E. T. L. A. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 659/24, 16/10/2025
print
Τίτλος:
E. T. L. A. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 659/24, 16/10/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 659/24

16 Οκτωβρίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ

E. T. L. A. E.

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Γ. Φλωρίδης (κος) για Εν. Γεωργιάδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Β. Θωμά (κα) για Ιωανν. Αλ. Γεωργίου (κο), Δικηγόρος για τους Καθ' ων

η Αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 31/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για διεθνή προστασία ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν τεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση, έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 24/12/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 26/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή ενώπιον αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Μετά την συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερ. 27/01/2024 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει,  λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου  την ανωτέρω εισήγηση στις 31/01/2024  και απέρριψε την αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Στις 14/02/2024 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του Αιτητή για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε δια χειρός στις 16/02/2024.

 

Στις 23/02/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στο Δικαστήριο.

 

Η συνήγορος του Αιτητή μέσω της γραπτής της αγόρευσης προώθησε τους εξής λόγους ακύρωσης: (α) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντισυνταγματική λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που παρήλθε για την εξέταση της αιτήσεως του Αιτητή (β) η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη έρευνας και/ή δέουσας έρευνας και πλάνης περί τον Νόμο και (γ) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.        

 

Ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη δική του αγόρευση, ισχυρίζεται ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής δεν αναλύονται, δεν εξειδικεύονται, δεν τεκμηριώνονται, ούτε γίνεται υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης στα νομικά σημεία που προωθούνται, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Περαιτέρω, αναπτύσσει επιχειρηματολογία προς αντίκρουση των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται από την συνήγορο του Αιτητή και εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίδει ο Νόμος στους Καθ΄ ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ως προς τον ισχυρισμό περί καθυστέρησης στην εξέταση του αιτήματος ασύλου, με παραπομπή σε νομολογία  υποστηρίζουν ότι η όποια παράλειψη της Διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης.

 

Με την απαντητική της αγόρευση η συνήγορος του Αιτητή υιοθετεί πλήρως το περιεχόμενο της αίτησης και της γραπτής της αγόρευσης. Περαιτέρω είναι η θέση του ως προς τους ισχυρισμούς των Καθ’ ων ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει, δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962, ότι αυτό δεν ευσταθεί καθ' ότι στην αίτηση αναπτύσσονται, εξειδικεύονται, συγκεκριμενοποιούνται και αποδεικνύονται ρητά τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται και αυτά αναλύονται και αιτιολογούνται με συγκεκριμένες παραγράφους τόσο στην αίτηση όσο και στην αγόρευση της. Ως προς το ζήτημα της μεγάλης καθυστέρησης στην εξέταση της αίτησης του Αιτητή, εμμένει στη θέση της ότι αυτή είναι αντίθετη σύμφωνα με το Σύνταγμα και καλεί το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, διότι στην συγκεκριμένη περίπτωση η καθυστέρηση εξέτασης είναι πέρα των 36 μηνών.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εξέταση του αιτήματος του Αιτητή, θα υιοθετήσω τα όσα λέχθηκαν από την αδελφή Δικαστή, κα Καρλεττίδου, Πρ.Δ.Δ.Δ.Π. αναφορικά με παρόμοιο ισχυρισμό, στην υπόθεση αρ. ΔΔΠ 593/19, SAXXXXX ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, απόφαση ημερ. 24 Νοεμβρίου 2020:

«Περαιτέρω δεν εξηγεί ο Αιτητής που στηρίζει τον ισχυρισμό του  καθώς η Υπηρεσία Ασύλου με βάση το άρθρο 13(6) του Περί Προσφύγων Νόμου δεν είχε υποχρέωση να ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησής του πριν το πέρας έξι μηνών από την υποβολή της. Σύμφωνα με το εδάφιο (7)(β) του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου ο  Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) ………………

(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·

 (γ) …………………………

Θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ων η αίτηση ότι όπως φαίνεται από το πιο πάνω εδάφιο, ο Νόμος προνοεί για παράταση του χρόνου εξέτασης σε περίπτωση που μεγάλος αριθμός αιτήσεων εκκρεμούν στην Υπηρεσία Ασύλου ταυτόχρονα, πράγμα που έκδηλα ίσχυε και ισχύει κατά τη σχετική περίοδο.

Η συσσώρευση μερικών χιλιάδων αιτήσεων οι οποίες εκκρεμούν    και αναμένετε να εξεταστούν είναι πλέον γεγονός πασίγνωστο και αποτελεί κοινή γνώση εφόσον έχει δημοσιοποιηθεί αρκετές φορές από το πλέον αρμόδιο πρόσωπο, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήτοι τον Υπουργό Εσωτερικών και αυτό κατά τη κρίση μου  αποτελεί Δικαστική γνώση(βλ. ΛΙΝΑ Ν. ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΔΙΑ ΚΑΙ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, (1993) 1 ΑΑΔ 352

 

Περαιτέρω παραπέμπω στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος (158(Ι)/1999), όπου προβλέπεται στο άρθρο 11(1) ότι «οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. [...]» και στη παρούσα περίπτωση το άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου δεν ορίζει την εξάμηνη προθεσμία ρητά ως ανατρεπτική έτσι ώστε να απαγορεύεται η όποια παρέκκλιση από την προθεσμία αυτή. Αντίθετα, το εδάφιο (10) του ίδιου άρθρου έχει ως ακολούθως:

«Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.»

 

Η θέσπιση της προθεσμίας των είκοσι-ενός μηνών, επιβεβαιώνει επακριβώς το ενδεικτικό των προθεσμιών που αναφέρονται στα εδάφια που προηγούνται.

 

Συνεπώς ο ισχυρισμός περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Προσθέτω ότι ο Αιτητής είχε την ιδιότητα του αιτητή ασύλου καθόλη την διάρκεια εξέτασης του αιτήματος του και επωφελείτο από όλα τα προνόμια και ευεργετήματα της ιδιότητας του αυτής, χωρίς να έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από την καθυστέρηση που επικαλείται. Σχετική είναι και η υπόθεση Postolachi Konstantin v. Κυπριακής Δημοκρατίας δια Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων Αρ. 1458/2009, ημερ. 25/02/2011 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Ορθά, περαιτέρω, η Δημοκρατία απαντά ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται από τον αιτητή αφορούν την ταχύρυθμη διαδικασία που η Υπηρεσία Ασύλου δεν έκρινε ότι υπήρχε λόγος να ακολουθήσει στην περίπτωση του αιτητή.  Αναμφίβολα δε οι όποιες προθεσμίες αναφέρονται δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά απλώς ενδεικτικές, ο δε αιτητής δεν έχει καταδείξει με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα του από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.  Αντίθετα η καθυστέρηση τον έχει βοηθήσει στο να παραμείνει για περαιτέρω χρόνο στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης.» 

 

Για τον ενδεικτικό χαρακτήρα των προθεσμιών στις διοικητικές διαδικασίες παραπέμπω και στην υπόθεση Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181.

 

 

Λαμβάνοντας υπόψιν ότι σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο, προχωρώ στην εξέταση της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. 

 

Κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας ο Αιτητής  κλήθηκε να καταγράψει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν εξαιτίας της πολιτικής κρίσης, η οποία είχε ως συνέπεια όλοι οι νέοι άντρες να θεωρούνται ύποπτοι για συνεργασία με τους αποσχιστές των Ambazonians. Προσέθεσε επίσης ότι λόγω της κρίσης έχασε τον ανιψιό του και αυτός και οι γονείς του βρήκαν καταφύγιο στις θαμνώδεις εκτάσεις για να σωθούν. Στην συνέχεια, μετέβησαν στην πόλη όπου οι γονείς του έλαβαν δάνειο και μπόρεσαν να του χρηματοδοτήσουν το ταξίδι προς την Κύπρο. Ο Αιτητής καταλήγει λέγοντας ότι προέρχεται από το χωριό Manyemen και επιθυμεί να επιστρέψει και να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του μόνον εφόσον ο τόπος τους είναι πλέον ασφαλής.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν, καταγόμενος από την πόλη Kumba της ΝΔ Επαρχίας αλλά με τελευταία περιοχή διαμονής του μέχρι την αναχώρηση του από τη χώρα το χωριό Manyemen στην πόλη Mamfe της ίδιας Επαρχίας. Περαιτέρω, ανάφερε ότι είναι ανύπαντρος, είναι Χριστιανός και ότι γνωρίζει Αγγλικά, λίγα Γαλλικά καθώς και την τοπική διάλεκτο Banyang. Όσον αφορά στην εκπαίδευσή του, συμπλήρωσε ότι ολοκλήρωσε το λύκειο στην πόλη Kumba, αλλά εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει την εκπαίδευση του. Ως προς δε την εργασιακή του εμπειρία, ανέφερε ότι δεν εργαζόταν στο Καμερούν παρά μόνο βοηθούσε τον πατέρα του στις γεωργικές εργασίες. Επίσης, ως προς την οικογένεια του, σχολίασε ότι στο Καμερούν βρίσκονται οι γονείς του και η αδερφή του, οι οποίοι διαμένουν στο χωριό Manyemen, στην πόλη Mamfe. Επίσης, στη χώρα βρίσκεται και ο αδερφός του, ο οποίος διαμένει στην πόλη Kumba. Τέλος, ερωτηθείς αν ήταν μέλος σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική ή εθνοτική ομάδα ή αν είχε αριβιστική παρουσία στην χώρα καταγωγής του, απάντησε αρνητικά. 

 

Ερωτηθείς σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης προέβαλε ότι έφυγε από το Καμερούν για δύο λόγους. Ο πρώτος συνίστατο στις απειλές που δέχτηκε από την αποσχιστική ομάδα των Ambazonians. Όπως εξήγησε, στην περιοχή του λάμβανε χώρα ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του στρατού της χώρας και της αυτονομιστικής ομάδας των Ambazonias, ανώτερο μέλος των οποίων τύγχανε και ένας ξάδερφος του Αιτητή. Όταν ο στρατός εισέβαλε στο σπίτι του Αιτητή αναζητώντας τον ξάδερφό του, η μητέρα του και ο ίδιος αρνήθηκαν ότι γνώριζαν που βρίσκεται, όμως υπό πίεση ο Αιτητής τελικά υπέδειξε μια πιθανή τοποθεσία του ξαδέλφου του και ο στρατός, όταν δεν τον βρήκε εκεί, τον προειδοποίησε ότι «θα επιστρέψουν αν αποδειχθεί ότι τους είπε ψέματα». Έτσι, φοβούμενος για την ζωή του, και με την βοήθεια ενός ιερέα, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του. Ο δεύτερος λόγος, συνίστατο στον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αιτητή, και συγκεκριμένα στο γεγονός πως είναι ομοφυλόφιλος, κάτι που όπως δήλωσε παρέλειψε να αναφέρει στην αίτησή του, εξηγώντας πως η ομοφυλοφιλία απαγορεύεται στο Καμερούν.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του.   

 

Αναφορικά με το περιστατικό της εισβολής του στρατού στο σπίτι του, ο Αιτητής ανέφερε ότι αυτό έλαβε χώρα στις 6 Ιανουαρίου 2020 (ημέρα Σάββατο) και εξήγησε ότι ο λόγος που ο στρατός διάλεξε εκείνον για τους δώσει πληροφορίες για τον ξάδερφό του είναι επειδή ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας και ήξεραν ότι ήταν συνέχεια μαζί του και θεώρησαν ότι γνώριζε την τοποθεσία του. Επίσης, κατά την διάρκεια της επίθεσης, προσέθεσε ότι τόσο αυτός όσο και η μητέρα του δέχτηκαν σωματική βία για να αποκαλύψουν πληροφορίες. Μετά το περιστατικό, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά του ήταν στο στόχαστρο απειλών τόσο του στρατού για να τους παραδώσουν τον Αιτητή, αλλά και των Ambazonians οι οποίοι τους θεώρησαν προδότες που ο Αιτητής υπέδειξε την τοποθεσία με το στρατόπεδο στον στρατό.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο, ήτοι τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αιτητή, ο λειτουργός εφάρμοσε το μεθοδολογικό μοντέλο DSSH (Difference, Shame, Stigma and Harm).

 

Ως προς το στοιχείο της διαφορετικότητας, ο Αιτητής προέβαλε ότι συνειδητοποίησε την σεξουαλική του ταυτότητα κατά την περίοδο του λυκείου, όταν ένιωθε έλξη προς άλλα αγόρια αλλά ταυτόχρονα φόβο και αδυναμία, ώστε να εκφράσει τον εαυτό του.  Αναφέρθηκε σε μια μυστική σχέση που είχε με έναν συμμαθητή του μεταξύ 2017 και 2018, οπότε και διέκοψαν επειδή ο Αιτητής αναζητούνταν από τους Ambazonians και αναγκάστηκε να διακόψει για να προστατεύσει τον φίλο του. Έκτοτε δεν ξανασυναντήθηκαν. Διευκρίνισε επίσης ότι η ομοφυλοφιλία ήταν αντίθετη και στην θρησκεία του, γεγονός που επιβάρυνε περισσότερο την κατάσταση. Ως προς το διάστημα παραμονής του στην Κύπρο, εξήγησε ότι εξακολουθεί να μην εκφράζει ανοιχτά την ταυτότητά του, διότι δεν νιώθει άνετα γιατί αρκετοί προέρχονται από την ίδια χώρα με αυτόν και το έχει αποκαλύψει μόνο σε έναν συγκάτοικό του. Δήλωσε, επίσης, πως δεν έχει σύντροφο εδώ, γνωρίζει την ύπαρξη μιας εφαρμογής γνωριμιών στο κινητό αλλά δεν είναι χρήστης, παρόλα αυτά είναι ανοιχτός στο να κάνει σχέση και αισθάνεται καλύτερα όταν είναι με άτομα από άλλες εθνικότητες. 

 

Ως προς το στοιχείο του στίγματος,  ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε αποκαλύψει την σεξουαλική του ταυτότητα σε κανένα μέλος της οικογένειάς του ούτε σε φίλους, καθότι ήταν παράνομο στο Καμερούν αλλά και κοινωνικά κατακριτέο. Ερωτηθείς αν γνώριζε άλλο άτομο που να ήταν ομοφυλόφιλο, απάντησε πως γνώριζε κάποιον ονόματι Erik, τον οποίον αναγνώρισε από την συμπεριφορά του και το θηλυπρεπές ντύσιμό του. Επίσης, σχετικά με το αν ο ίδιος συναντιόταν με άλλα ομοφυλόφιλα άτομα, απάντησε αρνητικά προβάλλοντας ότι δεν υπάρχουν μέρη προς τούτο και οι συναντήσεις γίνονται τυχαία και με διακριτικότητα. Επιβεβαίωσε ότι η μοναδική σχέση που είχε ήταν με έναν φίλο του στο λύκειο και βρίσκονταν κρυφά μια φορά την εβδομάδα.

 

Αναφορικά με το στοιχείο της ντροπής, ο Αιτητής προέβαλε ότι όταν συνειδητοποίησε την διαφορετικότητά του ένιωσε ντροπή και ανησυχία για το αν είναι «φυσιολογικός» και πως παρότι μέσα του ένιωθε την σεξουαλικότητά του ως κάτι αποδεκτό για εκείνον, εντούτοις ντρεπόταν να το εκφράσει, επειδή φοβόταν ότι το άτομο που ενδεχομένως τον ενδιέφερε δεν θα ανταποκρινόταν ή θα τον απέρριπτε λόγω του «ταμπού» της κοινωνίας. Τόνισε επίσης ότι το γεγονός ότι είναι ποινικά κολάσιμο στο Καμερούν και δεδομένης της κοινωνικής καταπίεσης δεν ήταν σε θέση να εκφραστεί ανοιχτά.

 

Τέλος, ως προς το στοιχείο της βλάβης, ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν έχει αντιμετωπίσει κάποια κακομεταχείριση ή διακριτική μεταχείριση ή σύλληψη εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού στο Καμερούν, ούτε του εμποδίστηκε η πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. παιδεία, υγεία). Ωστόσο, φοβάται ότι οι αρχές θα τον συλλάβουν και θα τον φυλακίσουν, όπως ισχυρίζεται πως έχει συμβεί σε άλλα ομοφυλόφιλα άτομα στην χώρα του και τα οποία δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν για την αποφυλάκισή τους. Σε σχετική ερώτηση του λειτουργού, διευκρίνισε ότι ο κύριος λόγος που έφυγε ήταν η στοχοποίησή του λόγω του αδερφού του τόσο από τον στρατό όσο και από τους Ambazonians και πως στην αίτησή του παρέλειψε να αναφερθεί στον σεξουαλικό του προσανατολισμό επειδή δεν γνώριζε αν στην Κύπρο η ομοφυλοφιλία είναι αποδεκτή.

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του τρεις (3) ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του Αιτητή:

 

1)   Ταυτότητα και χώρα καταγωγής του Αιτητή και προφίλ του

2)   Εξαιτίας των προβλημάτων που θα είχε μετά την υπόδειξη που έκανε στον στρατό για την τοποθεσία των Amazonians  

3)   Εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού

 

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ως αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, αφού κρίθηκε ως αξιόπιστος στο σύνολό του, τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. Αντιθέτως, ο δεύτερος και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έτυχαν αποδοχής επί τη βάση των ακόλουθων ευρημάτων.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο ισχυρισμό, οι Καθ’ ων υποστηρίζουν ότι στις 06/01/2020, ημέρα που ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έλαβε χώρα η επίθεση από το στρατό, δεν είναι Σάββατο, όπως ανέφερε, αλλά βάσει ημερολογίου ήταν Δευτέρα, ενώ επίσης δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για τον λόγο που ο στρατός είχε προσεγγίσει ειδικά τον ίδιο από τα μέλη της οικογένειας του ξαδέρφου του. Ακόμα, είναι θέση των Καθ’ ων ότι ο Αιτητής δεν έδωσε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε άλλη απόπειρα προσέγγισης του από τον στρατό, ενώ υπέπεσε και σε αντιφάσεις σε σχέση με όσα είχε εκθέσει στην αίτηση του (επί παραδείγματι ότι οι νέοι άντρες λογίζονται ως μέλη των Ambazonians ή ότι κρύφτηκε με τους γονείς του σε θαμνώδεις εκτάσεις) και στα οποία παρέλειψε να αναφερθεί κατά την συνέντευξη. Συνεπεία των ανωτέρω, η αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού δεν θεμελιώθηκε.

 

Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αιτητή,  οι Καθ’ ων ακολουθώντας το μοντέλο DSSH κατέληξαν στα κάτωθι συμπεράσματα: Ως προς το στοιχείο της διαφορετικότητας, υποστηρίζουν ότι δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το πότε αντιλήφθηκε ότι είναι διαφορετικός ή ότι έχει συναισθήματα για τα άτομα του ίδιου φύλου. Εκτιμούν ότι στο πρόσωπο του διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει αίσθημα εσωτερικής διαφορετικότητας, ούτε αίσθηση διαφορετικότητας από μια νεαρή ηλικία, το οποίο δείχνει ότι δεν υπήρχε σταδιακή αναγνώριση της έλξης σε άτομα του ίδιου φύλου, αλλά αντιθέτως το συναίσθημα της διαφορετικότητας εντοπίζεται ως μη θαυμασμός στις γυναίκες και ότι δεν είχε την επιθυμία πάντα να μιλά για αυτές. Επίσης, ο Αιτητής δεν είχε πλήρη αντίληψη της επικρατούσας κατάστασης στη χώρα του ως προς την αντίληψη της κοινωνίας για άτομα της ίδια φύσεως με αυτόν, πέρα από το ότι είναι «απαγορευμένο» και πιθανόν να φυλακιστείς. Περαιτέρω, ερωτηθείς να αναφέρει κατά πόσο είχε συναισθήματα για τον σύντροφο του απάντησε θετικά, εντούτοις σε ερώτηση που του είχε τεθεί ώστε να σχολιάσει τι ήταν αυτό που τον είχε προσελκύσει στο συγκεκριμένο άτομο, δεν έδωσε εξηγήσεις.

 

Ως προς τα στοιχεία του στίγματος και της ντροπής, οι Καθ’ ων παρατηρούν ότι δεν έδειξε αισθήματα ντροπής, απομόνωσης ή δυσκολίας λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Επίσης, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δήλωσε ότι παρόλο που δεν επιθυμεί να μοιράζεται τα συναισθήματα του με ομοεθνείς του, εντούτοις το έχει παραδεχτεί στον συγκάτοικό του ο οποίος είναι επίσης από το Καμερούν.

 

Τέλος, ως προς το στοιχείο της βλάβης, είναι θέση των Καθ’ ων ότι παρότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης εκφράζει φόβο δίωξης από το κράτος λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού του, εντούτοις δεν δείχνει να κατανοεί πλήρως τις συνέπειες και εστιάζεται περισσότερο στο ότι απλά δεν είναι αποδεκτό στο Καμερούν χωρίς να καταφεύγει σε άλλα συμπεράσματα. Επίσης, επισημαίνουν ότι ο φόβος του κατά κύριο λόγο συνδέεται με τον κίνδυνο που διέτρεχε εξαιτίας των Ambazonian και του στρατού, αφού ανάφερε ότι η σεξουαλικότητα του δεν ήταν ο λόγος που τον είχε ωθήσει να φύγει από τη χώρα, προσθέτοντας ότι σε περίπτωση αλλαγής της κυβέρνησης θα ένιωθε ασφαλής να γυρίσει πίσω για να διαμείνει με την οικογένεια του στο χωριό.

 

Ως προς δε την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, οι Καθ’ ων εκτιμούν ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Σε ό,τι αφορά στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, με παραπομπή σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν πως η ομοφυλοφιλία στο Καμερούν αποτελεί ταμπού και ποινικά κολάσιμη πράξη, καθώς και ότι τα ομοφυλόφιλα άτομα αντιμετωπίζονται από την κοινωνία και το οικογενειακό τους περιβάλλον ως ανεπιθύμητοι και υπόκεινται σε δυσμενείς διακρίσεις, εξευτελιστική μεταχείριση και κοινωνικό στιγματισμό. Ωστόσο, δεδομένης της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στο πρόσωπο του Αιτητή, ο υπό κρίση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

Υπό το φως τον ανωτέρω, στη βάση του μόνου αποδεδειγμένου πραγματικού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό σχετικά με το προσωπικό του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και περιοχή συνήθους διαμονής του, και λαμβανομένων υπόψιν πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής του σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, στην Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, και συγκεκριμένα την πόλη Kumba, όπου διέμενε ο Αιτητής στην χώρα καταγωγής του, διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι συντρέχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών του Αιτητή, δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούταν να του χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, κρίθηκε ότι βάσει των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.  Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στις περιοχές του Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, καταδεικνύεται ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια του Αιτητή, λόγω αδιάκριτης βίας απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στις αγγλόφωνες περιοχές, καθώς λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε ότι οι προσωπικές του περιστάσεις αυξάνουν τις πιθανότητες να διατρέξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή την ασφάλειά του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, λόγω αδιάκριτης βίας στο πλαίσιο εσωτερικής σύγκρουσης. Επομένως, ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για καθεστώς επικουρικής προστασίας.

 

Συγκεκριμένα, ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, επισημαίνουν ότι πρόκειται για άμαχο πολίτη, άντρα νεαρής ηλικίας, ο οποίος διέμενε και εργαζόταν στην Νότιο-δυτική περιοχή χωρίς να αντιμετωπίσει δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δεν παρουσιάζει  δείκτες ευαλωτότητας.  

 

Υπό το φως των ανωτέρω σημείων που έχω αναλύσει, κρίνω ότι ορθά και εμπεριστατωμένα οι Καθ’ ων η Αίτηση αξιολόγησαν το αίτημα του Αιτητή και κατέληξαν στη μη υπαγωγή του σε προσφυγικό καθεστώς και στη συνέχεια στη μη παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας.  Η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, και η αιτιολόγηση της συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω. Τονίζω ότι ούτε ο ίδιος ο Αιτητής προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία στο Δικαστήριο ώστε να ανατρέψει το εύρημα αναξιοπιστίας των Καθ’ων η Αίτηση αλλά ούτε η συνήγορος του υπέδειξε στην αγόρευση της τα σημεία τα οποία θεωρούσε ότι αξιολογήθηκαν λανθασμένα από τους Καθ’ων η Αίτηση σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή.

 

Κατά τα παραπάνω, δεν μπορεί να παραχωρηθεί στον Αιτητή ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας επί τη βάσει των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης υπό τις εκεί προβλεπόμενες μορφές.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Από επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 2023 σημειώνει ότι στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες του Καμερούν, συνέχισαν οι αναφορές και καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχτηκαν από δυνάμεις ασφαλείας και άμυνας και ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες εναντίον αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών και της καταστροφής περιουσίας. Επιπλέον, η αναγκαστική απαγόρευση κυκλοφορίας, η χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και η απαγωγή αμάχων από ένοπλες ομάδες περιόρισαν την διανομή της απαραίτητης ανθρωπιστικής βοήθειας.[1] 

 

Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya  δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών καθώς και του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[2].

 

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS της χώρας αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις στην χώρα. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστικών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό  στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram  στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[3].

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με δεδομένα της βάσης ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, κατά την χρονική περίοδο 13/07/2024 – 11/07/2025 στην συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 417 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 455 ανθρώπινες απώλειες. Τα 5456 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 235 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 83 ανθρώπινες απώλειες, 13 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 144 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 361 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 14 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 9 ανθρώπινες απώλειες, και 11 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες. 

 

Από τις ανωτέρω πληροφορίες προκύπτει ότι στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν,  λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη μεταξύ των κρατικών δυνάμεων και των αυτονομιστών, που συμπαρασύρει τον άμαχο πληθυσμό, σημειώνοντας αρκετές απώλειες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά ασφαλείας ως αναλύθηκαν ανωτέρω, συνάγεται ότι η ένοπλη σύρραξη που συντελείται, δεν επηρεάζει την περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής σε τέτοιο βαθμό ώστε μόνη η παρουσία κάποιου εκεί να τον εκθέτει σε κίνδυνο. Επικουρικά, λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή για την αξιολόγηση του προσωπικού κινδύνου που θα αντιμετωπίσει ως άμαχος αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ήτοι ότι είναι ενήλικος άρρεν, υγιής, με επαρκή εκπαίδευση, ο οποίος διαβίωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο τόπο καταγωγής του, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα στο παρελθόν σύμφωνα με τις δηλώσεις του που κρίθηκαν αξιόπιστες και αποδεκτές, καταλήγω ότι δεν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι στο πρόσωπο του Αιτητή, ώστε να πιστεύεται ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Ως εκ τούτου, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2023/389], 31 May 2023

https://www.ecoi.net/en/file/local/2093063/N2313778.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/01/2025)

[2] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/01/2025)

[3]    ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024,  https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/01/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο