D.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3563/2023, 22/10/2025
print
Τίτλος:
D.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3563/2023, 22/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  3563/2023

22 Οκτωβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

   Μεταξύ:

D.O.O.,

από Νιγηρία

                                      Αιτητής

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Γ. Βασιλόπουλος

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Β. Θωμά για Ε. Ιωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 17.08.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 15.03.2021 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, παράνομα με φοιτητική βίζα, τον Απρίλιο του 2021 μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 14.09.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 11.08.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στις 17.08.2023 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 17.08.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 05.09.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου της ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε στην προώθηση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ήτοι την παράβαση διαδικασίας διεξαγωγής της συνέντευξης και του δικαιώματος σε κατάλληλη διερμηνείας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, προβάλλοντας ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί κατάχρησης εξουσίας λόγω μη κατάλληλης διερμηνείας είναι ανυπόστατος, καθώς ο Αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική του γλώσσα και αυτός προωθείται αλυσιτελώς και παράνομα γιατί δεν επικαλείται οποιαδήποτε βλάβη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.  

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί παραβίασης διαδικασίας διεξαγωγής της συνέντευξης και του δικαιώματος σε κατάλληλη διερμηνεία

 

Είναι θέση του κ. Βασιλόπουλου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθώς δεν παρασχέθηκε στον Αιτητή διερμηνέας στην αγγλική γλώσσα κατά τη συνέντευξη του Αιτητή καθώς και ότι η συνακόλουθη διεξαγωγή της συνέντευξης από το λειτουργό CAS25, πάσχει καθώς πουθενά στο διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται κάποιο στοιχείο σχετικά με την ικανότητα του λειτουργού να χειρίζεται την αγγλική γλώσσα. Προσθέτει πως η συναίνεση του Αιτητή δια της υπογραφής των σελίδων της συνέντευξης δεν αλλάζει τα δεδομένα καθώς ο Αιτητής δεν γνώριζε για την υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση όπως μεριμνήσει για την παροχή διερμηνέα στον ίδιο και κατά τούτο η συναίνεσή του δεν είναι ολοκληρωμένη και ενημερωμένη (informed consent). Προς τούτο παραπέμπει στην απόφαση της αδελφής μου, Δικαστού και Προέδρου του ΔΔΔΠ, κας Παπαντωνίου στην υπόθεση S.A.Av. Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. 1061/2022, ημερ. 11.09.2023.

 

Στην αντίπερά όχθη οι Καθ' ων η αίτηση επισημαίνουν ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει δικογραφηθεί δεόντως και ότι εν πάσει περιπτώσει αυτός είναι αβάσιμος καθώς στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης ότι η επικοινωνία με τον Αιτητή δεν ήταν δυνατή ούτως ώστε να είναι απαραίτητη η παροχή διερμηνέα. Προσθέτει πως ο Αιτητής ενημερώθηκε από την αρχή της συνέντευξης ότι σε περίπτωση δυσκολίας στην κατανόηση ή επικοινωνία μπορούσε να ενημερώσει τον Λειτουργό που διενέργησε την συνέντευξη ενώ ο ίδιος υπέγραψε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης δηλώνοντας στο τέλος ότι έχει κατανοήσει πλήρως τις ερωτήσεις.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την σχετική επιχειρηματολογία. Επισημαίνω καταρχάς ότι, διαφωνώ με την θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των Καθ' ων η αίτηση πως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του Αιτητή δεν έχει ρητά και επαρκώς δικογραφηθεί. Συγκεκριμένα παρατηρώ ότι στο  σημείο 1 της σελίδας 2 της προσφυγής του, ο Αιτητής αναφέρει ρητά ότι «κατά την ημέρα διεξαγωγής της συνέντευξης του Αιτητή, ήτοι 11-08-2023, δεν έλαβε μέρος διερμηνέας». Αυτή η φράση συνιστά σαφή και συγκεκριμένη διατύπωση παραβίασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, με αναφορά σε ημερομηνία, στάδιο της διαδικασίας και συγκεκριμένο δικαίωμα — δηλαδή το δικαίωμα σε διερμηνεία/δέουσα επικοινωνία. Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό ότι πουθενά στο διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται κάποιο στοιχείο σχετικά με την ικανότητα του Λειτουργού να χειρίζεται την αγγλική γλώσσα, φρονώ πως ο ισχυρισμός αυτός καλύπτεται από το σημείο 8 της προσφυγής του. Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των ισχυρισμών αυτών.

 

Το ζήτημα της παροχής κατάλληλου διερμηνέα προβλέπεται στο άρθρο 18 του περί Προσφυγών Νόμου και ειδικότερα στο εδάφιο (2) αυτού το οποίο διαλαμβάνει ότι (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον Αιτητή, παρέχονται στον Αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον Αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές».

 

Τα ίδια προβλέπονται και στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), όπου στο άρθρο 12(1)(β) διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[.]

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

Είναι φρονώ ξεκάθαρες οι ως άνω διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις η παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου αυτό είναι αναγκαίο. Οι ίδιες διατάξεις, με καθαρότητα, εξειδικεύουν και το πότε κρίνεται ότι αυτό είναι αναγκαίο, διαλαμβάνοντας ότι είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών καλείται σε συνέντευξη και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα.

 

Με το ίδιο ζήτημα απασχολήθηκε και ο αδελφός μου Δικαστής Μ. Στυλιανού στην υπόθεση Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου[1] όπου αφού παρέθεσε τις ως άνω νομοθετημένες διατάξεις, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 16 «ΔΦ») και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 16-9 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξηςο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to   nor to question any of the information submitted in the interview»,  

 

βεβαιώνοντας  πως  όσα καταγράφονται (στο πρακτικό)αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 9 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 15 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

       (...)

 

Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι « The applicant stated that he  he understands and speaks the English language and does not need the help of an interpreter» (ερυθρό 52 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση).

 

Ίδια είναι και η δική μου κατάληξη. Και στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Αιτητής δηλώνει στην αίτηση ασύλου, ως μητρική του γλώσσα την αγγλική (βλ. ερ. 3 του δ.φ), ενώ η όλη συνέντευξη διεξήχθη στην αγγλική γλώσσα, χωρίς ο Αιτητής, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, να δηλώσει ότι δεν κατανοεί τα όσα ερωτάτο παρά το γεγονός ότι ήδη από την έναρξη της συνέντευξης, ο Λειτουργός του επισήμανε: «In case, during the interview you face any difficulty in understanding/or communicationplease let me know immediatelyso I can clarify/explain(βλ. ερ. 35 του δ.φ.)

 

Έπειτα, μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης, ο Αιτητής έθεσε τη μονογραφή του σε κάθε σελίδα του πρακτικού της συνέντευξης και πρόσθετα, επιβεβαίωσε με την υπογραφή του (βλ. ερ. 29 του δ.φ.) ότι:

 «I, the undersigned, confirm that all information in the  the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview».

 

Κρίσιμη ωστόσο είναι και η εξέταση του ισχυρισμού του Αιτητή, ως αυτός εκτίθεται στην σελ. 13 της γραπτής του αγόρευσης, ότι «απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η γνώση και/ή το επίπεδο γνώσης της αγγλικής από την αρμόδια λειτουργό και η ικανότητα αυτού/αυτής να προβεί σε διεξαγωγή της συνέντευξης στην αγγλική χωρίς τη συνδρομή διερμηνέα». Προς τούτο, παραπέμπει στην απόφαση της S.A.A. (ανωτέρω).

 

Το ζήτημα της επάρκειας της διερμηνείας ή, στην προκειμένη περίπτωση, της επάρκειας της γλωσσικής επικοινωνίας μεταξύ του Αιτητή και του Λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη, αγγίζει τον πυρήνα της θεμελιώδους αρχής της δίκαιης διοικητικής διαδικασίας. Το δικαίωμα του Αιτητή να ακουστεί αποτελεσματικά και να εκθέσει την υπόθεσή του με πληρότητα προϋποθέτει όχι μόνο την τυπική διεξαγωγή μιας συνέντευξης, αλλά και την ουσιαστική δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των δύο μερών.

 

Ως έχω ήδη υποδείξει, η εθνική νομοθεσία, στο άρθρο 18(2) του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει ρητά ότι παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα όπου αυτό είναι αναγκαίο, και θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο «στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές». Παρόμοια διατύπωση συναντάται και στο άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η οποία δεσμεύει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι ο αιτητής έχει την ευκαιρία να εκθέσει την περίπτωσή του στις αρμόδιες αρχές με τρόπο που να επιτρέπει την κατανόηση και την ορθή αποτύπωση των ισχυρισμών του.

 

Επομένως, το επίμαχο ερώτημα είναι αν, στην προκειμένη περίπτωση, η επικοινωνία μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί επαρκής ώστε να μη χρειάζεται διερμηνέας.

 

Ο Αιτητής στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι δεν προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο η γνώση ή το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας από το λειτουργό που διεξήγαγε τη συνέντευξη, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε ασφαλής και επαρκής επικοινωνία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, αν και αγγίζει κρίσιμο σημείο της διαδικασίας, παρουσιάζεται χωρίς συγκεκριμένη τεκμηρίωση. Ο Αιτητής δεν αναφέρει παραδείγματα ή περιστατικά που να δείχνουν ότι δεν κατανόησε ερωτήσεις, ότι υπήρξαν παρερμηνείες ή ότι η συνέντευξη περιείχε ασάφειες που θα μπορούσαν να οφείλονται σε γλωσσικό εμπόδιο. Επίσης, ως έχω ήδη υποδείξει υπέγραψε το πρακτικό της συνέντευξης, επιβεβαιώνοντας ότι κατανοούσε πλήρως τη διαδικασία και τις ερωτήσεις, και ότι οι απαντήσεις του αποτυπώθηκαν με ακρίβεια. Αυτά τα στοιχεία, φρονώ πως δημιουργούν ισχυρό τεκμήριο νομιμότητας και ορθότητας της διαδικασίας.

 

Από την άλλη πλευρά, η Διοίκηση φέρει την ευθύνη να διασφαλίζει τη «δέουσα επικοινωνία» κατά τη συνέντευξη, όπως απαιτούν ο νόμος και η σχετική Οδηγία. Αυτό συνεπάγεται ότι ο διοικητικός φάκελος πρέπει να τεκμηριώνει, έστω και έμμεσα, πως ο Λειτουργός διέθετε επαρκή γνώση της γλώσσας στην οποία διεξήχθη η συνέντευξη, με αποδεικτικά στοιχεία της γλωσσικής του επάρκειας, όπως, για παράδειγμα, το σχέδιο υπηρεσίας του ή βεβαίωση γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Το γεγονός ότι τέτοια αναφορά απουσιάζει συνιστά αναμφισβήτητα ένα διαδικαστικό κενό.

 

Ωστόσο, η έλλειψη αυτή, εξεταζόμενη αυτοτελώς, δεν αρκεί για να καταστήσει την πράξη ακυρωτέα. Απαιτείται να αποδειχθεί ή έστω πιθανολογηθεί ότι η έλλειψη επάρκειας προκάλεσε πραγματική ή ενδεχόμενη βλάβη στα δικαιώματα του Αιτητή. Η θεωρία και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι σαφείς ως προς το σημείο αυτό: η παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας συντρέχει μόνον όταν η πλημμέλεια έχει επηρεάσει ουσιαστικά το αποτέλεσμα ή έχει στερήσει τον διοικούμενο από ουσιώδη διαδικαστική εγγύηση. Όπως έχει επανειλημμένα κριθεί[2], η ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας δεν αρκεί καθ’ εαυτήν για να επιφέρει ακυρότητα, εάν δεν συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη ή στέρηση ουσιαστικού δικαιώματος. Πρόσθετα, σύμφωνα με τη νομολογία, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο διοικούμενο, τότε, για σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδεις με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως[3]. Όπως έχει αποφασιστεί, το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να επέμβει και ακυρώσει προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν η παρατυπία που διαπιστώνεται ότι εμφιλοχώρησε, έχει επηρεάσει ουσιωδώς στη λήψη της επίδικης απόφασης[4]. 

 

Εν προκειμένω ο Αιτητής δεν προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία ή ενδείξεις ότι η επικοινωνία ήταν προβληματική, ενώ ο ίδιος επιβεβαιώνει ρητά την κατανόηση της διαδικασίας και συνεπώς η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να εδράζεται σε μια αφηρημένη υπόθεση περί πιθανής ανεπάρκειας του Λειτουργού.

 

Εξάλλου, το Δικαστήριο, ασκώντας την πλήρη και ex nunc δικαιοδοσία του, έχει την αρμοδιότητα να εξετάζει εκ νέου τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης, αξιολογώντας το περιεχόμενο της συνέντευξης και τη σαφήνεια των απαντήσεων. Από την προσεκτική ανάγνωση του πρακτικού της συνέντευξης δεν προκύπτει καμία ένδειξη σύγχυσης, παρερμηνείας ή αδυναμίας κατανόησης. Το περιεχόμενο της συνέντευξης αποτυπώνει λογικές, συνεκτικές και ομαλές απαντήσεις στην αγγλική γλώσσα, γεγονός που ενισχύει το συμπέρασμα ότι η επικοινωνία υπήρξε επαρκής και ουσιαστική.

 

Ο Αιτητής, εκπροσωπούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου διά συνηγόρου, δεν προέβαλε ισχυρισμό ότι κάτι από όσα είπε καταγράφηκε εσφαλμένα ή ότι ο ίδιος δυσκολεύτηκε να κατανοήσει τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για στέρηση του δικαιώματος ουσιαστικής ακρόασης ή για παραβίαση της αρχής της δίκαιης διαδικασίας.

 

Συνεπώς, αν και η Διοίκηση όφειλε για λόγους πληρότητας και διαφάνειας να καταγράφει ρητά τη γλωσσική επάρκεια της λειτουργού και/ή να προσκομίσει ενώπιόν του Δικαστηρίου τα απαραίτητα στοιχεία προς τεκμηρίωση τούτου, η παράλειψη αυτή δεν αποδεικνύεται ότι επέδρασε δυσμενώς στην ουσία της υπόθεσης ούτε ότι επηρέασε την ορθή αποτύπωση των ισχυρισμών του Αιτητή. Πρόκειται, επομένως, για πλημμέλεια τύπου χωρίς αποδεδειγμένη ουσιαστική συνέπεια, η οποία, κατά τη νομολογία, δεν αρκεί για να οδηγήσει σε ακύρωση της διοικητικής πράξης. Τα δικαιώματα του Αιτητή δεν παραβιάστηκαν, και η διαδικασία, κρινόμενη συνολικά, παρείχε επαρκείς εγγυήσεις δίκαιης και αποτελεσματικής ακρόασης.

 

Πέραν τούτου, όπως έχει σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονιστεί, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η διοίκηση, τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εδώ τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

 

Με κάθε σεβασμό λοιπόν προς την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση S.A.A., το παρόν Δικαστήριο δεν υιοθετεί την ερμηνευτική της προσέγγιση ως προς το ζήτημα της τεκμηρίωσης της γλωσσικής επάρκειας του λειτουργού. Είναι η δική μου εκτίμηση πως η παράλειψη ρητής αναφοράς στον διοικητικό φάκελο περί του επιπέδου γνώσης της γλώσσας του Λειτουργού, χωρίς να προβάλλονται ή να πιθανολογούνται συγκεκριμένα περιστατικά που να καταδεικνύουν δυσχέρεια επικοινωνίας ή παρερμηνεία κατά τη συνέντευξη, δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας ικανή να επιφέρει ακυρότητα. Η διαπίστωση πλημμέλειας τυπικού χαρακτήρα, εφόσον δεν συνοδεύεται από ουσιαστική βλάβη στα δικαιώματα του Αιτητή, δεν αρκεί κατά τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ακύρωση διοικητικής πράξης. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν κρίνεται πλημμελής υπό το πρίσμα αυτό.

 

Ενόψει των ως άνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί όλα τα εξωτερικά και ουσιαστικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το τεκμήριο νομιμότητας της διοικητικής πράξης δεν έχει ανατραπεί, καθόσον ο Αιτητής δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι η φερόμενη πλημμέλεια επηρέασε τα δικαιώματά του ή το αποτέλεσμα της διαδικασίας.

 

Η ουσία της υπόθεσης

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της ουσίας της υπόθεσης, θεωρώ κρίσιμο να αναφερθούν καταρχήν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την όλη διοικητική διαδικασία, καθώς και κατά τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου:

  

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, καθώς του ζητήθηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του στα καθήκοντά του ως αρχιερέα, μετά τον θάνατό του, ο οποίος ήταν ο τελευταίος εν ενεργεία αρχιερέας των θεών.  Ως περαιτέρω καταγράφει, έχει επιβιώσει από πολλές απειλές μαύρης μαγείας από συγγενή του, και πως ο ίδιος αρνήθηκε τα καθήκοντα λόγω της θρησκείας του ως Χριστιανός. Μετά από προτροπή του πάστορά του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του. (Ερ. 1 του δ.φ.)

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του , ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Νιγηρίας, με τόπο καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής την πολιτεία Enugu. Είναι Χριστιανός στο θρήσκευμα, και ομιλεί την αγγλική γλώσσα και τη γλώσσα Igbo, ενώ όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση, η μητέρα του και οι έξι αδελφές του διαμένουν στη χώρα καταγωγής του και ότι ο πατέρας του απεβίωσε. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δεν έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ως προς την επαγγελματική του εμπειρία, εργάστηκε σε κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών για δύο έτη και τρεις μήνες.

 

Ακολούθως, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, υποστήριξε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή, μετά τον θάνατο του πατέρα του — ο οποίος ήταν αρχιερέας στο χωριό — του ζητήθηκε να αναλάβει τη θέση του. Δήλωσε ότι, ως πιστός Χριστιανός, δεν επιθυμούσε να αναλάβει έναν ρόλο που, κατά την άποψή του, ερχόταν σε αντίθεση με τη θρησκευτική του πίστη. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πάστοράς του τον συμβούλεψε ότι ο μόνος τρόπος για να αποφύγει την ανάληψη της θέσης ήταν να φύγει από τη χώρα. Ανέφερε επίσης ότι υπέστη πνευματικές κρίσεις και ότι, αυτές συνεχίζονταν ακόμη και στην Κύπρο, καθώς αισθανόταν ασφυκτικά κατά τη διάρκεια του ύπνου του. (Ερ. 32 του δ.φ.)

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, κληθείς να εξηγήσει κατά πόσο δέχθηκε επιθέσεις, απάντησε θετικά, αναφέροντας περιστατικό ασφυξίας (choking). Όταν ρωτήθηκε αν δέχθηκε άλλου είδους απειλές, απάντησε ότι οι φίλοι του τον συμβούλευσαν πως το καλύτερο θα ήταν να μην επιστρέψει στη χώρα του.

 

Ερωτηθείς εάν κάποιος του ζήτησε να αντικαταστήσει τον πατέρα του, απάντησε θετικά, υποδεικνύοντας τους γηραιούς («elders») του χωριού. Ο ίδιος δήλωσε ότι αρνήθηκε λόγω της θρησκευτικής του πίστης ως Χριστιανός. Ερωτηθείς εάν του συνέβη κάτι την περίοδο από το 2018 έως το 2021, απάντησε ότι τον αναζητούσαν και ότι η μητέρα του δεν τους αποκάλυπτε πού βρισκόταν. Ερωτηθείς εάν κάποιος άλλος βρίσκεται στην εν λόγω θέση, αποκρίθηκε θετικά, ωστόσο αναφέρει πως πάλι θα θέλουν να τον θυσιάσουν. Ως προς τα μέτρα αυτοπροστασίας που έλαβε, αποκρίθηκε ότι, ορισμένες φορές, κοιμόταν στην Εκκλησία και απέφευγε να βγαίνει έξω. Ερωτηθείς πως και ενώ ο πατέρας του απεβίωσε όταν ο ίδιος ήταν 16 ετών, ο ίδιος δεν ανέλαβε τη θέση όλα αυτά τα χρόνια, απάντησε πως κρυβόταν για 5 χρόνια.

 

Περαιτέρω, ως προς τη μακρά καθυστέρηση αποχώρησης από την χώρα καταγωγής του, αφότου ξεκίνησαν -κατ’ ισχυρισμόν- οι απειλές (2018–2022), αποκρίθηκε ότι η κατάσταση επιδεινωνόταν, ότι δεχόταν απειλές και ότι δεν είχε αντιληφθεί πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα. (Ερ. 30 του δ.φ.) Ως προς το τι θεωρεί ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, προέβαλε ότι θα τον θυσιάσουν (Ερ. 30 του δ.φ.) Τέλος, ως προς το κατά πόσο οι αρχές της χώρας θα του επιτρέψουν την είσοδο εκεί, αποκρίθηκε θετικά. (Ερ. 30 του δ.φ.). 

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του από τους Καθ' ων η αίτηση, διαφαίνεται ότι ο Λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και αυτός έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τις ισχυριζόμενες απειλές του Αιτητή από τους γηραιότερους του χωριού ώστε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του ως αρχιερέας, μετά τον θάνατο του. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς εκτιμήθηκε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή παρουσίαζαν ασυνέπειες, ασυνέχειες, έλλειψη ευλογοφάνειας και ελλιπείς πληροφορίες. Ειδικότερα, ο Λειτουργός σημείωσε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τη θέση που κατείχε ο πατέρας του ως αρχιερέας του χωριού, περιοριζόμενος να αναφέρει απλώς ότι εκείνος «λάτρευε είδωλα». Κατά την άποψη του Λειτουργού, δεδομένου ότι ο πατέρας του Αιτητή κατείχε τη θέση αυτή ήδη πριν από τη γέννησή του, θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο Αιτητής θα είχε γνώση των σχετικών καθηκόντων και ευθυνών, ιδίως αφού η άρνησή του να αναλάβει τη θέση (λόγω θρησκείας) αποτέλεσε, σύμφωνα με τον ίδιο, έναν από τους κύριους λόγους φυγής του.

Περαιτέρω, ο Λειτουργός θεώρησε ότι παρουσιάζεται έλλειψη πληροφοριών ως προς τη φερόμενη δίωξη («πνευματικές επιθέσεις») που ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε, και οι οποίες, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, συνεχίζονται ακόμη και στην Κύπρο. Διαπιστώθηκε, κατά την εκτίμηση του Λειτουργού, έλλειψη συνοχής ανάμεσα στις ισχυριζόμενες πνευματικές απειλές και στην απόφαση του Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα, εφόσον, όπως ανέφερε, οι απειλές εξακολουθούν. Ερωτηθείς σχετικά, απάντησε ότι δεν του συνέβη τίποτα άλλο, ενώ πρόσθεσε ότι οι φίλοι του τού είπαν να μην επιστρέψει στο χωριό.

 

Κατά την κρίση του Λειτουργού, η αφήγησή του παρουσίαζε επίσης ελλιπείς πληροφορίες ως προς τα γεγονότα που ακολούθησαν την άρνησή του να αναλάβει τη θέση, καθώς δεν κατόρθωσε να περιγράψει με σαφήνεια την αντιμετώπισή του από τους γηραιούς. Αρκέστηκε να δηλώσει ότι, μετά την άρνησή του, εκείνοι του φώναζαν και του είπαν πως θα τον θυσιάσουν. Όσον αφορά τη δική του αντίδραση, ανέφερε μόνο ότι απευθύνθηκε στον πάστορά του, ο οποίος τον συμβούλεψε να φύγει. Επιπλέον, ο Λειτουργός εντόπισε χρονικές ασυνέχειες και ασάφειες στα λεγόμενά του, καθώς ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα το 2021, χωρίς να εξηγήσει επαρκώς γιατί δεν το έπραξε νωρίτερα, παρά το ότι, κατά δήλωσή του, οι απειλές κλιμακώνονταν («things were escalating»). Σε διευκρινιστική ερώτηση, επανέλαβε μόνο την αναφορά στη φράση περί «θυσίας», χωρίς περαιτέρω επεξήγηση.

 

Επιπρόσθετα, ο Λειτουργός επισήμανε ότι παρατηρούνται ασυνέπειες στα λεγόμενά του ως προς το εάν κρυβόταν και τον τρόπο με τον οποίο εντοπιζόταν, αφού ανέφερε ότι, όταν οι γηραιοί επισκέπτονταν τον χώρο εργασίας του, εκείνος «κλείδωνε την πόρτα». Επίσης, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο πατέρας του είχε αποβιώσει όταν ο ίδιος ήταν δεκαέξι ετών, χωρίς ωστόσο να εξηγήσει γιατί δεν ανέλαβε τη θέση στα επόμενα χρόνια. Συνολικά, ο Λειτουργός κατέληξε ότι, εφόσον ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι κρυβόταν για πέντε έτη χωρίς να υποστεί καμία ενέργεια εναντίον του, δεν αποσαφήνισε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει τη χώρα το 2021, ούτε παρείχε πειστικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη ή ένταση της επικαλούμενης δίωξης. Επισήμανε ακόμη ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή, τη θέση του πατέρα του ανέλαβε εν τέλει το γηραιότερο μέλος της κοινότητας, γεγονός που, κατά την άποψη του Λειτουργού, καθιστά μη εύλογη την εκτίμηση ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, θα τον θυσιάσουν. Τέλος, ο Λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λεγόμενα του Αιτητή χαρακτηρίζονταν από εσωτερικές ασυνέπειες και ασυμβατότητες, τόσο σε σχέση με τα γεγονότα που περιέγραψε όσο και σε σχέση με εξωτερικές πηγές αναφορικά με τις φερόμενες απειλές λόγω άρνησης ανάληψης ηγετικής θέσης.

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ο Λειτουργός ανατρέχοντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, κατέληξε ότι, σύμφωνα με αυτές, δεν υπάρχουν συνέπειες για κάποιον που αρνείται έναν αρχηγικό τίτλο, ότι οι τίτλοι αυτοί σπάνια απορρίπτονται και ότι ο εξαναγκασμός είναι σπάνιος και όχι πιθανός (βλ. ερ. 50 με παραπομπή στα ερ. 43-41 του δ.φ.).

 

Κατά συνέπεια, δεδομένων των ασυνεπειών, της ασυνέχειας, της έλλειψης επαρκών πληροφοριών και της απουσίας ευλογοφάνειας στους ισχυρισμούς του Αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

Εν συνεχεία, ο Λειτουργός προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού. Κατά την εκτίμηση αυτή ο Λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Παρατέθηκαν σχετικώς πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη πολιτεία Enugu, καταλήγοντας πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως στην εν λόγω πολιτεία δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων. Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στο τόπο καταγωγής και διαμονής του Aιτητή ο Λειτουργός ομοίως κατέγραψε ότι στη πολιτεία Enugu, δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής σύρραξης.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τις ισχυριζόμενες απειλές του Αιτητή από τους γηραιότερους του χωριού ώστε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του ως αρχιερέας, μετά τον θάνατο του συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο Λειτουργός και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του Αιτητή (Ερ. 52-50 του δ.φ.) Η αξιολόγηση του Λειτουργού  φρονώ πως είναι  εύλογη και τεκμηριωμένη, καθώς στηρίζεται σε ουσιαστικές αντιφάσεις, ασυνέχειες, ελλείψεις συνοχής και ελλείψεις επαρκών πληροφοριών που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

  

Ιδιαίτερης σημασίας, είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σοβαρότητα των ισχυριζόμενων απειλών και στην καθυστερημένη απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αν και, κατά τους ισχυρισμούς του, δεχόταν πιέσεις ήδη από τo 2018, εντούτοις δεν εγκατέλειψε τη Νιγηρία παρά μόνο πέντε (5) έτη μετέπειτα, ήτοι το 2021. Δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας αλλά ούτε και ανέφερε πως απευθύνθηκε στην αστυνομία, παρά το ότι υποστηρίζει πως απειλούνταν η ζωή του. Η στάση αυτή, παθητική και αντιφατική, δεν συνάδει με τη συμπεριφορά κάποιου που πράγματι βρίσκεται σε διαρκή και σοβαρό κίνδυνο. Η εξήγηση που δίνει -ότι ορισμένες φορές κοιμόταν στην εκκλησία και δεν έβγαινε έξω, και πως ορισμένες πήγαινε σε διαφορετικά υποκαταστήματα- δεν αρκεί, καθώς δεν τεκμηριώνει επαρκώς την απόφασή του, ούτε συνοδεύεται από κάποια έμπρακτη απόπειρα προστασίας. Τέλος, όταν ρωτήθηκε πώς προστατεύει τον εαυτό του από τις ισχυριζόμενες πνευματικές επιθέσεις, δεδομένου ότι — σύμφωνα με τα λεγόμενά του — αυτές συνεχίζονται, απάντησε ότι μεταβαίνει στην Εκκλησία, νηστεύει και ότι έχει βρει τρόπο να τις διαχειρίζεται.

 

Συνοψίζοντας, η εκτίμηση του Λειτουργού ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασυνέχειες, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Η αξιολόγηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές της αξιολόγησης αξιοπιστίας που προβλέπονται στη σχετική νομολογία και διοικητική πρακτική περί ασύλου. Για τους λόγους που έχω προαναφέρει, συντάσσομαι με την κατάληξη του Λειτουργού περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με τη θέση του αρχιερέα στο πλαίσιο των παραδοσιακών θρησκειών της Νιγηρίας, καθώς και τον ενδεχόμενο κίνδυνο που μπορεί να διατρέξει κάποιος από μέλη του μαντείου ή της κοινότητας σε περίπτωση άρνησης διαδοχής του πατέρα του στη θέση αυτή, από την οποία προέκυψαν τα εξής:

 

·                Σε έκθεση της EUAA του 2017 αναφέρεται ότι πριν τον Ισλαμισμό και τον Χριστιανισμό οι λαοί της Νιγηρίας είχαν δικές τους παραδοσιακές θρησκείες. Πνευματικοί ηγέτες και άτομα με εξουσία οργανώνονται σε μυστικές κοινωνίες αλλά η ύπαρξή τους είναι κοινώς γνωστή.[5] Στην ίδια έκθεση σε σχέση με τις θέσεις ισχύος σε παραδοσιακές θρησκείες, αναφέρεται ότι πρόκειται για ιερείς, άτομα με καθήκοντα για διενέργεια τελετουργιών, άτομα με θρησκευτικές γνώσεις και εμπειρία στην κατασκευή φυλαχτών.[6] Το αξίωμα του αρχιερέα δεν μεταβιβάζεται απαραίτητα στον μεγαλύτερο υιό και δεν θεωρείται προσβολή των θείων αν αρνηθεί κάποιος τον ρόλο του αρχιερέα.[7] Συνήθως, το άτομο που διαδέχεται τον αρχιερέα προετοιμάζεται από νεαρή ηλικία. Επικίνδυνο είναι να φύγει κάποιος που είναι ήδη αρχιερέας ή κατέχει άλλο σημαντικό θρησκευτικό ρόλο, αλλά δεν υπάρχουν αναφορές ότι τέτοιοι ρόλοι επιβλήθηκαν δια της βίας σε κάποιον καθώς ο διάδοχος πρέπει να ενδιαφέρεται και να είναι ικανός για τον ρόλο.[8]

 

·                Αναφορικά με την άρνηση κάποιου να αναλάβει τον ρόλο ιερέα δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένα περιστατικά για τα άτομα που αρνήθηκαν, να αντιμετώπισαν κάποιου είδους απειλές ή βία. Περαιτέρω, δεν είναι σύνηθες για κάποιον στην Νιγηρία να αρνηθεί τέτοιου είδους ρόλο, διότι είναι σαν να αρνείται θέση εξουσίας αλλά ακόμη κι αν αρνηθεί για θρησκευτικούς λόγους, υπάρχουν άλλοι οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν τον ρόλο ιερέα ή θρησκευτικού ηγέτη σε παραδοσιακές θρησκείες της Νιγηρίας γενικότερα.[9] Με βάση απάντηση του IRB[10] (Immigration and Refugee Board of Canada) σχετικά με τις συνέπειες άρνησης του τίτλου αρχιερέα, στις νότιες και κεντρικές περιοχές της Νιγηρίας, η λαϊκή πεποίθηση που είναι ευρέως διαδεδομένη στη νότια Νιγηρία είναι ότι το επάγγελμα του αρχιερέα δεν μπορεί να αποκτηθεί, να διδαχθεί, να μεταδοθεί ή να κληρονομηθεί, αφού τις περισσότερες φορές αποκτάται αυτόματα μετά από προφητεία και χρησμό, ενώ ένα άτομο θα μπορούσε να γίνει αρχιερέας ή σαμάνος (shaman) κληρονομικά, με τον ρόλο του παραδοσιακού ιερέα να μεταβιβάζεται συχνότερα από γενιά σε γενιά. Σχετικά με τον τρόπο επιλογής αρχιερέων αναφέρεται ότι η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι ο υποψήφιος πρέπει να συνδέεται με τη συγκεκριμένη θεότητα ιστορικά και γενεαλογικά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιλογή καθορίζεται από τη θεότητα μέσω μαντείας, είτε άμεσης προσωπικής έμπνευσης.[11] Σε άλλες περιπτώσεις, ο υποψήφιος επιλέγεται σύμφωνα με ένα πλαίσιο διαδοχής βάσει ιερατικής συγγένειας ή της ιδιότητας μέλους ενός χωριού ή μιας φυλής.[12] Η ίδια πηγή αναφέρει πως δεν τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο τίτλος δύναται να απορριφθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις τοπικές πεποιθήσεις, ο τίτλος αυτός δεν προσφέρεται από ανθρώπους, αλλά γίνεται αυτόματα αποδεκτός, καθότι στις περισσότερες περιπτώσεις χορηγείται από τους θεούς πολύ πριν από τη γέννηση του ατόμου.[13] Μια από τις συνέπειες αυτής της άρνησης μπορεί να είναι η μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή αναγκαστική εκδίωξη από τη κοινότητα σε πιο σοβαρές περιπτώσεις.[14] Όταν ο τίτλος είναι κληρονομικός το πρόσωπο αυτό οφείλει να αποδεχθεί την προσφορά αλλά, αν για κάποιο λόγο αρνηθεί, η κοινότητα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να εξεύρει αντικαταστάτη.[15] Σε μια τέτοια περίπτωση, η κοινότητα θα αφήσει στην εκάστοτε θεότητα να αποφασίσει, παρόλο που υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις όπου τέτοια άτομα έχουν συστηματικά αποκλειστεί από τις εκδηλώσεις της κοινότητας.[16] Η έκθεση αναφέρει ότι παρόλο που ο τίτλος του αρχιερέα εξακολουθεί να είναι "ανεκτός", εντούτοις στην πράξη είναι παράνομο, καθώς ορισμένες από τις αρμοδιότητές τους απαγορεύονται από τη νομοθεσία της Νιγηρίας, όπως η μαγεία, η δίκη με δοκιμασία και οι πρακτικές που σχετίζονται με Juju.[17]

 

Τα δεδομένα που αντλούνται από τις ως άνω πηγές, επιβεβαιώνουν  τη θέση του αρχιερέα στις παραδοσιακές θρησκείες και τις κοινότητες στην Νιγηρία. Ωστόσο, όπως καταγράφεται, η διαδοχή της θέσης, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι κληρονομική, συνήθως τα άτομα δεν αρνούνται να την αποδεχθούν καθότι είναι ένδειξη κύρους και εξουσίας. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι σε περίπτωση άρνησης θα υπήρχαν γενικά αρκετοί άλλοι που θα είχαν τα προσόντα και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν. Ο ισχυρισμός του Αιτητή, ότι δηλαδή σε περίπτωση επιστροφής του θα τον θυσιάσουν, ακόμη και αν έχει διευθετηθεί το θέμα της διαδοχής της θέσης, δεν βρίσκει έρεισμα στις εξωτερικές πήγες πληροφόρησης, εφόσον διαφαίνεται ότι ήδη βρέθηκε άτομο προς πλήρωσή της.

 

Πρόσθετα, δεν υπάρχουν ενδείξεις από εξωτερικές πηγές ότι άτομα πιέζονται σήμερα να «αναλάβουν» τη θέση ειδωλολάτρη αρχιερέα, ούτε ότι αντιμετωπίζουν φυσικές ή υπαρξιακές απειλές για την άρνησή τους.

 

Τα ανωτέρω έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του Αιτητή, ο οποίος υποστηρίζει ότι απειλείται με θάνατο (θυσία από τους γηραίους) επειδή αρνήθηκε να αναλάβει μια τέτοια θέση. Συνεπώς, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή δεν τεκμηριώνεται. Ούτε προκύπτει κάποια συνέπεια σε περίπτωση άρνησης διαδοχής της θέσης, πέρα από τη μόνιμη απώλεια αυτού του τίτλου στην οικογενειακή γραμμή διαδοχής ή την αναγκαστική εκδίωξη από την κοινότητα, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις. Έτσι, ο ισχυρισμός του στερείται επαλήθευσης από πηγές πληροφόρησης και φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο σε υποκειμενικές πεποιθήσεις ή ερμηνείες των γεγονότων, παρά σε πραγματικές περιστάσεις που μπορούν να αξιολογηθούν ως κίνδυνος δίωξης.

 

Καταλήγοντας, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται αντικειμενική βάση για να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής διώκεται λόγω άρνησης ανάληψης της θέσης του αρχιερέα, καθώς οι εν λόγω πρακτικές δεν ασκούνται πλέον με καταναγκαστικό χαρακτήρα ούτε συνοδεύονται από τις επιπτώσεις που εκείνος επικαλείται. Ως εκ τούτου, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έχει θεμελιωθεί.

 

Επιπλέον, κανένας φόβος δίωξης και/ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης δεν προκύπτει από τη θρησκεία του Αιτητή (Χριστιανισμός), καθώς σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στη Νιγηρία για το 2023, χριστιανισμός είναι η δεύτερη δημοφιλέστερη θρησκεία συνολικά στη χώρα με ποσοστό 48,1% και αποτελεί σημαντική πλειοψηφία στα νότια της Νιγηρίας, όπου συμπεριλαμβάνεται ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.[18] Ούτε, επίσης, προκύπτει τέτοιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος λόγω της εθνοτικής καταγωγής του Αιτητή, καθώς σύμφωνα με έτερη εξωτερική πηγή, η φυλή του Αιτητή (Igbo), η οποία κυρίως εμφανίζεται στα ανατολικά, αποτελεί μία εκ των τριών κύριων φυλών στη χώρα του.[19] Από το προφίλ του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος συναρτώμενος με το προφίλ του, ούτε και ο Αιτητής ήγειρε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί αυτού. 

 

Τέλος, οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τις πνευματικές απειλές που δέχθηκε, καθώς και η αναφορά του ότι αυτές συνεχίζονται και στην Κύπρο, δεν αρκούν από μόνες τους για να καταστήσουν αποδεκτό τον ισχυρισμό του, παρά τον εντοπισμό πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την πίστη σε φαινόμενα μαγείας (πνευματικές επιθέσεις) στη χώρα καταγωγής του. Η πίστη σε μαγικές πρακτικές δεν επαρκεί ως στοιχείο για να τεκμηριώσει προσωπική απειλή, ειδικά όταν δεν παρουσιάζονται συγκεκριμένα στοιχεία που να συνδέουν άμεσα τον ίδιο με τέτοιου είδους επιθέσεις ή απειλές. Ως εκ τούτου, η απλή ύπαρξη των πεποιθήσεων δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης με βάση προσωπικά χαρακτηριστικά ή ακόμα και πεποιθήσεις του Αιτητή. Απαιτούνται σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Αιτητής στοχοποιείται συγκεκριμένα λόγω αυτών των παραγόντων, κάτι που δεν προκύπτει από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου.  

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι: 

 

«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[20] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[21], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[22]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[23] προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και στην περιοχή συνήθους διαμονής του του Αιτητή όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·                Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς[24].

 

·                Σύμφωνα με την ανάλυση του επιπέδου επικινδυνότητας της Νιγηρίας, η ιστοσελίδα Crisis 24, αναφέρει ότι η Νιγηρία αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις σε θέματα ασφάλειας. Οι κοινωνικές και εργατικές αναταραχές είναι συχνό φαινόμενο, το οποίο εκδηλώνεται με διαμαρτυρίες στους δρόμους και απεργίες στα κύρια αστικά κέντρα. Επίσης, παρουσιάζονται κοινοτικές διενέξεις και/ή συγκρούσεις που έχουν στο επίκεντρο τους πόρους (resource-based) στις αγροτικές περιοχές. Η απουσία μιας ολοκληρωμένης σφαιρικής λύσης στα ζητήματα που άπτονται της κτηνοτροφίας (pastoralist conflict) έχει τροφοδοτήσει τη βία στην κυρίως γεωργική Μέση Ζώνη (agricultural Middle Belt), στο παρασκήνιο εθνοπολιτικών εντάσεων. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις που πηγάζουν από τις ομάδες Boko Haram και Ισλαμικό Κράτος (Islamic State in West Africa Province/ISWAP) συνεχίζουν να αποτελούν μια διαρκή, αν και γεωγραφικά περιορισμένη, απειλή στην απομακρυσμένη βορειοανατολική περιοχή της Νιγηρίας και στις συνοριακές περιοχές με γειτονικές χώρες[25]. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Enugu η οποία είναι η πολιτεία καταγωγής του και στην οποία εξακολουθούν να διαμένουν η μητέρα και οι αδελφές του και την οποία ο ίδιος δήλωσε ως τόπο συνήθους διαμονής του.  Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, κατά το τελευταίο έτος 08/08/24 με 08/08/25 καταγράφηκαν 95 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 84 θανάτους.[26]  Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu, σύμφωνα με πρόβλεψη του 2022, ανέρχεται σε 4,690,100 κατοίκους.[27]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι ενήλικας άντρας, υγιής, με επαρκή μόρφωση και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, με συγγενείς πρώτου βαθμού στην χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Ρ.Ο.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υποθ. αρ. 3534/2023, 14.02.2024

[2] Λούκας Παπαλούκας κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, 3 Α.Α.Δ. 656.

[3] Τσούντας Χρυσόστομος ν. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου κ.α. υπόθεση αρ. 297/2013 κ.α., 24.03.2016, ECLI:CY:AD:2016:D167.

[4] Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Δημοκρατία ν. Ροδιά (1991) 3 A.A.Δ. 577584

[5] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017, σ. 52
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[7] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf 

[8] EUAA, Nigeria - Country Focus, June 2017
https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[9] EASO, Country of Origin Report, Nigeria Country Focus, June 2017, p. 61, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1400411/90_1496729214_easo-country-focus-nigeria-june2017.pdf

[10] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[11] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[12] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[13] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[14] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[15] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[16] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[17] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada - Nigeria: Consequences for a person refusing a chief priest or a shaman [also called fetish priest] title for which they have been selected in south and central Nigeria; state protection (2019-October 2021), 12 November 2021 https://www.ecoi.net/en/document/2066541.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[18] USDOS - U.S. Department of State, "2023 Report on International Religious Freedom: Nigeria", https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/nigeria/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

[19] Ecoi.net, "Nigeria - Country briefing", https://www.ecoi.net/en/countries/nigeria/briefing/#ftn13 

(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/08/2025)

 

[20] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[21] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[22] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[23] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[24] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης

 https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria 

[25] Crisis 24, Τελευταία Ενημέρωση: 22.08.2025

https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/nigeria

[26] ACLED Explorer, Nigeria, South-west: Enugu, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/platform/explorer  (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 22/08/2025)

[27] City Population: Nigeria, Enugu: https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA014__enugu/ (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 22/08/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο