ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1087/23
31 Οκτωβρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε. V.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για Αιτήτρια
Κα Ε. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 14/03/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 07/04/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 24/05/21 (ερ.1-3, 11-12, 41).
Στις 17/02/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.28-41). Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και στις 22/02/23 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.52-62).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία της δόθηκε διά χειρός στις 14/03/23 και της μεταφράστηκε στη γαλλική γλώσσα, την οποία κατανοεί (ερ.65, 2).
Στην επίδικη αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι εξαναγκάστηκε να παντρευτεί άνδρα 66 ετών, μεγαλύτερο από τον πατέρα της, ως ανέφερε, «που έκανε συμφωνία με τον πατέρα [της] και τον έπεισε να του δώσει το χέρι» της αιτήτριας λόγω του ότι έχει πολλά χρήματα. Η ίδια, ως αναφέρει, σοκαρίστηκε όταν είδε τον πατέρα της να την πιέζει και όταν «[απέρριψε] την προσφορά η ζωή [της] έγινε εφιάλτης, κανείς στην οικογένεια [της] δεν [την] ήθελε» και περαιτέρω έλαβε απειλές θανάτου. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει μακριά από την οικογένεια της.
Κατά τη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη της τη ζωή στην Κινσάσα, είναι καλά στην υγεία της, ομιλεί lingala και γαλλικά, είναι άγαμη και άτεκνη, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια μόρφωση της, δεν εργαζόταν στη ΛΔΚ και συντηρούνταν από την μητέρα και την μεγάλη αδελφή της, οι γονείς και τα αδέλφια της (2 αδελφές και 1 αδελφός) διαμένουν κι αυτοί στην Κινσάσα και η αιτήτρια μιλά καθημερινά με την μητέρα και τ’ αδέλφια της.
Ερωτώμενη για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ανέφερε ότι το έπραξε λόγω πίεσης που δέχθηκε για να παντρευτεί ένα μεγαλύτερο άντρα, φίλο του πατέρα της, που είχε χρήματα και στήριζε οικονομικά τον πατέρα της και η άρνηση της να το πράξει δεν έγινε αποδεκτή. Ως ισχυρίστηκε η αιτήτρια, κάθε φορά που τους επισκεπτόταν ο συγκεκριμένος, ο πατέρας της την ανάγκαζε να τον φιλήσει στο στόμα και, όταν αρνιόταν, την χτυπούσαν και οι δύο (σ.σ. ο πατέρας και ο φίλος του). Μια μέρα η μητέρα της άκουσε ότι θα την απαγάγουν για να την παντρέψουν και η μητέρα της έκανε διαβατήριο για την αιτήτρια τον Δεκέμβριο 2021. Από τον Ιανουάριο 2021 «τα πράγματα έγιναν χειροτέρα» και όποτε [περπατούσε] αισθανόταν την παρουσία ατόμων να την παρακολουθούν και οι οικογένειες της αιτήτριας και του ατόμου με το οποίο ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει συναντήθηκαν δύο φορές στο σπίτι της. Με τη στήριξη της μητέρας της, η οποία της κανόνισε διαβατήριο και εισιτήριο κατάφερε να φύγει από τη χώρα.
Σε ερώτηση αν έχει συμβεί κάτι από τη στιγμή που έφυγε από τη χώρα που την κάνει να πιστεύει ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο η αιτήτρια απάντησε ότι ο πατέρας της έμαθε ότι η μητέρα της τη βοήθησε να διαφύγει και την έδιωξε μαζί με τα αδέρφια της από το σπίτι και της έστειλε μήνυμα μέσω της μητέρας της ότι αν τη βρει θα την σκοτώσει. Σε ερωτήσεις που αφορούσαν τον άντρα με τον οποίο ήθελε να την παντρέψει ο πατέρας της η αιτήτρια ανέφερε το όνομα του, ότι είναι παιδικός φίλος του πατέρα της, ότι πήγαινε κάθε Σάββατο και Κυριακή στο σπίτι τους, ήταν πλούσιος και έδινε χρήματα στον πατέρα της. Σε ερώτηση πότε της ζητήθηκε να παντρευτεί το άτομο αυτό η αιτήτρια απάντησε αρχές Δεκεμβρίου 2020, όταν και αρνήθηκε. Ερωτηθείσα πότε εγκατέλειψε το σπίτι της για να φύγει η αιτήτρια απάντησε τον Φεβρουάριο 2021. Σε ερώτηση αν αντιμετώπισε προβλήματα εκείνη τη χρονική περίοδο (Δεκέμβριος 2020-Φεβρουάριος 2021) η αιτήτρια υποστήριξε ότι ο πατέρας της την χτυπούσε, την ταπείνωνε και δεν της επέτρεπε να τρώει στο σπίτι και άρχισε να υποφέρει από στομαχόπονο, λόγω του στρες.
Σε ερωτήσεις για τα άτομα που κατ’ ισχυρισμό την παρακολουθούσαν η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν γνωρίζει, καθώς δεν την προσέγγισαν αλλά απλά την ακολουθούσαν, πιθανώς, ως η ίδια ανέφερε, για να την τρομάξουν και να συμφωνήσει στο γάμο. Σε ερώτηση πως γνωρίζει ότι αυτά τα άτομα πληρώθηκαν από τον άντρα που ήθελε ο πατέρας της να την παντρέψει η αιτήτρια απάντησε ότι από τη συνομιλία περί απαγωγής της που άκουσε η μητέρα της, συμπέραναν ότι αυτά τα άτομα πληρώθηκαν από αυτόν.
Ερωτηθείσα γιατί καθυστέρησε τόσο να φύγει από το σπίτι, καθώς τα προβλήματα, ως είχε αναφέρει, άρχισαν από τον Δεκέμβριο 2020, η αιτήτρια απάντησε ότι όταν ορίσθηκε ημερομηνία γάμου τότε η μητέρα της αποφάσισε να την φυγαδεύσει, ενώ πρόσθεσε ότι στηριζόταν οικονομικά στη μητέρα της. Σε ερώτηση αν έχει προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία η αιτήτρια ανέφερε πως το έπραξε και ότι κάλεσαν τον πατέρα της και τον άνδρα αυτό, αλλά όταν κλήθηκαν ξανά στην αστυνομία τους είπαν ότι είναι οικογενειακό ζήτημα που θα πρέπει να λύσει η οικογένεια.
Κληθείσα να αναφέρει τα προβλήματα που αντιμετώπισε από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι και κρύφτηκε στη θεία της μέχρι την μέρα που εγκατέλειψε τη χώρα (Φεβρουάριος 2021 – 21/03/21 η αιτήτρια ανέφερε ότι δεχόταν τηλεφωνικές απειλές από άγνωστους αριθμούς, που της έλεγαν ότι αν δεν συμφωνήσει θα την σκοτώσουν, προσθέτοντας πως δεν άλλαξε αριθμό τηλεφώνου, καθώς θα έφευγε από τη χώρα, απλά σταμάτησε να απαντά σε άγνωστους αριθμούς. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα και τα αδέρφια της δεν έχουν αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα έκτοτε. Ερωτώμενη δε πως θα μπορούσε να την εντοπίσει ο πατέρας στην Κινσάσα, πόλη 17 εκατομμυρίων κατοίκων, η αιτήτρια ανέφερε πως «τα νέα διαδίδονται γρήγορα, θα το μάθει», καθώς, ως πρόσθεσε, μπορεί κάποιος να γνωρίζει την ίδια και τον πατέρα της και να πάει να του το πει.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη, σχημάτισαν του ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς:
1. Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο από τον πατέρα της και τον άνδρα με τον οποίο ο πατέρας της την πίεζε να παντρευτεί, καθώς απείθησε στην εντολή του πατέρα της να παντρευτεί εξαναγκαστικά
Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν ως αξιόπιστο και αληθή τον 1ο ισχυρισμό, απορρίπτοντας τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.
Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι επί τούτου δηλώσεις της αιτήτριας στερούντο επαρκών και λεπτομερών πληροφοριών, παρουσίαζαν έλλειψη σαφήνειας και το αφήγημά στερούνταν βιωματικών στοιχείων. Ως αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τα άτομα που κατ’ ισχυρισμό την παρακολουθούσαν, σε ποιο στοιχείο βασίζει την εικασία της ότι αυτά πληρώθηκαν απ’ αυτόν με τον οποίο ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει και δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για το άτομο αυτό, δεδομένου του ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, αυτός πήγαινε στο σπίτι της οικογένειας της κάθε σαββατοκύριακο από όταν η αιτήτρια ήταν 16 ετών. Πέραν των ως άνω αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι η αιτήτρια δεν μπορούσε να αναφέρει τι έγινε με την μητέρα και τ’ αδέλφια της μετά που αυτοί κατ’ ισχυρισμό διώχθηκαν από το σπίτι από τον πατέρα της, γιατί αυτοί δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα από τον πατέρα της έκτοτε και πως θα μπορούσε ο πατέρας της να την εντοπίσει σε μια τόσο πολυπληθή πόλη όπως είναι η Κινσάσα. Περαιτέρω, ως κρίθηκε, δεν μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς γιατί η μητέρα της αποφάσισε να φυγαδεύσει την αιτήτρια από τη χώρα, δεδομένου και του ότι αυτή και τ’ αδέλφια της ζουν στην ίδια πόλη χωρίς προβλήματα και δεν μπόρεσε τελικά να αναφέρει γιατί δεν έφυγε από το σπίτι της νωρίτερα, δεδομένου ότι ήταν ενήλικας, αλλά μόνο 2 μήνες αφότου – ως ισχυρίστηκε – η μητέρα της άκουσε σε τηλεφωνική συζήτηση του πατέρα της με το άτομο που ήθελε να την παντρέψει ότι σκόπευαν να την απαγάγουν και να την παντρέψουν δια της βίας. Για τους λόγους αυτούς κρίθηκε ότι ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός στερείται εσωτερικής συνοχής.
Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας εντοπίστηκαν πληροφορίες (ΠΧΚ) εκ των οποίων επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του φαινομένου του εξαναγκαστικού γάμου στη ΛΔΚ, πολλές φορές ανήλικων κοριτσιών, ενίοτε για οικονομικούς λόγους, λόγω προίκας που λαμβάνει η οικογένεια της γυναίκας, τα οποία συνάδουν με τα λεγόμενα της αιτήτριας.
Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, παρότι πληρούται η εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας, εντούτοις – δεδομένου ότι το αφήγημα της στερείται εσωτερικής συνοχής - αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό και απορρίφθηκε.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, κατόπιν επισκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Κινσάσα), ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει αυτή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη και συνεπώς δεν υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας.
Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και κατά της αιτήτριας εκδόθηκε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Στην προσφυγή ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς, πολλούς εκ των οποίων προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης.
Κατά τις διευκρινίσεις ο συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε όλους τους προωθούμενους ισχυρισμούς πλην του ισχυρισμού περί μη δέουσας έρευνας.
Δεδομένου ότι ο μόνος εν τέλει προωθούμενος εκ της αιτήτριας ισχυρισμός συμπλέκεται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της επίδικης απόφασης, προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής (ex nunc) και επί παντός των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και των όσων η αιτήτρια αναφέρει τόσο στην επίδικη αίτηση όσο και στη συνέντευξη που ακολούθησε, είναι κατάληξη μου ότι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην επίδικη έκθεση, το αφήγημα της αιτήτριας για τον κατ’ ισχυρισμό εξαναγκασμό της σε γάμο με άνδρα που ήταν φίλος του πατέρα της, καθώς και όλες οι απαντήσεις της στις πολλές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με το σύνολο των λεγομένων της περί αναγκαστικού γάμου και τα όσα κατ’ ισχυρισμό ακολούθησαν, περιλαμβανομένης της βίας που δεχόταν από τον πατέρα της και αυτόν μετά την άρνηση της να τον παντρευτεί, την παρακολούθηση της από αγνώστους, της εν τέλει φυγής της από το σπίτι, της εκδίωξης της μητέρας και των αδελφιών της αλλά και της φυγής της από τη χώρα γι’ αυτούς τους λόγους, έβριθαν κενών, ανακριβειών, στερούνταν χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας και δεν περιείχαν τελικά κανένα βιωματικό στοιχείο. Η αιτήτρια παρέμεινε ασαφής, γενικόλογη, χωρίς να είναι σε θέση να παραθέσει συγκεκριμένες απαντήσεις στις πολλές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και το ιστορικό ως το ανέφερε στερούνταν χρονικής συνοχής και ευλογοφάνειας. Τα όσα δε ανέφερε η αιτήτρια απέχουν κατά πολύ από το να θεωρηθούν μια πλήρης, συνεκτική, ευλογοφανής παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που παραθέτει.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι από διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ) προκύπτει ότι η πρακτική αναγκαστικού γάμου είναι δυστυχώς φαινόμενο που απαντάται στη χώρα καταγωγής. Άλλωστε και οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε έρευνα σε αξιόπιστες πηγές στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας επί του ζητήματος και εντόπισαν σχετικές πληροφορίες που συνάδουν με τα λεγόμενα της, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από έρευνα του Δικαστηρίου.[1] Δεν θα πρέπει λοιπόν να αμφισβητείται ότι το φαινόμενο του αναγκαστικού γάμου υφίσταται ακόμα στη ΛΔΚ.
Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Η συμφωνία λοιπόν των ισχυρισμών της αιτήτριας με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής ως προς την ύπαρξη τέτοιου φαινομένου ως περιγράφεται, δεν αρκεί βεβαίως από μόνη της για την αποδοχή ενός αφηγήματος, τη στιγμή που αυτό στερείται, σε πολλά και καίρια σημεία, εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας. Αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση και μόνο της εξωτερικής συνοχής, αυτό θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι κατά τ’ άλλα στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια, πολλές φορές, σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων ενός αιτητή. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»
Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός καθώς οι ως άνω ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους, δεδομένου ότι, στην απουσία περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, αυτά παραμένουν και πλήττουν, μοιραία, τη συνολική συνοχή και αξιοπιστία της αιτήτριας. Δεν κρίνω σκόπιμο δε να επαναλάβω εδώ τα επιμέρους επί τούτου ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, τα οποία καταγράφονται ανωτέρω, στα πλαίσια παράθεσης της επίδικης έκθεσης, και τα οποία υιοθετώ στο σύνολο τους.
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας (Κινσάσα), σε συνάρτηση πάντοτε και με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί.
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[2] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης καθώς οι ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[3]
Στη βάση δεδομένων ACLED, για την περίοδο από 23/05/24 ως 23/05/25, καταγράφηκαν συνολικά 87 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 234 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 5 μάχες (με 14 ανθρώπινες απώλειες), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 ανθρώπινες απώλειες), 54 διαδηλώσεις (χωρίς ανθρώπινες απώλειες) και 16 εξεγέρσεις (με 203 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας.[4] Ο πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται περί τα 17 εκατομμύρια. [5]
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, λαμβανομένων υπόψη των όσων πιο κάτω θα εξηγήσω σε σχέση με το προφίλ της, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Σε σχέση με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες αναφορικά με γυναίκες στην Κινσάσα, σε αξιόπιστες πηγές αναφέρονται τα εξής.
Αναφορά της UNFPA σημειώνει ότι η έμφυλη βία (GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη χώρα.[7] Μορφές βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εμπορία ανθρώπων, αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[8] Όπως σημειώνεται, η κατάχρηση εξουσίας και ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα γυναικών και κοριτσιών σε μορφές έμφυλης βίας.[9]
Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[10] […] Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[11]
[…]
[Οι] ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά. Στις χήρες και γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας […]». [12]
Έκθεση της Αυστριακής ACCORD (Νοέμβριος 2020) αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι επίσης σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[13]
Σε έρευνα του DIS αναφέρεται ότι «[…] ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως.».[14]
Σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι 24 ετών σήμερα, υγιής, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της, χωρίς άλλες ενδείξεις ευαλωτότητας και διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της, ήτοι την μητέρα και τ’ αδέλφια της, εκ των οποίων η μητέρα και η μεγάλη της αδελφή την έχουν στηρίξει οικονομικά και στο παρελθόν (ερ.37- 2Χ). Εν προκειμένω λοιπόν, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος της περί εξαναγκασμού της σε γάμο από τον πατέρα της, αυτό θα πρέπει να συμπαρασύρει σε μη αποδοχή και των όσων η αιτήτρια ανέφερε περί εκδίωξης της μητέρας και των αδελφιών της από το σπίτι, λόγω του ότι τη βοήθησαν την αιτήτρια μετά την άρνηση (σύμφωνα με τα όσα ανέφερε). Όμως, ακόμα και αν γινόταν αποδεκτό ότι η μητέρα και τα αδέλφια της διαβιούν μόνοι τους στην Κινσάσα (χωρίς τον πατέρα της), και πάλι δεν διαφοροποιείται το ότι εδώ η αιτήτρια διατηρεί πλούσιο οικογενειακό δίκτυο εκεί, με τους οποίους μάλιστα και διατηρεί καθημερινή επικοινωνία (ερ.37 – 1Χ).
Τα ως συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό, στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες κληθεί να αντιμετωπίσει δεν θα εξέθεταν αυτήν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Άλλωστε, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» Σημειώνω εδώ βεβαίως ότι, ως προκύπτει και από τις ως άνω ΠΧΚ, ζήτημα διεθνούς προστασίας στη βάση ιδιότητας ως μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας τίθεται σε σχέση με γυναίκες που διαβιούν μόνες, με ή χωρίς παιδιά, πράγμα που, ως ανωτέρω, εξηγώ, δεν ισχύει εδώ.
Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.
Σε σχέση τέλος με την έκταση και εύρος προστασίας που παρέχεται από την αρχή της μη επαναπροώθησης, ως κατοχυρώνεται στο αρ.3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει πολλάκις απασχολήσει τη νομολογία του ΕΔΑΔ, που στην απόφαση του στην M.S.S. v Belgium and Greece [GC], Application No. 30696/09, ημ.21/01/11, παρ.263, συνδέει την παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ με την εκεί διαπιστούμενη παντελή απουσία προοπτικών βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης, καταλήγοντας στα εξής:
«In the light of the above and in view of the obligations incumbent on the Greek authorities under the Reception Directive (see paragraph 84 above), the Court considers that the Greek authorities have not had due regard to the applicant’s vulnerability as an asylum-seeker and must be held responsible, because of their inaction, for the situation in which he has found himself for several months, living on the street, with no resources or access to sanitary facilities, and without any means of providing for his essential needs. The Court considers that the applicant has been the victim of humiliating treatment showing a lack of respect for his dignity and that this situation has, without doubt, aroused in him feelings of fear, anguish or inferiority capable of inducing desperation. It considers that such living conditions, combined with the prolonged uncertainty in which he has remained and the total lack of any prospects of his situation improving, have attained the level of severity required to fall within the scope of Article 3 of the Convention. »
Στην πιο πάνω απόφαση, ως και από το ως άνω απόσπασμα προκύπτει, καθοριστικής σημασίας για την διαπιστούμενη παράβαση του αρ.3 ήταν το γεγονός ότι ο εκεί αιτητής βρισκόταν χωρίς επαρκείς συνθήκες υποδοχής, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας και χωρίς πιθανότητες βελτίωσης της κατάστασης του στο άμεσα προβλέψιμο μέλλον, δεδομένης και της επί μακρόν αβεβαιότητας στην οποία βρισκόταν, συνεπεία μη ολοκλήρωσης της εξέτασης της εκκρεμούσης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ουδέν εκ των οποίων ισχύει εν προκειμένω.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of the Congo: Early or forced marriages, including among women and girls; prevalence, related legislation, and the ability to refuse such a marriage; state protection and support services (2019–March 2021) [COD200506.FE], https://www.ecoi.net/en/document/2050986.html (accessed on 02/07/25)
[2] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[3] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[4] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians / Riots / Protests), Custom Date Range: 23/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa, [ημ. 28/05/25]
[5] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,
[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
[7] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/23)
[8] Ό.π..
[9] Ό.π..
[10] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημ. πρόσβασης 22/03/23)
[11] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[12] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11, σελ. 41 (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)
[13] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and  Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender  Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung  und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
   https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημ. πρόσβασης 19/07/23)
[14] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο