C.S.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2743/2022, 10/10/2025
print
Τίτλος:
C.S.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2743/2022, 10/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2743/2022

10 Οκτωβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.S.E.

από Νιγηρία

                                                            Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Δ. Α. Παυλίδης και Συνεργάτες

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση:  Β. Θωμά (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Αιτητής απών

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 21.03.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, καθότι αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2019 (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 19.10.2020 και εισήλθε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 14.11.2020 δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών.  Στις 28.11.2020 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας (στο εξής αναφερόμενη ως «η πρώτη αίτηση ασύλου»), προσήλθε ακολούθως σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και κατόπιν εξέτασης της αίτησής του, αυτή απορρίφθηκε με απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 16.02.2021. Προσφυγή την οποίαν καταχώρισε ο Αιτητής εναντίον της απόφασης αυτής απορρίφθηκε στις 27.10.2021. Στις 18.02.2022 ο Αιτητής καταχώρισε την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτηση, η οποία ωστόσο απορρίφθηκε στις 21.03.2022. Η απόφαση αυτή  αποτελεί και το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.   

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ  

 

Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι κατά τη μελέτη της υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η γραπτή αγόρευση που κατατέθηκε από τον Αιτητή αφορούσε στην πρώτη υποβληθείσα αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει ο Αιτητής. Κατόπιν σχετικής επισήμανσης του Δικαστηρίου, ο Αιτητής καταχώρισε σε μεταγενέστερο στάδιο, έτερη γραπτή αγόρευση, η οποία και πάλι αφορούσε την πρώτη αίτηση ασύλου του Αιτητή. Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ο συνήγορος για τον Αιτητή υιοθέτησε την πρώτη αγόρευση, ημερομηνίας 15.07.2022. Η εν λόγω αυτή αγόρευση, αφορά γενικά και αόριστα ισχυρισμούς που βάλλουν κατά της νομιμότητας της πρώτης αίτησης ασύλου, ενώ ο μοναδικός ισχυρισμός που προστίθεται και που διασυνδέεται με την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση, είναι ότι ο Αιτητής είναι ομοφυλόφιλος.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων υπεραμύνονται της επίδικης πράξης, προωθώντας τη θέση ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, ως υποστηρίζουν καταλήγοντας ότι ορθώς η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Ως έχω ήδη επισημάνει, με την γραπτή αγόρευση ημερ. 15.07.2022, ο Αιτητής προωθεί δια του συνηγόρου του, γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς που βάλλουν κατά της νομιμότητας της πρώτης αίτησης ασύλου, ενώ ο μοναδικός ισχυρισμός που προστίθεται και που διασυνδέεται με την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση, είναι ότι ο Αιτητής είναι ομοφυλόφιλος. Ενόψει του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, η απόφαση επί της πρώτης αίτησής ασύλου του δεν είναι ασφαλώς αντικείμενο εξέτασης της υπό κρίση προσφυγής και συνεπώς δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο.

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1] διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.[2] Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3)(α) και (β) του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:

 

(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και 

 

(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς.[3]

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσον πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710.

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή.  

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους.

 

Μελετώντας τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι με την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτησή του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμεί την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του καθ’ ότι κινδυνεύει η ζωή του από τον θείο του, λόγω περιουσιακών διαφορών, και επειδή είναι ομοφυλόφιλος και επιθυμεί να βρει έναν σύντροφο για να παντρευτεί, εφόσον ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών στη Νιγηρία απαγορεύεται (ερυθρό 80 του δ.φ.).

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αυτής αίτησής, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερ. 90 - 89 του δ.φ.) αναφέρθηκαν εκτενώς στους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο Αιτητής κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας ισχυρίστηκε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, προχώρησε στην πώληση περιουσίας που του κληροδοτήθηκε, με αποτέλεσμα να δεχτεί απειλές από τον θείο του, ο οποίος υποστήριζε ότι η γη ανήκει σε αυτόν. Περαιτέρω, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του τον απείλησε, στέλνοντας ανθρώπους να κάψουν το κατάστημα ηλεκτρονικών που διατηρούσε. Παρ’ ότι ο Αιτητής κατήγγειλε στην Αστυνομία το περιστατικό, οι αρχές δεν βοήθησαν και εντός μιας εβδομάδας οι ίδιοι δράστες εισέβαλαν στο σπίτι του, προβαίνοντας σε δολιοφθορές. Ο Αιτητής πρόλαβε να ξεφύγει λόγω έγκαιρης ενημέρωσης από ένα φίλο του. Επισημαίνουν, ακολούθως, οι Καθ' ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο δίωξης. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του κατά την μεταγενέστερη αίτηση, ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο από τον θείο του έχουν ήδη αναφερθεί και δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι είναι ομοφυλόφιλος, οι Καθ’ων η Αίτηση συμπεραίνουν ότι δεν έχει αναφερθεί σε προγενέστερο στάδιο από τον ίδιο εξαιτίας δικής του υπαιτιότητας. Επομένως, θεωρούν ότι η μεταγενέστερη αίτηση του πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτη και επισημαίνουν καταληκτικά ότι, λόγω μη ύπαρξης κινδύνου δίωξης στη χώρα του, η απόφαση επιστροφής του  δεν συνεπάγεται παραβίαση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας βάση του Διεθνούς Δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Από τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[4] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Αξιολογώντας τα ενώπιόν μου δεδομένα καθώς και τους ισχυρισμούς του Αιτητή, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην αιτιολογία, έρευνα και κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση.

 

Ειδικότερα, είναι και η δική μου κατάληξη ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησής του περί κινδύνου της ζωής του από τον θείο του λόγω κτηματικών διαφορών δεν συνιστούν νέα στοιχεία. Οι ισχυρισμοί του αυτοί εξετάστηκαν κατ' ουσίαν και κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων  Νόμου με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής του. Η κρίση αυτή των Καθ' ων η αίτηση περιβάλλεται από δεδικασμένο και στην απουσία οποιωνδήποτε άλλων δεδομένων που θα διαφοροποιούσαν ενδεχομένως την κατάληξη αυτή, δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Αναφορικά τώρα με τον οψιγενή ισχυρισμό του Αιτητή περί ομοφυλοφιλίας, ως αυτός καταγράφηκε για πρώτη φορά στη μεταγενέστερη του αίτηση επισημαίνω τα ακόλουθα: 

 

Η κρίση ως προς το παραδεκτό μιας μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, όταν αυτή στηρίζεται σε νέο ισχυρισμό περί ομοφυλοφιλίας, απαιτεί προσεκτική και πολυεπίπεδη αξιολόγηση, καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην ανάγκη σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Αιτητή και στην υποχρέωση του κράτους να προφυλάξει τη διαδικασία ασύλου από καταχρηστικές ή αβάσιμες αιτήσεις. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα η Οδηγία 2013/32/ΕΕ, καθορίζει σαφώς ότι μια μεταγενέστερη αίτηση μπορεί να κριθεί απαράδεκτη εάν δεν περιλαμβάνει «νέα στοιχεία ή ευρήματα» που να σχετίζονται με την ουσία της ανάγκης διεθνούς προστασίας, ή εάν ο αιτητής δεν αποδεικνύει ότι δεν μπορούσε, χωρίς δική του υπαιτιότητα, να τα προβάλει σε προγενέστερο στάδιο.

 

Η αρχή αυτή κατοχυρώνει τη λογική ότι η διαδικασία ασύλου δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον με βάση επαναλαμβανόμενους ή κατασκευασμένους ισχυρισμούς. Παράλληλα όμως, τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία επιβάλλουν στις αρχές να εξετάζουν με ευαισθησία περιπτώσεις όπου νέα προσωπικά δεδομένα, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή η ταυτότητα φύλου, αναδύονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Αυτές οι πτυχές αποτελούν στοιχεία βαθιάς προσωπικής και συχνά τραυματικής εμπειρίας, τα οποία ένας αιτητής ενδέχεται να μην έχει τη δύναμη ή την εμπιστοσύνη να αποκαλύψει κατά την πρώτη συνέντευξη. Επομένως, ο νέος ισχυρισμός περί ομοφυλοφιλίας, εφόσον προβάλλεται για πρώτη φορά, θα μπορούσε καταρχήν να θεωρηθεί «νέο στοιχείο» κατά την έννοια της νομοθεσίας, εφόσον συνοδεύεται από έστω μια στοιχειώδη αιτιολόγηση ή εξήγηση της καθυστέρησης.

 

Ωστόσο, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως στην υπόθεση C-921/19 LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (2021), αναγνωρίζει ότι, παρότι ο νέος ισχυρισμός μπορεί να αποτελεί νέο στοιχείο, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να εκτιμήσουν αν αυτός είναι αξιόπιστος, επαρκώς τεκμηριωμένος και εάν η μη προηγούμενη αναφορά του δικαιολογείται από τις περιστάσεις (βλ. σκέψεις 49-50 της LH). Με άλλα λόγια, η ύπαρξη ενός νέου ισχυρισμού δεν συνεπάγεται αυτομάτως την υποχρέωση εκ νέου πλήρους εξέτασης της αίτησης, εάν ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται χωρίς κανένα αποδεικτικό, περιγραφικό ή λογικό στήριγμα.

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στην υπό κρίση υπόθεση, προκύπτει ότι ο Αιτητής, κατά τη μεταγενέστερη αίτησή του, περιορίστηκε σε μια εντελώς αόριστη αναφορά στην ομοφυλοφιλία του, χωρίς καμία απολύτως επεξήγηση για τον λόγο που δεν είχε αναφέρει τον ισχυρισμό αυτό στην αρχική αίτηση, ούτε παρείχε οποιοδήποτε πρόσθετο στοιχείο ή αφήγηση ικανή να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου δίωξης. Το γεγονός ότι εκπροσωπείται από δικηγόρο ενισχύει την υποχρέωσή του να προβάλλει σαφείς και τεκμηριωμένες αιτιάσεις· εντούτοις, ούτε ο ίδιος ούτε ο συνήγορός του παρείχαν οποιαδήποτε εξήγηση ή αποδεικτικό υλικό. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερ. 09.04.2025, ο δικηγόρος του Αιτητή, όταν ρωτήθηκε από το δικαστήριο για ποιο λόγο ο πελάτης του δεν προέβαλε τον ισχυρισμό περί ομοφυλοφιλίας στην αρχική του συνέντευξη ή κατά τη δικαστική διαδικασία που ακολούθησε, απάντησε απλώς ότι «δεν ρωτήθηκε από τον λειτουργό». Η απάντηση αυτή, ωστόσο, δεν συνιστά επαρκή αιτιολόγηση, καθώς η συνέντευξη ασύλου παρέχει στον Αιτητή την ευκαιρία να εκθέσει αυθόρμητα όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι κινδυνεύει στη χώρα του, ανεξάρτητα από τις ερωτήσεις που του απευθύνονται.

 

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής, διά συνηγόρου, είχε ήδη καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της πρώτης απορριπτικής απόφασης (προσφυγή αρ. 1482/21), χωρίς και πάλι να προβάλει οποιονδήποτε ισχυρισμό σχετικά με ομοφυλοφιλία ή κίνδυνο δίωξης για τον λόγο αυτό. Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη μεταγενέστερη επίκληση του ισχυρισμού, διότι καταδεικνύει ότι ούτε σε μεταγενέστερο, επίσημο και νομικά καθορισμένο στάδιο της διαδικασίας ο Αιτητής θεώρησε αναγκαίο να αναφέρει την υποτιθέμενη αυτή βάση φόβου.

 

Επισημαίνεται επιπλέον ότι επί του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης που συμπλήρωσε ο Αιτητής, ρητά καταγράφεται η υποχρέωση του να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις και να παράσχει πλήρεις και λεπτομερείς πληροφορίες, καθώς και να υποβάλει, εφόσον υπάρχουν, αποδεικτικά ή υποστηρικτικά έγγραφα [«Please answer all questions and provide full and detailed information as requested. Applications which are not fully completed shall not be further examined.» και «Please submit supporting evidence/documentation, if any, in relation to your subsequent application (see section 9)» – βλ. ερ. 88 του δ.φ.].

 

Παρά τις επισημάνσεις αυτές, παρατηρείται ότι στο σημείο 8 του εντύπου (βλ. ερ. 86), όπου ο Αιτητής όφειλε να καταγράψει λεπτομερώς ποιο είναι το νέο στοιχείο ή η νέα πληροφορία στην οποία στηρίζει τη μεταγενέστερη αίτησή του («If the reason for submitting a subsequent application is because you have new evidence/information, please provide in detail what the new evidence is»), δεν καταγράφηκε απολύτως τίποτα. Ο Αιτητής περιορίστηκε σε μια λιτή και γενική αναφορά ότι είναι ομοφυλόφιλος και ότι επιθυμεί να βρει κάποιον σύντροφο να παντρευτεί εδώ καθώς, ως καταγράφει, «gay marriage is against the Consitution of my Country», χωρίς να εξηγήσει περαιτέρω τα περιστατικά που θα μπορούσαν να στηρίξουν τον ισχυρισμό αυτό, ούτε να παραθέσει οποιεσδήποτε ενδείξεις ή προσωπικές λεπτομέρειες που να προσδίδουν πειστικότητα και εσωτερική συνέπεια στα λεγόμενά του. Η παράλειψη αυτή καταδεικνύει όχι μόνο την απουσία ουσιωδών νέων στοιχείων αλλά και την έλλειψη συμμόρφωσης προς τις ρητές οδηγίες της ίδιας της διαδικασίας, γεγονός που ενισχύει τη θέση ότι η μεταγενέστερη αίτηση στερείται κάθε στοιχείου που να δικαιολογεί επανεξέταση.

 

Η αδράνεια αυτή, σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία αποδεικτικών στοιχείων και αιτιολόγησης, ή έστω μιας ελάχιστης, συγκεκριμένης και προσωπικής αφήγησης που να προσδίδει περιεχόμενο και αξιοπιστία στον ισχυρισμό περί ομοφυλοφιλίας — δεδομένου ότι μια γενική και αόριστη δήλωση σε αυτό το ζήτημα δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει νέο ουσιώδες στοιχείο — οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίκληση της ομοφυλοφιλίας δεν συνιστά πραγματικό «νέο στοιχείο», αλλά καθυστερημένο και αναιτιολόγητο ισχυρισμό.

 

Υπό τα δεδομένα αυτά, η διοίκηση δεν υποχρεούται να θεωρήσει την αίτηση παραδεκτή. Η απλή δήλωση περί ομοφυλοφιλίας, χωρίς κανένα συγκεκριμένο και πειστικό πλαίσιο, δεν αρκεί για να ενεργοποιήσει την εκ νέου ουσιαστική εξέταση, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την υποχρέωση του Αιτητή να συνεργαστεί καλόπιστα με τις αρχές και να προσκομίσει, στον βαθμό του δυνατού, τα στοιχεία που στηρίζουν τους ισχυρισμούς του. Η απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, σε αυτήν την περίπτωση, είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και αναγκαία, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ορθότητα και η αξιοπιστία του συστήματος διεθνούς προστασίας.

 

Συνεπώς, η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κρίνεται ορθή. Οι επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί περί κινδύνου από τον θείο του είχαν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί, ενώ ο νέος ισχυρισμός περί ομοφυλοφιλίας προβάλλεται αόριστα, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, χωρίς να συνοδεύεται από κάποια στοιχειώδη, προσωπική και συγκεκριμένη περιγραφή ή εξήγηση που να προσδίδει πειστικότητα και εσωτερική συνέπεια στα λεγόμενά του, και χωρίς καμία αιτιολογία για την προηγούμενη αποσιώπησή του τόσο κατά την αρχική συνέντευξη όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία της προσφυγής του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η μεταγενέστερη αίτηση δεν πληροί τις νομοθετημένες προϋποθέσεις παραδεκτού και ορθά κρίθηκε απαράδεκτη, καθώς δεν περιέχει κανένα ουσιαστικό νέο ή αξιόπιστο στοιχείο που να δικαιολογεί την επανεξέταση της υπόθεσης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους

ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής, ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη. Φρονώ συνεπώς ότι οι Καθ' ων η αίτηση ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.  Η απόφαση τους αυτή είναι απολύτως ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

                                                       Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

 

 

 

[2] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34

 

 

 

[3] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021

 

 

 

 

[4] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο