ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 3095/2023
10 Οκτωβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.B.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
-------------------
Α. Παναγή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.
Μ. Αμπελώμο (κος) για Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 17/08/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτή άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο "Α" στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, γεννηθείσα το 1994, υπήκοος της Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «Κονγκό»), η οποία σύμφωνα με δική της δήλωση, στις 14/04/2021 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Ακολούθως, στις 10/05/2021 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 15/06/2021 αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 20/02/2023 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Άσυλο παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 21/02/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Στις 22/02/2023, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 17/08/2023, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από την ίδια.
Εμπρόθεσμα, η Αιτήτρια, καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, προβάλλοντας μέσω της αίτησης ακυρώσεως της αόριστα διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς αυτοί να εξειδικεύονται κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών.
Με την δε γραπτή της αγόρευση η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, την ανεπαρκή και/ή ελαττωματική έρευνα από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση, την ύπαρξη νομικής και πραγματικής πλάνης καθώς επίσης ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, ισχυρισμοί που επίσης προβάλλονται αόριστα και γενικά χωρίς υπαγωγή σε πραγματικά γεγονότα.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυρίζονται ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, οι συνήγοροι των διαδίκων υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις με την πλευρά της Αιτήτριας να προωθεί μόνο τον ισχυρισμό της περί μη δέουσας έρευνας, χωρίς ωστόσο να παραπέμπει το Δικαστηρίου συγκεκριμένα και ειδικά σε τι συνίσταται ο ισχυρισμός περί πάσχουσας έρευνας.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τον προωθούμενο από την Αιτήτρια ισχυρισμό προς ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ήτοι την έλλειψη δέουσας έρευνας προ λήψεως της επίδικης απόφασης.
Κατά την υποβολή της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η μητριά της την είχε εκμεταλλευτεί σεξουαλικά. Ειδικότερα ανέφερε πως οι γονείς της χώρισαν ούσα η ίδια πέντε ετών. Ο πατέρας της απεβίωσε όταν η ίδια ήταν σε ηλικία 12 ετών και μερικούς μήνες αργότερα η μητριά της, άρχισε να την εκδίδει σε επιφανείς άνδρες με σκοπό την σεξουαλική επαφή μαζί τους. Στην ηλικία των 20 ετών δέχθηκε απειλές από τους εν λόγω άνδρες, επειδή αρνείτο να συνευρίσκεται μαζί τους, και στην ηλικία των 25 ετών με σκοπό να προστατεύσει τον εαυτό της αποφάσισε να διαφύγει από τη χώρα.
Κατά τη συνέντευξη της και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Ngangalingo και ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την πόλη Mayanga της επαρχίας Brazaville στο Κονγκό. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και άτεκνη και σε σχέση με την ευρύτερη της οικογένεια, ανέφερε ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 2006 δηλώνοντας άγνοια για την μητέρα της με την οποία δεν έχει επαφές μετά τον χωρισμό των γονέων της από όταν η ίδια ήταν ηλικίας πέντε ετών. Μετά το θάνατο του πατέρα της συνέχισε να διαμένει με την μητριά της. Κατά δήλωσή της ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως προς την εργασιακή της εμπειρία αναφέρθηκε στην ενασχόλησή της για 2 έτη (2019 – 2020) στο τομέα του εμπορίου. Σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πάσχει από φυματίωση, για την οποία έχει λάβει θεραπεία και έχει υποβληθεί σε εξετάσεις στις 23/01/2023, ενώ κατά το χρόνο της συνέντευξης είχε προγραμματισμένη επανεξέταση στις 19/02/2023.
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης, δήλωσε ότι αυτοί συνίστατο στις απειλές που δέχθηκε για τη ζωή της από τους άνδρες με τους οποίους συνευρίσκονταν όταν πλέον τους είχε εκφράσει την αντίθεσή της σε αυτό. Η Αιτήτρια επανέλαβε ότι οι γονείς της διαζεύχθηκαν σε ηλικία 5 ετών, η ίδια διέμενε με τον πατέρα και τη μητριά της έως το 2006 (12 ετών) οπότε απεβίωσε ο πατέρας της και λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε η εκμετάλλευσή της από τη μητριά της, η οποία την εξωθούσε στην πορνεία, κάτι το οποίο αντιλήφθηκε μεγαλώνοντας. Η Αιτήτρια περιέγραψε πως οι άνδρες της άγγιζαν το σώμα και την παρενοχλούσαν, ενώ η μητριά της την κακομάθαινε αγοράζοντάς της δώρα (ερ. 43 – 2Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείσα για το ενδεχόμενο επιστροφής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα πεθάνει λόγω των απειλών που είχε λάβει.
Προχωρώντας στη διερεύνηση των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε σειρά ερωτημάτων στην ίδια αναφορικά με τα όσα προέβαλε ως λόγους που την ώθησαν να διαφύγει από το Κονγκό. Συγκεκριμένα, κληθείσα να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες για την μητριά της δήλωσε ότι ήταν ηλικίας 40 ετών, επιχειρηματίας και αρχικά ήταν καλή μαζί της, αλλά άλλαξε μετά το θάνατο του πατέρα της. Η συγκατοίκησή τους ξεκίνησε όταν η Αιτήτρια ήταν 5 ετών, μαζί με τον πατέρα της, και έληξε μόνο όταν η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της σε ηλικία 25 ετών.
Σχετικά με την έναρξη της εκμετάλλευσής της ανέφερε πως της σύστησε τον πρώτο άνδρα, σε ηλικία 12 ετών, ως στενό της συνεργάτη/αδελφό, ο οποίος την πήγε στο δωμάτιο, όπου την προσέγγισε φιλικά δίνοντας της μπισκότο και αναφέροντάς της ότι θα παίξουν ενώ παράλληλα της άγγιζε σε ολόκληρο το σώμα. Η Αιτήτρια δήλωσε πως τότε δεν αντιλαμβανόταν τι έκανε ο άνδρας. Μετά την πρώτη φορά θυμάται να αναφέρει στη μητριά της ότι ήταν πληγωμένη, ωστόσο εκείνη της απαντούσε ότι είναι φυσιολογικό. Η Αιτήτρια πρόσθεσε πως μετά την πρώτη επαφή με τον προαναφερθέντα άνδρα αιμορραγούσε ενώ η μητριά της τής αγόραζε παιχνίδια και γλυκά για να την παρηγορήσει. Σε σχετική ερώτηση η Αιτήτρια ανέφερε πως αυτό συνέβαινε 3 φορές το μήνα και οι επισκέψεις πραγματοποιούνταν από 3 συγκεκριμένους άνδρες και οι συναντήσεις γίνονταν πάντα στην οικία όπου διέμενε με την μητριά της. Σχετικά με το αντάλλαγμα, η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά τη συνάντησή τους οι άνδρες έδιναν έναν φάκελο στη μητριά της, ωστόσο η ίδια δεν λάμβανε τίποτα έως το 18ο έτος της ηλικίας της οπότε αντιλήφθηκε περί τίνος επρόκειτο και αποφάσισε να ζητάει και η ίδια χρήματα από τους άνδρες. Έκτοτε και έως το 20ο έτος της ηλικίας της, οι άνδρες πλήρωναν και τη μητριά της και την ίδια (ερ. 42 – 1Χ του Δ.Φ.).
Αναφορικά με το διάστημα από την ηλικία των 20 ετών έως και 25 ετών, η ίδια δήλωσε ότι δεν εργαζόταν πλέον ως σεξεργάτρια, αλλά απασχολούνταν ως προαναφέρθηκε με την μεταπώληση προϊόντων και εξακολουθούσε να διαμένει με την μητριά της, την οποία δεν ήθελε να εγκαταλείψει (ερ. 42 – 1Χ του Δ.Φ.). Προσέθεσε πως εξακολούθησε να συνευρίσκεται με τους εν λόγω άνδρες, παρά την προσπάθειά της να σταματήσει από τα 20 της, λόγω των απειλών τους εναντίον της αλλά και κάποιες φορές τον εξαναγκασμό σε συνεύρεση χωρίς αντίτιμο. Συμπλήρωσε πως σε ηλικία 20 ετών συνειδητοποίησε ότι ασκεί πορνεία και θέλησε να αποκτήσει μία φυσιολογική ζωή χωρίς ωστόσο να το πετύχει. Ερωτηθείσα κατά πόσον της επιτρέπονταν βγαίνει από την οικία της, η ίδια απάντησε καταφατικά όσον αφορά το διάστημα πριν από τις απειλές, ενώ σταμάτησε να κυκλοφορεί μετά τις απειλές.
Σχετικά με τους προαναφερθέντες άνδρες ανέφερε ότι είχε αντιληφθεί πως επρόκειτο για πολιτικούς και συνταγματάρχες, καθώς τους αναγνώρισε στην τηλεόραση (ερ. 42 – 1Χ & 41 – 1Χ του Δ.Φ.). Κληθείσα να αναφέρει τα ονόματά τους, αναφέρθηκε στο συνταγματάρχη Peleka και συνταγματάρχη Undundi, καθώς και τον πολιτικό τον οποίο κατόνομασε ως Andri Kolela, ανήκων στο πολιτικό κόμμα “PCT”.
Στη συνέχεια κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που είχε δεχθεί. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι δέχθηκε την πρώτη απειλή το 2014 σε ηλικία 20 ετών και από τους 3 άνδρες (ερ. 41 – 1Χ του Δ.Φ.). Συγκεκριμένα ο συνταγματάρχης Peleka της ανέφερε πως όπου κι αν προέβαινε σε καταγγελία δε θα την πίστευαν διότι δεν είχε αποδείξεις. Επιπλέον δήλωσε πως την απείλησαν 3 φορές ο καθένας. Ο συνταγματάρχης Undundi, την απείλησε με τον ίδιο τρόπο όπως και ο έτερος συνταγματάρχης και ο πολιτικός της ανέφερε πως δεν υπάρχει δημοκρατία στο Κονγκό και έτσι δε θα μπορέσει να εκφραστεί. Οι απειλές επαναλαμβάνονταν όταν η ίδια αρνούνταν να συνευρεθεί μαζί τους, ενώ δήλωσε πως έως την αναχώρησή της το 2021 δέχονταν απειλές, εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Κληθείσα να αναφερθεί στο περιεχόμενο των απειλών δήλωσε ότι την χτύπησαν και της φέρθηκαν απάνυρωπα. Όταν ερωτήθηκε πότε έλαβε χώρα το εν λόγω συμβάν η Αιτήτρια απάντησε ότι τη χτύπησαν οι 3 άνδρες που πήγαιναν στην οικία της αλλά όχι ταυτόχρονα καθώς οι επισκέψεις τους ήταν ξεχωριστές ανά εβδομάδα.
Ακολούθως, ερωτήθηκε για το περιστατικό που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της το 2021, ωστόσο αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό του 2014 κατά το οποίο όταν αρνήθηκε την επαφή με τον άνδρα εκείνος την άρπαξε από το λαιμό και απείλησε με την χρήση όπλου. Ο λειτουργός επανέλαβε την ερώτηση και η Αιτήτρια δήλωσε πως αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν έως το 2021 και επειδή δεν επιθυμούσε πλέον αυτού τους είδους τη ζωή αποφάσισε να διαφύγει. Δήλωσε σχετικά πως δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας για προστασία επειδή θεώρησε ότι αυτό θα καθιστούσε την κατάσταση δυσμενέστερη λόγω της θέσης αυτών των ανδρών. Η Αιτήτρια δεν γνωρίζει εάν στο Κονγκό υπάρχουν οργανισμοί στήριξης γυναικών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.
Ερωτηθείσα αναφορικά με το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης σε τοποθεσία όπου θα διαβίωνε ασφαλής, η Αιτήτρια ήταν αρνητική.
Στην εισηγητική του έκθεση, ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, διέκρινε τους ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς: πρώτον τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, η χώρα καταγωγής και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της και δεύτερον οι απειλές που δεχόταν η Αιτήτρια για τη ζωή της από τους 3 άνδρες λόγω της άρνησης της να συνεχίσει να είναι σεξεργάτρια.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αξιόπιστο τον ισχυρισμό της Αιτήτριας σχετικά με την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας διαμονής, καθώς οι δηλώσεις της κρίθηκαν σαφείς και συνεκτικές, και επιπλέον επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης, αλλά και με βάση το διαβατήριο που προσκόμισε η ίδια.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά τις απειλές που δέχθηκε από τους τρεις άνδρες λόγω της άρνησης της να συνεχίζει να είναι σεξεργάτρια, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν ως γενικές, μη ικανοποιητικά σαφείς και αντιφατικές. Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τις αναφορές της Αιτήτριας ως μη ικανοποιητικά λεπτομερείς και βασισμένες σε υποθέσεις. Βάσει όλων των ανωτέρω συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε ο αρμόδιος λειτουργός, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με την πορνεία ως επάγγελμα στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Επομένως, με βάση αυτή την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η κυβέρνηση δεν έχει διαθέσει πόρους σε φορείς ή οργανώσεις για την προστασία ευάλωτων ομάδων από την εμπορία ανθρώπων, όπως γυναίκες, παιδιά, παράτυπους μετανάστες και αυτόχθονες πληθυσμούς, ούτε προέβη σε προληπτικούς ελέγχους. Έτσι, η απουσία εθνικού σχεδίου δράσης και η περιορισμένη κατανόηση της νομοθεσίας από τους κρατικούς αξιωματούχους παρεμπόδισαν την καταπολέμηση της εμπορίας. Αν και υπάρχουν νόμοι που ποινικοποιούν την εμπορία παιδιών, την καταναγκαστική εργασία και την αναγκαστική πορνεία, οι προβλεπόμενες ποινές θεωρούνται ανεπαρκείς και συχνά όχι ανάλογες με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων, ιδίως σε σύγκριση με εγκλήματα όπως ο βιασμός. Με βάση τα ανωτέρω, ο λειτουργός καταλήγει πως παρά τις αντληθείσες πληροφορίες με βάση τη μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξεις παρελθούσας δίωξης, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της περαιτέρω δίωξη ή άλλως να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Καταλήγει, συγκεκριμένα, πως δεν υπάρχουν ενδείξεις εμπορίας ή εκμετάλλευσης προσώπων της οποίας η ίδια έπεσε θύμα στη χώρα καταγωγής της. Ολοκληρώνοντας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι προκύπτει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγή, να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Συνεπώς ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολο του.
Ως εκ τούτου, κατά την νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε πως στη βάση των όσων έχουν γίνει αποδεκτά δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Mayanga της Brazavile, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) και (β).
Ειδικότερα σε σχέση με την περίπτωση του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Mayanga της Brazaville, o αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις καθώς κατόπιν σχετικής έρευνας, η κατάσταση ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή αποτυπώθηκε ως σταθερή.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να της εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στη βάση της ως άνω ανάλυσης, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο/Η αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, έχοντας κατά νου το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξη της επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης του κάθε ισχυρισμού.
Παρατηρείται ωστόσο, ότι σε σχέση με την αξιολόγηση των ισχυρισμών που αφορούν την κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας, ήτοι ότι πάσχει από φυματίωση και λαμβάνει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο αρμόδιος λειτουργός παρέλειψε να προβεί αξιολόγηση του ισχυρισμού τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά με τη διεξαγωγή έρευνας ως προς τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αναφορικά με το υγειονομικό σύστημα, ωστόσο στη συγκεκριμένη αξιολόγηση και ενδεχόμενη αναγκαία έρευνα θα προβεί το Δικαστήριο σε μεταγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης θεραπεύοντας με αυτό τον τρόπο την συγκεκριμένη παράλειψη ως προς το συγκεκριμένο σκέλος των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας.
Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ ων η αίτηση βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε. Αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το Δικαστήριο.
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση του ισχυρισμού που αφορούν τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της κρίνω, όπως και οι Καθ’ ων η αίτηση, πως οι δηλώσεις της είναι μη ικανοποιητικά λεπτομερείς, ασαφείς, αντιφατικές και σε σημεία ασύνδετες μεταξύ τους.
Αρχικά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι από την ηλικία των 12 ετών, η μητριά της έφερνε τρεις συγκεκριμένους άνδρες στην οικία τους και την ανάγκαζε να συνευρίσκεται μαζί τους, μετά το θάνατο του πατέρα της, δίδοντας επαρκείς απαντήσεις. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι την επισκέπτονταν τρεις συγκεκριμένοι άνδρες, ο καθένας από τους οποίους την επισκέπτονταν μία φορά το μήνα (ερ. 42 – 1Χ του Δ.Φ.). Περαιτέρω, ανέφερε ότι μέχρι την ηλικία των 18 ετών, αυτοί οι άνδρες έδιναν στη μητριά της έναν φάκελο, ο οποίος περιείχε την αμοιβή (ερ. 42 – 1Χ του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια περιέγραψε επίσης λεπτομερώς την πρώτη φορά που είχε σεξουαλική επαφή με έναν από αυτούς τους άνδρες σε ηλικία 12 ετών και περιέγραψε ότι μετά την πράξη αιμορραγούσε και όταν το είπε στη μητριά της, αυτή της είπε ότι ήταν φυσιολογικό. Παρά τις πιο πάνω δηλώσεις της η Αιτήτρια δήλωσε ρητά πως μόλις ενηλικιώθηκε και συνειδητοποίησε πως ουσιαστικά ασκεί πορνεία αποφάσισε να την συνεχίσει και μάλιστα ζητούσε πλέον η ίδια χρήματα από τους συγκεκριμένους άνδρες ώστε να συνευρίσκεται μαζί τους (ερ. 42 – 1Χ του Δ.Φ.).
Στη συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι 3 άνδρες με τους οποίους συνευρισκόταν επρόκειτο για σημαντικά πρόσωπα της χώρας και αυτό το αντιλήφθηκε μόνο όταν τους αναγνώρισε στη τηλεόραση υποθέτοντας έτσι πως ασχολούνταν με την πολιτική και μάλιστα αναφέρθηκε και σε κάποια ονόματα. Παρ’ όλα αυτά δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες και οι απαντήσεις της ήταν βασισμένες σε υποθέσεις σχετικά με τους τρεις άνδρες με τους οποίους ερχόταν σε επαφή από την ηλικία των 12 έως την ηλικία των 25 ετών. Μάλιστα, ενώ η Αιτήτρια αρχικά ανέφερε πως είχε εξάγει τα πιο πάνω συμπεράσματα αναφορικά με την ταυτότητα των ανδρών από την τηλεόραση στη συνέχεια αντιφατικά προς τούτο ανέφερε πως κάποιος της είχε αναφέρει αυτές τις πληροφορίες (“…..they told me they are from PCT….”), (ερ. 41 – 1Χ του Δ.Φ.).
Σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η Αιτήτρια όταν το 2014 αποφάσισε να σταματήσει την πορνεία οι εν λόγω άνδρες άρχισαν να την απειλούν, ωστόσο όταν της ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τις συγκεκριμένες απειλές, η ίδια δήλωσε ότι την απειλούσαν με θάνατο κάθε φορά που τους έλεγε ότι ήθελε να σταματήσει να τους συναντά, και ότι αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε από το 2014 έως το 2021. Η Αιτήτρια δεν παρείχε περαιτέρω και επαρκείς πληροφορίες και δεν ήταν σε θέση να δώσει μία λεπτομερή και συνεπή περιγραφή των απειλών. Επίσης, προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις, αρχικά αναφέροντας ότι δέχτηκε απειλές κατά τη διάρκεια του 2014, ενώ όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τυχόν περιστατικά, ανέφερε ότι ήταν μία συνεχής κατάσταση που διήρκεσε μέχρι το 2021, το έτος που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Ακολούθως σε ερώτηση του λειτουργού αναφορικά με το ποιο περιστατικό την οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια του 2014, ενώ αρνήθηκε να συναινέσει σε σεξουαλική πράξη με έναν από τους τρεις άνδρες, αυτός την άρπαξε από το λαιμό και έβγαλε ένα όπλο για να την σκοτώσει, καθώς επίσης και ότι υπέστη και σωματική κακοποίηση (ερ. 41 – 1Χ του Δ.Φ.). Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια του 2014 ξυλοκοπήθηκε από τους τρεις άνδρες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όταν αποφάσισε να σταματήσει την πορνεία (ερ. 41 – 1Χ του Δ.Φ.). Ακόμη και όταν ο λειτουργός επανέλαβε την ερώτηση και προέτρεψε την Αιτήτρια να αναφερθεί σε μετέπειτα περιστατικά κατά το έτος 2021 ώστε να οδηγηθεί στην απόφαση εγκατάλειψης του Κονγκό, η ίδια η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να το πράξει αλλά επανέλαβε το συμβάν του 2014 (ερ. 41 – 1Χ του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα περιστατικά σωματικής κακοποίησης και δεν ανέφερε τίποτα σχετικά με την περίοδο μετά το 2014 και αν υπήρξε άλλο πιο πρόσφατο περιστατικό σωματικής κακοποίησης ή οτιδήποτε άλλο που την οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερ. 41 – 1Χ του Δ.Φ.).
Στη βάση όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κατά τρόπο που να κρίνεται ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά λόγω της ασάφειας και της αοριστίας με την οποία προβλήθηκαν. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.
Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία το παρόν Δικαστήριο θα προβεί σε έρευνα αναφορικά με την πορνεία στο Κονγκό, όπως και οι Καθ’ ων η αίτηση. Σύμφωνα με έκθεση του USDOS υπάρχει η σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων και παιδιών, όπου τα θύματα, συχνά προέρχονται και από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, εμπλέκονται σε έμμεση μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης μέσω trafficking. Ενώ υπάρχουν νόμοι που ποινικοποιούν τη σεξουαλική εκμετάλλευση με ποινή έως και 10 έτη.[1] Στην έκθεση δε γίνεται λόγος νομιμοποιημένη ή ανεξάρτητη από το trafficking πορνεία, επομένως δεν φαίνεται αυτή να υπάρχει ως προστατευμένο ή αποδεκτό επάγγελμα. Σύμφωνα με το άρθρο 131 του Ποινικού Κώδικα του Κονγκό, όπως αναφέρεται σε έτερη παλαιότερη έκθεση, η εξαναγκαστική πορνεία απαγορεύεται με ποινή φυλάκισης 2 – 5 έτη και πρόστιμο 10.000.000 CFA, ωστόσο η εφαρμογή της νομοθεσίας είναι ανεπαρκής καθώς παρατηρείται χαμηλό αριθμός συλλήψεων και/ή καταδικών και ούτε υπάρχει εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση.[2] Από τις πληροφορίες που εντοπίστηκαν στις εκθέσεις, ωστόσο, δεν διαφαίνεται ότι στη χώρα αναγνωρίζεται το trafficking ως αιτία της πορνείας.
Αν και από τις πιο πάνω πληροφορίες αναδεικνύεται το πρόβλημα της πορνείας στο Κονγκό, ωστόσο δεδομένης της μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη στην Mayanga της Brazaville, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της στη βάση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου αλλά και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών της από το παρόν Δικαστήριο, προκύπτει ότι αυτή δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, αφού δεν προέκυψαν στοιχεία πραγματικά υφιστάμενης απειλής κατά της Αιτήτριας, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Mayanga της Brazaville, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο οφείλει στα πλαίσια του άρθρου 19 (2) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου να εξετάσει -βάσει και της σχετικής παράλειψης των Καθ’ ων η αίτηση- κατά πόσον η Αιτήτρια κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείρισης ή τιμωρία λόγω της της φυματίωσης, από την οποία ισχυρίζεται ότι ασθενεί, και ως ισχυρίστηκε λαμβάνει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Σε σχέση, λοιπόν, με το ενδεχόμενο η Αιτήτρια να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής στο άρθρο 19 (2) (β) και δη να αντιμετωπίσει κίνδυνο απάνθρωπης και/ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου περιλαμβάνει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και η οποιαδήποτε ταλαιπωρία από ασθένεια, ενδέχεται να εμπίπτει στις πρόνοιες της εν λόγω διάταξης. Όπως ορθά εντόπισε και η αδερφή Δικαστής ,Χ. Πλαστήρα στην υπ' αριθ. 5622/21 απόφαση ημερομηνίας 28/04/2023, «σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ[10] η ασθένεια θα πρέπει να έχει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας ήτοι να «υπάρχει άμεσος κίνδυνος θανάτου ή σημαντικοί λόγοι να θεωρηθεί ότι, μολονότι δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο θανάτου, θα αντιμετώπιζε, ελλείψει της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα προορισμού ή ελλείψει προσβάσεως σε αυτήν, πραγματικό κίνδυνο εκθέσεως σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του συνεπαγόμενη έντονους πόνους ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του» ( βλ. απόφαση του ΔΕΕ MP, C‑353/16, ημερ. 24.04.2018)».
Στα πλαίσια τόσο της διοικητικής όσο και της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια δεν προσκόμισε στοιχεία με βάση τα οποία αποδεικνύεται η διάγνωση της φυματίωσης και η θεραπεία που έλαβε για την αντιμετώπισή της, αλλά ούτε και οιονδήποτε έτερο έγγραφο από τον θεράποντα ιατρό σχετικά με την κατάσταση της υγείας της. Έπειτα από μελέτη του ερυθρού 10 του διοικητικού φακέλου διαπιστώνεται η διενέργεια του τεστ Mantoux στις 22/06/2021, μέσω του οποίου μπορεί να διαγνωστεί ενεργή ή παλαιά μόλυνση από το μικρόβιο της φυματίωσης μετά την πάροδο 48 έως 72 ωρών από τη διενέργειά του και αφού πραγματοποιηθεί εκ νέου εξέταση από τον ίδιο ιατρό που το διενέργησε[3]. Από το εν λόγω ερυθρό, το οποίο αποτελεί αντίγραφο της κάρτας εμβολιασμού της Αιτήτριας, προκύπτει ότι 2 ημέρες μετά την διενέργειας τεστ Mantoux, δηλ. στις 24/06/2021, εξετάσθηκε ξανά από τον ιατρό και εντοπίσθηκε αρνητική στο εν λόγω τεστ [καταγράφεται η ένδειξη “Neg (-)”].
Εκ των ανωτέρω συμπερασμάτων του Δικαστηρίου επομένως, διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια δεν πάσχει από φυματίωση. Λαμβάνεται δε υπόψη το ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε κανένα ιατρικό έγγραφο σχετικά με την υγεία της, αλλά ούτε και η δικηγόρος της προέβαλε οιονδήποτε σχετικό ισχυρισμό ώστε να αλλάζουν τα δεδομένα ως προς την σοβαρότητα της υγείας της Αιτήτριας. Ως εκ τούτων το Δικαστήριο κρίνει ότι η υγεία της Αιτήτριας δε παρουσιάζει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται προκειμένου να συναχθεί ότι η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο άρθρο 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς πάσχει ως εσωτερικά αναξιόπιστος.
Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Mayanga της Brazaville στο Κονγκό, ήτοι στον τελευταίας συνήθους διαμονής της.
Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, διαπιστώνεται από την αναφορά του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (USDOS) για το 2023 σχετικά με τις ανθρωπιστικές πρακτικές στη Δημοκρατία του Κονγκό αναφέρει ότι δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια του έτους.[4] Ωστόσο, εντοπίστηκαν σοβαρές παραβιάσεις, και η κυβέρνηση έλαβε ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της διερεύνησης και της τιμωρίας των υπευθύνων, αλλά αυτά δεν ήταν συστηματικά ούτε επαρκή, και πολλές φορές η αστυνομία και το δικαστικό σύστημα φαίνεται να λειτουργούν με ατιμωρησία.[5] Η έκθεση καταλήγει ότι το περιβάλλον παραμένει ασταθές και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεπαρκής, επισημαίνοντας την ανάγκη για ενίσχυση της λογοδοσίας και τη βελτίωση των συνθηκών για όλους τους πολίτες.[6] Με βάση άλλη έκθεση αναφορικά με την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας για το έτος 2024, καταγράφεται πως εκατοντάδες άτομα συνελήφθησαν αυθαίρετα κατά την επιχείρηση της αστυνομίας "Opération Coup de Poing", αντιπολιτευόμενοι κρατούνται αυθαίρετα, ενώ οι ΜΚΟ καταγγέλλουν έλλειψη δημόσιων στοιχείων για τη βία με βάση το φύλο και την ατιμωρησία για σεξουαλική βία και συχνά το δικαίωμα στην υγεία υπονομεύτηκε εξαιτίας της αδράνειας σε έργα υγείας.[7] Την ίδια στιγμή από έτερη έκθεση αναφορικά με τα θρησκευτικά δικαιώματα των πολιτών η Δημοκρατία του Κονγκό παρουσιάζεται ως μία κοσμική χώρα που διασφαλίζει συνταγματικά την ελευθερία θρησκείας και απαγορεύει τη θρησκευτική διάκριση, καθώς και τη χρήση της θρησκείας για πολιτικούς σκοπούς.[8]
Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Mayanga της Brazzaville στο Κονγκό. κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Εvent Data Project). Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της ανωτέρω βάσης κατά το διάστημα του τελευταίου έτους καταγράφηκαν συνολικά 5 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 16 ανθρώπινες απώλειες στην πόλη Brazzaville του Κονγκό, όπου ανήκει ο τελευταίος τόπος διαμονής της Αιτήτριας.[9] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της Brazzaville για το έτος 2025 (2.813.000 κάτοικοι)[10], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Τούτων λεχθέντων, προκύπτει πως στην Brazzaville, τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).
Δεδομένου ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην πόλη Brazzaville, η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Κατά συνέπεια, η διαπίστωση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη, η δε παράλειψη της αρμόδιας λειτουργού να προχωρήσει σε έρευνα αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ασθένειας της Αιτήτριας, δεν επέφερε κάποια ουσιώδη βλάβη στα δικαιώματα της Αιτήτρια καθώς ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε ως μη αξιόπιστος λόγω του ότι δε θεμελιώθηκε η εσωτερική του αξιοπιστία με βάση τα μοναδικά διαθέσιμα ιατρικά έγγραφα που προσκομίσθηκαν από την Αιτήτρια.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ
[1] USDOS - US Department of State: 2024 Trafficking in Persons Report: Republic of the Congo, 24/06/2024
https://www.ecoi.net/en/document/2111748.html (accessed on 27/08/2025)
[2] USDOS - US Department of State: Trafficking in Persons Report 2017 - Country Narratives - Republic of the Congo, 27/06/2017, https://www.ecoi.net/en/file/local/1402364/473263_en.html & USDOS - US Department of State: 2023 Trafficking in Persons Report: Republic of the Congo, 15/06/2023, https://www.ecoi.net/en/document/2093674.html (accessed 27/08/2025)
[3] Πνευμονολογικό Κέντρο Λευκωσίας (πρόκειται για ιατρικό κέντρο ειδικού πνευμονολόγου ιατρού εν ενεργεία, για το βιογραφικό βλ. https://www.nlc.cy/el/%cf%83%cf%87%ce%b5%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac/), «Δερμοαντίδραση Mantoux», https://www.nlc.cy/el/mantoux/ (accessed on 26/08/2025)
[4] USDOS - US Department of State, “2023 Country Report on Human Rights Practices: Republic of the Congo”, 23/4/2024, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2107738.html (accessed on 27/08/2025)
[5] USDOS - US Department of State, “2023 Country Report on Human Rights Practices: Republic of the Congo”, 23/4/2024, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2107738.html (accessed on 27/08/2025)
[6] USDOS - US Department of State, “2023 Country Report on Human Rights Practices: Republic of the Congo”, 23/4/2024, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2107738.html (accessed on 27/08/2025)
[7] Amnesty International, “The State of the World's Human Rights; Congo 2024”, 29/4/2025, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2124709.html (accessed on 27/08/2025)
[8] USDOS - US Department of State, “2023 Report on International Religious Freedom: Republic of the Congo”, 26/6/2024, https://www.ecoi.net/en/document/2111945.html (accessed on 27/08/2025)
[9] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Republic of Congo, Events / Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 15/08/2025), διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer (accessed on 27/08/2025)
[10]Macrotrends,“Brazzaville-Congo,https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20848/brazzaville/population (accessed on 27/08/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο