Κ. Ν. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2627/24, 31/10/2025
print
Τίτλος:
Κ. Ν. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.2627/24, 31/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2627/24

 

31 Οκτωβρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ. Ν. D.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για Αιτητή

Κα Μ. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

Αίτηση ημ.04/08/25 για Επαναφορά της Προσφυγής

Η με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή ορίστηκε δια ανακοίνωσης που δημοσιεύτηκε στις 15/01/25 (μετά από την καταχώριση γραπτής αγόρευσης του αιτητή στις 09/12/24), για διευκρινήσεις στις 17/02/25, με οδηγίες όπως στο μεταξύ καταχωρηθεί η αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση καθώς και τυχόν απαντητική. Στις 17/02/25 εμφανίστηκε  δικηγόρος εκ μέρους του αιτητή και ζήτησε άδεια όπως αποσυρθεί η με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή. Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση δεν έφερε ένσταση στο αίτημα αυτό, χωρίς έξοδα, όπερ και εγένετο. Η αίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 17/02/25.

Στις 04/08/25 καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς, η οποία και ορίστηκε στις 15/09/25. Κατ’ εκείνη την δικάσιμο δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση ένστασης, καθώς και εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και στις 23/10/25 έγινε ακρόαση της αιτήσεως.

Στην Ένορκη Δήλωση (στο εξής ΕΔ) που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, ο ενόρκως δηλών, αιτητής στην προσφυγή, αναφέρει ότι στις 17/02/25 η προσφυγή αποσύρθηκε από τον (τότε) συνήγορο του «χωρίς άδεια και/ή ενημέρωση» του ιδίου. Προσπάθησε, ως αναφέρει, να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του αρκετές φορές, χωρίς αποτέλεσμα, και έτσι μετέβη (σε άγνωστο χρόνο) στο Δικαστήριο και έμαθε από το Πρωτοκολλητείο ότι η προσφυγή είχε αποσυρθεί και απορρίφθηκε. Ως περαιτέρω αναφέρει ο αιτητής, η με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή αφορά ένα πολύ σημαντικό θέμα για τη ζωή του και, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή, εισηγείται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει την προσφυγή επί της ουσίας της και σημειώνει ότι ουδέποτε εξέφρασε «την επιθυμία ή την πρόθεση να [κλείσει] τον φάκελο [του]» (παρ.7 – ΕΔ, σ.σ. εννοεί να αποσύρει την προσφυγή).

Οι καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση (στο εξής ΕΔ) δικηγόρου της Δημοκρατίας, ο οποίος δηλώνει γνώση των γεγονότων ως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην εν λόγω ΕΔ. Κατόπιν παράθεσης ιστορικού της διαδικασίας, σημειώνει ότι ο αιτητής όφειλε να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο που η προσφυγή απορρίφθηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του  κ.12 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, και αναφέρει ότι δεν αποκαλύπτεται κάποιος λόγος που να αιτιολογεί την επαναφορά της προσφυγής, με δεδομένο το ότι «ο συνήγορος του αιτητή είχε ρητώς αποσύρει την προσφυγή» (παρ.8 – ΕΔ). Σημειώνει δε ότι η υπό κρίση αίτηση «σκοπείται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας» (παρ.12 ΕΔ) και ότι «σκοπός της παρούσας αίτησης είναι η υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και η αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών» και πως η προώθηση της προσφυγής και εμφάνιση του αιτητή στη δικάσιμο που η προσφυγή είναι ορισμένη για διευκρινήσεις «σχετίζεται άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης και δεν συνιστά θέμα απλής τυπικότητας, αλλά θέμα ουσίας που άπτεται του θεμελίου της απονομής δικαιοσύνης» (παρ.13 ΕΔ). Σημειώνει τέλος ότι «λάθη ή παραλείψεις διαδίκων ή συνηγόρων δεν συνιστούν σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, λόγους επαναφοράς απορριφθείσας προσφυγής» (παρ.14 – ΕΔ) και τονίζει ότι η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε «με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση» (παρ.16 – ΕΔ), 6 μήνες μετά που αποσύρθηκε η προσφυγή.

Στην εμπεριστατωμένη αγόρευση τους, με αναφορές στην οικεία νομολογία επί αιτήσεων ως η παρούσα, οι συνήγοροι του αιτητή αναφέρουν ότι η απόσυρση της προσφυγής, εν προκειμένω, παρότι η απόσυρση έγινε δια ρητής δήλωσης του δικηγόρου του αιτητή, εντούτοις αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί «νομικά αβάσιμη και ουσιαστικά άκυρη, διότι η βούληση του διαδίκου δεν μπορεί να αντικαθίσταται ή να παραμερίζεται αυθαίρετα από τρίτο, ακόμη κι αν αυτός είναι ο πληρεξούσιος του», δεδομένου ότι στην παρούσα, ως αναφέρουν, ο αιτητής «διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι ουδέποτε έδωσε συναίνεση ή εξουσιοδότηση για την απόσυρση της προσφυγής του» (παρ.6 – αγόρευση αιτητή). Συνεπώς, ως περαιτέρω εισηγούνται, «καλός λόγος μπορεί να είναι κάθε περιστατικό που αποδεικνύει ότι η απόρριψη ή η απόσυρση δεν αντανακλά την πραγματική βούληση του διαδίκου και οδηγεί σε κατάλυση θεμελιωδών δικαιωμάτων του» (παρ.7 – αγόρευση αιτητή). Εκ των ως άνω, ως αναφέρουν, δεν δεικνύεται ότι η παρούσα αίτηση έχει σκοπό την κατάχρηση της διαδικασίας και ούτε η παρέλευση εδώ 6 μηνών από την απόσυρση της προσφυγής μέχρι την καταχώρηση της παρούσας θα πρέπει να θεωρείται υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αφού θα «πρέπει να εξεταστεί πότε ο αιτητής έλαβε γνώση της απόσυρσης […]», δεδομένου ότι «δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο ούτε είχε ενημερωθεί από τον τότε δικηγόρο του», καθώς και το ότι ο αιτητής «χρειαζόταν χρόνο να αναζητήσει νέο δικηγόρο, να εξηγήσει τα γεγονότα, να συγκεντρώσει τα τεκμήρια και να συντάξει τεκμηριωμένη αίτηση επαναφοράς» (παρ.9 – αγόρευση αιτητή).

Από την πλευρά τους οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν – δια της πλούσιας και ομοίως εμπεριστατωμένης αγόρευσης τους, με αναφορά και στη σχετική νομολογία – ότι η εδώ ρητή δήλωση απόσυρσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτητή και η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της παρούσας είναι αρκετά για να γίνει δεκτό ότι η παρούσα θα πρέπει να απορριφθεί.

Τα ως άνω συνοψίζουν τα γεγονότα καθώς και τα νομικά επιχειρήματα εκατέρωθεν που αφορούν την υπό κρίση αίτηση. Κατά την ακρόαση της παρούσης η συνήγοροι των μερών αρκέστηκαν να υιοθετήσουν τις αγορεύσεις τους.

Έχοντας διέλθει με προσοχή το σύνολο των έγγραφων προτάσεων των μερών προχωρώ σε εξέταση της παρούσης αιτήσεως.

Στην υπόθεση Tsingi v. The Republic (1984) 3 CLR 1262, ημ.31/04/84, αναφέρθηκε ότι η επαναφορά προσφυγής η οποία έχει απορριφθεί επειδή έχει θεωρηθεί εγκαταλειφθείσα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή:

«As it appears from the aforementioned affidavit of counsel for the applicant that this recourse has never been actually abandoned I have to determine it in accordance with Article 146.4 and in order to do so I have to reinstate it, inasmuch as it was dismissed on the incorrect assumption that, due to the long delay of counsel for the applicant to file his written address, it had been abandoned.

I have no doubt that I have inherent jurisdiction to reinstate this case in the present circumstances and, in any event, I possess competence under both rule 19 of the Supreme Constitutional Court Rules of Court and rule 14 of Order 26 of the Civil Procedure Rules, to the extent to which it is applicable to a case of the present nature, to direct that my Order of the 31st May 1983 which dismissed this recourse should be set aside so that, in effect, the proceedings in it will continue as if it had never been dismissed.»

Στην Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ. 1, στην οποία γίνεται αναφορά στην ανωτέρω υπόθεση, λέχθηκε ότι «[ο] εύλογα σύντομος χρόνος κρίνεται από το Δικαστήριο με βάση τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.».

Στη Bαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698, ημ.14/04/98, λέχθηκαν τα εξής:

«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Co Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

"The court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded."

Βλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.

Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης. Ως προς την πρόθεση του διαδίκου την απάντηση έδωσε η απόφαση στην Άλκης Χ. Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ. ν. Τerzian Trading House Ltd. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 102:

"Η απουσία πρόθεσης εκ μέρους του διαδίκου να εγκαταλείψει τη διαδικασία δεν είναι αφεαυτής αποφασιστική για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου."»

Στη Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 40, απόφαση πλήρους Ολομέλειας, ημ.24/02/14, λέχθηκαν τα έξης:

«Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ' αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ' εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης. Η διάσταση αυτή ετονίσθη από την Ολομέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca, ανωτέρω. Σημειώνουμε δε περαιτέρω, με έμφαση, την επιγραμματική αναφορά του Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε) (σ. 268), αντηχώντας τον Τσάτσο, ότι «The applicant is the best Judge of his case», και εξηγώντας περαιτέρω ότι:

«He is entitled to withdraw his recourse to the Court at any time before judgment. This is in some way further supported by Article 30 of the Constitution and Article 6 of the Convention on Human Rights whereby the right of access to the Court is safeguarded, and "the right of access" implies, in my view, a right to withdraw from the Court.»

Στην περίπτωση λοιπόν αποσυρθείσας προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης, εκτός αν, όπως στην Μαύρου, υπήρξε γνήσιο λάθος που να αποκαλύπτει σαφώς την έλλειψη πρόθεσης απόσυρσης. Τούτο είχε υπ' όψη του ο Τριανταφυλλίδης, Π., στην Tsingi v. Republic παρατηρώντας (σ. 1266) ότι «. even if a recourse has been abandoned by mistake it may be reinstated.». »

Το απαύγασμα της νομολογίας, ως εκ των ως άνω προκύπτει, είναι πως η πρόθεση εγκατάλειψης της διαδικασίας υπό του διαδίκου δεν είναι αφ’ εαυτής αποφασιστική κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και τα λάθη και παραλείψεις του δικηγόρου του δεν μπορούν, κατά κανόνα, να προβάλλονται με σκοπό την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Η δε βαρύτητα που θα δοθεί στις παραμέτρους που εξετάζονται, μεταξύ των οποίων η συμπεριφορά του αιτητή αλλά και ο χρόνος που παρήλθε από την απόρριψη μέχρι να καταχωριστεί αίτημα επαναφοράς, ποικίλει, με αναφορά βεβαίως στο όλο ιστορικό εκάστης περίπτωσης.

Λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού της παρούσης, θεωρώ πως δεν έχουν καταδειχθεί οι απαραίτητες συνθήκες που δικαιολογούν την επαναφορά της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής. Τούτο γιατί δια της παρούσης αιτήσεως και της ΕΔ που τη συνοδεύει ουδεμία δικαιολογία δόθηκε για την απουσία του αιτητή κατά τη δικάσιμο κατά την οποία και αποσύρθηκε δια ρητής δήλωσης του πληρεξούσιου (τότε) δικηγόρου του αλλά ούτε και εν τέλει εξηγείται γιατί ο αιτητής, δεδομένου ότι δεν αναφέρει ότι δεν είχε ενημερωθεί ότι η υπόθεση του ήταν ορισμένη στις 17/02/25, δεν έδρασε ταχύτερα, προκειμένου είτε να λάβει ενημέρωση για το τι διαμείφθηκε στο Δικαστήριο σ’ εκείνη τη δικάσιμο είτε, ως εν τέλει έπραξε, να αποταθεί, αν όντως δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, ο ίδιος στο Πρωτοκολλητείο και να λάβει σχετική ενημέρωση. Τα όσα δε σχετικώς επί τούτου αναφέρει, ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, χωρίς όμως να εξηγεί πότε προσπάθησε για πρώτη φορά να το πράξει και πόσο καιρό μετά αποφάσισε τελικά να απευθυνθεί ο ίδιος στο Δικαστήριο προκειμένου να ενημερωθεί, δεν είναι ικανά για να καταστήσουν την καθυστέρηση του αυτή δικαιολογημένη. Ούτε βεβαίως τα όσα αναφέρει περί χρόνου που χρειαζόταν για να ετοιμάσει και να καταχωρήσει την παρούσα αίτηση, δεδομένου του ότι ουδόλως εξηγεί πότε εν τέλει επικοινώνησε με τους δικηγόρους που τελικά καταχώρησαν εκ μέρους του την υπό κρίση αίτηση και σε ποιες ενέργειες χρειάστηκε να προβούν προ της καταχωρήσεως της. Δεν μπορεί άλλωστε εδώ να παραγνωριστεί ότι η ΕΔ που συνοδεύει την αίτηση είναι περιεκτική, δεν φέρει κανένα τεκμήριο και δεν εξηγεί με λεπτομέρεια τα ως άνω καίρια σημεία.

Τονίζεται ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ και, δεδομένων των όσων πιο πάνω καταγράφω, θεωρώ ότι οι περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα δεν επιτρέπουν την άσκηση αυτής υπέρ του αιτητή στην παρούσα, για τους λόγους που θα εξηγήσω περαιτέρω αμέσως.

Στην προκείμενη περίπτωση η προσφυγή αποσύρθηκε στις 17/02/25  δια ρητής δήλωσης του πληρεξούσιου τότε δικηγόρου του αιτητή, σε δικάσιμο που η υπόθεση είχε οριστεί για διευκρινήσεις, πράγμα που καθιστούσε – στη βάση του κ.12Α των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 – απαραίτητη, επί ποινή απόρριψης, την παρουσία του αιτητή. Ουδείς λόγος δίδεται για την απουσία του τότε και ουδεμία λεπτομέρεια για το τι ακολούθησε έκτοτε και μέχρι την καταχώρηση της αίτησης, τουλάχιστον όχι τέτοια που να δικαιολογεί ειδικώς τον χρόνο που στο μεταξύ διέρρευσε, ήτοι των 6 μηνών. Σε ποιες συγκεκριμένες ενέργειες προέβη ο αιτητής, πότε επικοινώνησε με το Πρωτοκολλητείο για να μάθει τι έγινε με την υπόθεση του, πόσο χρόνο μετά απ’ αυτό επικοινώνησε με τους νέους δικηγόρους του, υπήρξε ή όχι κάποια δυσχέρεια εκ μέρους του να πράξει τάχιστα τα ως άνω και – αν ναι – για ποιο λόγο; Επί όλων των ως άνω ουδέν αναφέρει ο αιτητής. Είναι δε βεβαίως αυτονόητο ότι, αν ο αιτητής ήταν, ως όφειλε, παρών κατά τη δικάσιμο όταν και αποσύρθηκε η προσφυγή, τότε θα είχε άμεσα ίδια γνώση των πεπραγμένων. Δεδομένων τούτων καταλήγω ότι – σε κάθε περίπτωση  - δεν τέθηκαν ενώπιον μου στοιχεία εκ των οποίων να δεικνύεται ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως είναι τέτοια που να μπορεί υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί συγγνωστή και θα άφηνε ενδεχομένως περιθώρια εξάσκησης της διακριτικής ευχέρειας που κέκτηται το Δικαστήριο εν προκειμένω, για επαναφορά της προσφυγής. Αναφορικά δε με όσα λέγονται περί μη δεσμευτικής για τον αιτητή δήλωσης του δικηγόρου του για απόσυρση της προσφυγής δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία (δεδομένου ότι ένας «διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών», βλ. Βαρδιάνος, ανωτέρω) και ουδέν ετέθη ενώπιον μου που θα επέτρεπε διαφορετική προσέγγιση.

Σημειώνω εδώ ότι η μοναδική υπόθεση που εντοπίζω όπου τέθηκε ζήτημα επαναφοράς επί ρητής απόσυρσης της προσφυγής είναι στην Μαύρου ν Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 3030, ημ.02/12/97, όπου αναφέρονται τα εξής:

«Σύμφωνα με τη νομολογία της Ελλάδας, όταν ο προσφεύγων παραιτηθεί από την υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί. Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (δεύτερη έκδοση) διαβάζουμε τα εξής (στη σελίδα 302, πάρα.398).

«Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται με την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. […] Η παραίτηση, που είναι ισχυρή μόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις, δεν μπορεί να ανακληθεί

[…]

Είναι επομένως η άποψή μου, σύμφωνα με τα πιο πάνω, πως όταν ο αιτητής παρατείται του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του, αυτή δεν επαναφέρεται. Το ερώτημα όμως που προβάλλει στην παρούσα υπόθεση είναι αν ο αιτητής έχει στην πραγματικότητα παραιτηθεί αυτού του δικαιώματος, με την καταχώριση από το δικηγόρο του, και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται πιο πάνω, της ειδοποίησης απόσυρσης της προσφυγής.

Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και ό,τι κάμει μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης δεσμεύουν τον αιτητή. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ο συνήγορος δεν άσκησε οποιοδήποτε καθήκον μέσα στα πλαίσια της εκπροσώπησης του αιτητή. Εκείνο το οποίο έκαμε ήταν να αποσύρει την προσφυγή του, χωρίς να έχει οδηγίες από τον ίδιο, και αυτό έγινε όχι μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του, αλλά γιατί άλλος πελάτης, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή του είχε δώσει τέτοιες οδηγίες, αναφορικά με δική του προσφυγή. Υπό τις περιστάσεις κρίνω πως ο αιτητής δεν παραιτήθηκε του δικαιώματος του στην αίτηση ακυρώσεως, η οποία και ως εκ τούτου επαναφέρεται στον κατάλογο των υποθέσεων του Δικαστηρίου.»

Υπογράμμιση από τον γράφοντα

Στην ως άνω απόφαση επιβεβαιώθηκε ότι ο «δικηγόρος εκπροσωπεί τον πελάτη του στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, και ό,τι κάμει μέσα στα πλαίσια αυτής της εκπροσώπησης δεσμεύουν τον αιτητή» και ότι «όταν ο αιτητής παρατείται του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του, αυτή δεν επαναφέρεται». Θα πρέπει βεβαίως να ειπωθεί ότι στην ως άνω υπόθεση, παρά τούτα, το Δικαστηρίου επανέφερε εν τέλει την προσφυγή, καθότι έγινε δεκτό ότι η γραπτή (ως ήταν στην εν λόγω υπόθεση) δήλωση απόσυρσης έγινε εκ καλόπιστου λάθους του δικηγόρου του αιτητή, «γιατί άλλος πελάτης, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή του είχε δώσει τέτοιες οδηγίες, αναφορικά με δική του προσφυγή». Δεν ετέθη ενώπιον μου όμως τέτοιο ζήτημα και γι’ αυτό θεωρώ ότι η πράξη του δικηγόρου του αιτητή να αποσύρει δια ρητής δηλώσεως δεν μπορεί, εφόσον ουδέν ελέχθη περί καλόπιστης παραδρομής ή λάθους, ακόμα και αν η απόσυρση συνιστά ενδεχομένως καταφανή αμέλεια του δικηγόρου του (αν έγινε χωρίς τις ρητές οδηγίες του πελάτη του), παρά να δεσμεύει τον αιτητή.   

Αξίζει να σημειωθεί ότι όσα εισηγείται ο αιτητής αναφορικά με την ουσία της προσφυγής δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν την κατάληξη μου στην παρούσα, καθότι η σημασία της υπόθεσης και οι όποιες επιπτώσεις της μη επαναφοράς της δεν είναι εκ των κριτηρίων που τίθενται στην οικεία νομολογία. Άλλωστε, ως και στην ΕΔΔΔΠ αρ.152/2023, Henria Tchabon Tchioundje v Δημοκρατίας, ημ.14/01/25, σχετικώς αναφέρεται «η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν προκειµένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει αφ' εαυτής ως αποτέλεσµα την αποµάκρυνση του αιτητή από τη Δηµοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συµβατή µε την Αρχή της µη επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ηµερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η αποµάκρυνσή του υλοποιείται µε µεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγµα απέλασης/απόφασης επιστροφής. Θεωρούµε ότι κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση µε την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς.»

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €300 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο