S.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 253/2025, 10/10/2025
print
Τίτλος:
S.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 253/2025, 10/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

    Υπόθεση Αρ. 253/2025

[Παραπομπή υπόθεσης αρ. 1500/24(Κ) του Διοικητικού Δικαστηρίου]

 

10 Οκτωβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

S.O.

από Συρία

                                 Αιτητής, 

-και- 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Ρ. Χαραλάμπους (κα) και Β. Θωμά, Δικηγόροι της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η παρούσα προσφυγή δημιουργήθηκε μετά την παραπομπή της προσφυγής αρ. 1500/2024(Κ) από το Διοικητικό Δικαστήριο. Επισημαίνεται εισαγωγικά ότι η παρούσα τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου υπό ιδιαίτερα παράδοξες και θεσμικά ασυνήθιστες συνθήκες, οι οποίες αναδεικνύουν στην πράξη τα προβλήματα που προκύπτουν από τη συνύπαρξη δύο παραλλήλων νομοθετικών πλαισίων – του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) και του περί Προσφύγων Νόμου – καθώς και από την αμφισημία ως προς το Δικαστήριο που διαθέτει την αρμοδιότητα δικαστικού ελέγχου πράξεων κράτησης που εκδίδονται σε περιπτώσεις προσώπων με καθεστώς διεθνούς ή συμπληρωματικής προστασίας.

Η παρούσα προσφυγή, υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό 253/2025, δεν καταχωρίστηκε απευθείας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, αλλά παραπέμφθηκε σε αυτό από το Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11Β του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν. 131(Ι)/2015), όπως τροποποιήθηκε, αποκλειστικά ως προς το Αιτητικό Γ (πρώην Β) της προσφυγής αρ. 1500/2024 (Κ). Η παραπομπή αφορούσε το μέρος εκείνο της προσφυγής που σχετιζόταν με την προσβαλλόμενη πράξη κράτησης του Αιτητή, ενώ τα υπόλοιπα αιτητικά παρέμειναν και εκδικάστηκαν ενώπιον του αρχικώς επιληφθέντος δικαστηρίου.

 

Ειδικότερα, το τι έχει παραπεμφθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, είναι το ακόλουθο αιτητικό:  

 

«Δήλωση ή/ και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία διατάσσεται η κράτηση του Αιτητή από τη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, για σκοπούς απέλασης του Αιτητή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 του ίδιου Νόμου και του Άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου και η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά την 1/11/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

Επισημαίνεται ότι το Διοικητικό Δικαστήριο (αναφερόμενο και ως «Δ.Δ.»), με την απόφασή του ημερομηνίας 22 Ιανουαρίου 2025, έκρινε ότι, καθόσον η προσβαλλόμενη πράξη κράτησης αναφέρεται και στον περί Προσφύγων Νόμο, δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητά της και, ως εκ τούτου, διέταξε την παραπομπή του σχετικού αιτήματος στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (αναφερόμενο και ως «Δ.Δ.Δ.Π.»), «στο μέτρο που αφορά το διάταγμα κράτησης του Αιτητή και μόνον». Έτσι δημιουργήθηκε η παρούσα διαδικασία.

 

Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει το θεσμικό παράδοξο που αναδύεται: η υπό κρίση προσφυγή αφορά το ίδιο ακριβώς διάταγμα κράτησης, το οποίο το παρόν Δικαστήριο -και μάλιστα υπό την ίδια μονομελή σύνθεσή - με την απόφασή του στην υπόθεση SO ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. Δ.Α 8/2024, 07.02.2025 (στο εξής αναφερόμενη ως η Δ.Α. 8/2024), έχει ήδη κρίνει ότι εκδόθηκε αποκλειστικά δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και, ως εκ τούτου, δεν υπάγεται στη δική του δικαιοδοσία, αλλά στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, η παραπομπή που οδήγησε στη δημιουργία της παρούσας προσφυγής παρέπεμψε στο Δ.Δ.Δ.Π ένα ζήτημα που το ίδιο είχε ήδη κρίνει ότι δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσίας του.

 

Το παράδοξο αυτό φανερώνει τις δομικές δυσλειτουργίες που προκαλεί η διοικητική πρακτική της Διοίκησης να εκδίδει ταυτόχρονα πράξεις κράτησης και απέλασης, ερείδοντας τις σε δύο διαφορετικές νομοθεσίες – τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και τον περί Προσφύγων Νόμο. Η πρακτική αυτή, η οποία δεν συνοδεύεται από επαρκή αιτιολόγηση ως προς τη νομική βάση κάθε πράξης, οδηγεί σε σύγχυση αρμοδιοτήτων, αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις και, κυρίως, σε παρατεταμένη αβεβαιότητα ως προς τη νομιμότητα της κράτησης του Αιτητή, που παραμένει στερημένος της ελευθερίας του επί σειρά μηνών χωρίς σαφή και αποτελεσματικό δικαστικό μηχανισμό ελέγχου.

 

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει ένα θεσμικό και νομικό αδιέξοδο: να αποφανθεί κατά πόσο, υπό το νέο πλαίσιο της παραπομπής, διαθέτει δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, ή αν το ζήτημα εξακολουθεί -κατά την κρίση του πάντα- να εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τα γεγονότα της υπόθεσης περιορίζοντας τα στα απολύτως απαραίτητα προς εξέταση των εγειρόμενων ζητημάτων αλλά και προς κατανόηση του ιστορικού της υπόθεσης.  

 

Ο Αιτητής, υπήκοος της Συρίας, υπέβαλε στις 13 Νοεμβρίου 2018 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία. Με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 11.09.2020 του παραχωρήθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

 

Στις 31 Μαρτίου 2023 ο Αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε ποινή φυλάκισης τριάμισι ετών για αδικήματα που σχετίζονταν με κατοχή και διακίνηση ελεγχόμενων φαρμάκων, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και πλημμελήματος, κατοχή περιουσίας και αρχαιοτήτων χωρίς άδεια, με έναρξη έκτισης της ποινής από τις 18 Οκτωβρίου 2022. Αποφυλακίστηκε την 1η Νοεμβρίου 2024. Την ίδια ημέρα, ωστόσο, τέθηκε εκ νέου υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου 2024, το οποίο του είχε κοινοποιηθεί κατά την αποφυλάκισή του.

 

Η κράτηση αυτή αποτέλεσε το πρώτο στάδιο μιας σειράς διαδοχικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες η Διοίκηση επανεκδίδει επανειλημμένα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή, άλλοτε στηριζόμενη στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο (Κεφ. 105) και άλλοτε στον περί Προσφύγων Νόμο, ή σε αμφότερους συνδυαστικά.

 

Επισημαίνεται ότι εκκρεμούσης της φυλάκισής του, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Πάφου, με επιστολή ημερομηνίας 23 Σεπτεμβρίου 2024, εισηγήθηκε προς την Υπηρεσία Ασύλου την ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας του Αιτητή· εντούτοις, μέχρι σήμερα η εισήγηση αυτή δεν φαίνεται να υλοποιήθηκε. Ακολούθως, στις 21 Οκτωβρίου 2024, εκδόθηκε η πρώτη δέσμη πράξεων – απόφαση κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, διάταγμα απέλασης και διάταγμα κράτησης – με επίκληση τόσο του άρθρου 14 του Κεφ. 105 όσο και του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά των πράξεων αυτών, ο Αιτητής κατέθεσε δύο προσφυγές:


(α) την υπ’ αριθμόν Δ.Α. 8/2024 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, κατά του διατάγματος απέλασης, και


(β) την υπ’ αριθμόν 1500/2024(Κ) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, κατά της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και του διατάγματος κράτησης.

 

Με την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην υπόθεση Δ.Α. 8/2024, ημερομηνίας 7 Φεβρουαρίου 2025, το διάταγμα απέλασης ακυρώθηκε, πλην όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του διατάγματος κράτησης, καθότι αυτό εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, και άρα η αρμοδιότητα ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Αντιστοίχως, με απόφασή του στις 22 Ιανουαρίου 2025 στην προσφυγή αρ. 1500/2024(Κ)[1], το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, έκρινε όμως ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το διάταγμα κράτησης, το οποίο θεώρησε ότι εκδόθηκε «δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου». Έτσι, παρέπεμψε το σχετικό μέρος της προσφυγής στο παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11Β του Ν. 131(Ι)/2015, δημιουργώντας την παρούσα προσφυγή με αριθμό 253/2025.

 

Η απόφαση αυτή του Διοικητικού Δικαστηρίου εφεσιβλήθη από τους Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία ωστόσο αποσύρθηκε στη συνέχεια, ενόψει της μετέπειτα ανάκλησης του διατάγματος κράτησης του Αιτητή και έκδοσης νέου διατάγματος.

 

Μετά την παραπομπή, ακολούθησαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης: στις 13 Φεβρουαρίου 2025 εκδόθηκε δεύτερη δέσμη πράξεων, οι οποίες επίσης προσβλήθηκαν ενώπιον των δύο δικαστηρίων (Δ.Α. 1/2025 ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π. και 218/2025 ενώπιόν του Δ.Δ.). Τα εν λόγω διατάγματα ακυρώθηκαν από τη Διοίκηση στις 25 Απριλίου 2025, και εκδόθηκαν εκ νέου, ίδιας ημερομηνίας, τρίτα κατά σειρά διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθώς και νέα απόφαση κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

Τα νεότερα διατάγματα αποτέλεσαν αντικείμενο των προσφυγών Δ.Α. 2/2025 ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π. και 486/2025 ενώπιον του Δ.Δ., ενώ ταυτόχρονα η νομιμότητα της κράτησης ημερομηνίας 21.10.2024 παρέμεινε εκκρεμής προς εξέταση στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, η οποία πηγάζει από την παραπομπή της 1500/2024 (Κ).

 

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση προωθούν, με τη γραπτή τους αγόρευση, τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

 

(α) Πρώτη προδικαστική ένσταση - Ισχυρισμός για παραβίαση δεδικασμένου. Είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι η προώθηση της παρούσας προσφυγής εκ μέρους του Αιτητή γίνεται κατά παράβαση της αρχής του δεδικασμένου και/ή κατά παράβλεψη της απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου στην απόφασή του αρ. ΔΑ 8/2024.

 

(β) Δεύτερη Προδικαστική Ένσταση – Η εξέταση του διατάγματος κράτησης δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου.  Ισχυρίζονται συγκεκριμένα ότι απαραδέκτως και/ή κατά παράβαση των άρθρων 3(1) και 11(2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), ο Αιτητής αξιώνει ως το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεώς του αρ.1500/2024 και ειδικότερα αξιώνει από το παρόν Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας θεραπεία σε σχέση με το διάταγμα κράτησης εναντίον του καθώς το επιλαμβάνον δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα και/ή εξουσία και/ή δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του η εξέταση του διατάγματος κράτησης  εναντίον  του  αιτητή  ημερομηνίας 21/10/2024 και/ή η δικαιοδοσία και/ή αρμοδιότητα του επιλαμβάνοντος δικαστηρίου περιορίζεται στην συμμόρφωση των καθ’ ων η αίτηση με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000).

 

(γ) Τρίτη Προδικαστική Ένσταση – Η υπό εξέταση προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και/ή ο Αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί αυτή. Διαζευκτικά και/ή άνευ βλάβης των προηγούμενων προδικαστικών ενστάσεων, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι ακόμα και εάν το Σεβαστό σας Δικαστήριο αποφάσιζε ότι θα μπορούσε να εξετάσει την ενώπιον του πράξη, θα πρέπει να απορρίψει αυτή καθότι κατέστη άνευ αντικειμένου και/ή επειδή ο Αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί αυτή.

 

Έχοντας εξετάσει τις προβαλλόμενες προδικαστικές ενστάσεις και παρά το γεγονός ότι, κατά τη σειρά υποβολής τους, προτασσόμενη είναι η ένσταση περί παραβίασης του δεδικασμένου, εντούτοις προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που αφορά τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία αποτελεί θεμελιώδη και αναγκαία προϋπόθεση για την εξέταση μίας υπόθεσης · πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα, ανεξαρτήτως των ισχυρισμών ή της σειράς προβολής τους από τους διαδίκους. Μόνον εφόσον διαπιστωθεί ότι το Δικαστήριο έχει καθ’ ύλην και καθ’ υπόστασιν αρμοδιότητα να επιληφθεί της υπό κρίση πράξης, θα μπορούσε να εξεταστεί οποιαδήποτε άλλη ένσταση ή η ουσία της υπόθεσης.

 

Σε σχέση λοιπόν με αυτή την προδικαστική ένσταση, έχει προβληθεί η ακόλουθη επιχειρηματολογία:

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζουν ότι η εξέταση της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 21.10.2024 δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αλλά του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι, όπως προκύπτει ρητά από το κείμενο του ίδιου του διατάγματος και της συνοδευτικής επιστολής κοινοποίησης, η απόφαση για την κράτηση του Αιτητή εκδόθηκε δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) και όχι βάσει του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος δεν μπορεί να ελεγχθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία μόνο για πράξεις εκδιδόμενες βάσει του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά από το Διοικητικό Δικαστήριο, που έχει δικαιοδοσία να εξετάζει πράξεις εκδιδόμενες δυνάμει του Κεφ. 105.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με το διάταγμα κράτησης, ο Αιτητής χαρακτηρίστηκε «απαγορευμένος μετανάστης» δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105 και αποφασίστηκε η κράτησή του βάσει του άρθρου 14 του ίδιου Νόμου, ενώ η απέλασή του εκδόθηκε στη βάση του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, η κράτηση και η απέλαση συνιστούν διακριτές διοικητικές πράξεις, εκ των οποίων η πρώτη ερείδεται αποκλειστικά στο Κεφ. 105, το οποίο και καθορίζει το πλαίσιο της νομιμότητας και της δικαστικής εποπτείας της. Επικαλούνται προς τούτο την απόφαση του Σεβαστού Εφετείου στην υπόθεση Ahmed Shbib v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Έφεση Αρ. 12/2024, 15.10.2024), στην οποία επιβεβαιώθηκε ότι η πράξη κήρυξης προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη αποτελεί αυτοτελή και διακριτή πράξη από τα διατάγματα απέλασης και κράτησης, και ως τέτοια υπόκειται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Προς ενίσχυση της θέσης τους, επικαλούνται επίσης την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Δ.Α. 8/2024, εκδοθείσα υπό την ίδια μονομελή σύνθεση, στην οποία κρίθηκε ρητά ότι αρμοδιότητα για την εξέταση της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης του Αιτητή, ως εκδοθέν δυνάμει του Κεφ. 105 ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο. Οι Καθ’ ων η αίτηση τονίζουν ότι η εν λόγω κρίση είναι δεσμευτική και αφορά ταυτόσημο νομικό και πραγματικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πεδίο για εκ νέου εξέταση του ζητήματος. Κατά τη θέση τους, η παραπομπή της υπόθεσης από το Διοικητικό Δικαστήριο στο παρόν Δικαστήριο, κατόπιν της απόφασης στην προσφυγή αρ. 1500/2024(Κ), δεν αναιρεί την προηγούμενη κρίση ούτε παρέχει νέο νομικό έρεισμα για διαφορετική αντιμετώπιση. Επομένως, υποβάλλουν ότι το ζήτημα έχει ήδη κριθεί οριστικά και ότι οποιαδήποτε αντίθετη κρίση θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της συνέπειας της νομολογίας.

 

Από την άλλη πλευρά, ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, αντικρούει την ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας και υποστηρίζει ότι το παρόν Δικαστήριο έχει πλήρη αρμοδιότητα να εξετάσει το διάταγμα κράτησης, καθότι η πράξη αυτή συνδέεται αδιάσπαστα με το διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Κατά τη θέση του, η κράτηση αποτελεί παρεπόμενη πράξη της απέλασης, και εφόσον η απέλαση βασίζεται στον περί Προσφύγων Νόμο, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την κράτηση. Επικαλείται δε τη ρητή επιφύλαξη του άρθρου 14 του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή των διατάξεών του τελεί υπό την επιφύλαξη του περί Προσφύγων Νόμου, ο οποίος ως ειδικός νόμος υπερισχύει σε περιπτώσεις που αφορούν δικαιούχους διεθνούς ή συμπληρωματικής προστασίας.

Ο Αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι ο περί Προσφύγων Νόμος δεν προβλέπει κράτηση προσώπων που είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας για σκοπούς απέλασης· αντίθετα, το άρθρο 29(6) του Νόμου αυτού διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα αυτά διατηρούν τα δικαιώματά τους όσο παραμένουν στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης. Συνεπώς, η κράτησή του είναι αντίθετη τόσο προς το εθνικό όσο και προς το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 5§4 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και τον δικαστικό έλεγχο κάθε στέρησης της ελευθερίας.

 

Σε σχέση με την προηγούμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στη Δ.Α. 8/2024, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η παρούσα υπόθεση δεν συνιστά επανάληψη ούτε αντίφαση προς την απόφαση εκείνη, αλλά αποτελεί διαφορετικό διαδικαστικό στάδιο που απορρέει από παραπομπή του Διοικητικού Δικαστηρίου. Εξηγεί ότι στην προγενέστερη υπόθεση, το ζήτημα τέθηκε αυτοτελώς και χωρίς να υπάρχει παραπεμπτική απόφαση άλλου δικαστηρίου, ενώ στην παρούσα περίπτωση, η παραπομπή με την απόφαση αρ. 1500/2024(Κ) έχει δημιουργήσει νέο αντικείμενο εξέτασης και επιβάλλει στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας του εκ νέου. Υποστηρίζει επίσης ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι θέμα δημόσιας τάξης, το οποίο μπορεί και πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως προηγούμενης κρίσης, ιδίως όταν η μη εξέτασή του θα οδηγούσε σε αρνησιδικία.

 

Ο Αιτητής επισημαίνει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, αν και αρχικά άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, την απέσυραν, αποδεχόμενοι ουσιαστικά τη θέση ότι το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί εδώ. Επομένως, κατά τη θέση του, η Διοίκηση δεν μπορεί να επανέρχεται με αντίθετους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας, τη στιγμή που η ίδια επέλεξε να μην επιμείνει στη δικαστική αμφισβήτηση της παραπομπής. Υποβάλλει, τέλος, ότι η επιλογή των Καθ’ ων η αίτηση να εκδίδουν διαδοχικά διατάγματα κράτησης και απέλασης στηριζόμενα σε διαφορετικές νομοθεσίες —το Κεφ. 105 και τον περί Προσφύγων Νόμο— έχει οδηγήσει σε αντίφαση, σύγχυση και παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αφήνοντάς τον χωρίς σαφές ένδικο μέσο.

Κατά συνέπεια, ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι το ζήτημα έχει ήδη κριθεί δεσμευτικά από το ίδιο Δικαστήριο στη Δ.Α. 8/2024 και ότι δεν απομένει πλέον αντικείμενο προς εξέταση, ο Αιτητής αντιτείνει ότι η παρούσα διαδικασία αφορά νέο αντικείμενο, προερχόμενο από παραπομπή άλλου δικαστηρίου, και ότι το Δικαστήριο έχει όχι μόνο αρμοδιότητα αλλά και καθήκον να επιληφθεί της υπό κρίση προσφυγής, προκειμένου να αποφευχθεί αρνησιδικία και να εξασφαλιστεί ο πλήρης δικαστικός έλεγχος της στέρησης της ελευθερίας του.

 

Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

 

Επισημαίνω ότι στην απόφασή μου Δ.Α. 8/2025 έκρινα ήδη, μετά από ενδελεχή ανάλυση του νομοθετικού πλαισίου και το περιστατικών της υπόθεσης, επισήμανα ότι το ουσιαστικό νομικό έρεισμα της κράτησης ανήκει αποκλειστικά στο Κεφ. 105, γεγονός που συνεπάγεται ότι η δικαιοδοσία για τον δικαστικό έλεγχο της πράξης αυτής ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Φρονώ πως, η παραπομπή του ζητήματος από το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μεταβάλλει τη νομική φύση του επίδικου διατάγματος ούτε μεταφέρει δικαιοδοσία που ο νόμος δεν παρέχει. Η παραπομπή αποτελεί διαδικαστικό μέτρο και δεν δημιουργεί από μόνη της νέα δικαιοδοτική βάση. Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας είναι αυστηρά περιορισμένη από το άρθρο 11(2) του Νόμου 73(Ι)/2018 και καλύπτει μόνο πράξεις εκδιδόμενες δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Εφόσον η πράξη κράτησης ερείδεται στο άρθρο 14 του Κεφ. 105, δεν υπάρχει νομικό έρεισμα που να επιτρέπει την εξέτασή της από το παρόν Δικαστήριο.

 

Ενόψει λοιπόν ότι στο πλαίσιο της απόφασης μου στην Δ.Α. 8/2024 έχω εξετάσει ενδελεχώς το ζήτημα, αναφερόμενη και στην απόφαση Καμένου στην 1500/24(Κ), η οποία περιήλθε εις γνώση μου πριν από την έκδοσή της απόφασης εκείνης, καθίσταται αναπόφευκτη η παραπομπή στο ακόλουθο εκτενές απόσπασμα από την προρρηθείσα απόφασή μου:

 

« Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και προτού διατυπώσω τα συμπεράσματα μου, φρονώ χρήσιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο του διατάγματος κράτησης (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

Δυνάμει

του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών
και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως
τροποποιήθηκε μέχρι το 2020

και

του άρθρου 29 των περί Προσφύγων
Νόμων του 2000 έως 2020

ΕΠΕΙΔΗ ο S.Ο. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλασή του δυνάμει του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ με διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου, 2024 που εκδόθηκε δυνάμει των εξουσιών που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, διατάχθηκε όπως ο προαναφερόμενος S.απελαθεί από την Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο S.O. να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο S.O.,παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί».

 

Αυτό που πρωτίστως παρατηρώ είναι ότι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης, προσδιορίζει στον τίτλο του ότι τούτο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Η ως άνω διατύπωση, είναι από μόνη της προβληματική καθώς δημιουργεί, ευλόγως, σύγχυση ως προς το πιο τελικά Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για να επιληφθεί της εξέτασής του. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ως αναδεικνύεται από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 3 και 11 (2) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018), περιορίζεται στην εξέταση πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Εφόσον λοιπόν το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης αναφέρεται ρητώς ότι τούτο εκδόθηκε δυνάμει και του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, ο Αιτητής, ενεργώντας εύλογα, καταχώρισε προσφυγή τόσο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής αναφερόμενο και ως «Δ.Δ.») όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (στο εξής αναφερόμενο και ως «Δ.Δ.Δ.Π.»), προκειμένου να διασφαλίσει την εξέταση της υπόθεσής του από το αρμόδιο Δικαστήριο και να μην υποστεί δικονομική ζημία λόγω της σύγχυσης που προκάλεσε η ίδια η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Δεν ευσταθεί συνεπώς η θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή προωθήθηκε ενώπιόν μου κατά την ακροαματική διαδικασία, περί κατάχρησης δικαστικών διαδικασιών από τον Αιτητή, ο οποίος καταχώρισε δύο παράλληλες προσφυγές. Η ευθύνη για την προκληθείσα σύγχυση δεν μπορεί να αποδοθεί στον Αιτητή, αλλά βαραίνει αποκλειστικά τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, με την –κατά την κρίση μου– εσφαλμένη πρακτική τους, οδήγησαν αυτόν σε αδιέξοδο και, εν τέλει, στην ανάγκη προσφυγής σε δύο διαφορετικά δικαστήρια.

 

Η πρακτική αυτή των Καθ’ ων η αίτηση πρέπει να επισημανθεί ως νομικά εσφαλμένη, καθώς δημιούργησε αχρείαστες διαδικαστικές περιπλοκές και προκάλεσε σύγχυση ως προς τη νομική βάση των εκδοθέντων διαταγμάτων. Η Διοίκηση οφείλει, στο μέλλον, να εκδίδει διατάγματα με σαφή και ακριβή νομική θεμελίωση, ώστε να αποφεύγονται αντίστοιχες καταστάσεις που επιβαρύνουν όχι μόνο τους διοικούμενους αλλά και τη δικαστική διαδικασία.

 

Παρά την ευθύνη που φέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση για τη διαδικαστική περιπλοκή που δημιουργήθηκε, η εξέταση της προδικαστικής τους ένστασης πρέπει να γίνει αποκλειστικά με γνώμονα το νομικό ζήτημα της δικαιοδοσίας, χωρίς να επηρεάζεται από τις διοικητικές αστοχίες που οδήγησαν στη συγκεκριμένη κατάσταση.

 

Προχωρώντας λοιπόν στην εξέταση αυτή, διαπιστώνω πως πράγματι, όπως ορθά επισημαίνουν και οι Καθ’ ων η αίτηση, παρά τη διπλή νομοθετική αναφορά στον τίτλο του επίδικου διατάγματος, ωστόσο το περιεχόμενό του αποσαφηνίζει ότι το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105.

 

Η νομική βάση του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου αφορά αποκλειστικά και μόνο την απέλαση του Αιτητή, χωρίς να θεμελιώνει αυτοτελώς την κράτησή του. Επομένως, η επίκληση του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου στο διάταγμα δεν επηρεάζει τη νομική του βάση όσον αφορά την κράτηση, η οποία ερείδεται αποκλειστικά στο Κεφ. 105: «(…) ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105 και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο S.O. παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.»

 

Ως εκ τούτου, η απλή αναφορά στον τίτλο του διατάγματος κράτησης ότι αυτό εκδίδεται και δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου δεν αρκεί για να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως, η ανάλυση του περιεχομένου του διατάγματος καθιστά σαφές ότι η νομική του βάση είναι αποκλειστικά το άρθρο 14 του Κεφ. 105. Συνεπώς, η όποια αναφορά στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου δεν μεταβάλλει το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η κράτηση, ούτε δύναται να οδηγήσει στην υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου.

 

Εξάλλου, από την αυτούσια εξέταση των δύο επίμαχων νομοθετικών διατάξεων, καθίσταται σαφές ότι μόνο το άρθρο 14 του Κεφ. 105 ρυθμίζει την κράτηση αλλοδαπών για σκοπούς απέλασης. Συνεπώς, το υπό εξέταση διάταγμα κράτησης αντλεί τη νομική του θεμελίωση αποκλειστικά από το εν λόγω άρθρο. Αντίθετα, το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία απέλασης προσώπων που τυγχάνουν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, χωρίς να περιλαμβάνει οποιαδήποτε ρύθμιση περί κράτησης. Επομένως, το ουσιαστικό νομικό έρεισμα της κράτησης ανήκει αποκλειστικά στο Κεφ. 105 και όχι στον περί Προσφύγων Νόμο, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αρμοδιότητα για τον δικαστικό έλεγχο της κράτησης ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Το εάν η εφαρμογή του άρθρου 14 του Κεφ. 105 για την κράτηση προσώπου που διαθέτει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας είναι ορθή ή όχι, αποτελεί ζήτημα εμπίπτον στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου και όχι του παρόντος.

 

Παρά την κρίση μου αυτή, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση, παραδέχθηκαν κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, ότι χρησιμοποιούν το άρθρο 14 του Κεφ. 105 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον κατόχου διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι ο περί Προσφύγων Νόμος δεν προβλέπει τέτοιο μέτρο. Η πρακτική αυτή, πέρα από το γεγονός ότι οδηγεί σε περιττές διαδικασίες και αδικαιολόγητη επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος, προκαλεί σοβαρή περιπλοκότητα στη νομική διαδικασία και έχει ήδη οδηγήσει σε συγκρουόμενες δικαστικές αποφάσεις[2] λόγω της παράλληλης εφαρμογής δύο διαφορετικών νομοθετικών πλαισίων.

 

Η ίδια περιπλοκή επήλθε τελικώς και στην υπό εξέταση υπόθεση. Τούτο, καθώς ως ήδη επισήμανα, ο Αιτητής κατέθεσε προσφυγή κατά του ίδιου διατάγματος κράτησης και ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου [αρ. 1500/2024 (KiJustice], του οποίου η απόφαση δεν είχε εκδοθεί μέχρι  και την επιφύλαξη της παρούσας υπόθεσης. Μετά την επιφύλαξη αυτής, περιήλθε στην αντίληψή μου η έκδοση της απόφασης του Δ.Δ. στην προρρηθείσα προσφυγή (απόφαση S.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας[3]),  με την οποία ο αδελφός μου Δικαστής Φ. Καμένος αποφάσισε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, στο βαθμό που αυτή αφορά την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Ωστόσο, έκρινε ότι στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και παρέπεμψε την εξέταση του ζητήματος στο παρόν Δικαστήριο. Παρότι, με κάθε σεβασμό, διαφωνώ με την εν λόγω απόφαση του αδελφού μου Δικαστή -ως θα υποδείξω στη συνέχεια- αναφορικά με τη δικαιοδοσία επί του διατάγματος κράτησης, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η διοικητική δράση οδήγησε σε μια προβληματική κατάσταση, υπονομεύοντας την ασφάλεια δικαίου και επιτείνοντας τις διαδικαστικές περιπλοκές.

 

Εν πάση περιπτώσει, επανερχόμενη στο ζήτημα της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, φρονώ ότι αυτό έχει οριστικώς επιλυθεί από το Εφετείο στην Ahmed Shbib, όπου επιβεβαιώθηκε ότι η νομιμότητα της κήρυξης ενός προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη, καθώς και η επακόλουθη κράτησή του, υπάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου και όχι του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Ειδικότερα, αν και η απόφαση του Εφετείου, δεν διατυπώνει ρητά ότι το Δ.Δ. έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το διάταγμα κράτησης, εντούτοις φρονώ πως δεν μπορεί να υποστηριχθεί διαφορετική ερμηνεία, καθώς το συμπέρασμα αυτό συνάγεται μέσα από τη συλλογιστική της απόφασης αλλά και τα ίδια τα αποτέλεσμα αυτής. Ειδικότερα το Εφετείο επισήμανε καταρχάς ότι η κήρυξη ενός προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη συνιστά διακριτική διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τα διατάγματα απέλασης και κράτησης. Έκρινε συνεπώς ότι το πρωτόδικο Δ.Δ. εσφαλμένα αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του να ελέγξει τη νομιμότητα αυτής της κήρυξης, καθώς το Άρθρο 11 του Νόμου 73(Ι)/2018, που ορίζει τη δικαιοδοσία του Δ.Δ.Δ.Π., δεν συμπεριλαμβάνει την πράξη αυτή.

 

Το Εφετείο αναγνώρισε πρόσθετα ότι το διάταγμα κράτησης δεν είναι αποκομμένο από την κήρυξη απαγορευμένου μετανάστη, αλλά στηρίζεται σε αυτήν, καθώς ο λόγος της κράτησης σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη υλοποίησης της απέλασης, η οποία με τη σειρά της θεμελιώνεται στην κήρυξη ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

Ακολούθως το Εφετείο, αφού αποδέχθηκε τον πρώτο λόγο έφεσης ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση -καταλήγοντας ότι το Δ.Δ. έχει δικαιοδοσία για να εξετάσει την κήρυξη απαγορευμένου μετανάστη- επέστρεψε την υπόθεση σε αυτό για εκ νέου εξέταση. Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την ενέργεια είναι ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί με έλεγχο όχι μόνο της κήρυξης του εκεί εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη, αλλά και του διατάγματος κράτησης. Η συλλογιστική αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η απόφαση του Εφετείου δεν απορρίπτει τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο έφεσης ως αλυσιτελείς, αλλά αντίθετα τους αποδέχεται, κρίνοντας ότι  «Χωρίς να ασκηθεί (ο εκ του Εφεσείοντα αιτηθείς) δικαστικός έλεγχος επί της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, εξ ορισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδύνατο να καταλήξει σε ασφαλή κρίση ως προς το νόμιμο του διατάγματος κράτησης (περιλαμβανομένης και της συμβατότητάς του με την Αρχή της αναλογικότητας)». Σε κανένα δε σημείο, το Εφετείο δεν απασχολήθηκε με τη δικαιοδοσία του Δ.Δ., ως προς το διάταγμα κράτησης, όταν μάλιστα ως αναδεικνύεται από το περιεχόμενο της απόφασής του, το ζήτημα αυτό απασχόλησε και τα δύο Δικαστήρια, Δ.Δ. και Δ.Δ.Δ.Π., με αμφότερα τα δικαστήρια να καταλήγουν ότι δεν έχουν δικαιοδοσία να εξετάσουν το διάταγμα κράτησης, δημιουργώντας ένα προφανές νομικό κενό. Εκτιμώ, επομένως, ότι εάν το Εφετείο είχε κρίνει πως το Δ.Δ. στερείται δικαιοδοσίας για την εξέταση του διατάγματος κράτησης, θα το είχε διατυπώσει ρητώς στην απόφασή του και θα είχε παραπέμψει την υπόθεση στο Δ.Δ.Δ.Π.

 

Η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και η επιστροφή της υπόθεσης στο Δ.Δ. για επανεξέταση, σε συνδυασμό με τη ρητή αποδοχή ότι η κήρυξη ως απαγορευμένου μετανάστη αποτελεί αυτοτελώς προσβαλλόμενη πράξη ενώπιον του Δ.Δ., συνεπάγεται έμμεσα, αλλά αναπόδραστα, ότι το ίδιο Δικαστήριο έχει επίσης δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης.

 

Παρά τα ως άνω, λαμβάνοντας υπόψη ότι επί του ίδιου του προσβαλλόμενου διατάγματος, υπάρχει ήδη η κρίση του αδελφού μου Δικαστή, Φ. Καμένου στην  S.O. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία το επίδικο διάταγμα κράτησης δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Δ.Δ. αλλά του παρόντος Δικαστηρίου, οφείλω να εξηγήσω γιατί καταλήγω σε διαφορετικό συμπέρασμα. Πρωτίστως θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση δε διαφοροποιείται από τα όσα εξετάστηκαν και αναλύθηκαν στην Ahmed Shbib, ο λόγος της οποίας είναι δεσμευτικός για το παρόν Δικαστήριο και ξεκάθαρος περί του ότι η δικαιοδοσία για εξέταση και του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο. Καμία διαφοροποίηση δεν εντοπίζεται για να αποστώ από τη δεσμευτική αυτή νομολογία.

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξετάζοντας, στην S.O. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, το επίδικο ζήτημα της δικαιοδοσίας, κατέληξε ότι τόσο το διάταγμα κράτησης όσο και το διάταγμα απέλασης εκδόθηκαν στη βάση τόσο του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) όσο και του περί Προσφύγων Νόμου. Επισήμανε ωστόσο ότι δεδομένου του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας, η απόφαση κράτησής του ερείδεται, μεταξύ άλλων, σε διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες παρέχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με το Κεφ. 105. Σημαντικό ρόλο, φρονώ στην κατάληξή του Διοικητικού Δικαστηρίου, υπήρξε το γεγονός ότι στην εισήγηση που προηγήθηκε της έκδοσης των διαταγμάτων και προπαρασκεύασε την έκδοση τους, έγινε χρήση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου μόνον. Επισήμανε επί τούτου το Δικαστήριο ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 105 και της Οδηγίας  2008/115/ΕΚ που ανέφερα πιο πάνω, ο Αιτητής, δικαιούχος διεθνούς προστασίας, τυγχάνει των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων του περί Προσφύγων νόμου και άρα η απόφαση απέλασής του (περιλαμβανομένης της αιτιολογίας έκδοσής της, της νομιμότητάς της και αν αυτή εξεδόθη κατόπιν της δέουσας διαδικασίας), η οποία είναι εν μέρει εδραζόμενη επί του νόμου αυτού, πρέπει να τύχει της κρίσης από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο που είναι για τις αποφάσεις αυτές, το ΔΔΔΠ. Πόσο μάλλον στα γεγονότα της παρούσας στα οποία η ίδια η διοίκηση ενέκρινε στην πράξη που τα προπαρασκεύασε, επικαλούμενη ως νομική βάση το άρθρο 9ΣΤ (με πλαγιότιτλο «κράτηση αιτητών») μόνον του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Με βάση τα πιο πάνω, με τα ενώπιόν μου δεδομένα, τόσο το διάταγμα κράτησης, όσο και το διάταγμα απέλασης άρα αμφότερα, αποτελούν δυνάμει της συνδυαστικής ερμηνείας του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι) του 2015 ως τροποποιήθηκε), άρθρο 11 και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν.73(Ι) του 2018), άρθρο 11(2), αποφάσεις ή πράξεις εκδιδομένες «δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου» και άρα εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος να κρίνει».

 

Επισημαίνω επί της ως άνω κρίσης, ότι το εν τέλει εκδοθέν διάταγμα κράτησης, δεν επικαλείται το άρθρο 9ΣΤ, αλλά τα άρθρα 14 του Κεφ. 105 και 29 του περί Προσφύγων. Η δε παραπομπή στο άρθρο 9ΣΤ ως πιθανή νομοθετική βάση για την κράτηση του Αιτητή, είναι, με κάθε σεβασμό, εσφαλμένη. Τούτο, καθώς το άρθρο αυτό αφορά αποκλειστικά την κράτηση αιτητών ασύλου, δηλαδή προσώπων που βρίσκονται ακόμη σε διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους για διεθνή προστασία, και όχι κατόχων ήδη αναγνωρισμένου καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αιτητής ασύλου, αλλά κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας, γεγονός που καθιστά νομικά αβάσιμη οποιαδήποτε αναφορά στο άρθρο 9ΣΤ ως βάση για την κράτησή του.

 

Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει με σαφήνεια ότι «αιτητής» είναι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, και διατηρεί αυτή την ιδιότητα μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης επί της αίτησης. Η διατύπωση αυτή καταδεικνύει ότι η έννοια του «αιτητή» διαχωρίζεται πλήρως από την έννοια του «κατόχου διεθνούς προστασίας» αποκαλύπτοντας ότι πρόκειται για δύο, διακριτές μεταξύ τους κατηγορίες προσώπων. Συνεπώς, η επίκληση του άρθρου 9ΣΤ στην παρούσα περίπτωση συνιστά νομική πλάνη, αφού η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει εφαρμογή επί προσώπων που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω καταλήγω ότι το διάταγμα κράτησης εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Κατά τούτο, η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας καθιστά αναγκαία την αποδοχή της προδικαστικής ένστασης και την απόρριψη, συνεπώς του αιτητικού (Β) της προσφυγής του Αιτητή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να το εξετάσει».  

 

Τίποτα από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, δεν δύναται να διαφοροποιήσει την ανωτέρω κρίση μου και καταλήγω συνεπώς ότι δεν έχω δικαιοδοσία προς εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

 

Το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει την επιχειρηματολογία του Αιτητή περί κινδύνου αρνησιδικίας και επισημαίνει με ανησυχία ότι η ίδια η διοικητική πρακτική που εφαρμόζεται στην παρούσα και σε ανάλογες υποθέσεις είναι αυτή που έχει οδηγήσει στο σημερινό θεσμικό αδιέξοδο. Η Διοίκηση, εκδίδοντας παράλληλα διατάγματα απέλασης και κράτησης στηριζόμενα σε δύο διαφορετικά νομοθετικά πλαίσια –τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο αφενός και τον περί Προσφύγων Νόμο αφετέρου– δημιουργεί αντίφαση, δικονομική ανασφάλεια και νομική αβεβαιότητα τόσο για τους διοικούμενους όσο και για τα Δικαστήρια. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα να αναφύονται επαναλαμβανόμενα ζητήματα αρμοδιότητας, να παρατείνεται -ενδεχομένως αδικαιολόγητα- η κράτηση των προσώπων και να υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας που εγγυάται το άρθρο 146 του Συντάγματος και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

 

Το Δικαστήριο εκφράζει την άποψη ότι η διοικητική αυτή προσέγγιση δεν συνάδει με την αρχή της χρηστής διοίκησης ούτε με το καθήκον της Διοίκησης να ενεργεί με σαφήνεια ως προς το νομικό έρεισμα των πράξεών της, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις που περιορίζουν θεμελιώδη δικαιώματα όπως η ελευθερία. Εναπόκειται στη Διοίκηση να επιλέγει ορθά και συνεκτικά το νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου ενεργεί και να αποφεύγει πρακτικές που δημιουργούν σύγχυση ή αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, οι οποίες έχουν άμεσο και σοβαρό αντίκτυπο στα δικαιώματα των προσώπων που επηρεάζονται.

 

Ωστόσο, αν και αναγνωρίζω το θεσμικό κενό που έχει δημιουργηθεί, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν δύναται το παρόν Δικαστήριο να καλύψει το κενό αυτό ερμηνευτικά, χωρίς σαφή νομοθετική εξουσιοδότηση. Η δικαιοδοσία είναι ζήτημα δημόσιας τάξης και καθορίζεται αποκλειστικά από το νομοθέτης.

 

Ενόψει της κατάληξής μου αυτής, υιοθετώ και το σκεπτικό της αδελφής μου Δικαστού Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της επί της υπόθεσης Aρ. 1106Α/24 (Παραπομπή Υπόθεσης αρ. 294/24 του Διοικητικού Δικαστηρίου) Α.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., 26.04.2024:

 

«Η ανωτέρω απόφαση δεν οδηγεί σε αρνησιδικία καθώς οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα δικονομικά μέσα προκειμένου να καθοριστεί το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εξέτασης της υπό αναφορά προσφυγής, ήτοι το ένδικο βοήθημα της έφεσης ή την καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος. Δεν εντοπίζεται δε στο εθνικό δίκαιο άλλος μηχανισμός επίλυσης του ζητήματος όταν υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις σε θέματα δικαιοδοσίας μεταξύ των δύο διοικητικών δικαστηρίων της Δημοκρατίας».

 

Πρόσθετα των ανωτέρω, επισημαίνω πως το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του κατά την εκδίκαση της Πολιτικής Έφεσης αρ. 4/2025 του εδώ Αιτητή, με την οποία αμφισβητήθηκε η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε την αίτηση του  για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum για να αφεθεί ελεύθερος, έκρινε με την απόφαση του ημερ. 23.06.2025[4] τα ακόλουθα σχετικά (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ο λόγος έφεσης 4, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είχε οποιοδήποτε άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο σε σχέση με τη συνεχιζόμενη κράτηση του, είναι εντελώς αβάσιμος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι τόσο το Διοικητικό Δικαστήριο όσο και το Δ.Δ.Δ.Π. είχαν αποφανθεί ότι δεν είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τη νομιμότητα της έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερ.21.10.2024.  Δεν εναπόκειτο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να συμβουλεύσει τον Εφεσείοντα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ένδικο μέσο της έφεσης ώστε να επιλυθεί το ζήτημα της καθ' ύλη αρμοδιότητας για έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης του.  Αυτό που ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι ο Εφεσείων εκρατείτο πλέον στη βάση διατάγματος κράτησης ημερ.13.2.2025 και, το ουσιαστικότερο, προχώρησε να εξετάσει και εξέτασε την αίτηση του Εφεσείοντα επί της ουσίας της.  Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι επομένως και ατελέσφορο.  Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και επικυρώνοντας τη συλλογιστική και τα νομικά συμπεράσματα που διατυπώθηκαν στην απόφαση μου Δ.Α. 8/2024, το Δικαστήριο κρίνει ότι στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 21.10.2024, καθότι το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), και συνεπώς υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να την εξετάσει.

 

Ωστόσο, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων και της πολυπλοκότητας της παρούσας υπόθεσης, της στάσης της Διοίκησης που συνέβαλε στην ασάφεια ως προς το αρμόδιο δικαστήριο, καθώς και του γεγονότος ότι ο Αιτητής ενήργησε καλόπιστα επιδιώκοντας δικαστικό έλεγχο επί πράξεων που επηρέαζαν άμεσα την προσωπική του ελευθερία, το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο όπως μην επιδικαστούν έξοδα εναντίον του.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]              S O ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω διά της Διευθύ-ντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 1500/2024, 22/1/2025

[2] Βλ. για παράδειγμα αναφορά του Εφετείου στην Ahmed Shbib: «To νέο διάταγμα κράτησης ημερ. 7.2.2024 προσβλήθηκε διά της Προσφυγής Αρ. 295/2024 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία και, ως εκ τούτου, παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, πλην όμως και το τελευταίο αποφάνθηκε ομοίως (με την απόφασή του ημερ. 26.4.2024 στην Προσφυγή Αρ. 1106Α/2024) ότι δεν κέκτηται δικαιοδοσία προς δικαστικό έλεγχο του εν λόγω διατάγματος». 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο