ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 2045/2024
07 Οκτωβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α.Β.Τ.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Λ. Βελίκοβα (κα) για Β. Θωμά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
[Παρών: κος. Frangiskos Elesse για πιστή μετάφραση από ελληνικά σε αγγλικά και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 17/05/2024 σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Καμερούν, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 25/10/2020 μεταβαίνοντας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου όπου διέμεινε για τρία χρόνια. Περί τον Ιούνιο 2023 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας στις 10/07/2023 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 12/04/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, και στις 26/04/2024 συντάχθηκε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία γίνεται εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας εφόσον κρίθηκε ότι αυτή με βάση τα λεγόμενα της δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου , Ν. 6(Ι)/2000. Στις 30/04/2024 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μέσω εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού, κατόπιν εξέτασης της εισηγητική έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας.
Η απορριπτική απόφαση των Καθ' ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια μέσω της επιστολής ημερομηνίας 17/05/2024 και ακολούθησε η εμπρόθεσμη υποβολή της παρούσας προσφυγής. Σημειώνω ότι η Αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίζεται προσωπικά και ως εκ τούτου επί της αίτησης ακυρώσεως της προβάλλει πραγματικούς ισχυρισμούς για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενη ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθότι έχει πολιτικά προβλήματα και φοβάται τα άτομα που την είχαν αιχμάλωτη.
Με τη γραπτή της αγόρευση, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι δεν είναι ασφαλής στη χώρα καταγωγής της διότι υπάρχει εσωτερικός πόλεμος, το έτος 2025 θα πραγματοποιηθούν εκλογές, γεγονός που θα δημιουργήσει πολιτικά θέματα καθιστώντας τη ζωή των πολιτών επικίνδυνη, συμπεριλαμβανομένης και της δικής της. Προσθέτει ότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι που θα αντιμετωπίσει εάν επιστρέψει στη χώρα της, όπως ο απροσδόκητος θάνατος, κατάθλιψη και ο φόβος για το άγνωστο.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, καλούν τέλος το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή της Αιτήτριας.
Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Με την αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της εσωτερικής διαμάχης μεταξύ των δυο περιοχών στη χώρα της, η ζωή της δεν είναι ασφαλής και αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της για μια ειρηνική και καλύτερη ζωή. Κατά την παραμονή της στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές μια γυναίκα της υποσχέθηκε ότι θα την βοηθήσει διότι το άτομο με το οποίο θα ερχόταν σε επαφή κατά την άφιξη της δεν παρουσιάστηκε. Η εν λόγω κυρία την πήρε στην οικία της, όπου της ζήτησε να εργαστεί ως ιερόδουλη, η Αιτήτρια αρνήθηκε και λόγω της άρνησης της, την κλείδωσε χωρίς να της παρέχει νερό και τροφή για περίοδο 7 ημέρων. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αναγκάστηκε να αποδεχθεί την προσφορά της, και μετά από 2,5 έτη με τη βοήθεια ενός πελάτη της κατάφερε στις 27/06/2023 να διαφύγει και να εισέλθει στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές.
Στα πλαίσια της συνέντευξής της από αρμόδιο λειτουργό, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατάγεται από το χωριό Manyemen και από την ηλικία των 2 ετών διαμένει στη πόλη Kumba. Είναι άγαμη, μητέρα ενός ανήλικου τέκνου. Ως προς την πατρική της οικογένεια, δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 2019, η μητέρα της, τα δυο της αδέλφια και η θυγατέρα της διαμένουν στη Kumba, με τους οποίους έχει επικοινωνία. Επιπλέον, η γιαγιά της διαμένει στη Yaounde και μερικές φορές στη Limbe. Κατά δήλωσή της είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς εργασιακή εμπειρία.
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε εκπαιδευτικούς λόγους. Ισχυρίστηκε πως ως το πρωτότοκο παιδί της οικογένειάς της, όφειλε να είναι παράδειγμα για τα αδέλφια της και τη θυγατέρα της. Αναφέρει περαιτέρω πως η μητέρα της τής είχε αναφέρει ότι εάν σπούδαζε στο εξωτερικό, οι πιθανότητες εξεύρεσης καλής θέσης στη κυβέρνηση είναι υψηλότερες. Πρόσθεσε ότι ήθελε ένα καλύτερο μέλλον για την ίδια και την οικογένεια της και επιθυμούσε να σπουδάσει δημοσιογραφία. Ερωτηθείσα ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δήλωσε άγνοια προβάλλοντας πως θα επιστρέψει χωρίς να έχει εκπληρώσει τον στόχο της. Επιθυμεί να εξεύρει εργασία στη Κύπρο ώστε να μπορέσει να φοιτήσει σε Πανεπιστήμιο.
H Αιτήτρια ανέφερε ότι από τις 27/10/2020 έως τις 27/06/2023, διέμενε στις μη ελεγχόμενες από τη Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου άγνωστη γυναίκα την εξώθησε στη πορνεία. Ειδικότερα επί τούτου ανέφερε πως με την άφιξή της στις κατεχόμενες περιοχές, δεν εμφανίστηκε ο πράκτορας («agent»), ο οποίος ανέλαβε να την παραλάβει και να διευθετήσει την διαμονής της αλλά και την εγγραφή της στο Πανεπιστήμιο, ισχυριζόμενη πως την προσέγγισε μια κυρία και προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει στην οικία της. Η Αιτήτρια αποδέχθηκε και φτάνοντας στο χώρο όπου θα φιλοξενήτο παρέδωσε τα έγγραφα της στην εν λόγω κυρία. Την επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τα λεγόμενά της Αιτήτριας, διαπίστωσε ότι η πόρτα του δωματίου της ήταν κλειδωμένη προσθέτοντας πως της αναφέρθηκε από την εν λόγω κυρία ότι θα κοιμόταν με άνδρες, προειδοποιώντας την πως εάν αρνηθεί δεν θα της παρείχε φαγητό. Η Αιτήτρια αρνήθηκε και για περίοδο μιας εβδομάδας δεν της παρείχε τροφή, ωστόσο την έβδομη ημέρα, αποδέχθηκε την πρόταση της. Δήλωσε ότι κάθε μέρα κοιμόταν με άνδρες και κάποιες φορές με γυναίκες. Πρόσθεσε ότι τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είχε επικοινωνία με την οικογένεια της. Συνεχίζοντας το αφήγημά της η Αιτήτρια ανέφερε πως άρχισε να συζητά με ένα πελάτη της και αυτός προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Στις 27/06/2023, ο εν λόγω πελάτης, την επισκέφθηκε ξανά και κατάφεραν να διαφύγουν, λαμβάνοντας και το διαβατήριο της Αιτήτριας από τη κυρία και επιπλέον της έδωσε το ποσό των €320 για τη μεταφορά της. Κληθείσα να παρέχει πληροφορίες για τον συγκεκριμένο άνδρα ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το όνομα του και ότι μιλούσαν αγγλικά. Κληθείσα να παρέχει πληροφορίες για τη γυναίκα που την κρατούσε στην οικία της, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για εκείνη. Αναφορικά με την παραμονή της οικία της γυναίκας, δήλωσε ότι ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιο όλα τα χρόνια και οτι προσπάθησε να αποδράσει αλλά δεν τα κατάφερε. Δήλωσε ότι μια φορά ζήτησε βοήθεια από ένα πελάτη αλλά αυτός το ανέφερε στη γυναίκα η οποία την απείλησε πως θα την δηλητηριάσει. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι το δωμάτιο της ήταν μεγάλο, με ένα κρεβάτι, τραπέζι και τουαλέτα με μπάνιο. Δήλωσε πως δεν έχει τα στοιχεία επικοινωνίας ούτε του άνδρα που τη βοήθησε να διαφύγει ούτε της γυναίκας που την εξώθησε στη πορνεία. Ερωτηθείσα τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, σε σχέση με την συγκεκριμένη γυναίκα, απάντησε ότι φοβάται γενικά να επιστρέψει στη χώρα της και όχι εξαιτίας αυτής, για την οποία δεν γνωρίζει εάν είναι υπήκοος Καμερούν.
Όσον αφορά το ταξίδι αναχώρησης της από το Καμερούν στη Κύπρο δήλωσε ότι διευθετήθηκε από τη μητέρα της, η οποία ήρθε σε επικοινωνία με τον πράκτορα, που εντέλει δεν εμφανίστηκε ποτέ. Η Αιτήτρια δεν γνωρίζει καμία πληροφορία για το συγκεκριμένο άτομο.
Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας διακρίθηκαν δύο ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί. Ο πρώτος αφορά την υπηκοότητα, περιοχή καταγωγής και περιοχή τελευταίας διαμονής της και ο δεύτερος ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της για λόγους ακαδημαϊκού περιεχομένου.
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έγιναν αποδεκτοί καθότι κρίθηκαν ότι πληρούνταν η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της. Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του, κρίθηκε ότι δεν εντοπίστηκαν αντιφάσεις, υπήρχε λογική και χρονική συνοχή στις δηλώσεις της και ήταν ότι η Αιτήτρια ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός επισήμανε ότι τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, αρχικά οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση του ισχυρισμού της ότι ήταν θύμα δικτύου σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης κατά τη περίοδο διαμονής της στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Σημειώνω ότι θα ορθότερη προσέγγιση θα ήταν η αξιολόγηση των λεγόμενων της Αιτήτριας ως ανεξάρτητος ουσιώδης ισχυρισμός, ωστόσο δεν διακρίνω αυτό να επηρεάζει την εξέταση της αίτησής της εφόσον λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση. Επί τούτου οι Καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν ότι η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε το περιστατικό ως λόγο για τον οποίο εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής της, ούτε ως λόγο για τον οποίο δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο Καμερούν. Αφού παρέθεσαν τις αναφορές της Αιτήτριας, κατέληξαν ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τον ισχυρισμό. Ειδικότερα, δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για τη γυναίκα που την κρατούσε στην οικία της ούτε για τον άνδρα που την βοήθησε να διαφύγει. Μη ευλογοφανής κρίθηκε ο ισχυρισμός της ότι ένας άγνωστος άνδρας παρείχε €320 σε μια άγνωστη γυναίκα, χωρίς οιονδήποτε αντάλλαγμα και μάλιστα ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τη φερόμενη ως διακινητή γυναίκα. Οι περιγραφές της για τη περιοχή στη οποία διέμενε καθώς και το χώρο στον οποίο διέμενε δεν ήταν επαρκείς. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν διατηρεί επικοινωνία, ούτε γνωρίζει περαιτέρω στοιχεία της γυναίκας που τη κρατούσε αλλά και του άνδρα που τη βοήθησε να διαφύγει. Περαιτέρω, δεν γνωρίζει τα στοιχεία του πράκτορα που διευθέτησε τα εισιτήρια και την εγγραφή της στο Πανεπιστήμιο. Επισημάνθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι δεν διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια ενδέχεται να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε μελλοντικό κίνδυνο από τη συγκεκριμένη γυναίκα, εφόσον δεν έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί της, ούτε από τον πράκτορα (τον οποίο ουδέποτε συνάντησε), σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν. Επίσης, το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος της Αστυνομίας Κύπρου, χειρίστηκε την υπόθεση της Αιτήτριας και δεν έχει αναγνωριστεί ως πρόσωπο που εμπλέκεται σε εμπορία προσώπων (βλ.ερ. 36 του δ.φ.). Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν θα υποστεί δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ακολούθως, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών της λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας και της κατάστασης ασφαλείας στη πόλη Kumba, στη Νοτιοδυτική περιφέρεια. Μετά από έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση κρίθηκε ότι προκύπτουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της η Αιτήτρια θα έλθει αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, ως απόρροια της κατάστασης ανασφάλειας που επικρατεί στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν.
Ωστόσο κατά την νομική ανάλυση, κρίθηκε πως δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν υπό τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, οι Καθ’ων η αίτηση αρχικά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή άλλως απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ), κατόπιν σχετικής έρευνας διαπιστώθηκε πως στην Νοτιοδυτική περιφέρεια επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, ωστόσο προχωρώντας σε περαιτέρω έρευνα, εντοπίστηκαν ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα εκ των οποίων προέκυψε ότι τα περιστατικά ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή ανέρχονται σε τέτοιο βαθμό που δε μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως, συνεκτιμώντας τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ήτοι νεαρή ενήλικη γυναίκα, χωρίς προβλήματα υγείας, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, ομιλεί την αγγλική και γαλλική γλώσσα, ότι κατά την επιστροφή της στη συγκεκριμένη περιοχή θα κινδυνεύσει ως άμαχος, αποκλειστικά λόγω της φυσικής της παρουσίας εκεί. Επιπλέον, σημειώνουν ότι η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της διέμενε στη Yaounde, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε μορφής δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, και κατ΄ επέκταση αποτελεί επιπρόσθετη επιλογή εγκατάστασης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Ως εκ τούτου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέλεξαν πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες ούτε του άρθρου 19 (2) (γ), απορρίπτοντας την αίτησή της.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για εκπαιδευτικούς λόγους. Δήλωσε πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της διότι φοβάται το θάνατο και ψυχολογικά είναι ασταθής. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι κάποιος που επιστρέφει από το εξωτερικό στη χώρα της αντιμετωπίζει απειλές.
Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι αυτή δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε αφορούν στην ανάγκη της για περαιτέρω εκπαίδευση και βελτίωση της ποιότητας ζωής της, στοιχεία που σαφώς δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του εθνικού μας Νόμου, περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Η έννοια δε του «μετανάστη», δίδεται από Το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για του Πρόσφυγες, 6η έκδοση, 2009, στην παράγραφο 62 αυτού, ως εξής:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας. (Ο τονισμός και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Στην παράγραφο 63 του ιδίου εγχειριδίου διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
«63. Η διάκριση ωστόσο ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα γίνεται μερικές φορές ασαφής, όπως και η διάκριση ανάμεσα στα οικονομικά και τα πολιτικά μέτρα που ισχύουν στη χώρα προέλευσης του αιτούντος δεν είναι πάντοτε σαφής. Πίσω από τα οικονομικά μέτρα που επηρεάζουν την απόκτηση των μέσων διαβίωσης μπορεί να υπάρχουν φυλετικοί, θρησκευτικοί ή πολιτικοί στόχοι ή διαθέσεις εναντίον μιας ορισμένης ομάδας. Σε περιπτώσεις όπου τα οικονομικά μέτρα αφανίζουν την οικονομική υπόσταση ενός συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού (όπως π.χ. η κατάργηση των δικαιωμάτων άσκησης εμπορίου ή επιβολή άνισης ή υπερβολικής φορολογίας σε συγκεκριμένη εθνική ή θρησκευτική ομάδα), τα πρόσωπα που πλήττονται μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να γίνουν πρόσφυγες όταν εγκαταλείπουν τη χώρα». (Ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).
Με τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά την συνέντευξή της, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν τίθεται θέμα ασάφειας της ιδιότητας της ως οικονομικός μετανάστης, αφού η ίδια ανέφερε ότι επιθυμεί να σπουδάσει, ώστε να παράσχει στην ίδια και το παιδί της ένα καλύτερο μέλλον.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, με την ορθή δικονομική διαδικασία, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία. Το αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.
Μελετώντας το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένης δε της δήλωσης της Αιτήτριας ότι επιθυμεί να σπουδάσει για να εκπληρώσει το όνειρο της μητέρας της, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνοι τη ζωή της, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.
Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι υπέστη θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης κατά τη παραμονή της στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, με τη διευκρίνιση πως θα μπορούσε να διακριθεί ως ανεξάρτητος ισχυρισμός, κρίνω ορθή την αξιολόγηση του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια ρητώς ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τα προσωπικά στοιχεία ούτε της γυναίκας που την εξώθησε στη πορνεία, ούτε του πράκτορα που διευθέτησε τα εισιτήρια και την εγγραφή της σε Πανεπιστήμιο, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ότι το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος της Αστυνομίας Κύπρου, χειρίστηκε την υπόθεση της Αιτήτριας και δεν την αναγνώρισε ως πρόσωπο που εμπλέκεται σε εμπορία προσώπων, δεν διαπιστώνω ότι με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, στη βάση του εν λόγω ισχυρισμού, η Αιτήτρια θα υποστεί δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Περαιτέρω, παρατηρείται αδυναμία της Αιτήτριας να παρέχει πληροφορίες για τον τόπο, όπου διέμενε για περίοδο 3 ετών, αλλά και την έλλειψη ευλογοφάνειας στο τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διαφύγει, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται αποδεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός.
Από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, προκύπτει ότι αυτή δεν στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα η ίδια επικαλείται δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώρισή της ως πρόσφυγα.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας την υπόθεση ειδικά προς αυτό, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής υπό τα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν όπου αναμένεται ότι θα επιστρέψει η Αιτήτρια, από έγκυρη πηγή εκτιμάται ότι, η ανθρωπιστική κρίση οφείλεται στις συγκρούσεις και βία που καταγράφονται στις εν λόγω περιοχές και η σοβαρότητα της κρίσης χαρακτηρίζεται από βαθμό εντός του υψηλού επιπέδου (χωρίς ωστόσο να φθάνει στα πολύ υψηλά ή εξαιρετικά υψηλά επίπεδα).[1] Από περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά τα ανθρωπιστικά ζητήματα στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, προκύπτει γενικότερα ότι η κατάσταση παραμένει «ασταθής», με συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ κρατικών δυνάμεων ασφαλείας και των μη κρατικών ένοπλων ομάδων, με ειδική αναφορά στα συμβάντα με εκρήξεις, που παρατηρήθηκαν κυρίως και στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες, η μείωση της χρηματοδότησης επηρεάζει σοβαρά τις προσπάθειες για την επισιτιστική ασφάλεια στις δύο περιοχές, ενώ όσον αφορά συγκεκριμένα το τμήμα Meme στη Νοτιοδυτική περιφέρεια (όπου βρίσκεται ο τόπος διαμονής της Αιτήτριας), παρατηρείται ότι αυτό συμπεριλαμβάνεται στα τμήματα όπου υπήρξε παροχή χρηματικής βοήθειας σε ευάλωτα άτομα, ως μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας από τα Η.Ε. για το Καμερούν.[2]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή, προκύπτει ότι «οι ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν, συμπεριλαμβανομένης μιας επίλεκτης μονάδας μάχης, του Τάγματος Ταχείας Επέμβασης (RIB), έχουν εμπλακεί σε [εσωτερική ένοπλη σύρραξη] εναντίον ορισμένων αυτονομιστικών ομάδων που δρουν στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες του Καμερούν», όπου δε, αναφέρονται δύο κύριες ένοπλες ομάδες αυτονομιστών που χρησιμοποιούν κυρίως αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένα όπλα σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως εκτοξευτές αντιαρματικών πυραύλων), οι οποίες δεν φαίνεται να δρουν συλλογικά μεταξύ τους, με βάση σχετικές αναφορές στην εν λόγω πηγή, ενώ υπάρχουν και άλλες μικρότερες ομάδες αυτονομιστών, ωστόσο δεν φαίνεται αυτές να δρουν σε τέτοιο οργανωμένο επίπεδο, με βάση και πάλι σχετικές αναφορές στην πιο πάνω πηγή.[3]
Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιφέρεια, που αποτελεί τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στο Καμερούν.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location and Event Data Project), στη Νοτιοδυτική περιφέρεια, κατά το τελευταίο έτος, καταγράφηκαν 300 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 227 ανθρώπων.[4] Ειδικότερα, στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, πόλη Kumba, από την πιο πάνω βάση δεδομένων και κατά το τελευταίο έτος, καταγράφηκαν 2 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 3 ανθρώπων.[5] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν ανέρχεται στα 1,553,300 κατοίκους (βάσει επίσημης εκτίμησης για το 2015).[6]
Από τα πιο πάνω στοιχεία εξεταζόμενα συνδυαστικά με το συνολικό πληθυσμό στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, δεν προκύπτει ότι υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή, που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό σοβαρή απειλή τη ζωή ή σωματική ακεραιότητα αμάχου λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ούτε από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας προκύπτουν προσωπικά στοιχεία που να εντείνουν στην περίπτωσή της, τον κίνδυνο τέτοιας σοβαρής βλάβης (ως αυτή η έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ερμηνεύθηκε σχετικά από το ΔΕΕ). Βάσει τούτων των δεδομένων, δεν διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο συνήθους διαμονής της στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν θα διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου.
Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις τoυ Αιτητή ήτοι ότι πρόκειται για ενήλικη νεαρή γυναίκα, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, κρίνω ότι δεν πληρούνται στην περίπτωση της οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου.
Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
A. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ
[1] ACAPS, Country analysis - Cameroon: Current crises in Cameroon - Anglophone crisis, Last updated 28/08/2025, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [Ημερομηνία πρόσβασης 03/09/2025]
[2] UN OCHA, Cameroon: North-West and South-West Situation Report No.78 - June 2025, 1 August 2025, https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no78-june-2025 [Ημερομηνία πρόσβασης 03/09/2025]
[3] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights, RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [Ημερομηνία πρόσβασης 03/09/2025]
[4] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon, Sud Ouest, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 22/08/2025), διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer [Ημερομηνία πρόσβασης 03/09/2025]
[5] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Cameroon, Sud Ouest, Kumba, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 22/08/2025), διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer [Ημερομηνία πρόσβασης 03/09/2025]
[6] City Population, Cameroon, Sud-Ouest Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [Ημερομηνία πρόσβασης 03/09/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο