Α.Τ. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 569/23, 15/10/2025
print
Τίτλος:
Α.Τ. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 569/23, 15/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 569/23

15 Οκτωβρίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Τ.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 28/11/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για διεθνή προστασία ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και αιτείται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικoς, υπήκοος του Ιράν και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 04/07/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 11/04/2022 και στις 26/04/2022 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στον Αιτητή ενώπιον αρμόδιου λειτουργού του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA), προς εξέταση του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Μετά την συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερ. 14/10/2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει,  λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου  την ανωτέρω εισήγηση στις 28/11/2022 και απέρριψε την αίτηση για διεθνή προστασία.

 

 

Στις 24/01/2023 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του Αιτητή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε δια χειρός στις 25/01/2023.

 

Στην συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή στις 21/02/2023.

 

Με την γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, ο Αιτητής προβάλλει ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και απουσίας επαρκούς αιτιολογίας από τον αρμόδιο λειτουργό. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ενώ προβάλλει ότι δεν έχουν τηρηθεί οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Πιο συγκεκριμένα, ο συνήγορος του Αιτητή υποστήριξε ότι ο Αιτητής καταχώρησε νομικά έγγραφα τα οποία θέτουν τις κατηγορίες που αντιμετώπισε στη χώρα καταγωγής του, ως φαίνεται στη σελίδα 9 της έκθεσης-εισήγησης και δεν λήφθηκαν υπόψιν από τους Καθ’ων η Αίτηση.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, ισχυρίζεται μέσω της γραπτή της αγόρευσης, ότι η απόφαση είναι νόμιμη και ορθή, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Περαιτέρω, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης.  Τέλος, υποστηρίζει ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης ώστε να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 19 του ίδιου Νόμου.

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής προσκόμισε με την καταχώρηση της προσφυγής του και προς απόδειξη των ισχυρισμών του, τα εξής έγγραφα: Ως τεκμήριο Α1 κατηγορητήριο από το τμήμα 15 του Δικαστηρίου Ισλαμικής Επανάστασης της Τεχεράνης, με ημερομηνία έκδοσης 15/05/2021 όπου αναγράφεται ότι ο αιτητής κατηγορείται για τις πράξεις: “1-Την προσβολή των ιερών πραγμάτων και του αγαπημένου προφήτη του ισλάμ και της θρησκείας του ισλάμ, προσβολή του κορανίου και των αγνών ιμάμηδων και των ιερών τόπων και τζαμιών και του τάφου του προφήτη. 2- Αποστασία και ένταξη στην ψεύτικη αίρεση των Mπαχάι και προώθηση της ανεξιθρησκείας μεταξύ του λαού. 3- Διαταραχή της κοινής γνώμης. 4- Δημοσίευσης ψεμάτων κατά του ιερού συστήματος της ισλαμικής δημοκρατίας του Ιράν. 5. Δράση κατά της εθνικής ασφάλειας με συνωμοσία ενάντια της πίστης.” Ως τεκμήριο Α2 κατηγορητήριο από το 15 τμήμα του Δικαστηρίου Ισλαμικής Επανάστασης της Τεχεράνης, όπου αναγράφονται οι λεπτομέρειες της υπόθεσης. Τεκμήριο Α3 Απόφαση από το 15ο Τμήμα του Δικαστηρίου Ισλαμικής Επανάστασης της Τεχεράνης, με την οποία καταδικάζεται πέραν των άλλων σε θάνατο. Τεκμήριο Α4 Διάταγμα σύλληψης. Τεκμήριο Α5 προσωρινή βεβαίωση περάτωσης σπουδών και Τεκμήριο Α6 το από 03/07/2022 πιστοποιητικό βαπτίσεως του Αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά την καταγραφή της αίτησής του, όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήλθε στην Δημοκρατία για να ζητήσει προστασία, διότι η ζωή του στην χώρα καταγωγής του βρισκόταν σε κίνδυνο. Πρόσθεσε δε, ότι εκεί δεν ένιωθε οικονομική ασφάλεια, καθότι δεν εργαζόταν.

 

Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στην πόλη Dezful, στο Ιράν,  και ότι από το 2011 μέχρι να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του διέμενε στην πόλη Τεχεράνη. Δήλωσε Χριστιανός Ορθόδοξος ως προς το θρήσκευμα. Ως προς την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι οι γονείς του διαμένουν στην πόλη Dezful, στο Ιράν, μαζί με τα αδέλφια του (δύο αδελφούς και τέσσερις αδελφές). Ο Αιτητής είναι απόφοιτος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έχει εργαστεί στην χώρα καταγωγής του σε διάφορες θέσεις, όπως ως υπάλληλος σε υπεραγορά, ως υπάλληλος σε εταιρία και ως πωλητής λουλουδιών στον δρόμο.

 

Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της δίωξης που υπέστη από τις αρχές του Ιράν λόγω της φιλικής του σχέσης με μια οικογένεια Μπαχάι (βλ. ερυθ. 57 1χ). Ειδικότερα, ο Αιτητής ανέφερε ότι μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός υπηρεσίας και ως τροχονόμος. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, γνώρισε μια γυναίκα ονόματι Khursid Tawakli, βοηθώντας την να διανύσει τον δρόμο. Η γυναίκα ήταν λάτρης της λογοτεχνίας και η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε φιλία, με τη γυναίκα να τον επισκέπτεται συχνά και να του προσφέρει φαγητό και βοήθεια στον χώρο εργασίας του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι κάποια μέρα, ο ίδιος επισκέφτηκε το σπίτι της, όπου παρατήρησε μια φωτογραφία του Baha'ulah και έμαθε, κατόπιν ερωτήσεών του, ότι η οικογένεια ανήκε στη θρησκευτική κοινότητα των Μπαχάι (Bahai). Περαιτέρω, ο Αιτητής ανέφερε ότι συνέχισε να επισκέπτεται το σπίτι της εν λόγω γυναίκας και προσπαθούσε να βοηθά την οικογένεια στις καθημερινές της ανάγκες. Δήλωσε ότι μετέβαινε εκεί, φορώντας τα πολιτικά του ρούχα, ωστόσο, δύο με τρείς φορές μετέβη εκεί φορώντας τα ρούχα της Υπηρεσίας του, τα οποία αναγράφουν το οικογενειακό του όνομα.

 

Ο Αιτητής δήλωσε ότι, μετά από περίπου έξι μήνες φιλίας κλήθηκε από τον προϊστάμενο του τμήματός του, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι έπρεπε να μεταβή στο κεντρικό γραφείο της Υπηρεσίας συγκεκριμένη ώρα. Ο Αιτητής μετέβη εκεί, όπου βρέθηκε με έναν υπάλληλο, ονόματι Kamal Wand, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι υπήρξε καταγγελία εις βάρος του για τις επισκέψεις του στο σπίτι της οικογένειας Μπαχάι (βλ. ερυθ. 56 1χ). Στη συνέχεια, άρχισαν να τον ερευνούν, θέτοντάς του ερωτήσεις του τύπου, ποιος του σύστησε την εν λόγω οικογένεια, πώς γνωρίζει την εν λόγω οικογένεια, με τον ίδιο να αποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει ότι είναι Μπαχάι και ότι είναι απλώς φίλοι. Την επόμενη ημέρα τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, και τον τοποθέτησαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί του υπέβαλαν και πάλι ερωτήσεις ως προς τον λόγο που επισκέφτηκε την οικογένεια καθότι, όπως τον ενημέρωσαν, η εν λόγω οικογένεια συνεργάζεται με την Ισραηλινή Κυβέρνηση. Παρέμεινε εκεί και υποβλήθηκε σε ανακρίσεις για δέκα ημέρες. Ο Αιτητής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο ημερών οι ερωτήσεις ήταν σχετικά ήπιες, αλλά από την τρίτη ημέρα και μετά οι ανακρίσεις έγιναν πιο πιεστικές, κατηγορώντας τον ότι η οικογένεια ήταν Μπαχάι και προσπαθούσε να τον εντάξει στους Μπαχάι και να τον στρατολογήσει ως κατάσκοπο του Ισραήλ (βλ. ερυθ. 56 2χ).

 

Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι ανακριτές τον πίεζαν να ομολογήσει ότι είχε γίνει μέλος των Μπαχάι και του ζητούσαν να καταγράψει σε χαρτί όσα είχε δει και ακούσει στο σπίτι της οικογένειας.Τον απείλησαν ότι αν δεν συνεργαζόταν και δεν ομολογούσε, θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Ο Αιτητής δήλωσε ότι παρά τις απειλές, αρνήθηκε να ομολογήσει οτιδήποτε, καθώς δεν είχε καμία εμπλοκή με τη θρησκεία των Μπαχάι.

 

Την όγδοη ημέρα της κράτησής του, ισχυρίστηκε ότι μεταφέρθηκε σε άλλο δωμάτιο, όπου ανακρίθηκε από έναν άγνωστο άνδρα, ο οποίος του απαγόρευσε να τον κοιτάει (βλ. ερυθ. 56 3χ). Έπειτα, του έδωσαν ένα έγγραφο, στο οποίο αναγραφόταν ότι ανήκει στους Μπαχάι και ένα άλλο έγγραφο κενό, στο οποίο τον διέταξαν να καταγράψει οτιδήποτε είχε ακούσει, και δει. Ο Αιτητής, τους ενημέρωσε και πάλι ότι δεν γνώριζε τίποτα και ότι δεν έχει να προσθέσει το οτιδήποτε σε αυτό το έγγραφο. Τότε κάποιος εισήλθε στο δωμάτιο, και άρχισε να του υποβάλει ερωτήσεις όπως πόσες φορές είχε επισκεφτεί το σπίτι της οικογένειας και εάν είχε στοιχεία για το ποιοι είναι. Ο Αιτητής δήλωσε και πάλι ότι δεν γνώριζε τίποτα, ενώ ο εν λόγω άνδρας τον ενημέρωσε ότι η οικογένεια των Μπαχάι προσπάθησε να τον στρατολογήσει ως κατάσκοπο του Ισραήλ. Ο Αιτητής αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη και ο άνδρας αποχώρησε. Στη συνέχεια, οι ανακριτές του ζήτησαν εκ νέου να καταγράψει γραπτώς όσα ήξερε και τον απείλησαν ξανά σε θάνατο (βλ. ερυθ. 56 5χ).

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής ανέφερε ότι κατά την ανάκριση, ο ανακριτής τον άρπαξε από το γιακά και τον απείλησε ότι αν δεν μιλήσει, θα τον πετάξει έξω από το παράθυρο. Ήταν η τρίτη φορά που τον απείλησαν με αυτόν τον τρόπο, και τότε ο Αιτητής πίστεψε ότι θα τον σκοτώσουν. Ωστόσο, του είπαν ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του να πεθάνει και ότι έπρεπε να γράψει τα πάντα στο χαρτί (βλ. ερυθ. 55 1χ). Ο Αιτητής έγραψε ότι επισκεπτόταν τη γυναίκα και ότι εκείνη τον βοηθούσε, αλλά τίποτα περισσότερο. Μετά από εννέα νύχτες και δέκα ημέρες κράτησης, του επέστρεψαν τη στρατιωτική του στολή. Του είπαν ότι δεν επιτρεπόταν να επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά έπρεπε να παραμείνει στο ίδιο κτίριο, το οποίο στέγαζε διάφορα τμήματα. Μετά από έντονες πιέσεις, του είπαν ότι δεν βρέθηκαν αποδείξεις ότι ήταν κατάσκοπος. Ωστόσο, δεν του επέτρεψαν να επιστρέψει στην προηγούμενη θέση του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι σταμάτησε να έχει επαφές με την οικογένεια μόλις ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία.

 

Μετά το περιστατικό, τον μετέφεραν σε άλλο σταθμό, το Takhte, όπου εργαζόταν πλέον με την αστυνομία και όχι με την τροχαία (βλ. ερυθ. 55 2χ). Παρέμεινε εκεί για δύο μήνες,  κατά την διάρκεια των οποίων ένας συνάδελφος στρατιώτης που ήταν υπεύθυνος για τη γραμματειακή υποστήριξη, του είπε ότι είχε έρθει μια επιστολή από το προηγούμενο τμήμα του. Ο στρατιώτης κανόνισε μια μυστική συνάντηση με τον Αιτητή, όπου του έδειξε την επιστολή και ο Αιτητής παρατήρησε τα προσωπικά του στοιχεία και ότι αναγραφόταν πως είχε επαφές με τη θρησκευτική κοινότητα των Μπαχάι.

 

Στη συνέχεια, ξεκίνησε να αναζητά εργασία στην Τεχεράνη, ωστόσο δεν κατάφερε να βρει κάποια θέση. Απέκτησε μοτοσυκλέτα και άρχισε να εργάζεται ως διανομέας. Κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, του παρουσιάστηκαν ορισμένες καλές ευκαιρίες να προσληφθεί σε κάποιες καλές θέσεις εργασίας. Υπέβαλε τα απαιτούμενα έγγραφα, ωστόσο, χωρίς κάποια προφανή αιτία, η αίτησή του απορρίφθηκε.

 

Όπως ανέφερε, ένας άνδρας, ο οποίος γνώριζε ότι ο Αιτητής εργαζόταν ως διανομέας τού ζήτησε να τον μεταφέρει στην άλλη πλευρά της πόλης για να τον εξυπηρετήσει (βλ. ερυθ. 55 4χ). Ο Αιτητής δέχθηκε να τον μεταφέρει και, στη συνέχεια, ο εν λόγω άνδρας τού ανέφερε ότι θα προσπαθήσει να διερευνήσει τον λόγο για τον οποίο η αίτησή του για εργασία δεν είχε γίνει δεκτή. Του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου του και τον ενημέρωσε ότι θα επικοινωνήσει μαζί του το συντομότερο δυνατό. Έπειτα από μία εβδομάδα, ο Αιτητής επικοινώνησε με τον συγκεκριμένο άνδρα, ο οποίος τού ανέφερε ότι έπρεπε να μεταβεί κοντά στο γραφείο του προκειμένου να του εξηγήσει την κατάσταση. Συναντήθηκε με τον εν λόγω άντρα, ο οποίος του αποκάλυψε πως το στρατιωτικό του έγγραφο περιείχε ένα τσιπ, με όλες τις προσωπικές του πληροφορίες, καθώς και τα άτομα με τα οποία είχε επαφές και τις δραστηριότητές του στο παρελθόν και για το λόγο αυτό δεν έγινε δεκτή η πρόσληψή του *βλ. ερυθ. 54 1χ).

 

Στη συνέχεια, ο Αιτητής σταμάτησε να εργάζεται ως διανομέας και εργάστηκε σε μια εταιρεία που παρείχε εκπαιδευτικά πακέτα για παιδιά, όπως είχε αναφέρει και στις προηγούμενες δηλώσεις του. Μετά από δύο χρόνια εργασίας, κατάφερε να αγοράσει ένα σπίτι. Ακολούθως, ξεκίνησε να αγοράζει και μικρά κομμάτια γης, καθώς, όπως δήλωσε, είχε καλό εισόδημα και εργαζόταν σκληρά.

 

Παράλληλα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, γνώρισε έναν άνδρα, εν ονόματι Ali Akbar Dawadian, ο οποίος σύμφωνα με τον Αιτητή, ήταν Αμερικανός πολίτης, και είχε πολλούς φίλους στην Τεχεράνη, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Μπαχάι (βλ. ερυθ. 54 2χ).. Όπως ανέφερε ο Αιτητής, κατά τη διάρκεια της εργασίας του στην εταιρεία, εργαζόταν σκληρά και ταυτόχρονα επισκεπτόταν το σπίτι του Dawadian. Ο εν λόγω άνδρας τον βοήθησε σημαντικά και συχνά φιλοξενούσε στο σπίτι του φίλους που ανήκαν στην θρησκευτική κοινότητα των Μπαχάι. Ο Αιτητής διατηρούσε επαφές με τον εν λόγω άνδρα, από τον οποίο  δανειζόταν διάφορα βιβλία. Τα βιβλία αφορούσαν το Ισλάμ και τη θρησκεία των Μπαχάι και, όπως δήλωσε, συνήθιζε ο ίδιος να τα δανείζει σε νεαρούς της γειτονιάς του, οι οποίοι τα διάβαζαν και στη συνέχεια τα επέστρεφαν στον Αιτητή.

 

Μια μέρα, ο Αιτητής διαπληκτίστηκε με κάποιον γείτονα, ονόματι Bakhtiari, (βλ. ερυθ. 54 3χ). Ο Αιτητής του ζήτησε να ηρεμήσει και, κατά τη διάρκεια του καυγά, κατέβηκαν δύο-τρεις γείτονες, οι οποίοι τον απείλησαν ότι θα τον διώξουν από το κτίριο. Εκείνη τη στιγμή, ο γιος του Bakhtiari εμφανίστηκε, τον πλησίασε και τον άρπαξε από τον ώμο. Ο Αιτητής, προσπαθώντας να αμυνθεί, τον απώθησε αλλά ο γιός του Bakhtiari έπεσε στο έδαφος. Κατά τη διάρκεια του διαπληκτισμού, ο γιός του Bakhtiari κρατούσε το Κοράνι, το οποίο έπεσε στο πάτωμα, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να κατηγορηθεί ότι προσέβαλε το Κοράνι.

 

Την επόμενη ημέρα, ένας γείτονας, τηλεφώνησε στον Αιτητή και τον ενημέρωσε ότι, κατά τη διάρκεια της λογομαχίας, μια γυναίκα, η οποία επίσης έμενε στην πολυκατοικία, είχε καταγράψει το περιστατικό σε βίντεο και ότι το είχε στείλει μέσω WhatsApp στον Bakhtiari (βλ. ερυθ. 54  4χ). Σύμφωνα με τον εν λόγω γείτονα, το βίντεο έδειχνε καθαρά ότι ο Αιτητής είχε προσβάλει το Ισλάμ και τον προφήτη. Ο Bakhtiari δήλωσε στον εν λόγω γείτονα ότι σκόπευε να υποβάλει καταγγελία κατά του Αιτητή, με σκοπό να του κατασχέσουν το σπίτι.

 

Στη συνέχεια, ο Αιτητής αποφάσισε να φύγει προσωρινά από τη χώρα και να επιστρέψει όταν τα πράγματα θα είχαν ομαλοποιηθεί. Ωστόσο, όπως ανέφερε, τον κατηγόρησαν ότι είχε επαφές με Μπαχάι, ότι διένειμε βιβλία και ότι προωθούσε τη θρησκεία των Μπαχάι στην περιοχή (βλ. ερυθ. 53 1χ). Επιπλέον, ανέφεραν ότι τον κατηγόρησαν πως είχε προσβάλει τον προφήτη και τη θρησκεία τους και ότι υπήρχε βίντεο που αποδείκνυε το περιστατικό. Ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε με βεβαιότητα αν ο εν λόγω γείτονας είχε υποβάλει επίσημη καταγγελία εναντίον του, αλλά είχε αμφιβολίες και φοβόταν ότι θα του δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Όπως δήλωσε, το σπίτι του στο Ιράν κατασχέθηκε και οι αρμόδιες αρχές του είχαν στείλει σχετικά έγγραφα (βλ. ερυθ. 53 2χ).

 

Περαιτέρω, ο Αιτητής απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού. Ερωτηθείς εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ήθελε να παραμείνει στην χώρα, ωστόσο ανέφερε ότι τα εν λόγω άτομα ήταν η αιτία που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθ. 53 5χ). Έπειτα, ερωτηθείς τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι θα τον συλλάβουν, θα τον σκοτώσουν και ότι θα τον βασανίσουν σωματικά και ψυχικά.

 

Ερωτηθείς να διευκρινίσει πώς η φιλία του με την εν λόγω γυναίκα και το γεγονός ότι εκείνη ήταν Μπαχάι, συνδέεται με την απόφασή του να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν αισθανόταν πλέον ζωντανός και ότι δεν μπορούσε βρει εργασία, καθώς οι αρχές είχαν «καταστρέψει τα πανεπιστημιακά του πιστοποιητικά», γεγονός που του στερούσε τη δυνατότητα να εργαστεί σε δημόσιες υπηρεσίες (βλ. ερυθ. 82 2χ). Ως αποτέλεσμα, η μόνη του επιλογή ήταν να εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, κάτι που, όπως δήλωσε, κατέστρεψε το μέλλον του. Έπειτα ο Αιτητής εξήγησε ότι πριν κάποιος προσληφθεί σε μια δημόσια υπηρεσία, πρέπει να υποβάλει τα πανεπιστημιακά του πιστοποιητικά σε ένα γραφείο που εκδίδει άδειες εργασίας. Ωστόσο, λόγω του ιστορικού του, τα πιστοποιητικά του δεν εγκρίθηκαν, με αποτέλεσμα να μην έχει δικαίωμα να εργαστεί σε κυβερνητική θέση, καθώς τα έγγραφά του δεν είχαν πλέον καμία αξία για την εύρεση εργασίας.

 

Έπειτα, ερωτηθείς και πάλι να εξηγήσει γιατί θεωρεί ότι η απόρριψη της αίτησής του για εργασία συνδέεται με τη φιλία του με τη γυναίκα που ήταν Μπαχάι και κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ του Ισραήλ, ο Αιτητής απάντησε ότι στο Ιράν οι Μπαχάι θεωρούνται εχθροί και οποιοσδήποτε έχει φιλικές σχέσεις μαζί τους θεωρείται επίσης εχθρός (βλ. ερυθ. 83 1χ). Ο ίδιος δεν το γνώριζε αυτό αρχικά, αλλά άρχισε να το αντιλαμβάνεται όταν άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα.

 

Ο Αιτητής ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι, είχε υποβάλει αίτηση και σε άλλες κυβερνητικές θέσεις, διευκρινίζοντας ότι είχε κάνει αίτηση στο ληξιαρχείο (civil registration office) και σε μια άλλη εταιρεία της οποίας το όνομα δεν θυμόταν. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού υπέβαλε τα έγγραφα και πέρασε από συνέντευξη, απορρίφθηκε. Μετά από αυτές τις αποτυχίες, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να βρει δουλειά στον δημόσιο τομέα και αποφάσισε να εργαστεί ως ελεύθερος επαγγελματίας, μέχρι που τελικά βρήκε δουλειά στην εταιρεία εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

 

Τέλος, αναφορικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν έφτασε στη Δημοκρατία της Κύπρου, έδειξε ενδιαφέρον προς τον Μπαχάισμο. Περαιτέρω, δήλωσε ότι στην Δημοκρατία της Κύπρου, γνώρισε κάποιες χριστιανικές οικογένειες που άλλαξαν την οπτική του σχετικά με τη θρησκεία του Χριστιανισμού. Δήλωσε δε ότι προγραμματίζει να βαπτιστεί.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε στην έκθεση - εισήγησή του τέσσερις ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

1)   Ταυτότητα, προφίλ, και χώρα καταγωγής του Αιτητή.

2)   Ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας κατηγορήθηκε ότι είχε σχέσεις με την πίστη Μπαχάι και τέθηκε υπό κράτηση με την κατηγορία ότι είχε διασυνδέσεις με τον Μπαχαϊσμό και το Ισραήλ.

3) Ο Αιτητής είχε διαφωνία με κάποιον γείτονά του, ο οποίος κατηγόρησε αργότερα τον Αιτητή ότι είναι Μπαχάι και ότι δείχνει ασέβεια προς το Ισλάμ.

4) Ο Αιτητής ασπάστηκε τον Χριστιανισμό.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, αφού κρίθηκε ως αξιόπιστος στο σύνολό του. Αντιθέτως, οι υπόλοιποι ισχυρισμοί δεν έγιναν αποδεκτοί. 

 

Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό και την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το γεγονός ότι κατηγορήθηκε για τις σχέσεις του με την θρησκεία Μπαχάι και την ισραηλινή κυβέρνηση, λόγω των συναντήσεών του με μία γυναίκα μεταξύ των ετών 2010-2012, δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς και συνεκτικές. Ειδικότερα, κληθείς να περιγράψει τη σχέση του με τη γυναίκα που ανήκε στη θρησκεία Μπαχάι και τον τρόπο με τον οποίο εκείνη προσπάθησε να τον εισαγάγει στη συγκεκριμένη πίστη, οι απαντήσεις του ήταν μη λεπτομερείς, ενώ ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη διδασκαλία του Μπαχάι που ισχυρίστηκε ότι απέκτησε μετά τη γνωριμία του με τη γυναίκα αυτή.

 

Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει ότι ερωτηθείς σχετικά με τον λόγο που κατηγορήθηκε ότι είχε σχέσεις με την ισραηλινή κυβέρνηση, ο Αιτητής απάντησε με ασαφή τρόπο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει με λεπτομέρειες, λέγοντας γενικά ότι οι Μπαχάι θεωρούνται εχθροί και προσέθεσε ότι ο ίδιος δεν το γνώριζε αυτό στην αρχή. Η απάντηση αυτή κρίθηκε μη ικανοποιητική, καθώς δεν εξήγησε επαρκώς γιατί κατηγορήθηκε για σχέσεις με την ισραηλινή κυβέρνηση, πέραν της γενικής του δήλωσης ότι συναντούσε τη συγκεκριμένη γυναίκα.

 

Όσον αφορά τις συνέπειες που είχε το περιστατικό της σύλληψής του στην ζωή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το γεγονός πως κατηγορήθηκε και συνελήφθη του προκάλεσε προβλήματα και ότι μετά από αυτό το περιστατικό δεν μπορούσε να βρει δουλειά στη χώρα του. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ των δύο γεγονότων, δεν μπόρεσε να δώσει μια συγκεκριμένη τεκμηρίωση. Ο Αιτητής δήλωσε πως το γεγονός ότι δεν μπορούσε να βρει εργασία σχετιζόταν με τις κατηγορίες ότι είχε σχέσεις με τη θρησκεία Μπαχάι, αλλά δεν ήταν σε θέση να παράσχει ενδείξεις που να συνδέουν τα δύο αυτά γεγονότα.

 

Παρόλο που του ζητήθηκε επανειλημμένα να μιλήσει λεπτομερώς για το ζήτημα, κατάφερε να δώσει μόνο μια γενική επισκόπηση του θέματος. Αναμενόταν ο Αιτητής να είναι σε θέση να δώσει μια πιο λεπτομερή περιγραφή των περιστατικών.

 

Ο λειτουργός συμπεραίνει ότι παρόλο που βρέθηκαν εξωτερικές πηγές σχετικά με τη σύλληψη ατόμων της θρησκείας Μπαχάι και ατόμων που κατηγορήθηκαν ως κατάσκοποι του Ισραήλ, δεδομένης της εξαιρετικά μη λεπτομερούς και αόριστης αφήγησης του Αιτητή, η εσωτερική του αξιοπιστία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και ως εκ τούτου, κατέληξε ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό και την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τα άτομα στα οποία διένειμε τα βιβλία, ενώ οι απαντήσεις του σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες τα διένειμε κρίθηκαν γενικόλογες και μη συγκεκριμένες. Αναμενόταν ο Αιτητής να είναι σε θέση να προσδιορίσει σε ποιον διένειμε τα βιβλία, τί τον ώθησε να τα διανείμει και να εξηγήσει το ακριβές περιεχόμενο των βιβλίων. Σε σχέση με τα πιθανά μέτρα που έλαβε για να αποκρύψει τη δραστηριότητά του, η απάντησή του ότι φοβόταν και προσπαθούσε να κρυφτεί, χωρίς να μπορεί να δώσει λεπτομερείς πληροφορίες, θεωρήθηκε μη ικανοποιητική, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής δήλωσε πως είχε κρατηθεί στο παρελθόν λόγω των σχέσεών του με άτομα Μπαχάι, και επομένως γνώριζε τις συνέπειες των πράξεών του να διανείμει βιβλία που σχετίζονται με τον Μπαχαισμό.


Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε περαιτέρω τις απαντήσεις του ως μη λεπτομερείς και ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες, όταν του ζητήθηκε να δημιουργήσει ένα χρονολόγιο των γεγονότων και να εξηγήσει πού διέμενε μετά τη διαμάχη με τον γείτονα. Ερωτηθείς να εξηγήσει ακριβώς τί συνέβη με το σπίτι του, οι απαντήσεις του κρίθηκαν μη συγκεκριμένες και ανεπαρκώς λεπτομερείς. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε ακριβώς οι γονείς του έλαβαν τα δικαστικά έγγραφα που υπέβαλε, ούτε να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο οι γονείς του έλαβαν τα έγγραφα αυτά.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο λειτουργός της EUAA ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, συμπεραίνοντας ότι εάν και βρέθηκαν εξωτερικές πηγές σχετικά με τη σύλληψη ατόμων της κοινότητας Μπαχάι και την τιμωρία της βλασφημίας στο Ιράν, δεδομένης της εξαιρετικά αόριστης και μη συγκεκριμένης αφήγησης του Αιτητή, η εσωτερική του αξιοπιστία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και για το λόγο αυτό ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τον τέταρτο ισχυρισμό και την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αφήγηση του Αιτητή σχετικά με το γεγονός ότι είναι χριστιανός κρίθηκε ως ανεπαρκώς λεπτομερής και μη συνεκτική. Κληθείς να εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ των εκκλησιών και τί τον έκανε να επιλέξει την ορθόδοξη εκκλησία, οι απαντήσεις του κρίθηκαν γενικόλογες και όχι λεπτομερείς. Ο αιτητής επέδειξε γενικές γνώσεις για τον Χριστιανισμό, χωρίς να παρέχει λεπτομερή στοιχεία. Αναμενόταν να είναι σε θέση να δώσει αναλυτικές πληροφορίες, λαμβάνοντας υπόψη ότι παρακολουθεί μαθήματα Χριστιανισμού.  Η περιγραφή του σχετικά με το τί τον έκανε να ασπαστεί τον Χριστιανισμό κρίθηκε ως μη λεπτομερής και δεν κατάφερε να αποδείξει την εσωτερική αλλαγή που βίωσε και τί τον έκανε να ενδιαφερθεί για αυτή τη θρησκεία, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν ασκούσε το Ισλάμ προηγουμένως και φέρεται επίσης να ενδιαφέρθηκε για τον Μπαχάισμο. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες σχετικά με τον λόγο που άρχισε να ενδιαφέρεται για τον Χριστιανισμό και όταν ρωτήθηκε για τις διαφορές της προηγούμενης θρησκείας του με τον Χριστιανισμό, οι απαντήσεις του θεωρήθηκαν γενικόλογες.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Αιτητής υπέβαλε έγγραφο που αναφέρει ότι παρακολουθεί μαθήματα Χριστιανισμού. Το έγγραφο του ιερέα Χρίστου Αναξαγόρου (αντίγραφο), το οποίο αναγράφει ότι ο Αιτητής επέδειξε ενδιαφέρον για τον Χριστιανισμό και παρακολουθεί σχετικά μαθήματα. Εκδόθηκε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Λεμεσό στις 12/03/2022.  Το έγγραφο αυτό αξιολογήθηκε σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή και κρίθηκε ότι από μόνο του δεν υπερισχύει της ανάγκης για εσωτερική συνοχή και λεπτομέρεια στις δηλώσεις του. Επιπλέον, αναγράφεται ότι ο Αιτητής πρόκειται να βαπτιστεί μόλις ολοκληρώσει τα μαθήματα, γεγονός που από μόνο του δεν αποδεικνύει την εσωτερική επιθυμία του Αιτητή να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός συμπέρανε ότι δεδομένης της εξαιρετικά μη επαρκώς λεπτομερούς αφήγησης του Αιτητή, η εσωτερική του αξιοπιστία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και, ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο ουσιώδες γεγονός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τις πληροφορίες που αφορούν τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ, και λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Τεχεράνη στο Ιράν, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί ο Αιτητής μεταχείρισης που ενδεχομένως ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Τεχεράνη του Ιράν.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του Αιτητή, ο λειτουργός της EUAA εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του για διεθνή προστασία, καθώς δεν διαπιστώθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται (εξαντλητικά) στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου), ώστε να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Από τα ανωτέρω, κρίνω ότι δεν ευσταθεί η θέση του συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν αξιολογήθηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί και τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής.  Βάσει όλων των ανωτέρω στοιχείων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρείτο η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, αφού αυτός υπέπεσε σε αντιφάσεις, ενώ επιπρόσθετα οι διευκρινήσεις που έδωσε επί συγκεκριμένων στοιχείων ως αναλύονται ανωτέρω, ήταν μη ευλογοφανείς και αόριστες. Η σχέση του Αιτητή και η γνώση του για τον Μπαχαισμό δεν εξακριβώθηκαν, ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες για τα βιβλία που διένειμε και τα οποία αφορούσαν τη θρησκεία Μπαχάι και δεν έδωσε συγκεκριμένα στοιχεία και λεπτομέρειες για τις συνέπειες που είχε ο διαπληκτισμός του με γείτονα του. Σημειώνεται ότι ο ίδιος ο Αιτητής αποχώρησε νόμιμα από το αεροδρόμιο της χώρας καταγωγής του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.

 

Όσον δε αφορά τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής στους Καθ’ων η Αίτηση, αυτά ως φαίνεται αξιολογήθηκαν επαρκώς, παρά το ότι ήταν αντίγραφα.  Ο αρμόδιος λειτουργός, τόνισε ότι ο Αιτητής δεν εξειδίκευσε ούτε συγκεκριμενοποίησε το  περιεχόμενο κάθε εγγράφου.  Παρά το ότι, ως προκύπτει από τα έγγραφα, ο Αιτητής καταζητείται από τις αρχές της χώρας του, όταν ο ίδιος αποχώρησε μέσω αεροδρομίου, δεν αντιμετώπισε προβλήματα, παρά μόνο του ζητήθηκε να καταβάλει κάποιους φόρους.  Επίσης σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στις οποίες παρέπεμψε ο αρμόδιος λειτουργός των Καθ’ων η Αίτηση, Ιρανοί οι οποίοι επιθυμούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό υποχρεούνται να λάβουν άδεια εξόδου από τη χώρα, η οποία δίδεται μόνο μετά από εξονυχιστικό έλεγχο  του ιστορικού του αιτούντος (βλ. ερυθρό 119 του διοικητικού φακέλου).  

 

Στον Οδηγό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου αναφέρεται ότι οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τόσο των γεγονότων και περιστάσεων όσο και των αποδεικτικών στοιχείων που έχει αναφέρει ή προσκομίσει ο αιτητής, περιλαμβάνουν την αξιολόγηση με βάση, μεταξύ άλλων, όλα τα συναφή στοιχεία και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και των δηλώσεων του αιτητή.  Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.[1]

 

Στη βάση των ανωτέρω, και στα πλαίσια της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον Αιτητή θεωρούνται υποστηρικτικά και όχι καθοριστικά στοιχεία για την αίτηση διεθνούς προστασίας, και ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας αυτά ορθά αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ων η Αίτηση.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της Έκθεσης-Εισήγησης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του νέου εγγράφου που προσκομίστηκε από τον Αιτητή με την καταχώρηση της προσφυγής του, ήτοι του αποδεικτικού βάπτισής του στη Λεμεσό στις 19/07/22 ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι αυτού περί μεταστροφής του στο Χριστιανισμό, (βλ. Τεκμήριο Α6), παρατηρώ ότι αρχικά αφορά τον ουσιώδη ισχυρισμό αρ. 4 του Αιτητή, ο οποίος απορρίφθηκε από τους Καθ’ων η Αίτηση αφού δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή.  Κατά δεύτερον, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από τον Αιτητή ώστε να περιγράφει την συνειδητή μεταστροφή του Αιτητή στο Χριστιανισμό και/ή να ανατρέψει τα ευρήματα αναξιοπιστίας στα οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός των Καθ’ων η Αίτηση.  Ούτε όμως ο Αιτητής ήταν σε θέση, όπως ορθά έκριναν και οι Καθ΄ων η αίτηση, να προσδιορίσει τους λόγους οι οποίοι του δημιούργησαν έλξη προς το συγκεκριμένο θρήσκευμα και δεδομένου και του ενδιαφέροντος που είχε ο ίδιος πριν στον Μπαχαισμό.  Η δε προσαγωγή του Τεκμηρίου 6Α στην προσφυγή, το οποίο βεβαιώνει τη βάπτισή του, έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή περί μεταστροφής του στο Χριστιανισμό.

 

Στη βάση της αδυναμίας του Αιτητή να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του καθώς και της περιορισμένης ενισχυτικής αξίας των έγγραφων που ο Αιτητής προσκόμισε, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο. Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός του βαραίνει αρχικά τον ίδιο τον Αιτητή (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). 

 

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή ότι η απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη, διαφαίνεται ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν εξέτασης των στοιχείων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και με βάση τα περιστατικά που είχε ενώπιον της και ειδικότερα στη βάση των ισχυρισμών του Αιτητή. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το βάρος απόδειξης περί πλάνης περί του ουσιώδους της πλάνης και περί της έλλειψης δέουσας έρευνας βαραίνει τον αιτητή (βλ. Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262). Δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που να στηρίζει τη θέση του Αιτητή ότι υπήρξε πλάνη και/ή ότι δεν έχει γίνει δέουσα έρευνα. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν είχε προσκομίσει και/ή προωθήσει κατά την διάρκεια της παρούσας διαδικασίας επαρκή μαρτυρία που να ανατρέπει τα ευρήματα των Καθ'ων η Αίτηση ώστε να εξεταστούν πλήρως από το Δικαστήριο.

 

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πόλη Τεχεράνη, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

Συγκεκριμένα, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή της Τεχεράνης στο Ιράν, οι πληροφορίες από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν τα κάτωθι:

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας ειδικότερα για την περιοχή της Τεχεράνης του Ιράν, η οποία αποτελεί περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, παρατίθενται σχετικά αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17/02/2024 και 14/02/2025, στην εν λόγω περιοχή καταγράφηκαν στην πιο πάνω βάση δεδομένων συνολικά 18 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 6 ανθρώπινες απώλειες. Πιο αναλυτικά, 9 εξ αυτών καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 3 απώλειες), 9 ως περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας (με 3 απώλειες),  και 1 ως περιστατικό ταραχών/εξεγέρσεων (καμία απώλεια). Σημειώνεται δε, ότι ο πληθυσμός στην περιοχή της Τεχεράνης του Ιράν καταγράφεται στους 8,693,706 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2016[2].

 

Κατά συνέπεια, η Τεχεράνη, από όπου κατάγεται ο Αιτητής και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρές βλάβες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, σελ. 108, EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο