ΜΑΡΙΑ ΑΛΚΕΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/20, 8/10/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΑ ΑΛΚΕΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/20, 8/10/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 163/20)

8 Οκτωβρίου, 2025

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΜΑΡΙΑ ΑΛΚΕΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα,

   ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

1.    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Εφεσιβλήτων.

______________________

 

Κ. Μελάς, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Μ. Κυπριανού (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

______________________

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από την Καλλιγέρου, Δ.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα διεκδίκησε προαγωγή στη θέση Ανώτερου Οικονομικού Λειτουργού, Υπουργείο Οικονομικών. Υποψήφιοι για τη θέση ήταν και οι συνάδελφοί της στο Τμήμα, υπηρετούντες όλοι στη θέση Οικονομικού Λειτουργού Α΄(στο εξής ενδιαφερόμενα μέρη «Ε/Μ»). Στη θέση προήχθησαν τα Ε/Μ και η εφεσείουσα καταχώρισε προσφυγή, η οποία μετά την εκδίκασή της από το Διοικητικό Δικαστήριο, απορρίφθηκε.

 

Στην ενώπιον μας έφεση η εφεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους εφέσεως. Με τον πρώτο υποστηρίζει πως λανθασμένα αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα δεν είχε επικαλεσθεί και ούτε απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε/Μ, τέτοια που να φανερώνει έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων. 

 

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η βαρύτητα που δόθηκε από τους εφεσίβλητους κατά την έκδοση της επίδικης πράξης προαγωγής, στα πρόσθετα, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα των Ε/Μ είναι σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογο επιτρεπτή.

 

Πρόσθετα υποστηρίζει, με άλλο λόγο έφεσης, σχετικό επίσης με τα πρόσθετα προσόντα, πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι καθίσταται αχρείαστη η διενέργεια νέας έρευνας αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν των Ε/Μ 1 και 2, ειδικότερα δε όσον αφορά στο Ε/Μ 1, ότι δεν ήταν δυνατή η επαναξιολόγηση και/ή επανεκτίμηση των προσόντων του στο πλαίσιο της επίδικης διαδικασίας και δεν υφίστατο πεδίο για νέα και ουσιαστική έρευνα από τον εφεσίβλητους επ’ αυτού.

 

Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλει την ορθότητα της απόρριψης του λόγου ακύρωσης περί πλάνης κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ως αβάσιμου, ειδικότερα σε σχέση με την αρχαιότητά της, καθώς και της απόσπασης του Ε/Μ 4 σε άλλη θέση όπου ασκούσε άσχετα με την θέση καθήκοντα.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης η εφεσείουσα επέλεξε, μέσω των δικηγόρων της, να αναπτύξει δύο λόγους έφεσης μαζί, με άλλη σειρά από την περιγραφόμενη ανωτέρω. Αποτελούσε, κατά τη θέση της, σφάλμα του Δικαστηρίου η κρίση του ότι δεν αποτελούσε δικό του έργο ο έλεγχος και η απόφαση περί της «συνάφειας» των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, καθώς επίσης ότι δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία στο γεγονός της υπεροχής της εφεσείουσας στην αρχαιότητα έναντι των Ε/Μ, καθώς και στη πείρα της που προέκυπτε από την εκτέλεση των καθηκόντων των προηγούμενων θέσεων.

 

 Καταγράφουμε αρχικά το κανονιστικό πλαίσιο, δηλαδή το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, που είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο δημοσίευσης της κενής θέσης το 2017, ως ακολούθως:

 

«Σχέδιο Υπηρεσίας για το Υπουργείο Οικονομικών

 

Ι. ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ: (Θέση Προαγωγής).

 

Εγκεκριμένη Μισθοδοτική Κλίμακα:

    Α13 (επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις): £4.939.

 

Καθήκοντα και ευθύνες:

 

(α)     Βοηθά τον Οικονομικό Διευθυντή της Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών στην οποία είναι τοποθετημένος, στην οργάνωση, στη διοίκηση, στον έλεγχο, στο συντονισμό και στην αποτελεσματική διεξαγωγή των εργασιών της Διεύθυνσης αυτής.

        

(β)    Συμβουλεύει και βοηθά στη διαμόρφωση και εφαρμογή της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

 

(γ)     Αναλαμβάνει ή/και μεριμνά για τη διεξαγωγή οικονομικών μελετών και ερευνών.

 

(δ)     Εποπτεύει, καθοδηγεί, ελέγχει και εκπαιδεύει κατώτερο προσωπικό.

 

(ε)     Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατεθούν.

 

                   Απαιτούμενα προσόντα:

 

(1)      Τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Οικονομικού Λειτουργού Α΄ ή/και στην προηγούμενη θέση Δημοσιονομικού Λειτουργού Α΄.

 

(2)   Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

 

(3)   Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε κλάδο των Οικονομικών ή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ή στη Δημόσια Διοίκηση ή στις Διοικητικές Επιστήμες ή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, αποτελεί πλεονέκτημα.»    

 

Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι στα Ε/Μ πιστώθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η κατοχή της παραγράφου (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε σχέση με το πλεονέκτημα, όπως αναφέρεται πιο πάνω στο σχετικό απόσπασμα, αλλά όχι στην εφεσείουσα.

 

Περαιτέρω στο Ε/Μ 4 αναγνωρίστηκε η κατοχή πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος, που ήταν ο διδακτορικός τίτλος στα Οικονομικά.

 

Ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα Ε/Μ, προβάλλοντας ως αιτιολογία την ισοδυναμία των υποψηφίων σε αξία και την υπεροχή των Ε/Μ σε προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατείχαν το προσόν πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, χωρίς να παραβλέπει παράλληλα ότι η εφεσείουσα υπερείχε αυτών σε αρχαιότητα. Έναντι των Ε/Μ 1 και 2, υπερείχε λόγω διορισμού της σε θέσεις πριν τον διορισμό στη δομή του εν λόγω Τμήματος. Ειδικότερα, ενώ και οι τρεις υποψήφιες διορίστηκαν από τις 17/8/1998 στη θέση Οικονομικού Λειτουργού και προήχθησαν την 1/12/2005, στη θέση Οικονομικού Λειτουργού Α΄, η εφεσείουσα είχε προηγουμένως διοριστεί στη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας την 1/7/1992, στη θέση Βοηθού Φοροθέτη, 2ης Τάξης (Φόρου Εισοδήματος) στις 3/2/1992 και στη θέση Γενικού Γραφέα στις 16/9/1991. Σε σχέση με τα Ε/Μ 3 και 4, η εφεσείουσα υπερείχε σε αρχαιότητα στη θέση Οικονομικού Λειτουργού Α΄ κατά δύο χρόνια και οκτώ μήνες, αφού τα εν λόγω Ε/Μ διορίστηκαν στη θέση Οικονομικού Λειτουργού Α΄ την 1/8/2008.

 

Αντίστοιχη αιτιολογία με αυτήν του Διευθυντή στη σύστασή του κατέγραψε και η ΕΔΥ στο πρακτικό της, αποφασίζοντας να επιλέξει τα Ε/Μ ως καταλληλότερους υποψηφίους για την επίδικη θέση, λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν εξαίρετοι σε αξία, τα Ε/Μ υπερείχαν λόγω της κατοχής του προσόντος πλεονεκτήματος στο Σχέδιο Υπηρεσίας, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς να παραγνωρίζεται η υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα, ως περιγράφεται ανωτέρω.

 

Έχοντας μελετήσει το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου, καθώς και την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν διαπιστώνουμε κανένα σφάλμα στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης και την αιτιολογία αυτής.

 

Αντίθετα στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, διαπιστώνουμε πως εσφαλμένα γίνεται αναφορά στο πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, ωσάν να πρόκειται για πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, μη  προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας είτε ως απαραίτητο είτε ως πλεονέκτημα, του οποίου πρέπει να εξετάζεται η σχετικότητά του και/ή η συνάφειά του με τα καθήκοντα της θέσης, για να μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

Αυτή η νομολογία, που αποτελεί πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφορά στα πρόσθετα προσόντα, που δεν είναι ούτε απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά ούτε και προβλέπονται ως πλεονέκτημα. Τέτοια προσόντα («πρόσθετα») μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνο εάν προηγηθεί κρίση της ΕΔΥ ότι είναι «σχετικά» με τα καθήκοντα της θέσης. Είναι εντελώς εσφαλμένη η αντίληψη της εφεσείουσας ότι τέτοια κρίση πρέπει να προηγηθεί και σε σχέση με το προσόν πλεονέκτημα, που προβλέπεται ως τέτοιο στο σχέδιο υπηρεσίας. 

 

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, το Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε ως πλεονέκτημα στην παράγραφο (3) «Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε κλάδο των Οικονομικών ή στη Διοίκηση Επιχειρήσεων ή στη Δημόσια Διοίκηση ή στις Διοικητικές Επιστήμες ή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές».

 

Η κρίση της ΕΔΥ για την κατοχή του πλεονεκτήματος δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο ως παράνομη, στο μέτρο που ήθελε κριθεί ως εύλογα επιτρεπτή. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση σε μια τέτοια κρίση του αρμόδιου οργάνου, έστω και αν έχει διαφορετική εκτίμηση.

 

Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να εξετάσει την «σχετικότητα» των προσόντων των Ε/Μ με τα καθήκοντα της θέσης, είναι εσφαλμένοι και απορρίπτονται, αφού αποτελούσε πρόβλεψη του κανονιστικού νομοθέτη πως αυτά θα μετρούσαν ως πλεονέκτημα, αν αφορούσαν μεταπτυχιακούς τίτλους στους κλάδους που περιγράφονται. Οι ισχυρισμοί δε ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο οι ακαδημαϊκοί τίτλοι ήταν στην ειδικότητα που αναφέρεται στην παράγραφο (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας, παραβλέπει ότι έφερε η ίδια η εφεσείουσα το βάρος απόδειξης ότι η ΕΔΥ έσφαλε στην εκτίμησή της για το θέμα αυτό. Παρέλειψε δε, πέραν των ισχυρισμών και την προσκόμιση διαφόρων εγγράφων για τα προγράμματα σπουδών, κ.λ.π., στις γραπτές αγορεύσεις, να υποβάλει αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας, ώστε το Δικαστήριο να την εξετάσει στα πλαίσια εξέτασης του ισχυρισμού για πλάνη.

 

Σε ό,τι αφορά δε στον ισχυρισμό για πλάνη στην προσμέτρηση της πείρας του Ε/Μ 4, η οποία δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη ή/και διαζευκτικά να ληφθεί υπόψη η υπεροχή της εφεσείουσας έναντι αυτού, καθότι το Ε/Μ 4 είχε αποσπαστεί για σκοπούς της Προεδρίας της Δημοκρατίας και ασκούσε άλλα καθήκοντα από τα καθήκοντα της θέσης, ορθά ο ισχυρισμός απορρίφθηκε, καθότι η απόσπαση που αποφασίζεται από την υπηρεσία και συνεπάγεται την άσκηση άλλων καθηκόντων δεν μπορεί να αποβεί είτε εις βάρος του αποσπασθέντος υπαλλήλου, ούτε και να προσπορίσει όφελος λόγω της άσκησης άλλων καθηκόντων.     

 

Πολύ ορθά επίσης αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, με τα δεδομένα ενώπιόν του και με δεδομένη την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο προβαίνει μόνο σε έλεγχο νομιμότητας.

 

Ενόψει της κατάληξής μας ότι η εκκαλούμενη δικαστική απόφαση κρίνεται ορθή και ότι βάσει αυτής δεν ανατράπηκε το τεκμήριο νομιμότητας της επίδικης διοικητικής πράξης, κανένας από τους λόγους έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €3.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο