ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 336/24
23 Οκτωβρίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.J.F.
Αιτήτριας,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Ε. Ιωακειμίδου (κα), για Μ. Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11.12.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος). Ταυτόχρονα αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία από τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές και περί τις 4.11.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 4.12.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό, η οποία στις 9.12.2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας και επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 11.12.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 17.1.2024, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Η Αιτήτρια, δια της συνηγόρου της, κατά την ακροαματική διαδικασία, περιόρισε τους λόγους προσφυγής στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στην παράλειψη του εξετάζοντος λειτουργού να λάβει υπόψη την κατάσταση της υγείας της, προβάλλοντας παράβαση της υποχρέωσης παραπομπής της σε ιατρική εξέταση.
3. Από την πλευρά τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση υπεραμύνονται της προσβαλλόμενης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, εκδόθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των σχετικών εξουσιών, και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα συναφή γεγονότα και οι περιστάσεις της υπόθεσης. Επιπλέον, προβάλλουν ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβλήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση οικονομικού οφέλους και, ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Το νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
9. Ως προς τους προωθούμενους λόγους προσφυγής, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
10. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).
11. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη η εξέταση της αναφοράς της Αιτήτριας περί του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να την παραπέμψουν σε ιατρική εξέταση. Επισημαίνεται ότι δυνάμει άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης για διεθνή προστασία, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά- «(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Δυνάμει δε του εδαφίου (8) του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, οι αιτητές δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες, που υπέστησαν κατά το παρελθόν. Επιπλέον, η Αιτήτρια θα μπορούσε να λάβει τα δέοντα δικονομικά μέσα προς περαιτέρω τεκμηρίωση και εξειδίκευση των ισχυρισμών της. Παρατηρείται συναφώς ότι, η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία περί της κατάστασης της υγείας της ή και αναφορικά με τα κατ' ισχυρισμό συμπτώματα/ενδείξεις που αυτή φέρει. Πολλώ δε μάλλον δεν εξηγεί, πώς το κατ’ ισχυρισμό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, επιδρά στην εξέταση της αίτησής της για διεθνή προστασία. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι κατά το στάδιο της συνέντευξης, ερωτηθείσα η Αιτήτρια αναφορικά με την υγεία της αποκρίθηκε ότι δεν αντιμετωπίζει κατά το παρόν στάδιο οποιοδήποτε πρόβλημα με την υγεία της (βλ. ερ. 59 του δ.φ.). Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω αναφορές, κρίνεται ως εύλογη η μη παραπομπή της σε περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις κατά το χρόνο της συνέντευξης, καθώς σύμφωνα με τις αναφορές της ίδιας, αυτή δεν αντιμετώπιζε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με την υγεία της. Αλλά και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, όπου η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της επαναφέρει το εν λόγω ζήτημα, απαραδέκτως χωρίς να το δικογραφήσει δεόντως, παρατηρείται ότι δεν προβάλλονται συγκεκριμένοι ισχυρισμοί που να δικαιολογούσαν την περαιτέρω παραπομπή της από το παρόν Δικαστήριο, για τους σκοπούς αξιολόγησης της αίτησής της για διεθνή προστασία, σε περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις [βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk]. Ούτε επεξηγείται, πώς το κατ’ επίκληση, κατά τρόπο γενικό, πρόβλημα υγείας της επηρεάζει εν προκειμένω την αξιολόγηση της αίτησής της για διεθνή προστασίας. Αντίθετα, προς τεκμηρίωση της αίτησής της παραπέμπει στις δηλώσεις της κατά τη συνέντευξή της. Επισημαίνεται δε η δικονομική ευχέρεια που διαθέτει η Αιτήτρια να προσκομίσει οποιοδήποτε σχετικό ιατρικό έγγραφο και να εξηγήσει πώς αυτό συναρτάται με την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, ενέργεια στην οποία δεν προέβη. Τέλος, σημειώνεται ότι κατά την αξιολόγηση ευαλωτότητας που προηγήθηκε της συνέντευξης, η Αιτήτρια αξιολογήθηκε ως μειωμένου κινδύνου (βλ. ερ. 19 του δ.φ.).
12. Προχωρώντας στην ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών της, σημειώνεται ότι κατά την καταγραφή της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, όπου διατηρούσε εστιατόριο. Ανέφερε ότι κατηγορήθηκε για παροχή τροφίμων στους αυτονομιστές Ambazonians και ότι, εξαιτίας των απειλών που δεχόταν από τον κυβερνητικό στρατό, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της και να αφιχθεί στη Δημοκρατία, όπου υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
13. Κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τον Οκτώβριο του 2020, ομάδα στρατιωτών επισκέφθηκε το εστιατόριό της και την κατηγόρησε ότι παρείχε φαγητό στους αυτονομιστές Ambazonians. Η Αιτήτρια απάντησε ότι εξυπηρετούσε όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες του καταστήματος, πλην όμως, ένας εκ των στρατιωτών την χαστούκισε, κατηγορώντας την ότι ψεύδεται. Στη συνέχεια, συνελήφθη και οδηγήθηκε σε στρατιωτικό σταθμό, όπου, κατά τους ισχυρισμούς της, κρατήθηκε για μία εβδομάδα (βλ. ερ. 17 του δ.φ.).
14. Κατά τη διάρκεια της κράτησής της, όπως δήλωσε, ένας εκ των φρουρών τής ζήτησε χρηματικό ποσό προκειμένου να τη βοηθήσει να διαφύγει. Η Αιτήτρια, με τη συνδρομή της μητέρας της, εξασφάλισε τα χρήματα, μετά την παραλαβή των οποίων ο φρουρός την μετέφερε εκτός πόλεως σε προκαθορισμένο σημείο, όπου την παρέλαβε η μητέρα της. Εν συνεχεία, ανέφερε ότι ο στρατός αναζητούσε την ίδια στην οικογενειακή οικία και ότι η μητέρα της απεβίωσε από το σοκ του περιστατικού (βλ. ερ. 17 του δ.φ.). Η Αιτήτρια δήλωσε ότι τα τέκνα της βρίσκονταν αρχικά υπό τη φροντίδα της μητέρας της και, μετά τον θάνατό της, με τη γιαγιά της. Ανέφερε ακόμη ότι, μετά τη διαφυγή της, κρυβόταν και μετακινούνταν συνεχώς μέχρι την αναχώρησή της από το Καμερούν, ενώ, όπως ισχυρίστηκε, ο θείος της, τη βοήθησε να ταξιδέψει προς τη Δημοκρατία με φοιτητική θεώρηση εισόδου (βλ. ερ. 17 του δ.φ.). Επιπλέον, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ίδρυσε το εστιατόριο μετά τη διάσταση από το σύντροφό της και πατέρα των τέκνων της, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τον χρόνο. Τέλος, δήλωσε ότι δεν εκτέθηκε σε άλλο κίνδυνο ζωής πέραν του προαναφερθέντος περιστατικού με τον στρατό και ότι δεν υπέστη σωματική βία (βλ. ερ. 18 του δ.φ.).
15. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια, αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, κατέθεσε ότι γεννήθηκε το 1983 και διέμενε στο χωριό Bali της Bamenda, στη Βορειοδυτική επαρχία του Καμερούν, μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της (βλ. ερ. 60 και 58-3Χ του δ.φ.). Δήλωσε ότι είναι άγαμη και μητέρα δύο τέκνων, ηλικίας 12 και 18 ετών, τα οποία διαμένουν με την προγιαγιά τους στη Bunda της Δυτικής επαρχίας (βλ. ερ. 57-1Χ, 5Χ, 6Χ του δ.φ.), και ότι είναι χριστιανή καθολική στο θρήσκευμα (βλ. ερ. 60 του δ.φ.). Επεσήμανε ότι φοίτησε επί επτά έτη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και ότι ομιλεί Αγγλικά και Γαλλικά (βλ. ερ. 58-1Χ, 2Χ του δ.φ.).
16. Περαιτέρω, ανέφερε ότι στη χώρα καταγωγής της διατηρούσε εστιατόριο στο Bali έως το 2016, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά, γεγονός που, κατά τους ισχυρισμούς της, οφείλεται στον σύντροφό της· στη συνέχεια εργαζόταν ως πλανόδια έμπορος φρούτων (βλ. ερ. 54-1Χ και 53-1Χ του δ.φ.). Ως προς τον πατέρα των τέκνων της, δήλωσε ότι δεν τελέσθηκε γάμος μεταξύ τους και ότι εκείνος δεν διατηρεί οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της ή με τα τέκνα. Πρόσθεσε ότι, αφότου εγκατέλειψε την κοινή τους οικία, εγκαταστάθηκε με τα παιδιά στην πατρική της οικία στο Bali, μαζί με τη γιαγιά της (βλ. ερ. 58-8Χ, 57-2Χ, 55-1Χ έως 4Χ του δ.φ.). Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια, ανέφερε ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 1997 και η μητέρα της το 2016, ενώ δήλωσε ότι έχει τέσσερα μικρότερα αδέλφια, τα οποία εξακολουθούν να διαμένουν στο Καμερούν (βλ. ερ. 58-5Χ έως 7Χ του δ.φ.).
17. Ερωτηθείσα για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, δήλωσε ότι αναχώρησε εξαιτίας του συντρόφου της, ο οποίος εντάχθηκε στους αυτονομιστές Ambazonians. Ανέφερε ότι ο τελευταίος έκανε κατάχρηση αλκοόλ, της ασκούσε σωματική βία και την απειλούσε, ενώ η ίδια του ζητούσε να αποχωρήσει από την οργάνωση, διαφορετικά θα εγκατέλειπε την κοινή τους οικία (βλ. ερ. 52-1Χ του δ.φ.).
18. Ερωτηθείσα περαιτέρω ως προς τον χρόνο αποχώρησής της από τον σύντροφό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το γεγονός συνέβη πριν από περισσότερα από πέντε έτη, χωρίς όμως να δύναται να προσδιορίσει το ακριβές έτος. Με βάση τον υπολογισμό που προέκυψε από τη δήλωσή της ότι αναχώρησε όταν η θυγατέρα της ήταν οκτώ ετών, προκύπτει ότι τούτο έλαβε χώρα περί το 2014, εκτίμηση με την οποία συμφώνησε (βλ. ερ. 52-2Χ, 3Χ του δ.φ.). Ερωτηθείσα αν υπέστη οποιαδήποτε όχληση μετά την αποχώρησή της από τον σύντροφό της, απάντησε καταφατικά, δηλώνοντας ότι το 2014 εκείνος την επισκεπτόταν στην οικία της, την απειλούσε και της ζητούσε να επιστρέψει (βλ. ερ. 52-4Χ, 51-9Χ του δ.φ.). Όταν κλήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο αναχώρησε από τη χώρα το 2021, εφόσον η τελευταία επαφή με τον σύντροφό της είχε λάβει χώρα το 2014, η Αιτήτρια δήλωσε ότι προσπαθούσε να διατηρήσει σταθερή ζωή, πλην όμως τούτο ήταν δύσκολο, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τα τέκνα και τα αδέλφια της, ιδίως μετά την καταστροφή του εστιατορίου της (βλ. ερ. 50-2Χ, 5Χ του δ.φ.). Ερωτηθείσα αν, εν τέλει, οι λόγοι της αναχώρησής της ήταν και οικονομικοί, απάντησε καταφατικά (βλ. ερ. 50-5Χ του δ.φ.), προσθέτοντας ότι «δεν είχε κανέναν να τη βοηθήσει» (βλ. ερ. 50-6Χ του δ.φ.).
19. Αναφορικά με την καταστροφή του εστιατορίου της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα μία νύχτα γύρω στο 2013, όταν η ίδια απουσίαζε (βλ. ερ. 50-7Χ, 49-1Χ του δ.φ.). Πρόσθεσε ότι θεωρεί υπαίτιο τον σύντροφό της και ότι την ίδια ημέρα κάηκαν και άλλες οικίες (βλ. ερ. 49-2Χ, 3Χ του δ.φ.).
20. Ερωτηθείσα αν κατά το χρόνο της πυρκαγιάς διέμενε ακόμη με τον σύντροφό της, η Αιτήτρια απάντησε ότι εκείνος απουσίαζε και ότι η ίδια βρισκόταν με τη γιαγιά της. Όταν της επισημάνθηκε ότι είχε προηγουμένως δηλώσει πως αποχώρησε από την κοινή οικία το 2014, γεγονός που δημιουργεί χρονική ασυνέπεια, δήλωσε ότι «δεν καταλαβαίνει» (βλ. ερ. 49-4Χ του δ.φ.).
21. Κατόπιν, υπενθυμίστηκε στην Αιτήτρια ότι κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας είχε αναφέρει πως στρατιώτες την κατηγόρησαν ότι παρείχε τροφή σε αυτονομιστές μαχητές στο εστιατόριό της, την έθεσαν υπό κράτηση για μία εβδομάδα, δραπέτευσε με τη συνδρομή φρουρού τον οποίο δωροδόκησε και, εν συνεχεία, η μητέρα της απεβίωσε από το σοκ όταν ο στρατός την αναζήτησε στην πατρική οικία (βλ. ερ. 48-1Χ του δ.φ.).
22. Ερωτηθείσα ποιος την κατηγόρησε, απάντησε ότι ήταν ο σύντροφός της, χωρίς όμως να την καταγγείλει στις Αρχές (βλ. ερ. 48-2Χ, 3Χ του δ.φ.).
23. Τέλος, ερωτηθείσα αν έχει συλληφθεί ποτέ, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Όταν της υπενθυμίστηκε ότι κατά τη συνέντευξη ευαλωτότητας είχε δηλώσει το αντίθετο, απήντησε ότι «δεν επιθυμεί να σχολιάσει» και ότι απλώς απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν (βλ. ερ. 48-4Χ έως 6Χ του δ.φ.)
24. Από την αξιολόγηση των ισχυρισμών της, προέκυψαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμοί: (α) ο πρώτος, αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της· (β) ο δεύτερος, σύμφωνα με τον οποίο υποστήριξε, ότι κινδύνευε από τον σύντροφό της· και (γ) ο τρίτος, ότι αναχώρησε για οικονομικούς λόγους.
25. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός κρίθηκε αποδεκτός, καθόσον τα στοιχεία που παρείχε συνέπιπταν με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και με το πρωτότυπο διαβατήριο της που κατέθεσε.
26. Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε, καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες επί του πυρήνα του, ενώ εντοπίστηκαν αντιφάσεις και ελλείψεις ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι οι δηλώσεις της ως προς το γιατί ο στρατός θεώρησε ότι ο σύντροφός της συνεργαζόταν με αυτονομιστές στερούνταν επαρκών εξηγήσεων, ενώ στις σχετικές ερωτήσεις απαντούσε υπεκφεύγοντας. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά το πότε εγκατέλειψε την κοινή οικία, όπως θα αναμενόταν. Οι απαντήσεις της αναφορικά με τις οχλήσεις που δεχόταν από τον σύντροφό της κρίθηκαν ασαφείς, καθώς δεν μπόρεσε να καθορίσει αυτοβούλως το έτος της τελευταίας όχλησης, αλλά συμφώνησε απλώς με το χρονικό σημείο που της υποδείχθηκε. Από το σύνολο των απαντήσεών της προέκυψε ότι είχε παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα από την τελευταία επικοινωνία με τον σύντροφό της και ότι δεν τεκμηριώθηκε υφιστάμενος προσωπικός κίνδυνος εκ μέρους του. Ως προς τον χρόνο καταστροφής του εστιατορίου της, η Αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι το περιστατικό συνέβη το 2013, ενώ νωρίτερα είχε αναφέρει το 2016, ήτοι τη χρονιά κατά την οποία απεβίωσε η μητέρα της. Η ασυνέπεια αυτή κρίθηκε ως στοιχείο που πλήττει την αξιοπιστία της, επιπλέον δε, δεν προσκόμισε περαιτέρω λεπτομέρειες, επικαλούμενη ότι απουσίαζε από τον τόπο του συμβάντος. Περαιτέρω, κατά τη σύγκριση των δηλώσεών της στις διάφορες φάσεις της διαδικασίας, διαπιστώθηκαν σημαντικές αντιφάσεις: στη συνέντευξη ευαλωτότητας είχε αναφέρει ότι συνελήφθη τον Οκτώβριο 2020 και δραπέτευσε, ενώ στη συνέντευξη ασύλου αρνήθηκε οποιαδήποτε σύλληψη και δήλωσε ότι η μητέρα της απεβίωσε το 2016 από καρδιακή προσβολή. Η διαφορά αυτή, την οποία δεν κατόρθωσε να αιτιολογήσει, κρίθηκε ουσιώδης και υπονομεύουσα την αξιοπιστία της. Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε, καθόσον οι δηλώσεις της Αιτήτριας χαρακτηρίστηκαν αντιφατικές, μη ευλογοφανείς και ανεπαρκείς ως προς το περιεχόμενό τους.
27. Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ένας πρόσθετος λόγος αναχώρησής της ήταν η αδυναμία της να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το ζην για τα τέκνα και τα αδέλφια της, μετά την καταστροφή του εστιατορίου της και ελλείψει οποιασδήποτε υποστήριξης. Η σχετική εκδοχή της κρίθηκε εύλογη, καθώς δεν υπήρχαν εξωτερικά τεκμήρια που να αντικρούουν την άποψη ότι η Αιτήτρια μετανάστευσε πρωτίστως για λόγους επιβίωσης και εργασίας. Ο ισχυρισμός αυτός έγινε δεκτός.
28. Λαμβανομένων υπόψη των δύο αποδεκτών ισχυρισμών και των πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής, εκτιμήθηκε ότι η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής στο χωριό Bali της πόλης Bamenda (Βορειοδυτική Περιφέρεια Καμερούν), θα αντιμετώπιζε ενδεχόμενα κίνδυνο λόγω της γενικευμένης κατάστασης ανασφάλειας που επικρατεί στην περιοχή.
29. Ωστόσο, κατά τη νομική αξιολόγηση, κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας κατά το άρθρο 19(2)(γ) του ίδιου Νόμου. Παρά την ύπαρξη γενικευμένης βίας στη Βορειοδυτική Περιφέρεια, η ένταση αυτής, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας —ήτοι ότι πρόκειται για ενήλικη, μορφωμένη και υγιή γυναίκα, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας και χωρίς πρότερη δίωξη— οδήγησε τους Καθ’ ων η αίτηση, στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ατομική και εξατομικευμένη απειλή σε βάρος της.
30. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η Αιτήτρια δια του συνηγόρου της δεν σχολιάζει ειδικώς τα επιμέρους ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση, ούτε και προσκόμισε οποιαδήποτε περαιτέρω μαρτυρία προς υποστήριξή των δηλώσεών της.
31. Προχωρώντας στη de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα κάτωθι:
32. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, καταρχάς συντάσσομαι με τους Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του, καθώς υπήρξε συνεκτική και ακριβής ως προς τις συναφείς δηλώσεις της. Επιπλέον, τόσο από το διαβατήριο που προσκόμισε η Αιτήτρια (βλ. ερ. 5 του δ.φ.), όσο και από εξωτερικές πηγές που παραπέμπουν οι Καθ’ ων η αίτηση, επιβεβαιώνονται οι αναφορές της.
33. Αναφορικά με τον δεύτερο και τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, συντάσσομαι επίσης με τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση. Επισημαίνεται γενικότερα ότι το αφήγημα της Αιτήτριας παρουσιάζει αντιφάσεις στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, ιδίως ως προς τον προσδιορισμό του φερόμενου φορέα δίωξής της. Χαρακτηριστικά παρατηρείται ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός της, στο σημείο όπου κλήθηκε να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δήλωσε ότι κατηγορήθηκε πως πωλούσε φαγητό στους αποσχιστές. Κατά το στάδιο της συνέντευξης ευαλωτότητας, διαφοροποίησε την εκδοχή της, αναφέροντας ότι ομάδα στρατιωτών εισήλθε στο εστιατόριό της και την κατηγόρησε ότι παρείχε τροφή σε αποσχιστές, χωρίς ωστόσο να γίνεται καμία αναφορά στον πρώην σύντροφό της. Κατά τη μεταγενέστερη συνέντευξή της, η Αιτήτρια διαφοροποίησε εκ νέου τον πυρήνα του αιτήματός της, υποδεικνύοντας ως φορέα της φερόμενης δίωξής της τον πρώην σύντροφό της, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς της, συμμετείχε στην ομάδα των αποσχιστών. Η ίδια, ωστόσο, παραδέχθηκε ότι δεν είχε καμία επαφή μαζί του από το 2014, ενώ εγκατέλειψε τη χώρα το 2021. Ταυτόχρονα, δήλωσε ότι ουδέποτε συνελήφθη ή παρενοχλήθηκε από το στρατό. Παράλληλα, ανέφερε ότι ο σύντροφός της την απείλησε πως θα την καταγγείλει στις αρχές, πλην όμως η ίδια παραδέχθηκε ότι ουδέποτε συνελήφθη, ούτε προέκυψε οποιοδήποτε περιστατικό που να καταδεικνύει αναζήτησή της από τις αρχές. Κατά τα λοιπά, συντάσσομαι με τα υπόλοιπα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση.
34. Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να διατρέχει η Αιτήτρια, στη βάση των ισχυρισμών που κρίθηκαν αποδεκτοί, επισημαίνεται ότι δεν προκύπτει, από καμία παράμετρο του προσωπικού της προφίλ, ότι συντρέχει για αυτήν κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές της περιστάσεις, ήτοι ότι πρόκειται για νεαρή γυναίκα, μητέρα δύο τέκνων, η οποία διαθέτει οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της (αδέλφια και γιαγιά), χαμηλού μεν μορφωτικού επιπέδου, πλην όμως με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, υγιής και με γνώση τόσο της αγγλικής όσο και της γαλλικής γλώσσας. Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι η ίδια εξέφρασε, είτε κατά τη συνέντευξή της, είτε ενώπιον του Δικαστηρίου, οποιονδήποτε προσωπικό ή υποκειμενικό φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης ένεκα του προφίλ.
35. Ως προς προφίλ της ως νέα μητέρα χωρίς σύντροφο, παρατίθενται πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως προς μεταχείριση των ανύπαντρων γυναικών σε διάφορες πτυχές της ζωής — στέγαση, εισόδημα, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη και κοινωνική υποστήριξη. Σύμφωνα με την πηγή αυτή, η ιδιότητα της ανύπαντρης μητέρας είναι «πολιτισμικά και κοινωνικά εξευτελιστική», ιδιαίτερα για έφηβες και άγαμες αρχηγούς νοικοκυριού. Η ίδια πηγή εξήγησε ότι μία από τις κύριες δυσκολίες για τις ανύπαντρες γυναίκες που μετακινούνται σε άλλη πόλη είναι η εύρεση στέγης ενώ αναζητούν εργασία, και «ορισμένες ανέφεραν ότι κοιμήθηκαν στους δρόμους». Επιπλέον, οι ιδιοκτήτες ακινήτων είναι απρόθυμοι να νοικιάσουν σπίτια σε ανύπαντρες γυναίκες επειδή αμφιβάλλουν για την οικονομική τους σταθερότητα. Η κυβέρνηση του Καμερούν δεν παρέχει καμία στήριξη για μετεγκατάσταση, και οι γυναίκες βασίζονται σε οικογένειες, γνωστούς ή ΜΚΟ. Η πανδημία COVID-19 επηρέασε αρνητικά την οικονομική και ψυχολογική κατάσταση των ανύπαντρων γυναικών, καθώς πολλές έχασαν τη δουλειά τους ή είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται[1]. Η International Crisis Group εξήγησε ότι «οι ανύπαντρες, διαζευγμένες ή χήρες γυναίκες έχουν χαμηλό κοινωνικό status» και αντιμετωπίζουν «σημαντικά παραδοσιακά και διοικητικά εμπόδια για την οικονομική ανεξαρτησία», με περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, στην ιδιοκτησία γης και στο κεφάλαιο[2]. Η ΜΚΟ Fair Planet, που ερευνά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη για το περιβάλλον, ανέφερε ότι στο Καμερούν – συμπεριλαμβανομένης της Βορειοδυτικής Περιφέρειας – η ιδιοκτησία γης από γυναίκες «παραμένει ταμπού», καθώς οι εθιμικοί νόμοι «περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό» το δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία περιουσίας[3]. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω γενικότερες πηγές, επισημαίνεται ότι, ως νεαρή μητέρα, παρέμεινε στη χώρα καταγωγής της επί επτά έτη μετά τη διάσταση από τον σύντροφό της, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα που να απορρέει άμεσα από το οικογενειακό της καθεστώς ή άλλο στοιχείο του προσωπικού της προφίλ. Σημειώνεται εξάλλου και η ύπαρξη οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου, αλλά και η γενικότερη ικανότητα της Αιτήτριας προς εργασία.
36. Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ειδικώς στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της, αναφέρονται τα ακόλουθα, ως προκύπτουν από έγκυρες πηγές πληροφόρησης:
37. Βάσει πληροφοριών από τον ανεξάρτητο οργανισμό ACAPS, η κρίση που ξέσπασε στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν (ήτοι στις περιφέρειες Northwest και Southwest) περί τα τέλη του 2016 οδήγησε στην εμφάνιση διαφόρων αποσχιστικών ομάδων και σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του κρατικού στρατού και των ενόπλων δυνάμεων των αυτονομιστών, που έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις αγγλόφωνες περιοχές, «αφήνοντας πάνω από 334.000 άτομα εσωτερικά εκτοπισμένα και περισσότεροι από 76.000 να αναζητούν καταφύγιο στη γειτονική Νιγηρία, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025.».[4] Εκ των όσων επίσης αναφέρονται στην ίδια πηγή, οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται στα μακροχρόνια προβλήματα στην αγγλόφωνη κοινότητα στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας, λόγω της περιθωριοποίησης τους από τη γαλλόφωνη κυβέρνηση, «που κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες περί τα τέλη του 2016».[5]
38. Οι αντιμαχόμενες πλευρές αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα»).[6]
39. Ειδικώς, σε σχέση με το χωριό Bali που υπάγεται στη Βορειοδυτική περιφέρεια (Northwest region) του Καμερούν[7], στην ετήσια έκθεση του USDOS που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2024 και αφορά το έτος 2023, εντοπίζεται αναφορά ότι τον Φεβρουάριο του 2023, πρόσωπα που φέρεται να εμπίπτουν στους αυτονομιστές, αποκεφάλισαν έναν έφηβο, τον οποίο κατηγόρησαν ότι αποκάλυψε κρησφύγετα των αυτονομιστών[8]. Επιπρόσθετα, στην ετήσια έκθεση του USDOS που εκδόθηκε το 2022 και αφορά το 2021, στις 18 Ιουλίου, σύμφωνα με πολλαπλές αναφορές, αυτονομιστές σκότωσαν πέντε αστυνομικούς στο Bali, στην περιφέρεια Mezam της Βορειοδυτικής Περιφέρειας. Η επίθεση έλαβε χώρα σε ένα σημείο ελέγχου ασφαλείας όπου οι αυτονομιστές πυροδότησαν έναν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό κοντά σε ένα αστυνομικό όχημα, μετά την οποία οι αυτονομιστές άνοιξαν πυρ εναντίον των επιβαινόντων. Στις 19 Ιουλίου, λιγότερο από 24 ώρες μετά την επίθεση στο Bali, ένα βίντεο δημοσιεύθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρουσίαζε αυτονομιστές να διαμελίζουν έναν αξιωματικό ασφαλείας.[9]
40. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας που καταγράφηκαν γενικότερα στην Βορειοδυτική (Nord-Ouest/North West) περιφέρεια του Καμερούν, στην οποία βρίσκεται ο τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, βάσει στοιχείων από το ACLED, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 17.10.2025), καταγράφηκαν 749 περιστατικά πολιτικής βίας[10], από τα οποία προκλήθηκαν 271 θανάτοι[11]. Ειδικώς, στο Bali, που συνιστά την περιοχή καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, κατά την ίδια περίοδο αναφοράς, καταγράφηκε 1 περιστατικό πολιτικής βίας, από το οποίο δεν προκλήθηκε κανένας θάνατος[12]. Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2025, ο πληθυσμός της Βορειοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, ανερχόταν στους 2,428,200 κατοίκους[13].
41. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ της, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτή διατρέχει, ούτε και κάποιο στοιχείο του προφίλ της δίδει βάσιμο έρεισμα για φόβο δίωξης.
42. Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό της προφίλ ως χριστιανής δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος. Πηγές αναφέρουν πως στο Καμερούν, οι Χριστιανοί αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, με περίπου 70% να ανήκουν σε διάφορα χριστιανικά δόγματα. Ωστόσο, υπάρχουν περιοχές όπου οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Στις βόρειες περιοχές, όπου κυριαρχεί το Ισλάμ, έχουν αναφερθεί περιστατικά κοινωνικών εντάσεων μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επιπλέον, η παρουσία εξτρεμιστικών ομάδων, όπως η Boko Haram, έχει οδηγήσει σε επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων στα βόρεια σύνορα με τη Νιγηρία και όχι στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Παρά τις προκλήσεις αυτές, οι Χριστιανοί στο Καμερούν γενικά ασκούν τη θρησκεία τους ελεύθερα.[14]
43. Καταλήγω συνεπώς, ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός ούτε από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
44. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
45. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο προσφεύγων, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43).
46. Επιπροσθέτως, δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στο χωρίο της Αιτήτριας και στην ευρύτερη περιφέρεια που αυτό εμπίπτει, δέον να εξεταστούν τα επιμέρους συστατικά στοιχεία του άρθρου 19(2)(γ) και ειδικότερα, κατά πόσον συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
47. Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
48. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28).
49. Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
50. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
51. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
52. Εν προκειμένω Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν (βλ. ανωτέρω), στην οποία εμπίπτει το χωριό Bali, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, και διαπίστωσε με βάση λοιπόν τα όσα καταγράφονται ανωτέρω, ότι στην ευρύτερη περιοχή λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη μεταξύ των δυνάμεων του στρατού της χώρας και των αποσχιστικών ομάδων που δρουν στη περιοχή. Επίσης οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν ότι εκεί λαμβάνει χώρα αδιάκριτη βία (για τη έννοια της αδιάκριτης βίας η οποία επηρεάζει πρόσωπα ανεξαρτήτως των προσωπικών τους περιστάσεων, βλ. ανωτέρω Elgafaji, σκέψη 34 ΔΕΕ, Diakite, απόφαση ημερ.30/01/2014, C-285/12, παρ.), Ενόψει των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών τα οποία αναλύθηκαν ανωτέρω φρονώ ότι η προερχόμενη από την ένοπλη σύρραξη αδιάκριτη βία αγγίζει ένα μέτριο σχετικά επίπεδο, αν και δεν εξικνείται σε τέτοιο επίπεδο ώστε μόνη η παρουσία ενός αμάχου σε αυτή να αρκεί για στοιχειοθέτηση πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, ανεξαρτήτως προσωπικών περιστάσεων.
53. Ως προς τις περιστάσεις της Αιτήτριας αυτή έχει οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, όπου μεγάλωσε και ανέπτυξε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, υγιή, χωρίς αποδεδειγμένα σημεία ευαλωτότητας ή αποδεκτό ισχυρισμό παρελθούσας δίωξης, ικανή προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή πείρα στη χώρα της. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια είναι εξοικειωμένη με την περιοχή, αλλά και του γεγονότος ότι βρισκόταν όλη τη ζωή του στο Βορειοδυτικό Τμήμα της χώρας της, άρα σε θέση να γνωρίζει και να αξιολογεί επαρκώς τους κινδύνους.
54. Ως προς δε την απόφαση επιστροφής της, δεν εγείρεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός και δεν έχει τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οτιδήποτε άλλο συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Canada, IRB, Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020–May 2022), 8.6.2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458612&pls=1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21.10.2025)
[2] International Crisis Group, Rebels, Victims, Peacebuilders: Women in Cameroon’s Anglophone Conflict, 23.02.2022, https://icg-prod.s3.amazonaws.com/307-women-in-cameroon_0.pdf σελ. 11, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21.10.2025)
[3] Fair Planet, Cameroon: Women's Land Rights Remain in Limbo, 1.5.2023, https://www.fairplanet.org/story/cameroon-women-land-rights-ownership/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21.10.2025)
[4] ACAPS, Country analysis: Cameroon, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[5] Ό.π.
[6] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights – RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[7] ACCORD -  Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation:  Cameroon, first quarter 2023, Update on incidents according to the Armed  Conflict Location & Event Data Project (ACLED) (4 September 2023) σελ. 4 διαθέσιμο σε 
  https://www.ecoi.net/en/file/local/2097340/2023q1Cameroon_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[8] USDOS - US Department of State, ‘2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon’ (23 April 2024) διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[9] USDOS - US  Department of State, ‘2021 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon’ (12 April  2022)
  διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2071166.html  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[10] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests)
[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project (βλ. πλατφόρμα Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής και είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Cameroon, Nord-Ouest) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[12] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project (βλ. πλατφόρμα Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής και είναι διαθέσιμη στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Cameroon, Nord-Ouest, Bali) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.10.2025)
[13] City population, Cameroon, Nord-Oueste (North West) διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία πρόσβασης 23.10.2025)
[14] USDOS - US Department  of State: 2023 Report on International Religious Freedom: Cameroon, 26 June  2024
  https://www.ecoi.net/en/document/2111838.html USDOS - US  Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon,  23 April 2024
  https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 6.7.2025) 
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο