ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 1685/23
17 Οκτωβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D.N.Μ.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Χ. Δημητρίου (κα) για Αι. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση
[Ο Αιτητής παρών]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 24/05/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν, άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν»), κάτοχος δελτίου ταυτότητας της χώρας καταγωγής του. Σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε το Καμερούν στις 23/09/2019, μεταβαίνοντας μέσω Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 27/09/2019 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 05/04/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, παρέχοντας του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 28/04/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και την ίδια ημέρα, λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 24/05/2023, παραλήφθηκε από τον Αιτητή στις 29/05/2023, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη κατανόηση του περιεχομένου της.
Εμπρόθεσμα ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση προβάλλοντας πλήθος νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και αναγνώριση αυτού ως πρόσφυγας.
Με τη γραπτή της αγόρευση η κ. Κουπαρή προωθεί τη θέση ότι οι Καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να ερευνήσουν δεόντως το αίτημα του Αιτητή. Επιπλέον αποτελεί θέση της πως οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν ορθά τον περί Προσφύγων Νόμο, ενώ η απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη περί το νόμο και κατά κατάχρηση εξουσίας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας και ότι ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει από το Νόμο. Ακόμη, αποτελεί θέση τους ότι ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν απολύτως ισχυρισμό, ο οποίος να συνηγορεί προς το γεγονός ότι αυτός εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή συμπληρωματικής προστασίας και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή εμμένει στη θέση της περί μη δέουσα έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εγκαταλείποντας τους λοιπούς της ισχυρισμούς, οι οποίοι και απορρίπτονται χωρίς περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας o Αιτητής δήλωσε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του μετά από ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο “Nsenak Bar”, του οποίου ήταν ιδιοκτήτης. Συγκεκριμένα, ανέφερε σε περιστατικό όπου δύο άνδρες αναζητούσαν κάποια πρόσωπα – πελάτες του μαγαζιού του Αιτητή και όταν ο ίδιος δήλωσε άγνοια ως προς το που ευρίσκονταν τα εν λόγω πρόσωπα, τον στοχοποίησαν κατηγορώντας τον ότι τους κρύβει. Έτσι, αναγκάστηκε να λάβει βοήθεια από έναν φίλο του ώστε να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής του (ερ. 1 του Δ.Φ.).
Στα πλαίσια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Bova του Καμερούν, την οποία εγκατέλειψε για επαγγελματικούς λόγους μεταβαίνοντας στην πόλη Κumba όπου διέμεινε για τρία με πέντε χρόνια μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, θεωρώντας ωστόσο ως τόπο συνήθους διαμονής του την πόλη Bova - Bomboko. Κατά δήλωσή του νυμφευμένος και έχει δίδυμες θυγατέρες ηλικίας 12 ετών, οι οποίες διαμένουν με τη σύζυγό του στη χωρίο Mile 19, προσθέτοντας πως λόγω της κρίσης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του η οικογένειά του δυσκολεύεται να εξεύρει τροφή για την επιβίωσή της. Αναφορικά με την ευρύτερη οικογένεια του ο Αιτητής δήλωσε πως οι γονείς του έχουν αποβιώσει πολλά χρόνια πριν και έχει τέσσερα αδέλφια και μία αδελφή οι οποίοι διαμένουν στο χωριό Bova, με τους οποίους δεν έχει συχνή επικοινωνία καθότι ένας εκ των αδελφών του αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα λόγω της κρίσης στην χώρα καταγωγής του. Περαιτέρω, δήλωσε αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο ότι είναι απόφοιτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εργασιακή εμπειρία στη φανοποιεία οχημάτων από το 2008 έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του
Κατά την ελεύθερη αφήγησή του και ως προς τους λόγους που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην κρίση που επικρατεί στο Καμερούν εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου. Η πρόθεσή του ήταν να προστατεύσει την ζωή του, η οποία ευρισκόταν σε κίνδυνο εκεί.
Ο Αιτητής εξέφρασε το φόβο του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της εμπλοκής του αδελφού του στο «πρόβλημα του Καμερούν» όπως το χαρακτήρισε (ερ. 36 – 1Χ του Δ.Φ.).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκε στην αίτησή του για διεθνή προστασία κληθείς να αποσαφηνίσει την αναφορά του για τη δίωξή του από 2 άτομα, ο Αιτητής δήλωσε πως του τέθηκαν διαφορετικές ερωτήσεις από εκείνες της συνέντευξης. Κληθείς να διευκρινίσει το άμεσο γεγονός που προκάλεσε την αναχώρησή του δήλωσε πως κινδύνευε η ζωή του λόγω των προσώπων που δίωκαν τον αδελφό του, πρόσωπα τα οποία χαρακτήρισε “gun people” και “shooters”. Διευκρινίζοντας, στη συνέχεια, ανέφερε πως επρόκειτο για το στρατό, ο οποίος καταζητούσε τον αδελφό του λόγω της ένταξης του στην άλλη πλευρά (ερ. 35 – 1Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς σχετικά ο Αιτητής δήλωσε πως διαμένοντας στην ίδια οικία με τον αδελφό του είχε πληροφορηθεί ότι διώκεται από τα εν λόγω άτομα και έτσι κινδύνευε και η δική του ζωή. Περαιτέρω, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε περιστατικά κατά τα οποία ο στρατός πραγματοποιούσε πυροβολισμούς και κληθείς να αναφερθεί σε λεπτομέρειες δήλωσε πως τους είχαν επισκεφθεί πολλές φορές κατά τις οποίες ο Αιτητής διέφευγε αποφασίζοντας εν τέλει να διαφύγει οριστικά. Ο Αιτητής δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε πραγματοποιήθηκε η τελευταία τους επίσκεψη αποδίδοντας το στον συναισθηματικό του τραυματισμό. Ο Αιτητής, ερωτηθείς που διέμενε μετά την διαφυγή του, ανέφερε ότι αρχικά διέμενε στην Kumba, από όπου στη συνέχεια μετέβη στην περιοχή του Litoral, καθώς θεωρούσε ότι εκεί δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα (ερ. 35 – 2Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο, όπως κατέθεσε, ούτε εκεί κατάφερε να ηρεμήσει, ενώ παράλληλα το κόστος διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Σε σχετικές ερωτήσεις δεν μπόρεσε να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο αναχώρησής του από την Kumba προς το Litoral, ούτε να θυμηθεί την ακριβή περιοχή της Douala όπου διέμεινε, επικαλούμενος σύγχυση και τραυματική ψυχολογική κατάσταση. Ομοίως, δεν μπόρεσε να δώσει σαφή απάντηση σχετικά με τη διάρκεια παραμονής του στην πόλη Douala.
Σε ερώτηση εάν έχει συμμετάσχει ο ίδιος σε δραστηριότητες εναντίον των καμερουνέζικων αρχών ή στις ενέργειες των αυτονομιστικών ομάδων, απάντησε κατηγορηματικά αρνητικά (ερ. 35 – 2Χ του Δ.Φ.). Ανέφερε ότι, λόγω της συμμετοχής του αδελφού του σε ομάδα αποσχιστών, υπήρχε ο κίνδυνος να θεωρηθεί και ο ίδιος ύποπτος από τις καμερουνέζικες αρχές και να υποστεί βία, ακόμη και από πυροβολισμούς σε περίπτωση έρευνας στο σπίτι ή στο κατάστημά του (ερ. 34 του Δ.Φ.). Ωστόσο, διευκρίνισε ότι ο ίδιος προσωπικά δεν υπέστη κανένα συγκεκριμένο περιστατικό ή άμεση δίωξη από τις αρχές του Καμερούν.
Ερευνώντας περαιτέρω τις θέσεις του Αιτητή, υπεβλήθηκα επιπλέον διευκρινιστικές ερωτήσεις κατά τις οποίες ο Αιτητής ανέφερε ότι ο αδελφός του με την ένταξή του στους “Amba boys”, συμμετείχε σε επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να καταζητείται συνεχώς από την αστυνομία και τον στρατό (ερ. 34 – 2Χ του Δ.Φ.). Σύμφωνα με τον Αιτητή, ο αδελφός του συνήθιζε να επιστρέφει κρυφά στο πατρικό σπίτι, γεγονός που ανάγκασε την υπόλοιπη οικογένεια να εγκαταλείψει την κατοικία της. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο της ένταξης του αδελφού του στην ομάδα, εκτίμησε όμως ότι αυτή έλαβε χώρα στις αρχές του 2016 ή 2017. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνώριζε τον λόγο για τον οποίο ο αδελφός του εντάχθηκε στην ένοπλη ομάδα, παρότι ο ίδιος τον είχε συμβουλέψει να μην συμμετάσχει. Ως μέλος της ομάδας («Amba boy»), συνέχισε να εργάζεται ως αγρότης αλλά παράλληλα επιτίθετο στην αντίπαλη πλευρά, κάτι το οποίο ο Αιτητής το έμαθε όταν ο στρατός αναζητούσε τον αδελφό του, ωστόσο, επεσήμανε ότι οι στρατιώτες εισέβαλαν και άνοιγαν πυρ αδιακρίτως (ερ. 33 – 1Χ του Δ.Φ.). Μάλιστα, υποστήριξε ότι γνώριζε πως στόχος τους ήταν ο αδελφός του, διότι εκείνος συνήθιζε να έρχεται και να φεύγει από το σπίτι, και κάθε φορά που αντιλαμβάνονταν την παρουσία του, ο στρατός επενέβαινε βίαια.
Ο Αιτητής δήλωσε επιπλέον ότι η ζωή του ήταν ανασφαλής, καθώς ο στρατός του Καμερούν αναζητούσε τον αδελφό του ως μέλος των «Amba boys». Σύμφωνα με τον ίδιο, σε αντίστοιχες περιπτώσεις συγγενείς ή άτομα που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο θανάτου, όπως έχει συμβεί σε πολλά περιστατικά (ερ. 33 – 2Χ-3Χ του Δ.Φ.). Ανέφερε ότι δεν στοχοποιήθηκε προσωπικά, ωστόσο κινδύνευε άμεσα λόγω της σχέσης του με τον αδελφό του, και ότι οι στρατιώτες επισκέφθηκαν κατ’ επανάληψη την οικία του, ωστόσο ο ίδιος απουσίαζε από την οικία, καθώς εάν ήταν παρών, θεωρεί ότι θα είχε σκοτωθεί.
Στη συνέχεια, περιέγραψε ότι η οικία υπέστη ζημιές από τα πυρά, καθώς σφαίρες χτύπησαν και κατέστρεψαν τμήματά του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά να εγκαταλείψει την περιοχή (ερ. 33 – 3Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής, περαιτέρω, κατέθεσε ότι, μετά τις επανειλημμένες επιθέσεις του στρατού με πυροβολισμούς, η οικία του υπέστη ζημιές που την καθιστούσαν ολοένα και λιγότερο κατοικήσιμη (ερ. 32 – 1Χ του Δ.Φ.). Αρχικά, επέστρεφαν προσωρινά μετά από κάθε επίθεση, ωστόσο λόγω της συχνότητας και της έντασης των επιδρομών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οριστικά την κατοικία και να καταφύγουν στα δάση.
Αναφορικά με τη διαμονή του στην Kumba, ο Αιτητής κατέθεσε ότι διέμεινε εκεί όσο η κατάσταση στη χώρα ήταν ακόμη ήρεμη, αλλά με την έναρξη της κρίσης και τις επιθέσεις που οδήγησαν στην καταστροφή της επιχείρησής του, αναγκάστηκε να φύγει (ερ. 32 του Δ.Φ.). Έπειτα μετέβη στο χωριό του, όπου πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός του είχε ενταχθεί στους “Amba boys” οπότε και επέστρεψε στην Kumba, όπου η ζωή του ήταν δύσκολη, και τελικά εγκαταστάθηκε στην επαρχία Litoral (ερ. 32 του Δ.Φ.), χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια ημερομηνίες των γεγονότων ή των μετακινήσεών του στις οποίες αναφέρθηκε.
Σε ερώτηση αναφορικά με τον φόβο του σε περίπτωση επιστροφής, απάντησε ότι κινδυνεύει η ζωή του, καθώς λόγω της εμπλοκής του αδελφού του με τους ένοπλους, υπάρχει κίνδυνος να στοχοποιηθεί και ο ίδιος και να τραυματιστεί. Δεν έχει άμεση επικοινωνία με τον αδελφό του, αλλά γνωρίζει την κατάσταση από ειδήσεις και ραδιόφωνο.
Ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά στο ενδεχόμενο της μετεγκατάστασης του σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής του (ερ. 31 του Δ.Φ.).
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αφορά την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός, ο δε δεύτερος σχετικά με την εγκατάλειψη του Καμερούν λόγω του ότι κινδυνεύει από το στρατό ο οποίος διώκει τον αδελφό του εξαιτίας της συμμετοχής του στους “Amba boys”, ισχυρισμός ο οποίος απορρίφθηκε καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνταν συνοχής και επαρκών πληροφοριών.
Ειδικότερα κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι ο Αιτητής, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, δεν κατάφερε να παράσχει σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την φερόμενη συμμετοχή του αδελφού του στους "Amba Boys". Παρ’ όλο που ανέφερε ότι προσπάθησε να τον πείσει να μην ενταχθεί, δεν ανέφερε συγκεκριμένα πώς προσπάθησε να τον μεταπείσει, ούτε τις κινήσεις που οδήγησαν τον αδελφό του να ενταχθεί στην ομάδα. Όταν ερωτήθηκε για τις συζητήσεις τους σχετικά με την απόφαση του αδελφού του, ο Αιτητής απέφυγε να δώσει λεπτομέρειες και περιορίστηκε σε γενικές αναφορές, λέγοντας ότι ο αδελφός του συμμετείχε στις επιθέσεις και ότι γι' αυτό τον αναζητούσε ο στρατός του Καμερούν. Ο Αιτητής απέτυχε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους ο αδελφός του εντάχθηκε στους "Amba Boys", ισχυριζόμενος ότι δεν γνώριζε και ότι ο αδελφός του δεν τους είχε αποκαλύψει ποτέ τα κίνητρα του. Η αναφορά του Αιτητή σχετικά με το ότι ο αδελφός του αναζητήθηκε από τον στρατό του Καμερούν ήταν επίσης ασαφής και μη τεκμηριωμένη. Όταν ρωτήθηκε για τους λόγους που αναζητούσαν τον αδελφό του, ο ίδιος δήλωσε γενικά ότι το έκαναν επειδή ήξεραν για τη συμμετοχή του στους "Amba Boys". Αν και ανέφερε ότι η στρατιωτική επιχείρηση είχε πραγματοποιηθεί στο σπίτι του, δεν κατάφερε να εξηγήσει επαρκώς πώς έμαθε ότι ο αδελφός του αναζητείτο, αναφέροντας μόνο ασαφείς και γενικές πληροφορίες, ενώ η αναφορά του για το περιστατικό ήταν ασύνδετη. Όσον αφορά τα φερόμενα επεισόδια επίθεσης από τον στρατό στην οικία του, ο Αιτητής δεν κατάφερε να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες, ούτε να προσδιορίσει ημερομηνίες ή άλλες λεπτομέρειες για τα συμβάντα. Παρά την ερώτηση του λειτουργού για τη φύση των επιθέσεων, ο Αιτητής περιορίστηκε να αναφέρει γενικά ότι οι στρατιώτες πυροβόλησαν το σπίτι και ότι η οικογένεια του έφυγε για να ζήσει στο δάσος, χωρίς να παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία για το πώς καταστράφηκε η οικογενειακή οικία. Ούτε η αναφορά του για τη ζωή του σε περιοχή της Douala ήταν σαφής ή τεκμηριωμένη, καθώς αδυνατούσε να προσδιορίσει την περίοδο ή τον τόπο διαμονής του. Εξαιτίας όλων των παραπάνω και δεδομένου ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τα επίμαχα γεγονότα ήταν ασαφείς, ατεκμηρίωτες και ασυνάρτητες, δεν τεκμηριώνεται εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα, ανατρέχοντας σε πηγές πληροφόρησης, οι οποίες επιβεβαίωσαν πως οι καμερουνέζικες δυνάμεις ασφαλείας έχουν διαπράξει σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες περιλαμβάνουν εξωδικαστικές εκτελέσεις, υποχρεωτικές εξαφανίσεις, σεξουαλική και έμφυλη βία, αυθαίρετες συλλήψεις, σωματική κακοποίηση και βασανιστήρια σε πολίτες και μαχητές. Επίσης, οι πολίτες συχνά γίνονται στόχοι όταν οι δυνάμεις ασφαλείας αντιδρούν σε επιθέσεις των αποσχιστών. Τέλος, οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν σκοτώσει πολίτες, χρησιμοποιήσει αδιακρίτως βία και καταστρέψει ή λεηλατήσει οικίες. Παρά τις ανωτέρω πληροφορίες στις εξωτερικές πηγές, ελλείψει της εσωτερικής αξιοπιστίας ο ισχυρισμός απορρίφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ως αναξιόπιστος
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου και στα πλαίσια των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν αλλά και για τη βία και τις εντάσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αγγλόφωνων αυτονομιστών. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, κατέληξε πως υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατούσε στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ωστόσο κατά τη νομική ανάλυση κρίθηκε από τα στοιχεία και το προφίλ του Αιτητή, τις δηλώσεις του και την ανάλυση κινδύνου ότι δεν προέκυπτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, προσθέτοντας ότι ελλείψει οποιασδήποτε προσωπικά υφιστάμενης απειλής εις βάρος του Αιτητή, δεν προέκυψε κίνδυνος σοβαρής βλάβης στα πλαίσια των άρθρων 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Σε σχέση δε με τις προϋποθέσεις ένταξής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα», λαμβάνοντας υπόψιν πληροφορίες για τη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν όπως και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν πληρούνταν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπαγωγής του στο συγκεκριμένο άρθρο. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι αφενός μεν τα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων δεν ανέρχονταν σε τέτοια επίπεδα που θα μπορούσε να εκτιμηθεί ότι οποιοσδήποτε άμαχος θα μπορούσε να κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας στη νοτιοδυτική περιφέρεια, αφετέρου δε ο Αιτητής δεν παρουσίαζε στοιχεία ευαλωτότητας που θα μπορούσαν δυνητικά να αυξήσουν τις πιθανότητες να κινδύνευε λόγω της ένοπλης σύρραξης στο αγγλόφωνα τμήμα του Καμερούν.
Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, αντίθετα στο προωθούμενο από τη συνήγορο του Αιτητή ισχυρισμό, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης και τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς επίσης προέβη σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, όπου αυτό ήταν δυνατό, επεξηγώντας τους λόγους απόρριψης ξεχωριστά για κάθε ισχυρισμό. Παρόλη τη μη προώθηση σχετικού ισχυρισμού από πλευράς Αιτητή, παρατηρώ πως οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στο τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, θεωρώντας αυτό ως την πόλη Kumba, ωστόσο από ανάγνωση του πρακτικού της συνέντευξης το Δικαστήριο διαπιστώνει πως οι αναφορές του Αιτητή σε σχέση με την διαμονή του στην πόλη Kumba είναι γενικές και καθόλου σαφείς. Άλλωστε ερωτηθείς ειδικά ο Αιτητή δήλωσε ως τόπο συνήθους διαμονής του την πόλη Bova – Bomboko (ερ. 40, 39 – 2Χ & 38 – Χ του Δ.Φ.). Ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα προβεί πιο κάτω στο πλαίσιο της κατ’ ουσίαν εξέτασης της παρούσας σε ορθή υπαγωγή και αντίστοιχη έρευνα με σκοπό τη θεραπεία της συγκεκριμένης παρατυπίας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ορθή την αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση. Μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αρχικά γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου και σύμφωνα με την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, οι δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού, ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή, διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνταν επαρκών πληροφοριών και οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του τέθηκαν χαρακτηρίζονταν από γενικότητες, αοριστίες και ασυνέπειες. Αρχικά, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δήλωσε στην αρχική του αίτηση ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή κατηγορήθηκε ότι έκρυβε δύο αποσχιστές στον τόπο εργασίας του, ενώ κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης ουδέν σχετικό ανέφερε και ειδικότερα δεν ανέφερε καμία κατηγορία εναντίον του από τις καμερουνέζικες αρχές για την απόκρυψη των αποσχιστών (ερ. 1 του Δ.Φ.). Όταν ρωτήθηκε για να διευκρινίσει, ο Αιτητής δήλωσε με ασάφεια ότι, κατά την άφιξή του στη Κύπρο, οι κυπριακές αρχές δεν τον ρώτησαν τις ίδιες ερωτήσεις για τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, όπως τον ρώτησε ο αρμόδιος λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη (ερ. 36 – 2Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο όταν δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησης, να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αναφέρθηκε σε κίνδυνο ζωής και στην ανασφάλεια λόγω του εμφυλίου πολέμου στο Καμερούν. Μόνο όταν ερωτήθηκε για το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής στο Καμερούν σήμερα, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο αδελφός του είναι εμπλεκόμενος με τους «ανθρώπους με τα όπλα ή τους σκοπευτές» (“gun people”, “the shooters”), τους οποίους αργότερα χαρακτήρισε ως «Amba boys», στο Καμερούν και ο στρατός ψάχνει τον αδελφό του (ερ. 36 – 1Χ-3Χ του Δ.Φ.). Επομένως, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σταθερός στις δηλώσεις του αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους διέφυγε από τη χώρα του και δεν κατόρθωσε να αποσαφηνίσει τις διαφορετικές δηλώσεις του, παρά τις προσπάθειες των Καθ’ ων η αίτηση προς τούτο.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι ο Αιτητής, σε ολόκληρη την αφήγησή του κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, δεν κατάφερε να δώσει ούτε κατά προσέγγιση χρονολογικές ημερομηνίες για τα ισχυριζόμενα περιστατικά και γεγονότα που ανέφερε, επικαλούμενος τον συναισθηματικό/ψυχολογικό του τραυματισμό.
Επιπλέον, ο Αιτητής δήλωσε, όταν ερωτήθηκε για την οικογένειά του, ότι είχε μόνο έναν αδελφό που βρίσκεται στο χωριό Bova, ενώ αργότερα όταν ερωτήθηκε να αναπτύξει τις ισχυριζόμενες επιθέσεις του καμερουνέζικου στρατού στην οικία του, δήλωσε ότι έχει 4 αδέλφια (ερ. 32 & 31 1Χ του Δ.Φ.). Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει την εν λόγω ασυνέπεια, ο Αιτητής δήλωσε με αόριστο τρόπο ότι όταν είχε ερωτηθεί για τους γονείς και τα αδέλφια του, δεν κατάλαβε καλά την ερώτηση (ερ. 31 – 1Χ του Δ.Φ.).
Οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την εμπλοκή του αδελφού του στους «Amba Boys» ήταν αόριστες και ελλιπείς καθώς από τη μία δήλωσε πως όταν έμαθε ότι ο αδελφός του αποφάσισε να ενταχθεί στους «Amba Boys», προσπάθησε να τον πείσει να μην ενταχθεί, αλλά από την άλλη δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να το πράξει (ερ. 34 – 2Χ & 33 – 1Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής γενικά απέφυγε να απαντήσει στην σχετική ερώτηση και παρέμεινε αόριστος και χωρίς λεπτομέρειες, επαναλαμβάνοντας ότι ο αδελφός του εντάχθηκε στους «Amba Boys» και επειδή συμμετείχε στις επιθέσεις, τον αναζητούσε ο στρατός του Καμερούν (ερ. 34 – 2Χ του Δ.Φ.). Οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τη σύνδεση της ισχυριζόμενης δραστηριότητας του αδελφού του με το ότι ο ίδιος δεν αισθανόταν ασφαλής στο Καμερούν ήταν επίσης γενικές και αόριστες και χωρίς να παράσχει ουδεμία πληροφορία για αυτό τον ισχυρισμό δημιουργώντας λογική συσχέτιση των δύο αυτών θέσεων του (ερ. 36 – 2Χ-3Χ, 35, 34 & 31 του Δ.Φ.).
Σε ερώτηση του λειτουργού για το πώς έμαθε ότι ο αδελφός του αναζητείτο από τις καμερουνέζικες αρχές, ο Αιτητής δήλωσε με αόριστο τρόπο ότι, πρώτα, το έμαθε από φήμες και αργότερα δήλωσε ξανά με αόριστο τρόπο ότι όταν ο στρατός επιτέθηκε στην οικία του, έψαχναν τον αδελφό του, αλλά δεν τον ρώτησαν για αυτόν (ερ. 33 – 1Χ του Δ.Φ.). Στη συνέχεια, ερωτηθείς για τις ενδείξεις που είχε ώστε να καταλήξει στην διαπίστωση πως η ζωή του δεν ήταν ασφαλής λόγω των υποτιθέμενων δραστηριοτήτων του αδελφού του στους «Amba Boys», ο Αιτητής με αοριστία δήλωσε πως από φήμες είχε πληροφορηθεί για περιπτώσεις στις οποίες ο στρατός αναζητούσε ένα μέλος των «Amba boys» και ο περίγυρός τους δολοφονούνταν (ερ. 33 – 2Χ του Δ.Φ.).
Όσον αφορά τις ισχυριζόμενες επιθέσεις του καμερουνέζικου στρατού στην οικία του ήταν άνευ περιεχομένου και αόριστες, καθότι δεν τις προσδιόρισε ούτε χρονικά αλλά ούτε και κατόρθωσε να αναπτύξει μία από αυτές αναφέροντας μόνο ότι ο στρατός κατέστρεψε την οικία του (ερ. 33 – 2Χ & 32 – 1Χ του Δ.Φ.).
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, διαπιστώνεται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή συνιστώνται σε προσωπικού χαρακτήρα περιστατικά τα οποία δε δύναται να εντοπισθούν και να επιβεβαιωθούν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ωστόσο, οι εξωτερικές πηγές βεβαιώνουν τη μη διεθνή ένοπλη διαμάχη μεταξύ των Ambazonias/Amba Boys και του καμερουνέζικου στρατού στις νοτιοδυτικό και βορειοδυτικό τμήμα του Καμερούν.[1]
Παρά το ότι η διαμάχη στην οποία αναφέρεται ο Αιτητής στην αφήγησή του επιβεβαιώνεται από τις ανευρεθείσες πληροφορίες, ελλείψει της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που θα διατρέξει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ανατρέχοντας και πάλι στο πρακτικό της συνέντευξης, όπως εκτέθηκε αναλυτικά και ανωτέρω, δήλωσε φόβο δίωξης από τον καμερουνέζικο στρατό, εξαιτίας της συμμετοχής του αδελφού του στους “Amba boys”.
Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή, κρίνω ότι το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του Αιτητή δεν είναι βάσιμο και δικαιολογημένο καθώς ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος και ως εκ τούτου δεν προκύπτουν στοιχεία επικείμενης στοχοποίησης και/ή δίωξης του Αιτητή από τον καμερουνέζικο, σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν. Σε κάθε περίπτωση, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, ο Αιτητής δεν βίωσε κάποια κακοποιητική συμπεριφορά ούτε του συνέβη κάτι προσωπικά μέχρι και τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα του.
Από το ιστορικό του Αιτητή όπως φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
Με βάση τα πιο πάνω και ελλείψει παρελθούσας εις βάρος του Αιτητή πράξης δίωξης, κρίνω ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματική, υφιστάμενη και τρέχουσα απειλή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, και ως εκ τούτου ο φόβος του κρίνεται αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Περαιτέρω, εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά και αιτιολογημένα, κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής σε περίπτωση επιστροφής του υπό τα άρθρα 19(2)(α) και (β) του Νόμου.
Σε σχέση όμως το άρθρο 19(2)(γ) του ως άνω Νόμου θα προχωρήσω σε διερεύνηση των συνθηκών που επικρατούσαν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Bova - Bomboko , όπως ήδη κρίθηκε πιο πάνω, σε συνάρτηση με τις προσωπικές του περιστάσεις στα πλαίσια διερεύνησης των προϋποθέσεων υπαγωγής στο συγκεκριμένο άρθρο.
Προς τούτο το Δικαστήριο προχώρησε σε πλήρη έρευνα ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ανατρέχοντας σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια του νοτιοδυτικό Καμερούν, επί της οποίας βρίσκεται ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή (Bova – Bomboko.
Σε σχέση με την περιοχή του Νοτιοδυτικού Καμερούν, όπου και ανήκει ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, επικαιροποιημένες πληροφορίες αρχικά αναφέρουν ότι βάσει της ιστοσελίδας RULAC, πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[2], κρίνοντας με κριτήρια διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου[3], αναφέρει ότι το κράτος είναι εμπλεκόμενο σε διεθνή ένοπλη σύρραξη κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά (Far North), ενώ στη Βορειοδυτική (Northwest) και Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest) αγγλόφωνες αποσχιστικές ομάδες μάχονται κατά της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής.[4]
Συγκεκριμένα, από το τέλος του 2017, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας εμπλέκονται σε ένοπλες συγκρούσεις με αριθμό ομάδων αποσχιστών οι οποίοι δρουν στη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική Περιφέρεια.[5] Ως τέτοιες αποσχιστικές ομάδες αναφέρονται ιδίως, μεταξύ άλλων, οι Ambazonia Governing Council (AGC) και η Interim Government of Ambazonia (IG) καθώς και οι στρατιωτικές πτέρυγες αυτών.[6] Αντιμαχόμενες δυνάμεις στην αγγλόφωνη κρίση συνιστούν δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν και ένοπλες αποσχιστικές ομάδες.[7] Ως προς το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των αποσχιστικών δυνάμεων, σύμφωνα με το portal RULAC, αυτό παραμένει ασαφές, όπως εξάλλου και η δομή τους.[8] Περαιτέρω ως προς τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου επισημαίνεται ότι βάσει της αναφοράς της μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Human Rights Watch για το 2023 οι δυνάμεις ασφαλείας αποκρίθηκαν στις επιθέσεις των αυτονομιστών με επιχειρήσεις, οι οποίες «συχνά αποτύγχαναν να προστατεύσουν τους πολίτες ή τους στόχευσαν ευθέως».[9] Αναφέρονται από την ίδια πηγή περιστάσεις στις οποίες τα θύματα βρήκαν το θάνατο όταν διέφευγαν της μάχης, ενώ «στρατιωτικές επιδρομές κατά καταχρηστικό τρόπο και δολοφονίες πολιτών ενδέχεται να πραγματοποιήθηκαν σε βάρος ιδιωτών για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι συνιστούν αποσχιστές ή σε αντίποινα για επιθέσεις έναντι στρατιωτικών θέσεων».[10] Οι αποσχιστές, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά της Διεθνούς Αμνηστίας, ευθύνονται για εγκλήματα σε βάρος του τοπικού πληθυσμού στις αγγλόφωνες περιοχές, όπως δολοφονίες, απαγωγές, βασανισμούς και καταστροφές κατοικιών.[11] Έχουν στοχοποιήσει πρόσωπα τα οποία υποπτεύονται για συνεργασία με τις δυνάμεις άμυνας και ασφαλείας, καθώς και πρόσωπα τα οποία κατηγορούνται ότι δε συμμορφώθηκαν με εντολές τις οποίες οι αυτονομιστές προσπάθησαν να επιβάλλουν.[12] Αναφορικά με τα χρησιμοποιούμενα όπλα, και ειδικά ως προς τη χρήση εκρηκτικών μηχανισμών οι οποίοι εκ φύσεως είναι δυνατό να επιφέρουν απώλειες αμάχων, οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής υποδεικνύουν την τάση αύξησης των επιθέσεων με τέτοια μέσα εκ μέρους των αυτονομιστών με στόχο τις δυνάμεις ασφαλείας από τις αρχές του έτους 2021, με αμάχους επίσης να αποβιώνουν κατά τη διάρκεια των επιθέσεων αυτών. Η χρήση αυτών αναφέρεται ότι εξακολούθησε και το 2022.[13]
Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σχετικά με τη γεωγραφική έκταση της διένεξης, σε μεγάλο βαθμό οι βιαιότητες περιορίζονται εντός των αγγλόφωνων περιοχών. Είναι εντοπισμένες σε μεγαλύτερο βαθμό στη Βορειοδυτική Περιφέρεια παρά στη Νοτιοδυτική, ενώ οι αγροτικές ζώνες εμφανίζονται περισσότερο προσβεβλημένες συγκριτικά με τα αστικά κέντρα, τα οποία θεωρούνται περισσότερο ασφαλή, αν και προσβάλλονται κατά τρόπο απρόβλεπτο από τις βιαιοπραγίες.[14]
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ACLED ("Armed Conflict Location and Event Data Project") για το διάστημα των τελευταίων 12 μηνών, στη νοτιοδυτική περιφέρεια καταγράφηκαν 430 περιστατικά ασφαλείας (“political violence”), τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 410 ανθρώπων.[15] Σημειωτέον δε, ότι ο πληθυσμός της νοτιοδυτικής περιφέρειας καταγράφεται στους 2.428.200 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση του 2025.[16]
Κατά τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψιν τον αριθμό των καταγεγραμμένων περιστατικών βίας και ασφαλείας κατά τους τελευταίους 12 μήνες συγκριτικά με το μέγεθος του πληθυσμού, δεν προκύπτει πως η αδιάκριτη βία στην εν λόγω περιοχή ανέρχεται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία του Αιτητή εκεί να τον θέσει αντιμέτωπο με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. επίσης Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009, σκέψη 35). Περαιτέρω, και εκ του περισσού λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψεις 36 έως 40), ήτοι ότι αυτός συνιστά ενήλικο άντρα, υγιή, με μόρφωση, ικανό προς εργασία και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του (4 αδέλφια), κρίνω ότι δεν πληρούνται στην περίπτωση του Αιτητή οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, και μετά από κατ’ ουσίαν εξέταση της αίτησης του Αιτητή, ότι ο τελευταίος δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.
Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, καίτοι εκπροσωπείται από συνήγορο, ο Αιτητής κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα των Καθ' ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα και δεδομένης της ανωτέρω διαπίστωσης λανθασμένης υπαγωγής του Αιτητή στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του και ως εκ τούτου της ελλιπούς έρευνας που διεξήχθη από τους Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το συγκεκριμένο σκέλος της έρευνάς τους, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστούν μειωμένα έξοδα στο ποσό των €600 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ
[1] RULAC (The Rule of Law in Armed Conflict Project), CameΦΦroon (map), https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (assessed on 01/09/2025)
[2] RULAC (The Rule of Law in Armed Conflict Project), Cameroon (map), updated on 21/01/2021, https://www.rulac.org (assessed on 01/09/2025)
[3] RULAC, “About RULAC” (2022), διαθέσιμο σε www.rulac.org/about#collapse2accord (assessed on 01/09/2025)
[4]RULAC (The Rule of Law in Armed Conflict Project), Cameroon (map), updated on 21/01/2021, https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (assessed on 01/09/2025)
[5] RULAC, “Cameroon”, updated on 21/01/2021 www.rulac.org/browse/countries/cameroon#collapse1accord, (assessed on 01/09/2025)
[6] RULAC, “Cameroon”, updated on 21/01/2021, www.rulac.org/browse/countries/cameroon#collapse1accord, (assessed on 01/09/2025)
[7] RULAC, “Cameroon”, updated on 21/01/2021 https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord
[8] RULAC, “Cameroon”, updated on 21/01/2021 https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord
[9] HRW, “World Report 2024- Cameroon” (2024), www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon, (assessed on 01/09/2025)
[10] HRW, “World Report 2024- Cameroon” (2024), www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon, (assessed on 01/09/2025)
[11] AI, “WITH OR AGAINST US PEOPLE OF THE NORTH-WEST REGION OF CAMEROON CAUGHT BETWEEN THE ARMY, ARMED SEPARATISTS AND MILITIAS” (2023), www.ecoi.net/en/file/local/2094320/AFR1768382023ENGLISH.pdf, (assessed on 01/09/2025)
[12] AI, “WITH OR AGAINST US PEOPLE OF THE NORTH-WEST REGION OF CAMEROON CAUGHT BETWEEN THE ARMY, ARMED SEPARATISTS AND MILITIAS” (2023), www.ecoi.net/en/file/local/2094320/AFR1768382023ENGLISH.pdf, (assessed on 01/09/2025)
[13] CGVS/CGRA (Belgium), “COI Focus CAMEROUN Régions anglophones : situation sécuritaire” (2023), www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20230220.pdf, (assessed on 01/09/2025).
[14] CGVS/CGRA (Belgium), “COI Focus CAMEROUN Régions anglophones : situation sécuritaire” (2023), www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20230220.pdf, (assessed on 01/09/2025).
[15] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 03/10/2025), https://acleddata.com/platform/explorer (assessed on 14/10/2025)
[16] CITY POPULATION, Africa: Cameroon: Regions - Sud-Ouest (Region), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (assessed on 14/10/2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο