ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 2308/2023
9 Οκτωβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Y. L. M.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Άγγελος Ιωάννου για Μούσουλος, Κανέλλα και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον αιτητή
Θεοχαρία Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
[Παρούσα η κα Μέλπω Σταύρου για πιστή μετάφραση από γαλλικά σε ελληνικά και αντίστροφα].
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως προσφεύγει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 23/02/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα που αφορούν τον αιτητή έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/06/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 15/06/2021 παρέλαβε Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.
Στις 24/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (αγγλ. European Union Agency for Asylum – E.U.A.A.). Στις 05/01/2023 ο λειτουργός του E.U.A.A. ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 23/01/2023. Στις 05/07/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιον αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με την οποία αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας, καθώς παρουσιάζει έλλειψη δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή περί δίωξής του το έτος 2016 από άτομα του επαγγελματικού περιβάλλοντος του πατέρα του, λόγω απώλειας χρημάτων που καταλογίστηκε στον αιτητή. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης επισημαίνεται ότι παρότι ο πατέρας του έχει αποβιώσει, ο αιτητής παρέμεινε στη χώρα του μέχρι το 2021, οπότε και δέχθηκε ένοπλη επίθεση από αγνώστους στο δρόμο, ενώ παράλληλα η μητριά του τον προειδοποίησε ότι δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα σε βάρος του. Επιπλέον, ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επικαλούμενος την γενικευμένη κατάσταση και την αδυναμία των αρχών να του προσφέρουν προστασία, γεγονός που, όπως τονίζει, αναγνωρίζεται και από τους καθ’ ων η αίτηση. Το αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το συνήγορο, δεν αξιολόγησε επαρκώς τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, ούτε τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του αιτητή, με αποτέλεσμα να μην εξεταστούν ουσιαστικά οι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί λόγοι που θεμελιώνουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί και η επίδικη απόφαση να επικυρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 146.3(α) του Συντάγματος.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό που προωθείται περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας, ο αιτητής προέβαλε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή τον κυνηγούσε για να τον σκοτώσει ο ίδιος του ο αδερφός (αυτό καταγράφει ο ίδιος) και οι συνεργάτες του. Όπως ανέφερε, ο πατέρας του είναι επιχειρηματίας, ωστόσο κερδίζει χρήματα από παράνομες δραστηριότητες μαζί με τους συνεργάτες του. Παρότι, ο αιτητής αποκάλυψε όλα τα σχέδια του πατέρα του και της ομάδας του στη μητέρα του και κατόπιν στις αστυνομικές αρχές της χώρας του, ανέφερε πως ο αστυνομικός στον οποίο απευθύνθηκε ήταν υποστηρικτής του πατέρα του. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να ζητήσει διεθνή προστασία για την ασφάλειά του (ερυθρά 4 και 13, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής επιβεβαίωσε πως έχει καταγωγή από την Λ.Δ.Κ., προερχόμενος από την πόλη Κινσάσα, η οποία αποτελεί τόσο τόπο γέννησης όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερυθρά 48, 1Χ και 44, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε ότι είναι Καθολικός Χριστιανός (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου), ενώ ως προς την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε πως ανήκει στη φυλή των Mukongo (ερυθρό 44, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, ως προς το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, ανέφερε πως έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής του και έχει εργαστεί ως ηλεκτρολόγος και ενίοτε ως βοηθός ηλεκτρολόγου στον πατέρα του που τύγχανε ηλεκτρολόγος μηχανικός (ερυθρά 42, 2Χ και 41, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι είναι άγαμος αλλά έχει ένα ανήλικο παιδί που ζει με τη μητέρα του στην πόλη Boma. Τέλος, δήλωσε πως κανένας από την οικογένειά του δεν βρίσκεται στη ζωή, καθώς η μητέρα του απεβίωσε κατά τη διάρκεια του τοκετού και ο πατέρας του σκοτώθηκε το 2016. Επίσης, είχε έναν αδελφό που σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 2021 (ερυθρά 43, 2Χ και 42, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εξαιτίας σοβαρών απειλών κατά της ζωής του, οι οποίες σχετίζονται με το επαγγελματικό περιβάλλον του πατέρα του. Όπως ανέφερε, ο πατέρας του ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός και συνήθιζε να του ζητά βοήθεια όταν είχε επαγγελματικές υποχρεώσεις. Μία ημέρα, τον κάλεσε για να πάνε μαζί να προμηθευτούν υλικά για μία εργασία και του ζήτησε να τον συνοδεύσει στο γραφείο του εργοδότη του, προκειμένου να παραλάβει τα χρήματα για το έργο. Ο πατέρας του παρέλαβε μία τσάντα με χρήματα από τον προϊστάμενό του, ο οποίος του ζήτησε να μην καθυστερήσει. Ο αιτητής παρατήρησε ότι ο πατέρας του φαινόταν ανήσυχος, και αφού υπέγραψε σχετικό παραστατικό, αποχώρησαν.
Ο πατέρας του κάλεσε τον ίδιο και τον αδελφό του και τους έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, ζητώντας τους να συναντήσουν τη σύζυγό του, ονόματι «maman Julie». Όταν έφτασαν στο σπίτι της, τους είπε να κλείσουν γρήγορα την πόρτα γιατί βρίσκονταν σε κίνδυνο. Όπως εξήγησε, ο πατέρας τους την είχε ειδοποιήσει να τους φιλοξενήσει προσωρινά και την επόμενη μέρα θα ταξίδευαν στην πόλη Boma. Πράγματι, ταξίδεψαν όλοι μαζί και εγκαταστάθηκαν σε ένα σπίτι αναμένοντας διευκρινίσεις από τον πατέρα τους. Όταν εκείνος επικοινώνησε με τη Julie, της είπε ότι τα χρήματα που του δόθηκαν «έχουν εξαφανιστεί» και ότι είχε αναφέρει στον εργοδότη του πως κλάπηκαν και τα παιδιά του εξαφανίστηκαν. Τότε ο εργοδότης του, του ζήτησε να βρει τα παιδιά και να εκτελέσει τη συμφωνία. Στο σημείο αυτό ο αιτητής δήλωσε πως αγνοεί ποια ήταν η συμφωνία που είχε ο πατέρας του με τον εργοδότη του. Κατόπιν, η maman Julie επέστρεψε στην Κινσάσα και τα δύο αδέλφια παρέμειναν κρυμμένα στην Boma. Αυτά, σύμφωνα με το αφήγημα του, συνέβησαν τον Αύγουστο.
Στις 7 Οκτωβρίου, η maman Julie τον κάλεσε και του είπε ότι ο πατέρας του βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Προτού αποβιώσει, αποκάλυψε στην ίδια ότι τα χρήματα δεν είχαν κλαπεί, αλλά όταν του δόθηκαν τα χρήματα του ζητήθηκε από τον εργοδότη του να «θυσιάσει» το γιο του ως αντάλλαγμα. Ωστόσο, ο πατέρας του αρνήθηκε να πράξει κάτι τέτοιο. Την επόμενη ημέρα, στις 8 Οκτωβρίου, ο πατέρας του απεβίωσε. Ο αιτητής ανέφερε πως δεν εμφανίστηκε ούτε στην κηδεία, ούτε στις τελετές, καθώς η maman Julie τού ζήτησε να παραμείνει κρυμμένος, αφού θεωρείτο ο κύριος στόχος.
Κατόπιν, ο αιτητής και ο αδελφός του παρέμειναν στην Boma για αρκετά χρόνια, κρυμμένοι και χωρίς να βγαίνουν έξω από το σπίτι κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το 2018 απέκτησε παιδί με τη σύντροφό του και συνέχισαν να ζουν διακριτικά. Όπως ανέφερε, το 2021 οδηγούσε νυχτερινές ώρες το αυτοκίνητο που είχε αφήσει ο πατέρας του στην Boma, μαζί με τον αδελφό του, όταν παρατήρησε ότι τους ακολουθούσε ένα όχημα. Όταν προσπάθησε να επιταχύνει, το όχημα που τους ακολουθούσε έκανε το ίδιο και τελικά τους χτύπησε, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο και να προσκρούσει σε ηλεκτρική κολώνα. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο νοσοκομείο, τραυματισμένος στο κεφάλι. Ο αδελφός του, του εξήγησε ότι μετά το ατύχημα, οι άνδρες που τους παρακολουθούσαν επιχείρησαν να τους πλησιάσουν, αλλά οι περαστικοί επενέβησαν και εκείνοι τράπηκαν σε φυγή. Ο αδελφός του αναγνώρισε έναν από τους άνδρες ως άτομο που εργαζόταν στο γραφείο του πατέρα τους.
Ακολούθως, ο αιτητής επικοινώνησε εκ νέου με τη maman Julie, η οποία του είπε ότι είχε λάβει τηλεφωνήματα από ανθρώπους που τον αναζητούσαν, υποστηρίζοντας ότι επιθυμούσαν να πάρουν τα χρήματα που είχε πάρει ο πατέρας του. Εκείνη τον συμβούλεψε να της στείλει φωτογραφία διαβατηρίου και τα προσωπικά του στοιχεία για να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τον κάλεσε να επιστρέψει στην Κινσάσα, όπου είχε φροντίσει για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, με σκοπό να εγκαταλείψει τη χώρα στις 9 Απριλίου. Ο αιτητής διευκρίνισε ότι η αρχική πρόθεση ήταν να φύγουν και οι δύο αδελφοί, αλλά δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα, οπότε αποφασίστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μόνος του.
Όπως πρόσθεσε, λίγο καιρό μετά την αναχώρησή του, έμαθε από τη maman Julie ότι στις 27 Οκτωβρίου, ενόσω ο αδελφός του βρισκόταν έξω από το σπίτι μαζί με άλλα άτομα, πέρασε από το δρόμο ένα μαύρο τζιπ και ένοπλοι άντρες βγήκαν από το όχημα και πυροβόλησαν τον αδελφό του, τραυματίζοντάς τον στο πόδι και στα πλευρά. Μάλιστα η maman Julie τού έστειλε φωτογραφίες από τα τραύματά του, γεγονός που δήλωσε ότι τον συγκλόνισε. Από τότε ισχυρίζεται πως δεν έχει καμία πληροφορία για τη σύζυγό του, το παιδί του, τη maman Julie ή για το τι απέγινε ο αδελφός του.
Όπως ανέφερε, δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του, πέρα από αυτά τα γεγονότα. Σε υποθετική περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι θα αντιμετωπίσει βέβαιο θάνατο, λόγω της συμφωνίας που είχε γίνει μεταξύ του πατέρα του και των εργοδοτών του (για όλα τα παραπάνω βλ. ερυθρά 38 και 39, του διοικητικού φακέλου). Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του.
Αναφορικά με το επάγγελμα του πατέρα του, ανέφερε ότι ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός και λειτουργούσε ως υπεύθυνος εργοταξίων, παραλαμβάνοντας χρήματα από την εταιρεία για την αγορά εργαλείων και την οργάνωση της εργασίας στα κτίρια. Όπως ανέφερε, το γραφείο βρισκόταν στην περιοχή Kasavubu στην Κινσάσα. Πρόσθετα δήλωσε πως από κάποια έγγραφα που είχε δει, η εταιρεία ονομαζόταν Techno Project. Ο αιτητής ανέφερε πως δεν γνώριζε πόσα χρόνια εργάστηκε εκεί ο πατέρας του, αλλά δήλωσε πως εργαζόταν πολλά χρόνια (ερυθρά 11, 2Χ και 37, 1Χ, του διοικητικού φακέλου).
Κατόπιν, ως προς την επίσκεψη στο γραφείο του πατέρα του που έγινε μαζί με τον αδελφό του, ανέφερε πως ο πατέρας τους, τους σύστησε στον εργοδότη του και σε έναν συνάδελφό του, του οποίου το όνομα ήταν "Muyasi". Όπως περιέγραψε ο αιτητής, ο πατέρας τους παρέλαβε μία τσάντα με χρήματα, την οποία άνοιξε μπροστά τους, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι περιείχε χρήματα. Ο αιτητής δήλωσε ότι εκείνη τη στιγμή δεν του φάνηκε ύποπτο, καθώς πίστευε ότι πρόκειται για χρήματα που θα χρησιμοποιούνταν για την αγορά εργαλείων. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει γιατί δεν ρώτησε περισσότερα τον πατέρα του, δήλωσε ότι εκείνη την ώρα δεν έδωσε σημασία. Η συνάντηση έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2016 αλλά δεν θυμόταν συγκεκριμένη ημερομηνία (ερυθρό 36, 1Χ-2Χ, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με την παραμονή του στην πόλη Boma, o αιτητής πρόσθεσε ότι μετακινήθηκαν εκεί βάσει οδηγιών του πατέρα τους, όπου η maman Julie τους εγκατέστησε σε ένα σπίτι και παρέμειναν εκεί κρυμμένοι. Αργότερα, η maman Julie τους ενημέρωσε ότι ο πατέρας τους είπε στον εργοδότη του πως τα χρήματα είχαν «χαθεί» και ότι τα παιδιά του είχαν εξαφανιστεί. Ερωτηθείς γιατί ο πατέρας του να δηλώσει κάτι τέτοιο, προέβαλε ότι επρόκειτο για κάλυψη, καθώς στην πραγματικότητα ο πατέρας του είχε συμφωνήσει να τον «θυσιάσει» στο πλαίσιο κάποιας μυστικής τελετουργίας εντός μιας αδελφότητας (secret society) και πιθανόν -όπως εικάζει ο αιτητής- η θυσία του να σχετιζόταν με προαγωγή ή οικονομικό όφελος για την εταιρία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, ο πατέρας του αργότερα μετάνιωσε για την απόφαση αυτή και αρνήθηκε να ολοκληρώσει τη συμφωνία (ερυθρά 34, 2Χ, 33 και 32, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το θάνατο του αδερφού του, προέβαλε ότι ενημερώθηκε από τη maman Julie ότι στις 27 Οκτωβρίου ο αδελφός του καθόταν έξω από το σπίτι, όταν άγνωστοι μέσα σε ένα μαύρο όχημα τον πυροβόλησαν, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Η maman Julie του έστειλε φωτογραφίες από την κηδεία και του είπε ότι οι δράστες φορούσαν αστυνομικές στολές και ότι, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, στόχευσαν αποκλειστικά τον αδελφό του. Από τότε δεν έχει καμία επαφή με κανέναν, καθώς, όπως ανέφερε, όταν έφτασε στην Κύπρο, άλλαξε αριθμό τηλεφώνου (ερυθρά 29 και 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, σε ερώτηση του λειτουργού για το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης, ο αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Δήλωσε δε πως ότι ανέφερε είναι αλήθεια και πως έχει φωτογραφίες για να το αποδείξει (ερυθρό 28, του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση του πιο πάνω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε ο αιτητής, διέκρινε στην Έκθεση-Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως: (1) Ταυτότητα, προφίλ, και χώρα καταγωγής του αιτητή, και (2) ισχυρισμός περί του ότι ο αιτητής από το 2016 μέχρι και την έξοδο του από τη χώρα, καταζητούνταν από τους συνεργάτες του πατέρα του. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ισχυρισμό καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως οι δήλωσες του αιτητή στερούντο συνέπειας, επάρκειας πληροφοριών και περιγραφικότητας.
Όσον αφορά το δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση πως, αναφορικά με τη συνάντηση στο χώρο εργασίας του πατέρα του, ο αιτητής δεν κατάφερε να περιγράψει με επαρκή σαφήνεια τι ακριβώς έλαβε χώρα. Συγκεκριμένα, παρότι ανέφερε ότι η συνάντηση αυτή έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2016, δεν μπόρεσε να εξηγήσει με σαφή και συνεκτικό τρόπο πώς ο πατέρας του έλαβε τη τσάντα με τα χρήματα, ούτε τι ακριβώς ειπώθηκε στο γραφείο (ερυθρά 37, 2Χ και 36, 1Χ του διοικητικού φακελου). Σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, ακόμη και αν ο αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του άνοιξε μπροστά του μια τσάντα γεμάτη χρήματα και φαινόταν ανήσυχος, εντούτοις πρόσθεσε με τρόπο αντιφατικό ότι δεν τον ρώτησε τι συνέβαινε επειδή «στο μυαλό του δεν τον απασχολούσε» (ερυθρό 36,2Χ του διοικητικού φακέλου).
Επίσης, οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν σε σχέση με το τηλεφώνημα που ακολούθησε το παραπάνω περιστατικό, ότι ο αιτητής αναφέρθηκε σε αυτό με γενικό τρόπο, δηλώνοντας απλώς ότι του ζητήθηκε να μεταβεί με τον αδελφό του στο σπίτι της συζύγου του πατέρα του, maman Julie, χωρίς να του δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις (ερυθρό 36, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με τα όσα έλαβαν χώρα στο σπίτι της, ο αιτητής ανέφερε πως του είπαν ότι βρίσκεται σε κίνδυνο και έπρεπε να πάει στη Boma (ερυθρό 35, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ωστόσο, δεν κατάφερε να εξηγήσει τι ακριβώς του ειπώθηκε, ενώ παραδέχτηκε ότι δεν επικοινώνησε με τον πατέρα του, ούτε ζήτησε εξηγήσεις από την maman Julie. Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις του λειτουργού για ποιο λόγο δεν αναζήτησε εξηγήσεις ή δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, ο αιτητής απάντησε με ασαφή και συγκεχυμένο τρόπο, λέγοντας πως όλα συνέβησαν ξαφνικά και δεν υπήρξε επικοινωνία την ημέρα της αναχώρησης για τη Boma (ερυθρό 35, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, κατά τη συζήτηση του τηλεφωνήματος που έλαβε τον Αύγουστο του 2016, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες πέραν αυτών που είχε ήδη αναφέρει, δηλαδή ότι ο πατέρας του δήλωσε στον εργοδότη του πως τα χρήματα είχαν κλαπεί και τα παιδιά του αγνοούνταν και ότι ο εργοδότης του, του ζήτησε να τα εντοπίσει (ερυθρό 34, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν πως, όταν ο αιτητής ερωτήθηκε για ποιο λόγο το αφεντικό του πατέρα του ήθελε αυτόν συγκεκριμένα (τον αιτητή), απάντησε με ασυνάρτητο τρόπο, αναφερόμενος σε «σκοτεινές πτυχές» της κουλτούρας του και ισχυριζόμενος ότι ζητήθηκε από τον πατέρα του να τον θυσιάσει (ερυθρό 33, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με το τηλεφώνημα του Οκτωβρίου 2016, οι καθ’ ων η αίτηση τονίζουν πως ο αιτητής περιέγραψε γενικά και αόριστα ότι ο πατέρας του είχε ξυλοκοπηθεί από τους συναδέλφους του και αποκάλυψε στην maman Julie ότι του ζητήθηκε να θυσιάσει το γιο του, ώστε εκείνος και οι συνεργάτες του να προαχθούν (ερυθρά 33, 2Χ και 32, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ομοίως, σημειώνουν πως ο αιτητής αναφέρθηκε αόριστα σε μυστική αδελφότητα ή σέκτα, δηλώνοντας ότι πιθανώς ο πατέρας του και οι συνάδελφοί του να ήταν μέλη, χωρίς όμως να μπορεί να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για το είδος αυτής της οργάνωσης ή τα πρόσωπα που την απαρτίζουν (ερυθρά 33, 2Χ και 32, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
.
Οι καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν επίσης ότι, κατά την περιγραφή του περιστατικού με το αυτοκίνητο και την απόπειρα επίθεσης εναντίον του, ο αιτητής δεν μπόρεσε να αναφερθεί σε βασικά στοιχεία, όπως ο χρονικός προσδιορισμός του γεγονότος ή τι ακριβώς συνέβη μετά τη σύγκρουση (ερυθρά 31, 2Χ και 30, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε ότι λιποθύμησε και ότι ο αδελφός του, του περιέγραψε πως οι επιτιθέμενοι σταμάτησαν λόγω της αντίδρασης των περαστικών, παρότι έφεραν όπλα. Όταν ερωτήθηκε σχετικά, ο αιτητής έδωσε μια γενική και ασαφή απάντηση, λέγοντας ότι το γεγονός πως οδηγούσε με ταχύτητα προκάλεσε αναστάτωση και ότι στην περιοχή υπήρχε πλήθος ανθρώπων (ερυθρό 31, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά στα απειλητικά τηλεφωνήματα που φέρεται να δέχθηκε η maman Julie, οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν πως ο αιτητής δεν μπόρεσε να περιγράψει επαρκώς το περιεχόμενό τους. Επίσης, δεν δόθηκαν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη δολοφονία του αδελφού του, πέραν της δήλωσης του αιτητή ότι η maman Julie του είπε πως οι δράστες φορούσαν στολές αστυνομικών και τον πυροβόλησαν (ερυθρό 29, 2Χ του διοικητικού φακέλου).
Τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση τονίζουν ότι οι δηλώσεις του αιτητή κατά την καταγραφή της αίτησής του είναι αντιφατικές σε σύγκριση με αυτές που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Ειδικότερα, στην αρχική του αίτηση ο αιτητής ανέφερε ότι καταδιώκεται από τον πατέρα του και τους συναδέλφους του πατέρα του, λόγω του ότι αποκάλυψε τα γεγονότα αυτά στη μητέρα του και ότι προσέφυγε στην αστυνομία (ερυθρό 13, του διοικητικού φακέλου). Αντίθετα, κατά την προσωπική του συνέντευξη, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του συμφώνησε αρχικά να τον θυσιάσει αλλά τελικά τον βοήθησε να διαφύγει στη Boma, ενώ ανέφερε ότι η μητέρα του έχει αποβιώσει και ότι δεν προσέφυγε ποτέ στην αστυνομία (ερυθρά 29, 2Χ και 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Στην προσπάθεια να εξηγήσει τις παραπάνω αντιφάσεις, ο αιτητής υποστήριξε ότι έκανε λάθος κατά τη συμπλήρωση της αίτησης επειδή όταν τη συμπλήρωσε ήταν βράδυ και ήταν κουρασμένος (ερυθρό 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου), απάντηση που οι καθ’ ων η αίτηση θεωρούν μη ικανοποιητική.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, κατόπιν σχετικής έρευνας, είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση πως παρότι, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η ύπαρξη μυστικών αδελφοτήτων στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι επιβεβαιωμένη (π.χ. όπως στην περίπτωση της γνωστής αδελφότητας «Anyoto», γνωστής και ως «leopard men society»), εντούτοις, η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή δεν τεκμηριώθηκε. Ως εκ τούτου, το σχετικό ουσιώδες πραγματικό γεγονός δεν έγινε αποδεκτό στο σύνολό του.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa, περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, έκρινε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, για έναν από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμοδίως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου από τους συνηγόρους του, αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός και ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται.
Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας του αιτητή ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Διαφαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως ο αιτητής δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τον πυρήνα του αιτήματός του. Ο αιτητής δεν παρουσίασε οτιδήποτε ενώπιον μου που τροποποιεί την εικόνα που διαμορφώθηκε από το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στη βάση του αφηγήματός του. Ο πυρήνας του αιτήματος του αιτητή παρουσιάστηκε με επιφανειακό τρόπο και με γενικές, αόριστες και ασαφείς δηλώσεις οι οποίες δεν παρουσιάζουν βιωματικά περιστατικά με αποτέλεσμα να μην τεκμηριωθεί η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του αιτητή. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, διαφαίνεται ότι οι δηλώσεις του αιτητή αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και πως δεν θα μπορούσαν να διασταυρωθούν από πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του. Αφού συνεκτίμησα όλα τα δεδομένα που πλαισιώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό, κρίνω πως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός στο σύνολό του.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθεί των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής του να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεών του με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο. Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του είναι η πρωτεύουσα Kinshasa, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω τοποθεσία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σύμφωνα με άρθρο στην ιστοσελίδα του Al Jazeera, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου 2025, αναφέρεται πως η βία έχει αυξηθεί στις ανατολικές επαρχίες από τους αντάρτες της M23. Καταγράφεται μεγάλος εκτοπισμός στην περιοχή. Τον Ιανουάριο, η M23 κατέλαβε τον έλεγχο της Goma, της πρωτεύουσας του Βόρειου Κίβου, πριν καταλάβει το Bukavu, την πρωτεύουσα του γειτονικού Νότιου Κίβου, τον Φεβρουάριο. Έκτοτε συνέχισαν την ανάπτυξη τους προς τα δυτικά[1]. Έτερη πηγή σημειώνει πως μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου 2025 η M23 έλεγχε «πρακτικά ολόκληρη την επαρχία του North Kivu»[2]. Στις 16 Φεβρουαρίου του 2025 πήρε τον έλεγχο της Bukavu, πρωτεύουσα του Νότιου Kivu[3]. Τουλάχιστον 500.000 άτομα εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό λόγω συγκρούσεων και βίας στο Βόρειο και Νότιο Κίβου μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 20ης Φεβρουαρίου 2025, και περισσότερα από 73.000 άτομα τράπηκαν σε φυγή σε γειτονικές χώρες[4].
Αναφορικά με την Κινσάσα, πρόσφατη έκθεση της Cedoca εστιασμένη στην κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ, καταγράφει πως κατά το έτος 2024 αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας, όπως διαδηλώσεις, μια απόπειρα πραξικοπήματος, απόδραση από τις φυλακές Makala, καθώς και ορισμένα επεισόδια στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku, εξαιτίας της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe. Από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από τις διαδηλώσεις προς τις δυτικές πρεσβείες, δεν έχουν αναφερθεί μεγάλα περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα[5]. Στις 29 Ιανουαρίου 2025, αγανακτισμένοι διαδηλωτές βανδάλισαν δυτικές πρεσβείες διαμαρτυρόμενοι για την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας απέναντι στην διαμάχη που μαίνεται στην Goma[6].
Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, η οποία καλύπτει το έτος 2024, αναφέρει ότι «η ένοπλη σύγκρουση στα ανατολικά συνεχίστηκε καθώς οι πολιτικές διαδικασίες είχαν σταματήσει. Σε εθνικό επίπεδο, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις —μεταξύ άλλων και στην πρωτεύουσα Κινσάσα— σχετικά με τη σύγκρουση ανάμεσα στο Κίνημα της 23ης Μαρτίου (M23), ένοπλη οργάνωση που φέρεται να υποστηρίζεται από τη Ρουάντα, και τις κυβερνητικές δυνάμεις της ΛΔΚ και τους συμμάχους τους. Οι διαδηλώσεις είχαν επίσης στόχο τη φερόμενη υποστήριξη από δυτικές χώρες, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Η διακοινοτική βία επεκτάθηκε στις επαρχίες Κασάι, Κουάνγκο, Κουίλου, Μάι-Ντόμπε και Τσόπο, προκαλώντας περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων».[7]
Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (Σεπτ.2024-Αύγ.2025) σημειώθηκαν στην επαρχία Kinshasa συνολικά 125 περιστατικά ασφαλείας (ήτοι διαδηλώσεις, πολιτική βία, τρομοκρατική δραστηριότητα, ανταρσία, καταστολή, βιαιότητες, εμπλοκή ξένων δυνάμεων) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 235 απώλειες.[8] O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[9].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι είναι άνδρας ενήλικος, υγιής, έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή που περιλαμβάνονται στην Γραπτή του Αγόρευση και αφορούν τα πραγματικά περιστατικά του αιτήματός του δεν διακρίνω ότι παραθέτουν οτιδήποτε για τον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή, ούτε διαφοροποιούν ή ενισχύουν τα όσα ήδη έχει αναφέρει ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Με βάση λοιπόν, το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με δέουσα προσοχή και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €600 έξοδα, υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Al Jazeera, Mapping the human toll of the conflict in DR Congo, 24/03/2025, https://www.aljazeera.com/news/2025/3/24/mapping-the-human-toll-of-the-conflict-in-dr-congo
[2] ICG, Fall of DRC’s Goma: Urgent Action Needed to Avert a Regional War, 28 January 2025, www.crisisgroup.org/africa/great-lakes/democraticrepublic-congo/fall-drcs-goma-urgent-action-needed-avert-regional-war
[3] La Croix International, Bukavu in Ruins as M23 Rebels Seize Control of DR Congo’s South Kivu, 21 February 2025, https://international.lacroix.com/world/bukavu-in-ruins-as-m23-rebels-seize-control-of-dr-congos-south-kivu ; Institute for the Study of War, M23 Advance Continues Unchallenged, 20 February 2025, https://understandingwar.org/backgrounder/africa-file-february-20-2025-m23-advance-continues-unchallengedsaf-grows-partnerships
[4] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees: UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV, March 2025
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122583/unhcr_position_on_returns_to_the_drc_-_march_2025_final.pdf
[5] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Republique Democratique du Congo; Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_0.pdf σελ.2
[6] Aljazeera, Tyres burned, embassies attacked in DR Congo’s Kinshasa protests, 29/01/2025, https://www.aljazeera.com/gallery/2025/1/29/tyres-burned-embassies-attacked-in-dr-congos-kinshasa-protests
[7] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2024, 29 April 2025
https://www.ecoi.net/en/document/2124713.html
[8] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Democratic Republic of Congo, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε Explorer | ACLED
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο