ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: Τ65/2025
30 Σεπτεμβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J. S. K. G
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ρ. Καλογήρου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)
Ο Αιτητής είναι παρών.
Παρών ο κ. Κώστας Σφέτσος για πιστή μετάφραση από τα Ελληνικά στα Γαλλικά.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 05/02/2025 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία του Αιτητή ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου Διοικητικό Φάκελο, πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο Καμερούν, ο οποίος, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το έτος 2019, μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 03/04/2019 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 11/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό, ο οποίος στις 20/11/2023 συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή κρίνοντας ότι αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή ούτε στο προσφυγικό καθεστώς κατά το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας κατά το άρθρο 19 του ίδιου Νόμου. Στις 28/11/2023, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου παραλήφθηκε από τον Αιτητή δια χειρός την 21/12/2023 και εναντίον αυτής, ο Αιτητής καταχώρισε την υπ' αριθμό 80/24 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία στη 14/05/2024 απορρίφθηκε[1], καθιστώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, τελεσίδικη.
Την 21/01/2025, ο Αιτητής συμπλήρωσε μεταγενέστερη αίτηση, προνάλλοντας ένα εντελώς διαφορετικό αφήγημα ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι είναι μέλος του κινήματος MRC (Movement of Rebirth of Cameroon), το οποίο είναι εναντίον της κυβέρνησης και η σύνδεση του με το κίνημα έχει εκθέσει τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του σε θανατηφόρο κίνδυνο διότι ήταν θύμα επιθέσεων και διώξεων. Κατά την άφιξη του στη Κύπρο βρισκόταν σε καθεστώς φόβου και δεν αναφέρθηκε στις πολιτικές του πεποιθήσεις, διότι φοβήθηκε ότι οι αρχές του Καμερούν θα ανακάλυπταν την ανάμειξη του στο κίνημα και θα δυσχέραινε την κατάσταση του. Επίσης, κατέγραψε ότι η κατάσταση για τα μέλη του κινήματος έχει χειροτερεύσει, αντιμετωπίζουν αυθαίρετες συλλήψεις και δίωξη και θεωρεί πως αυτό θα συμβεί στον ίδιο εάν επιστρέψει. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει ο κίνδυνος να συλληφθεί διότι πρόσφατα οι αρχές ανακάλυψαν την συμμετοχή του και τις δραστηριότητες του στο πολιτικό τομέα. Σε περίπτωση επιστροφής του φοβάται ότι θα συλληφθεί, φυλακιστεί και ενδεχομένως δολοφονηθεί. Επί της αίτησης του επισύναψε αντίγραφο κάρτας μέλους του κινήματος MRC με ημερομηνία έκδοσης 2018, αντίγραφο από την αναφορά του World Watch Research και αντίγραφο από την αναφορά Freedom House, στις οποίες έχουν επισημανθεί σημεία από τον Αιτητή που αφορούν στην μεταχείριση των μελών του κινήματος MRC.
Κατά την εξέτασή της αίτητής του σε προκαταρκτικό στάδιο, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 27/01/2025, συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα. Η προαναφερθείσα εισήγηση εγκρίθηκε από δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου στις 29/01/2025, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτη.
Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 05/02/2025 κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, αυθημερόν, δια χειρός. Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε μέσω της συνηγόρου του με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την Ακρόαση της παρούσας, η συνήγορος του Αιτητή, υποστήριξε ότι με τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή προέκυψαν νέα στοιχεία, ήτοι τη συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα MRC, αναφερόμενη στο αντίγραφο της κάρτας μέλους το οποίο ο Αιτητής προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου, υποστηρίζοντας ότι ο Αιτητής δεν είχε αναφέρει στη προγενέστερη διαδικασία τον εν λόγω ισχυρισμό διότι βρισκόταν υπό κατάσταση φόβου κατά την άφιξη του στη Κύπρο. Ως εκ τούτου η συνήγορος εισηγείται την επιτυχία της υπό εξέταση προσφυγής, εφόσον οι Καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα απέρριψαν την αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.
Στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής κλήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν αναφέρθηκε στο πολιτικό ζήτημα κατά την αρχική αίτηση του, με τον Αιτητή να δηλώνει ότι φοβόταν πως η κυβέρνηση της χώρας του θα ενημερώνονταν για τη συμμετοχή του και φοβάται πως εάν επιστρέψει θα φυλακιστεί.
Έχοντας αναφερθεί στα πιο πάνω γεγονότα, προχωρώ σε ανάλυση του νομικού πλαισίου εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων.
Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)
«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-
[..]
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή [.]».
Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο/η Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Ο Αιτητής στην αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας το 2019 ισχυρίστηκε ότι είναι καταζητούμενος εξαιτίας της άρνησής του να εκτελέσει μια αποστολή της κυβέρνησης, η οποία αφορούσε τη διακοπή ρεύματος στην πόλη Bamenda. Πρόσθεσε ότι μετά τη πρώτη αποστολή στη περιοχή οι κάτοικοι τους αναζητούσαν και στη δεύτερη αποστολή διέφυγε διότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια αποστολή της εταιρείας ΕΝΕΟ, όπου εργαζόταν, η οποία αφορούσε την πυρπόληση σχολείων και νοσοκομείων στη πόλη Mamfe. Ισχυρίστηκε ότι στη πορεία της διαδρομής προς υλοποίηση της αποστολής, διέφυγε και μετέβη στο χωριό όπου βρισκόταν ο θείος του. Στη συνέχεια ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τη θεία του ότι η φωτογραφία του ήταν αναρτημένη σε όλα τα αστυνομικά τμήματα επειδή ήταν υποστηρικτής των Ambazonians και με τη βοήθεια της θείας του εγκατέλειψε τη χώρα. Αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης ισχυρίστηκε ότι τον κατηγορούν ότι είναι υποστηρικτής των Ambazonians και προδότης του κράτους του Καμερούν, το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019, ενώ ο ίδιος το έλαβε ενώ βρισκόταν στην Κύπρο. Αναφορικά με την αποστολή που του είχε ανατεθεί να προβεί σε πυρπόληση σχολείων και νοσοκομείων στο Νοτιοδυτικό Καμερούν, ο Αιτητής εξήγησε ότι ανατέθηκε από την εταιρεία ENEO και ειδικότερα από τον προϊστάμενό του, ο οποίος του είπε να μην αναφέρει σε κανέναν την αποστολή. Η ανάθεση έγινε στις 03/01/2019, αρχικά ο ίδιος σοκαρίστηκε, ωστόσο ήταν απαίτηση του προϊσταμένου του και έπρεπε να την σεβαστεί και να εκτελέσει την εντολή του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν ηλεκτρολόγος στην εταιρεία ΕΝΕΟ. Κληθείς να εξηγήσει γιατί η αστυνομία τον κατηγόρησε ότι συνεργαζόταν με τους Ambazonians, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει, αλλά στο Καμερούν μπορούν να κατηγορήσουν κάποιον χωρίς συγκεκριμένο λόγο και να τον στείλουν στη φυλακή. Ερωτηθείς τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι θα τον συλλάβουν και θα τον φυλακίσουν.
Στη βάση των πιο πάνω και μετά από την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της EUAA, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή εφόσον κρίθηκε πως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί πρόσφυγας ή για να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο Αιτητής υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου η οποία, όπως η ίδια η συνήγορός του αποσύρθηκε από τον τότε συνήγορο που εκπροσωπούσε τον Αιτητή και συνεπώς απορρίφθηκε από το Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση.
Με την μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι μέλος του κινήματος MRC (Movement of Rebirth of Cameroon), το οποίο είναι εναντίον της κυβέρνησης και η σύνδεση του με το κίνημα τον έχει εκθέσει σε κίνδυνο διότι ήταν θύμα επιθέσεων και διώξεων. Πρόσθεσε ότι η οικογένεια του βρίσκεται εξίσου σε κίνδυνο. Κατά την άφιξη του στη Κύπρο βρισκόταν σε καθεστώς φόβου και δεν αναφέρθηκε στις πολιτικές του πεποιθήσεις, διότι φοβήθηκε ότι οι αρχές του Καμερούν θα ανακάλυπταν την ανάμειξη του στο κίνημα και θα δυσχέραινε την κατάσταση του. Αναφορικά με τη προγενέστερη διαδικασία στην οποία ο δικηγόρος απέσυρε, κατέγραψε ότι δεν έγινε με τη συγκατάθεση του. Επίσης, κατέγραψε ότι η κατάσταση για τα μέλη του κινήματος έχει χειροτερεύσει, αντιμετωπίζουν αυθαίρετες συλλήψεις και δίωξη και θεωρεί πως το ίδιο θα συμβεί στον ίδιο εάν επιστρέψει. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει ο κίνδυνος να συλληφθεί διότι πρόσφατα οι αρχές ανακάλυψαν την συμμετοχή του και τις δραστηριότητες του στο πολιτικό τομέα. Σε περίπτωση επιστροφής του φοβάται ότι θα συλληφθεί, φυλακιστεί και ενδεχομένως τον σκοτώσουν. Επί της αίτησης του επισύναψε αντίγραφο κάρτας μέλους του κινήματος MRC ημερομηνίας έκδοσης 2018, αντίγραφο από την αναφορά του World Watch Research και αντίγραφο από την αναφορά Freedom House, στις οποίες έχουν επισημανθεί σημεία από τον Αιτητή που αφορούν στην μεταχείριση των μελών του κινήματος MRC.
Στην βάση των δηλώσεων του Αιτητή, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στο Σημείωμα /Εισήγηση ημερομηνίας 27/01/2025, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κριθεί απαράδεκτη στη βάση της ακόλουθης ανάλυσης. Ο Αιτητής λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υπέβαλε τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Επιπλέον, αναφορικά με τα υποβληθέντα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής προς υποστήριξη των ισχυρισμών του (ερυθρά 99- 116 του διοικητικού φακέλου), ο λειτουργός καταλήγει ότι έχουν καθαρά υποστηρικτικό χαρακτήρα και ότι δεν κατάφερε να εξηγήσει για ποιο λόφο δεν προσκόμισε τα εν λόγω έγγραφα σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας εφόσον προϋπήρχαν, τόσο στην αρχική αίτηση και στη προηγούμενη συνέντευξη, όσο και κατά την προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Με βάση όλα τα πιο πάνω, επομένως, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη.
Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής ανέφερε για πρώτη φορά ισχυρισμό περί συμμετοχής του στο πολιτικό κόμμα MRC. Θα συμφωνήσω με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να αναφέρει τον εν λόγω ισχυρισμό τόσο στην αρχική του αίτηση όσο και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του κατά την οποία του τέθηκαν αρκετές ερωτήσεις, ακόμα δε και κατά την προσφυγή του ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αρχικής του αίτησης. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ωστόσο, τέθηκε γενικά και αόριστα, χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά, δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό του, κυρίως όμως αφορά σε γεγονός προγενέστερο της αναχώρησης του από τη χώρα του και βεβαίως της υποβολής της αρχικής του αίτησης και όφειλε να το αναφέρει έκτοτε. Διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση ορθά αξιολόγησαν τα προσκομισθέντα έγγραφα δίδοντας τους την ανάλογη βαρύτητα, παρόλο που κρίνω δεν είχαν τέτοια υποχρέωση εφόσον αφορούν σε έγγραφα που χρονολογούνται πριν την αναχώρηση του Αιτητή από το Καμερούν και είχε υποχρέωση εάν επρόκειτο για γνήσιο αίτημα να το υποβάλει κατά την αρχική του αίτηση. Συνεπώς, ορθά οι Καθ΄ ων έκριναν την μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη στη βάση του ότι ο Αιτητής, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν προέβαλε τους εν λόγω ισχυρισμούς κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του.
Διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο που να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός του. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί.
Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη.
Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση του δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ
[1] Η συνήγορος του Αιτητή διευκρινίζει στο Δικαστήριο πως η προσφυγή του Αιτητή αποσύρθηκε και κατά συνέπεια απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο