ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 6934/2021
10 Οκτωβρίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Q. B. T.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Α.Ιωαννίδου (κα) για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι Αιτήτριας
Ρ. Χαραλάμπους (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Η υπό εξέταση προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 04/10/2021 σύμφωνα με την οποία το αίτημά της Αιτήτριας για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε.
Το παρόν Δικαστήριο με απόφασή του ημερομηνίας 09/08/2023 εξετάζοντας την υπόθεση με τα ενώπιον του στοιχεία και δεδομένα, αποφάσισε την τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, αναγνωρίζοντας την Αιτήτρια ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ωστόσο η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη κατ’ έφεση με την υπ’ αριθμό 107/23 απόφαση του Εφετείου ημερομηνίας 11/02/2025[1]. Για τους λόγους που εξηγούνται στο κείμενο της απόφασης, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε η δε προσφυγή επεστράφηκε στο παρόν Δικαστήριο για «επανεξέταση [..] συμμορφούμενο με την παρούσα απόφαση και στη βάση δεδομένων (που αφορούν την Εφεσίβλητη προσωπικά ή/και τη χώρα καταγωγής της) που είναι επίκαιρα σε σχέση με την ημερομηνία της επικείμενης απόφασής του».
Όπως προκύπτει επίσης από το κείμενο της απόφασης του Εφετείου, αντικείμενο της Έφεσης αποτέλεσε η κρίση του Δικαστηρίου για χορήγηση στην Αιτήτρια καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον η Αιτήτρια αντιμετωπίζει, λόγω των επιβαρυντικών προσωπικών της περιστάσεων πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά στην εν λόγω απόφαση:
«Ο δεύτερος λόγος έφεσης βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης, σύμφωνα με την οποία η Εφεσίβλητη αντιμετωπίζει, λόγω των επιβαρυντικών προσωπικών της περιστάσεων, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή υπό την έννοια του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων.
Κατά την Εφεσείουσα, η ως άνω πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη διότι, με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, η Εφεσίβλητη δύναται να εργαστεί, έχουσα υποστηρικτικό δίκτυο συγγενών και φίλων.
Ως προς την κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης, η οποία κρίθηκε ότι πάσχει από αναιμία και πολλαπλή ίνωση με συμπτώματα μητρορραγιών με κίνδυνο να μην έχει επαρκή ιατρική φροντίδα στο χωριό της, η Εφεσείουσα αντιτείνει ότι οι κρατικές ιατρικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία προσέφεραν στην Εφεσίβλητη επιλογή θεραπειών, τις οποίες όμως αρνήθηκε.
Καταρχάς, ως προς την πρωτόδικη κρίση περί απουσίας οικογενειακού και δη υποστηρικτικού δικτύου στο χωριό της Εφεσίβλητης, δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασής μας, καθότι -σύμφωνα με τη συνέντευξή της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου- ο μόνος άρρενας που την υποστήριζε είναι ο θείος της ο οποίος όμως ζει αλλού. Ομοίως, δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασης ως προς την πρωτόδικη κρίση περί των περιορισμένων επαγγελματικών προσόντων που εννοιολογικά δεν σημαίνει -ως η Εφεσείουσα παραπονείται- ότι η Εφεσίβλητη κρίθηκε πρωτόδικα ανίκανη για εργασία.
Yπάρχει όμως κατά την κρίση μας επαρκής πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης που δικαιολογεί την παρέμβασή μας ως προς την πρωτόδικη κρίση περί του ότι η Εφεσίβλητη πάσχει από αναιμία και πολλαπλή ίνωση που της προκαλεί μητρορραγίες, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η επιστροφή της στο χωριό της λόγω απουσίας επαρκούς ιατρικής φροντίδας.
Συγκεκριμένα, αυτή η πρωτόδικη κρίση δεν φαίνεται να συνάδει με τη δήλωση της Εφεσίβλητης κατά την προρρηθείσα συνέντευξη (που διεξάχθηκε το 2021) ως προς το ότι, αφενός, η αιμορραγία σταμάτησε και, αφετέρου, οι κρατικές ιατρικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία της προσέφεραν τη δυνατότητα ενδεχόμενης θεραπείας ακόμα και χωρίς αφαίρεση της μήτρας, την οποία θεραπεία η Εφεσίβλητη προτίμησε να αναβάλει μέχρι να λήξει η πανδημία του κορονοϊού (Ερυθρό 34 διοικητικού φακέλου).
Το αναφυόμενο, λοιπόν, ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά πόσο και γιατί αυτή η ασθένεια παρέμενε αθεράπευτη και, ως τέτοια, παράγοντας υπέρ της χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στην Εφεσίβλητη, κατά τον χρόνο έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης (δύο έτη μετά τη διεξαγωγή της συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου).
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμούμε ότι εμφιλοχώρησε πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης (υπό την έννοια του ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη παράμετρος που έπρεπε να προσμετρηθεί) στην πρωτόδικη κρίση ως προς το ότι, λόγω της κατάστασης της υγείας της, η Εφεσίβλητη θα αντιμετώπιζε -με την επιστροφή στο χωριό της- πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων.
Σημειώνουμε ότι το περίγραμμα της Εφεσίβλητης δεν αντικρούει τον δεύτερο λόγο έφεσης σε σχέση με την παράμετρο της κατάστασης υγείας της. Ούτε και η Εφεσίβλητη, με τα γεγονότα που έθεσε στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής της και με τις πρωτόδικες αγορεύσεις της, προέβαλε την κατάσταση της υγείας της ως λόγο παροχής συμπληρωματικής προστασίας.
Αυτή η πιθανολόγηση πλάνης καθιστά επιτυχή τον δεύτερο λόγο έφεσης αλλά και τον τρίτο και πέμπτο λόγο έφεσης, αφού καθιστά αλυσιτελή πλέον την ανάγκη πρωτόδικης κρίσης ως προς το μη εφικτό της εσωτερικής μετεγκατάστασης».
Από το πιο πάνω κείμενο και ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, γίνεται αποδεκτό, ως η κατ’ έφεση επικυρωμένη κρίση του Δικαστηρίου, πως πρόκειται για μόνη γυναίκα, ηλικίας 51 ετών, χωρίς οικογενειακό και υποστηρικτικό δίκτυο, με τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής το χωρίο Esu στο βορειοδυτικό Καμερούν, με περιορισμένα επαγγελματικά προσόντα και ήδη εσωτερικώς εκτοπισθείσα στη χώρα καταγωγής της πριν την εγκαταλείψει, παραμένει δε προς εξέταση η κατάσταση της υγείας της.
Τούτων λεχθέντων, το Δικαστήριο κάλεσε την Αιτήτρια σε ακρόαση ενώπιόν του προκειμένου να εξεταστεί η κατάσταση της υγείας της και κατά πόσο αυτή επηρεάζει την καθημερινότητά της, συμμορφούμενο με την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση του Εφετείου.
Κληθείσα να περιγράψει την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε την ύπαρξη του γυναικολογικού προβλήματος στο οποίο αναφέρθηκε κατά την συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/08/2021. Αναφέρθηκε σε βαριές αιμορραγίες κατά την έμμηνο ρήση λόγω πολλαπλών ινομυωμάτων στη μήτρα, κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει με φαρμακευτική αγωγή. Δήλωσε πως σύμφωνα με τον γιατρό που την παρακολουθούσε θα έπρεπε να γίνει αφαίρεση μήτρας, κάτι με το οποίο δεν συμφώνησε. Από το 2021 μέχρι σήμερα, όπως η ίδια ανέφερε, τυγχάνει ιατρικής παρακολούθησης και πλέον η κατάσταση της είναι σταθερή, χωρίς αιμορραγίες, χωρίς αυτό να την επηρεάζει στη καθημερινότητά της. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει κάποια επίκαιρη ιατρική βεβαίωση πέραν των ήδη προσκομισθέντων εγγράφων, τα οποία περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, ερυθρά 26-27 και αφορούν στο έτος 2020. Πέραν των πιο πάνω, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε προβλήματα στο στομάχι αλλά και στο χέρι ωστόσο χωρίς να επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την καθημερινότητά της, εφόσον συνεχίζει τις θεραπείες της. Οφείλω να αναφέρω, πως δεν είχε στη κατοχή της οποιαδήποτε ιατρική βεβαίωση για τα όσα δήλωσε.
Προς επικαιροποίηση των στοιχείων γύρω από την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, μετά από σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι δε διατηρεί επικοινωνία με την ηλικιωμένη μητέρα της, ενώ σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της δήλωσε πως «οι μάχες και τρομοκρατία συνεχίζουν».
Ακολούθως η συνήγορος της Αιτήτριας, προβάλλει πως παρά το ότι η κατάσταση της υγείας της τελευταίας είναι «προς το παρόν καλή», εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση επιστροφής της να μην δύναται να τύχει ιατρικής περίθαλψης λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στο Καμερούν.
Αντίθετη είναι η θέση της συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση. Αποτελεί κατ’ αρχήν θέση της πως στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, στο Καμερούν, και ειδικότερα στην περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής της, ήτοι το χωριό Esu του βορειοδυτικού Καμερούν, δεν επικρατεί αδιάκριτη βία έτσι ώστε να εφαρμοστεί η αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα και να αξιολογηθεί κατά πόσο ενδέχεται η Αιτήτρια με την επιστροφή της να αντιμετωπίσει κίνδυνο ως άμαχη. Παράλληλα, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, κατά την ενώπιόν μου ακρόαση στις 17/03/2025 προέβαλε ότι το μοναδικό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προφίλ της Αιτήτριας αποτελεί η κατάσταση της υγείας της και καθώς η Αιτήτρια δήλωσε πλέον υγιής, σε συνδυασμό με την έλλειψη αδιάκριτης βίας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, δεν πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Ζητηθείσα να τοποθετηθεί επί του ορισμού της «αδιάκριτης βίας», η κα Χαραλάμπους αναφέρθηκε γενικά στην ύπαρξη εμπόλεμων καταστάσεων που θέτουν κάποιον σε κίνδυνο.
Έχω ακούσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και δεδομένης της κατ’ έφεση επικύρωσης της κρίσης του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου αλλά και την ex nunc δικαιοδοσία του, το παρόν Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από την έκδοση πρωτόδικης απόφασης ουδέν στοιχείο προέκυψε που να συνηγορεί υπέρ της υπαγωγής της Αιτήτριας σε προσφυγικό καθεστώς ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας κατά τα άρθρα 3 και 19(2)(α) και (β) αντιστοίχως του περί Προσφύγων Νόμου.
Συνεπώς προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο αυτή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) (γ) του ίδιου Νόμου για εκχώρηση συμπληρωματικής προστασίας έχοντας κατά νου τόσο τα όσα έχουν κατ’ έφεση επικυρωθεί όσο και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια επανεξέτασης της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της.
Όντας εκ των πραγμάτων υποχρεωμένο, λόγω και της κατά νόμο δικαιοδοσίας του, να προχωρήσει αρχικά στην αξιολόγηση του εάν εξακολουθεί να υφίσταται εύλογος φόβος για την Αιτήτρια, που να απορρέει από την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας εντοπίστηκε έκθεση της Επιτροπής των Η.Π.Α. για τους πρόσφυγες και του μετανάστες για έτη 2024 και 2025, η οποία επιβεβαιώνει ότι στο Καμερούν εξακολουθούν να πραγματοποιούνται παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνδέονται με την αγγλόφωνη κρίση. Στα τέλη του 2024, οι περιοχές με αγγλόφωνη πλειοψηφία εξακολουθούσαν να υποφέρουν από ad hoc lockdown, ένοπλες συγκρούσεις, απαγωγές και επιθέσεις αντιποίνων εναντίον αμάχων. Οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας και οι αυτονομιστικές ένοπλες ομάδες στοχοποιούν αμάχους για δολοφονίες και απαγωγές με σκοπό τα λύτρα[2].
Η τελευταία, 80η περιοδική έκθεση του Γραφείου Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA), η οποία δημοσιεύτηκε στις 07 Οκτωβρίου 2025 και πραγματεύεται την κατάσταση ασφαλείας στο Βορειοδυτικό Καμερούν τον Αύγουστο του 2025, επιβεβαιώνει ότι καθ' όλη τη διάρκεια του εν λόγω μήνα, η κατάσταση ασφαλείας στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές περιοχές (NW -SW) του Καμερούν παρέμεινε ασταθής, χαρακτηριζόμενη από συχνές συγκρούσεις μεταξύ μη κρατικών ένοπλων ομάδων (NSAGs) και κρατικών δυνάμεων ασφαλείας (SSFs). Οι NSAGs συνέχισαν να επιβάλλουν lockdown και «πόλεις-φαντάσματα», διαταράσσοντας τη ζωή των πολιτών και τις ανθρωπιστικές επιχειρήσεις. Ανταγωνιστικές ομαδοποιήσεις ανακοινώθηκαν από διαφορετικές παρατάξεις των NSAGs. Οι απειλές των NSAGs κατά των εκλογικών διαδικασιών εντάθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της κατάσχεσης εθνικών ταυτοτήτων σε ορισμένες περιοχές, η οποία φέρεται να είχε ως στόχο να αποτρέψει τη συμμετοχή στις επερχόμενες εκλογές[3].
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο χωρίο Esu του Βορειοδυτικού Καμερούν, η Αιτήτρια ενδέχεται να κινδυνεύσει λόγο της επικρατούσας εκεί κατάστασης ασφαλείας, ως εκ τούτου ότι ο φόβος της Αιτήτριας εξακολουθεί να είναι βάσιμος και δικαιολογημένος. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα βρίσκει άλλωστε έρεισμα και στο φόβο που εξακολουθεί να εκφράζει η ίδια, η οποία επιβεβαίωσε ενώπιόν μου ότι στη χώρα καταγωγής της οι μάχες και οι τρομοκρατία συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Προχωρώντας τώρα στη νομική ανάλυση, δεδομένου όμως ότι έχει απορριφθεί το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 3 και 19 (2) (α) και (β), το Δικαστήριο θα αξιολογήσει ως αναφέρθηκε πιο πάνω πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Tο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου [αντίστοιχο άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4]], προνοεί ότι η «σοβαρή βλάβη» συνίσταται, μεταξύ άλλων, σε:
«[…] (γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης».
Η δικαστική Ανάλυση της EUAA για το άρθρο 15 (γ) της ΟΑΕΕ, εξηγεί: «Η αξιολόγηση του Άρθρου 15(γ) απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση. Τα δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια σειρά από στοιχεία: ένοπλη σύρραξη, ζωή ή σωματική βλάβη αμάχου προσώπου, σοβαρή και ατομική απειλή, αδιάκριτη βία, όριο βίας, γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής και την εναλλακτική λύση εσωτερικής προστασίας. Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των διαφόρων στοιχείων»[5].
Αναφορικά με την περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του εκάστοτε Αιτητή/τριας, θα πρέπει αρχικά να καταστεί σαφές, ότι η δικαστική ανάλυση της EUAA αναφέρει σχετικά με το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: «Είναι θεμελιώδες για την εξέταση της προστασίας του Άρθρου 15(γ) να αξιολογηθεί η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα επιστροφής. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να αποφασιστεί εάν η ένοπλη σύρραξη είναι πανεθνικής εμβέλειας. Αντίθετα, η εστίαση πρέπει να είναι στην περιοχή όπου ζει ο αιτών (ή στην περιοχή προορισμού) και στον προσδιορισμό του εάν ένα τέτοιο άτομο διατρέχει κίνδυνο σε αυτήν την περιοχή ή στην απαραίτητη διαδρομή προς αυτήν. Το Άρθρο 8 αναγνωρίζει, επιπλέον, ότι ακόμη και αν ένας αιτών μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης βάσει του Άρθρου 15(γ) στην περιοχή καταγωγής, η επιλεξιμότητα για επικουρική προστασία μπορεί να αποδειχθεί μόνο εάν ο εν λόγω αιτών δεν είναι σε θέση να επιτύχει εσωτερική προστασία σε άλλο μέρος της χώρας. Το πρώτο ερώτημα, επομένως, είναι εάν ένας αιτών διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής (ή καθ' οδόν προς αυτήν την περιοχή καταγωγής)»[6].
Η ανωτέρω ανάλυση, σχετικά με την ταυτοποίηση του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής, αναφέρει ότι «κατά τον καθορισμό της τοποθεσίας της περιοχής κατοικίας ενός αιτούντος ως προορισμού επιστροφής, απαιτείται μια πραγματική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη θέματα όπως η περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και η περιοχή της συνήθους διαμονής»[7].
Σε εθνική νομολογία σχετικά με το άρθρο 15 (γ), το Γερμανικό Δικαστήριο Ασύλου και το Γαλλικό Εθνικό Δικαστήριο Ασύλου έχουν διαπιστώσει ότι η αξιολόγηση δεν απαιτεί ανάλυση της γενικής κατάστασης σε εθνικό επίπεδο, αλλά της οικείας περιοχής[8], συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής που πρέπει να ακολουθηθεί από το σημείο επιστροφής στην περιοχή καταγωγής και/ή τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής[9]. Αυτή είναι επίσης η πάγια θέση που έχουν λάβει τα δικαστήρια και τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου[10].
Στη βάση των πληροφοριών που αντλήθηκαν, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, συμπεριλαμβανομένης της Βορειοδυτικής περιφέρειας, εξακολουθούν να πλήττονται από ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στους αγγλόφωνους αυτονομιστές και τις δυνάμεις του κατεξοχήν γαλλόφωνου κράτους του Καμερούν.
Εκ παραλλήλου, δεδομένου ότι η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προσκόμισε πληροφορίες από το Wikipedia τονίζοντας ότι κατέστη δύσκολη η ανεύρεσή του χωριού Esu σε διεθνείς πηγές χαρτογράφησης, το Δικαστήριο εντόπισε ότι το Esu αποτελεί χωριό/γειτονιά της διοικητική υποενότητας (Κάτω) Fungom, της διοικητικής ενότητας Menchum, η οποία εντοπίζεται στο Βορειοδυτικού Καμερούν[11],[12] και συγκεκριμένα στα σύνορα με τη Νιγηρία[13].
Εξετάζοντας ακολούθως το εάν ασκείται αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων στα πλαίσια της ανωτέρω σύγκρουσης, στην περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, αρχικά διαπιστώνω ότι η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση δεν ήταν σε θέση να παραθέσει στοιχεία αναφορικά με την έννοια και την ερμηνεία της αδιάκριτης βίας καθώς δήλωσε ότι συστατικά στοιχεία της (αδιάκριτης βίας) αποτελούν οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, εμμένοντας ωστόσο ότι ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της δεν πλήττεται από αδιάκριτη βία. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι το Εφετείο δια της απόφασής του επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση ότι στο Βορειοδυτικό Καμερούν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια της εξελισσόμενης εκεί ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης, γεγονός το οποίο έχει κριθεί άλλωστε και σε αποφάσεις του Δ.Δ.Δ.Π[14] καθώς και του Διοικητικού Εφετείου[15].
Σε κάθε περίπτωση, στην γνωστή πλέον υπόθεση Elgafaji, το ΔΕΕ έκρινε ότι η βία που προκαλεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή του προσώπου ενός αιτούντος περιγράφεται ως «αδιάκριτη», «ένας όρος που υπονοεί ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους περιστάσεις»[16], ερμηνεία εκ διαμέτρου αντίθεση με την τοποθέτηση της κας Χαραλάμπους.
Aναφορικά με τα στοιχεία της αδιάκριτης βίας, όπως αυτά προκύπτουν από πόρισμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 15 (γ) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), το οποίο ενσωματώνεται στην κυπριακή έννομη τάξη δια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, από τις συνεντεύξεις της με τις αποφαινόμενες αρχές και την εξέταση ορισμένων αποφάσεων προσφυγών, φάνηκε να υπάρχει κάποια συναίνεση ότι η αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται τόσο σε ποσοτικά όσο και σε ποιοτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων:
1) Η κατάσταση ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και των μορφών βίας, των παραβιάσεων των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου.
2) Αριθμός θυμάτων και περιστατικά ασφαλείας.
3) Εκτοπισμός πληθυσμού.
4) Προβλέψιμες κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και σχετικές με την ασφάλεια εξελίξεις (συμπεριλαμβανομένων παραγόντων που επηρεάζουν τις ικανότητες των μαχητών).
5) Η ικανότητα των φορέων προστασίας να παρέχουν προστασία και δείκτες που σχετίζονται με την κρατική αποτυχία.
6) Η ανθρωπιστική κατάσταση. [17]
Αναφορικά με τη φύση και τις μορφές βίας, τις παραβιάσεις των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου, τον εκτοπισμό του τοπικού πληθυσμού, καθώς και την ανθρωπιστική κατάσταση που παράγει η Αγγλόφωνη κρίση στην περιφέρεια του Βορειοδυτικού Καμερούν, το Δικαστήριο εντόπισε τις ακόλουθες, σχετικές και πρόσφατες πληροφορίες.
H Έκθεση του Global Centre for the Responsibility to Protect στις 15 Ιουλίου 2025, αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν διαπράξει εξωδικαστικές δολοφονίες και εκτεταμένη σεξουαλική και έμφυλη βία, έχουν κάψει αγγλόφωνα χωριά και έχουν υποβάλει άτομα με ύποπτους αυτονομιστικούς δεσμούς σε αυθαίρετη κράτηση, βασανιστήρια και κακομεταχείριση. Ένοπλοι αυτονομιστές έχουν επίσης σκοτώσει, απαγάγει και τρομοκρατήσει πληθυσμούς, ενώ παράλληλα διατηρούν σταθερά τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων των αγγλόφωνων περιοχών. Οι αυτονομιστές και οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει στοχευμένες επιθέσεις σε εγκαταστάσεις υγείας και εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, περιορίζοντας την παροχή και την πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας βοήθεια και αναγκάζοντας διάφορους διεθνείς ανθρωπιστικούς οργανισμούς να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους. Οι αυτονομιστές έχουν επίσης απαγορεύσει την κρατική εκπαίδευση και συχνά επιτίθενται, απειλούν και απαγάγουν μαθητές και εκπαιδευτικούς, καθώς και καίνε, καταστρέφουν και λεηλατούν σχολεία [18].
Η ίδια έκθεση παραπέμπει σε στοιχεία του Γραφείου του ΟΗΕ για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (OCHA), σύμφωνα με τα οποία περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια στις αγγλόφωνες περιοχές. Το OCHA εκτιμά επίσης ότι τουλάχιστον 334.098 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά λόγω της βίας στις δύο περιοχές, ενώ περισσότεροι από 76.493 έχουν καταφύγει στη Νιγηρία[19].
Η δε έκθεση του Νορβηγικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, σε άρθρο του Ιουνίου του 2025, επιβεβαιώνει ότι, όσον αφορά τον εκτοπισμό, το Καμερούν κατά το τρέχον έτος αποτελεί πλέον την πιο παραμελημένη χώρα στον κόσμο[20].
Παράλληλα, πληροφορίες του 2025 επιβεβαιώνουν ότι η αγγλόφωνη σύγκρουση είναι πολύ περίπλοκη, καθώς υπάρχουν ορισμένες περίοδοι, μερικές φορές επηρεαζόμενες από ορισμένες περιφερειακές ή εθνικές εορτές, κατά τις οποίες η βία αυξάνεται απότομα. Αυτό οδηγεί σε διαφορετικά πρότυπα φυγής και εκτοπισμού του πληγέντος πληθυσμού. Τα μεταβαλλόμενα πρότυπα μετακίνησης, που μερικές φορές έχουν ως αποτέλεσμα τη φυγή ανθρώπων από τη μία κοινότητα στην άλλη ή την προσωρινή επιστροφή στα σπίτια τους, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη τη διασφάλιση της ανάκαμψης και της ένταξης των γυναικών στις διαφορετικές κοινότητες. Ταυτόχρονα, οι κοινότητες υποδοχής στις οποίες έχουν εγκλωβιστεί γυναίκες έχουν πολύ διαφορετικό κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, γεγονός που έχει περαιτέρω αντίκτυπο[21].
Ως προς τους πολίτες που δύνανται να επηρεαστούν περισσότερο από τις ανωτέρω συνθήκες, η επικληθείσα έκθεση αναφέρει ότι οι άμαχοι πληθυσμοί, ιδίως οι γυναίκες και τα παιδιά, υφίστανται δυσανάλογα το κύριο βάρος της βίας και αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο κακοποίησης και εκμετάλλευσης ενώ εξηγεί ότι η δυναμική των συγκρούσεων στις αγγλόφωνες περιοχές έχει αλλάξει καθώς η κρίση έχει γίνει ολοένα και πιο οικονομικά επικερδής, με τις αυτονομιστικές ομάδες να έχουν επεκτείνει τις πηγές εσόδων τους μέσω απαγωγών και εκβιασμών. Οι ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είναι ολοένα και πιο ανοργάνωτες και ανταγωνίζονται μεταξύ τους, καθιστώντας την κατάσταση - και τις πιθανές οδούς προς την ειρήνη - εξαιρετικά δύσκολες [22].
Άρθρο της διαδικτυακής πύλης Taylor and Fransis, επί της οποίας εντοπίζονται και αξιολογούνται ακαδημαϊκά άρθρα και έρευνες οι οποίες δημοσιεύτηκαν, σε έκθεση του 2025 σχετικά με το Καμερούν, αναφέρει ότι οκτώ χρόνια μετά την έναρξη των συγκρούσεων στις αγγλόφωνες περιοχές, υπάρχει ελάχιστη κίνηση σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο που να υποδεικνύει μια πορεία προς τα εμπρός. Δεν έχουν υπάρξει επίσημες ειρηνευτικές διαδικασίες ή διμερείς εκεχειρίες από το ξέσπασμα της βίας στην περιοχή της χώρας όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι αγγλόφωνοι. Παρά την ένταξη του Καμερούν στην Κοινοπολιτεία από το 1995, οι βασικοί θεσμοί και οι μηχανισμοί της Κοινοπολιτείας για την εποπτεία της πολιτικής βίας, των καταχρήσεων και της αστάθειας παραμένουν αξιοσημείωτα - και περιέργως - σιωπηλοί. Η πιο σχετική με την κρίση του Καμερούν είναι η αρμοδιότητα της Ομάδας Υπουργικής Δράσης της Κοινοπολιτείας (CMAG) να αντιμετωπίζει τις «επίμονες ή σοβαρές παραβιάσεις των αξιών της Κοινοπολιτείας», συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εμποδίζουν τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Ωστόσο, συμπεριλαμβανομένης της πιο πρόσφατης συνεδρίασης της CMAG τον Μάρτιο του 2025, το Καμερούν και ο συνεχιζόμενος εμφύλιος πόλεμός του παρέμειναν εκτός της επίσημης ατζέντας της ομάδας[23].
Η έκθεση του Global Centre for the Responsibility to Protect της 15ης Ιουλίου 2025, τονίζει ότι η κατάσταση ασφαλείας επιδεινώθηκε περαιτέρω τον Απρίλιο του 2025, σύμφωνα με την Παγκόσμια Ομάδα Προστασίας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), ενώ το OCHA ανέφερε σχεδόν 200 περιστατικά ασφαλείας για τον ίδιο μήνα. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίστηκαν αμείωτες, τροφοδοτούμενες από επαναλαμβανόμενες επιθέσεις, απαγωγές, παράνομες συλλήψεις, αυθαίρετες κρατήσεις, κλοπές και σκόπιμη καταστροφή προσωπικής περιουσίας. Οι περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας και τα συχνά lockdown συνεχίζουν να διαταράσσουν την καθημερινή ζωή και να υπονομεύουν σοβαρά τις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες. Η συνεχής χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED) σε δημόσιους δρόμους και σε πυκνοκατοικημένες περιοχές εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για τους πολίτες και τους εργαζόμενους στον ανθρωπιστικό τομέα[24].
Ως προς την οργάνωση των αντιμαχόμενων πλευρών, το Δικαστήριο εντόπισε ότι η Rulac, μία διαδικτυακή πύλη για το Κράτος Δικαίου σε καταστάσεις Ένοπλων Συγκρούσεων η οποία καταγράφει συστηματικά τις καταστάσεις ένοπλης βίας, περιγράφει ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές στα πλαίσια της αγγλόφωνης κρίσης αποτελούνται από τις ένοπλες κρατικές δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης) και από διάφορες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες (που αριθμούν πέραν των 7 διαφορετικών ενόπλων ομάδων, συνολικής δυναμικότητας 2.000-4.000 μαχητών, που κατά τις επιθέσεις τους εναντίον του κρατικού στρατού χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένο οπλισμό όπως εκτοξευτές αντιαρματικών), που δρουν (κυρίως) στις αγγλόφωνες περιοχές (παρά το ότι εμφανίζονται με ορισμένο διαχωρισμό, οι ομάδες αυτές προσπαθούν όλο και περισσότερο να συντονιστούν μεταξύ τους, ενώ «οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες παρουσιάζουν ένα συλλογικό χαρακτήρα») [25] .
Αξιολογώντας τώρα τη διάρκεια και την έκταση της υπό εξέταση σύγκρουσης, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι βάσει και των πληροφοριών που αντλήθηκαν οι εν λόγω σύγκρουση διαρκεί ήδη περί τα 9 χρόνια και καλύπτει τόσο τη Βορειοδυτική, όσο και τη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, γεγονότα τα οποία συνηγορούν υπερ μίας μακροχρόνιας, παγιωμένης σύγκρουσης, ενώ περαιτέρω πληροφορίες που εντόπισε το Δικαστήριο, επιβεβαιώνουν ότι δεν ανακύπτει ουδεμία πρόθεση τερματισμού της, αφού η εν λόγω σύγκρουση δεν συμπεριελήφθη καν στην ατζέντα της τελευταίας συνεδρίαση της Ομάδας Υπουργικής Δράσης της Κοινοπολιτείας του Καμερούν, η οποία έλαβε χώρα το Μάρτιο του 2025[26].
Ως προς τη δυνατότητα των αρχών του Καμερούν να παράσχουν προστασία στους αμάχους στα πλαίσια της εν λόγω σύγκρουσης, αυτή αποκλείεται δεδομένου ότι οι ένοπλες δυνάμεις του κατεξοχήν γαλλόφωνου κράτους του Καμερούν αποτελούν μέρος της σύγκρουσης και τα μέλη τους έχουν ήδη προχωρήσει, βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, σε πλήθος παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αγγλόφωνου πληθυσμού των περιοχών που πλήττονται από τις συγκρούσεις.
Σε σχέση τέλος με τις προβλέψιμες από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και σχετικές με την ασφάλεια συγκρούσεις, το Δικαστήριο εντόπισε ότι στο Καμερούν επέρχονται οι προεδρικές εκλογές στις 12/10/2025 στις οποίες, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, ο 92χρονος πρόεδρος της χώρας, Πολ Μπίγια, πιθανότατα θα παρατείνει την θητεία του, η οποία διαρκεί πάνω από τέσσερις δεκαετίες[27]. To Δικαστήριο μάλιστα εντόπισε πληροφορίες, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στο αγγλόφωνο Καμερούν – στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές – η εκλογική νοθεία αποτελεί παράγοντα που παρατείνει τη θανατηφόρα και παρατεταμένη σύγκρουσης, καθώς και τον πολιτικό αποκλεισμό που έχουν ήδη διαβρώσει την πίστη στη δημοκρατική συμμετοχή[28]. H ίδια πηγή επιβεβαιώνει μάλιστα ότι η ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του από τον Μπίγια έχει αναζωπυρώσει τις εκκλήσεις από αυτονομιστικές ομάδες για μποϊκοτάζ της ψηφοφορίας στις αγγλόφωνες περιοχές. Παρά τις συνεχιζόμενες κυβερνητικές καταστολές, οι αυτονομιστές ηγέτες υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή θα χρησίμευε μόνο για να νομιμοποιήσει την δεκαετή κυριαρχία του Μπίγια στις κοινότητές τους.
Άρθρο μάλιστα του International Crisis Group τον Αύγουστο του 2025, επιβεβαιώνει ότι την επικρατούσα ανασφάλεια θα μπορούσε να διαταράξει την ψηφοφορία σε περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις, όπως οι αγγλόφωνες περιοχές και ο Άπω Βορράς, ενώ η εμπρηστική εθνοτική ρητορική κερδίζει έδαφος συνεχώς. Παράλληλα όμως με τους περιορισμούς στην πολιτική ελευθερία και τις ανησυχίες για το ποιος θα μπορούσε να αναλάβει τα ηνία της κυβέρνησης, οι εκλογές θα μπορούσαν επίσης να πυροδοτήσουν βία. Ο αυστηρός κυβερνητικός έλεγχος των εκλογικών θεσμών, σε συνδυασμό με την καταστολή προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης και φορέων της κοινωνίας των πολιτών, θα μπορούσε να προκαλέσει διαμαρτυρίες για τα αποτελέσματα. Στις δε περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι, η βία θα μπορούσε να διαταράξει την ίδια την ψηφοφορία. Οι αυτονομιστές αντάρτες στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές έχουν ορκιστεί να εμποδίσουν την ψηφοφορία στις αγγλόφωνες περιοχές, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στον αποκλεισμό περίπου του 15% των ψηφοφόρων. Γενικότερα, οι απειλές βίας πολλαπλασιάζονται τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου, πυροδοτώντας εθνοπολιτικές εντάσεις σε όλη τη χώρα[29].
Σημειώνεται επίσης, ότι στο Καμερούν είχαν προγραμματιστεί για το 2025 και οι βουλευτικές εκλογές, τις οποίες σύμφωνα με εξωτερικές πηγές οι νομοθέτες του Λαϊκού Δημοκρατικού Κινήματος του Καμερούν (CPDM) του κ. Μπίγια, οι οποίοι κατέχουν την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, ανέβαλαν κατά ένα έτος, μέχρι τον Μάρτιο του 2026. Έτσι, οι βουλευτικές και δημοτικές εκλογές θα διεξαχθούν μετά τις προεδρικές εκλογές του 2025[30], γεγονός που επιτείνει την προεκλογική περίοδο η οποία δύναται να αποτελέσει εφαλτήριο έντασης των συγκρούσεων στις αγγλόφωνες περιοχές.
Οι ανωτέρω συνθήκες ευλόγως αναμένεται στο σύνολό τους, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να επηρεάσουν την ήδη τεταμένη επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στο Βορειοδυτικό Καμερούν.
Σε σχέση τέλος με την ποσοτική αξιολόγηση της σύγκρουσης και τα περιστατικά ασφαλείας στην περιφέρεια του Βορειοδυτικού Καμερούν, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα στη διαδικτυακή πύλη Acled, η οποία κατέδειξε ότι το τελευταίο έτος στην εν λόγω περιφέρεια έλαβαν χώρα 1.633 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν 630 απώλειες και αποτελεί την περιφέρεια με τα περισσότερα περιστατικά ασφαλείας στο Καμερούν[31]. Αποτελεί επίσης, το Βορειοδυτικό Καμερούν, την περιφέρεια με τα περισσότερα καταγεγραμμένα περιστατικά πολιτικής βίας (733 περιστατικά – 272 θάνατοι), δεύτερη περιφέρεια στην καταγραφή ανταρσιών (882 περιστατικά – 221 θάνατοι), πρώτη σε περιστατικά καταστολής (50 περιστατικά – 41 θάνατοι), δεύτερη σε τρομοκρατική δραστηριότητα (327 περιστατικά – 96 θάνατοι ) και τελευταία σε διαδηλώσεις (8 περιστατικά – 0 θάνατοι)[32]. Ο δε πληθυσμός της εν λόγω περιφέρειας, ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε στους1,728,953 περίπου κατοίκους, σύμφωνα με μετρήσεις του 2025[33].
Στη βάση λοιπόν της νομικής ανάλυσης που προηγήθηκε ως προς τους παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά της υφιστάμενης σύγκρουσης, αλλά και των σχετικών πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας τα οποία αντλήθηκαν, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι στο Βορειοδυτικό Καμερούν, επί του οποίου βρίσκεται το χωριό Esu, συνεχίζουν να επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων, στα πλαίσια της σύγκρουσης ανάμεσα στους Αγγλόφωνους αυτονομιστές και τις ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν, καθώς, κατά τα ανωτέρω, πληρούνται τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν.
Αξιολογώντας στη συνέχεια την ύπαρξη σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της Αιτήτριας στην περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής της, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι το ΔΕΕ, στην απόφαση Elgafaji , διευκρίνισε πως «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας».[34]
Κατά το ΔΕΕ, αυτή η ερμηνεία δεν αντίκειται στο γράμμα της [τότε] αιτιολογικής σκέψης 26 της οδηγίας(νυν 35), κατά την οποία «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη», αλλά αντιθέτως, το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης, στην οποία ο βαθμός κινδύνου είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο διατρέχει ατομικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ακόμη και χωρίς να στοχοποιείται ειδικά[35].
Στην ίδια απόφαση το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας (sliding scale), σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».[36] Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής.[37] Υπό αυτό το πρίσμα, η «εξατομίκευση» που απαιτείται για να θεωρηθεί η απειλή ως «προσωπική» μπορεί να προκύπτει είτε από παράγοντες ειδικού κινδύνου, οι οποίοι σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή τις περιστάσεις ενός προσώπου, είτε από παράγοντες «γενικού κινδύνου», οι οποίοι προκύπτουν από εξαιρετική κατάσταση πολύ υψηλού βαθμού βίας.[38]
Επομένως, η έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας παρέχει ένα ενιαίο ερμηνευτικό πλαίσιο για τη στάθμιση μεταξύ γενικού κινδύνου (όταν υπάρχει αδιακρίτως ασκούμενη βία σε τόσο υψηλό βαθμό ώστε και μόνο η ιδιότητα του αμάχου συνιστά κίνδυνο) και του ειδικού κινδύνου (όταν υπάρχει εξατομικευμένη απειλή). Σε περιπτώσεις γενικευμένης βίας/γενικού κινδύνου, το ζήτημα της αξιοπιστίας είναι αλυσιτελές, πιο συγκεκριμένα, η αξιοπιστία περιορίζεται στον έλεγχο του αν ο αιτών προέρχεται από τη συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή. Ενώ στην περίπτωση του ειδικού κινδύνου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αποκτά καθοριστική σημασία, καθώς ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι απειλείται προσωπικά λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της κατάστασής του, τα οποία τον καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο απέναντι στον κίνδυνο σοβαρής βλάβης.[39]
Η εν λόγω προσέγγιση (αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα) επιδιώκει να γεφυρώσει τη φαινομενικά ασύμβατη αντίφαση μεταξύ της έννοιας της αδιάκριτης βίας και της απαίτησης ύπαρξης εξατομικευμένης/προσωπικής απειλής(individualized threat), που απαιτείται στις υποθέσεις ασύλου.[40]
Το ΔΕΕ στην ανωτέρω υπόθεση, περιέγραψε τη σχέση μεταξύ, αφενός, των στοιχείων (α) και (β) του άρθρου 15 της ΟΕΑΑ και, αφετέρου, του στοιχείου (γ) του άρθρου 15, επισημαίνοντας ότι τα στοιχεία (α) και (β) του άρθρου 15 «χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής».[41] Αντιθέτως, το δικαστήριο διευκρίνισε ότι η βλάβη που ορίζεται στο άρθρο 15 στοιχείο (γ) «αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης» σε σύγκριση με εκείνον που αναφέρεται στο άρθρο 15 στοιχεία (α) και (β).[42]
Ως προς την εκτίμηση του βαθμού της αδιάκριτης βίας, το ΔΕΕ στις αποφάσεις Elgafaji και Diakite δεν παρείχε συγκεκριμένες κατευθύνσεις προς στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με τη μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθούν για να αξιολογούν: α) την ένταση της βίας που επικρατεί σε συγκεκριμένη περιοχή ή περιφέρεια μιας χώρας, και β) το κατά πόσον η εν λόγω βία δημιουργεί πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, είτε για τον άμαχο πληθυσμό συνολικά, είτε για άτομα με βάση τις προσωπικές τους περιστάσεις, είτε βάσει συνδυασμού των δύο. Το ζήτημα της σοβαρής και προσωπικής απειλής επανήλθε εκ νέου ενώπιον του ΔΕΕ αρκετά χρόνια αργότερα, στην υπόθεση CF και DN[43], όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επικαλούμενο τη συλλογιστική στην υπόθεση Elgafaji, έκρινε ότι η ποσοτική αξιολόγηση του κινδύνου θανάτου και τραυματισμού, ο οποίος εκφράζεται ως ο λόγος του αριθμού των θυμάτων στην οικεία περιοχή προς τον συνολικό αριθμό των ατόμων που αποτελούν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής είναι κρίσιμη για τη διαπίστωση της ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής, αλλά ότι «η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει το μόνο καθοριστικό κριτήριο».
Περαιτέρω αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά: «Προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται “σοβαρή και προσωπική απειλή”, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της [ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)], απαιτείται να ληφθούν υπόψη σφαιρικά όλες οι σχετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως δε εκείνες που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος […] ακόμη και αν στην αίτηση αυτή δεν γίνεται επίκληση των χαρακτηριστικών της κατάστασης του αιτούντος, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της [ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] προκύπτει η υποχρέωση εξατομικευμένης αξιολόγησης μιας τέτοιας αίτησης για τους σκοπούς της οποίας επιβάλλεται η συνεκτίμηση μιας ολόκληρης σειράς στοιχείων. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται […] “όλ[α] τ[α] συναφ[ή] στοιχεί[α] που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση”».[44]
Ειδικότερα, μπορούν επίσης να συνεκτιμηθούν, μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.[45]
Στη βάση των πληροφοριών που ανέκυψαν αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην ευρύτερη περιφέρεια του Βορειοδυτικό Καμερούν σε προγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο στην υπό εξέταση περίπτωση διαπιστώνει:
- σημαντικού επιπέδου οργάνωση των αντιμαχόμενων πλευρών και τα πολυδιάστατα κίνητρα (πολιτικά-στρατιωτικά-οικονομικά)
- μακρά (9ετή) διάρκεια των συγκρούσεων οι οποίες ξέσπασαν το 2016 και συνεχίζουν να πλήττουν τις Αγγλόφωνες περιοχές μέχρι σήμερα
- σημαντικό αριθμό νεκρών
- σημαντικό αριθμό εκτοπισμένων
- κινδύνους που εγκυμονεί η πρόσβαση σε μονάδες υπηρεσίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης λόγω του ότι αυτές αποτελούν στόχο των αγγλόφωνων αυτονομιστών
- την επικινδυνότητα του οδικού δικτύου της υπό εξέταση περιφέρειας λόγω της χρήσης αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED) από τα εμπλεκόμενα μέρη
- απουσία ενδείξεων πρόθεσης των εμπλεκόμενων μερών ή της διεθνούς κοινότητας να τερματιστεί η σύγκρουση
- εκ των φορέων σοβαρής βλάβης αποτελεί ο φορέας προστασίας της Αιτήτριας, ήτοι οι ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν
- εκτεταμένη επικείμενη προεκλογική περίοδο η οποία δύναται να επηρεάσει την κατάσταση ασφαλείας.
-
Αξιολογώντας τώρα τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, το Εφετείο ήδη επικύρωσε ότι η Αιτήτρια αποτελεί γυναίκα μόνη, στερούμενη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και περιορισμένων εργασιακών προσόντων και ήδη εσωτερικώς εκτοπισθείσα, αφού όπως έχει γίνει δεκτό από την Υπηρεσία Ασύλου, την Πρωτόδικη Απόφαση αλλά και το Εφετείο, η Αιτήτρια το 2018 εγκατέλειψε το χωριό Esu λόγω της κατάστασης ασφαλείας που είχε διαμορφωθεί εκεί μετά από τη δολοφονία ενός διοικητή της χωροφυλακής και την άφιξη των δυνάμεων ασφαλείας του Καμερούν, με προορισμό την Bamenda, από όπου στη συνέχεια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (ισχυρισμός 2).
Το Δικαστήριο στη βάση της ολιστικής του προσέγγισης, προσθέτει ότι η Αιτήτρια βρίσκεται σήμερα σε ηλικία 51 ετών, γεγονός που σε συνδυασμό με τα περιορισμένα μορφωτικά και εργασιακά προσόντα καθώς και τις περιορισμένες οικονομικές της δυνατότητες, θα μπορούσε να καταστήσει ακόμα πιο δύσκολη την επιβίωσή της και να την εκθέσει σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ως προς την κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας, σε συμμόρφωση στις υποδείξεις του Εφετείου, το Δικαστήριο κάλεσε την Αιτήτρια ενώπιόν του και εκείνη επιβεβαίωσε μεν ότι φέρει πολλαπλά ινομυώματα, προβάλλοντας ωστόσο ότι πλέον δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα και/ή αιμορραγία.
Ως προς την παράμετρο των προσωπικών περιστάσεων ωστόσο, η απαίτηση να λαμβάνονται υπόψη προκύπτει από το άρθρο 4(3) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)[46] [αντίστοιχο άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου] . Το εν λόγω άρθρο απαιτεί η αξιολόγηση μιας αίτησης διεθνούς προστασίας να διενεργείται σε ατομική βάση και περιλαμβάνει τη λήψη υπόψη των παραγόντων του άρθρου 4(3) (α)–(ε), μεταξύ άλλων: η ατομική θέση και οι προσωπικές περιστάσεις του/της αιτητή/τριας, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως 1) το υπόβαθρο, 2) το φύλο και 3) την ηλικία, ώστε να αξιολογηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του/της αιτητή/τριας, οι πράξεις στις οποίες έχει εκτεθεί ή θα μπορούσε να εκτεθεί, θα συνιστούσαν δίωξη ή σοβαρή βλάβη[47].
Παράλληλα, και πάλι στην υπόθεση Elgafaji, το ΔΕΕ απαρίθμησε περιστάσεις που ενδέχεται να δημιουργήσουν μεγαλύτερο κίνδυνο για ένα συγκεκριμένο άτομο σε σχέση με άλλα άτομα να γίνουν θύμα αδιάκριτης βίας, ακόμη και αν δεν στοχεύονται συγκεκριμένα. Παραδείγματα τέτοιων παραγόντων ήταν η αυξημένη ευαλωτότητα και μια πιο εκτεθειμένη τοποθεσία ή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, που σημαίνει ότι ο αιτών διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο από άλλους πολίτες να απειληθεί η ζωή του ή το άτομο του από αδιάκριτη βία[48].
Άλλα εθνικά δικαστήρια έχουν εξετάσει την ευαλωτότητα που προκύπτει, για παράδειγμα, από το να είσαι γυναίκα χωρίς ανδρική υποστήριξη ως παράγοντα που αποτελεί επιβαρυντική προσωπική περίσταση[49] .
Προχωρώντας στην εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας στην υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω έρευνα ως προς την κατάσταση ασφαλείας συγκεκριμένα στο χωριό Esu .
Τονίζω σε αυτό το σημείο ότι κατόπιν σχετικής έρευνας του Δικαστηρίου ανέκυψαν πληροφορίες του Mimimefo, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στις 12 Δεκεμβρίου 2023, τρεις μήνες μετά την άσκηση της έφεσης από τους Καθ’ ων η αίτηση, δια της οποίας η συνήγορος τους διατείνεται ότι εκεί δεν ασκείται αδιάκριτη βία κατά των αμάχων στην περιοχή τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, οι ένοπλοι αυτονομιστές πυρπόλησαν στο χωριό Esu την Κρατική Τεχνολογική Σχολή, απήγαγαν 11 μαθητές και 2 δασκάλους, ενώ έγδυσαν και κακοποίησαν πλήθος απροσδιόριστου αριθμού άλλων αμάχων. Με βίντεο μάλιστα που κοινοποιείται στην πηγή από την οποία αντλήθηκε η εν λόγω πληροφορία, η αυτονομιστική ομάδα «Lions gate of Wum» αναλαμβάνει την ευθύνη της επίθεσης[50]. Η ίδια πηγή επιβεβαιώνει ότι το Esu εμπίπτει στις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τη συνεχιζόμενη αιματηρή προσπάθεια για ανεξαρτησία από τους αυτονομιστές, αφού στην περιοχή υπάρχουν τρεις στρατιωτικές βάσεις. Αρχικά είχαν στρατοπεδεύσει εκεί οι ένοπλοι αυτονομιστές, στη συνέχεια όμως πολλοί από αυτούς δολοφονήθηκαν από το στρατό του Καμερούν και άλλοι μετακινήθηκαν στο χωριό Gayama, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο χωριό Esu και τα σύνορα με τη Νιγηρία [51].
Η δε 80η περιοδική έκθεση του OCHA, η οποία πραγματεύεται την κατάσταση ασφαλείας στο Βορειοδυτικό Καμερούν τον Αύγουστο του 2025, επιβεβαιώνει ότι οι ανθρωπιστικοί φορείς ξεκίνησαν τον σχεδιασμό αντίδρασης στο Maumu, καθώς και στην περιοχή Menchum Valley, επί της οποίας βρίσκεται το χωριό Esu, όπου οι αξιολογήσεις επιβεβαίωσαν 571 εκτοπισμένα νοικοκυριά τον Ιούλιο του 2025 μόνο. Ωστόσο, τα lockdown έθεσαν προκλήσεις στην υλοποίηση του σχεδιασμού[52].
H προτελευταία, 79η περιοδική έκθεση του OCHA σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Βορειοδυτικό Καμερούν, η οποία εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου 2025, επιβεβαιώνει πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται και στην πρωτόδικη απόφαση οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το χωριό Esu, αντιμετωπίζει επιπλέον προβλήματα ασφαλείας λόγω και διακοινοτικών συγκρούσεων. Συγκεκριμένα, η επικληθείσα έκθεση επιβεβαιώνει ότι οι διακοινοτικές εντάσεις σχετικά με τη διαχείριση των φυσικών πόρων στην κοιλάδα Menchum, επί της οποίας βρίσκεται το χωριό Esu, κλιμακώθηκαν σε βία, εκτοπίζοντας περισσότερους από 4.000 ανθρώπους από 19 κοινότητες σε γύρω περιοχές[53].
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας στο χωριό Esu συγκεκριμένα, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα στο Acled, εκ της οποίας ανέκυψε ότι κατά τον τελευταίο έτος, συγκεκριμένα στο χωριό/γειτονιά Esu , καταγράφηκαν 3 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία συνίσταντο σε 2 περιστατικά ανταρσιών και 1 περιστατικό πολιτικής βίας, τα οποία ωστόσο δεν επέφεραν κάποια απώλεια[54].
Aποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι στο χωριό Esu δεν καταγράφονται, κατά το τελευταίο έτος, απώλειες, πλην όμως αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι πληρούνται οι υπόλοιποι παράγοντες επίτασης του κινδύνου λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας, σύμφωνα με τη Νομική Ανάλυση που προηγήθηκε.
Η κατάληξη του παρόντος Δικαστηρίου συνάδει και με τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ στην υπόθεση CF και DN, ο οποίος τοποθετήθηκε ως εξής: «τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια σειρά παραγόντων κατά την αξιολόγηση του βαθμού βίας που επηρεάζει την εν λόγω χώρα ή περιοχή. Αυτοί οι παράγοντες είναι ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν στις σχετικές γεωγραφικές περιοχές, η έκταση του εκτοπισμού που προκύπτει από την ένοπλη σύγκρουση, οι μέθοδοι και οι τακτικές πολέμου που χρησιμοποιούνται και οι συνέπειές τους για τους πολίτες, οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ικανότητα του κράτους ή των οργανισμών που ελέγχουν την εν λόγω περιοχή να προστατεύουν τους πολίτες και η βοήθεια που παρέχεται από διεθνείς οργανισμούς» [55].
Ακολούθως ο Γενικός Εισαγγελέας (του ΔΕΕ) προσέθεσε ότι «εάν τα πραγματικά θύματα της βίας που ασκείται από τα εμπλεκόμενα μέρη στη σύγκρουση κατά της ζωής ή των προσώπων των αμάχων στην εν λόγω περιοχή αποτελούν υψηλό ποσοστό του συνολικού αριθμού των αμάχων που ζουν στην περιοχή αυτή, αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ενδέχεται να υπάρξουν περαιτέρω θύματα αμάχων στην περιοχή αυτή στο μέλλον» ωστόσο «αυτό το εύρημα μπορεί να ερμηνευθεί ως διευκρίνιση ενός πιθανού – αλλά όχι του μοναδικού – τρόπου για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποβληθείτε στην απειλή που περιγράφεται στο Άρθρο 15(γ)»[56].
Το ΔΕΕ ακολούθως απεφάνθη ότι «Η απουσία τέτοιας διαπίστωσης δεν μπορεί, από μόνη της, να επαρκεί για να αποκλείσει συστηματικά και σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη κινδύνου τέτοιας απειλής, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, και, ως εκ τούτου, να οδηγήσει αυτόματα και χωρίς εξαίρεση στον αποκλεισμό της επικουρικής προστασίας»[57].
Έκρινε επίσης το ΔΕΕ ότι «η συστηματική εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους ενός μόνο ποσοτικού κριτηρίου, το οποίο μπορεί να είναι αμφισβητήσιμο λόγω της συγκεκριμένης δυσκολίας εντοπισμού αντικειμενικών και ανεξάρτητων πηγών πληροφοριών κοντά σε περιοχές ενόπλων συγκρούσεων, όπως ένας ελάχιστος αριθμός τραυματιών ή νεκρών αμάχων, προκειμένου να αρνηθεί τη χορήγηση επικουρικής προστασίας, είναι πιθανό να οδηγήσει τις εθνικές αρχές στην άρνηση χορήγησης διεθνούς προστασίας, κατά παράβαση της υποχρέωσης των κρατών μελών να προσδιορίζουν τα άτομα που πραγματικά χρειάζονται αυτήν την επικουρική προστασία»[58].
Το Ανώτερο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε συναφώς ότι «απαιτείται μια ανάλυση της βίας που να είναι τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική και δεν πρέπει να περιορίζεται σε μια καθαρά ποσοτική ανάλυση του αριθμού των θανάτων και τραυματισμών αμάχων... Ο κατάλογος των παραγόντων που σχετίζονται με μια τέτοια ανάλυση δεν είναι εξαντλητικός, αλλά περιλαμβάνει εντός αυτών τη συμπεριφορά και τη σχετική ισχύ των μερών της σύγκρουσης...), τον αριθμό των θανάτων και τραυματισμών αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των ψυχολογικών τραυματισμών που προκλήθηκαν από τη σύγκρουση, το επίπεδο εκτοπισμού και το γεωγραφικό εύρος της σύγκρουσης»[59].
Στη δε απόφαση Sufi και Elmi, το ΔΕΕ έκρινε ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «πρώτον, εάν τα εμπλεκόμενα μέρη είτε χρησιμοποιούσαν μεθόδους και τακτικές πολέμου που αύξαναν τον κίνδυνο θυμάτων μεταξύ των αμάχων είτε στόχευαν άμεσα τους αμάχους. Δεύτερον, εάν η χρήση τέτοιων μεθόδων και/ή τακτικών ήταν ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Τρίτον, εάν οι μάχες ήταν τοπικές ή εκτεταμένες και τέταρτον, ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν και εκτοπίστηκαν ως αποτέλεσμα των μαχών»[60].
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχει επίσης ζητήσει από τα δικαστήρια να λαμβάνουν υπόψη τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά στοιχεία, ως μέρος μιας «πραγματιστικής, ολιστικής και προοδευτικής αξιολόγησης», η οποία «δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν μαθηματικό «υπολογισμό πιθανοτήτων»[61].
Στη βάση λοιπόν της ανωτέρω νομολογίας, της ολιστικής ερμηνείας του άρθρου 19(2) (γ) και κυρίως των πληροφοριών που προέκυψαν κατόπιν επικαιροποιημένης έρευνας, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα επίπεδα αδιακρίτως ασκούμενης βίας στο Βορειοδυτικό Καμερούν ανέρχονται μεν σε υψηλό επίπεδο, πλην όμως όχι σε τέτοια επίπεδα που μπορεί να συναχθεί ότι κατά την επιστροφή της στο χωριό Esu, η Αιτήτρια θα κινδυνέψει ως άμαχη, αποκλειστικά λόγω της φυσικής της παρουσίας εκεί. Το Δικαστήριο κρίνει ότι μάλιστα ότι απαιτείται ένας σημαντικός αριθμός επιβαρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπό της Αιτήτριας, προκειμένου να θεμελιωθεί η υπαγωγή της στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, κατ’ εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.
Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό της συνηγόρου των Καθ΄ων η αίτηση περί του ότι, ελλείψει περιστατικών ασφαλείας στο χωριό Esu, θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και επομένως να επιστρέψει στο χωρίο Esu του Βορειοδυτικού Καμερούν, περιφέρεια η οποία σύμφωνα με το πληροφορίες του Acled, το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν η δεύτερη πιο επικίνδυνη διοικητική περιοχή για τους πολίτες σε ολόκληρη την Αφρική, ξεπερνώντας μόνο την πολιτεία Αλ-Τζαζίρα στο κεντρικό Σουδάν[62], αγνοώντας έτσι παράγοντες όπως η διάρκεια, η γεωγραφική έκταση, ο αριθμός των νεκρών και εκτοπισμένος, καθώς και τα πλήγματα στις κοινωνικές δομές που συνεχίζει να επιφέρει μέχρι και σήμερα η ένοπλη σύγκρουση στο αγγλόφωνο Καμερούν.
Εξετάζοντας, δια της προσαρμοζόμενης κλίμακας, εάν γεφυρώνεται η φαινομενικά ασύμβατη αντίφαση μεταξύ της έννοιας της αδιάκριτης βίας και της απαίτησης ύπαρξης εξατομικευμένης/προσωπικής απειλής κατά της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, το Δικαστήριο σταχυολογώντας τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, αρχικά λαμβάνει υπόψη τη Νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία το φύλο της Αιτήτριας δύναται να αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα εκ της οποίας ανευρέθη έρευνα του Διεθνούς Ινστιτούτου Καινοτομίας η οποία αναφέρει: «Η δεινή θέση των γυναικών παραμένει ένα ζήτημα μείζονος ανησυχίας στην αγγλόφωνη ένοπλη σύγκρουση στο Καμερούν. Από την κλιμάκωση της αγγλόφωνης κρίσης σε ένοπλη σύγκρουση το 2017, οι μάχες μεταξύ του κράτους του Καμερούν και των μη κρατικών ένοπλων ομάδων εξελίσσονται. Οι ασύμμετρες τακτικές των ένοπλων ομάδων αλλάζουν με βάση τις δυνατότητές τους. Η αύξηση των στοχευμένων επιδρομών και επιθέσεων σε σχολεία, αγορές και κρατικούς θεσμούς με σκοπό την απαγωγή και την απαγωγή έχει επηρεάσει τις περισσότερες γυναίκες και κορίτσια, ιδίως από κάθε πτυχή της ζωής. Λόγω της εξάντλησης των μαχητών της και της σταδιακής απώλειας υποστήριξης από τις μάζες, έχει σημειωθεί μια αύξηση στη μαζική τοποθέτηση ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των «γυναικών και κοριτσιών», ως υλικών μέσων πολέμου: μαχήτριες, ανθρώπινες ασπίδες, εργαλεία διαπραγμάτευσης, σεξουαλικοί σκλάβοι, πληροφοριοδότες, μεταξύ άλλων, από ένοπλες ομάδες»[63].
Η ιστοσελίδα Peace News, σε δημοσίευση του Δεκεμβρίου του 2024 με τίτλο «Η σεξουαλική και έμφυλη βία ως τιμωρία στην αγγλόφωνη κρίση του Καμερούν» αναφέρει: « Με την πάροδο του χρόνου, η σεξουαλική βία, ιδίως σε νεαρά κορίτσια, έχει αναδειχθεί ως τιμωρία για τις αντίπαλες ένοπλες ομάδες ή τις κυβερνητικές δυνάμεις. Η σεξουαλική βία, και ιδιαίτερα ο βιασμός, έχει γίνει ένα φρικτό όπλο στην κρίση. Τα τελευταία έξι χρόνια, οι γυναίκες που αψηφούν ένοπλες ομάδες ή κυβερνητικά στρατεύματα, συμμετέχουν σε προσπάθειες υπεράσπισης, παραβιάζουν πόλεις-φαντάσματα ή αντιστέκονται στη συμμόρφωση με τις διαχωριστικές οδηγίες, συχνά αντιμετωπίζουν σκληρές σεξουαλικές επιθέσεις ως μέσο τιμωρίας και εξαναγκασμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, νεαρά κορίτσια έχουν αναγκαστεί να κάνουν σεξ για να περάσουν από ένα σημείο ελέγχου ασφαλείας. Αναφορές από τοπικές ανθρωπιστικές οργανώσεις, όπως η Συμμαχία για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, υποδηλώνουν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν επίσης χρησιμοποιήσει τον βιασμό ως μορφή συλλογικής τιμωρίας κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιδρομών σε χωριά που είναι ύποπτα ότι φιλοξενούν αυτονομιστές μαχητές. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, οι στρατιώτες συχνά στοχοποιούν γυναίκες και κορίτσια. Σε διαφορετικές τοποθεσίες στο Μπαφούτ στη βορειοδυτική περιοχή και στο Μάμφε στη νοτιοδυτική περιοχή, έχουν εντοπιστεί πολλές περιπτώσεις οι οποίες ούτε έχουν διερευνηθεί ούτε έχουν καταγγελθεί δημόσια. Επιπλέον, οι αυτονομιστές μαχητές έχουν επίσης χρησιμοποιήσει σεξουαλική βία για να τιμωρήσουν γυναίκες που είναι ύποπτες για συνεργασία με κυβερνητικές δυνάμεις ή εκείνες που αρνούνται να τηρήσουν τα μποϊκοτάζ και τους κανόνες που επιβάλλουν οι αυτονομιστές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, γυναίκες έχουν βιαστεί ή απειληθεί με βιασμό επειδή έστειλαν τα παιδιά τους στο σχολείο αψηφώντας τις οδηγίες των αυτονομιστών. Επιπλέον, οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν κατηγορήσει τις γυναίκες ότι βοηθούν τους αυτονομιστές παρέχοντας τροφή, στέγη ή πληροφορίες. Αυτές οι γυναίκες έχουν υποστεί σεξουαλική βία, η οποία συχνά ασκείται μπροστά σε μέλη της οικογένειάς τους για να προκαλέσει φόβο και να τις απανθρωποποιήσει. Ο φόβος της σεξουαλικής βίας χρησιμεύει ως σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα για πολλές γυναίκες που διαφορετικά θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε ακτιβισμό. Αυτή η μορφή τιμωρίας ενισχύει την ιδέα ότι οι γυναίκες πρέπει να τηρούν τις κοινωνικές προσδοκίες που υπαγορεύουν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις. Παρά τις συνεχιζόμενες εκκλήσεις για έναν ολοκληρωμένο διάλογο για την αντιμετώπιση της κρίσης, η κατάσταση στις αγγλόφωνες περιοχές παραμένει άλυτη. Η χρήση της σεξουαλικής βίας ως όπλου συνεχίζεται, προκαλώντας χάος στις ζωές των γυναικών σε αυτές τις περιοχές. Η στρατηγική χρήση του βιασμού και άλλων μορφών σεξουαλικής βίας σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί παράδειγμα της μεγαλύτερης κατάρρευσης του κράτους δικαίου. Δείχνει επίσης πώς διαφορετικοί παράγοντες φαίνεται να τη χρησιμοποιούν συστηματικά ως στρατηγικό εργαλείο για να εκφοβίσουν και να ταπεινώσουν τον άμαχο πληθυσμό, ιδίως εκείνους που απαιτούν δικαιοσύνη»[64].
Ως προς τις γυναίκες που στερούνται οικογενειακού και/ή ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, χαρακτηριστικό το οποίο φέρει η Αιτήτρια και το οποίο το Δικαστήριο αξιολογεί επίσης ως επιβαρυντικό παράγοντα, σχετικό COI query της EUAA που δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουλίου 2025, αναφέρει ότι η κοινωνία του Καμερούν είναι «πατριαρχική»[65], ενώ το Γραφείο του ΟΗΕ για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (UN OCHA) το περιέγραψε ως μια κοινωνία «που χαρακτηρίζεται από θεσμική ανισότητα των φύλων, διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό»[66]. Το εν λόγω COI Query EUAA παραπέμπει ακολούθως σε πρόσφατες, πρωτογενείς πηγές, οι οποίες εντοπίστηκαν από το Δικαστήριο και οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι οι γυναίκες επηρεάστηκαν «δυσανάλογα» από τη βία στις αγγλόφωνες περιοχές και ότι λόγω της σύγκρουσης, αντιμετώπισαν διαφορετικές μορφές σεξουαλικής και έμφυλης βίας (SGBV) και περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες[67].
Στο ίδιο κλίμα, το Γραφείο Συντονισμού και Ανθρωπιστικής Δράσης των Ηνωμένων Εθνών (OCHA) σημείωσε επίσης ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια, συμπεριλαμβανομένων των χήρων γυναικών και των γυναικών αρχηγών νοικοκυριών, είναι οι πιο εκτεθειμένες» στη σεξουαλική και έμφυλη βία[68].
H δε UNFPA υπέδειξε περαιτέρω ότι στις αγγλόφωνες περιοχές οι γυναίκες και τα κορίτσια «διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο να υποστούν» σωματική βία, ιδίως οι εσωτερικά εκτοπισμένες και οι ανύπαντρες γυναίκες[69].
Παράλληλα, το Δικαστήριο κρίνει ως περαιτέρω επιβαρυντικούς παράγοντες που φέρει το προφίλ της Αιτήτριας την περιορισμένη μόρφωσή της και τις ομοίως περιορισμένες εργασιακές της δυνατότητες σε συνδυασμό με την ηλικία της, συνθήκες που ενδέχεται να επηρεάσουν την κάλυψη των βιοτικών της αναγκών και την εν γένει διαβίωσή της, γεγονός που επιτείνει τον κίνδυνο έκθεσης της σε σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του υπό εξέταση άρθρου. Δεν παραβλέπω άλλωστε ότι στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας το προσδόκιμο ζωής για της γυναίκες το 2021 ανερχόταν, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, στα 63.7 έτη[70].
Αναφορικά με τις εκτοπισμένες γυναίκες, έρευνα του International Crisis Group που δημοσιεύτηκε το 2022, αναφέρει πληθώρα στοιχείων σχετικά με το αντίκτυπο της σύγκρουσης στο αγγλόφωνο Καμερούν απέναντι στον γυναικείο πληθυσμό. Με βάση τη συγκεκριμένη αναφορά, το σημαντικότερο αντίκτυπο της σύγκρουσης στις γυναίκες είναι ο εκτοπισμός τους. Από τους σχεδόν 573.900 Καμερουνέζους που εκτοπίστηκαν λόγω της αγγλόφωνης σύγκρουσης, οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν το 60%, με πολλούς να έχουν χωριστεί από μέλη της οικογένειάς τους και να ζουν με κίνδυνο κακοποίησης. Οι αρχές του Καμερούν έχουν απορρίψει πολλά αιτήματα των Ηνωμένων Εθνών και ΜΚΟ για τη δημιουργία καταυλισμών εκτοπισμένων όπου θα μπορούσαν να φροντίζονται καλύτερα ευάλωτα άτομα. Ως αποτέλεσμα, οι γυναίκες αναζητούν καταφύγιο σε συγγενείς ή άλλους, οι οποίοι συχνά δεν προσφέρουν μακροχρόνια στέγαση. Σε κάθε νέα τοποθεσία, πρέπει να επαναδιαπραγματεύονται τους όρους της διαμονής τους, καθώς και την προσωπική τους ασφάλεια, συνήθως με άνδρες που ελέγχουν τις ευκαιρίες στέγασης, τους τρόπους μεταφοράς ή την πρόσβαση σε άτυπους δασικούς καταυλισμούς, αυξάνοντας τον κίνδυνο οικονομικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.[71]
H ίδια ως άνω έκθεση συνεχίζει: «Όσες δεν έχουν έγγραφα ταυτότητας αντιμετωπίζουν πρόσθετες πιέσεις. Η παρενόχληση στα σημεία ελέγχου ασφαλείας, ήδη διαδεδομένη πριν από τη σύγκρουση, αλλά ακόμη πιο συχνή τώρα, σημαίνει ότι μερικές φορές οι γυναίκες πρέπει να διαπραγματευτούν τη διέλευση προσφέροντας σεξ. Επιπλέον, οι εκτοπισμένες γυναίκες χωρίς δελτία ταυτότητας αγωνίζονται να βρουν νέα μέσα διαβίωσης αλλού. Δεν μπορούν να εξεύρουν εργασία, να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό, να ξεκινήσουν μια επίσημη επιχείρηση ή να παντρευτούν – και όσοι επιθυμούν να φύγουν από τη χώρα δυσκολεύονται να το κάνουν. Ορισμένες ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν δικαίως αναγνωρίσει την έλλειψη τεκμηρίωσης ως μείζον πρόβλημα και εργάζονται για να πείσουν την κυβέρνηση να εκδώσει νέα έγγραφα σε όσους τα έχουν χάσει. Δεδομένης της κλίμακας της κρίσης και των θεσμικών αδυναμιών του Καμερούν, ωστόσο, απαιτείται πιο συντονισμένη παρέμβαση για να βοηθηθούν χιλιάδες Αγγλόφωνοι που έχουν παγιδευτεί στην επίπονη διαδικασία της προσπάθειας διεκδίκησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων».[72]
Πρόσφατη μάλιστα έκθεση του 2025, επιβεβαιώνει ότι οι εκτοπισμένες γυναίκες στο Καμερούν εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά την ασφάλεια και την εύρεση πόρων ακόμα και στις κοινότητες καταγωγής τους[73].
Οι δε γυναίκες που ζουν, συνδυαστικά, υπό καθεστώς εκτοπισμού και χωρίς ανδρική υποστήριξη, αντιμετωπίζουν περαιτέρω κίνδυνο έκθεσης σε σεξουαλική βία από μέλη ένοπλων ομάδων, κοινότητες υποδοχής και συγγενείς.[74]
Σε σχέση με την κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας, δεδομένων των επικαιροποιημένων πληροφοριών που η ίδια παρέθεσε και της αδυναμίας να προσκομίσει οιοδήποτε έγγραφο που να πιστοποιεί την κατάστασή της, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι η κατάσταση της υγείας της δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα λειτουργούσε επιβαρυντικά αυτή τη στιγμή, έτσι ώστε να επιτείνει τον κίνδυνο έκθεσής της σε σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του υπό εξέταση άρθρου.
Παρ’ όλα αυτά, στη βάση των πληροφοριών που αντλήθηκαν, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, ανεξαρτήτως της κατάστασης της υγείας της Αιτήτριας, η επικινδυνότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στο αγγλόφωνο (Βορειοδυτικό) Καμερούν επειδή οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές, κατά τη συνήθη πρακτική τους, στοχοποιούν ιατρικές μονάδες και νοσοκομεία, αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα, ο οποίος δε θα μπορούσε να αγνοηθεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια της ολιστικής ερμηνείας του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Σε κάθε περίπτωση η Αιτήτρια δήλωσε ότι, επί της παρούσης, δεν παρουσιάζει συμπτώματα και όχι ότι έχει θεραπευτεί. Ευλόγως αναμένεται λοιπόν η Αιτήτρια, λόγω και της ηλικίας της, να χρειαστεί σε κάποια στιγμή πρόσβαση σε υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής της, παράγοντας που υπό το φως των πληροφοριών που αντλήθηκαν, μπορεί να επιτείνει τον κίνδυνο έκθεσης σε σοβαρή βλάβη, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες μονάδες αποτελούν στόχο των ένοπλων αυτονομιστών.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το Δικαστήριο αξιολόγησε τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας σε συνδυασμό με τις αντληθείσες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της και κρίνει ότι αυτή συγκεντρώνει τον σημαντικό αριθμό περιστάσεων που απαιτείται (γυναίκα μόνη, στερούμενη ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, περιορισμένου μορφωτικού επιπέδου και εργασιακών δυνατοτήτων που σε συνδυασμό με την ηλικία της και τους περιορισμένους οικονομικούς της πόρους δυσχεραίνουν περαιτέρω τη διαβίωσή της, ήδη εσωτερικώς εκτοπισθείσα) οι οποίοι την καθιστούν ευάλωτη και επιτείνουν τον κίνδυνο έκθεσής της σε σοβαρή βλάβη, περιστάσεις που στοιχειοθετούν εξατομικευμένη και/ή προσωπική απειλή σοβαρής βλάβης προς το πρόσωπό της στα πλαίσια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Σε σχέση, με την ύπαρξη σύνδεσης ανάμεσα στην «προσωπική απειλή» και την «αδιακρίτως ασκούμενη βία», εκ της διατύπωσης του άρθρου 19(2)(γ) προκύπτει σαφώς ότι η σοβαρή και ατομική απειλή κατά της ζωής ή του σωματικού βάρους ενός αμάχου πρέπει να οφείλεται «σε» αδιάκριτη βία.
Αν και το ΔΕΕ δεν έχει παράσχει σαφείς οδηγίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ σοβαρής και ατομικής απειλής και αδιάκριτης βίας, το Ανώτερο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε ότι: «Η σύνδεση μεταξύ της γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης και της αδιάκριτης βίας που θέτει σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή και το άτομο πληρούται όταν η ένταση της σύγκρουσης περιλαμβάνει μέσα μάχης (είτε επιτρέπονται βάσει των νόμων του πολέμου είτε όχι) που θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τους αμάχους, καθώς και οδηγούν σε μια τέτοια γενική κατάρρευση του νόμου και της τάξης που επιτρέπει την αναρχία και την εγκληματικότητα που προκαλούν τη σοβαρή βλάβη που αναφέρεται στην Οδηγία. Αυτή η βία είναι αδιάκριτη στην πράξη, ακόμη και αν δεν είναι απαραίτητα στοχευμένη... δεν είναι απαραίτητο η απειλή για τη ζωή ή το άτομο να προέρχεται από πρωταγωνιστές της εν λόγω ένοπλης σύγκρουσης: μπορεί απλώς να είναι προϊόν της κατάρρευσης του νόμου και της τάξης»[75].
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η σοβαρή απειλή κατά της ζωής της ή της σωματικής της ακεραιότητας, την οποία πιθανολογείται ότι θα αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, οφείλεται αναμφισβήτητα στην αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων στα πλαίσια της υφιστάμενης ένοπλής σύγκρουσης κρίσης στο Αγγλόφωνου Καμερούν, αφού σύμφωνα με τις πηγές που αντλήθηκαν οι γυναίκες χρησιμοποιούνται ως μαχήτριες, ανθρώπινες ασπίδες, εργαλεία διαπραγμάτευσης, σεξουαλικοί σκλάβοι και πληροφοριοδότες από τους ένοπλους αυτονομιστές, ενώ συχνά αντιμετωπίζουν σκληρές σεξουαλικές επιθέσεις ως μέσο τιμωρίας και εξαναγκασμού.
Δεν αποκλείεται επίσης η Αιτήτρια να αποτελέσει παράπλευρη απώλεια σε περίπτωση που αποφασίσει να μετακινηθεί από το χωριό Esu, καθώς οι επιθέσεις του οδικού δικτύου με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς είναι ευρέως διαδεδομένες στο Βορειοδυτικό Καμερούν και σαφέστατα δεν αναμένεται από εκείνη να παραμένει αποκλειστικά στο χωριό Esu προκειμένου να προστατευτεί.
Σε κάθε περίπτωση, η επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στο Βορειοδυτικό Καμερούν καθιστά ακόμα και την απλή μετάβασή της Αιτήτριας στην περιοχή τελευταίας διαμονής της επικίνδυνη, γεγονός που καθιστά εκ προοιμίου την Αιτήτρια έκθετη σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σύμφωνα και με τη Νομολογία που παρέθεσε το Δικαστήριο σε προγενέστερο στάδιο της παρούσας απόφασης.
Λόγω λοιπόν της σωρευτικής αξιολόγησης των επιβαρυντικών περιστάσεων της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τις διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της και έχοντας προχωρήσει σε ολιστική ερμηνεία του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου και εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το Δικαστήριο κρίνει ότι συγκεντρώνονται στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις αναγνώρισης συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου.
Ως προς τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας, το Δικαστήριο θα επανεξετάσει τη δυνατότητα μετεγκατάστασής της τόσο στην πόλη Younde καθώς και στην πόλη Bamenda, τόπο που διέμεινε προσωρινά πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγή της.
Το άρθρο (1) του Περί Προσφύγων Νόμου αναφέρει : «12Γ.-(1) Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του- (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί».
Στο συγκεκριμένο σημείο σημειώνω την αναστροφή του βάρους απόδειξης η οποία λαμβάνει χώρα στην αξιολόγηση περί δυνατότητας του/της αιτητή/τριας προς εσωτερική μετεγκατάσταση, την οποία φέρουν οι αρμόδιες αρχές[76].
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR η αξιολόγηση της δυνατότητας εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής γίνεται με την ανάλυση δύο στοιχείων:
α) Ανάλυση της Δυνατότητας Εγκατάστασης σε Άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής, κατά την οποία εξετάζεται 1) αν η περιοχή της εγκατάστασης είναι προσβάσιμη στον αιτητή από πρακτικής και νομικής πλευράς και αν μπορεί να φθάσει σ' αυτήν µε ασφάλεια, 2) αν η δίωξη προέρχεται από το κράτος, γ) αν η δίωξη προέρχεται από µη κρατικά όργανα, και δ)αν ο αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σε άλλη σοβαρή βλάβη µετά την εγκατάστασή του στην προτεινόμενη περιοχή.
β) Ανάλυση της Εύλογης Απαίτησης για Εγκατάσταση σε Άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής, κατά το οποίο εξετάζεται αν ο αιτητής μπορεί να διάγει µια σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς να αντιμετωπίζει υπέρμετρα προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη χώρα[77].
Σχετικά με την έννοια του «εύλογου χαρακτήρα» της εσωτερικής μετεγκατάστασης, η ερμηνεία που δίνει η UNHCR αναφέρει ότι δεν αρκεί να µην φοβάται ο/η αιτητής/τρια τη δίωξη στην περιοχή που προτείνεται ως δυνατότητα εγκατάστασης στη χώρα καταγωγής, αλλά απαιτείται επίσης να θεωρείται ότι εύλογα θα μετεγκατασταθεί σε αυτήν. Το τί είναι εύλογο, υποκειμενικά και αντικειμενικά, ερευνάται λαμβάνοντας υπόψη τον/την συγκεκριμένο/η αιτητή/τρια και τις συνθήκες που επικρατούν στην προτεινόμενη περιοχή εγκατάστασης στη χώρα καταγωγής. Ο εξετάζον την δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης θα πρέπει να απαντήσει στο εξής ερώτημα: "Μπορεί ο/η αιτητής/τρια, στα πλαίσια της συγκεκριμένης χώρας, να διάγει μια σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς να αντιμετωπίζει υπέρμετρα προβλήματα;"[78]
Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος η UNHCR κρίνει απαραίτητο να διερευνηθούν οι προσωπικές περιστάσεις του/της αιτητή/τριας, η ύπαρξη προηγούμενης δίωξης, η ασφάλεια, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και η δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης.
Eνδιαφέρουσα καθοδήγηση παρέχει επίσης και η απόφαση του Εφετείου του Ην. Βασιλείου, το οποίο, στην υπόθεση AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873, ημ.24/05/19, παραθέτοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από τον λόρδο Bingham στην υπόθεση Januzi[79]. Επισημαίνει ότι επί δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης στα πλαίσια υποθέσεων ασύλου θα πρέπει να εξετάζεται αν ο/η αιτητής/τρια, σε περίπτωση επιστροφής του/της, θα διάγει μία σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς υπέρμετρες δυσκολίες. Η εσωτερική μετεγκατάσταση εξακολουθεί να είναι εύλογη ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι χειρότερες σε σχέση με την χώρα ασύλου.
Ως προς τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας στην Βamenda, το Δικαστήριο αρχικά εντοπίζει ότι κατόπιν σχετικής έρευνας στο Acled, η εν λόγω πόλη αποτελεί την περιοχή με τα περισσότερα περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιφέρεια κατά το τελευταίο έτος[80].
Παράλληλα, άρθρο ημερομηνίας Ιουλίου 2024 της MKO Minority Africa αναφέρει ότι από το 2016, όταν ξέσπασε η αγγλόφωνη κρίση στο Καμερούν, τα κρούσματα έμφυλης βίας έχουν εκτοξευθεί. Τα βασικά ευρήματα της Ομάδας Προστασίας του UNFPA για τον Μάιο του 2023 αποκάλυψαν ότι η έμφυλη βία παραμένει μια ευρέως διαδεδομένη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά των γυναικών και των κοριτσιών, συμπεριλαμβανομένης της συναισθηματικής και σεξουαλικής βίας[81].
Οι εν λόγω πληροφορίες αποτυπώνονται στην ιστορία μίας γυναίκας στη Bamenda, αφού το ανωτέρω άρθρο της Minority Africa, με τίτλο «Δεν υπήρξε ούτε στιγμή που να μην τρέχαμε… Οι γυναίκες πληρώνουν το υπέρτατο τίμημα στην ένοπλη σύγκρουση του Καμερούν» (μετάφραση Δικαστηρίου) αναφέρει τα ακόλουθα: «Ήταν μια παραπλανητικά ηλιόλουστη Δευτέρα στην ταλαιπωρημένη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν. Δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα αργίας, αλλά μια «πόλη-φάντασμα» που επιβλήθηκε από τους αγγλόφωνους αυτονομιστές στον πόλεμό τους ενάντια στην κυβέρνηση που κυριαρχείται από τη Γαλλοφωνία. Σε αυτή την τεταμένη ηρεμία μπήκε η Κλαούντια, με μια απλή αποστολή, να αγοράσει σερβιέτες. Δεν γνώριζε ότι θα κατέληγε σε μια φρικτή δοκιμασία και σε ψυχοκοινωνικές μάχες που θα διαρκούσαν μια ζωή. «Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί και επέστρεφα στο σπίτι μου. Με συνάντησαν τυχαία και με ρώτησαν τι έκανα έξω», θυμάται η Κλαούντια. «Η σερβιέτα ήταν ορατή και όλοι μπορούσαν να δουν ότι αυτό ήταν που με έβγαλε έξω». Οι ένοπλοι άνδρες, αμετάπειστοι, έδεσαν τα μάτια της Κλαούντια και την πήραν με μια μοτοσικλέτα. Έτσι ξεκίνησε ένα οδυνηρό πεντάωρο ταξίδι από την πόλη Μπαμέντα σε ένα άγνωστο δάσος. «Ένα από τα αγόρια άρχισε να μου κάνει σεξουαλικές προτάσεις», αφηγείται η Κλαούντια. «Όταν αντιστάθηκα, χρησιμοποίησε ένα μαχαίρι στο κεφάλι μου και με έσπρωξε στο πάτωμα». Ακολούθησαν βασανιστήρια και ομαδικός βιασμός από τους απαγωγείς της. «Προσπάθησα να αντισταθώ με τα χέρια μου, αλλά μετά το άλλο αγόρι ήρθε και στάθηκε στα χέρια μου, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντισταθώ», λέει η Κλαούντια κλαίγοντας. «Με έβαλε μέσα και, όταν τελείωσε, στάθηκε στα χέρια μου, ενώ και το άλλο αγόρι μπήκε μέσα». Για δύο μέρες, η Κλαούντια ήταν λίγο πολύ ένα σεξουαλικό βοήθημα στα χέρια των απαγωγέων της. «Ένιωθα τόσο πολύ πόνο». Αυτή η εμπειρία την έχει τραυματίσει μέχρι σήμερα», αναφέρει το άρθρο[82].
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών και λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν κρίνει την μετεγκατάσταση της στην Bamenda ως εύλογη. Παράλληλα, λόγω των συνθηκών που επικρατούν στο οδικό δίκτυο του Βορειοδυτικού Καμερούν εξαιτίας της ένοπλης σύγκρουσης, εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες και ως προς το εφικτό της.
Σε σχέση τώρα με τη δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας στην πρωτεύουσα Younde, αρχικά σημειώνεται ότι εκείνη στερείται εν γένει ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, δεν ομιλεί τη γαλλική γλώσσα, ενώ διαθέτει και τις λοιπές προσωπικές περιστάσεις που έχουν αναλυθεί προηγουμένως.
Προχωρώντας σε σχετική έρευνα, το Δικαστήριο εντόπισε πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν ότι σύμφωνα με τη Violet Fokum, Εκτελεστική Διευθύντρια του CHRDA, μίας ΜΚΟ αφιερωμένη στην προστασία και την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην προώθηση της δημοκρατίας ως πολιτικού πολιτισμού στην Αφρική, μία από τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που έχουν πληγεί από συγκρούσεις και έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση. Οι γυναίκες αναγκάζονται να χρησιμοποιούν την εργασία του σεξ ως μέσο επιβίωσης, εξαναγκάζονται σε αυτήν ή κακοποιούνται σεξουαλικά. Η περιθωριοποίηση και οι διακρίσεις στις κοινότητες υποδοχής του Καμερούν, όπου δεν έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε δραστηριότητες βιοπορισμού, αποτελούν επίσης σημαντικά προβλήματα. «Λόγω της γενικής έλλειψης πόρων και ευκαιριών, οι κοινότητες υποδοχής αισθάνονται απειλούμενες από την παρουσία εκτοπισμένων γυναικών», δήλωσε [83].
Παράλληλα, η έκθεση του Νορβηγικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες το Δεκέμβριο του 2024 αναφέρει ότι οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί στο Καμερούν και ειδικότερα οι γυναίκες, απογυμνώνονται εντελώς, αφού αναγκάζονται να ζουν σε επισφαλείς καταυλισμούς, όπως με οικογένειες που τους φιλοξενούν, προσωρινά καταφύγια για εκτοπισμένους, καταλύματα που δωρίζονται από παραδοσιακούς ηγέτες ή προσωρινούς καταυλισμούς[84].
Ακολούθως το Δικαστήριο εντόπισε κοινή έρευνα των Reine Fosso Simun, Ανθρωπολόγου, Υπεύθυνου Έρευνας στο Εθνικό Κέντρο Παιδείας/Υπουργείο Επιστημονικής Έρευνας και Καινοτομίας (CNE/ MINRES) του Καμερούν, και Henri Υambene Bomono, Εθνογεωγράφου, Ανώτερου Ερευνητής στο CNE/MINRESI και στο GRAMUR, Καμερούν, η οποία εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου και φέρει τον τίτλο «Έμφυλες διαστάσεις της αστικής επιβίωσης: πώληση στο δρόμο μεταξύ εσωτερικά εκτοπισμένων γυναικών στη Γιαουντέ του Καμερούν» η οποία αναφέρει ότι ο συνεχής αγώνας για επιβίωση των γυναικών στις περιοχές του Καμερούν που πλήττονται από συγκρούσεις έχει προκαλέσει μη συστηματική μετανάστευση σε άλλες πόλεις για την αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών διαβίωσης. Κάποιες γυναίκες μετακόμισαν σε μεγάλες πόλεις όπως η Γιαουντέ χωρίς καμία γνώση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης της πόλης. Μετακόμισαν με την ελπίδα να συνεχίσουν τις γεωργικές και εμπορικές τους δραστηριότητες ή να βρουν νέες και κερδοφόρες θέσεις εργασίας. Λόγω της πολυπλοκότητας στην απόκτηση γης στη Γιαουντέ, της δυσκολίας εγκατάστασης σε αξιοπρεπή καταλύματα σε συνδυασμό με τις δυσκολίες επικοινωνίας που αντιμετωπίζουν οι εκτοπισμένες γυναίκες και οι οικογένειές τους, δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν εύκολα. Συνολικά, αυτές οι εκτοπισμένες γυναίκες προσπαθούν να επιβιώσουν συμμετέχοντας σε διάφορες οικονομικές δραστηριότητες που πιστεύουν ότι μπορούν να τις βοηθήσουν να γίνουν οικονομικά αυτόνομες. Για να το πετύχουν αυτό, η πλειοψηφία των εκτοπισμένων γυναικών στρέφεται σε γεωργικές και μη γεωργικές δραστηριότητες και, επειδή δεν μπορούν εύκολα να καταλάβουν τον δημόσιο χώρο, ασχολούνται με το εμπόριο στους δρόμους ως άμεση στρατηγική επιβίωσης[85].
Έρευνα αναφορικά με την ανθρωπιστική κρίση στο Καμερούν του 2024, επιβεβαιώνει ότι το κοινωνικοοικονομικό προφίλ του Καμερούν αντιμετωπίζει προκλήσεις, κατατασσόμενο στην 151η θέση από τις 191 χώρες στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης την περίοδο 2021-2022 με υψηλό ποσοστό φτώχειας, περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και έλλειψη ευκαιριών[86].
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (IOM) για το 2024, οι ανθρωπιστικές ανάγκες για τα εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα στο Καμερούν παρέμειναν υψηλές, ενώ η χρηματοδότηση για ανθρωπιστική βοήθεια, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε πολύ χαμηλή για να καλύψει τις απαραίτητες ανάγκες[87].
Η έρευνα των Reine Fosso Simun και Henri Υambene Bomono, αναφέρει ότι οι εκτοπισμένοι πιστεύουν ότι η μετακόμιση σε μια πόλη όπως η Γιαουντέ, όπου δεν υπάρχει κρίση, θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν τις δουλειές τους χωρίς πίεση. Αυτό απέχει πολύ από το να είναι αλήθεια, ειδικά σε μια εποχή που η κυβέρνηση προσπαθεί να βάλει τάξη στην πόλη της Γιαουντέ κυνηγώντας όσους πουλάνε σε δημόσιους χώρους και σε άλλους προστατευμένους χώρους. Τον Ιανουάριο του 2025, ο δήμαρχος της Γιαουντέ απαγόρευσε την εμπορία σε στρατηγικές περιοχές της πόλης. Στην ανακοίνωσή του, είπε, η απόφασή του ακολούθησε την αυξανόμενη ανησυχία για την κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους, τους κινδύνους για την ασφάλεια και την αυξανόμενη ανησυχία για τη διαταραχή που προκαλείται από την παρουσία άτυπων πωλητών σε δημόσιους χώρους[88].
Απόκριση του ΙRB τον Ιούνιο του 2022, η οποία πραγματεύεται την κατάσταση και μεταχείριση των ανύπαντρων γυναικών και των γυναικών που είναι επικεφαλής των δικών τους νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς τους να ζουν μόνες τους και να έχουν πρόσβαση σε στέγαση, εισόδημα, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη και υπηρεσίες υποστήριξης, ιδίως στη Ντουάλα και τη Γιαουντέ, αναφέρει « Οι ανύπαντρες γυναίκες και οι γυναίκες αρχηγοί οικογενειών συνήθως αναζητούν βοήθεια από φίλους και γνωστούς που είναι ήδη εγκατεστημένοι στις μεγάλες πόλεις κατά τη μετακόμιση. Μία από τις «κύριες» προκλήσεις είναι η εύρεση ενός μέρους για να μείνουν ενώ αναζητούν σπίτι και εργασία. Κάποιες έχουν αναφέρει ότι κοιμούνται στους δρόμους, καθώς δεν γνώριζαν κανέναν στην πόλη με χώρο να τις φιλοξενήσει. Η μετακόμιση είναι «ευκολότερη» όταν η γυναίκα έχει δεσμούς με κάποιον στον τομέα απασχόλησής της. Παράλληλα, οι ανύπαντρες γυναίκες δυσκολεύονται περισσότερο να βρουν «επαρκή» στέγαση. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων «τείνουν να αμφιβάλλουν για την ικανότητά τους να πληρώνουν το ενοίκιο με συνέπεια», καθώς οι άνδρες «συχνά» έχουν καλύτερες δουλειές και υψηλότερους μισθούς από τις γυναίκες. Όταν νοικιάζουν σε έναν υποψήφιο ενοικιαστή του οποίου η ικανότητα πληρωμής ενοικίου είναι αμφίβολη, όπως οι ανύπαντρες γυναίκες και οι γυναίκες αρχηγοί νοικοκυριών, «οι περισσότεροι» ιδιοκτήτες ακινήτων θα απαιτήσουν έως και έξι μήνες ενοικίου εκ των προτέρων. Επιπλέον, οι ιδιοκτήτες ακινήτων «μερικές φορές» ρωτούν για τα μέσα διαβίωσης των γυναικών, προκειμένου να αποφύγουν την ενοικίαση σε γυναίκες που ασχολούνται με την εργασία στο σεξ. Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) σχετικά με τον αντίκτυπο της COVID-19 στην απασχόληση, οι εργαζόμενοι στον άτυπο τομέα, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% των απασχολούμενων, είναι «κυρίως γυναίκες» και «επηρεάζονται άμεσα» από τις μειώσεις εισοδήματος που προκλήθηκαν από την πανδημία»[89].
Ολοκληρώνοντας την έρευνά του, το Δικαστήριο εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στις γαλλόφωνες περιοχές, όπως η Douala και Yaoundé, οι οποίες φιλοξενούν μεγάλες κοινότητες αγγλόφωνων, τα γαλλικά είναι συχνά η μόνη γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρόσβαση σε ζωτικές δημόσιες υπηρεσίες[90], ενώ σημειώνεται ότι η Αιτήτρια δεν ομιλεί τη γαλλική γλώσσα.
Στην απόφαση του Εφετείου του Ην. Βασιλείου, το οποίο, στην υπόθεση AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873 [17], ημ.24/05/19, παραθέτοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από τον λόρδο Bingham στην υπόθεση Januzi[91], παρ. 47 αναφέρεται, σε ελεύθερη μετάφραση, ότι «Όσο σκληρό και αν ακούγεται, και παρ' όλη την συμπάθεια που ένας αναπόφευκτα νιώθει προς αυτούς που υπέφεραν ως οι εφεσείοντες (και οι δεκάδες χιλιάδες όμοιοι τους), η Σύμβαση για τους Πρόσφυγες, όπως επιχείρησα να εξηγήσω, έχει πραγματικά σκοπό να προστατεύσει μόνο αυτούς που απειλούνται με συγκεκριμένες μορφές δίωξης. Δεν είναι γενικό ανθρωπιστικό μέτρο. [.] Με δεδομένο ότι μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη χώρα τους, μόνο απόδειξη ότι οι ζωές τους μετά την επιστροφή τους θα ήταν πολύ απλά ανυπόφορες, συγκρινόμενες ακόμα και στα προβλήματα και τις στερήσεις τόσων άλλων συμπατριωτών τους, θα μπορούσε να τους καταστήσει δικαιούχους προσφυγικού καθεστώτος».
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Younde, η Αιτήτρια δεν θα απολαύσει ένα εύλογα αποδεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης λόγω των σωρευτικώς ενεργούντων εις βάρος της παραγόντων της του φύλου, της ηλικίας της, της έλλειψης υποστηρικτικού δικτύου, της αδυναμίας της να μιλήσει τη γαλλική γλώσσα, του περιορισμένου μορφωτικού της επιπέδου και των μειωμένων επαγγελματικών της προσόντων, καθώς και του γεγονότος ότι έχει κόψει κάθε δεσμό με τη χώρα καταγωγής εδώ και 7 χρόνια, πιθανή δε μετεγκατάσταση της στην πόλη Yaounde θα επιφέρει υπέρμετρες δυσκολίες οι οποίες θα δυσχεραίνουν ακόμα και την επιβίωσή της.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου στην περίπτωση της Αιτήτριας.
Έχοντας προβεί στην πιο πάνω εκτεταμένη ανάλυση καταλήγω ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου με βάση το άρθρο 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς την αιτούμενη θεραπεία (Β).
Η επίδικη πράξη τροποποιείται αναγνωρίζοντας την Αιτήτρια ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ακολουθώντας τον γενικό κανόνα επιδικάζονται έξοδα υπερ του επιτυχόντα διαδίκου, εδώ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση στο μειωμένο ποσό των €500 και αυτό λόγω του ότι πρόκειται για επανεξέταση της προσφυγής.
[1] Q.B.T. ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023 ημερομηνίας 11/02/2025
[2] US Committee for refugees and immigrants, Timeline: Camerron & the “Anglophone Crisis, 28 March 2025, προσβάσιμο σε https://refugees.org/timeline-cameroon-the-anglophone-crisis (ημερομηνία πρόσβασης 07/10/2025)
[3] OCHA, Cameroon: North-West and South-West Situation Report No.80 - August 2025, 07/10/2025, https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no80-august-2025, (ημ. πρόσβ. 07/10/2025)
[4] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[5] EUAA, Judicial Analysis, Article 15 C, qualification directive, 2024, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/Article-15c-Qualification-Directive-201195EU-A-judicial-analysis.pdf, σελ. 29 (09/10/2025)
[6] EUAA, Judicial Analysis, Article 15 C, Qualification Directive, 2011, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/Article-15c-Qualification-Directive-201195EU-A-judicial-analysis.pdf, σελ. 27 (09/10/2025)
[7] Bundesverwaltungsgericht (Germany), judgment of 31 January 2013, 10 C 15.12, para 14.
[8] M. Mohamad Adan, op. cit, fn. 31.
[9] Bundesverwaltungsgericht (Germany), op. cit., para 13f; M. Mohamad Adan, op. cit
[10] HM and others, op. cit., fn. 26.
[11] https://localitesdumonde.com/en/neighbourhood.php?id=14305-esu-arrondissement-de-fungom-cameroun, (09/10/2025)
[12] https://www.researchgate.net/figure/llages-and-languages-of-Lower-Fungom-and-surrounding-area_fig1_286983092, (09/10/2025)
[13] VOA, Troops Deployed to Contain Cameroon Communal Clashes, March 2022, https://www.voanews.com/a/troops-deployed-to-contain-cameroon-communal-clashes/6479085.html, (09/10/2025)
[14] F.D. v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ προσφυγής 3787/23, ημερομηνίας 08/08/2025
[15] Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου ν. C.A. Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ. 97/2024 ημερομηνίας 10/09/2025
[16] C465/07 M.Elgahaji v Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009, para. 34; https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9ea7d2dc30d530976ccb4e564b3fbac8e6f3faf17788.e34KaxiLc3qMb40Rch0SaxuSchj0?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=751058, (πρόσβ. 07/10/2025)
[17] UNHCR, SAFE AT LAST? LAW AND PRACTICE IN SELECTED EU MEMBER STATES WITH RESPECT TO ASYLUM-SEEKERS FLEEING INDISCRIMINATE VIOLENCE, 2011, www.refworld.org/reference/regionalreport/unhcr/2011/en/80324, σελ. 29 ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/10/2025)
[18] Global Center with the Responsibility to Protect, Cameroon, July 2025, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09.10.2025)
[19] ‘Οπ. π.
[20] Norwegian Council for Refugees, Cameroon: the world’s most neglected displacement crisis, June 2025, https://www.nrc.no/news/2025/june/cameroon-the-worlds-most-neglected-displacement-crisis, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09.10.2025)
[21] Development and Cooperation, Rebuilding lives in times of crisis, January 2025, https://www.dandc.eu/en/article/women-strife-ridden-cameroon-are-demanding-chance-set-their-lives-again-despite-ongoing, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09.10.2025)
[22] Όπ. π.
[23] Taylor and Fransis, Cameroon, the Commonwealth, and crisis: Commonwealth intervention in Cameroon’s Anglophone conflict, June 2025, https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/00358533.2025.2516706?src=#abstract, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025).
[24] Όπ. π.
[25] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights- RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023,https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.07.2025)
[26] Taylor and Fransis, Cameroon, the Commonwealth, and crisis: Commonwealth intervention in Cameroon’s Anglophone conflict, June 2025, https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/00358533.2025.2516706?src=#abstract, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025).
[27] DW, Election in Cameroon: Will the 'frustrated' youth vote?, 07/10/2025, https://www.dw.com/en/election-in-cameroon-will-the-frustrated-youth-vote/a-74247248, (09/10/2025)
[28] Genocide Watch, Elections Rekindle Fears in Anglophone Cameroon, July 2025, https://www.genocidewatch.com/single-post/election-season-rekindles-fears-in-anglophone-cameroon, (09/10/2025)
[29] Ιnternational Crisis Group, Preventing Unrest in the Run-up to Cameroon's Presidential Poll, August 2025, https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/b206-preventing-unrest-run-up-cameroons-presidential-poll, (09/10/2025).
[30] Africa News, Cameroon: Assembly extends mandate of deputies until 2026, August 2024, https://www.africanews.com/2024/07/11/cameroon-assembly-extends-mandate-of-deputies-until-2026/, (09/10/2025).
[31] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, Cameroon, Nord Ouest, Events, All Events, Past Year/Past Month, View Country Profile, Tehran, www.acleddata.com/platform/explorer, (19/09/2025)
[32] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, Cameroon, Nord Ouest, Events, All Events, Past Year/Past Month, www.acleddata.com/platform/explorer, (19/09/2025)
[33] https://en.quickworld.com/entity/e27b1qn5amxwunnbmo, (19/09/2025)
[34] ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, C-465/07, EU:C:2009:94,
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9ea7d2dc30d530976ccb4e564b3fbac8e6f3faf17788.e34KaxiLc3qMb40Rch0SaxuSchj0?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=751058 σκέψη 28·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/10/2025)
[35] Όπ. π.
[36] ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, C-465/07, EU:C:2009:94, CURIA - Documents, σκέψη 39 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[37] ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, C-465/07, EU:C:2009:94,
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9ea7d2dc30d530976ccb4e564b3fbac8e6f3faf17788.e34KaxiLc3qMb40Rch0SaxuSchj0?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=751058 σκέψη 43 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[38] European Asylum Support Office, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf , σελ.36 ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[39] European Asylum Support Office, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf , σελ.36-37 ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[40] E Tsourdi, ‘What Protection for Persons Fleeing Indiscriminate Violence? The Impact of the European Courts on the EU Subsidiary Protection Regime’ in D Cantor and J Durrieux (eds), Refuge from Inhumanity? War Refugees and International Humanitarian Law (Brill Nijhoff 2014) 277.
[41] ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, C-465/07, EU:C:2009:94, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9ea7d2dc30d530976ccb4e564b3fbac8e6f3faf17788.e34KaxiLc3qMb40Rch0SaxuSchj0?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=751058 σκέψη 32 ··(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[42] ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, C-465/07, EU:C:2009:94,
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9ea7d2dc30d530976ccb4e564b3fbac8e6f3faf17788.e34KaxiLc3qMb40Rch0SaxuSchj0?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=751058 σκέψη 33 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[43] ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, EU:C:2021:472, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242566&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=24708794 , σκέψεις 30, 31, 32 και 33. ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[44] ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, EU:C:2021:472, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242566&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=24708794 , σκέψεις 40-42 ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[45] ΔΕΕ, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, CF και DN κατά Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, EU:C:2021:472, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242566&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=24708794 , σκέψη 43 ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08.07.2025)
[46] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[47] Article 4(3)(c) QD (recast). See also EASO, Evidence and Credibility Assessment – Judicial analysis, op. cit., fn. 23, Section 4.3., https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-assessment, ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08.07.2025)
[48] 6 RVV/CCE (Belgium), 2020, No 231.259, op. cit., fn. 1055, para. 25.5.
[49] See also EASO, Vulnerability in the context of applications for international protection, 2021, Section 6.3.2 ‘Vulnerability, armed conflict and indiscriminate violence’, https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-vulnerability-context-applications-international-protection, ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[50] Mimimefoinfo, Separatist fighters burn down GTHS Esu, abduct 12 students , teachers, 13 December 2023, https://mimimefoinfos.com/separatist-fighters-burn-down-gths-esu-abduct-12-students-teachers/, ·(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07.10.2025)
[51] Όπ. π.
[52] OCHA, Cameroon: North-West and South-West Situation Report No.80 - August 2025, 07/10/2025, https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no80-august-2025, (ημ. πρόσβ. 07/10/2025)
[53] OCHA, Cameroon: North-West and South-West Situation Report No.79 - July 2025, 07/10/2025, www.reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no79-july-2025, (ημ. πρόσβ. 07/10/2025)
[54] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, Cameroon, Nord Ouest, Events, All Events, Past Year/Past Month, www.acleddata.com/platform/explorer, (19/09/2025)
[55] CJEU, Opinion of Advocate General Pikamäe of 11 February 2021, CF and DN v Bundesrepublik Deutschland, C-901/19, EU:C:2021:116 (hereinafter Opinion of Advocate General Pikamäe, 2021, CF and DN), para. 59, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=237647&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=265176, (08/10/2025)
[56] Όπ. π.
[57] CJEU, 2021, CF and DN, op. cit., fn. 684, para. 33. This refers to the finding that ‘the actual victims of the violence perpetrated by the parties to the conflict against the lives or persons of civilians in the region concerned constitute a high proportion of the total number of civilians living in that region’, as described above.
[58] CJEU, 2021, CF and DN, op. cit., fn. 684, para. 35., https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=242566&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=24708794, (08/10/2025)
[59] Upper Tribunal (IAC) (United Kingdom), judgment of 30 October 2015, AA (Article 15(c)) Iraq CG, [2015], https://tribunalsdecisions.service.gov.uk/utiac/2015-ukut-544, (08/10/2025)
[60] 4 ECtHR, 2011, Sufi and Elmi, op. cit., fn. 57, para. 241, referring to AIT (United Kingdom), judgment of 27 January 2009, https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-105434%22]}, (08/10/2025).
[61] UNHCR, Safe at Last?, fn. 2, p. 104.
[62] Acled, Q&A: The evolution of Ambazonian separatist groups in Anglophone Cameroon, October 2024, https://acleddata.com/brief/qa-evolution-ambazonian-separatist-groups-anglophone-cameroon, (09/10/2025)
[63] International Institute of Innovation, THE PLIGHT OF WOMEN IN ARMED CONFLICT: RECOUNTING THE ORDEALS OF WOMEN IN THE ANGLOPHONE ARMED CON-FLICT IN CAMEROON, December 2022, https://ijols.com/article/162395/en, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025).
[64] Peace News, Sexual and Gender-Based Violence as Punishment in Cameroon’s Anglophone Crisis, December 2024, https://peacenews.com/sexual-and-gender-based-violence-as-punishment-in-cameroons-anglophone-crisis/, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[65] R:Ed, The ordeal of widows in Cameroon, 12 January 2024, https://rightforeducation.org/2024/01/12/the-ordeal-of-widows-in-cameroon/, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[66] UN OCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023, March 2023, url, p. 65, https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-humanitarian-needs-overview-2023-march-2023, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[67] GPC, Cameroon, Protection Analysis Update: Update on Protection Risks Caused by Protracted Armed Conflicts, and Climatic Hazards – March 2025, 17 April 2025, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2025-04/pau25_protection_analysis_update_cameroon_march2025_final.pdf, σελ 8 (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[68] GPC, My safety has gone…. My dignity too…! - When the floods unveiled the misery of Crisis affected women and girls in Buea, 20 May 2023, σελ. 2, https://reliefweb.int/report/cameroon/my-safety-has-gone-my-dignity-too-when-floods-unveiled-misery-crisis-affected-women-and-girls-buea-march-2023, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[69] UNFPA, Voices from Cameroon 2023, 11 March 2024, σελ. 26, https://cameroon.unfpa.org/sites/default/files/pub-pdf/voices_of_cameroon_1.pdf, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[70] https://data.who.int/countries/120, (ημ. πρόσβ. 23/07/2025)
[71] International Crisis Group, Rebels, Victims, Peacebuilders: Women in Cameroon’s Anglophone Conflict: Africa Report N°307, 23 February 2022, https://reliefweb.int/report/cameroon/rebels-victims-peacebuilders-women-cameroon-s-anglophone-conflict-africa-report-n, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/10/2025)
[72] Όπ.π.
[73] Development and Cooperation, Rebuilding lives in times of crisis, January 2025, https://www.dandc.eu/en/article/women-strife-ridden-cameroon-are-demanding-chance-set-their-lives-again-despite-ongoing, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/10/2025)
[74] Όπ. Π., σελ. 56-57
[75] Upper Tribunal (IAC) (United Kingdom), judgment of 22 September 2010, HM and Others (Article 15(c)) Iraq CG, [2010] UKUT 331, para. 80. This conclusion was reaffirmed by Upper Tribunal (IAC) (United Kingdom), 2012, HM and Others (Article 15(c)) Iraq CG, op. cit., fn. 1019, para. 45, https://tribunalsdecisions.service.gov.uk/utiac/37641, (23/07/2025)
[76] Βλ. σχετικά EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 12 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf, (08/10/2025)
[77] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Η ∆υνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύµβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, 23 Ιουλίου 2003, διαθέσιμο σε:
https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4714a7fc2, σελ. 2-3, (09/08/2025)
[78] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ «Η ∆υνατότητα Εγκατάστασης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 Α (2) της Σύµβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, 23 Ιουλίου 2003, διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4714a7fc2, σελ. 5, (08/10/2025)
[79] UK - House of Lords, 15 February 2006, Januzi v Secretary of State for the Home Department & Ors [2006] UKHL 5, https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-house-lords-15-february-2006-januzi-v-secretary-state-home-department-ors-2006-ukhl-5#content, (09/10/205.
[80] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, Cameroon, Nord Ouest, Events, All Events, Past Year/Past Month, www.acleddata.com/platform/explorer, (09/10/2025)
[81] Όπ. π.
[82] Minority Africa, “There was never a moment we were not running”: Women are paying the ultimate price in Cameroon’s armed conflict, July 2024, https://minorityafrica.org/women-in-cameroons-armed-conflict/, (09/10/2025)
[83] Development and Cooperation, Rebuilding lives in times of crisis, January 2025, https://www.dandc.eu/en/article/women-strife-ridden-cameroon-are-demanding-chance-set-their-lives-again-despite-ongoing, (09/10/2025)
[84] Norwegian Refugee Council, Cameroon: Displaced women struggle to access land in Far North region, December 2024, https://www.nrc.no/news/2024/december/cameroon-displaced-women-struggle-to-access-land-in-far-north-region, (09/10/2025)
[85] The gendered dimensions of urban survival : street vending among internally displaced women in Yaoundé, Cameroon, June 2025, https://medcraveonline.com/SIJ/the-gendered-dimensions-of-urban-survival--street-vending-among-internally-displaced-women-in-yaoundeacute-cameroon.html, (09/10/2025)
[86] SIDA, Humanitarian Crisis Analysis, Cameroon, March 2024, https://cdn.sida.se/app/uploads/2024/04/22142927/Cameroon-HCA-2024.pdf, (09/10/2025)
[88] The gendered dimensions of urban survival : street vending among internally displaced women in Yaoundé, Cameroon, June 2025, https://medcraveonline.com/SIJ/the-gendered-dimensions-of-urban-survival--street-vending-among-internally-displaced-women-in-yaoundeacute-cameroon.html, (09/10/2025)
[89] IRBC, Responses to Information Requests, Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19, June 2022, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458612&pls=1, (09/10/2025)
[90] The conversation, Cameroon: how language plunged a country into deadly conflict with no end in sight, March 2022, διαθέσιμο σε https://theconversation.com/cameroon-how-language-plunged-a-country-into-deadly-conflict-with-no-end-in-sight-179027, [ημερ. πρόσβασης 09/10/2025]
[91] UK - House of Lords, Januzi v Secretary of State for the Home Department & Ors, 15 February 2006, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-house-lords-15-february-2006-januzi-v-secretary-state-home-department-ors-2006-ukhl-5#content, [ημερ. πρόσβασης 09/10/2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο