ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
8 Οκτωβρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.L.Z.,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Χατζηγιάννη (κα) για Π. Βρυωνίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
[M. Σταύρου- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την γαλλική στην ελληνική και αντίστροφα]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31.03.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «Λ.Δ.Κ.»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 08.10.2021 και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των οποίων διήλθε στις ελεγχόμενες περιοχές, κατέχοντας το διαβατήριό του, στις 03.11.2021. Στις 10.12.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 15.03.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA πρώην EASO), ο οποίος υπέβαλε στις 24.03.2023 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 31.01.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 29.05.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ιδίας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεσή του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1,[1] την ένστασή του εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του διότι τον αναζητούν οι αρχές της χώρας του.
Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης την οποία καταχώρισε κατά τη δικαστική διαδικασία, παρέθεσε, αρχικά, κάποιες γενικές πληροφορίες για την ANR – Agence National de Renseignment, όπως και τα προσωπικά του στοιχεία. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι στις 27.08.2021 γύρω στα μεσάνυχτα στο δρόμο προς το διεθνές αεροδρόμιο Νdjili, ως οδηγός ταξί μετέφερε άτομα της AFDL και της οργάνωσης Μ23, που είναι επαναστατική ομάδα στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ, στον προορισμό που του είχαν ζητήσει. Οι πελάτες τότε μπήκαν στο ξενοδοχείο και είπαν στον Αιτητή να περιμένει. Καθ’ ότι οι πελάτες καθυστερούσαν, ο Αιτητής αποφάσισε να πάει να τους βρει για να του δώσουν τα χρήματα του, αφότου είχε δει ότι στο πίσω κάθισμα του ταξί είχαν αφήσει μια τσάντα. Δήλωσε ότι όταν εντόπισε το δωμάτιο των πελατών, κτύπησε την πόρτα, εξήγησε τι ήθελε στο άτομο που του άνοιξε και στη συνέχεια συνελήφθη. Όπως αναφέρει, δεν γνώριζε ότι αυτός που άνοιξε την πόρτα ήταν πράκτορας της υπηρεσίας πληροφοριών. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στον χώρο κράτησης του κτηρίου της ANR. Ακολούθως, ο Αιτητής παραθέτει διάφορες λεπτομέρειες αναφορικά με συγκρατούμενους του, τις συνθήκες κράτησης του και περιγράφοντας βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν o ίδιος και άλλου συγκρατούμενοι του. Ακολούθως, περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να αποδράσει, αναφέροντας ότι τα μεσάνυχτα της 06.10.2021 βρισκόταν στο κελί του και ένας πράκτορας της ANR τον επισκέφθηκε στο κελί του, τον πρόσταξε να τον ακολουθήσει και εν τέλει τον έβγαλε έξω, όπου τον οδήγησε σ΄έναν θάμνο όπου συνάντησε έναν σύζυγο (δεν διευκρινίζει ποιου τον σύζυγο) και τον πατέρα του. Στη συνέχεια, περιγράφει πώς και πότε επιβιβάστηκε στην πτήση αναχώρησης του, για να καταλήξει στην άφιξη του στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή είναι ορθή, νόμιμη, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τον Αιτητή στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Ανάλογη, όμως, χαλάρωση δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι ο Αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του, όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντά του. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης.[2]
Ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015[3] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση.
Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου. Με την υποβληθείσα αίτησή του και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του καθ’ ότι κινδυνεύει από την ANR, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος ΛΔΚ και ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Mukongo (ερυθρό 42/2Χ του δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ότι φοίτησε για ένα διάστημα σε πανεπιστήμιο, ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του και ότι ομιλεί Lingala και Γαλλικά (ερυθρό 41/1Χ, ερυθρό 42/2Χ του δ.φ.). Σχετικά με την επαγγελματική του εμπειρία, ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν ως οδηγός ταξί (ερυθρό 41/2Χ του δ.φ.). Κατόπιν, αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι δεν είναι παντρεμένος και δεν έχει παιδιά (ερυθρό 41/3Χ, ερυθρό 40/1Χ του δ.φ.), ενώ έχει, ως δήλωσε, ακόμη 7 αδέλφια στη ΛΔΚ και οι γονείς του, με τους οποίους διατηρεί επαφή, διαμένουν στην Κινσάσα (ερυθρό 40/1Χ του δ.φ.). Τέλος, ως προς τον τόπο τελευταίας διαμονής του δήλωσε την Κινσάσα (ερυθρό 39/1Χ του δ.φ.).
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κινδυνεύει από τις μυστικές υπηρεσίες, ήτοι την ANR. Κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης, περιέγραψε ένα περιστατικό κατά το οποίο, ως οδηγός ταξί, μετέφερε δυο πελάτες σ’ ένα ξενοδοχείο. Κατά την άφιξη τους στον προορισμό τους, οι πελάτες μπήκαν στο ξενοδοχείο και ο Αιτητής παρέμεινε στο ταξί, για αρκετή ώρα, περιμένοντας τους για να πληρωθεί. Στη συνέχεια, αντιλήφθηκε ότι υπήρχε μια τσάντα στο πίσω κάθισμα και αποφάσισε να την πάει στους πελάτες ούτως ώστε να τον πληρώσουν για την διαδρομή. Κατά τις δηλώσεις του Αιτητή εκείνη την στιγμή συνελήφθη, όπως και οι πελάτες, από τους πράκτορες της ANR, καθ’ ότι θεώρησαν ότι και οι τρεις ανήκαν στο AFDL (Alliance of Democratic Forces for the Liberation of the Congo). Οι συλληφθείς τότε μεταφέρθηκαν στην φυλακή της ANR, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, όπου έτυχαν ανακρίσεων και παρέμειναν εκεί για ένα μήνα. Η οικογένεια του Αιτητή δεν γνώριζε πού βρισκόταν. Παρ’ όλα αυτά, η οικογένεια του κατάφερε να τον εντοπίσει και με την βοήθεια του θείου του, ο οποίος ήταν πρώην πράκτορας της ANR υπό το καθεστώς Kabila, βοήθησε τον Αιτητή να αποδράσει. Όπως δήλωσε, καθώς βρισκόταν στο κελί του κάποιος του έδωσε κάποια ρούχα για να φορέσει και να τον ακολουθήσει, όπως και έπραξε, με αποτέλεσμα ο εν λόγω άνδρας να τον απελευθερώσει. Στη συνέχεια, ο ίδιος άνδρας τον μετέφερε σ΄ένα δάσος, όπου συνάντησε την θεία του, η οποία βρισκόταν στην Αγκόλα, και τους γονείς του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σ’ ένα μέρους όπου παρέμεινε έως ότου εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του (ερυθρό 38/2Χ του δ.φ.).
Ερωτηθείς, ακολούθως, ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, απάντησε ότι φοβάται πως οι μυστικές υπηρεσίες θα τον βλάψουν, επειδή είναι ισχυρές και λειτουργούν σε όλη την χώρα (ερυθρό 37/1Χ του δ.φ.).
Στο πλαίσιο διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στις 27.08.2021, όταν παρέλαβε τους πελάτες από το αεροδρόμιο. Κληθείς να αναφέρει το όνομα του ξενοδοχείου, απάντησε ότι δεν το θυμάται, ωστόσο, ήταν στο Gombe (ερυθρό 37/2Χ του δ.φ.). Ερωτηθείς τους λόγους για τους οποίους άφησε τους πελάτες να εξέλθουν του ταξί χωρίς να έχουν πληρώσει, ο Αιτητής απάντησε ότι του είπαν να περιμένει και θα τον πλήρωναν, προσθέτοντας ότι η τσάντα που άφησαν στο πίσω κάθισμα, ήταν θήκη υπολογιστή (ερυθρό 36/1Χ του δ.φ.). Κληθείς, κατόπιν, να περιγράψει τι του είχαν αναφέρει κατά την σύλληψη του απάντησε ότι ερωτήθηκε εάν ήταν μαζί με τους πελάτες και επειδή τον είδαν να μεταφέρει την τσάντα τον συνέλαβαν (ερυθρό 36/2Χ του δ.φ.). Στη συνέχεια, δήλωσε ότι δεν γνώριζε γιατί συνελήφθησαν οι δυο και κατά την ανάκριση τους από τους πράκτορες προέκυψε ότι ανήκαν στο AFDL, γεγονός για το οποίο και ο Αιτητής είχε κατηγορηθεί (ερυθρό 35/1Χ του δ.φ.). Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι κατά την ανάκριση του, οι πράκτορες τον είχαν ρωτήσει διάφορα πράγματα για την ταυτότητα του και τους πελάτες που μετέφερε, ωστόσο, δεν πίστεψαν ότι δεν σχετιζόταν με τους πελάτες που είχαν κατηγορήσει και, ως εκ τούτου, τον κακοποίησαν (ερυθρό 35/2Χ του δ.φ.). Κληθείς να περιγράψει το κελί όπου κρατείτο, απάντησε ότι ήταν ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο στο υπόγειο, όπου του αποστερούσαν το φαγητό και το αποχωρητήριο (ερυθρό 35/2Χ του δ.φ.). Ως προς την απόδραση του, δήλωσε ότι ένας θείος του, πρώην πράκτορας της ANR, που βρισκόταν στην Αγκόλα διευθέτησε τα πάντα (ερυθρό 35/2Χ του δ.φ.).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός του EUAA (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και την χώρα προηγούμενης διαμονής του Αιτητή και ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της ΛΔΚ.
Από αυτούς τους ισχυρισμούς, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ενώ ο έτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε, καθώς σύμφωνα με το Λειτουργό δεν θεμελιώθηκε η αξιοπιστία του, λόγω έλλειψης λεπτομέρειας, συνοχής, συνεκτικότητας και ευλογοφάνειας στις δηλώσεις του. Ειδικότερα κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε το όνομα του ξενοδοχείου ή την ακριβή τοποθεσία αυτού και περιορίστηκε σε γενικές δηλώσεις, αναφέροντας απλώς ότι ήταν στην Gombe (ερυθρό 37/2Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, οι πληροφορίες που παρείχε για τους πελάτες κρίθηκαν ως γενικές, εφόσον περιορίστηκε στο να δηλώσει ότι ανήκαν στο AFDL, κάτι το οποίο πληροφορήθηκε κατά την ανάκριση του (ερυθρό 37/2Χ του δ.φ.), ενώ δεν συγκεκριμενοποίησε γιατί οι δυο αυτοί πελάτες συνελήφθησαν, αποδίδοντας τη σύλληψη τους στη συμμετοχή τους στο εν λόγω κόμμα (ερυθρό 35/1Χ του δ.φ.). Παράλληλα, δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους άφησε τους πελάτες να κατέβουν από ταξί, χωρίς να έχουν πληρώσει (ερυθρό 36/1Χ του δ.φ.), ενώ οι ισχυρισμοί του αναφορικά με την τσάντα στο πίσω κάθισμα στερούνταν ακριβών λεπτομερειών (ερυθρό 35/1Χ του δ.φ.). Πρόσθετα, δεν παρείχε, ως κρίθηκε, συγκεκριμένες λεπτομέρειες για την φυλακή που μεταφέρθηκε ισχυριζόμενος απλώς ότι είναι «η φυλακή τους», ισχυρισμός που κρίθηκε αόριστος (ερυθρό 35/1Χ του δ.φ.). Επιπλέον, οι ισχυρισμοί του αναφορικά με το γεγονός ότι έτυχε ανακρίσεων κρίθηκαν ως στερούμενοι επαρκών λεπτομερειών, όπως και η περιγραφή των συνθηκών που βίωσε (ερυθρό 35/2Χ του δ.φ.). Καταληκτικά, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με την απόδραση του πέραν του ότι ο θείος του διευθέτησε ολόκληρη την διαδικασία (ερυθρό 35/2Χ του δ.φ.).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού ο Λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες αναφορικά με την ANR και το AFDL. Ως προς την ANR, εντοπίστηκαν πληροφορίες αναφορικά με την ύπαρξη της και την χρήση βασανιστηρίων από τα μέλη της, ενώ ως προς το AFDL ανευρέθηκαν πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το κόμμα διαλύθηκε περί το 1999. Ο Λειτουργός καταλήγει πως η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν στοιχειοθετήθηκε, ενώ οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός έτυχε απόρριψης στο σύνολο του.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, στην βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, και ειδικότερα στην περιοχή Κινσάσα, θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, αφότου παρέθεσε σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στη περιοχή.
Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε, περαιτέρω, αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην περιοχή Κινσάσα δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης καθ’ ότι στον τελευταίο τόπο διαμονής του δεν υφίσταται κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Προσέθεσε, τέλος, ο Λειτουργός ότι η πιθανή επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις και δη την απουσία οποιασδήποτε προσωπικής και πραγματικής απειλής να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία κατά την επιστροφή του στη ΛΔΚ δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική έκθεση του λειτουργού, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου. Ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτό ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής την Kinshasa.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξής του, διαπιστώνω ότι ο Λειτουργός έθεσε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή προκειμένου να καλύψει όλα τα επιμέρους ζητήματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του, προβαίνοντας σε ερωτήσεις τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου. Η αξιολόγηση του Λειτουργού, σύμφωνα με την οποία ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή – ότι συνελήφθη, κρατήθηκε και κακοποιήθηκε από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ANR) της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό – δεν κρίθηκε αξιόπιστος, στηρίζεται σε εύλογες και βάσιμες παρατηρήσεις καθώς κατά την προσεκτική μελέτη του φακέλου και ειδικότερα των δηλώσεων του Αιτητή στο στάδιο της συνέντευξης, είναι και δική μου εκτίμηση ότι υφίστανται ουσιώδεις αντιφάσεις και ασυνέπειες που δικαιολογούν την αμφισβήτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του.
Καταρχάς, ο Αιτητής εμφανίζεται αντιφατικός ως προς τον τρόπο και τα πρόσωπα της σύλληψής του. Αρχικά αναφέρει ότι συνελήφθη ενώ πήγε να επιστρέψει στους πελάτες του μια τσάντα που είχαν αφήσει στο πίσω κάθισμα του ταξί, αφού θεώρησε ότι έτσι θα του έδιναν τα χρήματα για τη διαδρομή. Παρ’όλα αυτά, σε άλλο σημείο δηλώνει ότι οι πελάτες και ο ίδιος συνελήφθησαν μαζί, γεγονός που δεν συμβαδίζει με την προηγούμενη περιγραφή του, σύμφωνα με την οποία μπήκε μόνος στο ξενοδοχείο και εκεί αιφνιδιάστηκε από πράκτορες της ANR. Η διπλή αυτή εκδοχή δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την ακριβή χρονική στιγμή και τον τόπο της σύλληψής του, αλλά και ως προς το αν συνελήφθη μόνος ή ταυτόχρονα με τους πελάτες του.
Επιπλέον, ο Αιτητής αναφέρει ότι αγνοούσε την ταυτότητα των πελατών του και ότι πληροφορήθηκε εκ των υστέρων, κατά την ανάκριση, πως ανήκαν στο AFDL. Παρ’ όλα αυτά, σε άλλο σημείο της συνέντευξης δηλώνει ότι κατά τη σύλληψη τον ρώτησαν εάν ήταν «μαζί με τους πελάτες», υπονοώντας ότι οι πράκτορες είχαν ήδη γνώση της σχέσης του με αυτούς. Αν όμως πράγματι ήταν απλός οδηγός ταξί, χωρίς καμία γνώση της ταυτότητάς τους, είναι ασαφές πώς συνδέθηκε τόσο άμεσα μαζί τους ή γιατί να θεωρηθεί ύποπτος για συμμετοχή σε πολιτική οργάνωση. Αυτή η ανακολουθία ως προς το βαθμό της εμπλοκής του στη δραστηριότητα των πελατών του συνιστά ουσιώδη αντίφαση, που υπονομεύει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε άδικα θύμα δίωξης.
Αντιφατική είναι επίσης η περιγραφή του ρόλου του θείου του στην απόδραση. Σε ορισμένα σημεία δηλώνει ότι ο θείος του, πρώην πράκτορας της ANR που βρισκόταν στην Αγκόλα, «διευθέτησε τα πάντα», χωρίς να εξηγεί τον τρόπο ή τα μέσα που χρησιμοποίησε. Σε άλλα σημεία υπονοεί ότι κάποιος «άνδρας» ήρθε στο κελί του και του είπε να τον ακολουθήσει, χωρίς να είναι σαφές αν αυτός ήταν ο θείος του ή πράκτορας της υπηρεσίας. Η έλλειψη συνέπειας στην ταυτότητα του προσώπου που φέρεται να τον βοήθησε να διαφύγει, σε συνδυασμό με την παντελή απουσία εξήγησης για το πώς οργανώθηκε ή χρηματοδοτήθηκε μια τέτοια διαφυγή, καθιστά το περιστατικό της απόδρασης εξαιρετικά αόριστο και δυσχερώς ευλογοφανές.
Επιπλέον, η περιγραφή του για τη φυλακή και τις συνθήκες κράτησης είναι γενική και επιφανειακή. Ο Αιτητής περιορίζεται να αναφέρει ότι κρατείτο «σε ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο χωρίς φαγητό και αποχωρητήριο», χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ούτε τη θέση του κτηρίου ούτε τη διάρκεια της κράτησής του με ακρίβεια πέραν της αναφοράς «περίπου ενός μήνα». Πρόσθετα, ο τρόπος με τον οποίο τα περιγράφει δείχνει έλλειψη βιωματικού βάθους· μοιάζει περισσότερο με αναπαραγωγή γενικών πληροφοριών παρά με προσωπική εμπειρία.
Αντιφατική είναι και η αλληλουχία γεγονότων μετά την απόδρασή του. Ο Αιτητής αναφέρει ότι ο άνθρωπος που τον απελευθέρωσε τον οδήγησε «σε ένα δάσος όπου συνάντησε τη θεία του που βρισκόταν στην Αγκόλα και τους γονείς του». Η παρουσία των γονιών του και της θείας του στο ίδιο σημείο μεσούσης της νύχτας, μετά από κράτηση σε φυλακή υψηλής ασφαλείας, χωρίς να εξηγείται πώς ή πότε ενημερώθηκαν ή πώς βρέθηκαν εκεί, δημιουργεί έντονη αμφιβολία για τη ρεαλιστικότητα της περιγραφής.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συνέντευξη του Αιτητή δεν παρουσιάζει επαρκή εσωτερική συνοχή. Οι αντιφάσεις ως προς τον τόπο, τον χρόνο, τους συμμετέχοντες και τις περιστάσεις της σύλληψης και της απόδρασής του δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά σε σύγχυση ή φόβο. Πρόκειται για ουσιώδεις διαφοροποιήσεις που αλλοιώνουν τον πυρήνα της αφήγησης.
Πρόσθετα παρατηρώ ότι με τη γραπτή αγόρευση που καταχώρισε ο Αιτητής στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, αντί να ενισχύσει ή να αποσαφηνίσει την αρχική του εκδοχή, εισάγει νέα, ασύνδετα και αντιφατικά στοιχεία, τα οποία υπονομεύουν σε σημαντικό βαθμό την εσωτερική συνοχή του ισχυρισμού του.
Συγκεκριμένα, στη γραπτή αγόρευσή του, ο Αιτητής προσθέτει αναφορές σε οργανώσεις και γεγονότα που δεν υπήρχαν στην αρχική του αφήγηση, όπως η συμμετοχή της οργάνωσης M23, καθώς και ονομασίες προσώπων και περιστατικών που διαφοροποιούν ουσιωδώς τον τρόπο της σύλληψης και της απόδρασής του. Ενώ αρχικά δήλωσε ότι η απελευθέρωσή του οφείλεται στη μεσολάβηση του θείου του, πρώην πράκτορα της ANR, στη γραπτή του αγόρευση αναφέρει ότι ένας πράκτορας τον έβγαλε από το κελί και τον οδήγησε σε «θάμνο» όπου συνάντησε «έναν σύζυγο» και τον πατέρα του — χωρίς να προσδιορίζει την ταυτότητα των προσώπων αυτών ούτε τη σχέση τους με τα προηγούμενα γεγονότα. Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν είναι επουσιώδεις αλλά ουσιαστικές, καθώς αλλάζουν τη φύση και τη δομή του γεγονότος της απόδρασης.
Περαιτέρω, στη συνέντευξη του ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνώριζε ποιοι ήταν οι πελάτες που μετέφερε και ότι συνελήφθη λόγω παρεξήγησης. Αντιθέτως, στη γραπτή του αγόρευση εμφανίζεται να γνωρίζει ότι επρόκειτο για μέλη επαναστατικών ομάδων και να αναφέρει ονομαστικά την AFDL και την M23, παρουσιάζοντας το περιστατικό ως πολιτικά χρωματισμένο. Η μεταβολή αυτή είναι καθοριστική, διότι μετατρέπει μια εκδοχή τυχαίας εμπλοκής σε μια εκδοχή που προϋποθέτει γνώση και συνειδητή συμμετοχή σε γεγονότα με πολιτική διάσταση. Μια τέτοια ασυνέπεια ως προς την ουσία του ισχυρισμού δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς σε διαφορετική έμφαση ή σε απώλεια μνήμης, αλλά μαρτυρεί πιθανή εκ των υστέρων αναπροσαρμογή του αφηγήματος με σκοπό την ενίσχυση του αιτήματος ασύλου.
Η γραπτή αγόρευση, επομένως, αντί να λειτουργήσει επεξηγηματικά ή ενισχυτικά, διαφοροποιεί καθοριστικά το περιεχόμενο του αρχικού ισχυρισμού, δημιουργώντας ουσιώδεις αντιφάσεις ως προς τη χρονική ακολουθία, τα πρόσωπα, τα γεγονότα και τα κίνητρα των εμπλεκομένων. Επίσης, περιλαμβάνει αναφορές που στερούνται λογικής συνέχειας ή ευλογοφάνειας, όπως η συνάντηση με αδιευκρίνιστο «σύζυγο» κατά τη διαφυγή του, η οποία δεν έχει εξήγηση ούτε αντιστοιχεί στα προηγούμενα δεδομένα του φακέλου.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη συνέντευξη όσο και τη γραπτή αγόρευση, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή εμφανίζει ουσιώδεις αντιφάσεις, ασυνέπειες και ασαφείς περιγραφές, στερούμενος της αναγκαίας συνοχής και ευλογοφάνειας. Η συνεχής μεταβολή των γεγονότων και η προσθήκη νέων, μη τεκμηριωμένων στοιχείων καθιστούν την εκδοχή του μη πειστική. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του Λειτουργού, ο οποίος έκρινε ότι ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή δεν θεμελιώνεται ως αξιόπιστος, κρίνεται εν προκειμένω ορθή, επαρκώς αιτιολογημένη και δικαιολογημένη υπό το φως όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της Διοίκησης και του Δικαστηρίου.
Σε συμφωνία λοιπόν με τον Λειτουργό, καταλήγω ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν έχει θεμελιωθεί.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, από την εξέταση των εξωτερικών πηγών που επικαλείται η Διοίκηση και αποτυπώνονται στα έγγραφα του δ.φ. (βλ. ερυθρ. 99-98 και 53-52) , προκύπτει ότι η AFDL όντως υπήρξε πολιτικοστρατιωτική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1996 υπό την ηγεσία του Laurent-Désiré Kabila, με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Mobutu. Ωστόσο, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, η οργάνωση αυτή διαλύθηκε επισήμως το 1999 με διάταγμα του ίδιου του Kabila, όταν πλέον ανήλθε στην εξουσία. Επομένως, η επίκληση από τον Αιτητή μιας υποτιθέμενης εμπλοκής του με μέλη της AFDL το 2021 είναι αντικειμενικά ανακριβής και χρονολογικά αδύνατη, καθώς η οργάνωση αυτή δεν είχε καμία δραστηριότητα ή υπόσταση επί δύο δεκαετίες πριν από τα αναφερόμενα γεγονότα. Το στοιχείο αυτό αντιφάσκει ευθέως με τις επαληθευμένες ιστορικές πληροφορίες και καθιστά τον ισχυρισμό του εξωτερικά μη αξιόπιστο.
Ως εκ τούτου, ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έχει εδραιωθεί, καθώς τα στοιχεία που επικαλείται ο Αιτητής δεν συμφωνούν με ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης, ενώ τα αντικειμενικά δεδομένα αντιστρατεύονται τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Επομένως, ορθά ο Λειτουργός κατέληξε ότι το συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός δεν γίνεται αποδεκτό, εφόσον ούτε η εσωτερική ούτε η εξωτερική του αξιοπιστία έχουν αποδειχθεί.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[4] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι,[5] αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν. Staatssecretaris van Justitie[6]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Κινσάσα, από την οποία προκύπτει ότι η κατάσταση παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ.Κ., καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων. Πιο πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[8], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, έως τον Ιούνιο του 2024, η κατάσταση στην Κινσάσα, την πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ), δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση. Σύμφωνα με μια εστιασμένη έκθεση COI που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2025 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔ Κονγκό από το βέλγικο Κέντρο Τεκμηρίωσης και Έρευνας (CEDOCA), «όσον αφορά την Kinshasa, αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του 2024, συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, μιας απόπειρας πραξικοπήματος, μιας απόδρασης από τη φυλακή Makala και ορισμένων επεισοδίων στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku λόγω της σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe». Η ίδια πηγή, επικαλούμενη πληροφορίες από το United Nations Joint Human Rights Office, ανέφερε ότι η επαρχία της Kinshasa ήταν «ανεπηρέαστη από ένοπλη σύγκρουση» και ότι «από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από διαδηλώσεις κατά δυτικών πρεσβειών, δεν έχουν αναφερθεί σοβαρά περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa».[9] Τον Ιανουάριο του 2025, διαδηλωτές στην Kinshasa επιτέθηκαν σε πρεσβείες και προκάλεσαν πυρκαγιές στο πλαίσιο ενός ξεσπάσματος διαδηλώσεων κατά της επίθεσης των ανταρτών M23 στην ανατολική περιοχή.[10]
Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή (Kinshasa), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά του λειτουργού ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω ότι, οσον αφορά στην Kinshasa, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 29.08.2025), καταγράφηκαν 59 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 46 θάνατοι.[11] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της πόλης Κinshasa ανέρχεται στα 17,032,300 για το 2024.[12]
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα, δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Kinshasa, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στην χώρα καταγωγής του, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχω αναφέρει, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Με βάση το σύνολο των στοιχείων ενώπιον μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Προβλεπόμενος τύπος στους Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).
[2] Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530
[4]ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[6] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[7] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[8] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/11/2024)
[9] EUAA COI Query Response - DRC - Democratic Republic of the Congo - Security Situation in Kinshasa,
01/07/2025, σελ. 4, 2025_07_EUAA_COI_Query_Response_Q13_DRC_Security_Situation_Kinshasa, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/09/2025
[10] EUAA COI Query Response - DRC - Democratic Republic of the Congo - Security Situation in Kinshasa,
01/07/2025, σελ. 4, 2025_07_EUAA_COI_Query_Response_Q13_DRC_Security_Situation_Kinshasa, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/09/2025
[11] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Ghana, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/09/2025)
[12] World Population Review - Kinshasa
https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο