R.K.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3886/2024, 15/10/2025
print
Τίτλος:
R.K.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 3886/2024, 15/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3886/2024

15 Οκτωβρίου, 2025

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R.K.A.

Αιτητού,

και

            Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Ο Αιτητής είναι παρών.

X Mατθαίου (κα.), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ι. Χαραλάμπους  (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Aιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 19.8.2024, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης έχουν ως εξής: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: «ΛΔΚ») και περί τις 23.12.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 30.11.2023 αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου της αίτησής του, καθότι δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του για σκοπούς διενέργειας της συνέντευξής του. Στις 3.4.2024, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του, το οποίο εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) στις 15.7.2024, οπότε και προχώρησε η εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η συνέντευξη του Αιτητή πραγματοποιήθηκε στις 12.8.2024. Ακολούθως, στις 3.9.2024, υποβλήθηκε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας και για επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε στις 15.9.2024 από τον Προϊστάμενο. Η απορριπτική αυτή απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19.9.2024

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, προβάλλει ως μοναδικό λόγο της υπό κρίση προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας.

3.             Αντιθέτως, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή αποτελεί προϊόν δέουσας έρευνας. Περαιτέρω, παραπέμπουν στον διοικητικό φάκελο, όπου, στο πλαίσιο της εγκριθείσας Έκθεσης/Εισήγησης, καταγράφονται τα επιμέρους ευρήματά τους, και προβάλλουν ότι, βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Το νομικό πλαίσιο

1.             Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

2.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2023 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

3.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2025 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

4.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

5.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

6.             Ως προς τον προωθούμενο λόγο προσφυγής περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

 

7.              Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI: EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

8.             Προχωρώντας στην ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, σημειώνεται ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του —και ειδικότερα στο πεδίο αναγραφής των λόγων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του— ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα εξαιτίας της δίωξης την οποία υπέστη από τον πατέρα της συντρόφου του, ο οποίος φέρεται ότι υπηρετεί ως στρατιωτικός και τον αναζητά με σκοπό τη δολοφονία του.

 

9.             Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1996 στην πόλη Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, όπου και μεγάλωσε. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι η μητέρα του είναι οικοκυρά και ο πατέρας του έμπορος, ενώ διαθέτει τέσσερις αδελφές και δύο αδελφούς. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι εργάστηκε επί τέσσερα έτη ως υπεύθυνος σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών. Δήλωσε χριστιανός καθολικός ως προς το θρήσκευμα και φυλετικής καταγωγής Mungala.

 

10.          Ερωτηθείς σχετικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής, στο πλαίσιο της ελεύθερης αφήγησής του, ανέφερε ότι η σύντροφός του έμεινε έγκυος και ο ίδιος προσπάθησε να βρει τρόπο να προβεί σε έκτρωση. Όπως δήλωσε, της προμήθευσε κάποια φάρμακα, με αποτέλεσμα εκείνη να αρχίσει να αιμορραγεί. Όταν ο πατέρας της, ο οποίος ήταν αστυνομικός, πληροφορήθηκε το γεγονός, απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Οι γονείς του Αιτητή, εκτιμώντας ότι η απειλή αυτή ήταν σοβαρή, τον συμβούλευσαν να εγκαταλείψει τη χώρα.

 

11.          Ακολούθως, υποβλήθηκαν στον Αιτητή διευκρινιστικού χαρακτήρα ερωτήματα αναφορικά με τη σχέση του με τη σύντροφό του, τις περιστάσεις της εγκυμοσύνης της και της διαδικασίας της αποβολής, καθώς και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ειδικότερα, κλήθηκε να διευκρινίσει τον τρόπο με τον οποίο η σύντροφός του έλαβε τα φάρμακα, τις τυχόν παρενέργειες που προκλήθηκαν, την επικοινωνία που είχε μαζί της μετά το περιστατικό, τις απειλές που δέχθηκε από τον πατέρα της, καθώς και τις πιθανές συνέπειες που εκτιμά ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

12.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση απομόνωσαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, και ο δεύτερος ως προς τον κίνδυνο που διάτρεχε από τον πατέρα της κοπέλας με την οποία διατηρούσε δεσμό κι εγκυμονούσε το μωρό του, όμως απέβαλε.

 

13.          Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι οι επιμέρους δηλώσεις του ήταν αρκούντως συγκεκριμένες και συνεκτικές, ευρισκόμενες σε συμφωνία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

14.          Ο δεύτερος ισχυρισμός, ωστόσο, έτυχε απόρριψης. Βάσει των ευρημάτων των Καθ’ ων η Αίτηση, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες αναφορικά με το αίτημά του, ενώ εντοπίστηκαν πολλαπλές αντιφάσεις στα λεγόμενά του. Ειδικότερα, ο Αιτητής παρουσίασε αντιφάσεις ως προς το πότε ενημερώθηκε για την εγκυμοσύνη της συντρόφου του, καθώς σε ένα σημείο ανέφερε ότι ενημερώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 (Π.Β. ερ. 75 4Χ), ενώ αλλού δήλωσε ότι το έμαθε τον Ιούλιο του 2020 (Π.Β. ερ. 74 1Χ). Αντιφάσεις εντοπίστηκαν επίσης ως προς το χρονικό διάστημα που θα έπρεπε να λάβει τα χάπια ώστε να σταματήσει η αιμορραγία μετά την αποβολή, καθώς σε ένα σημείο ανέφερε ότι επρόκειτο για τέσσερις ημέρες (Π.Β. ερ. 73 2Χ), ενώ αλλού δήλωσε ότι διήρκεσε μία εβδομάδα (Π.Β. ερ. 70 4Χ).

 

15.          Περαιτέρω, ο Αιτητής προέβαλε αντιφατικές δηλώσεις σχετικά με την επίσκεψη του πατέρα της κοπέλας στο σπίτι του· αρχικά ανέφερε ότι τον είδε στον κήπο του σπιτιού του τον Σεπτέμβριο 2021 (Π.Β. ερ. 69 3Χ 4Χ), ακολούθως ότι άκουσε τη φωνή του και τον αναγνώρισε χωρίς να τον δει, ενώ αργότερα δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να καθορίσει πότε ακριβώς έλαβε χώρα η επίσκεψη, προσδιορίζοντάς την τελικά στις 5 ή 6 Σεπτεμβρίου (Π.Β. ερ. 68 1Χ 2Χ). Ερωτηθείς αν ο πατέρας της κοπέλας τον επισκέφθηκε ξανά, απάντησε αρνητικά (Π.Β. ερ. 69 2Χ).

 

16.          Επιπλέον, εντοπίζονται αντιφάσεις ως προς την ηλικία της κοπέλας και τον χρόνο εγκυμοσύνης της, καθώς ο Αιτητής ανέφερε ότι ήταν 18 ετών κατά την εγκυμοσύνη της (Π.Β. ερ. 76 1Χ), ενώ από τα δικά του λεγόμενα προκύπτει ότι το 2020 η κοπέλα θα ήταν 14 ετών (Π.Β. ερ. 67 4Χ). Αντιφάσεις εντοπίζονται και ως προς τη δική του ηλικία, αφού ο Αιτητής ανέφερε ότι τότε ήταν 22 ετών (Π.Β. ερ. 66 1Χ), ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε 24 ετών. Οι ανωτέρω αντιφάσεις, σε συνδυασμό με την αδυναμία του Αιτητή να απαντήσει με σαφήνεια σε βασικά χρονικά και πραγματικά στοιχεία, οδήγησαν τις Καθ’ ων η Αίτηση στο συμπέρασμα ότι τα λεγόμενά του στερούνται εσωτερικής συνέπειας και θίγουν την αξιοπιστία του, με αποτέλεσμα η αφήγησή του να μην καθίσταται αποδεκτή. Στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, ήτοι των προσωπικών του στοιχείων, της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. και λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι δεν έχει υποστεί στην χώρα καταγωγής του οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι ο Αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ..

 

17.          Προχωρώντας στην νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε και κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

18.          Στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας ο Αιτητής παρέμεινε σταθερός ως προς τον πυρήνα του αιτήματός του. Ωστόσο, ζητηθείς, δια της συνηγόρου του, να απαντήσει στις εντοπισθείσες αντιφάσεις από τους Καθ’ ων η αίτηση αποκρίθηκε ότι δεν είχε οτιδήποτε περαιτέρω να σχολιάσει.

19.          Προχωρώντας στη de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα κάτωθι:

 

20.          Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή καταρχάς συντάσσομαι με τους Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του καθώς υπήρξε συνεκτικός και ακριβής ως προς τις συναφείς δηλώσεις του. Επιπλέον, τόσο από το διαβατήριο που προσκόμισε ο Αιτητής (Π.Β. ερ. 6), όσο και από εξωτερικές πηγές που παραπέμπουν οι Καθ’ ων η αίτηση, επιβεβαιώνονται οι αναφορές του.

 

21.          Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, περί δίωξής του από τον πατέρα της συντρόφου του, παρατηρείται ότι οι δηλώσεις του παρουσιάζουν σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις, ασάφειες και ελλείψεις ευλογοφάνειας. Ο Αιτητής, γεννηθείς το 1996, ανέφερε ότι κατά το έτος 2024, όταν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή του, η σύντροφός του ήταν 18 ετών, ενώ, όπως δήλωσε, είχαν διαφορά ηλικίας τριών έως τεσσάρων ετών (Π.Β. ερ. 76). Εφόσον, όμως, το 2024 ο ίδιος ήταν 28 ετών, προκύπτει διαφορά ηλικίας δέκα ετών, γεγονός που συνιστά ουσιώδη χρονική αντίφαση. Περαιτέρω, ανέφερε ότι η σχέση του με τη σύντροφό του διήρκεσε έξι έως επτά έτη και ότι άρχισε όταν ο ίδιος ήταν περίπου 20 ετών. Δεδομένου ότι η σύντροφός του φέρεται να ήταν 18 ετών το 2024, προκύπτει ότι κατά την έναρξη της σχέσης θα ήταν μόλις 10 έως 11 ετών, στοιχείο που καθιστά τον ισχυρισμό περί πολυετούς δεσμού προδήλως μη ευλογοφανή. Ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της συντρόφου του, ο Αιτητής δήλωσε αρχικώς ότι το έμαθε τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν εκείνη ήταν δύο μηνών έγκυος (Π.Β. ερ. 75), ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε ότι τον Ιούλιο του 2020 αγόρασε τα φάρμακα που η ίδια έλαβε. Ερωτηθείς για την προφανή αυτή αντίφαση, διαφοροποίησε την απάντησή του χωρίς να δώσει πειστικές εξηγήσεις.

 

22.          Περαιτέρω, οι αναφορές του Αιτητή ως προς τις απειλές από τον πατέρα της συντρόφου του, καθώς και το περιστατικό της άφιξής του στην οικία του, χαρακτηρίζονται από γενικότητα και έλλειψη βιωματικότητας. Ο Αιτητής ανέφερε ότι ουδέποτε γνώρισε ή επικοινώνησε με τον πατέρα της συντρόφου του, ενώ ισχυρίστηκε ότι εκείνος εμφανίστηκε στο σπίτι του μόνον μία φορά, ένα έτος μετά το περιστατικό της αποβολής, χωρίς προηγουμένως να έχει υπάρξει οποιαδήποτε επαφή ή απειλή. Η περιγραφή αυτή, αόριστη και χωρίς συγκεκριμένες λεπτομέρειες ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τις συνθήκες του περιστατικού, δεν παρίσταται πειστική. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι η σύντροφός του λάμβανε «χάπια για την απώλεια αίματος» επί ένα έτος (Π.Β. ερ. 70) δεν παρίσταται εύλογος. Ερωτηθείς να το αιτιολογήσει, ο Αιτητής περιορίστηκε να απαντήσει ότι «μετά από ένα σημείο δεν ήταν δικό του πρόβλημα», απάντηση που ενισχύει την εντύπωση έλλειψης συνέπειας και σοβαρότητας. Συνολικά, οι ανωτέρω ανακολουθίες, η προφανής ασυμφωνία ως προς τη διαφορά ηλικίας και τη διάρκεια της σχέσης, η γενικότητα και η έλλειψη βιωματικότητας των ισχυρισμών περί απειλών και περιστατικού στην οικία του, καθώς και η απουσία συγκεκριμένων λεπτομερειών, καθιστούν τον εν λόγω ισχυρισμό περί δίωξής του από τον πατέρα της συντρόφου του μη εσωτερικά αξιόπιστο. Επισημαίνεται δε ότι καίτοι δόθηκε η δυνατότητα στην πλευρά του Αιτητή να τοποθετηθεί επί των ανάλογων ευρημάτων των Καθ’ ων η αίτηση επέλεξε να μην σχολιάσει οτιδήποτε.

 

23.          Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή, επισημαίνεται ότι, λόγω της προσωπικής του φύσης, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δύναται να επαληθευθεί ευλόγως υπό το πρίσμα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών του. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

24.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση του αξιόπιστου ισχυρισμού του, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, παρατηρώ επιπρόσθετα προς όσα καταγράφονται στην Εισηγητική Έκθεση τα εξής: Σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Λ.Δ.Κ. εμπλέκεται σε αρκετές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων μη κρατικών ένοπλων ομάδων, μεταξύ των οποίων οι ADF (Allied Democratic Forces), Mai-Mai Yakutumba, FDLR (Forces démocratiques de libération du Rwanda), CODECO (Coopérative de développement économique du Congo) και M23.[1] Ειρηνευτική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών (UN Organization Stabilization Mission in the Democratic Republic of the Congo- MONUSCO) υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις της ΛΔΚ[2], και το Συμβούλιο Ασφαλείας,  με το ψήφισμά του υπ’ αρ. 2765 (2024), αποφάσισε την επέκταση της εντολής της MONUSCO μέχρι τις 20.12.2025[3]. Οι περιοχές Kivu, Kasai και Ituri είναι αυτές οι οποίες πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις ένοπλες συγκρούσεις, αν και η βία είναι εκτεταμένη και επηρεάζει ολόκληρη τη χώρα.[4] Ειδικά στην Kinshasa, οι προαναφερόμενες οργανώσεις, δεν παρουσιάζονται δρώσες.[5]

 

25.          Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), στην Kinshasa, όπου είναι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, κατά το τελευταίο έτος (με ημερομηνία τελευταίας ενημέρωσης την 19/09/2025), καταγράφηκαν 35 περιστατικά πολιτικής βίας[6] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 35 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές[7].  Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της Κinshasa το 2023, ανερχόταν στους 16,316,000 κατοίκους[8]. Υπό το φως των ανωτέρω ποσοτικών και αριθμητικών δεδομένων, δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον Αιτητή ένεκα της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο προηγουμένης διαμονής του.

26.          Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράμετρος του προφίλ του, η οποία να επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που τυχόν αυτός διατρέχει ούτε και καθαυτό κάποιο στοιχείο του προφίλ του δίδει βάσιμο έρεισμα για δίωξή του. Ούτε και ο Αιτητής εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο απορρέων από το προφίλ του, πέραν των όσων εξετάστηκαν ήδη ανωτέρω.

27.          Δεδομένης της απόρριψης του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ως προς την φερόμενη δίωξή του λόγω της προηγούμενης εργασίας του στην ANR, δεν προκύπτει ότι αντιμετωπίζει ευλόγως οποιοδήποτε συναφές κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.   

28.          Ειδικώς ως προς το θρησκευτικό του προφίλ ως χριστιανού, ούτε με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, αντιμετωπίζει ευλόγως κίνδυνο. Πέραν της απουσίας εκπεφρασμένου φόβου ένεκα αυτής της παραμέτρου ή άλλων συναφών προσωπικών περιστάσεων, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, το σύνταγμα της Λ.Δ.Κ. απαγορεύει τις θρησκευτικές διακρίσεις και προβλέπει την ελευθερία της θρησκείας και το δικαίωμα λατρείας, με την επιφύλαξη της «συμμόρφωσης με τον νόμο, τη δημόσια τάξη, την δημόσια ηθική και τα δικαιώματα των άλλων». Ορίζει δε ότι το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία δεν μπορεί να καταργηθεί ακόμη και όταν η κυβέρνηση κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή πολιορκία. Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α του 2023, σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία στη Λ.Δ.Κ., οι χριστιανοί αποτελούν το 95,1 % του πληθυσμού. Αν και καταγράφηκαν κάποιες επιθέσεις από το ISIS-DRC/ADF, αυτές αφορούσαν αδιακρίτως βία κατά πολιτών.[9]

29.          Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, ως αυτό έγινε αποδεκτό και ειδικότερα ότι ο Αιτητής είναι νεαρός, υγιής, με εργασιακή πείρα στον τόπο συνήθους διαμονής του και χωρίς οποιοδήποτε σημείο ευαλωτότητας ή αποδεδειγμένο περιστατικό παρελθούσας δίωξης, κρίνεται πως σε συνάρτηση με τις παρατεθείσες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής του, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, θα εκτεθεί  ευλόγως σε κίνδυνο.

 

30.          Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης κινδύνου, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

31.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

32.          Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

33.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο προσφεύγων, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. άρθρο 19(2)(γ) απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43).

 

34.          Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

35.          Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28). Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, δεν λαμβάνει χώρα ένοπλη σύρραξη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.

36.          Ακολούθως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

37.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

38.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

39.          Ενόψει των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, δεν είναι δυνατό η επικρατούσα κατάσταση στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην ευρύτερη επαρχία της Kinshasa, να χαρακτηριστεί ως αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής μόνο λόγω της παρουσίας του εκεί να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια στιγμή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε παράγοντας επίτασης του κινδύνου στο πρόσωπο του Αιτητή (ΔΕΕ, C-285/12, Diakité, ημερ. 30/01/2014, σκ. 27-28). Ενόψει της έλλειψης της ουσιώδους αυτής προϋπόθεσης εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο αντίστοιχο καθεστώς.

40.          Ως προς δε την απόφαση επιστροφής του, επικουρικώς επισημαίνεται ότι από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δεν προκύπτει οποιοδήποτε άλλο ζήτημα συναφές με την αρχή της μη επαναπροώθησης και των προϋποθέσεων έκδοσης της απόφασης επιστροφής, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω (Βλ. απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51).

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

Κ. Κ. ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord (ημερομηνία πρόσβασης 30/09/2025)

[2] Ο.π.

[3] UNSC, S/RES/2765 (2024) διαθέσιμο σε https://digitallibrary.un.org/record/4069994?v=pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/09/2025)

[4] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord (ημερομηνία πρόσβασης 30/09/2025)

[5] Βλ. σχετικά Global Protection Cluster, https://www.globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-02/points_saillants-situation_de_protection_decembre_2023_vf.pdf,  Παρουσία των ανωτέρω ομάδων στην Kinshasa δε μαρτυρείται ούτε κατά την πρόσφατη επιστολή ομάδας ειδικών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας UNSC, 'Letter dated 15 December 2023 from the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo addressed to the President of the Security Council' (2023), διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/09/2025)

[6] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, η Πολιτική Βία (Political Violence) περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες περιστατικών: Βία κατά Αμάχων (Violence Against Civilians), Μάχες (Battles), Ταραχές (Riots), Εκρήξεις/Απομακρυσμένη Βία (Explosions/Remote Violence), Διαδηλώσεις (Protests).

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/platform/explorer  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Political Violence, DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, COUNTRY: Democratic Republic Congo, Kinshasa) [ημερομηνία πρόσβασης 30.9.2025]

[8] CIA, The World Factbook, DRC, https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/congo-democratic-republic-of-the/#people-and-society (ημερομηνία πρόσβασης 30. 9.2025) 

[9] USDOS - US Department of State, ‘DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2023 INTERNATIONAL RELIGIOUS FREEDOM REPORT’ (26 June 2024) διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/democratic-republic-of-the-congo/  (ημερομηνία πρόσβασης 30.9.2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο