ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Αρ. Προσφυγής : 2550/2024
16 Οκτωβρίου, 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
J. M. N.
Αιτήτρια
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ΄ ων η αίτηση
Νίκος Λοΐζου (κος), για Νίκος Α. Λοΐζου & Χρίστος Χριστούδιας, Δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Σώτια Πιτσιλλίδου (κα) και Μελίνα Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΦΕΣΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπό εξέταση αίτηση, η Αιτήτρια ζητά διάταγμα του Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ημερομηνίας 13/12/2024, στην υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή, για περίοδο τουλάχιστον πέντε ημέρων από την ημερομηνία έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Νομική βάση της αίτησης αποτελούν οι Περί Ανωτάτου Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, οι Περί Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί, το άρθρο 13 του Νόμου 73(1)2018, ο Τροποποιητικός Νόμος 141(1)2020, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, Μέρος 23, Μέρος 25, Μέρος 25.3(α).
Τα γεγονότα επί των οποίων η αίτηση βασίζεται, εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του κ. Νίκου Α. Λοΐζου, έναν εκ των δικηγόρων της Αιτήτριας ο οποίος αναφέρει ότι γνωρίζει τα γεγονότα για τα οποία καλείται να μαρτυρήσει και τα οποία καταθέτει στο Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν. Μετά από εξουσιοδότηση στους συνηγόρους της, καταχωρίστηκε στις 09/07/2024 η παρούσα προσφυγή για ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία απέρριψε την αίτησή της για πολιτικό άσυλο. Στις 13/12/2024 η προσφυγή της Αιτήτριας απορρίφθηκε και οι συνήγοροί της αυθημερόν ζήτησαν δεόντως την απόφαση και/ή πρακτικό της εν λόγω απόφασης του Δικαστηρίου, το οποίο ετοιμάστηκε και δόθηκε από το Πρωτοκολλητείο του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (στο εξής: «Δ.Δ.Δ.Π.») κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων εκ μέρους των συνηγόρων της Αιτήτριας στις 14/01/2025.
Μετά από εξουσιοδότηση της Αιτήτριας προς τους συνηγόρους της για καταχώρηση έφεσης και εξαιτίας της παρέλευσης προθεσμίας καταχώρησης έφεσης των 14 ημερών με αποτέλεσμα να καθίσταται νομικά αδύνατη η καταχώρηση της έφεσης, ζητείται η παράταση από το Δικαστήριο της εν λόγω προθεσμίας με την παρούσα αίτηση ημερομηνίας 17/01/2025.
Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντος ότι η παρέλευση της δικαιούμενης προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της Αιτήτριας και ως εκ τούτου αιτούνται ως η αίτησή τους, ήτοι όπως παρατεθεί η προθεσμία καταχώρησης έφεσης για περίοδο τουλάχιστον 5 μέρες από της παράδοσης του Διατάγματος στους συνηγόρους της Αιτήτριας.
Η αίτηση της Αιτήτριας συνάντησε την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι ενίστανται στο σύνολο της αίτησης και ισχυρίζονται ότι αυτή είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη. Είναι περαιτέρω η θέση τους ότι η αίτηση εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση και ότι πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που αναφέρονται στην ένσταση τους.
Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κυρίας Ρ. Χαραλάμπους, Δικηγόρου στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, στην οποία, αρχικά ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί σε προδικαστικό στάδιο καθότι αυτή είναι παράτυπη, αντικανονική, από αυτή ελλείπει η ορθή νομική βάση καθώς επίσης ότι εδράζεται σε λανθασμένη νομική βάση, παραθέτοντας επ’ αυτού σχετική νομολογία. Η ενόρκως δηλούσα επίσης υποστηρίζει ότι για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου για σκοπούς άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Επιπλέον, αναφέρει ότι οι τιθέμενες προθεσμίες από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα οι λόγοι καθυστέρησης θα πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις τα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης. Πρόσθετα, η ενόρκως δηλούσα ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια δεν παραθέτει επαρκή και ικανοποιητική δικαιολογία η οποία να κρίνεται αναγκαία για την έγκριση του αιτήματός της, ούτε ο συνήγορος της αν και είχε την υποχρέωση να θέσει τα στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα της Αιτήτριας, δεν το έπραξε έτσι η αίτησή της στερείται πραγματικού υπόβαθρου. Είναι επιπρόσθετα η θέση τους ότι αν και το πρακτικό ημερομηνίας 13/12/2024 ζητήθηκε από τους συνηγόρους της Αιτήτριας αυθημερόν, εντούτοις οι τελευταίοι παρέλαβαν αυτό στις 14/01/2025, εκτός της προθεσμίας των 14 ημερών χωρίς να επιδεικνύουν, ως υποστηρίζουν οι Καθ’ ων, δέουσα επιμέλεια για την προώθηση της υπόθεσης της Αιτήτριας. Καταλήγοντας η ενόρκως δηλούσα εισηγείται όπως η παρούσα αίτηση απορριφθεί καθότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομοθεσία και νομολογία.
Οι συνήγοροι της Αιτήτριας με την γραπτή τους αγόρευση επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους και απαντούν στους ισχυρισμούς των Καθ’ ων εμμένοντας στην θέση τους ότι αν το πρακτικό ημερομηνίας 13/12/2024 ήταν εγκαίρως έτοιμο, η Αιτήτρια θα ασκούσε το δικαίωμά της για έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης χωρίς να την παρεμποδίζουν, ως είναι η θέση τους, διαδικασίες που παραβιάζουν το εν λόγω δικαίωμά της.
Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις και κρίνω ότι από τα πιο πάνω περιστατικά, δεν παρέχεται το αναγκαίο υπόβαθρο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της Αιτήτριας.
«Είναι πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι στο σώμα μιας αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις επί των οποίων αυτή βασίζεται (βλ. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 1) (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 643).
Η αναγκαιότητα αναγραφής ορθής νομικής βάσης της αίτησης είναι δεδομένη, εφόσον αυτό το οποίο επιδιώκεται με την υπό εξέταση αίτηση είναι η επαναφορά της απορριφθείσας λόγω μη προώθησης προσφυγής του Αιτητή και όχι ο παραμερισμός εκδοθείσας απόφασης. Η Δ.48 Θ. 2 προνοεί μεταξύ άλλων ότι κάθε αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει «το ειδικό άρθρο του νόμου ή τους ειδικούς κανόνες του Δικαστηρίου στους οποίους στηρίζεται». Από την διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο θα αποφασίσει το Δικαστήριο, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης (βλ. Koza Michael David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 208/12, ημερομηνίας 24/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A415, ECLI:CY:AD:2017:A415, ECLI:CY:AD:2017:A415.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι όπου μια αίτηση δεν εδράζεται στην ορθή νομική βάση οι συνέπειες είναι καταλυτικές. (Βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Εgiazaryan κ.α. ν Denero Investments Limited (2013) 1 ΑΑΔ 409).»
Όπως προκύπτει από την απόφαση του εφετείου πιο πάνω στο οποίο παραπέμπω:«Προς επίρρωση των πιο πάνω παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Γιαννάκης Φλουρέντζου κ.ά. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 393:
«Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Σάββα ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1992) 1 Α.Α.Δ.1146 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743) μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζεται. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η αίτηση να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη. Αν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Όπως προκύπτει στην παρούσα, η αίτηση δεν προσδιορίζει με ακρίβεια δικονομικές διατάξεις στις οποίες στηρίζεται αλλά η νομική βάση της τίθεται με γενικότητα και αοριστία. Από αυτή ελλείπει το Μέρος 41, των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 το οποίο αφορά τις Εφέσεις. Ακόμα, δεν προσδιορίζονται ποιοι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου στηρίζονται ως επίσης γίνεται αναφορά και στους παλιούς θεσμούς πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι καταργήθηκαν και ισχύουν πλέον οι νέοι κανονισμοί πολιτικής δικονομίας από την 1 Σεπτεμβρίου 2023 ως προβλέπεται στο κανονισμό 60.1, Μεταβατική διευθέτηση :
«(1) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ από την 3η Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο το οποίο εγκαθιδρύεται δυνάμει των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ. 3) του 2022, (Ν. 33/1964).
(2) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023.
(3) Οι παρόντες κανονισμοί δεν εφαρμόζονται σε σχέση με ειδικές διαδικασίες ή ειδικές δικαιοδοσίες για τις οποίες ισχύουν συγκεκριμένοι διαδικαστικοί κανονισμοί, οι οποίοι προβλέπονται από συγκεκριμένο νόμο ή κανονισμό. Νοείται ότι στο βαθμό που ο συγκεκριμένος νόμος ή κανονισμός παραπέμπει στην, ή επιτρέπει την, εφαρμογή των εκάστοτε κανονισμών πολιτικής δικονομίας, τότε εφαρμόζονται οι παρόντες κανονισμοί στο βαθμό που προβλέπεται.»
Έχω εξετάσει με προσοχή τόσο την νομική βάση, όσο και τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται, εκ μέρους των διαδίκων.
Είναι προφανές ότι η νομική βάση της αίτησης ημερομηνίας 17/01/2025 είναι λανθασμένη και ελλιπής καθότι σε αυτή δεν γίνεται ακριβής αναφορά που στηρίζεται όπως επίσης γίνεται αναφορά αίτηση που καταχωρήθηκε λαμβάνει τον τύπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (CIVIL PROCEDURE RULES) οι οποίοι δεν εφαρμόζονται στην παρούσα, η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε μετά την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε ισχύ οι νέοι κανονισμοί πολιτικής δικονομίας (1η Σεπτεμβρίου 2023), ως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε ισχυρισμού λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με τον ισχυρισμό των Καθ' ων η αίτηση περί λανθασμένης νομικής βάσης.
Ωστόσο, ακόμα και αν η εν λόγω δικονομική πλημμέλεια θεραπευόταν, δεν προκύπτει από τα στοιχεία ενώπιον μου ότι υφίσταται επαρκής και ικανοποιητική αιτιολογία ικανή για έγκριση του αιτήματος της Αιτήτριας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία για ζητήματα παράτασης χρόνου της προθεσμίας καταχώρησης έφεσης θα πρέπει να επεξηγούνται οι δυσμενείς επιπτώσεις που προκύπτουν στα συμφέροντα του Αιτητή
Στην υπ. Αρ. Υποθεση 374/2010 Παπανικολάου και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Γεωργίας και φυσικών πόρων ημερ. 29/5/2010λεχθηκαν τα εξής:
«Σε μια σειρά πολιτικών υποθέσεων, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες για παράταση του χρόνου για καταχώριση έφεσης (βλ. ARETI PAVLOU AND ANOTHER V. GEORGE P. CACOYIANNIS AND OTHERS (1963) 2 C.L.R. 405, 406; ERINI COSTA HADJIMICHAEL V. MARIA KARAMICHAEL AND OTHERS (1967) 1 C.L.R. 61; ANDREAS P. LOIZOU V. PANAYIOTIS CH. KONTEATIS (1968) 1 C.L.R. 291; LEONIDAS KYRIAKIDES V. ANTONIS KYRIAKIDES (1969) 1 C.L.R. 373; THEODORA IOANNIDOU V. CHARILAOS DIKEOS AND ANOTHER (1970) 1 C.L.R. 241; OMIROS TH. COURTIS AND ANOTHER V. PANOS K. IASONIDES (NO. 1) (1972) 1 C.L.R. 56; THE TURKISH CO-OPERATIVE CAROB MARKETING SOCIETY LTD. V. LUTFI KIAMIL AND ANOTHER (1973) 1 C.L.R. 1; CHARALAMBOUS V. CHARALAMBIDES DAIRIES LTD. (1984) 1 C.L.R. 19; SAMANIS V. SYMILLIDES (1985) 1 C.L.R. 187).
Το ζήτημα της παράτασης του χρόνου για καταχώριση έφεσης στην αναθεωρητική δικαιοδοσία απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο και στις υποθέσεις BRANCO SALVAGE LTD. V. REPUBLIC (ATTORNEY-GENERAL AS SUCCESSOR TO THE GREEK COMMUNAL CHAMBER AND ANOTHER) (1967) 3 C.L.R. 213; NIKI CHR. GEORGHIOU V. REPUBLIC (MINISTER OF THE INTERIOR AND ANOTHER) (NO. 3) (1968) 3 C.L.R. 563; NIKI CHR. GEORGHIOU V. REPUBLIC (MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER) (1968) 1 C.L.R. 411 (ΟΛ.); CYPRIAN SEAWAY AGENCIES LTD AND OTHERS V. REPUBLIC (1981) 3 C.L.R. 271; Ι. & Α. ΦΙΛΙΠΠΟΥ Ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2385.
Στην τελευταία πιο πάνω απόφαση, στην οποία έγινε αναφορά στις προηγούμενες, ειπώθηκαν και τα εξής:
«Οι αρχές που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί είναι: Η ανάγκη αυστηρής τήρησης των προθεσμιών που καθορίζονται από τους Θεσμούς. Η παράταση του χρόνου είναι εξαιρετικό δικονομικό μέτρο. Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να παρατείνει το χρόνο καταχώρισης της έφεσης. Η εξουσία αυτή είναι ελεύθερη και αδέσμευτη και ασκείται με βάση τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο αιτητής πρέπει να προβάλει τα αναγκαία στοιχεία για να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η παράταση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Στην Fame Transports Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 561, το θέμα έχει τεθεί ως ακολούθως:
«Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Στην υπόθεση Α. Pavlou and Another v. G. Kakoyiannis and Another (1963) 2 C.L.R. 405 απορρίφθηκε παρόμοιο αίτημα προσθέτοντας υπό μορφή γενικής δήλωσης ότι η παράλειψη του δικηγόρου ή του διαδίκου να καταχωρήσουν εμπρόθεσμα την έφεση τους δεν αποτελεί λόγο παράτασης της προθεσμίας και ότι ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως αμέλειας ή λάθους δεν έχει οποιαδήποτε σημασία. Η πιο πάνω απόφαση ακολουθήθηκε μεταγενέστερα στην Α. Loizou ν. P. Konteatis (1968) 1 C.L.R. 291.
Στην απόφαση Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) έδωσε σφαιρικά τη φιλοσοφία και τη νομική διάσταση του θέματος. Αναφέρει στη σελίδα 143:-
Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι προθεσμίες που τίθενται από τους Θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης.
Η τήρησή τους εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό αίτημα για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης.
Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35, θ.2 για την άσκηση έφεσης είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτή. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται με τη δικαστική απόφαση και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. »
Διαφωτιστική είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Διαδικασία) στην Γενική αίτηση 1/2010 xxx xxx THANH,και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, όπου αναφέρονται τα εξής :
«Οι συνήγοροι αγόρευσαν επί των διαμετρικά αντιθέτων θέσεων τους. Έχοντας εξετάσει με την αναγκαία προσοχή τα δεδομένα της αίτησης, είναι πρόδηλο ότι αυτή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Είναι παγιωμένη η νομολογία ως προς την ανάγκη ύπαρξης τελεσιδικίας προς αποτροπή επιμήκυνσης της διάγνωσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για τη χορήγηση παράτασης χρόνου είτε σε πολιτικές, είτε σε ποινικές υποθέσεις, ασκείται με φειδώ λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους αδυναμίας έγκαιρης καταχώρησης της έφεσης, το τι διέρρευσε μεταξύ της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης και της υποβολής της αίτησης για παράταση και το χρόνο υποβολής της ίδιας της αίτησης για παράταση. Η παράταση χρόνου αποτελεί εξαιρετικό και σπάνιο μέτρο (Ιωάννου Φυτούλα (1997) 2 Α.Α.Δ. 389), που δικαιολογείται μόνο όταν για βάσιμο λόγο στοιχειοθετείται ανάγκη για παράκαμψη της, στο μεταξύ, λόγω εκπνοής του χρόνου καταχώρησης της έφεσης, δημιουργηθείσας τελεσιδικίας, (Επί τοις αφορώσι την LGS Handling Limited , Ποινική ECLI:CY:AD:2019:B125, Αίτηση αρ. 22/2018, ημερ. 2.4.2019), ECLI:CY:AD:2019:B125. Η εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται ελευθέρως και χωρίς δέσμευση στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Ο αιτητής υποχρεούται να θέσει εκείνα τα αναγκαία στοιχεία ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η παράταση δίδεται όντως προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, (Α. Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2385).
Είναι δεδομένο ότι η έφεση επί αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας θα έπρεπε να είχε ασκηθεί εντός 42 ημερών από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Αυτό προκύπτει ευθέως από το άρθρο 13 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου αρ. 73(Ι)/18, αλλά και τον Κανονισμό 13 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικού Κανονισμού αρ. 3/2019. Κατά παρόμοιο τρόπο εφαρμόζεται και η Δ.57 θ. 2 που επιτρέπει στο Δικαστήριο να παρατείνει το χρόνο ακόμη και όταν η αίτηση υποβάλλεται μετά την εκπνοή του καθοριζομένου χρόνου.
{….}
Οδηγός εν πάση περιπτώσει για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι πάντοτε τα ίδια τα γεγονότα, (Gatti v. Shoosmith (1939) 3 All E.R. 916). Κατά κανόνα λάθος ή αμέλεια του δικηγόρου ή του διαδίκου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την έφεση δεν αποτελεί από μόνο του ικανοποιητικό λόγο για παράταση, (Σολιάτης ν. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162 και Fame Transport Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 561)».
Περαιτέρω η θέση των Καθω’ν η αίτηση ότι η εν λόγω έφεση θα μπορούσε να καταχωρηθεί χωρίς τα πρακτικά εφόσον αυτή η δυνατότητα παρέχεται από τους σχετικούς κανονισμούς (έντυπο αρ. ΕΕ63 Τμήμα 9 ) με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη .
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των κριτηρίων που έχουν διαχρονικά διαμορφωθεί αναφορικά με το υπό εξέταση ζήτημα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη και των περιστατικών και γεγονότων που περιβάλλουν αυτήν, δεν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος παράτασης του χρόνου καταχώρησης έφεσης από την Αιτήτρια.
Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται με €700 ευρώ έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο