ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 4528/2023
08 Οκτωβρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G. S. N.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση.
…………………….
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Αγγελική Πλιάκα για Διονυσία Ζησιμοπούλου Κυριάκου, Δικηγόρος για τον αιτητή
Έλενα Ιωάννου για Ανδρέα Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως προσφεύγει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30/10/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τoν ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα που αφορούν τον αιτητή έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26/06/2023, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, παραλαμβάνοντας αυθημερόν Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα.
Στις 05/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum – E.U.A.A.). Στις 12/10/2023 ο λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 30/10/2023. Στις 09/11/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση της σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιον αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με την οποία αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατά τη δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσαν μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, αλλά και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει πως αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης. Επιπλέον, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ορθά απέρριψε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας και αν εξέδωσε δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του επειδή μετά τον θάνατο του πατέρα του, στις 02/08/2021, αυτός και η οικογένειά του δέχτηκαν απειλές κατά της ζωής τους από τον θείο του, ο οποίος απαιτούσε να πουλήσουν το σπίτι τους προκειμένου να το διεκδικήσει ο ίδιος. Λόγω της άρνησης της οικογένειας του αιτητή να πουλήσουν το σπίτι, ο θείος του άρχισε να τους παρενοχλεί, χρησιμοποιώντας μέλη της συμμορίας του δρόμου για να τους εκφοβίζει με σκοπό να τους πιέσει να προχωρήσουν στην πώληση του σπιτιού. Λόγω αυτών των απειλών ο αιτητής δήλωσε πως πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα, ώστε να παραμείνει ασφαλής (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης ως προς τα προσωπικά του στοιχεία ο αιτητής επιβεβαίωσε πως έχει καταγωγή από την Λ.Δ.Κ., γεννημένος στην πόλη Matadi αλλά προερχόμενος από την πόλη Κινσάσα, η οποία αποτελεί και τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερυθρά 53-51, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε πως είναι Χριστιανός καθολικός, ενώ ως προς την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε πως ανήκει στη φυλή Mukongo (ερυθρό 55, του διοικητικού φακέλου). Ως προς το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, ανέφερε πως έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα του και κατόπιν εργάστηκε ως μάγειρας από το 2021 στην οικία κάποιου στρατιωτικού (ερυθρό 53, του διοικητικού φακέλου). Επίσης, ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Τέλος, όσον αφορά στα μέλη της οικογένειάς του, ανέφερε πως δεν έχει αδέρφια, ο πατέρας του έχει αποβιώσει και η μητέρα του είναι εγκατεστημένη στην Κινσάσα. Ωστόσο, ανέφερε πως διαθέτει συγγενείς (θείους και θείες) στη ΛΔΚ (ερυθρό 55, του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης επιβεβαίωσε τα όσα ανέφερε κατά το στάδιο της καταγραφής, ότι δηλαδή δεχόταν απειλές από το θείο του λόγω περιουσιακών διαφορών. Αναλυτικά, ο αιτητής ανέφερε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, μετά το θάνατο του πατέρα του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ένα μήνα μετά την ταφή του πατέρα του, ο μικρότερος αδερφός του πατέρα του άρχισε να τον απειλεί, απαιτώντας την πώληση του οικογενειακού οικοπέδου.
Ο αιτητής δήλωσε ότι αρνήθηκε να συναινέσει σε αυτή την πώληση και έτσι ο θείος του άρχισε να στέλνει άτομα που τον απειλούσαν προκειμένου να τον εξαναγκάσουν να υποχωρήσει. Ο αιτητής υποστήριξε πως εξαιτίας αυτών των συνεχιζόμενων και σοβαρών απειλών, θεώρησε πως η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο και για τον λόγο αυτό, έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα του, για να διασφαλίσει την προσωπική του ασφάλεια. Ο αιτητής διευκρίνισε στη συνέντευξη του πως δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του. (ερυθρό 50, του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που ακολούθησαν δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Ο αιτητής επανέλαβε ότι λόγω της άρνησής του να συναινέσει στην πώληση, ο θείος του άρχισε να τον απειλεί λεκτικά και κατόπιν άρχισε να του στέλνει και ανθρώπους να τον απειλούν με μαχαίρια, ώστε να τον πιέσει να συμφωνήσει στην εκποίηση του ακινήτου. Κληθείς να αναφέρει πότε ξεκίνησαν αυτές οι απειλές, απάντησε ότι άρχισαν ένα μήνα μετά την κηδεία του πατέρα του. Διευκρίνισε δε ότι ο πατέρας του απεβίωσε στις 2 Αυγούστου και η ταφή έλαβε χώρα στις 14 Αυγούστου. Περαιτέρω, ανέφερε ότι το επίμαχο ακίνητο κληρονομήθηκε σε αυτόν και τη μητέρα του, οι οποίοι είναι και οι νόμιμοι δικαιούχοι βάσει εγγράφων που φυλάγονται στο σπίτι της μητέρας του.
Ο αιτητής ανέφερε πως παρόλο που κατείχαν το ακίνητο με νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας, ο θείος του επέμεινε να το πουλήσουν παρά τη θέλησή τους, επειδή δεν είχαν μεταξύ τους καλές σχέσεις. Ο αιτητής μάλιστα, προέβαλε την υποψία ότι ίσως ο θείος του είχε κάποια εμπλοκή στο θάνατο του πατέρα του, πιθανώς μέσω δηλητηρίασης, καθώς παρατήρησε αλλαγή στην εμφάνιση του πατέρα του πριν από το θάνατό του. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι δεν έχει αποδείξεις για κάτι τέτοιο και ότι δεν γνωρίζει με βεβαιότητα εάν ο θάνατος του πατέρα του ήταν φυσικός ή όχι (για όλα τα παραπάνω βλ. ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου).
Στη συνέχεια, εξήγησε ότι ο εν λόγω θείος είναι ο μικρότερος αδερφός του πατέρα του και ζει στο ίδιο οικόπεδο. Παρά την εναντίωση του αιτητή να εκποιήσει το ακίνητο, διότι όπως ισχυρίστηκε αν συνέβαινε αυτό δεν θα είχε που αλλού να διαμείνει, ο θείος του επέμεινε να γίνει η πώληση και συνέχισε να τον απειλεί. Ο αιτητής δήλωσε πως κατήγγειλε τις απειλές που δεχόταν στην αστυνομία, ισχυριζόμενος ότι παρότι εξήγησε την κατάσταση στις αρχές, δεν του έδωσαν κάποια βοήθεια με την αιτιολογία ότι είναι οικογενειακής φύσης ζήτημα που θα έπρεπε να το λύσουν μεταξύ τους (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, σε σχέση με τις απειλές που δεχόταν ο αιτητής, διευκρίνισε ότι ο θείος του τον απειλούσε σχεδόν σε καθημερινή βάση (ερυθρό 48, του διοικητικού φακέλου). Ζητηθείς να παρέχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με άτομα που τον απειλούσαν, απάντησε ότι επρόκειτο για συμμορία του δρόμου, αποτελούμενη από «τραμπούκους» και εγκληματίες, οι οποίοι ανήκαν στην ομάδα «Red Army», είχαν μαχαίρια και απειλούσαν να τον σκοτώσουν αν δεν συμφωνούσε στην πώληση του οικοπέδου. Διευκρίνισε πως δεχόταν απειλές για τρεις μήνες επί καθημερινής βάσης αρχής γενομένης τον Ιανουάριο του 2022. Ωστόσο, σε αμέσως επόμενη ερώτηση ο αιτητής δήλωσε πως οι απειλές κράτησαν μόνο ένα μήνα.
Σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού, γιατί νωρίτερα είχε αναφέρει τρεις μήνες ενώ στη συνέχεια ανέφερε ένα μήνα, ο αιτητής εξήγησε ότι επί τρεις μήνες δεχόταν γενικά απειλές από το θείο του, ενώ για ένα μήνα δεχόταν απειλές από την εγκληματική ομάδα. Συνεπώς, κατέληξε ότι η εν λόγω ομάδα τον απειλούσε από τον Ιανουάριο μέχρι και το Φεβρουάριο του 2022. Ερωτηθείς αν τον προσέγγισαν εκ νέου μετά το Φεβρουάριο, ο αιτητής απάντησε αρνητικά. Κατόπιν, κλήθηκε να εξηγήσει γιατί εγκατέλειψε τη χώρα του έξι μήνες αργότερα, δεδομένου ότι είχαν παύσει -όπως ανέφερε- οι απειλές, και ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε ότι θα επέστρεφαν κάποια στιγμή, γι’ αυτό και αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερυθρό 47, του διοικητικού φακέλου). Ομοίως, ερωτηθείς γιατί πιστεύει πως ο θείος του, παρότι ζούσαν στο ίδιο οικόπεδο, σταμάτησε να τον απειλεί, απάντησε ότι ξεκίνησε εκ νέου να τον απειλεί για λίγο καιρό με την ελπίδα ότι θα τον έπειθε να αλλάξει στάση (ερυθρό 46, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς να περιγράψει τις επιθέσεις από την εγκληματική ομάδα, ο αιτητής πρόβαλε ότι κάθε μέρα σχεδόν τον πετύχαιναν στο δρόμο, ειδικά το βράδυ, τον χτυπούσαν και τον απειλούσαν με μαχαίρι προκειμένου να πουλήσει το ακίνητο. Ο αιτητής κατήγγειλε τις εν λόγω επιθέσεις στην αστυνομία, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι κατέφυγε στις αρχές μόνο όταν είχαν παύσει οι απειλές, διότι όταν ξεκίνησαν δίστασε πιστεύοντας ότι επρόκειτο για μόνο εκφοβιστικές ενέργειες, ενώ σε επαναληπτική ερώτηση διευκρίνισε ότι δεν απευθύνθηκε από την αρχή στις αρχές της χώρας του γιατί φοβόταν (ερυθρό 46, του διοικητικού φακέλου).
Στη συνέχεια, ο αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διαμένει στο ίδιο οικόπεδο με την οικογένεια του θείου και δεν υπήρξε κάποια εξέλιξη στο ζήτημα αυτό. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζει αν η μητέρα του μίλησε στους συγγενείς του πατέρα του για τις απειλές που δέχτηκε ο αιτητής, ενώ σε κάθε περίπτωση διευκρίνισε πως η μητέρα του δεν ζήτησε βοήθεια για την επίλυση του προβλήματος (ερυθρά 45-46, του διοικητικού φακέλου). Τέλος, όσον αφορά στην πιθανότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, ο αιτητής, ερωτηθείς επανειλημμένα αν θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη πόλη στη Λ.Δ.Κ., αρχικά απέφυγε να απαντήσει ξεκάθαρα. Όταν τελικά ρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ζήσει στο Lubumbashi, απάντησε ότι αυτό είναι πιθανό (ερυθρό 45, του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην Έκθεση - Εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του αιτητή και (2) ισχυρισμός ότι το 2021 ο νεότερος αδερφός του πατέρα του αιτητή απείλησε τον τελευταίο να πουλήσει το οικόπεδό του. Θα πρέπει να αναφερθεί πως στο ερυθρό 71 του διοικητικού φακέλου παρουσιάζονται οι δύο ουσιώδης ισχυρισμοί με βάση τις δηλώσεις του αιτητή, εντούτοις παρακάτω στην εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού αυτός φέρει άσχετο τίτλο, προφανώς εκ παραδρομής. Το περιεχόμενο βέβαια της εσωτερικής αξιοπιστίας ανταποκρίνεται στη συνέντευξη και κατά συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο εξετάζει κατ’ ουσίαν το αίτημα του αιτητή και επειδή διαφαίνεται πως εξετάστηκε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός από την Υπηρεσία Ασύλου, θα προχωρήσω πιο κάτω στην κατ’ουσίαν εξέτασή του και θα καταγράψω βεβαίως και τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία καθώς οι δηλώσεις του διασταυρώθηκαν τόσο από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όσο και από το διαβατήριο που προσκόμισε ο αιτητής και έχει εκδοθεί από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.
Ωστόσο, ο δεύτερος ισχυρισμός, δεν έτυχε αποδοχής. Είναι θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή σχετικά με τις απειλές που όπως υποστήριξε, δεχόταν από το θείο του καθώς και από άτομα που, κατά τα λεγόμενά του έστελνε ο θείος του προκειμένου να τον εξαναγκάσει να πουλήσει το οικογενειακό οικόπεδο που κληρονόμησε από τον πατέρα του, δεν τεκμηριώνονται με επαρκείς και πειστικές λεπτομέρειες.
Ειδικότερα, οι καθ’ ων η αίτηση εκτιμούν ότι, μολονότι ο αιτητής ρωτήθηκε επανειλημμένα (ερυθρό 49, 1Χ του διοικητικού φακέλου) να περιγράψει με σαφήνεια τι ακριβώς συνέβη μεταξύ του ιδίου και του θείου του, απάντησε με αόριστο τρόπο ότι ο θείος του άρχισε να τον απειλεί για το οικόπεδο και αφού εκείνος αρνήθηκε να το πουλήσει, ξεκίνησε να του στέλνει ανθρώπους για να τον εκφοβίσουν. Σε ερώτηση (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου) σχετικά με το πώς ο θείος του μπορούσε να διεκδικεί το οικόπεδο, δεδομένου ότι -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή- η κυριότητα ανήκε νομίμως στον ίδιο και τη μητέρα του, ο αιτητής απάντησε με μη συνεκτικό τρόπο, λέγοντας ότι ο θείος του δεν τους συμπαθούσε και εξέφρασε την υπόνοια ότι ίσως να ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα του. Οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν περαιτέρω ότι ως προς το γιατί θεωρεί τον θείο του υπεύθυνο για το θάνατο του πατέρα του, ο αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις, περιοριζόμενος σε προσωπικές υποθέσεις και αβάσιμες εικασίες.
Επίσης, όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα άτομα που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, του έστελνε ο θείος του για να τον απειλήσουν, ο αιτητής δεν κατάφερε να δώσει σαφείς ή λεπτομερείς πληροφορίες. Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις, περιορίστηκε να επαναλαμβάνει ότι επρόκειτο για άτομα με μαχαίρια, που τον απειλούσαν για να πουλήσει το οικόπεδο. Επίσης, ερωτηθείς για τη συχνότητα των περιστατικών, υπέπεσε σε αντιφάσεις, αφού αρχικά δήλωσε ότι συνέβαιναν καθημερινά επί τρεις μήνες, ενώ αργότερα υποστήριξε ότι οι ενοχλήσεις από τη συμμορία διήρκεσαν μόνο ένα μήνα. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει αυτή την αντίφαση, απάντησε ότι ο θείος του ήταν αυτός που τον ενοχλούσε για τρεις μήνες, ενώ η «Red Army» μόνο για ένα μήνα.
Ακολούθως, αναφορικά με το αν προσέφυγε στις αρχές, ο αιτητής έδωσε ασαφείς απαντήσεις, αναφέροντας ότι απευθύνθηκε στην αστυνομία μόνο όταν έπαυσαν οι απειλές. Σε ερώτηση (ερυθρό 49, του διοικητικού φακέλου) γιατί δεν ανέφερε εγκαίρως τα περιστατικά στην αστυνομία, απάντησε με τρόπο που δεν κρίθηκε ως λογικά συνεπής. Οι καθ’ ων η αίτηση εκτιμούν πως λαμβάνοντας υπόψη το σοβαρό χαρακτήρα των απειλών που περιέγραψε ο αιτητής, αναμενόταν ευλόγως από αυτό, να είναι σε θέση να περιγράψει με περισσότερη σαφήνεια και συνέπεια τα γεγονότα που ισχυρίστηκε ότι του συνέβησαν, τόσο σε σχέση με τον θείο του, όσο και σε σχέση με τις απειλές που δεχόταν καθημερινά από μέλη συμμορίας. Ωστόσο, καταλήγουν ότι ο αιτητής δεν παρείχε συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες απαντήσεις, με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του να απορριφθούν ως ασαφείς, μη πειστικοί και ανεπαρκώς αιτιολογημένοι.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, οι καθ’ ων η αίτηση, στηριζόμενοι σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όπως η Human Rights Watch, εκτιμούν ότι στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό επικρατεί εκτεταμένη εγκληματικότητα και σχεδόν πλήρης ατιμωρησία. Παραστρατιωτικές ένοπλες ομάδες ελέγχουν μεγάλες περιοχές, επιβάλλουν αυθαίρετους «φόρους» στους πολίτες και λειτουργούν συχνά υπό την ανοχή ή τη συνεργασία κρατικών δυνάμεων. Μάλιστα, σύμφωνα με τις πηγές, ορισμένα μέλη έχουν προαχθεί στο στρατό και σε κυβερνητικές θέσεις, συνεχίζοντας τις παράνομες πρακτικές τους. Εντούτοις, δεδομένης της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ο εν λόγω ισχυρισμός, απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την πόλη Kinshasha της Λ.Δ.Κ., ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε ένα από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasha στην Λ.Δ.Κ., ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, εφόσον στην Kinshasa δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς το αίτημα του απορρίφθηκε στο σύνολό του. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου από τη συνήγορό του, αλλά και από τo συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου αναφορικά με το δεύτερο ισχυρισμό, σε σχέση με το ότι τον απείλησε ο θείος του προκειμένου να πωλήσει το οικόπεδό του, διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε τον ουσιώδη ισχυρισμό του. Από το αφήγημά του προκύπτουν σοβαρές ασάφειες, αντιφάσεις και ελλείψεις ως προς την περιγραφή περιστατικών, το χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσής τους, καθώς και τα πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται. Παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις που του τέθηκαν, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες και συνεκτικές απαντήσεις, περιοριζόμενος σε αόριστες αναφορές και προσωπικές εκτιμήσεις.
Ειδικότερα, παρατηρήθηκαν αντιφάσεις μεταξύ των δηλώσεων του ως προς τη διάρκεια των απειλών και τη δράση της ομάδας που φέρεται να τον ενοχλούσε, ενώ οι αναφορές του σε κρίσιμα περιστατικά μεταβλήθηκαν χωρίς πειστική αιτιολόγηση. Η αδυναμία του να περιγράψει τα γεγονότα που επικαλείται, υπονόμευσε την εσωτερική συνοχή και αξιοπιστία του ισχυρισμού. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε λαμβάνοντας υπόψη των αντιφάσεων και των ασαφειών που τον διακρίνουν και ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού θα πρέπει να αναφερθεί πως οι αναφορές του αιτητή έχουν κατά βάση προσωπικό χαρακτήρα και στηρίζονται σε δικές του αντιλήψεις και εκτιμήσεις, χωρίς να συνοδεύονται από αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του. Έχω μελετήσει και τις πηγές πληροφόρησης στις οποίες παραπέμπουν οι καθ’ων η αίτηση από τις οποίες διαφαίνεται ότι υπάρχει εγκληματικότητα τη χώρα καταγωγής του και επικρατεί ανησυχία, στοιχεία όμως που δεν θα μπορούσαν να προσδώσουν οποιοδήποτε καθεστώς στον αιτητή. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. O αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να προσκομίσει με το ορθό δικονομικό διάβημα οτιδήποτε θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο πράγμα που δεν έπραξε. Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000). Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.
Η μελέτη των στοιχείων του διοικητικού φακέλου δεν στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Υπό το φως των εν λόγω δεδομένων στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θα διεξάγω έρευνα σε πηγές πληροφόρησης, για σκοπούς πληρότητας σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, όπου αναμένεται ότι θα επιστρέψει.
Σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, «η Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό είναι αναμεμειγμένη σε διάφορες μη- διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στην επικράτειά της εναντίον αριθμού μη κρατικών ένοπλων ομάδων»[1]. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια[2]. Έκθεση του Amnesty International η οποία καλύπτει το έτος 2023 επιβεβαιώνει πως δεκάδες ένοπλες ομάδες παρέμειναν ενεργές, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες Ituri, Nord-Kivu και Sud-Kivu[3] Στο ίδιο πλαίσιο και έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών του Ιουνίου 2024 αναφέρει πως η κατάσταση ασφαλείας και η ανθρωπιστική κατάσταση στο ανατολικό Κονγκό συνέχισε να χειροτερεύει.
Αναφορικά με την Κινσάσα, πρόσφατη έκθεση της Cedoca εστιασμένη στην κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ, καταγράφει πως κατά το έτος 2024 αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας, όπως διαδηλώσεις, μια απόπειρα πραξικοπήματος, απόδραση από τις φυλακές Makala, καθώς και ορισμένα επεισόδια στη αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku, εξαιτίας της σύγκρουσης που εκτυλίσσεται στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe […]. Από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από τις διαδηλώσεις προς τις δυτικές πρεσβείες, δεν έχουν αναφερθεί μεγάλα περιστατικά ασφαλείας στην Κινσάσα[4] τόπο στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής.
Σύμφωνα με έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED κατά το τελευταίο έτος (Σεπτ.2024-Αύγ.2025) σημειώθηκαν στην επαρχία στην επαρχία Kinshasa συνολικά 125 περιστατικά ασφαλείας (ήτοι διαδηλώσεις, πολιτική βία, τρομοκρατική δραστηριότητα, ανταρσία, καταστολή, βιαιότητες, εμπλοκή ξένων δυνάμεων) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 235 απώλειες.[5] O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[6].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του όπου αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, ενήλικος, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω παρατέθηκαν και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για την παραχώρηση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία και ορθώς το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί. Οι καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος του αιτητή, συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η προσφυγή του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Last updated: Tuesday 14th February 2023, available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord
[2]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo
[3] Amnesty International: The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2023, 24 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107871.html
[4] CGRS-CEDOCA - Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit: Republique Democratique du Congo; Situation sécuritaire, 25 February 2025, https://www.cgra.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_rdc._situation_securitaire_20250225_0.pdf σελ.2
[5] Πλατφόρμα ACLED explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με τη χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country Democratic Republic of Congo, Events/Fatalities, Past Year, διαθέσιμη σε Explorer | ACLED
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο