ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4679/24
10 Οκτωβρίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
C. L. U.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Α. Ζηντίλης (κ.) για Ανδρέας Κ. Ζηντίλης και Σια Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για την Αιτήτρια
Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 04/10/2024 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Εναλλακτικά αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται η Αιτήτρια ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και/ή ότι με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της θα παραβιαστεί η αρχή της μη επαναπροώθησης.
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 17/08/2023 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Στις 01/08/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας ενώπιον αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, προς εξέταση του αιτήματος της για διεθνή προστασία. Μετά την συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερ. 30/09/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση στις 04/10/2024 και απέρριψε την αίτηση για διεθνή προστασία.
Στις 04/11/2024 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της Αιτήτριας για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν.
Στις 22/11/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στο Δικαστήριο.
Με την γραπτή τους αγόρευση οι συνήγοροι της Αιτήτριας υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη και παράνομη καθώς, αφενός, εκδόθηκε και υπογράφτηκε από πρόσωπο που δεν είχε την απαιτούμενη εκ του νόμου εξουσιοδότηση, και αφετέρου, λήφθηκε υπό ουσιώδη πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά χωρίς να προηγηθεί η διεξαγωγή δέουσας έρευνας, παραβλέποντας τον πραγματικό και προσωπικό φόβο δίωξης της Αιτήτριας λόγω των σεξουαλικών της προτιμήσεων στη χώρα καταγωγής της.
Κατά τις διευκρινήσεις ο συνήγορος της Αιτήτριας, υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του αγόρευση, προωθώντας ως μόνο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης την έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση αγόρευσε προφορικά, προβάλλοντας ότι η επίδικη απόφαση είναι ορθή και παραπέμποντας στην έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναλύονται σαφώς και ειδικώς οι λόγοι που δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας και αναλύθηκε το ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα αισθήματα της, τη διαφορετικότητα που βίωσε καθώς και τυχόν στιγματισμό, ντροπή ή βλάβη και προέβηκε σε ανεπαρκείς και γενικόλογους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν ήταν ενδεικτικοί βιωματικής εμπειρίας. Παρέπεμψε σε νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου και τόνισε ότι η Αιτήτρια διέμενε στις κατεχόμενες περιοχές με άδεια για εκπαιδευτικούς σκοπούς, επέστρεψε στη χώρα καταγωγής της περί τον Μάρτιο του 2022 και εισήλθε παρατύπως στην Δημοκρατία εκ νέου περί τον Ιούλιο του 2022.
Δεδομένου του περιορισμού της υπό εξέταση προσφυγής στην έλλειψη δέουσας και λαμβάνοντας υπόψιν ότι σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο, προχωρώ στην εξέταση της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια κλήθηκε να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση): «Είμαι ομοφυλόφιλη γυναίκα και, λόγω των παραδοσιακών εθίμων στην κοινότητά μου, η ομοφυλοφιλία θεωρείται έγκλημα και παραμένει ταμπού. Για αυτόν τον λόγο, η οικογένειά μου και η κοινότητά μου με αποκήρυξαν. Οι γονείς μου είναι παραδοσιακοί θρησκευόμενοι και ήθελαν να ζω σύμφωνα με τους παραδοσιακούς κανόνες, όμως εγώ αρνήθηκα, καθώς αυτό ήταν ενάντια στη θέλησή μου. Οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου απαγορεύονται από τους νόμους μας και αυτό αποτελεί αιτία διακρίσεων και, κάποιες φορές, ταπείνωσης από τους άλλους. Για αυτούς τους λόγους δεν μπορούσα να συνεχίσω να ζω έτσι, και γι’ αυτό το 2021 πήρα την απόφαση να έρθω στην Κύπρο, αναζητώντας ελευθερία και ειρήνη. Έμεινα για λίγους μήνες στα μη ελεγχόμενα από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας εδάφη, μέχρι που έλαβα ένα τηλεφώνημα συμφιλίωσης από τους γονείς μου και επέστρεψα στη Νιγηρία. Η κατάσταση όμως δεν άλλαξε όπως πίστευα. Παρέμεινε η ίδια και γι’ αυτό πήρα την οριστική απόφαση να φύγω ξανά και να επιστρέψω στην Κύπρο, ώστε να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς περιορισμούς και όρια» (ελεύθερη μετάφραση από ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Onitsha, πολιτεία Anambra της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας, της οποίας είναι υπήκοος. Μητρική της γλώσσα είναι η Igbo και μιλά επίσης Αγγλικά. Περαιτέρω, δήλωσε καθολική στο θρήσκευμα και μόνιμη κάτοικος της πόλης Awka, στην ίδια πολιτεία, η οποία αποτελεί και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Αναφορικά με την οικογένειά της ανέφερε πως είναι άγαμη και άτεκνη, δεν έχει αδέρφια και οι γονείς της έχουν αποβιώσει, ενώ ο μόνος συγγενής της είναι ο θείος της που διαμένει στην Onitsha. Σε σχέση με το μορφωτικό της υπόβαθρο δήλωσε ότι είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο CIU στα μη ελεγχόμενα από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας εδάφη την περίοδο 2022–2023. Τέλος, ως προς την επαγγελματική της εμπειρία, ανέφερε πως εργάστηκε ως πωλήτρια σε κατάστημα οικοδομικών υλικών στην περιοχή Umuokpu κοντά στην Onitsha, από το 2018 έως το 2020.
Όπως περιγραφεί η Αιτήτρια, η ομοφυλοφιλία στην Νιγηρία, και ειδικότερα στην κοινωνία των Igbo, αποτελεί «ταμπού» και όσοι συλλαμβάνονται υφίστανται την αποδοκιμασία του κόσμου διασυρόμενοι σε δημόσια θέα χωρίς να φοράνε ρούχα, ενώ δεν είναι σπάνιες οι φορές που τους αφαιρείται και η ζωή. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες αναφοράς της κακοποίησης στην αστυνομία, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ο φάκελος της πάντα έκλεινε χωρίς να της παρέχεται προστασία, ενώ ο θείος της υποκινούσε τον κόσμο να την αποφεύγει προκαλώντας της στιγματισμό. Έτσι, τελικά ένιωσε αναγκασμένη να φύγει για να ξεφύγει από τη βία, την παρενόχληση και την ντροπή.
Κατόπιν, η Αιτήτρια απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, προκειμένου να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.
Αρχικά, η Αιτήτρια κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτοπροσδιορίζεται ως λεσβία και έλκεται κυρίως από γυναίκες, αν και δήλωσε πως κάποια στιγμή έχει νιώσει έλξη προς άνδρες. Επίσης, ανέφερε ότι η συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού ξεκίνησε γύρω στην ηλικία των 10 ή 11 ετών, όταν φιλήθηκε με μια παιδική της φίλη. Αυτή η εμπειρία, την έκανε να συνειδητοποιήσει τα συναισθήματά της και από τότε ισχυρίζεται ότι έλκεται συνεχώς από γυναίκες και περιέγραψε ότι, καθώς μεγάλωνε, συνέχιζε να έχει συναντήσεις με άλλες ομοφυλόφιλες γυναίκες, ενισχύοντας την αυτογνωσία της για την σεξουαλική της ταυτότητα. Ωστόσο, δήλωσε ότι αυτή η «αυτό-αποδοχή» συγκρούστηκε με τις αυστηρές παραδοσιακές πεποιθήσεις της οικογένειάς της, ιδιαίτερα του θείου της, ο οποίος αντικατέστησε τον προπάππου της ως «ντόπιος γιατρός».
Ο σεξουαλικός της προσανατολισμός έγινε γνωστός στην οικογένειά της τον Αύγουστο του 2021, όταν ο θείος της την έπιασε στο κρεβάτι με μια φίλη της. Δήλωσε πως ο θείος της αντέδρασε βίαια, χτυπώντας την και κατηγορώντας την ότι ντρόπιαζε την οικογένεια. Κατόπιν, κάλεσε τους πρεσβύτερους του χωριού και την κλείδωσαν στο δωμάτιο του πατέρα της, της αρνήθηκαν την πρόσβαση σε κοινόχρηστα αντικείμενα (όπως σκεύη φαγητού κ.α.) και την απομόνωσαν εντελώς. Τελικά, ισχυρίστηκε πως δραπέτευσε από το παράθυρο κατά την διάρκεια της νύχτας και περπάτησε μέχρι το σπίτι της μητέρας της, όπου συνάντησε τον θείο από την πλευρά της μητέρας της, ο οποίος της είπε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα για να τη βοηθήσει και πως η ίδια έπρεπε να επιστρέψει ώστε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, προτείνοντας μάλιστα ότι ο άλλος θείος της θα έπρεπε να την υποβάλει σε μια τελετή «καθαρισμού». Η Αιτήτρια είπε ότι στη συνέχεια μετακόμισε στην Awka για να μείνει με έναν φίλο και άρχισε να σχεδιάζει να φύγει από τη Νιγηρία. Τότε, ο θείος της άρχισε να την απειλεί τηλεφωνικά, προειδοποιώντας την ότι θα μπορούσε να τη βρει ακόμη και μέσω «πνευματικών μέσων».
Τον Μάρτιο του 2022 (και ενώ ήταν στην Κύπρο), ισχυρίστηκε πως έλαβε ένα τηλεφώνημα από την οικογένειά της που της ζητούσε να επιστρέψει σπίτι για την ταφή της μητέρας της και για την επίτευξη μιας συμφιλίωσης. Ελπίζοντας σε αυτό, η Αιτήτρια αποφάσισε να επιστρέψει στην Νιγηρία, αλλά ανέφερε ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω. Συγκεκριμένα, της ζητήθηκε να «λουστεί σε αίμα κριαριού» ως μέρος μιας τελετουργίας για να «καθαρίσει» την υποτιθέμενη ντροπή που είχε φέρει στην οικογένεια και, συνεπώς, φοβούμενη για την ασφάλειά της, κατέφυγε ξανά στην Awka. Ωστόσο, αργότερα, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι της για να ετοιμάσει τα πράγματά της, και τότε την έπιασε ο θείος της και της επιτέθηκε σωματικά. Η Αιτήτρια αντεπιτέθηκε, κατάφερε να τον τραυματίσει και κατόπιν κατέφυγε στην Αμπούτζα. Η Αιτήτρια δήλωσε πως η απειλή του θείου της για δημόσιο εξευτελισμό και περαιτέρω βία σε βάρος της, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα περιστατικά, την έκαναν να φύγει τελικά από την Νιγηρία (για δεύτερη φορά) τον Αύγουστο.
Εν συνεχεία, τέθηκαν στην Αιτήτρια διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με την σεξουαλικότητά της και την ομοφυλοφιλική σχέση που διατηρούσε στην Νιγηρία. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το 2018, σε ένα σχολικό πάρτι, γνώρισε τη Chisom, με την οποία ξεκίνησε φιλία και αργότερα ερωτική σχέση. Η Chisom, όπως είπε, ήταν εκείνη που την βοήθησε να αποδεχτεί τον εαυτό της, της έδωσε αυτοπεποίθηση και της έμαθε τεχνικές αυτοάμυνας ώστε να μην φοβάται. Ως προς την αρχική τους έλξη, η Αιτήτρια εξήγησε ότι ο σεξουαλικός της προσανατολισμός έγινε γνωστός στην κοπέλα της μέσω ενός βίντεο του 2019-2020 όπου η Αιτήτρια χόρευε με μια φίλη της σε ένα πάρτι και το βίντεο την έδειχνε να αλληλεπιδρά με κορίτσια με τρόπο που υποδήλωνε έντονα έλξη της προς τις γυναίκες. Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι ήταν 19 ετών τότε και ενώ ήταν κάπως ανοιχτή για τη σεξουαλικότητά της, φοβόταν τον θείο της. Όπως δήλωσε, μόνο ένας στενός της φίλος από την παιδική ηλικία, ένας συμμαθητής και ένας ξάδερφος από την πλευρά της μητέρας της γνώριζαν τον πλήρη σεξουαλικό της προσανατολισμό.
Μετά την γνωριμία της με την Chisom, ισχυρίστηκε πως ανέπτυξαν μια φιλία, που κατέληξε σε μια «συνάντηση» σε ένα ξενοδοχείο. Το επόμενο πρωί, η Chisom εξέφρασε ανοιχτά ρομαντικό ενδιαφέρον για την Αιτήτρια και εκείνη ανταπέδωσε, και κατόπιν άρχισαν να βγαίνουν και επίσημα ραντεβού αφότου είχαν εκφράσει την αμοιβαία επιθυμία τους να είναι μαζί. Μάλιστα, η σχέση προχώρησε ομαλά, με την Αιτήτρια να αισθάνεται πως η Chisom ήταν πλέον μέλος της οικογένειάς της.
Αναφορικά με την κακοποίηση που ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε από τον θείο της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δέχθηκε σεξουαλική επίθεση από τον θείο της από την πλευρά του πατέρα της από την ηλικία των 14 ετών. Εξήγησε πως κανένας δεν την πίστευε γιατί στην κοινωνία όλοι έδειχναν τυφλή εμπιστοσύνη στους ισχυρούς άνδρες και δη σε όσους ήταν «ντόπιοι γιατροί», όπως ο θείο της. Παρότι ανέφερε την κακοποίηση σε έναν γείτονα, οι προσπάθειες να λάβει υποστήριξη ήταν ανεπιτυχείς. Ομοίως, ανεπιτυχής ήταν και η απόπειρα καταγγελίας στην αστυνομία, όταν ήταν 16 ετών (μετά το δεύτερο περιστατικό βιασμού σε βάρος της), γεγονός που απέδωσε στην υποτιθέμενη διαφθορά της αστυνομίας.
Περαιτέρω, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η ζωή της ως ομοφυλόφιλη γυναίκα στη Νιγηρία ήταν βαθιά καταθλιπτική και δύσκολη. Ένιωθε ότι περιοριζόταν από τις προσδοκίες της κοινωνίας και ότι δεν μπορούσε να παίρνει αποφάσεις για τη ζωή της, βιώνοντας διαρκές τραύμα και συναισθηματική δυσφορία. Αν και προηγουμένως είχε δηλώσει ότι ήταν αρκετά ανοιχτή σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, πηγαίνοντας σε πάρτι και διατηρώντας φιλίες με άλλες ομοφυλόφιλες γυναίκες, διευκρίνισε ότι αυτή η «ελευθερία» περιοριζόταν σε έναν πολύ συγκεκριμένο κύκλο ατόμων με την ίδια ταυτότητα, δηλαδή συναναστρεφόταν αποκλειστικά με λεσβίες και απέφευγε επαφές με ετεροφυλόφιλα άτομα. Η Αιτήτρια δήλωσε επιπλέον ότι μετά το περιστατικό όπου την έπιασε ο θείος της σε ερωτική στιγμή με άλλη γυναίκα (την Chisom), υπέστη εκτεταμένη χλεύη και κοροϊδία από την κοινότητα.
Αναφορικά με την ζωή της ως ομοφυλόφιλο άτομο στην Νιγηρία, η Αιτήτρια επεξήγησε ότι οι λεσβίες στη Νιγηρία γνωρίζονται και αλληλεπιδρούν με μυστικότητα, συνήθως μέσω ιδιωτικών ομάδων στην εφαρμογή WhatsApp ή μέσα από συγκεκριμένο τρόπο ντυσίματος που μπορεί να «προδώσει» την ταυτότητά τους σε άλλες γυναίκες της κοινότητας. Η Αιτήτρια ξεκαθάρισε ότι είχε μόνο δύο πραγματικές ρομαντικές σχέσεις στη ζωή της — την παιδική της φίλη της στην ηλικία 10 έως 14 χρονών και αργότερα τη Chisom, με την οποία είχε σχέση από τον Νοέμβριο του 2018 έως περίπου τον Οκτώβριο του 2021, λίγο πριν φύγει από τη Νιγηρία. Διευκρίνισε ότι οι υπόλοιπες «επαφές» που ανέφερε ότι είχε αφορούσαν μόνο κοινωνικές συναναστροφές με άλλες λεσβίες, χωρίς απαραίτητα να προκύψουν ερωτικές σχέσεις.
Όσον αφορά τη μακροχρόνια σχέση της με την Chisom στη Νιγηρία, η Αιτήτρια τόνισε ότι έπρεπε να διατηρείται κρυφή λόγω της νομοθεσίας και της κοινωνικής κατακραυγής. Διευκρίνισε πως φρόντιζαν να αποφεύγουν δημόσιες εμφανίσεις και συναναστροφές με ετεροφυλόφιλα άτομα, συναντιόνταν μόνο ιδιωτικά και κυκλοφορούσαν αποκλειστικά με άτομα της LGBTQ+ κοινότητας.
Από τότε που ήρθε στην Κύπρο, η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν είχε κάποια ερωτική σχέση. Όπως είπε, δυσκολεύεται να συναντήσει ομοφυλόφιλες γυναίκες και δεν ξέρει πού ή πώς να το κάνει. Ανέφερε ότι είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με μια LGBTQ ομάδα μέσω Instagram, με την ονομασία «Cyprus LGBT», και είχε προσκληθεί σε ένα πάρτι τους, αλλά δεν κατάφερε να πάει. Περαιτέρω, δήλωσε πως δεν γνωρίζει καμία άλλη τοπική LGBTQ οργάνωση ούτε έχει χρησιμοποιήσει εφαρμογές γνωριμιών για ομοφυλόφιλα άτομα στην Κύπρο. Ωστόσο, σημείωσε ότι στη Νιγηρία είχε χρησιμοποιήσει μια τέτοια εφαρμογή, μέσω της οποίας είχε κάνει κάποιες γνωριμίες.
Τέλος, ερωτηθείσα τι είναι από που φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην Νιγηρία, ανέφερε ότι φοβάται τον λιθοβολισμό και την «ποινή» τους δημόσιου διασυρμού (περιφορά) της όντας γυμνή, λόγω των παραδοσιακών πεποιθήσεων της κοινωνίας και συγκεκριμένα του θείου της. Επίσης, δήλωσε πως δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κανένα άλλο μέρος της Νιγηρίας.
Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του δυο ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:
1) Ταυτότητα και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και προφίλ της.
2) Η Αιτήτρια αυτοπροσδιορίζεται ως λεσβία.
Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, αφού κρίθηκε ως αξιόπιστος στο σύνολό του. Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η Αιτήτρια δεν έδωσε ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με τον εν λόγω ισχυρισμό, ενώ τα λεγόμενά της χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη ευλογοφάνειας, συνοχής και συνέπειας και παρουσίαζαν αοριστίες και επιπολαιότητα. Αρχικά ο λειτουργός επισήμανε ότι τόσο κατά τη συνέντευξη όσο και την αξιολόγηση του ισχυρισμού υιοθετήθηκε το μοντέλο αξιολόγησης DSSH (Difference, Stigma, Shame and Harm) το οποίο χρησιμοποιείται τόσο από την EUAA όσο και από την UNHCR και πως χρησιμοποιήθηκαν οι πρόνοιες αυτού και εν συνεχεία ανέλυσε τα συμπεράσματά του σχετικά με τα λεγόμενα της Αιτήτριας.
Αρχικά, είναι θέση των Καθ’ ων πως η Αιτήτρια δεν παρουσίασε μια προσωπική, βιωματική και πειστική αφήγηση για το πώς συνειδητοποίησε και/ή αποδέχθηκε τη σεξουαλική της ταυτότητα. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι συνειδητοποίησε πως είναι λεσβία σε ηλικία 10-11 ετών, έπειτα από ένα φιλί με φίλη της στο σχολείο. Ωστόσο, δεν εξήγησε πώς αυτό το περιστατικό οδήγησε σε βαθύτερη συνειδητοποίηση, ούτε περιέγραψε τα συναισθήματα, τις σκέψεις ή τις εσωτερικές διεργασίες της εκείνης της περιόδου. Οι απαντήσεις της σε ερωτήσεις για το πώς αποδέχθηκε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό παρέμειναν γενικές, με φράσεις όπως «το έχω στο αίμα μου», χωρίς επεξήγηση.
Στη συνέχεια, όταν της ζητήθηκε να μιλήσει για τα συναισθήματα και τις σκέψεις της όταν συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, οι δηλώσεις της δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς αναφέροντας πολύ συνοπτικά και μη συγκεκριμένα ότι «ήταν μια δύσκολη περίοδος για αυτήν λόγω της διαπαιδαγώγησής της» και ότι «φοβόταν λίγο» αλλά όταν ο θείος της ανακάλυψε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό «έπαψε να νιώθει ντροπή». Παρά την πληθώρα επιμέρους ερωτήσεων που τέθηκαν στην Αιτήτρια ώστε να διαφωτιστούν οι συνθήκες και οι ενδεχόμενες εσωτερικές διεργασίες της συνειδητοποίησης του σεξουαλικού της προσανατολισμού, οι επιμέρους απαντήσεις της Αιτήτριας δεν ήταν σαφείς.
Ομοίως, επιφανειακές κρίθηκαν και οι περιγραφές της για τις ερωτικές της σχέσεις. Συγκεκριμένα, ανέφερε δύο σχέσεις με γυναίκες στη Νιγηρία, αλλά η περιγραφή τους ήταν ελλιπής και ασαφής. Δεν εξήγησε πώς ξεκίνησαν οι σχέσεις, πώς εξελίχθηκαν, ή τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή και την ταυτότητά της. Ιδιαίτερα για τη δεύτερη σχέση, αν και υποστήριξε ότι τη βοήθησε να αποδεχθεί τον εαυτό της, δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς ή γιατί. Περαιτέρω, στην Κύπρο, όπου διαμένει εδώ και 3 χρόνια, ανέφερε ότι δεν είχε καμία ερωτική σχέση, δεν γνώρισε καμία λεσβία, και δεν συμμετείχε σε καμία ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ή εκδήλωση.
Όπως επισημαίνουν οι Καθ΄ ων, παρότι η σύναψη ερωτικών σχέσεων και η συμμετοχή σε ΛΟΑΤΚΙ κοινωνικές δράσεις δεν αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να θεωρείται ένα άτομο ότι εμπίπτει στο φάσμα ΛΟΑΤΚΙ, το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει καμία αναφορά, ενώ στη χώρα της υπήρξε, σύμφωνα με τις αναφορές της, ιδιαίτερα κοινωνική με κοινωνικές συναναστροφές και ερωτικές γνωριμίες και σχέσεις, δημιουργεί ένα επιπλέον κενό πληροφοριών σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό σε συνδυασμό με τις περιορισμένης έκτασης και μη επαρκείς σε πληροφορίες αναφορές της για τα βιώματά της πριν εγκαταλείψει τη χώρα της.
Επίσης, είναι θέση των Καθ΄ ων πως οι αναφορές της Αιτήτριας δεν υπήρξαν συγκεκριμένες και λεπτομερείς όσον αφορά τα εσωτερικά και τα εξωτερικά γεγονότα που οδήγησαν στην συνειδητοποίησή της, ενώ το περιεχόμενο των απαντήσεών της στερούνταν προοπτικής μέσα στα χρόνια της ζωής της. Όλες οι αναφορές της χαρακτηρίζονται από στατικότατα και δεν φωτίζουν τα δυναμικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια εσωτερική διαδρομή συνειδητοποίησης ενός ατόμου σχετικά με την ταυτότητά του ή και τους ενδεχόμενους περιορισμούς που του θέτει το περιβάλλον.
Επιπλέον, ως προς συναισθήματα «στίγματος και ντροπής», είναι θέση των Καθ’ ων πως η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να περιγράψει με σαφήνεια και βιωματική πληρότητα πώς εκδήλωνε ή βίωνε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στη Νιγηρία. Οι απαντήσεις της ήταν γενικόλογες, στερεοτυπικές και χωρίς συγκεκριμένα παραδείγματα ή λεπτομέρειες. Είπε ότι συμμετείχε σε ομάδες μέσω εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δεν εξήγησε πώς αυτό σχετιζόταν με την προσωπική της έκφραση ως λεσβία. Επίσης, ανέφερε ένα βίντεο από το οποίο η σύντροφός της κατάλαβε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, χωρίς όμως να εξηγήσει το περιεχόμενο ή γιατί αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει κάτι τέτοιο. Οι περιγραφές της για το πώς εκδηλώνεται γενικά η ομοφυλοφιλική ταυτότητα των γυναικών στη Νιγηρία ήταν αόριστες και βασισμένες σε στερεότυπα, όπως ότι «δεν ντύνονται όπως οι ετεροφυλόφιλες». Περαιτέρω, όταν μίλησε για τη σχέση της που κράτησε τρία χρόνια, περιορίστηκε στο να πει ότι απέφευγαν τους δημόσιους χώρους και τη σωματική οικειότητα, χωρίς να δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα των δυσκολιών ή των περιστατικών που βίωσε.
Όπως σημειώνουν οι Καθ’ ων, θα ήταν αναμενόμενο σε βάθος τριών ετών ως ζευγάρι να έχει εκτεθεί ενδεχομένως σε κοινωνικές προκλήσεις που να καθιστούσαν αναγκαία την ανάπτυξη «ιδιαίτερων τακτικών προστασίας από τον κοινωνικό περίγυρο». Ωστόσο, οι αναφορές της Αιτήτριας ήταν αδιαφοροποίητες χωρίς να δίνουν στοιχεία για τις «λεπτές αποχρώσεις και δυσκολίες μιας σχέσης μη κοινωνικά αποδεκτής». Γενικά, οι αναφορές της κρίθηκαν αποσπασματικές, χωρίς προσωπικό και συναισθηματικό βάθος που να δείχνει πραγματική εμπειρία ντροπής ή στιγματισμού, κάτι που θα ήταν αναμενόμενο από κάποιο άτομο που έχει βιώσει καταπίεση λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.
Εν συνεχεία, η Αιτήτρια παρουσίασε σοβαρές αντιφάσεις και ασάφειες στις δηλώσεις της σχετικά με τη «βλάβη» που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Αν και περιέγραψε αρχικά ένα σοβαρό περιστατικό βίας, εγκλεισμού και διαπόμπευσης από τον θείο της το 2021 —γεγονός που, κατά τα λεγόμενά της, την οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα της—, στη συνέχεια ανέφερε ότι επέστρεψε στη Νιγηρία για την κηδεία της μητέρας της, παραμένοντας εκεί για περίπου 3,5 μήνες. Οι εξηγήσεις που έδωσε για την απόφασή της να επιστρέψει στη χώρα της, καθώς και για το πού διέμενε κατά το διάστημα αυτό, ήταν ασαφείς, αντιφατικές και χωρίς συνοχή. Αρχικά είπε ότι έμεινε δύο μήνες στην οικογενειακή της οικία, μετά ότι έμεινε δύο ημέρες εκεί και πέντε ημέρες στο σπίτι μιας φίλης, ενώ σε άλλο σημείο ισχυρίστηκε ότι πέρασε δύο μήνες στο σπίτι της φίλης της θρηνώντας. Το χρονοδιάγραμμα που έδωσε δεν καλύπτει, σύμφωνα με τους Καθ’ ων, όλο το διάστημα της παραμονής της στη Νιγηρία και αφήνει ανεξήγητο κενό περίπου ενάμιση μήνα. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να δώσει σαφείς και εύλογες εξηγήσεις για τις αντιφάσεις αυτές, γεγονός που υπονομεύει την αξιοπιστία του ισχυρισμού της περί σοβαρής και συνεχιζόμενης απειλής ή βλάβης λόγω της σεξουαλικής της ταυτότητας.
Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων, ο λειτουργός προχώρησε στην ανάλυση των συμπερασμάτων του βάσει του μοντέλου αξιολόγησης DSSH (Difference, Stigma, Shame and Harm). Ως προς το στοιχείο της διαφορετικότητας, είναι θέση του λειτουργού ότι δεν κατέστη δυνατό να στοιχειοθετηθεί μια ουσιαστική και βιωματικά δοσμένη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής της ταυτότητας, ενώ οι αναφορές της για τις ερωτικές της σχέσεις ήταν γενικές, ασαφείς και μη πειστικές. Ως προς το στίγμα και τη ντροπή, ο λειτουργός έκρινε ότι οι απαντήσεις της ήταν επιφανειακές, χωρίς ουσιαστική περιγραφή συναισθημάτων ή εμπειριών που θα ανεδείκνυαν την προσωπική εσωτερική πάλη ή την κοινωνική πίεση. Τέλος, σχετικά με τη βλάβη, διαπιστώθηκε ότι οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις, χρονικές ασυνέχειες και έλλειψη σαφούς αφήγησης, γεγονός που υπονομεύει την αξιοπιστία του ισχυρισμού της περί κακομεταχείρισης. Συνολικά, κρίθηκε ότι οι αναφορές της ήταν μη συγκεκριμένες, ελλιπείς και απουσίαζε το βιωματικό βάθος που θα προσέδιδε αυθεντικότητα στους ισχυρισμούς της. Με βάση τα παραπάνω, η εσωτερική αξιοπιστία του ουσιώδους ισχυρισμού δεν θεμελιώθηκε.
Προχωρώντας στην εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι η ομοφυλοφιλία στη Νιγηρία διώκεται ποινικά, υφίστανται αυστηρές νομικές κυρώσεις, που φτάνουν έως και τη θανατική ποινή σε πολιτείες με εφαρμογή της Σαρία, ενώ υφίστανται πρακτικές αυθαίρετων συλλήψεων, εκφοβισμού, βασανιστηρίων και κοινωνικού στιγματισμού. Περαιτέρω, έτερες πηγές επιβεβαιώνουν ότι η κρατική και κοινωνική μεταχείριση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων είναι εχθρική, με τεκμηριωμένες καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκβιασμούς, βία, παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, αυθαίρετες συλλήψεις, καθώς και αποκλεισμό από υπηρεσίες υγείας και στέγασης. Ωστόσο, παρότι η γενική κατάσταση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στη Νιγηρία είναι τεκμηριωμένα επισφαλής, η αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού της Αιτήτριας δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί, λόγω της ανεπαρκούς εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει του αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, καθώς επίσης και επί τη βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της, ήτοι την πολιτεία Anambra, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Περαιτέρω, όσον αφορά στο προφίλ της Αιτήτριας, ο λειτουργός σημειώνει πως πρόκειται για γυναίκα, νέα, υγιή, με εργασιακή εμπειρία και υποστηρικτικό περιβάλλον, η οποία έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχει αναπτύξει επιπλέον γνώσεις και δεξιότητες, ενώ επίσης δεν ανήκει και σε καμία ευάλωτη κοινωνική ομάδα.
Ακολούθως, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην Έκθεση-Εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας, του προσωπικού του προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, την Νιγηρία, για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.
Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στη ΛΔΚ δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας και 19(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας, αντίστοιχο άρθρο 19(2)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο ή σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας ως άμαχος λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, κρίνω ότι ορθά και εμπεριστατωμένα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν το αίτημα της Αιτήτριας και κατέληξαν τόσο στα ευρήματα περί αναξιοπιστίας της όσο και στη μη υπαγωγή της σε προσφυγικό καθεστώς. Συμφωνώ με την αιτιολόγηση της Διοίκησης ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας στερούνταν επαρκών πληροφοριών, λεπτομερειών και συνοχής. Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματος βαραίνει αρχικά την ίδια την Αιτήτρια (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, ούτε στην γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας διαφαίνεται η υπόδειξη σημείων ή στοιχείων που αξιολογήθηκαν λανθασμένα από τους Καθ’ων η Αίτηση ή εξειδικευμένοι ισχυρισμοί που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.
Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99). Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της Έκθεσης-Εισήγησης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω.
Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας ότι η απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη, διαφαίνεται ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν εξέτασης των στοιχείων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και με βάση τα περιστατικά που είχε ενώπιον της και ειδικότερα στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της Αιτήτριας. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το βάρος απόδειξης περί πλάνης περί του ουσιώδους της πλάνης και περί της έλλειψης δέουσας έρευνας βαραίνει τον αιτητή (βλ. Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262). Δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που να στηρίζει τη θέση της Αιτήτριας ότι υπήρξε πλάνη και/ή ότι δεν έχει γίνει δέουσα έρευνα. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια δεν είχε προσκομίσει και/ή προωθήσει κατά την διάρκεια της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε νέο στοιχείο ή μαρτυρία που να ανατρέπει τα ευρήματα των Καθ' ων η Αίτηση ώστε να εξεταστούν πλήρως από το Δικαστήριο.
Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται ο τελευταίος τόπος διαμονής της Αιτήτριας.
Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία - έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[1]
Σύμφωνα με την έρευνα που εξέδωσε για τη Νιγηρία η EUAA τον Ιούλιο του 2024[2] αναφέρει ότι «η Νιγηρία αντιμετωπίζει συμπίπτουσες κρίσεις ασφαλείας για πάνω από μια δεκαετία.[3] Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέφερε ότι το «άνευ προηγουμένου κύμα διαφορετικών και αλληλεπικαλυπτόμενων κρίσεων ασφαλείας» περιλάμβανε ληστείες, εγκλήματα και απαγωγές, εξεγέρσεις, αναταραχές από αυτονομιστές, τρομοκρατία και συγκρούσεις αγροτών/κτηνοτρόφων, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος της Νιγηρίας επηρεάστηκε από τη βία και το έγκλημα[4]. Το 2023, στα βορειοδυτικά, συμμορίες ληστών κατηγορήθηκαν για απαγωγές, σεξουαλική βία και λεηλασίες, ενώ στα Βορειοανατολικά, υπήρξε μια αναζωπύρωση της δράσης του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) στη Δυτική Αφρική. Επιπλέον, στη Μέση Ζώνη[5] και στη Βόρεια-Κεντρική περιοχή, συνεχίστηκε η διακοινοτική σύγκρουση μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων, με αναφορές για θύματα. Οι δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας κατηγορήθηκαν για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών επιδρομών αδιακρίτως.[6] Το North-Central, μαζί με το North-West, ήταν οι δύο γεωπολιτικές ζώνες που επηρεάστηκαν κυρίως από ληστείες».[7]
Ως προς το έτος 2023 η ως άνω πρόσφατη έκθεση παραπέμπει στο Nigeria Watch σύμφωνα με το οποίο «οι κύριες αιτίες βίας και θανάτων στη χώρα ήταν εγκληματικές δραστηριότητες, ακολουθούμενες από πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα και τροχαία ατυχήματα. Αυτή η τάση ήταν συνεπής με τα προηγούμενα χρόνια.[8] Οι εγκληματικές δραστηριότητες περιελάμβαναν μυστικιστισμό, ληστείες, απαγωγές, συγκρούσεις αγροτών/βοσκών, με τις βορειοκεντρικές και βορειοδυτικές περιοχές να επηρεάζονται συνολικά.[9] Το Αφρικανικό Κέντρο για την Εποικοδομητική Επίλυση Διαφορών (ACCORD) διευκρίνισε ότι οι αγροτικές κοινότητες «έχουν καταστεί ανασφαλείς και αμφισβητούμενοι χώροι που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη κρατική παρουσία, ανεπαρκείς υποδομές και λιγοστούς πόρους», όπου η τρομοκρατία, η ληστεία, η εξέγερση και οι απαγωγές ήταν σε έξαρση.[10]
Σύμφωνα με το Nigeria Watch, ο αριθμός των θανάτων μειώθηκε το 2023. Περίπου το 75% των θανάτων στη Νιγηρία αναφέρθηκαν στον Βορρά, κυρίως λόγω εξέγερσης, ληστείας, εδαφικών συγκρούσεων και επιχειρήσεων κατά των εξεγέρσεων από τις κρατικές δυνάμεις. Στο Νότο, τα θύματα οφείλονταν κυρίως σε ομάδες υπέρ της Μπιάφρα, κοινά εγκλήματα και εθνο-κοινοτικές συγκρούσεις.[11] Οι απώλειες αμάχων λόγω επιχειρήσεων των δυνάμεων ασφαλείας συνεχίστηκαν το 2023,[12] ειδικά εναντίον μη κρατικών ένοπλων ομάδων όπως η Μπόκο Χαράμ, το ISIS-WA και ληστών. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η NSAG και οι κυβερνητικές δυνάμεις φέρεται να έχουν διαπράξει παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.[13]
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 06/07/2024 και 04/07/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας συνολικά 165 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 213 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 72 εξ αυτών καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 85 θύματα), 66 ως μάχες (με 116 θύματα), 14 ως διαμαρτυρίες (δίχως θύματα), 12 ως εξεγέρσεις (12 θύματα) και 1 ως έκρηξη ή εξ αποστάσεως χρήσης βίας (δίχως θύματα)[14]. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Anambra σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 5,953,500.[15]
Εκ των ανωτέρω πληροφοριών, δεν εντοπίζεται η ύπαρξη ένοπλης σύγκρουσης στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου και δεν φαίνεται να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος υπό την έννοια του ως άνω άρθρου.
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή για να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria [Ημερομηνία Πρόσβασης: 13/07/2025]
[2] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Nigeria- Country Focus, July 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2112320/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025)
[3] BBC News, Nigeria's security crises - five different threats, 19 July 2021, https://www.bbc.com/news/world-africa-57860993; AA, Nigeria grappling with security challenges for over a decade, 22 June 2022 https://www.aa.com.tr/en/africa/nigeria-grappling-with-security-challenges-for-over-a-decade/2620036; EU, 2023 Annual Report on Human Rights and Democracy in the world, 29 May 2024, https://www.eeas.europa.eu/sites/default/files/documents/2024/2023%20EU%20country%20updates%20on%20human%20rights%20and%20democracy_2.pdf , p. 132 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[4] EU, 2023 Annual Report on Human Rights and Democracy in the world, 29 May 2024 https://www.eeas.europa.eu/sites/default/files/documents/2024/2023%20EU%20country%20updates%20on%20human%20rights%20and%20democracy_2.pdf p. 132 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[5] Ο όρος «Μεσαία Ζώνη» αναφέρεται συνήθως στις ακόλουθες Πολιτείες: Benue, FCT, Kogi, Kwara, Nasarawa, Niger, Plateau. Πηγή: Oasdom, List of Middle Belt States in Nigeria, 1 Ιουνίου 202 https://www.oasdom.com/list-middle-belt-states-nigeria/ ; Αλλά κάποιοι θα πρόσθεταν επίσης τις Adamawa και Taraba, καθώς και «τα νότια τμήματα της πολιτείας Kaduna, της πολιτείας Kebbi, της πολιτείας Bauchi, της πολιτείας Gombe, της πολιτείας Yobe και της πολιτείας Borno. Πηγή: Legit, List of Middle Belt States in Nigeria: Ποια είναι αυτά;, 19 Σεπτεμβρίου 2022, https://www.legit.ng/ask-legit/guides/1164443-list-middle-belt-states-nigeria/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[6] HRW, World Report 2024 - Nigeria, 11 January 2024, https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[7] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 9 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[8] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 8 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[9] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 8-11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[10] ACCORD, The ruralisation of violence and the criminalisation of conflict in Nigeria, 25 April 2024, https://www.accord.org.za/conflict-trends/the-ruralisation-of-violence-and-the-criminalisation-of-conflict-in-nigeria/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[11] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf , p. 7 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[12] EU, 2023 Annual Report on Human Rights and Democracy in the world, 29 May 2024 https://www.eeas.europa.eu/sites/default/files/documents/2024/2023%20EU%20country%20updates%20on%20human%20rights%20and%20democracy_2.pdf p. 132 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/07/2025).
[13] AI, Amnesty International Report 2023/2024 - Nigeria, 24 April 2024, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2024/04/WEBPOL1072002024ENGLISH.pdf , p. 283 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/07/2025).
[14] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα μεταξύ 06/07/2024 και 04/07/2025 στη Νιγηρία, Anambra State: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 13/07/2025).
[15] City Population, Nigeria, Anambra State, https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/?admid=5732 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 13/07/2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο