C.M.K ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 635/23, 29/10/2025
print
Τίτλος:
C.M.K ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 635/23, 29/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 635/23 

 

29 Οκτωβρίου 2025 

[ Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

C.M.K

Αιτήτρια

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

Τζ. Μπετίτο (κος), για Πιερίδης & Πιερίδης, για την Αιτήτρια 

Α.Κίτσιου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 23/01/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο "Α" στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «Λ.Δ.Κ.»), η οποία σύμφωνα με δική της δήλωση, στις 22/10/2021 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της μεταβαίνοντας μέσω Αιθιοπίας και Τουρκία στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, απ' όπου στη συνέχεια, εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 22/12/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 24/10/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα και στις 17/11/2022, υποβλήθηκε προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετική εισηγητική έκθεση συνταγμένη από τον αρμόδιο λειτουργό, όπου γίνεται εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Στις 28/11/2022, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και την επιστροφή της στη Λ.Δ.Κ.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, με επισυναπτόμενη την αιτιολογία αυτής, περιέχεται σε επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 23/01/2023 και παραλήφθηκε δια χειρός από την Αιτήτρια στις 26/01/2023, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από την ίδια.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως η Αιτήτρια προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματός της για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως με την αγόρευση του συνηγόρου της προωθούνται εν τέλει ορισμένοι μόνο από αυτούς. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος για την Αιτήτρια ισχυρίζεται, μέσω της γραπτής του αγόρευσης ότι (α) η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου (β) η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό (γ) ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία και (δ) δεν τηρήθηκαν οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στα πλαίσια τούτων, ο συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι δεν αφιερώθηκε ο απαραίτητος χρόνος επεξεργασίας των δεδομένων και επίσης, η τελική απόφαση λήφθηκε αναρμόδια από κατώτερους λειτουργούς κατά παράβαση του άρθρου 13(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Προβάλλει επιπλέον, ότι παραγνωρίστηκαν και παρερμηνεύτηκαν οι πραγματικοί λόγοι που ανάγκασαν την Αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της η δε αιτιολόγηση της απόφασης πάσχει. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας λήφθηκε από λειτουργό του EUAA κατά παράβαση του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφυγών Νόμου καθότι ο εν λόγω λειτουργός δεν είναι καταρτισμένος και δεν κατέχει τα απαραίτητα προσόντα, ενώ προέβη σε συνέντευξη χωρίς τη συμμετοχή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, συνεπώς, η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας. Ούτε ο διερμηνέας που επιλέγηκε ήταν ικανός ώστε να διασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ της Αιτήτριας και του λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη ώστε να αποδώσει ορθά τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια, κατά παράβαση του άρθρου 13Α(9)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Τέλος, ο συνήγορος της Αιτήτριας αναφέρει ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια για να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινήσεις κατά παράβαση του άρθρου 18(2Α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτρια δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ως περαιτέρω υποστηρίζουν, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 19(1) του Νόμου καθώς δεν προέκυψαν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή.     

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τους εκατέρωθεν προωθούμενους ισχυρισμούς τους.

 

Κατ΄ αρχήν παρατηρώ ότι πλείστοι από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως είναι γενικοί, αόριστοι και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση, κυρίως όμως δεν προωθούνται, εξειδικεύονται και αναπτύσσονται στην γραπτή του αγόρευση, κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Παραπέμπω προς τούτο στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΔΔΔΠ 29/21, ΑΝΤΙΚ ν Δημοκρατίας ημερ. 04/10/2021 όπου γίνεται ανασκόπηση ως προς την εμβέλεια του κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολουθώντας την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας οι οποίοι περιέχονται στη αίτηση ακυρώσεως θα εξεταστούν στο βαθμό που αυτοί προωθούνται και εξειδικεύονται στην γραπτή του αγόρευση. Σε σχέση με τους λοιπούς ισχυρισμούς, κρίνω ότι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Ως ζήτημα δημόσιας τάξης, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Αποτελεί θέση της Αιτήτριας ότι η συνέντευξή της διεξήχθη από λειτουργό της EUAA κατά παράβαση του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 439/2010, καθότι η συνέντευξη διεξήχθη χωρίς τη συμμετοχή άλλων λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου, ο δε λειτουργός της EUAA που διενήργησε την συνέντευξη δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα για να θεωρείται πραγματογνώμονας και δεν έτυχε της απαιτούμενης κατάρτισης.

 

Όμοιος ισχυρισμός εξετάστηκε από την αδελφή μου Δικαστή Β. Κουρουζίδου Καρλεττίδου στην υπόθεση MPB ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. προσφυγής 453/21 ημερομηνίας 10/01/2022 το σκεπτικό της οποίας με βρίσκει σύμφωνη και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας.

 

Κρίνω ότι η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EUAA κατά την εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας από την Υπηρεσία Ασύλου, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της EUAA και της Κυπριακής Δημοκρατίας.[1] Από τις πρόνοιες του επιχειρησιακού σχεδίου σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου προκύπτει ότι οι λειτουργοί της EUAA, μπορούν να διεκπεραιώνουν συνεντεύξεις και εισηγητικές εκθέσεις επί αιτημάτων ασύλου, ωστόσο η αποφασιστική αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων επί των αιτήσεων ασύλου, εξακολουθεί να παραμένει στην Υπηρεσία Ασύλου. Ως εκ τούτων, απορρίπτω τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέτασε την αίτηση της Αιτήτριας ως αβάσιμος.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι ο λειτουργός της EUAA δεν είναι κατάλληλα καταρτισμένος παρατηρώ ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία και σε κάθε περίπτωση ο συνήγορος της Αιτήτριας δεν έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο, τέτοια στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο κανονικότητας που περιβάλλει τις πράξεις και αποφάσεις της Διοίκησης, ως εκ τούτου ο ισχυρισμός δε δύναται να εξεταστεί περαιτέρω και απορρίπτεται.

 

Έχοντας κατά νου τους λοιπούς εγειρόμενους αλλά και εξειδικευμένους από τον συνήγορο της Αιτήτριας ισχυρισμούς και δεδομένου ότι το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η σύζυγος του πατέρα της καλούσε άνδρες στην οικία τους, ώστε η Αιτήτρια να έχει σεξουαλικές επαφές μαζί τους έναντι αμοιβής που λάμβανε. Πρόσθεσε ότι την απείλησε ότι θα την δηλητηρίαζε εάν το αποκάλυπτε στον πατέρα της.

 

Στα πλαίσια της συνέντευξής της από λειτουργό της EUAA, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της αποτελεί η πόλη Kinshasa. Κατά δήλωσή της άγαμη και άτεκνη, ο πατέρας της διαμένει στη Kinshasa, η μητέρα της στην Αγκόλα, με την οποία δεν έχει επικοινωνία από την ηλικία των πέντε ετών και έχει ένα μικρότερο αδελφό. Απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς εργασιακή εμπειρία εφόσον συντηρείτο από τον πατέρα της.

 

Ως προς τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι η μητριά της δεν την συμπαθούσε και όταν ο πατέρας της απουσίαζε από την οικία τους, καλούσε άνδρες ώστε να έχουν σεξουαλική επαφή μαζί της και πληρωνόταν. Ανέφερε ότι η μητριά της την απειλούσε ότι εάν το αποκάλυπτε στον πατέρα της θα της δηλητηρίαζε. Ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, δήλωσε ότι η μητριά της θα την δηλητηριάσει.

 

Αναφορικά με την μητριά της ισχυρίστηκε ότι παντρεύτηκε τον πατέρα της το 2014, ότι, στην απουσία του πατέρα της, ήτο κακοποιητική, της φώναζε και την χτυπούσε και ο χαρακτήρας της δεν ήταν καλός.  Αναφορικά με τους άνδρες που καλούσε η μητριά της, ισχυρίστηκε ότι αυτό έλαβε χώρα τρεις φορές τον Σεπτέμβριο του 2021, ένα μήνα πριν την αποχώρηση της από τη χώρα καταγωγής της. Την πρώτη φορά η Αιτήτρια δήλωσε ότι ένας άνδρας εισήλθε στο δωμάτιο της, άρχισε να την απειλεί, και προσπαθούσε να της βγάλει τα ρούχα, η ίδια φώναζε και η μητριά της την απείλησε ότι θα την χτυπήσει εάν συνέχιζε να φωνάζει. Στην προσπάθεια της να διαφύγει, ο άνδρας την χτύπησε και τραυματίστηκε στο πόδι, την κακοποίησε σεξουαλικά και πριν φύγει έδωσε χρήματα στη μητριά της. Η δεύτερη φορά ισχυρίστηκε ότι πραγματοποιήθηκε 5 μέρες αργότερα, εισήλθε στο δωμάτιο της ένας άνδρας ενώ αυτή ξέσπασε σε κλάματα ο εν λόγω άνδρας την κακοποίησε σεξουαλικά. Αναφορικά με την τρίτη φορά, ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για άνδρα που την επισκέφθηκε για δεύτερη φορά, ότι η Αιτήτρια έκλαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια του βιασμού της και η μητριά της την απείλησε ότι θα την δηλητηριάσει εάν το αποκάλυπτε στον πατέρα της.

 

Ως προς τη ψυχική της κατάσταση, μετά τα αναφερόμενα περιστατικά, η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν αισθανόταν καλά, δεν έτρωγε και ότι μετά τους βιασμούς που δέχθηκε, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, με την βοήθεια του ιερέα, στον οποίο απευθύνθηκε έλαβε ιατρική περίθαλψη σε νοσοκομείο, ενώ στη συνέχεια της παρείχε οικονομική βοήθεια με σκοπό να εγκαταλείψει τη χώρα της. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο ο ιερέας αποδέχθηκε να την βοηθήσει οικονομικά προκειμένου να αποχωρήσει από τη χώρα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι του εξήγησε την κατάσταση, ότι ο πατέρας της απουσίαζε συχνά και διέμενε μόνο με τη μητριά της. 

 

Ερωτηθείσα εάν ζήτησε βοήθεια από τις αρχές της χώρας της, δήλωσε ότι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, πήγε στον αστυνομικό σταθμό της γειτονίας της προκειμένου να καταγγείλει τη μητριά της, ωστόσο η μητριά της προσήλθε πριν από εκείνη για να τους διαφθείρει, με αποτέλεσμα να μην εισακουσθεί.

 

Η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατέρας της ενημερώθηκε από τον ιερέα για την κατάσταση που επικρατούσε με την μητριά της, μετά την αποχώρηση της από τη χώρα καταγωγής της. Κληθείσα να διευκρινίσει τον λόγο που φοβάται τη μητριά της εφόσον ο πατέρας της ενημερώθηκε, ισχυρίστηκε ότι η υγεία του πατέρα της δεν είναι καλή και ότι υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο.

  

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση, διέκρινε δυο ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος συνίσταται στον ισχυρισμό περί σεξουαλικής επίθεσης από δυο άνδρες, που πλήρωσαν την μητριά της, κατά τη διάρκεια Σεπτεμβρίου 2021.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου και οι δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, η Αιτήτρια προσκόμισε διαβατήριο από τη χώρα καταγωγής της.

 

Αντιθέτως ο δεύτερος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε. Πιο αναλυτικά, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν γενικές, χωρίς επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τον χαρακτήρα της μητριάς της και την μεταξύ τους σχέση. Κληθείσα να παρουσιάσει πως κακοποιήθηκε από την μητριά της, η Αιτήτρια δεν μπορούσε να αναφερθεί λεπτομερώς σε κάποιο περιστατικό.  Όσον αφορά τα περιστατικά βιασμού, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες ώστε να περιγράψει τι συνέβη πριν και μετά τη σεξουαλική επίθεση από τους άνδρες. Περαιτέρω, ανέφερε ότι τα τρία περιστατικά έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2021, αλλά δεν μπόρεσε να προσδιορίσει πότε ακριβώς. Κρίθηκε ως γενική η περιγραφή της για τους άνδρες που της επιτέθηκαν και την κακοποίησαν σεξουαλικά. Επιπλέον, χωρίς λεπτομέρειες κρίθηκαν οι δηλώσεις της, ως προς τις απειλές που δέχθηκε από τη μητριά τη, αναφέροντας μόνο απειλή περί δηλητηρίασης της σε περίπτωση αποκάλυψης των γεγονότων στον πατέρα της. Η Αιτήτρια ανέφερε, με αόριστο τρόπο ότι ο ιερέας της εκκλησίας στην οποία προσευχόταν την μετέφερε σε νοσοκομείο μετά από τα περιστατικά, όπου της χορηγήθηκαν αντιβιοτικά.  Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ακρίβεια και λεπτομέρεια την επίσκεψη στην αστυνομία και τέλος, ασυνάρτητες κρίθηκαν οι αναφορές της ότι ο πατέρας της ενημερώθηκε από τον ιερέα της για την κατάσταση, αυτός υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, χωρίς να παρέχει εξηγήσεις για το τι ακριβώς συνέβη ή για ποιο λόγο έγινε η συζήτηση. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι Καθ' ων η αίτηση παρέπεμψαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την σεξουαλική βία στη Λ.Δ.Κ, καταλήγοντας ότι η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν τεκμηριώθηκε και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι, επί τη βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa, στη Λ.Δ.Κ, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο βλάβης.

 

Ακολούθως, κατά την νομική ανάλυση, κρίθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη Λ.Δ.Κ, υπό τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το οποίο αντίθετα στους ισχυρισμούς των συνηγόρων εξετάστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19(2)(α) και (β) καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή άλλως απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Σε σχέση δε με τις προϋποθέσεις ένταξης της Αιτήτριας στο άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς και εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, αφού η χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα η πόλη Kinshasa, δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης, το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης κάθε ισχυρισμού αλλά και τον λόγο για τον οποίο εν τέλει απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ ων η αίτηση βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε κατά την προφορική της συνέντευξη, αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής της.

 

Εξετάζοντας το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο οποίος και απορρίφθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι πράγματι οι δηλώσεις της Αιτήτριας είναι μη λεπτομερείς, ασαφείς αλλά και γενικές. Αρχικά παρατηρώ πως η Αιτήτρια δεν παρείχε λεπτομέρειες ως προς τη σχέση της με την μητριά της, ενώ ως η ίδια δήλωσε ήταν παντρεμένη με τον πατέρα της από το έτος 2014. Συγκεκριμένα, ενώ ανέφερε το όνομα και τη φυλή της μητριάς της, ακολούθως γενικόλογα αναφέρθηκε στη σχέση της με τη μητριά της λέγοντας πως δεν είχε καλό χαρακτήρα, της φώναζε και τη χτυπούσε, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες. Κληθείσα να αναφερθεί πιο συγκεκριμένα επί τούτων, η Αιτήτρια απέτυχε να το πράξει. Επιπλέον δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά τα κακοποιητικά εναντίον της περιστατικά, δηλώνοντας γενικόλογα ότι έλαβαν χώρα τον Σεπτέμβριο του 2021, γεγονός μη εύλογο δεδομένης της σημασίας που είχαν τα συγκεκριμένα γεγονότα στη ζωή της μετέπειτα. Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ενημέρωσε τον ιερέα της εκκλησίας της για τα περιστατικά βιασμού, ο οποίος την μετέφερε στο νοσοκομείο, χωρίς να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες και πλήττοντας με αυτό τον τρόπο τον βιωματικό χαρακτήρα των γεγονότων που η ίδια προέβαλε. Αναμενόταν από την Αιτήτρια να είναι πιο περιγραφική αναφορικά με τα συναισθήματά της σχετικά με τα εν λόγω περιστατικά, καθώς ανέφερε πολύ συνοπτικά πως έκλεγε κατά τη διάρκεια των συμβάντων και ακολούθως δεν ένοιωθε καλά και δεν έτρωγε. Θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να αναφέρει με περισσότερη λεπτομέρεια τα συναισθήματά της σχετικά με τις επιθέσεις εναντίον της. Το ίδιο γενικόλογη ήταν η δήλωση της Αιτήτριας ότι προσπάθησε να καταγγείλει τα περιστατικά στις αρχές της χώρας καταγωγής της, ωστόσο προηγήθηκε η επίσκεψη στις αρχές από τη μητριά της, η οποία τους διέφθειρε. Οι αναφορές της Αιτήτριας ως προς τις απειλές που δέχθηκε από τη μητριά της, ότι θα την δηλητηριάσει σε περίπτωση που πληροφορούσε τον πατέρα της, κρίνονται γενικές χωρίς να παράσχει λεπτομέρειες.

 

Αξιολογώντας την εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό διαπιστώνω ότι πρόκειται για ισχυρισμό προσωπικής φύσεως και ως εκ τούτου η περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές δεν δύναται να καταστεί καρποφόρα ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την εξωτερική αξιοπιστία του. Ως εκ τούτου δεδομένης της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εκπροσωπούμενη δια συνηγόρου παραλείπει να επιχειρήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχειοθέτηση της υπόθεσής της και να καλύψει τα κενά που οι Καθ' ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών της. Ως εκ των άνω, το Δικαστήριο δε διαθέτει ενώπιον του στοιχεία με βάση τα οποία θα ήταν σε θέση να οδηγηθεί σε διαφορετική κατάληξη αναφορικά με την αξιοπιστία των ισχυρισμών της.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, τόπο συνήθους διαμονής της, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού που αφορά τα προσωπικά της στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν στοιχεία πραγματικής, υφιστάμενης και τρέχουσας απειλής εναντίον της από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας που απορρέει από το σύνολο των δηλώσεών της κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Ως εκ τούτου, από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτή δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Μushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ.Κ. συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[2] Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, οι αρχές έλαβαν σκληρά μέτρα κατά μελών της αντιπολίτευσης, ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών, κριτικών και δημοσιογράφων.[3] H συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουση και οι επιθέσεις σε αμάχους εξακολουθούν να υφίστανται στην ΛΔΚ για το έτος 2024, σύμφωνα με πιο πρόσφατη έκθεση αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, μεταξύ ενόπλων και κυβερνητικών δυνάμεων.[4]

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC η ΛΔΚ εμπλέκεται σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον κάποιων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Μία ειρηνευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών, η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (MONUSCO), υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC), ενώ η Ρουάντα έχει παρέμβει για την υποστήριξη της ομάδας M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στη Goma.[5]

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά το τελευταίο έτος καταγράφηκαν στην πολιτεία Kinshasa 38 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 38 ανθρώπινες ζωές.[6] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2025, ο οποίος ανέρχετο σε 17.778.500 κάτοικοι[7], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).

 

Τούτων λεχθέντων το Δικαστήριο κρίνει ότι στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή κατά συνέπεια παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτριας δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας της ως πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

 

Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της από τους Καθ' ων η αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη. Ενόψει της κατ’ ουσία εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας, η περαιτέρω αξιολόγηση των προωθούμενων ισχυρισμών καθίσταται περιττή.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ

 

 



[3] Human Rights Watch, "World Report 2025 - Democratic Republic of Congo - Events of 2024", διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2025/country-chapters/democratic-republic-congo [Ημερομηνία πρόσβασης 07/10/2025]

[4]Amnesty International: Democratic Republic of the Congo 2024, 29 April 2025, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ [Ημερομηνία πρόσβασης 07/10/2025]

[5] RULAC The Rule of Law in Armed Conflict Project, Democratic Republic of Congo - map, last updated on 14/2/2023, https://www.rulac.org/browse/map [Ημερομηνία πρόσβασης 07/10/2025]

[6] Πλατφόρμα ACLED Explorer, η οποία από 30/07/2025 είναι προσβάσιμη κατόπιν εγγραφής, με χρήση των εξής φίλτρων αναζήτησης: Country: Democratic Republic of the Congo, Kinshasa, Events/Fatalities, Political Violence (violence against civilians, explosions/remote violence, riots, battles, protests), Past Year (last update 26/09/2025), διαθέσιμη σε https://acleddata.com/platform/explorer [Ημερομηνία  πρόσβασης 07/10/2025]

[7] World Population Review, Cites: DR Congo: Kinshasa,https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa[Ημερομηνία πρόσβασης 07/10/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο