ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
22 Οκτωβρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.B.N.N,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό,
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου,
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Δ. Κακουλλής
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Παπαδοπούλου για Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03.12.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των
γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «ΛΔΚ»), την οποία εγκατέλειψε στις 11.09.2022 και στις 12.09.2022 εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 08.11.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 21.11.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 28.11.2022 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 03.12.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 22.12.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδιας ημερομηνίας. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς δέουσας έρευνας και αιτιολογίας καθώς και ότι αυτή εκδόθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα.
Ο Αιτητής επικαλείται δια της γραπτής του αγόρευσης μέσω της συνηγόρου του ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν τους ισχυρισμούς του Αιτητή ισχυριζόμενοι πως οι δηλώσεις και οι απαντήσεις του ήταν γενικά ασαφείς, όχι επαρκώς συνεπείς και λεπτομερείς, υποστηρίζοντας πως αυτό καταδεικνύει την προσπάθεια τους να πλήξουν την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή. Επιπλέον, επικαλείται τον ισχυρισμό των Καθ’ ων στα πλαίσια της εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας, αναφορικά με το χώρο και τις συνθήκες κράτησης, και την έλλειψη δέουσας έρευνας που οδήγησε σε λανθασμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των δεδομένων. Παραθέτουν ιστοσελίδες των δύο στρατοπέδων που είχε αναφέρει ο Αιτητής.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Τέλος, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ λήφθηκε κατόπιν στάθμισης και αξιολόγησης όλων των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, χωρίς να υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα, στην επίδικη απόφαση. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Καταρχάς, δεν θα συμφωνήσω με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη και αόριστη σειρά επιχειρημάτων, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Τουναντίον, παρατηρώ ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία, σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που προωθεί ο Αιτητής καθώς και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας όσο και στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των νομικών σημείων που προωθεί ο Αιτητής. Περαιτέρω, παραθέτει επαρκή επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των λόγων ακυρώσεως που εν τέλει αποφάσισε να προωθήσει, ως αυτοί περιορίστηκαν με τη γραπτή του αγόρευση. Οφείλω ωστόσο να επισημάνω ότι δομικά, η αγόρευση του Αιτητή δε συνάδει και με την επιταγή του Κανονισμού 8 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ.1) του 2015[1], ως προς τη συνοπτική παρουσίαση του «σκελετού» των επιχειρημάτων στη βάση των νομικών σημείων που προσδιορίζονται στο δικόγραφο της προσφυγής του καθώς η αγόρευση του δε χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο. Εν πάση περιπτώσει, ενόψει της επαρκούς εξειδίκευσής του, θα προχωρήσω στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακυρώσεως.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τους λόγους ακυρώσεως
Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, καθόσον άπτονται ζητημάτων που συνδέονται άμεσα με την ουσία της υπόθεσης, διαπλέκονται με αυτήν και, ως εκ τούτου, θα εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο σε συνάρτηση με την ουσιαστική κρίση επί της υπόθεσης. Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται ενόψει της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να προβαίνει σε πλήρη έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης, λαμβάνοντας υπόψη ex nunc τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που τη διέπουν[2].
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[3]
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή η ζωή του απειλήθηκε. Ειδικότερα, προέβαλε ότι εγκατέλειψε το Κονγκό επειδή είχε σχέση με μια κοπέλα που ανήκε σε μουσουλμανική οικογένεια. Όταν εκείνη έμεινε έγκυος, η οικογένεια της ήταν αναστατωμένη λόγω της διαφοράς θρησκείας. Τα αδέρφια της τον ξυλοκόπησαν και κατέστρεψαν τα υπάρχοντα του, καθώς και τη μοτοσικλέτα του. Ο πατέρας της είπε ότι, αν τον έβρισκε ποτέ, θα τον σκότωνε. Η μητέρα του τον βοήθησε να δραπετεύσει από τη χώρα. (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Κινσάσα. Δήλωσε Χριστιανός Προτεστάντης στο θρήσκευμα, με εθνοτική καταγωγή Songye. Η μητρική του γλώσσα είναι η Lingala, ενώ μιλάει επίσης και γαλλικά. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος, ενώ ως προς τους γονείς του και τα πέντε νεαρότερα αδέλφια του, αυτοί διαβιούν, ως δήλωσε, στην Κινσάσα. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει αποφοιτήσει από το λύκειο, το 2017, ενώ ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα ο Αιτητής προέβαλε ότι εργαζόταν από το 2016 έως το 2022 ως οδηγός και ως ζωολόγος.
Ως προς την ουσία της υπόθεσής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν οι απειλές κατά της ζωής του. Όπως ανέφερε, διέμενε με τη σύντροφό του, η οποία αγνοούσε ότι εκείνος ήταν μουσουλμάνος. Όταν εκείνη έμεινε έγκυος, της έκανε πρόταση γάμου, εξηγώντας της ότι η έκτρωση αποτελεί αμαρτία κατά τη θρησκεία του. Επεδίωξε να γνωρίσει την οικογένειά της, πλην όμως τελικώς στη συνάντηση μετέβη η μητέρα του, η οποία έγινε στόχος επιθέσεων από την οικογένεια της κοπέλας λόγω της χριστιανικής της πίστης.
Στη συνέχεια, ο Αιτητής υποστήριξε ότι όταν ο ίδιος επισκέφθηκε την οικία του πατέρα της συντρόφου του, συνελήφθη και κρατήθηκε επί δύο εβδομάδες σε στρατιωτικό στρατόπεδο. Κατά τους ισχυρισμούς του, η μητέρα της κοπέλας, συγκινημένη από την κατάστασή του, επικοινώνησε με τα αδέλφια της και, εκμεταλλευόμενη την απουσία του φρουρού, τον βοήθησαν να δραπετεύσει. Μετά τη διαφυγή του, κατέφυγε σε άλλο στρατόπεδο, όπου παρέμεινε κρυμμένος για μικρό χρονικό διάστημα, με τη βοήθεια της μητέρας της κοπέλας.
Παράλληλα, η μητέρα του Αιτητή μερίμνησε για την έκδοση των απαραίτητων ταξιδιωτικών εγγράφων, προκειμένου να εγκαταλείψει τη χώρα. Τέλος, ο Αιτητής ανέφερε ότι, πριν από τη σύλληψή του, τα αδέλφια της συντρόφου του τού προκάλεσαν περαιτέρω προβλήματα, καταστρέφοντας τον επαγγελματικό του εξοπλισμό.
Ερωτηθείς τι θεωρεί ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ ο Αιτητής εξήγησε πως δεν μπορεί να επιστρέψει καθώς ο πατέρας της κοπέλας του ορκίστηκε να τον σκοτώσει. (βλ. ερυθρά 26/1Χ του Δ.Φ.).
Στο πλαίσιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στον Αιτητή, ο τελευταίος δήλωσε ότι διατηρούσε σχέση με την κοπέλα του από το 2015 έως και τον χρόνο της συνέντευξης, επισημαίνοντας ότι γνώστες της σχέσης τους ήταν η αδελφή της κοπέλας καθώς και οι γονείς του ιδίου.
Όταν ρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν οι γονείς της κοπέλας να αγνοούν τη σχέση επί επτά έτη, ο Αιτητής απάντησε ότι η σύντροφός του τελούσε υπό τον απόλυτο έλεγχο του πατέρα της. Κληθείς να διευκρινίσει τη φράση αυτή, ανέφερε ότι στη χώρα του, άτομα με οικονομική επιφάνεια συνηθίζουν να προσλαμβάνουν φρουρούς ασφαλείας για την επιτήρηση των παιδιών τους (βλ. ερυθρό 25/1Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς αν είχε γνωρίσει προσωπικά τον πατέρα της κοπέλας, δήλωσε ότι τον είχε δει μόνο από μακριά, τη μέρα της σύλληψής του.
Αναφορικά με τη σύλληψη και την κράτησή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι κρατήθηκε στο στρατόπεδο Lufungula, το οποίο, όπως είπε, διαθέτει δύο χώρους: έναν για εγκληματίες και έναν δεύτερο για άτομα που κατηγορούνται για ελαφρές παραβάσεις (όπως η κακή οδήγηση). Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι τοποθετήθηκε στον χώρο όπου κρατούνται οι εγκληματίες.
Σε σχέση με τη διαφυγή του, δήλωσε ότι αυτή κατέστη δυνατή με τη συνδρομή της μητέρας του. Όπως ανέφερε, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ενώ κοιμόταν, ένας φρουρός —ο επικεφαλής, όπως είπε— τον ξύπνησε και τον ενημέρωσε ότι επρόκειτο να αποδράσει. Του έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες να προσποιηθεί ότι κατευθύνεται προς την τουαλέτα και, όταν βγήκε, τον περίμενε αυτοκίνητο εκτός του στρατοπέδου.
Όταν ερωτήθηκε για ποιον λόγο ο επικεφαλής φρουρός τον βοήθησε, απάντησε ότι η μητέρα του είχε επικοινωνήσει μαζί του, του εξήγησε την ιστορία του Αιτητή και εκείνος αποφάσισε να τον συνδράμει.
Αναφορικά με το δεύτερο στρατόπεδο, ο Αιτητής ανέφερε ότι αυτό ονομαζόταν Thacht, διευκρινίζοντας ότι επρόκειτο για στρατιωτικό στρατόπεδο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων. Δήλωσε ότι παρέμεινε εκεί επί τρεις μήνες, ότι ο χώρος ήταν υψηλής προστασίας και ότι δεν του υποβλήθηκαν ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητά του ή τον λόγο παρουσίας του εκεί, ενώ του επετράπη η είσοδος χωρίς περαιτέρω έλεγχο.
Περαιτέρω, αναφορικά με την ύπαρξη ή μη προσωπικής επαφής με τον φερόμενο ως διώκτη του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να τον γνωρίσει, καθώς συνελήφθη από τους φρουρούς. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι από τη στάση και τη συμπεριφορά του διώκτη, ακόμη και από απόσταση, αντιλήφθηκε ότι ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να τον σκοτώσει.
Ερωτηθείς αν υπέβαλε καταγγελία στις αρχές, απάντησε αρνητικά, επικαλούμενος οικονομική αδυναμία. Πρόσθεσε ότι κανείς δεν τον είχε αναζητήσει ή απειλήσει μετά τον Απρίλιο του 2022, όταν και συνελήφθη.
Τέλος, σε σχετική ερώτηση αν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, δεδομένου ότι τα περιστατικά φέρεται να έλαβαν χώρα στην Κινσάσα, απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρά 22/2Χ του Δ.Φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από τους Καθ' ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή και αυτός έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυρισμό ότι έφυγε από τη χώρα του, λόγω του ότι ο πατέρας της κοπέλας του τον κυνηγούσε, και συλλήφθηκε λόγω του ότι διατηρούσε σχέση με την κόρη του. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς κρίθηκε πως οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως γενικά αόριστες και ασυνεπείς και μη λεπτομερείς.
Ειδικότερα, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν παρουσίασε πειστική και συνεκτική εξήγηση για το πώς, παρά τη διάρκεια επτά ετών της σχέσης του με την κόρη του φερόμενου διώκτη του, ο πατέρας της –καθώς και η υπόλοιπη οικογένειά της– φέρονται να αγνοούσαν πλήρως την ύπαρξη της σχέσης. Περαιτέρω, σημειώθηκε ότι, ενώ ο Αιτητής δήλωσε πως δεν γνώριζε το επάγγελμα του πατέρα της συντρόφου του, εντούτοις ανέφερε με βεβαιότητα πως εκείνος ήταν ευκατάστατος, κυκλοφορούσε με ακριβά οχήματα και συνοδευόταν από προσωπικούς φρουρούς, χωρίς όμως να παρέχει επαληθεύσιμα στοιχεία που να υποστηρίζουν τις αναφορές αυτές.
Επιπλέον, ο Λειτουργός παρατήρησε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια την ημερομηνία της υποτιθέμενης σύλληψής του, καθώς δεν ανέφερε συγκεκριμένη ημέρα ή χρονικό πλαίσιο. Ομοίως, δεν περιέγραψε τα πρόσωπα που φέρονται να τον συνέλαβαν, ούτε τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η σύλληψη. Η ίδια ασάφεια χαρακτήριζε και τις δηλώσεις του σχετικά με τη διαφυγή του από το στρατόπεδο όπου, κατά τους ισχυρισμούς του, κρατείτο. Επανέλαβε αόριστα ότι η μητέρα του μίλησε με έναν φρουρό για να τον βοηθήσει να αποδράσει, χωρίς όμως να διευκρινίσει ποιος ήταν ο φρουρός, ποια θέση κατείχε ή με ποιον τρόπο ήρθε σε επαφή η μητέρα του με τις αρχές του στρατοπέδου.
Παράλληλα, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς ή λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το πώς ακριβώς εξήλθε από τον χώρο κράτησης, αν υποβλήθηκε σε κάποιον έλεγχο κατά την αποχώρησή του ή αν υπήρξε παρέμβαση τρίτων προσώπων. Αρκέστηκε να δηλώσει ότι δεν ερωτήθηκε από κανέναν και ότι βρισκόταν «υπό την καθοδήγηση» του επικεφαλής φρουρού, χωρίς να προσκομίσει αποδεικτικά ή επαληθεύσιμα στοιχεία για τα λεγόμενά του.
Ο Λειτουργός επισήμανε επίσης ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφείς και συνεπείς απαντήσεις για το πώς φιλοξενήθηκε, μετά την απόδρασή του, σε δεύτερο στρατόπεδο υψηλής προστασίας για διάστημα τριών μηνών. Δεν εξήγησε πώς εισήλθε στον χώρο αυτόν, αν υποβλήθηκε σε έλεγχο κατά την είσοδο ή ποιος του επέτρεψε να διαμείνει εκεί. Ο ισχυρισμός του ότι ο φρουρός που τον βοήθησε να διαφύγει είχε επιλέξει το στρατόπεδο αυτό ως «ασφαλές σημείο» κρίθηκε ατεκμηρίωτος, αφού δεν παρείχε πληροφορίες για την ταυτότητα, τη θέση ή τον ρόλο του φρουρού, ούτε για το πλαίσιο συνεργασίας με τις αρχές του στρατοπέδου. Οι απαντήσεις του σχετικά με τη φύση της παραμονής του, τις συνθήκες διαβίωσης και την ενδεχόμενη αναγνώρισή του από τις δυνάμεις ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν ως ασαφείς.
Τέλος, ο Λειτουργός σημείωσε ότι, παρότι ο Αιτητής δήλωσε πως ουδέποτε είχε έρθει σε άμεση επαφή με τον πατέρα της συντρόφου του, εντούτοις υποστήριξε ότι κατανοούσε από τη στάση του πως ήταν αποφασισμένος να τον σκοτώσει. Ο ισχυρισμός αυτός θεωρήθηκε αβάσιμος, καθώς δεν συνοδευόταν από συγκεκριμένα περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν προσωπική στοχοποίησή του ή άμεσες απειλές. Επιπλέον, οι απαντήσεις του παρέμειναν αντιφατικές και αόριστες ως προς τη φύση και τον τρόπο της φερόμενης δίωξης, αφού ο ίδιος παραδέχθηκε ότι ουδέποτε συνάντησε τον εν λόγω άνδρα αυτοπροσώπως, ούτε δέχθηκε άμεση απειλή εκ μέρους του. Ο Λειτουργός κατέληξε ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή, από την ημέρα της σύλληψής του τον Απρίλιο του 2022 διέμενε στην Κινσάσα και ουδέποτε έκτοτε τον προσέγγισε κανείς, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω την κρίση περί έλλειψης αξιοπιστίας του ισχυρισμού του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής δεν συνάδουν με τις επίσημες πληροφορίες για το σωφρονιστικό σύστημα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, στην Κινσάσα λειτουργεί μόνον ένα επίσημο σωφρονιστικό ίδρυμα, το Κέντρο Σωφρονιστικών Καταστημάτων και Αναμόρφωσης της Κινσάσα (CPRK), το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και των δικαστικών αρχών. Η φυλακή Ndolo, που λειτουργούσε παλαιότερα, έχει κλείσει από το 1997 και δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη λειτουργία άλλων αντίστοιχων εγκαταστάσεων.
Επιπλέον, ο Λειτουργός σημείωσε ότι δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ή λειτουργία των δύο στρατοπέδων που ανέφερε ο Αιτητής (Lufungula και Thacht). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του κρίθηκε ως στερούμενος εξωτερικής αξιοπιστίας και απορρίφθηκε συνολικά.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς ρίσκου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός. Επί τούτου, ο Λειτουργός σημείωσε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην Κινσάσα θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως προς αυτό συνεκτιμήθηκε η κατάσταση ασφαλείας της περιοχής, και συγκεκριμένα το ότι στην Κινσάσα δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων, παραθέτοντας σχετικώς και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.
Ακολούθως, ο Λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης, ο Λειτουργός σημείωσε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
  Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή  του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον  και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως  σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του  επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο  λειτουργός ασύλου.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, συμφωνώ και συντάσσομαι με τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση. Το γεγονός πως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια την ημερομηνία της σύλληψής του, καθώς και το ότι κατάφερε να περιγράψει ούτε τα πρόσωπα που φέρεται να τον συνέλαβαν, ούτε τις συνθήκες υπό τις οποίες συνελήφθη, δημιουργεί αμφιβολίες βασιμότητας του ισχυρισμού του. Η γενικότητα των απαντήσεών του, σε συνδυασμό με την απουσία στοιχειώδους περιγραφής ενός περιστατικού στο οποίο ο ίδιος δηλώνει ότι ήταν παρών, δεν συνάδουν με τη φύση και τη σοβαρότητα του γεγονότος. Εύλογα θα αναμενόταν, σε περίπτωση πραγματικής εμπειρίας κράτησης, ο Αιτητής να είναι σε θέση να περιγράψει βασικά χαρακτηριστικά της σύλληψης, όπως τον χώρο και τον αριθμό ή την εμφάνιση των προσώπων από τα οποία συνελήφθη. Η αδυναμία παροχής αυτών των πληροφοριών κρίνεται από το Δικαστήριο ως ένδειξη αναξιοπιστίας ή αμφίβολης βασιμότητας του ισχυρισμού περί σύλληψης και κράτησης.
Επιπλέον, το γεγονός πως δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές ή λεπτομερείς πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο διαφυγής του από το στρατόπεδο στο οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, κρατείτο μετά τη σύλληψή του, δεν επιτρέπουν την αποδοχή του ισχυρισμού αυτού ως πειστικού ή αξιόπιστου.
Επιπλέον να τονίσω όπως ορθά διαπίστωσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση, το γεγονός πως δεν είχε έρθει ποτέ σε άμεση επαφή με τον πατέρα της συντρόφου του, αλλά παρόλα αυτά, υποστήριξε ότι κατανοούσε από τη στάση του ότι ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να τον σκοτώσει, καθιστούν δυσχερή την αποδοχή του ισχυρισμού περί άμεσης και προσωπικής δίωξης του. Ωστόσο, πέραν των διαπιστώσεων που περιέχονται στην έκθεση του Λειτουργού, εντοπίζονται και περαιτέρω κενά και σημεία που ενισχύουν την εικόνα έλλειψης αξιοπιστίας. Η απόπειρα σύνδεσης της σύλληψης του Αιτητή με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, ήτοι τον πατέρα της κοπέλας του, δεν συνίσταται καθώς δεν δίδονται στοιχεία για τη σχέση των προσώπων αυτών με την σύλληψη και κράτηση του Αιτητή.
Είναι επίσης χαρακτηριστική η γενικόλογη απάντηση του Αιτητή ότι δεν μπορεί να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, χωρίς να τεκμηριώνει για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να βρει καταφύγιο σε άλλη πόλη. Η απλή επίκληση του αισθήματος κινδύνου χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες απειλές ή περιστατικά δεν πληροί το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης για να τεκμηριωθεί η αδυναμία εσωτερικής προστασίας.
Συμπερασματικά, η έκθεση του Λειτουργού είναι τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη και, όπως διαπιστώθηκε, υποστηρίζεται από πρόσθετα πραγματικά δεδομένα τα οποία ενισχύουν το συμπέρασμα περί έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρά το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε ορισμένη έρευνα αναφορικά με τους χώρους κράτησης στην Κινσάσα, εντούτοις, όπως οι ίδιοι καταγράφουν, δεν εντόπισαν καμία πληροφορία για τα στρατόπεδα στα οποία αναφέρθηκε ο Αιτητής, ήτοι τα Lufungula και Thacht. Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει ο Αιτητής στη γραπτή του αγόρευση, υπάρχουν διαθέσιμες στο διαδίκτυο αναφορές για το στρατόπεδο Lufungula, καθώς και για το στρατόπεδο Tshatshi, του οποίου η ονομασία προσομοιάζει με το «Thacht» που ανέφερε ο Αιτητής. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο, προκειμένου να διαπιστώσει την ακρίβεια των ισχυρισμών, προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα, από την οποία προέκυψαν τα εξής:
· Αναφορικά με το στρατόπεδο Lufungula
Το στρατόπεδο Lufungula, που βρίσκεται στην περιφέρεια Lingwala της Κινσάσα, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές-αστυνομικές εγκαταστάσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Σύμφωνα με ανεξάρτητες αναφορές, μεταξύ των οποίων και η Human Rights Watch, στο στρατόπεδο λειτουργούν διοικητικές μονάδες της αστυνομίας, γραφεία στρατιωτικών πληροφοριών, κέντρα προσωρινής κράτησης, καθώς και ιατρικές και οικιστικές υποδομές για στρατιωτικό προσωπικό και τις οικογένειές τους.[4]
Το στρατόπεδο χρησιμοποιείται επίσης για εκπαιδευτικούς και συντονιστικούς σκοπούς στο πλαίσιο στρατιωτικών και αστυνομικών επιχειρήσεων. Αποτελεί γνωστό τόπο κράτησης πολιτών κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων ασφάλειας, όπως προκύπτει από δημοσιευμένες εκθέσεις του Γραφείου Κοινών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNJHRO) και του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.[5]
Πέραν της στρατιωτικής του λειτουργίας, το στρατόπεδο έχει αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης λόγω ανθρωπιστικών κρίσεων, όπως η καταστροφική πυρκαγιά του Αυγούστου 2023 που έπληξε περισσότερες από 70 κατοικίες εντός του στρατοπέδου, καθώς και λόγω διαφωνιών για αναγκαστικές εκκενώσεις στο πλαίσιο σχεδίου ανέγερσης δημοσίου νεκροτομείου εντός της περιμέτρου του.[6]
Επιπλέον, στο στρατόπεδο διεξήχθησαν στρατοδικεία και δίκες αστικών υπόπτων (kuluna), όπως επιβεβαιώθηκε το Δεκέμβριο του 2024 από το Εθνικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ACP/CD).
Τα ανωτέρω αποδεικνύουν όχι μόνο την ύπαρξη του στρατοπέδου Lufungula, αλλά και τον διπλό του ρόλο ως στρατιωτική βάση και χώρο κράτησης, συχνά με περιορισμένη διαφάνεια και πρόσβαση από ανεξάρτητους παρατηρητές.
· Αναφορικά με το στρατόπεδο «Thacht»
Αν και δεν υπάρχουν δημόσιες ή ανεξάρτητες αναφορές για στρατόπεδο με την ονομασία "Thacht" στην Κινσάσα, είναι πιθανό ότι ο Αιτητής να αναφέρεται σε στρατιωτική εγκατάσταση υψηλής προστασίας με διαφορετική ονομασία. Άλλωστε στην Κινσάσα υπάρχουν αρκετές στρατιωτικές βάσεις που πληρούν τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο Αιτητής. Από την έρευνα του Δικαστηρίου, εντοπίστηκε το στρατόπεδο Tshatshi, το οποίο βρίσκεται στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και αποτελεί μια από τις κύριες στρατιωτικές εγκαταστάσεις της χώρας.[7] Το στρατόπεδο φιλοξενεί το Γενικό Επιτελείο των Ενόπλων Δυνάμεων της ΛΔ Κονγκό (FARDC) και το Υπουργείο Άμυνας και Βετεράνων Πολέμου.[8]
Η Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (UN GoE) αναφέρει το στρατόπεδο Tshatshi ως μία από τις κύριες στρατιωτικές εγκαταστάσεις της χώρας.[9] Συγκεκριμένα, η έκθεση του Δεκεμβρίου 2023 αναφέρει ότι η σύγκρουση που ξεκίνησε στα μέσα του 2022 στην περιοχή Kwamouth της επαρχίας Mai-Ndombe επεκτάθηκε και στις γειτονικές επαρχίες, συμπεριλαμβανομένων των Kinshasa και Kongo Central.[10] Η βία απείλησε να καταλάβει την πρωτεύουσα Κινσάσα, όπου ζουν μέλη και των δύο κοινοτήτων Teke και Yaka, περιλαμβανομένων χιλιάδων πολιτών που εκτοπίστηκαν από τη σύγκρουση.[11] Η έκθεση δεν παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες για το στρατόπεδο Tshatshi, αλλά η αναφορά του υποδηλώνει τη στρατηγική του σημασία στην περιοχή.
Να τονίσω, πως οι ανωτέρω πληροφορίες, τεκμηριώνονται από το αγγλικό και γαλλικό λήμμα της Wikipedia καθώς και από εκθέσεις της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για τη ΛΔ Κονγκό.[12] Παρότι το Wikipedia δεν αποτελεί νομικά από μόνο του αυστηρή πηγή, η πληθώρα ανεξάρτητων αναφορών που επιβεβαιώνουν τα ίδια στοιχεία κάνουν την πληροφορία αξιόπιστη, σε συνδυασμό με επίσημες εκθέσεις ΟΗΕ ή/και άλλων διεθνών οργανισμών.
Παρά το γεγονός ότι η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ενισχύεται μερικώς, καθώς πλέον επιβεβαιώνεται η ύπαρξη των στρατοπέδων που ανέφερε ο Αιτητής, το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να καταστήσει τον ισχυρισμό αξιόπιστο συνολικά. Η εσωτερική συνοχή των δηλώσεών του παραμένει σοβαρά ελλειμματική — υπάρχουν ασάφειες, αντιφάσεις και απουσία ουσιωδών λεπτομερειών για κρίσιμα γεγονότα (όπως η σύλληψη, η κράτηση και η διαφυγή του). Επομένως, ο ισχυρισμός, παρά τη μερική ενίσχυση ως προς την εξωτερική του διάσταση, ορθώς απορρίπτεται συνολικά λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, αφού η ύπαρξη των στρατοπέδων δεν αποδεικνύει ούτε τη δική του παρουσία εκεί ούτε τη βασιμότητα της καταγγελλόμενης δίωξης.
Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[13] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, --, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[14], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[15]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[16] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Κινσάσα της ΛΔΚ, από την οποία προέκυψε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[17]
Ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ανέτρεξα σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Κινσάσα, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ των οποίων προέκυψε ότι η έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει πως: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[18]
Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[19]. Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[20]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται σταθερή.
Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, παρατίθενται τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων θυμάτων, έλαβε χώρα περί τον Σεπτέμβριο του 2024, όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 200 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων.[21] Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους.[22]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, με επαρκή μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[2] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[3] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.
[4]Human  Rights Watch – Operation Likofi: Police Killings and Enforced Disappearances  in Kinshasa (2014)
  https://www.hrw.org/report/2014/11/17/operation-likofi/police-killings-and-enforced-disappearances-kinshasa  
[5]United  Nations Joint Human Rights Office (UNJHRO), Report on Human Rights Violations  (2014)
  https://monusco.unmissions.org  
[6]ACP.CD – Πολλαπλές αναφορές για εκκενώσεις, πυρκαγιές και στρατοδικεία στο στρατόπεδο Lufungula https://acp.cd/province/kinshasa-sos-pour-les-victimes-de-lincendie-du-camp-lufungula
[9] Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (UN GoE) - https://www.scribd.com/document/714926453/UNGoE-2023-December-Report?utm_source
[10] Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (UN GoE) - https://www.scribd.com/document/714926453/UNGoE-2023-December-Report?utm_source
[11] Έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (UN GoE) - https://www.scribd.com/document/714926453/UNGoE-2023-December-Report?utm_source
[12] Έκθεση United Nations Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo
[13] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[15] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[16] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[17] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2025)
[18] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2025)
[19] International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database? (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2025)
[20] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2025)
[21] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Democratic Republic of Congo, Events / Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2025)
[22] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/08/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο