκε, όμως εντοπίζω σφάλμα στην αιτιολόγηση της, ως θα εξηγήσω πιο κάτω.

Δεδομένης της έκτασης και της φύσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου το ζήτημα δεν σταματά εκεί, αφού το Δικαστήριο κέκτηται της εξουσίας να «διαπλάσει το ίδιο […] την πράξη που η Διοίκηση παράνομα εξέδωσε», στα πλαίσια της οποίας μπορεί να συμπληρώσει «νομικό κενό με τη δική του κρίση, ασκώντας θετική δικαιοπλαστική εξουσία» (βλ. Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25.

Εν προκειμένω ο αιτητής είχε κάθε δυνατότητα να προσφύγει στο Δικαστήριο τόσο κατά της απόφασης επί της 1ης αιτήσεως ασύλου (το έπραξε και η προσφυγή αρ.8113/21 απορρίφθηκε), όσο και επί της 1ης μεταγενέστερης αίτησης του. Είχε δε περαιτέρω κάθε δυνατότητα να υποβάλει το έγγραφο που προσκόμισε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης πολύ πριν να το πράξει, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο φερόμενος χρόνος έκδοσης του προσκομισθέντος εγγράφου (ερ.106-107) είναι η 18/05/21, ήτοι χρόνος κατά τον οποίο ο αιτητής δεν είχε ακόμα αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής. Η καθυστέρηση δε αυτή ουδόλως εξηγείται, ούτε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης αλλά ούτε και στα πλαίσια της παρούσης διαδικασίας. Σημειώνεται ότι οι αναφορές του αιτητή στο σημ.10 της επίδικης αίτησης (ερ.116) ότι έλαβε το έγγραφο το 2024 μέσω εφαρμογής μηνυμάτων και ότι δεν το είχε στην κατοχή του το 2021, δεν αρκούν επ’ ουδενί βεβαίως για να αιτιολογήσουν την καθυστέρηση, δεδομένου του ότι δεν αποκαλύπτουν ούτε τον λόγο που δεν το είχε προηγουμένως στην κατοχή του αλλά ούτε και τον λόγο που εν τέλει έλαβε το έγγραφο αυτό το 2024 (7 μήνες – κατ’ ελάχιστον - πριν την καταχώρηση της επίδικης αίτησης) και από ποιόν. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι σχετικά με τα ως άνω, στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, αναφέρεται, σελ.54, ότι «[τ]α έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του δεν περιορίζονται στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του […] ο αιτών έχει στη διάθεσή του τα έγγραφα όταν εύλογα αναμένεται ότι μπορεί να τα λάβει (122)

Συνεπεία των ως άνω, παρότι διαφωνώ με την πορεία εξέτασης της επίδικης αίτησης και την αιτιολόγηση που έδωσαν οι καθ’ ων η αίτηση, ως στην επίδικη έκθεση καταγράφεται, καθότι – ως ανωτέρω αναφέρω – εν προκειμένω θα αρκούσε η μη αποδοχή του εγγράφου που προσκομίσθηκε και η απόρριψη της αίτησης στη βάση του ότι εξ υπαιτιότητας του ιδίου δεν προσκομίσθηκε αυτό προηγουμένως, η κατάληξη παραμένει η ίδια, ήτοι ότι η επίδικη αίτηση είναι απαράδεκτη για τους λόγους αυτούς.

Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να καθιστά ακυρωτέα την επίδικη απόφαση, ενόψει του ότι η ορθή αιτιολογία δίδεται από το Δικαστήριο ανωτέρω.

Για σκοπούς πληρότητας της παρούσης παραθέτω και επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Κινσάσα).

Στη βάση δεδομένων ACLED, για την περίοδο από 23/05/24 ως 23/05/25, καταγράφηκαν συνολικά 87 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 234 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 5 μάχες (14 θάνατοι), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (17 θάνατοι), 54 διαδηλώσεις (χωρίς θάνατο) και 16 εξεγέρσεις (203  θάνατοι) - δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας.[1] Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [2] Δεν καταδεικνύεται λοιπόν εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο διαμονής δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί, δεδομένου και του πληθυσμού της περιοχής αλλά και της φύσης των περιστατικών. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN και C-465/07, Elgafaji).  

Η προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν και αφορούν την πορεία εξέτασης της επίδικης αίτησης αλλά και της αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία είναι θεωρώ λανθασμένη, ως αυτές ανωτέρω καταγράφονται, οι οποίες, παρότι δεν είναι ικανές - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου και σχετικής έρευνας που διενεργήθηκε από το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν, ενόψει της ως άνω κατάληξης μου, το τελικό αποτέλεσμα ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καταδεικνύουν πλημμελή πορεία εξέτασης και λανθασμένη αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

                                                                                        Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians /  Riots / Protests), Custom Date Range: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa, [ημ. 28/05/25]

[2] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,

[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο