B. M. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπόθ. Αρ.: 4459/2024, 31/10/2025
print
Τίτλος:
B. M. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπόθ. Αρ.: 4459/2024, 31/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 4459/2024

31 Οκτωβρίου, 2025

[Μ. ΠAΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B. M. B.

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Α. Πλιάκα (κα) για Διονυσία Κυριακού,  Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ε. Χατζηγιάννη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση

[Ο Αιτητής είναι παρών]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 05/09/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

 

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν τεθεί στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τον διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.») ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο Α κατά τις διευκρινίσεις, έχουν ως ακολούθως:

 

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ) και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 10/12/2021 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 13/12/2021 παρέλαβε σχετική βεβαίωση υποβολής της αίτησής του. Την 01/07/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο - ΕΥΥΑ, (στο εξής αναφερόμενος ως «λειτουργός») προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία.

 

Μετά τη συνέντευξη, ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 04/09/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 05/09/2024 εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου,  ενέκρινε την ανωτέρω εισήγηση και απέρριψε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 16/10/2024 ετοιμάστηκε απορριπτική επιστολή συνοδευόμενη με την αιτιολόγηση αυτής, η οποία επιδόθηκε στον Αιτητή δια χειρός αυθημερόν, κατόπιν μετάφρασης του περιεχομένου της στη μητρική του γλώσσα από διερμηνέα.

 

 

 

Στις 11/11/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στο Δικαστήριο.

 

 

Ο Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του, προώθησε ως λόγους ακύρωσης ότι η απόφαση ελήφθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας, από αναρμόδιο πρόσωπο, υπό πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.  Υποστήριξε δε ότι ο λειτουργός υπέπεσε σε αντιφάσεις και έκρινε ως αναξιόπιστο τον ουσιώδη ισχυρισμό 2 του αιτητή καταχρηστικά και λόγω πρόχειρης έρευνας.

 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση αντικρούοντας τους ισχυρισμούς, υπέβαλε δια της γραπτής της αγόρευσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ενώ ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που του αναλογεί. Ως εκ τούτου εισηγήθηκε όπως απορριφθεί η παρούσα προσφυγή και επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της παρούσας υπόθεσης στις 09/10/2025, η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και απέσυρε τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας.

 

 

Δεδομένου του περιορισμού της υπό εξέταση προσφυγής στην έλλειψη δέουσας έρευνας και λαμβάνοντας υπόψιν ότι σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο, προχωρώ στην εξέταση της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

 

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και των πραγματικών γεγονότων ως αυτά προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας ο Αιτητής κλήθηκε να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Ο Αιτητής κατέγραψε τις λέξεις «κίνδυνος, ανασφάλεια και κληρονομιά». Πρόσθεσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του επειδή ο θείος του θέλει να τον σκοτώσει λόγω του σπιτιού που κληρονόμησε από τον πατέρα του και ότι οι γονείς του απεβίωσαν (βλ. ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 14 του δ.φ.).

 

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Kasai-Oriental και στην ηλικία των δέκα ετών μετακόμισε με τους γονείς του στην Kinshasa (κοινότητα Kasavubu), την οποία δήλωσε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής. Δήλωσε ότι είναι Χριστιανός-Προτεστάντης ως προς το θρήσκευμα και ως προς την εθνοτική του ομάδα δήλωσε ότι ανήκει στους Mulumba. Σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι δεν είναι νυμφευμένος αλλά έχει δύο ανήλικα τέκνα, τα οποία διαμένουν στην Kinshasa με την μητέρα τους και με τους οποίους διατηρεί επικοινωνία.

 

Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι αντιμετωπίζουν οικονομικής φύσεως προβλήματα και ότι ο ίδιος τους στηρίζει όσο μπορεί. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τέλη του 2017 και η μητέρα του το 2020 λόγω δηλητηρίασης. Δήλωσε ότι έχει ένα μικρότερο αδερφό, αλλά δεν γνωρίζει πού βρίσκεται και δεν έχει καταφέρει να επικοινωνήσει μαζί του. Σε σχέση με το μορφωτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως προς την εργασιακή του εμπειρία ανέφερε ότι εργάστηκε ως αχθοφόρος στην αγορά.

 

Ερωτηθείς σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε οικογενειακό πρόβλημα. Κατά την ελεύθερη αφήγησή του, δήλωσε ότι όταν ήταν δέκα ετών μετακόμισαν από το Kasai στην Kinshasa και μέχρι την ηλικία των 19-20 ετών δεν γνώριζε κανένα μέλος της οικογένειάς του εκτός από τους γονείς του. Ανέφερε ότι ο θείος του ζούσε ήδη στην Kinshasa και ότι ο πατέρας του εργαζόταν και με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγόρασε ένα σπίτι στη λεωφόρο Lupori στην κοινότητα Kasavubu. Μια μέρα ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του, ήρθε να μείνει μαζί τους και τότε άρχισαν τα προβλήματα. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά από μερικά χρόνια  απεβίωσε ο πατέρας του και δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η μητέρα του.

 

Μετά από έρευνες, ανακάλυψε ότι ο θείος του ήταν υπαίτιος για τον θάνατο των γονιών του. Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο Αιτητής ανέφερε ότι επειδή ο ίδιος ήταν ο πρωτότοκος υιός προσπάθησε να πολεμήσει τον θείο του, ο οποίος ήθελε τον θάνατο του ίδιου και του αδερφού του για να οικειοποιηθεί την οικία τους. Ο Αιτητής αναφέρθηκε σε περιστατικό κατά το οποίο ο θείος του τον τραυμάτισε στο χέρι και στο θώρακα με μαχαίρι την ώρα που κοιμόταν. Με τη βοήθεια μίας φίλης της μητέρας του κατάφερε να αναχωρήσει από τη ΛΔΚ. Ερωτηθείς τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του θα συνεχίσει να τον αναζητά, δεν έχει κανένα στη χώρα του και εν τέλει θα πεθάνει.

 

 

Σε διερευνητικά ερωτήματα αναφορικά με τον θείο του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ο μικρότερος αδερφός της μητέρας του και έχει διασυνδέσεις στη χώρα. Ισχυρίστηκε ότι εργάζεται ως οδηγός σε ναυτιλιακή εταιρεία και είναι διαζευγμένος με δύο παιδιά. Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν ο ίδιος ήταν 15-16 ετών, ο θείος του λόγω οικονομικών δυσκολιών μετακόμισε μαζί τους και στην αρχή οι σχέσεις τους κυλούσαν. Μετά από μερικά χρόνια, ανέφερε ότι ο θείος του εξηύρε εργασία και άρχισε να καυγαδίζει με τους γονείς του για το σπίτι. Όταν οι γονείς του αντιλήφθηκαν την αλλαγή στη συμπεριφορά του θείου του, του ζήτησαν να φύγει από το σπίτι, αλλά αυτός αρνήθηκε. Τότε δήλωσε ότι άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα και να αισθάνονται άρρωστοι οι γονείς του. Κληθείς να εξηγήσει την αλλαγή στη συμπεριφορά του θείου του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πιθανόν να φθονούσε τον πατέρα του που είχε χρήματα και σπίτι και επειδή διέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί τους, θεωρούσε ότι είχε κι αυτός δικαιώματα στο σπίτι.

 

 

Ερωτηθείς για την υγεία των γονιών του, ο Αιτητής απέδωσε το θάνατό τους σε μαγεία. Ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του είχε έντονο βήχα, στη συνέχεια διαγνώστηκε με διαβήτη και ακολούθως παρέλυσε. Ισχυρίστηκε ότι οι γιατροί αρχικά απέδωσαν τον θάνατο του πατέρα του στην παράλυση και ακολούθως σε δηλητηρίαση. Ως προς τη μητέρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού, για τρία χρόνια λάμβανε θεραπευτική αγωγή και απεβίωσε τον Ιούνιο του 2019. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του συνέχισε να διαμένει μαζί τους και η κατάσταση στο σπίτι δεν ήταν καλή. Μετά το θάνατο της μητέρας του επιδεινώθηκαν οι σχέσεις τους και ως ισχυρίστηκε, ο θείος του τον Αύγουστο του 2020 του επιτέθηκε με μαχαίρι στο χέρι και στο θώρακα.

 

Σε διευκρινιστικά ερωτήματα σχετικά με το περιστατικό που βίωσε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο θείος του άρχισε να τους λέει να φύγουν από το σπίτι για να μείνει μόνος του και μία μέρα, επειδή αρνήθηκαν, απείλησε ότι θα τους σκοτώσει. Ως προς το περιστατικό επίθεσης, ο Αιτητής ανέφερε ότι μία μέρα, ενώ κοιμόταν το απόγευμα στο μπαλκόνι, ο θείος του πλησίασε με ένα μαχαίρι, τον άγγιξε στο πόδι και όταν ο Αιτητής άνοιξε τα μάτια του, του επιτέθηκε. Ενώ αρχικά ήθελε να τον χτυπήσει στο κεφάλι, ο Αιτητής δήλωσε ότι προστάτευσε το κεφάλι του με το χέρι του και ως εκ τούτου τραυματίστηκε στο χέρι. Στη συνέχεια δέχτηκε δεύτερο χτύπημα στο θώρακα και εξαιτίας των φωνών, ήρθαν οι γείτονες για να βοηθήσουν. Ο Αιτητής δήλωσε ότι από εκείνη τη μέρα αντιλήφθηκε ότι ο ίδιος και ο αδερφός του βρίσκονταν σε κίνδυνο και για το λόγο αυτό επικοινώνησε με μια φίλη της μητέρας του, για να τον βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα.

 

 

Ερωτηθείς αν δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις από τον θείο του, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά. Ισχυρίστηκε ότι τέλη του 2019-2020, όταν επέστρεφε από την εργασία του συναντούσε άτομα που έστελνε ο θείος του και τον περίμεναν στη γωνία του δρόμου και απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν, επειδή δεν θέλει να εγκαταλείψει την οικία του. Η τελευταία επίθεση που δέχτηκε ισχυρίστηκε ότι ήταν περί τα τέλη του 2020 με 2021 όταν ο θείος του ήρθε με ανθρώπους στο σπίτι, με έγγραφα του σπιτιού και ανάγκασε τον ίδιο και τον αδερφό του να φύγουν. Κληθείς να εξηγήσει τι συνέβη εκείνη τη μέρα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν εγκατέλειψε τη οικία την ίδια μέρα, αλλά λίγες μέρες αργότερα, όταν ο θείος του εργαζόταν, έκλεψε κάποια χρήματα από το υπνοδωμάτιο του, επικοινώνησε με τη φίλη της μητέρας του και μετέβη σε σπίτι φίλου του στη Mont-Ngafula. Δήλωσε ότι κρυβόταν εκεί από τον Μάρτιο του 2021 μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα, αναμένοντας τη διευθέτηση του ταξιδιού του από τη φίλη της μητέρας του.

 

 

Ερωτηθείς εάν κατήγγειλε τον θείο του στην αστυνομία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αποτάθηκε πέντε φορές στην αστυνομία, αλλά δεν υπήρξε εξέλιξη στην υπόθεσή του, διότι δεν είχε αποδείξεις και επειδή του είπαν ότι το πρόβλημά του είναι οικογενειακής φύσεως και πρέπει να το επιλύσουν μεταξύ τους. Σε ερώτηση εάν κατήγγειλε την επίθεση με μαχαίρι που δέχτηκε από τον θείο του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να πληρώσει 200 δολάρια για να του στείλουν κλήτευση και επειδή δεν μπορούσε να καταβάλει το χρηματικό ποσό, δεν προχώρησε η υπόθεση. Δήλωσε ότι από τότε που αναχώρησε από τη χώρα του δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον θείο του. Σε ερωτήσεις που του τέθηκαν για τον αδερφό του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο ίδιος ως μεγαλύτερος υιός δεχόταν επιθέσεις και ότι και ο αδερφός του εγκατέλειψε το σπίτι τους και κρύφτηκε κάπου, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει πού.

 

 

Ερωτηθείς για ποιο λόγο πιστεύει ότι θα τον σκοτώσει ο θείος του, αφού παρήλθαν τρία χρόνια από την αναχώρησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του θα θεωρήσει ότι επέστρεψε για να διεκδικήσει το σπίτι του. Κληθείς να αναφέρει ποιος είναι ο επίσημος ιδιοκτήτης της οικίας με βάση τα έγγραφα, ο Αιτητής δήλωσε ότι η οικία ανήκει στον πατέρα του, ωστόσο στη χώρα του όταν κάποιος πεθαίνει, η οικογένεια αυτού του ατόμου συνήθως έρχεται και παίρνει δια της βίας την περιουσία του αποθανόντος από τα παιδιά του. Σε ερώτηση κατά πόσο θα είναι ασφαλής σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, διότι ως ισχυρίστηκε, ο θείος του έχει διασυνδέσεις όχι μόνο στην Kinshasa, αλλά σε όλη τη χώρα.

 

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν από τον λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προέκυψαν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

1.   Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή.

2.   Ο Αιτητής αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα με τον θείο του, όπως το θάνατο των γονιών του και επίθεση εναντίον του το 2020.

 

 

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, καθώς απάντησε με συνέπεια και με επαρκείς λεπτομέρειες σε όλα τα ερωτήματα που του τέθηκαν σε ό,τι αφορά αυτό το ουσιώδες θέμα και οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

 

Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του, ονόματι Bavon Bazula, όταν ο ίδιος ήταν 15-16 ετών λόγω οικονομικών δυσκολιών, άρχισε να μένει στην πατρική του οικία. Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει πώς ήταν οι συνθήκες διαβίωσής τους, ο Αιτητής απάντησε, χωρίς να δίνει συγκεκριμένες λεπτομέρειες ότι στην αρχή κυλούσαν όλα ομαλά, αλλά μετά από μερικά χρόνια ο θείος του άρχισε να διαπληκτίζεται με τους γονείς του και άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα. Κληθείς να αναπτύξει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, δήλωσε αόριστα ότι ο θείος του άρχισε να καυγαδίζει με τους γονείς του και δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει, προσθέτοντας ότι οι γονείς του άρχισαν να αρρωσταίνουν. Όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες και να δώσει ένα παράδειγμα για την αλλαγή στη συμπεριφορά του θείου του, ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκώς λεπτομερή απάντηση. Ως ισχυρίστηκε, θεωρούσε πως ο θείος του φθονούσε τους γονείς του και επειδή διέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί τους θεωρούσε ότι είχε δικαιώματα στο σπίτι.

 

 

Σχετικά με την κατάσταση της υγείας των γονιών του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αρχικά αρρώστησε ο πατέρας του, είχε έντονο βήχα, διαγνώστηκε με διαβήτη και μετά από λίγους μήνες παρέλυσε. Ως δήλωσε, οι γιατροί είχαν διαγνώσει όλες αυτές τις ασθένειες και απέδωσαν το θάνατό του σε δηλητηρίαση. Όταν του ζητήθηκε να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με τον θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει. Αναφορικά με τη μητέρα του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού και  υποβλήθηκε σε θεραπεία για τρία χρόνια και μετά από δύο χρόνια απεβίωσε.

 

Ως επεσήμανε ο λειτουργός, οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν συνεπείς, καθώς αρχικά δήλωσε ότι και οι δύο γονείς του απεβίωσαν λόγω δηλητηρίασης, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης, προέβαλε ότι ο πατέρας του πέθανε από δηλητηρίαση και η μητέρα του από καρκίνο. Κληθείς να εξηγήσει την ασυνέπεια στις δηλώσεις του, ο Αιτητής δεν έδωσε εξήγηση, αναφέροντας ότι ο πατέρας του πέθανε από δηλητηρίαση και η μητέρα του από καρκίνο. Περαιτέρω, ερωτηθείς με ποιο τρόπο ο θείος του συνδέεται με τη δηλητηρίαση, ο Αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση, ισχυριζόμενος ότι ο πατέρας του και ο θείος του καυγάδιζαν για το σπίτι και εικάζει ότι υπαίτιος είναι ο θείος του. Όταν του ζητήθηκε να αναπτύξει, ο Αιτητής ανέφερε αόριστα ότι τέτοια προβλήματα συμβαίνουν στη χώρα του, ότι είναι κάτι που δεν καταλαβαίνει κάποιος που δεν προέρχεται από τη χώρα του και ότι είναι βέβαιος ότι ο θείος του ζήλευε. Ως προς τη σχέση του με τον θείο του μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε χωρίς να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες, ότι η σχέση τους είχε χειροτερέψει.

 

Επιπλέον, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη σχέση του με τον θείο του μετά το θάνατο της μητέρας του, δήλωσε και πάλι χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες ότι η σχέση τους επιδεινώθηκε και ότι του επιτέθηκε με μαχαίρι. Επιπρόσθετα εντοπίστηκε αντίφαση ως προς τη χρονολογία θανάτου της μητέρας του, καθώς αρχικά ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι απεβίωσε το 2020, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι απεβίωσε τον Ιούνιο του 2019. Κληθείς να εξηγήσει, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τέλη του 2017 και η μητέρα του το 2019, χωρίς να δίνει οποιαδήποτε εξήγηση για την ασυνέπεια στις δηλώσεις του.

 

Ελλιπής κρίθηκε από τον λειτουργό και η περιγραφή του κατ’ ισχυρισμό περιστατικού επίθεσης εναντίον του Αιτητή από τον θείο του με μαχαίρι. Ως κατέγραψε ο λειτουργός, η  περιγραφή του Αιτητή ήταν επιφανειακή και αόριστη και αναμενόταν από αυτόν να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες για ένα τόσο σημαντικό περιστατικό, το οποίο αποτέλεσε την αιτία για να εγκαταλείψει τη χώρα του. Ερωτηθείς εάν δέχτηκε κι άλλες επιθέσεις από τον θείο του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του έστελνε ανθρώπους να τον περιμένουν στο δρόμο. Κληθείς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες, απάντησε ότι όταν επέστρεφε από τη δουλειά του, συναντούσε ανθρώπους στη γωνία του δρόμου που τον περίμεναν, λέγοντάς του ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν φύγει από το σπίτι και κατάλαβε ότι ήταν ο θείος του.

 

Ως έκρινε ο λειτουργός, ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες ούτε για τα πιο πάνω περιστατικά, ενώ δεν ήταν σε θέση να τα τοποθετήσει χρονικά, δηλώνοντας αόριστα ότι ήταν μετά το θάνατο της μητέρας του, περί τα τέλη του 2019 - 2020. Ομοίως αόριστος υπήρξε ο Αιτητής όταν ισχυρίστηκε ότι περί τα τέλη του 2020 και στις αρχές του 2021, κάποια άτομα ήρθαν στο σπίτι τους και ανάγκασαν τον ίδιο και τον αδελφό του να εγκαταλείψουν την οικία τους, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια πιο λεπτομερή και συνεκτική περιγραφή του περιστατικού. Σε ερωτήσεις που του τέθηκαν, ισχυρίστηκε ότι δεν εγκατέλειψε την οικία του εκείνη τη μέρα, αλλά λίγες μέρες αργότερα, αφού έκλεψε ένα χρηματικό ποσό από τον θείο του και αφού επικοινώνησε με φίλη της μητέρας του για να τον βοηθήσει, μετέβη στην περιοχή Mont-Ngafula, όπου κρυβόταν στο σπίτι ενός φίλου από τον Μάρτιο του 2021.

 

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού, ο λειτουργός επεσήμανε ότι τα περιστατικά που αφηγήθηκε ο Αιτητής είναι ιδιωτικής φύσεως και δεν είναι δυνατό να εντοπιστούν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη συνοχής, σαφήνειας και επαρκών λεπτομερειών στην αφήγηση του Αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.

 

 

Προχωρώντας εν συνεχεία αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει του αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις του Αιτητή, καθώς επίσης και επί τη βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την Kinshasa της ΛΔΚ, δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην Έκθεση-Εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ήτοι την ΛΔΚ, για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

 

Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως ο Αιτητής κατά την επιστροφή του στη ΛΔΚ δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας και 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας, αντίστοιχο άρθρο 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kinshasa της ΛΔΚ, δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο ή σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας, καθότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει έκρυθμη μόνο στις ανατολικές περιοχές της χώρας (Ituri, Βόρειο και Νότιο Kivu). Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

 

Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η έρευνα που είχε προηγηθεί της απόφασης για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).

 

 

Υπό το φως των ανωτέρω σημείων που έχω αναλύσει, κρίνω ότι ορθά και εμπεριστατωμένα οι Καθ’ ων η Αίτηση αξιολόγησαν το αίτημα του Αιτητή και κατέληξαν τόσο στα ευρήματα περί αναξιοπιστίας του αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, όσο και στη μη υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τέθηκε στον Αιτητή επαρκής αριθμός ερωτήσεων για να του δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του και να τεκμηριώσει το αίτημά του, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Συμφωνώ με την αιτιολόγηση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνταν λεπτομέρειας και επάρκειας πληροφοριών. Οι πληροφορίες που παρέθεσε ο Αιτητής είναι αόριστες, ασυνεπείς και μη ευλογοφανείς, χωρίς την εξειδίκευση που θα αναδείκνυε το προσωπικό στοιχείο του βιώματος που θα στοιχειοθετούσε την εσωτερική του αξιοπιστία ως προς τον ισχυρισμό του περί κινδύνου κατά της ζωής του από τον θείο του.

 

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε στην ενώπιον μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα ο Αιτητής μέσω της συνηγόρου του να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι μπορεί να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί κινδύνου από τον θείο του, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς. Οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του και σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι δεν μπορούσε να καταβάλει το χρηματικό ποσό που του ζήτησε η αστυνομία για να προχωρήσει η καταγγελία του.

 

 

Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, καταλήγω στο ότι δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και το αντίστοιχο Άρθρο 1(Α) της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων, για την υπαγωγή του σε προσφυγικό καθεστώς.

 

 

 

Κατά τα παραπάνω, δεν μπορεί να παραχωρηθεί στον Αιτητή ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάσει των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό τις εκεί προβλεπόμενες μορφές.

 

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

 

Από επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ, και ειδικότερα στην πρωτεύουσα Kinshasa, οι πληροφορίες από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν τα κάτωθι:

 

Σύμφωνα με τη διαδικτυακή πύλη RULAC «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu»[1], σημειώνεται ωστόσο, ότι δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa. Επιπρόσθετα, Έκθεση (2024) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στα ανατολικά συνεχίστηκαν, με τις κυβερνητικές δυνάμεις να μάχονται εναντίον ένοπλων ομάδων∙ ενώ η διακοινοτική βία επεκτάθηκε και στις επαρχίες Kasai, Kwango, Kwilu, Mai-Ndombe και Tshopo, και οδήγησε σε περαιτέρω σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[2] 

 

 

Σύμφωνα με μια εστιασμένη έκθεση COI που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2025 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ από το βέλγικο Κέντρο Τεκμηρίωσης και Έρευνας (CEDOCA), «όσον αφορά την Kinshasa, αναφέρθηκαν σποραδικά περιστατικά ασφαλείας κατά τη διάρκεια του 2024, συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, μιας απόπειρας πραξικοπήματος, μιας απόδρασης από τη φυλακή Makala και ορισμένων επεισοδίων στην αγροτική περιοχή της κοινότητας Maluku λόγω της σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη γειτονική επαρχία Mai-Ndombe». Η ίδια πηγή, επικαλούμενη πληροφορίες από το United Nations Joint Human Rights Office, ανέφερε ότι η επαρχία της Kinshasa ήταν «ανεπηρέαστη από ένοπλη σύγκρουση» και ότι «από την επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στα ανατολικά το 2025, εκτός από διαδηλώσεις κατά δυτικών πρεσβειών, δεν έχουν αναφερθεί σοβαρά περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa»[3]. Τον Ιανουάριο του 2025, διαδηλωτές στην Kinshasa επιτέθηκαν σε πρεσβείες και προκάλεσαν πυρκαγιές στο πλαίσιο ενός ξεσπάσματος διαδηλώσεων κατά της επίθεσης των ανταρτών M23 στην ανατολική περιοχή.[4]

 

 

Ως διαφαίνεται από τις ανωτέρω πληροφορίες, στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και η κατάσταση ασφαλείας παρουσιάζεται σταθερή.

 

 

Προχωρώντας να εξετάσω την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED για το τελευταίο έτος (με τελευταία πρόσβαση στις 17/10/2025) καταγράφηκαν 37 περιστατικά πολιτικής βίας (“Political violence”, που περιλαμβάνει περιστατικά βίας κατά αμάχων, εκρήξεις/απομακρυσμένη βία, μάχες, εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες), από τα οποία προκλήθηκαν 41 θάνατοι.[5] Σημειώνεται, ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις ο πληθυσμός της πόλης Κinshasa το 2023 ανερχόταν στα 16,316,000 κατοίκους.[6]

 

 

Κατά συνέπεια, η Kinshasa που συνιστά τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.[7] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ότι πρόκειται για νεαρό, υγιή ενήλικα, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο και ικανό προς εργασία, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                      Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1]  RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, Τελευταία Ενημέρωση: 13 Απριλίου 2021

https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 27/10/2025)

[2] Amnesty International, Democratic Republic of the Congo 2024

https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 15/10/2025)

[3] EUAA COI Query Response - DRC - Democratic Republic of the Congo - Security Situation in Kinshasa,

01/07/2025, σ. 4

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2025_07_EUAA_COI_Query_Response_Q13_DRC_Security_Situation_Kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 27/10/2025)

[4] Ibid.

[5]Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Democratic Republic of Cono - Kinshasa, Events/Fatalities, Political Violence, Past Year, διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 27/10/2025)

[6]CIA, The World Factbook, DRC

https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/congo-democratic-republic-of-the/#people-and-society (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 27/10/2025)

[7] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο