S.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2163/2023, 22/10/2025
print
Τίτλος:
S.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2163/2023, 22/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2163/2023

22 Οκτωβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.E.,

από Νιγηρία

                                                                       Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Μ. Αμπελώμος (κος) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 31.05.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 12.11.2021 και στις 20.03.2022 εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών υποβάλλοντας στις 29.04.2022 αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 18.05.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή  με λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO), ο οποίος υπέβαλε στις 30.05.2023 Εισηγητική Έκθεση στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 31.05.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 16.06.2023, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι εκτεταμένες και υποβάλλει πως η επιστροφή του στην Νιγηρία θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ' ισχυρισμό παραβίαση. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση των Kαθ' ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση, έπειτα από μία σύντομη συνέντευξη κατά την οποία δεν τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις και έγινε επιλογή των θεμάτων προς διερεύνηση. Επιπλέον, πως οι ισχυρισμοί του περί δίωξης επιλεκτικά θεωρήθηκαν ως μη αξιόπιστοι. Επίσης πως η εξωτερική αξιοπιστία λανθασμένα δεν έγινε αποδεκτή, καθότι ανευρέθηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν ότι το Κοράνι απαγορεύει πράξεις όπως το προγαμιαία συνεύρεση και πληροφορίες για τους Χαούλα-Φουλάνι που ενισχύουν την αντίθεση του πατέρα της αποβιώσασας αναφορικά με την σχέση της με τον Αιτητή, αποδεικνύοντας την αλήθεια των ισχυρισμών του. Είναι περαιτέρω η θέση του πως η επίδικη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι κατά τούτο είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα αλλά και έλλειψης αιτιολογίας. Παραπέμπει προς τούτο σε πηγές πληροφόρησης οι οποίες κατά τη θέση του καταδεικνύουν ότι στη Νιγηρία επικρατούν ένοπλες συρράξεις και ότι κατά τούτο, κακώς απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του Αιτητή.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, συμφωνώ εν μέρει με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακυρώσεως, πλην του ισχυρισμού περί μη ασφαλούς χώρας καταγωγής του Αιτητή και περί έλλειψης δέουσας έρευνας, προωθούνται με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.

 

Πρόσθετα επισημαίνω ότι, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Τούτο διότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Αυτός είναι και ο λόγος που το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως δέχεται πως είναι αλυσιτελής η προβολή λόγων σε δίκη επί διοικητικής προσφυγής ουσίας που αφορούν στη νομιμότητα ή την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως[1], την πλάνη περί τα πράγματα, την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, η απλή επίκληση τέτοιων ισχυρισμών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι, όπως κατ' ισχυρισμό προβάλει, δεν  είχε τη δυνατότητα να εκθέσει προσηκόντως τις θέσεις του ενώπιον της διοίκησης για τους πιο πάνω λόγους ή ότι η διοίκηση δεν αντιλήφθηκε καλά τους ισχυρισμούς του, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου. Εν προκειμένω,  ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί αναιτιολόγητης απόφασης και πλάνης περί τα πράγματα, εγείρονται αλυσιτελώς, στην παρούσα υπόθεση, καθώς ακόμα και αν γίνουν αποδεκτοί, καμία επίδραση δεν θα έχουν στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αν ο Αιτητής δεν προβάλλει ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[2]. Κατά συνέπεια, οι λόγοι αυτοί δεν δύναται να εξεταστούν αφού ως είναι παγίως θεμελιωμένο, τα δικαστήρια δε λειτουργούν επί ματαίω επιλύοντας ακαδημαϊκά ζητήματα, η επίλυση των οποίων δεν θα καταλήξει σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα[3]. Κατά τούτου λοιπόν οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή απορρίπτονται ως γενικοί, αόριστοι, αναιτιολόγητοι αλλά και αλυσιτελείς.

 

Αναφορικά δε με τους ισχυρισμούς περί μη ασφαλούς χώρας καταγωγής του Αιτητή και περί έλλειψης δέουσας έρευνας παρατηρώ ότι εγείρονται με κάποια σχετική επιχειρηματολογία, η οποία επιτρέπει την εξέτασή τους, στην οποία και ως εκ τούτου θα προχωρήσω σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης.


Επί των λόγων ακυρώσεως σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί μη ασφαλούς χώρας καταγωγής

 

Ο Αιτητής αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι εκτεταμένες και υποβάλλει πως η επιστροφή του στην Νιγηρία θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ' ισχυρισμό παραβίαση.

 

Ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν δύναται να εξεταστεί. Η Νιγηρία έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής, δυνάμει διαταγμάτων του Υπουργού Εσωτερικών, και παραμένει στον κατάλογο των ασφαλών χωρών σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο διάταγμα ημερ. 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025).

 

Ειδικότερα, αναφέρεται ξεκάθαρα στην παράγραφο (2) της Κ.Δ.Π. 166/2023 ότι: «Οι πιο κάτω χώρες ορίζονται ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.»

 

Μεταξύ των χωρών αυτών, εντοπίζεται και η Νιγηρία (βλ. Κ.Δ.Π. 145/2025).

 

Η Κ.Δ.Π. 145/2025 αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας. Τούτο δε συνεπάγεται ότι πρόκειται για δεσμευτική πράξη η οποία δεσμεύει τον ενδιαφερόμενο ιδιώτη, τα δικαστήρια, τις άλλες διοικητικές αρχές καθώς και την αρχή που την εξέδωσε, μέχρι την κατάργηση ή τροποποίηση της[4]. Ως έχει κατ' επανάληψη και με σαφήνεια διατυπωθεί από το Ανώτατο και Διοικητικό Δικαστήριο, οι κανονιστικές πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής, αφού δεν μπορούν να προσβληθούν, ευθέως, ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου[5]. Όπως έχει επίσης κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το Άρθρο 146 του Συντάγματος «(.) περιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναθεώρηση πράξεων που ανάγονται στην εκτελεστική ή διοικητική εξουσία του κράτους»[6].  Οι κανονιστικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ήτοι οι πράξεις οι οποίες θεσμοθετούν κανόνες δικαίου, δεν μπορούν να προσβληθούν ευθέως , μπορεί όμως, παρεμπιπτόντως, να εξεταστεί το κύρος μιας κανονιστικής πράξης από το Δικαστήριο «(.) κατά την εξέταση μιας προσφυγής η οποία στρέφεται εναντίον ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογήν της κανονιστικής.»[7]

 

Αν λοιπόν ο Αιτητής ήθελε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διατάγματος αυτού, καθ' ότι μέρος αυτού αφορά τη Νιγηρία, μπορούσε να πράξει τούτο επιζητώντας, μέσω της υπό κρίση προσφυγής, τον παρεμπίπτον έλεγχο του διατάγματος, το οποίο ως κανονιστική διοικητική πράξη η νομιμότητα αυτού, δύναται να ελεγχθεί μέσω του παρεμπίπτοντος ελέγχου, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας κανονιστικής διατάξεως, δικογραφείται δεόντως δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.

 

Τέτοια δικογράφηση δεν εντοπίζεται στο εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή και συνεπώς το κύρος της πράξεως αυτής δεν δύναται να ελεγχθεί , με αποτέλεσμα ο πρώτος αυτός λόγος ακυρώσεως να καθίσταται απορριπτέος δια του λόγου τούτου.

 

Βεβαίως άλλο είναι το ζήτημα του κατά πόσο, το δια του διατάγματος Κ.Δ.Π 145/2025, θεσπιζόμενο μαχητό τεκμήριο της ασφαλούς χώρας καταγωγής, δύναται να ανατραπεί από τον Αιτητή εφόσον αυτός προβάλει επιτακτικούς λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερα κατάσταση του. Το κατά πόσο ο Αιτητής έχει προβάλει τέτοιους λόγους, εξετάζεται κατωτέρω.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[8].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση των ανωτέρω, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθούν καταρχήν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την όλη διοικητική διαδικασία, καθώς και κατά τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου:

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή η σύζυγός του, μουσουλμανικού θρησκεύματος, απεβίωσε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Κατόπιν, η οικογένειά της – επιδιώκοντας εκδίκηση – δολοφόνησε τον μικρότερο αδερφό του και αποπειράθηκε επανειλημμένα να σκοτώσει και τον ίδιο σε διάφορες περιστάσεις, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς. Λόγω αυτών των γεγονότων, μετέβη στην Κύπρο και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. (Ερ. 1 του δ.φ.)

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή Ute-Ozehe, της πολιτείας Edo στη Νιγηρία. Επίσης, δήλωσε ότι από το 2013 μέχρι το 2021 διέμεινε στην περιοχή Abudu, στην πόλη Benin της πολιτείας Edo. Δήλωσε Χριστιανός Βαφτιστής στο θρήσκευμα, με εθνότητα Ika, καθώς και ότι μιλάει την αγγλική γλώσσα και τη διάλεκτο Ika. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει, όπως επίσης και ο αδελφός του. Ο ίδιος είναι άγαμος και άτεκνος. Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο κολλέγιο Ekiadola. Αναφορικά με την εργασιακή του εμπειρία, ανέφερε ότι εργάστηκε ως δάσκαλος στο ιδιωτικό σχολείο “God Favor Academy”.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του σχετίζεται με την οικογένεια της αποβιώσασας κοπέλας του, η οποία τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατο της. Ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της εργασίας του ως δάσκαλος, γνώρισε ένα κορίτσι ονόματι Amina, η οποία προερχόταν από μια μουσουλμανική οικογένεια. Όταν έμεινε έγκυος και κατά τη διάρκεια του τοκετού αυτή απεβίωσε, η δε οικογένειά της εξοργίστηκε με τον Αιτητή και μετέβη στην οικία του με σκοπό να του επιτεθούν. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω επίθεσης, ο αδερφός του Αιτητή σκοτώθηκε και ο Αιτητής υπέστη τραυματισμούς στο πόδι και στο κεφάλι. Ο Αιτητής έτρεξε να σώσει τη ζωή του και μετέβη στην Κύπρο. (Ερ. 35 του δ.φ.)

 

Στο πλαίσιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ο Αιτητής κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την γνωριμία και την σχέση του με την Amina. Ανέφερε πως είχαν γνωριστεί στο σχολείο όπου και οι δύο δίδασκαν και πως ήταν στενοί φίλοι πριν ξεκινήσουν τη σχέση τους. Ερωτεύτηκαν και σχεδίαζαν να παντρευτούν, προτού συμβεί το τραγικό περιστατικό. Ο Αιτητής γνώρισε την οικογένεια της Amina και, αναφορικά με τη σχέση του μαζί τους, ανέφερε ότι τους γνώριζε μέσω εκείνης. Στη χώρα του, όπως δήλωσε, οι Μουσουλμάνοι και οι Χριστιανοί δεν διατηρούν καλές σχέσεις, ωστόσο ο ίδιος κάποιες φορές επισκεπτόταν την οικογένειά της Amina. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ο πατέρας της Amina δεν αποδεχόταν τη σχέση τους, καθώς αυτή δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε γάμο, δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν ήταν μουσουλμάνος. Η Amina ήταν ήδη τεσσάρων μηνών έγκυος πριν ξεκινήσουν οι εντάσεις. Οι δυο τους προσπάθησαν να παντρευτούν, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω της άρνησης του πατέρα της. Αργότερα, όταν η Amina, απεβίωσε κατά τη διάρκεια του τοκετού. (Ερ. 34/2Χ του δ.φ.) Όταν ρωτήθηκε για την αιτία θανάτου της Amina κατά τη διάρκεια του τοκετού, ανέφερε ότι δεν τη γνωρίζει, καθώς ο ιατρός δεν του παρείχε καμία σχετική ενημέρωση. Διευκρίνισε, επίσης, ότι η Amina δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα υγείας πριν τον τοκετό.

 

Κληθείς να περιγράψει την Amina τόσο ως προς την εξωτερική όσο και την εσωτερική της εμφάνιση, ανέφερε ότι ήταν μελαμψή, μελαχρινή, μέτριου αναστήματος και βάρους, και τη χαρακτήρισε ως ευγενική, καλοσυνάτη και έξυπνη. (Ερ. 33/1Χ του δ.φ.) Αναφορικά με τις διαφορετικές θρησκευτικές τους ταυτότητες, διευκρίνισε ότι και οι δύο ήταν ενήμεροι για τη διαφορά αυτή και ότι η Amina προσπαθούσε να πείσει τον Αιτητή να ασπαστεί το Ισλάμ. Ωστόσο, ο ίδιος αρνιόταν να το πράξει. (Ερ. 33/2Χ του δ.φ.)

 

Κληθείς να περιγράψει την ημέρα του τοκετού, όταν η Amina απεβίωσε, ανέφερε ότι η μητέρα της Amina τον ειδοποίησε πως η κατάστασή της δεν ήταν καλή και ότι ο πατέρας της βρισκόταν επίσης εκεί, γι’ αυτό και τον συμβούλεψε να επιστρέψει στο σπίτι του. Όταν η Amina απεβίωσε, η μητέρα της είπε στον Αιτητή ότι έπρεπε να φύγει για να σώσει τη ζωή του, καθώς ο σύζυγός της είχε καλέσει την αστυνομία. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Αιτητής αναγκάστηκε να επιστρέψει, προκειμένου να ελέγξει πως ήταν ο μικρότερος αδελφός του. Ο πατέρας της Amina έστειλε μερικά αγόρια για να του επιτεθούν και, κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο αδελφός του Αιτητή τραυματίστηκε και στη συνέχεια απεβίωσε στο νοσοκομείο. Ο Αιτητής κατέφυγε στον πάστορά του, καθώς ο φερόμενος ως διώκτης του τον αναζητούσε. Ο πάστορας τον συμβούλεψε ότι η μόνη λύση για να σώσει τη ζωή του ήταν να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο Αιτητής μετέβη σε άλλη πόλη, ενώ ο πάστοράς του συνελήφθη. Ο ίδιος βρισκόταν στην Abuja, όταν, λίγες ημέρες αργότερα, ο πάστορας τον κάλεσε τηλεφωνικά, ενημερώνοντάς τον ότι είχε απελευθερωθεί και ότι μπορούσε να τον βοηθήσει οικονομικά να διαφύγει από τη χώρα. (Ερ. 33 του δ.φ.) Ανέφερε πως ο πάστορας τον ενημέρωσε πως ο λόγος της σύλληψης του ήταν ο πατέρας της Amina ο οποίος τον κατάγγειλε ως το πρόσωπο που τον βοήθησε να αποδράσει. Ερωτηθείς εάν γνωρίζει την κατηγορία εναντίον του, ανέφερε πως δεν ήταν παρών για να γνωρίζει και πως ο πατέρας της Amina τον έψαχνε.

 

Ερωτηθείς σχετικά με τη διαμονή του κατά το διάστημα μεταξύ του θανάτου της Amina (Ιούλιος) και της μετεγκατάστασής του στην Abuja (Νοέμβριος), διευκρίνισε ότι είχε μεταβεί στην πόλη Benin. Τόνισε ρητά ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα ούτε στην πόλη Benin ούτε στην Abuja, παρά μόνον οικονομικές δυσκολίες κατά τη διαμονή του στην πόλη Benin.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το εάν, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια στην Abuja, ο Αιτητής απάντησε ότι εκεί κυριαρχεί ο Μουσουλμανισμός και πως σκοτώνουν ανθρώπους σε όλη τη Νιγηρία. (Ερ. 27 του δ.φ.)

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον λειτουργό της EUAA (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), παρατηρώ τα ακόλουθα:  

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και διαμονής του Αιτητή και ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι στοχοποιήθηκε από τον πατέρα της αποβιώσασας συζύγου του, καθώς εκείνος τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατό της.

 

Από αυτούς τους ισχυρισμούς, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ενώ ο έτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε, καθώς σύμφωνα με το Λειτουργό δεν θεμελιώθηκε η αξιοπιστία του, λόγω έλλειψης λεπτομέρειας, συνοχής, συνεκτικότητας και ευλογοφάνειας στις δηλώσεις του.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς κατά την κρίση του Λειτουργού ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, ενώ στα λεγόμενά του εντοπίστηκαν αντιφάσεις και ασυνέπειες. Ο Λειτουργός έκρινε ότι, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη σχέση του με την εκλιπούσα σύντροφό του, ο Αιτητής έδωσε γενικές απαντήσεις και δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, λόγω της διαφορετικής θρησκευτικής τους ταυτότητας – καθώς εκείνος ήταν Χριστιανός και εκείνη Μουσουλμάνα. Κατά την κρίση του λειτουργού, η μόνη σχετική δήλωση που παρείχε ήταν ότι εκείνη τον είχε ωθήσει να ασπαστεί τον Μουσουλμανισμό, γεγονός που θεωρήθηκε ενδεικτικό της γενικότητας και επιφανειακότητας των απαντήσεών του.

 

Πρόσθετα, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφή και λεπτομερή εξήγηση σχετικά με την υπόθεσή του ότι ο πατέρας της συντρόφου του τον κατήγγειλε στην αστυνομία, κατηγορώντας τον για τον θάνατο της κόρης του. Κατά την αξιολόγηση του Λειτουργού, ο Αιτητής αρκέστηκε να αναφέρει γενικά ότι η μητέρα της τον είχε ενημερώσει πως ο σύζυγός της επρόκειτο να τον καταγγείλει, χωρίς όμως να επιβεβαιώσει ποτέ ρητά ότι η καταγγελία πράγματι έγινε, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να του ζητηθούν συγκεκριμένες απαντήσεις χωρίς να βασίζεται σε υποθέσεις.

 

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Λειτουργό, υπήρξαν ασυνέπειες στις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το πώς κατάφερε να εγκαταλείψει τη Νιγηρία χωρίς να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα, δεδομένου ότι – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του – είχε γίνει καταγγελία εις βάρος του στις αστυνομικές αρχές. Όπως σημείωσε ο Λειτουργός, ο Αιτητής ανέφερε αρχικά ότι ο πατέρας της συντρόφου του τον παρακολουθούσε αποκλειστικά στην πολιτεία Edo και ότι η καταγγελία εις βάρος του υποβλήθηκε στην αστυνομία της ίδιας πολιτείας. Ωστόσο, σε μεταγενέστερη δήλωσή του υποστήριξε ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα από τις αστυνομικές αρχές στην πολιτεία Edo, γεγονός που κρίθηκε ως εσωτερικά αντιφατικό.

 

Κατά την περαιτέρω εξέταση, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει με λεπτομέρεια τι συνέβη την ημέρα που δέχθηκε επίθεση από τον πατέρα της συντρόφου του και μερικά ακόμη άτομα, δεν ήταν σε θέση να δώσει συνεκτική απάντηση. Σημείωσε περαιτέρω ότι οι δηλώσεις του παρουσίασαν ασυνέπειες, καθώς αρχικά ανέφερε ότι μετά τον θάνατο της συντρόφου του εγκατέλειψε την περιοχή και επέστρεψε στο σπίτι του μερικές εβδομάδες αργότερα, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι κρυβόταν στους θάμνους και επέστρεψε στο σπίτι του 45 ώρες μετά τον θάνατό της, οπότε και έλαβε χώρα η επίθεση.

 

Όταν του επισημάνθηκε η παραπάνω ασυνέπεια, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ακριβή ή πειστική απάντηση, καθώς περιορίστηκε να δηλώσει ότι κρυβόταν για μερικές ώρες. Επιπλέον, σύμφωνα με την αξιολόγηση του λειτουργού, παρατηρήθηκε ακόμη μία αντίφαση: ενώ αρχικά ο Αιτητής ανέφερε ότι είδε τον πατέρα της συντρόφου του και κάποια αγόρια να πλησιάζουν το σπίτι του, αργότερα υποστήριξε ότι βρισκόταν ήδη μέσα στο σπίτι, τους άκουσε και τους άνοιξε. Ο λειτουργός κατέληξε ότι ούτε σε αυτή την περίπτωση κατάφερε να δώσει σαφή και συνεπή εξήγηση.

 

Αναφορικά με το τι συνέβη μετά το βίαιο περιστατικό στο σπίτι του, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής έδωσε ασυνεπείς απαντήσεις. Ενώ αρχικά ανέφερε ότι, μετά την επίθεση, ο πατέρας της συντρόφου του τον καταδίωξε και εκείνος έτρεξε στον πάστορά του, στη συνέχεια υποστήριξε ότι ο πατέρας και τα αγόρια αποχώρησαν από το σημείο επειδή έφτασαν οι γείτονες. Όταν του επισημάνθηκε η ασυνέπεια αυτή, περιορίστηκε να δηλώσει εκ νέου ότι οι γείτονες βγήκαν έξω, χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινίσεις.

 

Ο Λειτουργός εντόπισε επίσης αντίφαση στις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την επίσκεψή του στον πάστορά του. Κατά την κρίση του Λειτουργού, ο Αιτητής ανέφερε αρχικά ότι ο πάστορας τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει άμεσα τη χώρα για να σώσει τη ζωή του, ωστόσο τελικά αναχώρησε πέντε μήνες αργότερα. Παράλληλα, ο Λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δήλωσε ρητά πως δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα ούτε στην πόλη Benin ούτε στην Abuja, γεγονός που θεωρήθηκε ασύμβατο με τον φόβο και τον κίνδυνο που επικαλείτο.

 

Τέλος, ο Λειτουργός έκρινε ότι οι απαντήσεις του Αιτητή σχετικά με το γιατί δεν ανέφερε τις επιθέσεις και τη δολοφονία του αδελφού του στην αστυνομία δεν ήταν ούτε συγκεκριμένες ούτε επαρκώς τεκμηριωμένες. Παρότι, όπως σημείωσε ο λειτουργός, υπήρχαν γείτονες που ήταν μάρτυρες των περιστατικών, ο Αιτητής περιορίστηκε να δηλώσει απλώς ότι αν πήγαινε στην αστυνομία, θα τον συνέλαβαν για τον θάνατο της κοπέλας του, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει περαιτέρω επεξηγήσεις.

 

Κατόπιν, κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού o Λειτουργός ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη σεξουαλική επαφή εκτός γάμου καθώς και για τους μικτούς γάμους στη Νιγηρία, καταλήγοντας πως  οι σχέσεις εκτός γάμου απαγορεύονται στο Ισλάμ. Ωστόσο κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε κανένα περιστατικό ή πρόβλημα που προκλήθηκε από τον πατέρα της κοπέλας του, παρά μόνο δήλωσε ότι ο πατέρας της ήταν κατά του γάμου τους. Τελικώς ο Λειτουργός κατάληξε πως λόγω της ασυνεπούς και ανακριβούς αφήγησης του Αιτητή, ο ισχυρισμός δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο Λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή, καταλήγει πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στη πολιτεία Edo θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι. 

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τη φερόμενη στοχοποίησή του από τον πατέρα της αποβιώσασας συντρόφου του, ο οποίος, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατό της, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του Λειτουργού ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας. Πράγματι, από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή προκύπτουν σημαντικές αντιφάσεις, ασάφειες και ελλείμματα εσωτερικής συνέπειας και επαρκούς αιτιολόγησης των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών.

 

Ειδικότερα, συμφωνώ με την κρίση του Λειτουργού αναφορικά με τη χρονική ασυνέπεια στις δηλώσεις του Αιτητή, καθώς αρχικά ανέφερε ότι, μετά τον θάνατο της συντρόφου του, εγκατέλειψε την περιοχή και επέστρεψε στο σπίτι του μερικές εβδομάδες αργότερα, ενώ στη συνέχεια δήλωσε ότι επέστρεψε στο σπίτι του μόλις 45 ώρες μετά. Η εν λόγω αντίφαση, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να δώσει πειστική διευκρίνιση, ενισχύει την αμφιβολία ως προς τη συνοχή και την ακρίβεια των λεγομένων του.

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των δηλώσεων του Αιτητή κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, καθώς και της σχετικής αιτιολόγησης της απορριπτικής απόφασης, όπως αυτή παρατίθεται στην εισηγητική έκθεση του Λειτουργού , εντοπίζω επιπρόσθετα στοιχεία που ενισχύουν την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του, πέραν αυτών που ήδη επισημάνθηκαν.

 

Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι, παρόλο που ο Αιτητής υποστήριξε πως δεν ήταν παρών ούτε κατά τον θάνατο της Amina ούτε κατά τον θάνατο του αδελφού του, θα αναμενόταν, εφόσον πράγματι έλαβαν χώρα τα περιγραφόμενα περιστατικά, να ήταν σε θέση να προσκομίσει έστω κάποια αποδεικτικά ή έγγραφα στοιχεία, όπως ιατρικές γνωματεύσεις ή αναφορές θανάτου, προς ενίσχυση των ισχυρισμών του. Το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε καμία σχετική ιατρική γνωμάτευση για τον τραυματισμό ή τον θάνατο του αδελφού του, παρά τους ισχυρισμούς περί σοβαρών τραυματισμών, αποδυναμώνει περαιτέρω τη βασιμότητα των λεγομένων του.

 

Επιπλέον, σε σχέση με την υποτιθέμενη καταγγελία εις βάρος του στις αστυνομικές αρχές, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει με σαφήνεια εάν υπήρξε πράγματι επίσημη καταγγελία από τον πατέρα της Amina, ούτε ποια ήταν η ακριβής κατηγορία που του αποδόθηκε. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί ισχυρισμοί του βασίζονται αποκλειστικά σε προσωπικές υποθέσεις, χωρίς να συνοδεύονται από αντικειμενικά ή επαληθεύσιμα στοιχεία.

 

Παράλληλα, όταν ρωτήθηκε πώς γνώριζε ότι η αστυνομία τον αναζητούσε, οι απαντήσεις του παρέμειναν ασαφείς και γενικόλογες. Η αναφορά του ότι «οι αρχές δεν διαθέτουν χρόνο για ουσιαστική έρευνα» και ότι «ο κόσμος στρέφεται εναντίον της αστυνομίας στη Νιγηρία» (“that is why we are moving against the police in Nigeria”) δεν κρίνεται επαρκής ως αιτιολόγηση για την ύπαρξη οποιασδήποτε ενεργούς δίωξης εις βάρος του.

 

Επιπροσθέτως, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να παράσχει συνεπή και τεκμηριωμένη εξήγηση σχετικά με τη φερόμενη σύλληψη του πάστορά του, τον οποίο παρουσίασε ως άτομο που τον βοήθησε να διαφύγει από τη χώρα. Δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη πληροφόρηση για το πότε και πού έλαβε χώρα η σύλληψη, ούτε για τον τρόπο με τον οποίο ο Αιτητής ενημερώθηκε περί αυτής.

 

Τέλος, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, όταν ρωτήθηκε αν ο φόβος του ότι θα συλληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία βασίζεται σε αποδεδειγμένα γεγονότα ή σε προσωπική εικασία, ο ίδιος απάντησε ρητά ότι πρόκειται για εικασία. Η απάντηση αυτή, σε συνδυασμό με την έλλειψη αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του, καθιστά τη συνολική του αφήγηση εσωτερικά αδύναμη και μη πειστική.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν τεκμηριώνονται επαρκώς ούτε ως προς την ύπαρξη πραγματικής απειλής εις βάρος του ούτε ως προς τη σύνδεση των αναφερόμενων περιστατικών με λόγους δίωξης που να εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της Σύμβασης της Γενεύης.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, για λόγους πληρότητας της απόφασης, το Δικαστήριο προέβη σε περαιτέρω έρευνα για τους διαθρησκευτικούς γάμους,  από την οποία προέκυψαν τα εξής:

 

·                "Οι διαθρησκευτικοί γάμοι ενδέχεται να αποτελούν έδαφος για αμοιβαία διαθρησκευτική καχυποψία και κοινωνικοπολιτισμική σύγκρουση μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Η ειρωνεία αυτής της σύγκρουσης έγκειται στο γεγονός ότι το Ισλάμ επιτρέπει σε έναν Μουσουλμάνο άνδρα να παντρευτεί μια Χριστιανή ή Εβραία γυναίκα, αλλά απαγορεύει σε μια Μουσουλμάνα γυναίκα να παντρευτεί έναν Χριστιανό ή Εβραίο. Αυτό αναφέρεται ξεκάθαρα στο Σούρα 5:5 του Κορανίου. Η αντίληψη αυτή καθορίζει σαφώς την αυστηρή πολιτική τους σχετικά με το ζήτημα του διαθρησκευτικού γάμου μεταξύ ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου. Έτσι, ενώ οι Μουσουλμάνοι Χάουσα-Φουλάνι αποθαρρύνουν οποιαδήποτε Μουσουλμάνα γυναίκα από το να παντρευτεί έναν Χριστιανό, στηρίζονται στο Σούρα 5:5 του Κορανίου για να ενθαρρύνουν τους άνδρες τους να παντρεύονται Χριστιανές γυναίκες.[9]"

 

·                "Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, αυτή η ακαμψία στην πολιτική γάμου αμφισβητείται από πολλές μορφωμένες μουσουλμάνες γυναίκες που βλέπουν την αγάπη να ξεπερνά τα θρησκευτικά όρια. Αυτό έχει συχνά οδηγήσει σε διάφορες περιπτώσεις διωγμού. Και δεδομένου ότι όλες οι Πολιτείες των Χάουσα-Φουλάνι είναι παραδοσιακές μουσουλμανικές, όσοι μετέστρεψαν στο χριστιανισμό δεν αντιμετωπίζονται μόνο ως αιρετικοί και επομένως απομονώνονται από την Ούμα, αλλά χάνουν επίσης την προστασία και την υποστήριξη των κρατικών τους κυβερνήσεων, με τον τρόπο που απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι συγγενείς τους[10]"

 

Επιπλέον, για λόγους πληρότητας της απόφασης, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα στην Πολιτεία Edo της Νιγηρίας, με σκοπό τη διαπίστωση τυχόν πρακτικών ή προτύπων αστυνομικής επέμβασης ή δίωξης σε περιπτώσεις όπου έγκυες γυναίκες αποβίωσαν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, και ο σύντροφός τους αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης. Προς διευκρίνιση του πλαισίου και της κρατικής πρακτικής, παρατίθεται η ενδεικτική υπόθεση «Iguodala Ogieriakhi (Enogie) και Faith Aigbe», η οποία έλαβε δημοσιότητα εντός και εκτός Νιγηρίας, με βάση έγκυρες δημοσιογραφικές και ιατροδικαστικές πηγές.

 

Σύμφωνα με πληθώρα ανεξάρτητων και αξιόπιστων δημοσιευμάτων του νιγηριανού Τύπου, η υπόθεση θανάτου της Faith Aigbe, 27 ετών, εξετάστηκε από τις αστυνομικές αρχές της Πολιτείας Edo (Νιγηρία), έπειτα από τον εντοπισμό της σορού της εντός του οχήματος του τοπικού παραδοσιακού άρχοντα (Enogie) Iguodala Ogieriakhi, γνωστού ως Enogie of Uroho.[11] Η αρχική έρευνα βασίστηκε σε ισχυρισμούς περί εμπλοκής του Enogie (τότε συντρόφου της), ωστόσο, σύμφωνα με την επίσημη ιατροδικαστική έκθεση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Μπενίν (UBTH), η αιτία θανάτου αποδόθηκε σε «ρήξη εξωμήτριας κύησης με συνέπεια μαζική ενδοκοιλιακή αιμορραγία» (ruptured tubal ectopic gestation with massive hemoperitoneum).[12] Βάσει της ιατροδικαστικής έκθεσης, η αστυνομία ανακοίνωσε επίσημα την απαλλαγή του Enogie από κάθε ποινική ευθύνη, καθώς δεν διαπιστώθηκε εμπλοκή ή βίαιη ενέργεια από πλευράς του.[13]

Με βάση την πιο πάνω υπόθεση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, απροσδόκητοι θάνατοι εγκύων, ή υποψίες των συγγενών, από μόνες τους, μπορούν να πυροδοτήσουν αστυνομικές έρευνες, ιδίως σε συναισθηματικά ή κοινωνικά φορτισμένα περιστατικά. Ωστόσο, τα αντικειμενικά στοιχεία – όπως τα αποτελέσματα της νεκροψίας – είναι εκείνα που καθορίζουν τελικά τη νομική έκβαση.

 

Εν προκειμένω, στην υπόθεση της Amina, η οποία, σύμφωνα με τον Αιτητή, απεβίωσε κατά τη διάρκεια του τοκετού, δεν υφίστανται στοιχεία που να τεκμηριώνουν εμπλοκή ή ποινική ευθύνη του ίδιου. Ο ισχυρισμός του ότι ο πατέρας της τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνατό της και προέβη σε καταγγελία εις βάρος του δεν επιβεβαιώνεται από κανένα ανεξάρτητο ή αντικειμενικό δεδομένο. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη αστυνομικής δίωξης, καταγγελίας ή επίσημης έρευνας εις βάρος του, ούτε προκύπτει ότι υπέστη βλάβη ή απειλή από κρατικούς ή άλλους παράγοντες.

 

Αντιθέτως, από τις ίδιες του τις δηλώσεις προκύπτει ότι, μετά τον θάνατο της Amina, παρέμεινε για αρκετούς μήνες στην Πολιτεία Edo και εν συνεχεία στην πόλη Abuja, χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα από τις αρχές, κάτι που αντιφάσκει με τον ισχυρισμό του περί ενεργούς δίωξης.

 

Με βάση, επομένως, τα ανωτέρω αντικειμενικά δεδομένα και την πρακτική που παρατηρείται στην Πολιτεία Edo, καθίσταται σαφές ότι περιπτώσεις όπως αυτή της Amina αντιμετωπίζονται από τις αρχές με τυπική διερεύνηση, όταν υπάρχουν υπόνοιες ή κοινωνικές πιέσεις, αλλά όχι με αυθαίρετες ή παράνομες διώξεις.

 

Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί δίωξης ή σοβαρού κινδύνου βλάβης από την οικογένεια της αποβιώσασας συντρόφου του, ή λόγω κρατικής αδράνειας, δεν ερείδεται σε αντικειμενικά στοιχεία και εδράζεται αποκλειστικά σε προσωπικές εικασίες. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός δεν καθίσταται αξιόπιστος και απορρίπτεται, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω.

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στη νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη του μόνου αποδεκτού ουσιώδη ισχυρισμού.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δε δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:  

«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[14] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[15], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν 

Staatssecretaris van Justitie[16]:  

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Benin, πολιτεία Edo), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά του αρμόδιου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:

 

Ως προς τη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ειδικότερα στην πολιτεία Edo που αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, το παρόν Δικαστήριο, πραγματοποίησε σχετική έρευνα από την οποίαν λήφθηκαν οι ακόλουθες πληροφορίες:

 

·                Σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province)[17].

 

·                Η Boko Haram δρα στις πολιτείες Borno, Yobe, και Adamawa. Το 2019, παρατηρήθηκε  αναζωπύρωση και κλιμάκωση της κρίσης της Boko Haram σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Νιγηρία και από το 2019 επεκτάθηκε  στη βορειοδυτική Νιγηρία με επιθέσεις που έλαβαν χώρα στην Kaduna, Katsina, Sokoto και Zamfara.[18] Ο στρατιωτικός εξοπλισμός και ο οπλισμός της Boko Haram περιλαμβάνει AK47, αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, χειροβομβίδες, όλμους, βόμβες βενζίνης και οχήματα Hilux.  Επιπλέον, έχει αναφερθεί ότι χρησιμοποιεί χειροβομβίδες με ρουκέτες και ενδέχεται να έχει τη δυνατότητα κατασκευής όπλων. Οι εν λόγω συγκρούσεις περιορίζονται στις εν λόγω περιοχές της χώρας και δεν εκτείνονται στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, την πολιτεία Edo αλλά ούτε και στην πολιτεία Lagos.

 

·                Οι κύριοι παράγοντες των συγκρούσεων και των ζητημάτων ασφάλειας στην πολιτεία Edo είναι η εγκληματική βία, οι συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών/αδελφοτήτων, οι συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών για διαφορές γης, η αυτοδικία από πολιτοφυλακές επαγρύπνησης/εκδίκησης, οι αναταραχές που λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες όχλου, οι βίαιες διαμαρτυρίες/διαδηλώσεις και οι επιχειρήσεις καταστολής των διαδηλώσεων που είναι γνωστές ως #EndSars, σύμφωνα με πλήθος πηγών μεταξύ των οποίων και η International Crisis Group.[19] Εξ αυτών, το βασικότερο ζήτημα ασφάλειας στο κρατίδιο Edo το έτος 2020 ήταν η εγκληματικότητα. Η εγκληματική βία περιλάμβανε κυρίως ένοπλες ληστείες, απαγωγές, λιντσαρίσματα όχλου, καθώς επίσης συγκρούσεις μεταξύ εγκληματιών και προσωπικού ασφαλείας.[20]

 

·                Σημειώνεται ότι, η πόλη του Benin, η πρωτεύουσα της πολιτείας Edo, εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός κόμβος εμπορίας ανθρώπων στην Αφρική, αλλά οι αυξημένες προσπάθειες επιβολής μπορεί να έχουν κάνει ορισμένα κυκλώματα εμπορίας ανθρώπων να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους σε άλλες περιοχές της νότιας Νιγηρίας.[21]

 

·                Έτεροι δρώντες της περιοχής της Νότιας Νιγηρίας, όπου ανήκει η πολιτεία Edo, είναι, σύμφωνα με το Country Focus από το E.U.A.A. Portal, oι καμερουνέζοι αυτονομιστές οι οποίοι φέρεται να δρούν στην πολιτεία Cross River, ενώ αιρέσεις όπως οι Icelanders, Greenlanders και Degbam είναι ενεργές και παρόντες με τις βάσεις τους στις περιοχές Emuoha, Port Harcourt και Ahoada στην πολιτεία Rivers. Οι εν λόγω αιρέσεις ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις το 2023 με αντίπαλους άλλες αιρέσεις, δυνάμεις ασφαλείας και τοπικούς εκδικητές.[22] Με βάση τα ανωτέρω, επομένως, δεν διαπιστώνεται δράση τους στην πολιτεία Edo. Επικαλούμενοι και τις πηγές ανωτέρω αναφορικά με τους Fulani και την δράση τους συμπεραίνεται ότι αυτοί δρώντας και στο νότιο τμήμα της Νιγηρίας , όπου ανήκει η πολιτεία Edo, αποτελούν δρούσα ομάδα της πολιτείας χωρίς, ωστόσο, να εντοπίζονται πληροφορίες αναφορικά με τεταμένη κατάσταση εξαιτίας των Fulani στην περιοχή.

 

·                Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), για την περίοδο 15/8/24 με 15/8/25 στην πολιτεία Edo της Νιγηρίας καταγράφηκαν 192 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 148 θανάτους.[23]

 

·                Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Edo της Νιγηρίας ανέρχεται σε 4,777,000 κατοίκους σύμφωνα με την επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[24] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Edo, σύμφωνα με πρόβλεψη του 2025, ανέρχεται σε 4.847.769 κατοίκους.[25]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στη πολιτείας Edo (Benin City), ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου, ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης. 

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων ενώπιον μου, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. 

 

  

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Μεταξύ άλλων: ΣτΕ 1818/2015, ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 2170/2003.

[2] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[4] ΣτΕ 184/67.

[5] Γενική Συνομοσπονδία Παγκύπριας Οργάνωσης Βιοτεχνών Επαγγελματιών Καταστηματαρχών -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Υποθ. 5869/2013, κ.α., απόφαση 16.03.2016.

[6] G.C. School of Careers Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 170.

[7] Γενική Ομοσπονδία Παγκύπριων Οργανώσεων Βιοτεχνών Επαγγελματιών ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 5869/2013 κ.ά., ημερ. 16.3.2016.

[8] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[9] Igbo History Research. (2022). Politics of conversion and inter-faith marriages among Christians and Muslims in Nigeria: An analysis in religious contest and conflict. Integrity Journal of Arts and Humanities. (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 26/08/2025)

[10] Igbo History Research. (2022). Politics of conversion and inter-faith marriages among Christians and Muslims in Nigeria: An analysis in religious contest and conflict. Integrity Journal of Arts and Humanities. (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 26/08/2025)

[11] Punch Nigeria: https://punchng.com/faith-aigbe-police-exonerates-edo-traditional-ruler-from-pregnant-girlfriends-death (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 26/08/2025)

[12] Tribune Nigeria: https://tribuneonlineng.com/police-autopsy-exonerates-enogie-of-complicity-in-8-month-pregnant-womans-death (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 26/08/2025)

[13] Daily Trust: https://dailytrust.com/police-exonerate-edo-chief-from-death-of-pregnant-woman (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 26/08/2025)

[14] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[15] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[16] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[17] https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/08/2025)

[18] Country of Origin Information, Nigeria, security Situation (Ιούνιος 2021), 

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf , σελ. 32, (ημερομηνία τελευταία πρόσβασης 26/08/2025)

[19] PIND, Niger Delta Annual Conflict Report: January - December 2020, 9 February 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://pindfoundation.org/niger-delta-annual-conflict-report-january-december-2020/, σελ. 1-10; International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Nigeria, January 2020 - December 2020, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=28&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=12&to_year=2020 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/08/2025)

[20] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2024-07/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/08/2025)

[21] USDOL - US Department of Labor (Author): 2022 Findings on the Worst Forms of Child Labor: Nigeria, 26 September 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2098534.html  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/08/2025)

[22] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), Nigeria - Country Focus, July 2024, p. 48 - 51, https://euaa.europa.eu/publications/coi-report-nigeria-country-focus?utm , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/08/2025)

[23] Acled Explorer, Africa, Nigeria, Edo State, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/08/2025)

[24] City Population: Nigeria, Edo State (2022) https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/08/2025)

[25] City Population: Nigeria, Edo State (2025) https://nigerianinformer.com/states-population-in-nigeria/#google_vignette (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/08/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο