H.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4343/2023, 22/10/2025
print
Τίτλος:
H.O.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 4343/2023, 22/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  4343/2023

22 Οκτωβρίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H.O.O.,

Από Νιγηρία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Χρ. Παφίτη (κα) για Χρ. Λαζάρου Αρτέμη (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Κ. Σάββα (κα), για Ι. Γεωργίου (κος) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Αιτητής παρών

ος Α. Χατζησάββας - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την ελληνική στην αγγλική και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.08.2023 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 17.03.2022 και στις 18.03.2022 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών υποβάλλοντας στις 29.04.2022 αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 09.08.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO), ο οποίος υπέβαλε στις 22.08.2023 Εισηγητική Έκθεση στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 28.08.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 20.10.2023, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Αυτήν την απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση των ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του  ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Ο λόγος λοιπόν ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος αλλά και αλυσιτελής.

 

Αναφορικά με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω αυτόν σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης αυτής.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

 

Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος  οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Όπως εξήγησε, εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω του θανάτου του μεγαλύτερου αδελφού και της αδελφής του, για τους οποίους, ως εκ των υστέρων ανακάλυψε, υπεύθυνος ήταν ο θείος του (αδελφός του πατέρα του), εξαιτίας της περιουσίας του παππού του. Ο θείος από την πλευρά της μητέρας του τον βοήθησε οικονομικά να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να μεταβεί στην Κύπρο, προκειμένου να αιτηθεί διεθνή προστασία (ερ. 1 του δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε, σχετικά με το προσωπικό του προφίλ, ότι γεννήθηκε στο Boji Boji Owa, στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας. Ως τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής δήλωσε το Agbor, στην περιοχή Ika South. Όσον αφορά το θρήσκευμά του, δήλωσε Χριστιανός Ορθόδοξος και ανέφερε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Ika. Σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος, ενώ αναφορικά με την οικογένειά του, δήλωσε ότι οι γονείς του διαμένουν στο Agbor, ενώ τα τρία αδέλφια του έχουν αποβιώσει. Αναφορικά με τον τρόπο που απεβίωσαν, ανέφερε ότι η μεγαλύτερη αδελφή του πέθανε λόγω επιπλοκών στην εγκυμοσύνη, ο μεγαλύτερος αδελφός του λόγω ασθένειας, ενώ για τον νεότερο αδελφό του πληροφορήθηκε ότι δέχθηκε επίθεση και δολοφονήθηκε. Όσον αφορά το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ξεκίνησε σπουδές στον κλάδο της Εφαρμοσμένης Βιομηχανικής Μαθηματικής (Industrial Mathematics). Ωστόσο, δεν κατάφερε να τις ολοκληρώσει λόγω οικονομικών και οικογενειακών δυσκολιών. Ως προς την επαγγελματική του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού μπαρ από το 2015 έως την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα γεγονότα που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του ήταν ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του και της αδελφής του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι προέρχεται από μια πολυγαμική οικογένεια, η οποία αποτελείται από τρεις συζύγους (wives)  και ότι, σύμφωνα με τα κοινωνικά δεδομένα της περιοχής του, η πολυγαμία συχνά οδηγεί σε εντάσεις και οικογενειακές διαμάχες. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «In African settings, polygamy is always a tussle». Σύμφωνα με τα ευρήματα και τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ο μεγαλύτερος αδελφός του και η αδελφή του δολοφονήθηκαν. Όπως o ίδιος ανέφερε, δεν επρόκειτο για δολοφονία με τη χρήση όπλου ή άλλων μέσων βίας, αλλά αποδίδεται σε "μαύρες δυνάμεις" (μαύρη μαγεία), στο πλαίσιο οικογενειακής διαμάχης για την περιουσία, μεταξύ του πατέρα του και των αδελφών του (Ερ. 42/1Χ του δ.φ.).

 

Ερωτηθείς ως προς το τι θεωρεί ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο από τον θείο του, λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελεί τον μοναδικό εναπομείναντα υιό της οικογένειάς του (Ερ. 42/2Χ του δ.φ.).

 

Στο πλαίσιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στον Αιτητή του ζητήθηκε να εξηγήσει με περισσότερη λεπτομέρεια τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι προέρχεται από πολυγαμική οικογένεια. Ο Αιτητής ανέφερε ότι μία από τις κύριες δυσκολίες ήταν η έλλειψη οικονομικών μέσων για την ολοκλήρωση των σπουδών του, καθώς και οι συνεχείς οικογενειακές εντάσεις, οι οποίες τελικά οδήγησαν στο διαζύγιο των γονιών του.

 

Ερωτηθείς να εξηγήσει με λεπτομέρειες τη φυγή του από τη Νιγηρία και το πως αυτό συνδέεται με την διαμάχη του πατέρα του και των αδελφών του σχετικά με την ακίνητη περιουσία, ανέφερε ότι η περιουσία προερχόταν από τον παππού του, και ότι ο πατέρας του, ως πρωτότοκος υιός της οικογένειας, ήταν ο νόμιμος κληρονόμος της πλειονότητάς της. Η ακίνητη περιουσία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αιτητή, αφορούσε αποκλειστικά γη (landed property).

 

Κατά τον Αιτητή, η ακίνητη περιουσία δεν βρίσκεται συγκεντρωμένη σε ένα μόνο σημείο, αλλά αποτελείται από διάφορα τμήματα: οικόπεδα με οικοπεδική έκταση, μη αξιοποιημένες εκτάσεις, καθώς και οικόπεδα με υφιστάμενες οικοδομές. Τα εν λόγω ακίνητα βρίσκονται είτε σε αγροτική είτε σε αστική περιοχή. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει την αξία αυτών των ακινήτων και ότι ο ίδιος δεν έχει προσωπικό ενδιαφέρον για την εν λόγω περιουσία.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το ποιος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης της εν λόγω ακίνητης περιουσίας, ο Αιτητής επανέλαβε ότι η περιουσία είναι κληρονομική και ότι, σύμφωνα με την κουλτούρα του, αυτή μοιράζεται μεταξύ των αδελφών του αποθανόντος. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν υπήρξε κάποια επίσημη διαδικασία μέσω της οποίας ο πατέρας του κληρονόμησε την περιουσία από τον παππού του· απλώς θεωρήθηκε κληρονόμος, καθώς ήταν ο πρωτότοκος υιός, και η κληρονομιά επρόκειτο να μοιραστεί μεταξύ όλων των αδελφών.

 

Ερωτηθείς τι τον έκανε να πιστεύει ότι ο πατέρας του δεν επιθυμούσε να μοιραστεί την περιουσία, ανέφερε τη σύγκληση οικογενειακών συμβουλίων μεταξύ του πατέρα του και των αδελφών του, οι οποίες κατέληγαν πάντοτε σε εντάσεις και λεκτικές απειλές, δηλώνοντας ωστόσο ότι δεν ήταν παρών σε καμία από αυτές τις συναντήσεις. Υποστήριξε ότι η εν λόγω κτηματική διαμάχη προϋπήρχε ήδη από πριν το 2009 και ότι, πέραν των όσων του έχει αναφέρει η μητέρα του σχετικά με την ύπαρξή της, αντιλήφθηκε την ύπαρξη σύγκρουσης μέσα από τη γλώσσα του σώματος των εμπλεκομένων, κάτι που, κατά την άποψή του, υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι πρόκειται για διαμάχη αυστηρά κτηματικής φύσεως.

 

Σχετικά με τις απειλές που, σύμφωνα με τον ίδιο, διατύπωσαν τα αδέλφια του πατέρα του, ανέφερε ότι, αν και ο ίδιος δεν ήταν παρών σε καμία από τις σχετικές συναντήσεις, ενημερώθηκε για το περιεχόμενο των απειλών αυτών από τη μητέρα του, μέσω τηλεφώνου.

 

Σε διευκρινιστική ερώτηση αναφορικά με τους κληρονόμους της περιουσίας, ο Αιτητής ανέφερε τον πατέρα του και τα αδέλφια του. Ωστόσο, στη συνέχεια διευκρίνισε ότι η διαμάχη προέκυψε επειδή ο πατέρας του δεν επιθυμούσε να παραχωρήσει στα αδέλφια του το μερίδιο της γης που τους αναλογούσε, για δικούς του λόγους, όπως δήλωσε. Ερωτηθείς, δεδομένου ότι τα μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν αποβιώσει από το 2009, γιατί αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νιγηρία το 2022, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν ήταν δική του απόφαση να φύγει. Επικαλέστηκε τη διακοπή των σπουδών του λόγω οικονομικών δυσκολιών και ανέφερε ότι, έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία της μητέρας του με τον αδελφό της (ήτοι τον  θείο του), ο τελευταίος εξέφρασε την επιθυμία να τον συναντήσει, γεγονός που οδήγησε στη συζήτηση περί αναχώρησής του από τη χώρα.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το γεγονός ότι, από το 2009 μέχρι το 2022, δεν υπέστη κάποιο κακό από τα αδέλφια του πατέρα του, και τι είναι αυτό που τον κάνει να πιστεύει πως, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, η ζωή του θα βρεθεί σε κίνδυνο, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν επιθυμεί να διευκρινίσει όλα όσα συνέβησαν κατά το διάστημα από το 2009 έως και την αναχώρησή του από τη χώρα, αλλά είναι βέβαιος ότι η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο.

 

Σε περαιτέρω σχετική ερώτηση, αναφορικά με το γεγονός ότι ο ίδιος, όπως δήλωσε, δεν ενδιαφέρεται για την περιουσία και ότι ο πατέρας του —ο οποίος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης— είναι εν ζωή, και πώς, υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσαν οι θείοι του να στραφούν εναντίον του, ο Αιτητής απάντησε ότι, στην Αφρική και ειδικότερα στη Νιγηρία, όταν δεν μπορούν να εντοπίσουν ή/και να βλάψουν τον πατέρα, τότε στρέφονται εναντίον των παιδιών του.

 

Ερωτηθείς επίσης, σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να τον βλάψουν τα αδέλφια του πατέρα του, σε περίπτωση που επέστρεφε στη Νιγηρία και ζητούσε βοήθεια από τις αρχές, ο Αιτητής απάντησε ότι, εάν ήταν σε θέση να ζητήσει προστασία από τις αρχές, τότε ο θείος του δεν θα σκεφτόταν ότι θα ήταν απαραίτητο να ταξιδέψει εκτός Νιγηρίας («If I would be able to seek protection from the authorities, I dont think my uncle would think of me having to travel out of Nigeria»)

 

Ερωτηθείς σχετικά με το εάν, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα υπήρχε κάποια περιοχή στην οποία θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια, ο Αιτητής απάντησε ότι αμφιβάλλει. Σε πρόσθετη ερώτηση, ως προς το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας, όπως για παράδειγμα στην Abuja, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι όλα όσα του συνέβησαν σχετίζονται με παραδοσιακά και πνευματικά ζητήματα.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί παρατέθηκαν από τον Αιτητή, ο λειτουργός της EUAA (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») εντόπισε και αξιολόγησε, στο πλαίσιο της Εισηγητικής του Έκθεσης, δύο (2) ισχυρισμούς:

 

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο ισχυρισμός αυτός έγινε αποδεκτός καθώς στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε στο ότι τα αδέλφια του Αιτητή δολοφονήθηκαν λόγω της κτηματικής διαμάχης μεταξύ του πατέρα τους και των αδελφών του πατέρα τους. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, καθώς κρίθηκε πως οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τα περιστατικά που περιβάλλουν τον πυρήνα του ισχυρισμού του δεν ήταν λεπτομερείς ούτε συγκεκριμένες. H κρίση αυτή βασίστηκε στην εκτεταμένη έλλειψη σαφήνειας, συνέπειας και εξειδίκευσης στις απαντήσεις του αιτητή, τόσο ως προς τη φύση της περιουσίας όσο και ως προς τα περιστατικά που περιέβαλαν τη διαμάχη.

 

Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για το επίμαχο ακίνητο, όπως το μέγεθος, την ακριβή τοποθεσία, τη διαδικασία κληρονομιάς ή τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν. Αντίθετα, περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές ότι η περιουσία ανήκε στον πατέρα του ή ότι αποτελούσε οικογενειακή γη, χωρίς να μπορεί να αιτιολογήσει με σαφήνεια πώς και πότε περιήλθε στην οικογένειά του. Η ανικανότητά του να αναπτύξει περαιτέρω τους ισχυρισμούς του και να εξηγήσει με συνέπεια τις λεπτομέρειες του θέματος οδήγησε τον λειτουργό στο συμπέρασμα ότι η γνώση του Αιτητή για το ζήτημα ήταν επιφανειακή και ελλιπής.

 

Επιπλέον κρίθηκε πως ο Αιτητής παρουσίασε αντιφάσεις στις δηλώσεις του. Άλλοτε υποστήριξε ότι δεν είχε προσωπική ανάμειξη και δεν γνώριζε λεπτομέρειες, ενώ άλλοτε ανέφερε ότι είχε ενημερωθεί από συγγενικά πρόσωπα, όπως τη μητέρα ή τον θείο του, για το περιεχόμενο της διαφοράς. Αυτή η ασυνέπεια υπονόμευσε την εσωτερική συνοχή της αφήγησής του και ενίσχυσε την αμφιβολία για το κατά πόσο οι δηλώσεις του ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

 

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στο γεγονός ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να συνδέσει με πειστικό τρόπο τον ισχυρισμό του περί δολοφονίας των αδελφών του με τη διαμάχη για την περιουσία. Παρά τις επανειλημμένες ευκαιρίες που του δόθηκαν, δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία ή περιγραφές που να αποδεικνύουν ότι οι θάνατοι αυτοί συνδέονταν με την κληρονομική υπόθεση. Ο Λειτουργός σημείωσε ότι, λαμβάνοντας υπόψη πως ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι γνώριζε για τη διαμάχη και τις απειλές που δεχόταν η οικογένειά του, θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παράσχει λεπτομερή και συγκεκριμένη περιγραφή των περιστατικών, κάτι το οποίο δεν συνέβη.

 

Συνολικά, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή στερείται αξιοπιστίας λόγω της γενικόλογης και αόριστης φύσης των απαντήσεών του, της απουσίας ουσιαστικών λεπτομερειών και της ασυνέπειας στις δηλώσεις του. Η αδυναμία του να τεκμηριώσει τα γεγονότα και να παρουσιάσει συγκεκριμένες πληροφορίες για την περιουσία, τη διαδικασία κληρονομιάς και τη σύνδεσή τους με τις επιθέσεις και τους φόνους των συγγενών του, οδήγησε στην απόρριψη του ισχυρισμού ως μη πειστικού και αναξιόπιστου.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, o Λειτουργός διενέργησε έρευνα, αναφορικά με ύπαρξη κτηματικών διαφορών στη Νιγηρία, όπου εντόπισε δημοσιευμένη έρευνα από TeMA, ένα περιοδικό χρήσης γης, κινητικότητας και περιβάλλοντος. Αναφέρεται το γεγονός, πως οι κτηματικές διαφορές έχουν καταστροφικές και απειλητικές επιπτώσεις για την ζωή των ανθρώπων και επηρεάζει άτομα, κοινότητες, ακόμη και ολόκληρα έθνη. Επιπλέον, προσθέτει πως είναι σύνηθες στη Νιγηρία να ανακύπτουν οικογενειακές διαφορές σχετικά με την κατανομή ή τη διεκδίκηση περιουσιακών στοιχείων. 

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελούσε και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ο Λειτουργός επεσήμανε ότι δεν συνέτρεχαν εύλογοι λόγοι να γινόταν αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του, θα κινδύνευε με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο για άτομο που δεν παρουσίαζε θέματα ευαλωτότητας καθώς και ότι στη πολιτεία Delta στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε, δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Κρίθηκε συνεπώς ότι ο Αιτητής κατά την εκεί επιστροφή του, δεν θα αντιμετώπιζε δίωξη η πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. 

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β).  Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι. Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, συντάσσομαι με το συμπέρασμα του Λειτουργού,  σχετικά με την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή καθώς παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα εσωτερικής συνοχής, και οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως μη συγκεκριμένες και ως μη λεπτομερείς. Ο Λειτουργός ορθά διαπίστωσε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονταν από ασάφεια, αντιφάσεις, ελλιπή γνώση των κρίσιμων γεγονότων και απουσία συγκεκριμένων λεπτομερειών που να θεμελιώνουν τη βασιμότητα του ισχυρισμού του. Οι αναφορές του Αιτητή στη διαμάχη για την ακίνητη περιουσία ήταν γενικόλογες και αόριστες, ενώ δεν υπήρξε συνεκτική αφήγηση που να συνδέει λογικά τους θανάτους των αδελφών του με τη φερόμενη περιουσιακή διαφορά. Η αδυναμία του να παράσχει πειστική περιγραφή, χρονολογική ακολουθία και αποδεικτικά στοιχεία για τα γεγονότα που επικαλείται, καθιστά την αξιολόγηση του Λειτουργού πλήρως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τις αρχές της αξιολόγησης αξιοπιστίας στο πλαίσιο του προσφυγικού δικαίου.

 

Πέραν των όσων επισημάνθηκαν από τον Λειτουργό, εντοπίζω επιπρόσθετα στοιχεία τα οποία ενισχύουν τη διαπίστωση εσωτερικής αναξιοπιστίας του ισχυρισμού. Πρώτον, ο Αιτητής παρουσίασε ασάφεια ως προς το κίνητρο και τη φύση των απειλών που επικαλείται, αποδίδοντας τις δολοφονίες των αδελφών του άλλοτε σε «μαύρες δυνάμεις» και άλλοτε σε οικογενειακή διαμάχη για περιουσιακά ζητήματα. Η εναλλαγή ανάμεσα σε υπερφυσική και πραγματική αιτία χωρίς επαρκή επεξήγηση καταδεικνύει ασυνέπεια και αποδυναμώνει την εσωτερική συνοχή της αφήγησής του.

 

Δεύτερον, προκύπτει έντονη χρονική ανακολουθία, καθώς ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι τα κρίσιμα γεγονότα συνέβησαν πριν από το 2009, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη Νιγηρία μέχρι το 2022 χωρίς να αναφέρει καμία ενόχληση ή απειλή εις βάρος του. Η πολυετής αυτή περίοδος αδράνειας χωρίς επιβεβαιωμένες απειλές ή επικίνδυνα περιστατικά καθιστά δυσχερή την αποδοχή του ισχυρισμού ότι η ζωή του βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο.

 

Τρίτον, ο Αιτητής στηρίχθηκε αποκλειστικά σε πληροφορίες τρίτων, όπως της μητέρας ή του θείου του, χωρίς να περιγράψει ούτε ένα περιστατικό το οποίο να έχει βιώσει ο ίδιος. Η πλήρης απουσία προσωπικής εμπειρίας από τη διαμάχη υπονομεύει την αξιοπιστία της κατάθεσής του και ενισχύει την εκτίμηση ότι η γνώση του για τα γεγονότα είναι έμμεση και εικαστική.

 

Τέταρτον, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν έχει προσωπικό ενδιαφέρον για την περιουσία και ότι ο πατέρας του, ο οποίος παραμένει εν ζωή, είναι ο νόμιμος δικαιούχος. Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέση ότι ο ίδιος κινδυνεύει εξαιτίας της περιουσίας είναι λογικά αδύναμη και στερείται αιτιώδους συνάφειας. Η αντίφαση μεταξύ της έλλειψης προσωπικού συμφέροντος και της υποτιθέμενης απειλής καθιστά την αφήγησή του εσωτερικά ασυνεπή.

 

Πέμπτον, οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από υπερβολική γενικότητα. Δεν κατονομάζει τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δεν αναφέρει ημερομηνίες, τόπους ή περιστατικά, ούτε παρέχει στοιχεία που να επιτρέπουν την επιβεβαίωση των ισχυρισμών του. Η απουσία τέτοιων συγκεκριμένων δεδομένων, σε συνδυασμό με τις επαναλαμβανόμενες αόριστες αναφορές, επιβεβαιώνει την εκτίμηση του λειτουργού ότι οι απαντήσεις του δεν ήταν ούτε λεπτομερείς ούτε συγκεκριμένες.

Τέλος, η επίκληση «παραδοσιακών» και «πνευματικών» λόγων για την απειλή που επικαλείται δεν δύναται να στηρίξει αξιόπιστο ισχυρισμό διεθνούς προστασίας, καθώς δεν προσδιορίζεται κάποια απτή, εξακριβώσιμη πηγή κινδύνου. Η αναγωγή των απειλών σε μεταφυσικά ή πολιτισμικά πλαίσια, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία ή αποδείξεις, στερεί τον ισχυρισμό από αντικειμενικό έρεισμα και τον καθιστά εσωτερικά ασαφή.

 

Κατά συνέπεια, η εκτίμηση του λειτουργού είναι ορθή και επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς βασίζεται στην ασυνέπεια, την ασάφεια και την έλλειψη συγκεκριμένων και επαληθεύσιμων στοιχείων στις δηλώσεις του αιτητή, γεγονός που καθιστά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του εσωτερικά αναξιόπιστο.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ως γεγονός που εδράζεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, το εν λόγω περιστατικό δεν είναι επιδεκτικό επαλήθευσης μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αδυναμία εξωτερικής τεκμηρίωσης καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ο Αιτητής να προσκομίσει έναν πειστικό, συνεκτικό και απαλλαγμένο αντιφάσεων ισχυρισμό, βάσει του οποίου να δύναται να στηριχθεί ευλόγως η πεποίθηση περί της πραγματικής τέλεσης των αναφερόμενων γεγονότων. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσφέρει τέτοιο αφήγημα

 

Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας, της μη ευλογοφάνειας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[7], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds»

 

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην   πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA[7] .

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[8] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[9], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji ν 

Staatssecretaris van Justitie[10]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[11] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Delta. Από την έρευνα, προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP).  Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[12]

 

·                Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το τελευταίο έτος 08.08.2024 με 08.08.2025, στην πολιτεία Delta, καταγράφηκαν 171 περιστατικά ασφαλείας τα οποία επέφεραν 110 θανάτους.[13] O συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Delta με βάση την τελευταία απογραφή (2022) ανέρχεται σε 5.636.100 κατοίκους[14].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.05.2025 (Κ.Δ.Π. 145/2025), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

  

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[6] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[7] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf 

[8] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[9] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[10] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[11] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[12] RULAC, 'Non - international Armed Conflicts in Nigeria', 2023, διαθέσιμο στοNon-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/08/2025)

[13] Acled Explorer, Nigeria: Delta, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/platform/explorer (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/08/2025)

[14] City Population , Nigeria: Delta, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο