ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
20 Οκτωβρίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. P.M.K, 2. E.M.L.(σύζυγος), 3. S.L.K.(τέκνο) από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητές
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Ταχέρ – Μπενέτης, Δικηγόρος για τους Αιτητές
Α. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση
Ο Αιτητές είναι παρόντες (Παρών η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι Αιτητές αιτούνται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/06/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές στις 23/07/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτούνται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στους Αιτητές καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι Αιτητές, δια της δικηγόρου τους, προβάλουν διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση. Στη γραπτή αγόρευση δεν φαίνονται ευκρινώς οι λόγοι ακύρωσης αλλά από την ανάλυση σε σχέση με το κατά πόσο δικαιούται προσφυγικό καθεστώς και καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και με την προσθήκη πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι λόγος ακύρωσης είναι η έλλειψη δέουσας έρευνας.
Οι Καθ' ων η αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής μέσω της προσφυγής του δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να εξεταστούν. Επίσης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη νομικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, που επιτάσσει όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προαναφερόμενος Κανονισμός 6, δεν επιτάσσει τα όσα αναφέρουν οι Καθ' ων η Αίτηση, αλλά αφορά το χρονικό διάστημα που οφείλουν να καταχωρηθούν οι Γραπτές Αγορεύσεις. Η υποχρέωση όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά, προβλέπεται από τον Κανονισμό 7. Επιπρόσθετα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής προβαίνει σε αόριστη παράθεση των λόγων ακυρώσεως και δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Οι Καθ΄ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί από αρμόδιο όργανο, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στη λήψη της και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ως προς την έλλειψη δημοσιότητας απαντούνε ότι πρόκειται για μη τεκμηριωμένο ισχυρισμό εφόσον ο εφαρμοστέος νόμος δεν περιέχει ρητώς πρόνοια που να αφορά την δημοσίευση της πράξης εκχώρησης των εξουσιών του Υπουργού προκειμένου να έχει ουσιαστική ισχύ. Σε σχέση με την υπερβολική καθυστέρηση της συνέντευξης παραθέτουν σχετική νομολογία βάσει της οποίας η καθυστέρηση θα πρέπει να έχει επιδράσει στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της πράξης ή να έχει επηρεάσει τα συνταγματικά δικαιώματα του Αιτητή προκειμένου να θεωρηθεί παράβαση νόμου. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 09/05/2025 η συνήγορος των Αιτητών προώθησε ως λόγο ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Κληθείς να εξηγήσει τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι σύμφωνα με την παράδοση, ο πρωτότοκος γιος μίας οικογένειας που ανήκει στη φυλή Luba, πρέπει να παρουσιάσει στους γονείς του γυναίκα από την ίδια φυλή. Επειδή ο Αιτητής σχετίστηκε με την Αιτήτρια 2, η οποία ανήκει στη φυλή Yansi, ξέσπασαν οικογενειακές συγκρούσεις. Παρόμοιες οικογενειακές συγκρούσεις προέκυψαν και από την οικογένεια της Αιτήτριας 2, καθώς σύμφωνα με την παράδοση της δικής της φυλής έπρεπε να παντρευτεί τον ξαδερφό της. Έτσι οι Αιτητές 1 & 2 αποφάσισαν να φύγουν μαζί από τη ΛΔΚ γιατί άκουσαν ότι ο πατέρας της Αιτήτριας 2 ετοίμαζε το 2019 τον γάμο της. Ερωτηθείς ποιες πιστεύει ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής τους στην ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε ότι θα τους κάνουν μάγια και ο γιος τους θα θεωρείται καταραμένος και από τις δύο οικογένειες (ερ. 54-55 δ.φ.).
Κατά τη δεύτερη συνέντευξη του Αιτητή 1 ημερομηνίας 07/02/2024, ο λειτουργός έκανε ερωτήσεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες της φυλής Luba στην οποία ανήκει ο Αιτητής 1, καθώς και για την σχέση του με την Αιτήτρια 2 και την αντιμετώπιση των γονιών του, όταν το έμαθαν. Ο Αιτητής 1 επανέλαβε ότι σύμφωνα με την παράδοση των Luba έπρεπε να παντρευτεί γυναίκα της ίδιας φυλής. Την Αιτήτρια 2 την γνώρισε στο σχολειό το 2014 και η σχέση τους ξεκίνησε το 2015. Όταν κατά την τελετή αποφοίτησης του σχολείου οι γονείς του έμαθαν για την σχέση αυτή, αντέδρασαν λόγω της παραβίασης της παράδοσης της φυλής τους. Ερωτηθείς πότε έμαθε ότι οι γονείς της Αιτήτριας 2 ήθελαν να την παντρέψουν με τον ξάδερφό της, επίσης λόγω της παράδοσης της δικής της φυλής, ο Αιτητής απάντησε ότι το έμαθε το 2019. Ερωτηθείς τι του συνέβη κατά το διάστημα μεταξύ του 2015, όταν οι γονείς του έμαθαν για την σχέση του, και του 2019, όταν οι Αιτητές 1 και 2 έφυγαν από τη ΛΔΚ, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι οι γονείς του τον έδιωξαν από το σπίτι και πήγε να μείνει για 5 μήνες στον παππού και έπειτε μόνος του στην κοινότητα Masina. Ερωτηθείς πως διατηρούσε την σχέση του με την Αιτήτρια 2 κατά το διάστημα 2015-2020 που δεν ήταν παντρεμένοι, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι δεν ζούσαν μαζί, συναντιόταν στα κρυφά και αποφάσισαν να φύγουν από τη χώρα. Ερωτηθείς τι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής τους στη ΛΔΚ, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι θα τους σκοτώσουν γιατί δεν σεβάστηκαν την παράδοση και πρόσθεσε ότι η μητέρα της Αιτήτριας 2 τον κατήγγειλε στην αστυνομία γιατί την πήρε χωρίς την άδειά τους. Ερωτηθείς αν εκκρεμεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης, ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά. Ερωτηθείς αν στο μεταξύ έμαθαν ότι έχει παντρευτεί με την Αιτήτρια 2 αφότου έφυγαν από την ΛΔΚ, ο Αιτητής 1 αποκρίθηκε αρνητικά. Τέλος, κληθείς να εξηγήσει γιατί δεν προσπάθησαν να εγκατασταθούν σε άλλη περιοχή εντός της ΛΔΚ, πριν φύγουν, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι η οικογένειές τους θα μπορούσαν να τους βρουν παντού (ερ. 69-75 δ.φ.).
Κατά τη τρίτη συνέντευξη του Αιτητή 1 ημερομηνίας 10/06/2024, ο λειτουργός τον ρώτησε αν κατά το διάστημα που έφυγε από το πατρικό του σπίτι το 2015 και την αναχώρησή του από τη χώρα το 2020 του συνέβη κάτι, αν το έβλαψε κάποιος ή αν έλαβε κάποια απειλή, αλλά ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά. Στη συνέχεια, τον κάλεσε να εξηγήσει τα τρία έγγραφα που κατέθεσε, και ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι πρόκειται για την έγγραφη καταγγελία που υπέβαλε στις αρχές η μητέρα της Αιτήτριας 2, παραπονούμενη ότι ο Αιτητής 1 την απήγαγε. Σε αυτό το σημείο ο Αιτητής 1 σχολίασε ότι η Αιτήτρια 2 εκείνη την περίοδο είχε ήδη ενηλικιωθεί. Σε σχέση με το δεύτερο έγγραφο ο Αιτητής 1 εξηγεί ότι αφορά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του μετά την καταγγελία. Ερωτηθείς πως έχει στην κατοχή του αυτά τα έγγραφα, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι τα εν λόγω έγγραφα επιδόθηκαν στο σπίτι των παππούδων του και του τα έστειλε ο αδερφός του. Ερωτηθείς γιατί δεν έχει διεύθυνση επίδοσης αυτά τα έγγραφα, ο Αιτητής απάντησε ότι εκδόθηκαν μετά την καταγγελία. Στη συνέχεια ο Αιτητής αναφέρει ότι πιστεύει πως έχουν κάνει μάγια στην Αιτήτρια 2 γιατί είχε κάνει μία αποβολή το 2023. Επίσης ανέφερε ότι το 2016 έλαβε λεκτικές απειλές από την οικογένειά της. Κληθείς να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι δεν πραγματοποίησαν τις απειλές τους εναντίον του, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι εφόσον διατηρούσαν την σχέση τους κρυφή, νόμιζαν ότι η σχέση τους είχε τελειώσει. Ερωτηθείς τι μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση επιστροφής τους στην ΛΔΚ, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι θα τους κάνουν μάγια, θα χάσουν το παιδί τους, Αιτητή 3, και ο ίδιος θα συλληφθεί. Τέλος, ο λειτουργός του επισημαίνει ότι σε σχέση με την ποινική δίωξη εναντίον του για απαγωγή, θα μπορούσε η Αιτήτρια 2 να πάει ενώπιον των αρχών και να δηλώσει ότι έφυγε με τον Αιτητή 1 με την συναίνεσή της, και ο Αιτητής 1 απάντησε ότι δεν είναι καλό να πηγαίνεις ενάντια των αποφάσεων των γονιών στη ΛΔΚ (ερ. 120-125 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της πρώτης προφορικής συνέντευξης ημερομηνίας 31/01/2024 της Αιτήτριας 2, αυτή δήλωσε ότι έχει κονγκολέζικη καταγωγή, γεννηθείσα στην κοινότητα Masina της Kinshasa, όπου και έζησε μέχρι και την αναχώρησή της από τη χώρα σε ηλικία 20 ετών . Ο πατέρας της απεβίωσε το 2021, ενώ η μητέρα της ζει με τα τέσσερα αδέρφια στην κοινότητα Masina της Kinshasa, αλλά η ίδια δεν έχει επικοινωνία μαζί τους. Η Αιτήτρια 2 ανήκει στη φυλή Yansi, είναι Χριστιανή Προτεστάντης, ομιλεί Λινγκάλα και Γαλλικά και ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα της το 2015. Αναχώρησε από τη ΛΔΚ αεροπορικώς στις 13/10/2020 μαζί με τον Αιτητή 1 και, αφού διήλθαν την Τουρκία, μετέβησαν στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με φοιτητική ιδιότητα. Εκεί έμειναν για περίπου τρία χρόνια και στις 11/11/2023, εισήλθαν παρανόμως στις ελεχόμενες περιοχές (ερ. 62-66 δ.φ.).
Κληθείσα να εξηγήσει τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα της, η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι βάσει της παράδοσης της φυλής της Yansi, έπρεπε να παντρευτεί τον ξάδερφό της, κάτι το οποίο η ίδια δεν ήθελε. Η Αιτήτρια 2 ενώ βρισκόταν ήδη σε σχέση με τον Αιτητή 1 έμαθε ότι είχε κανονιστεί από την οικογένειά της να παντρευτεί τον ξάδερφό της. Η ξαδέρφη της, η οποία κατάλαβε την σχέση της με τον Αιτητή 1, το είπε στην οικογένειά της και έκτοτε οι γονείς σταμάτησαν την εκπαίδευσή της και η Αιτήτρια 2 δεν συνέχισε για πανεπιστημιακές σπουδές και υπέστει σωματική κακοποίηση συστηματικά. Αναφέρει επίσης ότι και η οικογένεια του Αιτητή 1 δεν ήταν σύμφωνη με την σχέση τους γιατί ήθελαν αντίστοιχα ο Αιτητής 1 να παντρευτεί γυναίκα της φυλής του Luba. Για τον λόγο αυτό αποφάσισαν με τον Αιτητή 1 να φύγουν από τη ΛΔΚ (ερ. 60-62 δ.φ.).
Κατά τη δεύτερη συνέντευξή της ημερομηνίας 07/02/2024, σε σχετικές ερωτήσεις που της έθεσε ο λειτουργός σε σχέση με τις παραδόσεις της φυλής Yansi, στην οποία ανήκει, η Αιτήτρια 2 ανέφερε την παράδοση Kintwidi, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες της φυλής πρέπει να παντρέυονται τους ξάδερφούς τους. Η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι έμαθε πως είχε κανονιστεί γάμος με τον ξάδερφό της το 2010 όταν η ίδια γίνει 21 χρονών. Η Αιτήτρια 2 πρόσθεσε ότι αντέδρασε έντονα εκφράζοντας την αντίθεσή της με αυτή την απόφαση των γονιών της και έκτοτε υπήρχαν εντάσεις στην οικογένεια και υπέστη σωματική κακοποίηση τόσο από την μητέρα της όσο και από τον ξάδερφό της. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι ο αδερφός του εν λόγω ξαδέρφου, την είδε με τον Αιτητή 1 και προκλήθηκαν εκ νέου εντάσεις με αποκορύφωμα την διακοπή των σπουδών της. Συμπληρώνει ότι τον Αιτητή 1 τον γνώρισε στο σχολείο τον Μάρτιο του 2015 και η σχέση τους ξεκίνησε το 2016. Κληθείσα να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες για την αντίδραση των γονιών όταν έμαθαν για την σχέση της με τον Αιτητή 1, η Αιτήτρια δήλωσε ότι την εξανάγκαζαν να συνευρεθεί σεξουαλικώς με τον ξάδερφό της. Ερωτηθείσα πότε και πως έμαθαν οι γονείς της για την σχέση της με τον Αιτητή 1, απάντησε ότι το 2016 η αδερφή του ξαδέρφου της την είδε έξω με τον Αιτητή 1. Ερωτηθείσα πως έμαθαν οι γονείς του Αιτητή 1 για την σχέση τους, απάντησε ότι το έμαθαν το 2015 κατά την τελετή αποφοίτησης από το πανεπιστήμιο όταν του έδωσε λουλούδια. Σε σχετική με την σχέση μεταξύ των δύο οικογενειών ερώτηση του λειτουργού, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι έλαβαν χώρας συμπλοκές. Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην ΛΔΚ, η Αιτήτρια απάντησε πως φοβάται ότι θα την σκοτώσουν μέλη της οικογένειάς της. Κληθείσα να εξηγήσει το γεγονός ότι από το 2016, όταν και έμαθαν για την εν λόγω σχέση, μέχρι την αναχώρησή τους από τη χώρα, δεν την έβλαψαν ή αποπειράθηκαν να την σκοτώσουν, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι δεν της έκαναν κάτι γιατί ήθελαν να παντρευτεί τον ξάδερφό της. Τέλος, ερωτηθείσα γιατί δεν πήγαν να ζήσουν σε κάποια άλλη περιοχή εντός της ΛΔΚ, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι θα μπορούσαν να τους εντοπίσουν οι γονείς τους (ερ. 76-82 δ.φ.).
Κατά τη τρίτη συνέντευξη της Αιτήτριας 2 ημερομηνίας 10/06/2024, ο λειτουργός της ζήτησε να εξηγήσει τι αφορούν τα τρία έγγραφα, τα οποία κατέθεσαν ως υποστηρικτικά των ισχυρισμών τους. Η Αιτήτρια 2 δήλωσε ότι το ένα αφορά έγγραφο παράπονο σχετικά με την εξαφάνισή της που συνέταξε η μητέρα της και υπέβαλε στις αστυνομικές αρχές και το άλλο την έρευνα που ξεκίνησε για την εξαφάνισή της. Εξηγεί ότι επιδόθηκαν στην διεύθυνση των παππούδων του Αιτητή 1 και εστάλησαν από τον αδερφό του. Ερωτηθείσα αν καταζητούν τον Αιτητή 1, η Αιτήτρια 2 απάντησε αρνητικά. Κληθείσα να εξηγήσει γιατί στο έγγραφο αναζήτησης αναφέρεται το όνομα του συζύγου της και όχι το δικό της, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ερωτηθείσα αν ο διαφυλετικός γάμος είναι παράνομος στη ΛΔΚ, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι έχουν το δικαίωμα να παντρευτούν όποιον θέλουν αφότου γίνουν 18 ετών. Κληθείσα να καταθέσει οτιδήποτε άλλο σχετικό με την υπόθεσή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είχε μία αποβολή, η οποία πιστεύει ότι προκλήθηκε από μάγια που έκανε η οικογένειά της. Ερωτηθείσα τι θα μπορούσε να της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής τους στη ΛΔΚ, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι θα τους χωρίσουν, θα την παντρέψουν αναγκαστικά με τον ξάδερφό της, ο Αιτητής 1 θα καταλήξει στην αστυνομία και ανησυχεί για την ζωή του γιου τους, Αιτητή 3. Ερωτηθείσα αν θα μπορούσε να απευθυνθεί στις αστυνομικές αρχές της ΛΔΚ, η Αιτήτρια 2 απάντησε ότι σε θέματα γάμου η παράδοση υπερισχύει του νόμου (ερ. 127-133 δ.φ.).
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από ταά των συντεντεύξεων των Αιτητών και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:
Ουσιώδες γεγονός 1: Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προφίλ Αιτητών.
Ουσιώδες γεγονός 2: Ισχυριζόμενα προβληματα των Αιτητών, μέσω γάμου δια εξαναγκασμού, από τις οικογένειες τους, λόγω του ότι ανήκουν σε διαφορετικές φυλές.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό των Αιτητών, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ των Αιτήτων, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία των Αιτητών εξακριβώθηκαν από τα διαβατήριά και την άδεια τέλεσης γάμου των Αιτητών 1 και 2, το πιστοποιητικό γέννησης του Αιτητή 3, αντίγραφο πιστοποιητικού εκπαιδευτικού περιεχομένου του Αιτητή 1 και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τα προβλήματα που αντμετώπιζαν από της οικογένειές τους για την σχέση τους λόγω του ότι ανήκουν σε διαφορετικές φυλές, οι καταθέσεις τους κρίθηκαν εσωτερικά αντιφατικές, ελλιπείς και χωρίς επαρκή ευλογοφάνεια. Ο λειτουργός εντόπισε πλήθος αντιφάσεων, ασαφειών και ελλείψεων στις απαντήσεις των Αιτητών, που αφορούσαν τον πυρήνα του αιτήματός τους. Υπήρχαν χρονικές ασυνέπειες ως προς το πότε γνωρίστηκαν και πότε ξεκίνησε η σχέση τους, ενώ οι περιγραφές των περιστατικών που ακολούθησαν διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους. Οι ισχυρισμοί για τις αντιδράσεις των οικογενειών τους, τις επιθέσεις και τις πιέσεις για γάμο παρουσίαζαν μεταβολές και αντιφάσεις μεταξύ της πρώτης και δεύτερης συνέντευξης. Επίσης, οι απαντήσεις τους σχετικά με το πώς κατάφεραν να διατηρήσουν σχέση για πέντε χρόνια, παρά τη γνώση και την αντίθεση των οικογενειών τους, δεν ήταν πειστικές και παρουσίαζαν ασυνέπειες, με τον Αιτητή 1 να αλλάζει την εκδοχή του για το αν κρυβόταν, πού διέμενε και πώς εξασφάλιζε την ασφάλειά του. Σημαντικές αντιφάσεις καταγράφηκαν και σχετικά με το περιεχόμενο των εγγράφων, καθώς έδωσαν διαφορετικές εκδοχές για το ποιο όνομα αναγράφεται και για ποιο λόγο εκδόθηκαν, χωρίς να μπορέσουν να αιτιολογήσουν κενά και ανακολουθίες. Οι ισχυρισμοί τους για μάγια που είχαν ως αποτέλεσμα την αποβολή εμβρύου βασίζονταν σε προσωπικές πεποιθήσεις και δεν συνοδεύονταν από στοιχεία ή λογική τεκμηρίωση. Τέλος, ενώ υποστήριξαν ότι κινδυνεύουν σε περίπτωση επιστροφής, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν επαρκώς γιατί δεν θα μπορούσαν να προσφύγουν στις αστυνομικές αρχές της ΛΔΚ και δεν ανέφεραν συγκεκριμένα περιστατικά δίωξης ή απειλών μετά το 2016 μέχρι την αναχώρησή τους το 2020. Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός παραθέτει εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, βάσει των οποίων παρόλο που η ενδογαμία αποτελεί σημαντικό πολιτισμικό στοιχείο για ορισμένες φυλές όπως οι Luba, υπάρχουν και αρκετοί μικτοί γάμοι, ενώ το Σύνταγμα της ΛΔΚ κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα γάμου μεταξύ προσώπων διαφορετικών φυλών, με κρατική προστασία. Συνεπώς, ο φόβος που ανέφεραν οι Αιτητές δεν ευσταθεί νομικά. Παράλληλα, ο Λειτουργός επισήμανε σοβαρά ζητήματα αξιοπιστίας στα υποβληθέντα έγγραφα. Το έγγραφο που κατέθεσε η μητέρα της Αιτήτριας 2 ως παράπονο στην αστυνομία συνιστά απλή κατάθεση με την οποία εκφράζει ενδιαφέρον για την ασφάλεια της κόρης της χωρίς αναφορά σε απαγωγή, και όχι επίσημο δημόσιο έγγραφο επιβεβαίωσης των ισχυρισμών τους. Το έγγραφο αναζήτησης παρουσιάζει επαναλαμβανόμενα λάθη, όπως εσφαλμένη μορφή διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διαφοροποιήσεις γραμματοσειράς, απουσία αριθμού σε μεταγενέστερη έκδοση, ελλιπή στοιχεία ταυτοποίησης, και αμφισβητήσιμη τοποθέτηση υπογραφής. Επιπλέον, δεν κατέστη δυνατή η επιβεβαίωση της γνησιότητας ούτε η ταυτοποίηση του φερόμενου εκδότη. Τα τεχνικά αυτά ελαττώματα υπονομεύουν την αξιοπιστία των εγγράφων. Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στα δικά τους λεγόμενα και σε έγγραφα αμφισβητούμενης αυθεντικότητας, και ότι στις καταθέσεις τους διαπιστώθηκαν ελλείψεις, ασυνέπειες και αντιφάσεις, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν αποδεικνύονται τα επικαλούμενα προβλήματα λόγω φυλετικής διαφοράς ούτε ο ισχυριζόμενος εξαναγκασμός σε γάμο και έτσι δεν έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό.
Εν συνεχεία, ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητών στη χώρα καταγωγής τους και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν οι Αιτητές επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ασφάλειας στην Kinshasa. Συμπληρώνει ότι ούτε λόγω του διαφυλετικού τους γάμου θα αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα καθώς βάσει αξιόπιστων πηγών υπάρχουν πολλοί μικτοί γάμοι. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών, ο λειτουργός σημειώνει ότι οι Αιτητές 1 και 2 είναι άτομα νεαρής ηλικίας, χωρίς προβλήματα υγείας ή ευαλωτότητες, ενώ δεν υπεστησαν κάποια διωκτική πράξη. Ο Αιτητής 1 είναι πανεπιστημιακού μορφωτικού επιπέδου και, εφόσον διατηρεί επικοινωνία με τον αδερφό του, έχει υποστηρικτικό δίκτυο.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς των Αιτητών διαφαίνεται ότι στα πρόσωπά τους δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου οι Αιτητές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ο λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο οι Αιτητές δικαιούνται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητών στη Λ.Δ.Κ. δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας τους λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Kinshasa, περιοχή στην οποία οι Αιτητές αναμένεται να επιστρέψουν, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Συγκεκριμένα σε σχέση με τον Αιτητή 3, ο οποίος ως ανήλικος ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, ο λειτουργός αναφέρει ότι λαμβάνοντας υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον του και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης βάσει των οποίων οι ανήλικοι στη Kinshasa έχουν επαρκή πρόσβαση στην εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν θα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Στη συνέχεια, παραθέτει πληροφορίες για τις μόνες μητέρες στη ΛΔΚ, οι οποίες αντιμετωπίζουν διακριτική μεταχείριση από την κοινωνία, αλλά σημειώνει ότι εφόσον θα επιστρέψει με το σύζυγό της, δεν θα αντιμετωπίσει τέτοιου είδους προβλήματα. Τέλος, παραθέτει πληροφορίες σε σχέση με την διαδικασία κτήσης υπηκοότητας από τον Αιτητή 3, ο οποίος γεννήθηκε εκτός ΛΔΚ.
Ως εκ τούτου ο λειτουργός έκρινε ότι οι Αιτητές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή.
Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου πως οι Αιτητές αφίχθησαν στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου από την Τουρκία και παρέμεινα εκεί για 3 περίπου χρόνια και μετά πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές για να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία γεγονός που αποδυναμώνει την προσπάθεια τους να καταδείξουν την γνησιότητα του αιτήματος τους .
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Kinshasa, πρωτεύουσα της Λ.Δ. του Κονγκό το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.
Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων.[2] Δραστηριοποίηση των ως άνω ομάδων προκύπτει στις ανατολικές επαρχίες North και στο South Kivu και όχι στην Kinshasa.[3]
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 20/07/2024 με 18/07/2025 σημειώθηκαν στην επαρχία της Κινσάσα 83 περιστατικά ασφαλείας με 229 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων τα 12 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (13 απώλειες), τα 3 ως μάχες (13 απώλειες), τα 19 ως εξεγέρσεις (203 απώλειες) και 49 ως διαδηλώσεις (καμία απώλεια).[4]
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[5]
Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στην Kinshasa δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους.
Δεδομένων των πιο πάνω, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι οι Αιτητές θα εκτεθούν σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψουν στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής τους.
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητών στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας τους και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχους πολίτες, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστούν θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής τους.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών, παρατηρώ ότι ο Αιτητής 1., είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής μορφωμένος και ικανός προς εργασία. Η δε Αιτήτρια 2, σύζυγος του Αιτητή 1 επίσης νεαρή υγιής και ικανή για εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις των Αιτητών, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα διατρέξουν κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους μαζί με το παιδί τους .
Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στην Kinshasa οι Αιτητές θα έλθουν αντιμέτωποι με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας τους, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).
Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(γ) του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις.
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα των Αιτητών για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025).
[2] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord (accessed on 28/07/2024)
[3] International Crisis Group, Crisis Watch, February 2025, available at: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch (accessed on 28/07/2024)
[4] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμοhttps: https://acleddata.com/explorer/ , βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Custom Date Range: 20/07/2024 - 18/07/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/07/2025)
[5] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/07/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο